Στα πλαίσια του δικαίου της κληρονομικής διαδοχής, ο κληρονομούμενος μπορεί με τη διαθήκη του, και χωρίς να εγκαταστήσει με αυτήν κληρονόμο, να ..αποκλείσει από την εξ αδιαθέτου διαδοχή ορισμένο συγγενή ή και τον σύζυγό του, με την επιφύλαξη ωστόσο των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα (άρθρο 1713 του Αστικού Κώδικα).
Ως τέτοια νοείται το ελάχιστο ποσοστό επί της κληρονομιαίας περιουσίας, το οποίο ο νομοθέτης έκρινε πως δικαιούνται να λάβουν σε κάθε περίπτωση κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία, λόγω της στενής συγγενικής σχέσης που είχαν με τον κληρονομούμενο, δικαιούνται προνομιακής μεταχείρισης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1825 ΑΚ, τα πρόσωπα αυτά είναι οι κατιόντες (τα τέκνα), οι γονείς και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, δηλαδή οι αναγκαίοι κληρονόμοι αυτού, που θα καλούνταν στην κληρονομία αν αυτή επαγόταν εξ αδιαθέτου.
Εντούτοις, όπως κάθε κανόνας, έτσι και αυτός έχει την εξαίρεσή του, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1839 του ίδιου Κώδικα, ο διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους, που αναφέρονται στο νόμο, να στερήσει τον μεριδούχο και από τη νόμιμη μοίρα του με διάταξη τελευταίας βούλησης, δηλαδή να τον αποκληρώσει.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1840 του ΑΚ, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα του, αν ο τελευταίος επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη ή αν προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγό του, από τον οποίο και κατάγεται ο κατιών, καθώς και αν κατέστη ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος που τέλεσε με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του. Την ίδια δε συνέπεια μπορεί να επιφέρει, σύμφωνα με τις περιπτώσεις 4 και 5 του ίδιου άρθρου, η κακόβουλη αθέτηση της υποχρέωσης που είχε από το νόμο ο κατιών προς διατροφή του διαθέτη, καθώς και η διαγωγή έκλυτου βίου (άτιμου ή ανήθικου κατά την ακριβή διατύπωση του νόμου) από την πλευρά του, παρά την, εκπεφρασμένη, αντίθετη βούληση του διαθέτη.
Η απαρίθμηση των λόγων αποκλήρωσης του κατιόντος από τον ανιόντα, που διαλαμβάνεται στην προκείμενη διάταξη, είναι αποκλειστική, υπό την έννοια, ότι δεν συγχωρείται αποκλήρωση για άλλο λόγο εκτός από αυτούς, αποκλειόμενης της διεύρυνσης των λόγων αυτών ή της ανάλογης εφαρμογή τους και σε άλλες παρεμφερείς περιπτώσεις.
Περαιτέρω, ο νόμος παρέχει στο διαθέτη τη δυνατότητα αποκλήρωσης και του επιζώντος συζύγου του, σε περίπτωση που, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε έννομο δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο, ο οποίος αναγόταν σε υπαιτιότητα του συζύγου του.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1843 ΑΚ, ο λόγος της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σε αυτήν, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου ως προς το ποιόν από τους περιοριστικά προβλεπόμενους λόγους αποκλήρωσης επικαλέστηκε ο διαθέτης.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο κληρονομούμενος μπορεί με διάταξη τελευταίας βούλησης να αποκλείσει ρητώς ή σιωπηρώς κάποιον συγγενή από την εξ αδιαθέτου διαδοχή, εγκαθιστώντας άλλους κληρονόμους ή και άνευ τέτοιας εγκατάστασης (αποκλήρωση με ευρεία έννοια), χωρίς όμως ο αποκλεισμός αυτός να επιφέρει για τον αναγκαίο κληρονόμο τη στέρηση της νόμιμης μοίρας του, εκτός κι αν η αποκλήρωση έγινε για υφιστάμενο νόμιμο λόγο, ο οποίος και αναφέρεται στην τελευταία διάταξη (αποκλήρωση με στενή έννοια).
Σε περίπτωση εντούτοις μη νομιμότητας ή αναληθείας του λόγου αποκλήρωσης, ο αποκλεισμός ισχύει καταρχήν για την εξ αδιαθέτου διαδοχή και ο μεριδούχος λαμβάνει τη νόμιμη μοίρα του, ενώ κατά το επιπλέον διατηρούνται οι διατάξεις της διαθήκης. Ωστόσο ο αποκληρούμενος δύναται, αντί για τη νόμιμη μοίρα του, να ζητήσει την ακύρωση της εγκατάστασης άλλων κληρονόμων και συνακόλουθα την εξ αδιαθέτου μερίδα του, επικαλούμενος ότι ο διαθέτης εγκατέστησε αυτούς κατ’ αποκλεισμό του ιδίου, ως νομίμου μεριδούχου, από πλάνη για τη νομιμότητα ή την αλήθεια του λόγου της αποκλήρωσης του (άρθρο 1784 ΑΚ).
Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι στην περίπτωση που η υπάρχουσα διαθήκη δεν περιέχει εγκατάσταση κληρονόμων, αλλά μόνο την αποκληρωτική διάταξη μεριδούχου, και αυτή αποβαίνει άκυρη λόγω μη νομιμότητας ή αναληθείας του λόγου αποκλήρωσης, ο αποκληρούμενος καθίσταται εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αφού δεν υφίσταται στάδιο προσβολής εγκαταστάσεων για κάποιο νόμιμο λόγο και εφόσον δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από την αποκληρωτική διάταξη της διαθήκης. Τα ίδια ισχύουν αναλογικά και στην περίπτωση απόσβεσης του δικαιώματος αποκλήρωσης με συγγνώμη που παρέχεται με οποιοδήποτε τρόπο από τον διαθέτη, οπότε η προηγουμένη αποκλήρωση καθίσταται ανίσχυρη, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1844 ΑΚ.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι η αναφορά στη διαθήκη περιστατικών, τα οποία μπορούν να υπαχθούν σε έναν ή και περισσότερους λόγους αποκλήρωσης υπέρ του ανιόντος και να στηρίξουν ουσιαστικά την αποκλήρωση νόμιμου μεριδούχου, καθιστά εκ των πραγμάτων ασαφές και αμφίβολο το κληρονομικό δικαίωμα του τελευταίου.
Η συνέπεια αυτή αποκτά αυτοτέλεια στην περίπτωση κατά την οποίαν ο συγκεκριμένος κληρονόμος αιτείται από το δικαστήριο της κληρονομίας την έκδοση κληρονομητηρίου, προς βεβαίωση του κληρονομικού του δικαιώματος, καθώς το ανωτέρω δικαστήριο κρίνοντας από τα, ερευνώμενα και αυτεπαγγέλτως, πραγματικά περιστατικά, ότι το κληρονομικό δικαίωμα του αιτούντος είναι ασαφές ή αμφίβολο, οφείλει να απορρίψει την αίτηση και να αρνηθεί την παροχή κληρονομητηρίου, λόγω του τεκμηρίου που προσάγεται από αυτό κατά τα άρθρα 1962 ΑΚ και 821 ΚΠολΔ.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=601947&subcat=106
Ως τέτοια νοείται το ελάχιστο ποσοστό επί της κληρονομιαίας περιουσίας, το οποίο ο νομοθέτης έκρινε πως δικαιούνται να λάβουν σε κάθε περίπτωση κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία, λόγω της στενής συγγενικής σχέσης που είχαν με τον κληρονομούμενο, δικαιούνται προνομιακής μεταχείρισης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1825 ΑΚ, τα πρόσωπα αυτά είναι οι κατιόντες (τα τέκνα), οι γονείς και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, δηλαδή οι αναγκαίοι κληρονόμοι αυτού, που θα καλούνταν στην κληρονομία αν αυτή επαγόταν εξ αδιαθέτου.
Εντούτοις, όπως κάθε κανόνας, έτσι και αυτός έχει την εξαίρεσή του, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1839 του ίδιου Κώδικα, ο διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους, που αναφέρονται στο νόμο, να στερήσει τον μεριδούχο και από τη νόμιμη μοίρα του με διάταξη τελευταίας βούλησης, δηλαδή να τον αποκληρώσει.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1840 του ΑΚ, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα του, αν ο τελευταίος επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη ή αν προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγό του, από τον οποίο και κατάγεται ο κατιών, καθώς και αν κατέστη ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος που τέλεσε με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του. Την ίδια δε συνέπεια μπορεί να επιφέρει, σύμφωνα με τις περιπτώσεις 4 και 5 του ίδιου άρθρου, η κακόβουλη αθέτηση της υποχρέωσης που είχε από το νόμο ο κατιών προς διατροφή του διαθέτη, καθώς και η διαγωγή έκλυτου βίου (άτιμου ή ανήθικου κατά την ακριβή διατύπωση του νόμου) από την πλευρά του, παρά την, εκπεφρασμένη, αντίθετη βούληση του διαθέτη.
Η απαρίθμηση των λόγων αποκλήρωσης του κατιόντος από τον ανιόντα, που διαλαμβάνεται στην προκείμενη διάταξη, είναι αποκλειστική, υπό την έννοια, ότι δεν συγχωρείται αποκλήρωση για άλλο λόγο εκτός από αυτούς, αποκλειόμενης της διεύρυνσης των λόγων αυτών ή της ανάλογης εφαρμογή τους και σε άλλες παρεμφερείς περιπτώσεις.
Περαιτέρω, ο νόμος παρέχει στο διαθέτη τη δυνατότητα αποκλήρωσης και του επιζώντος συζύγου του, σε περίπτωση που, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε έννομο δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο, ο οποίος αναγόταν σε υπαιτιότητα του συζύγου του.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1843 ΑΚ, ο λόγος της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σε αυτήν, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου ως προς το ποιόν από τους περιοριστικά προβλεπόμενους λόγους αποκλήρωσης επικαλέστηκε ο διαθέτης.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο κληρονομούμενος μπορεί με διάταξη τελευταίας βούλησης να αποκλείσει ρητώς ή σιωπηρώς κάποιον συγγενή από την εξ αδιαθέτου διαδοχή, εγκαθιστώντας άλλους κληρονόμους ή και άνευ τέτοιας εγκατάστασης (αποκλήρωση με ευρεία έννοια), χωρίς όμως ο αποκλεισμός αυτός να επιφέρει για τον αναγκαίο κληρονόμο τη στέρηση της νόμιμης μοίρας του, εκτός κι αν η αποκλήρωση έγινε για υφιστάμενο νόμιμο λόγο, ο οποίος και αναφέρεται στην τελευταία διάταξη (αποκλήρωση με στενή έννοια).
Σε περίπτωση εντούτοις μη νομιμότητας ή αναληθείας του λόγου αποκλήρωσης, ο αποκλεισμός ισχύει καταρχήν για την εξ αδιαθέτου διαδοχή και ο μεριδούχος λαμβάνει τη νόμιμη μοίρα του, ενώ κατά το επιπλέον διατηρούνται οι διατάξεις της διαθήκης. Ωστόσο ο αποκληρούμενος δύναται, αντί για τη νόμιμη μοίρα του, να ζητήσει την ακύρωση της εγκατάστασης άλλων κληρονόμων και συνακόλουθα την εξ αδιαθέτου μερίδα του, επικαλούμενος ότι ο διαθέτης εγκατέστησε αυτούς κατ’ αποκλεισμό του ιδίου, ως νομίμου μεριδούχου, από πλάνη για τη νομιμότητα ή την αλήθεια του λόγου της αποκλήρωσης του (άρθρο 1784 ΑΚ).
Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι στην περίπτωση που η υπάρχουσα διαθήκη δεν περιέχει εγκατάσταση κληρονόμων, αλλά μόνο την αποκληρωτική διάταξη μεριδούχου, και αυτή αποβαίνει άκυρη λόγω μη νομιμότητας ή αναληθείας του λόγου αποκλήρωσης, ο αποκληρούμενος καθίσταται εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αφού δεν υφίσταται στάδιο προσβολής εγκαταστάσεων για κάποιο νόμιμο λόγο και εφόσον δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από την αποκληρωτική διάταξη της διαθήκης. Τα ίδια ισχύουν αναλογικά και στην περίπτωση απόσβεσης του δικαιώματος αποκλήρωσης με συγγνώμη που παρέχεται με οποιοδήποτε τρόπο από τον διαθέτη, οπότε η προηγουμένη αποκλήρωση καθίσταται ανίσχυρη, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1844 ΑΚ.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι η αναφορά στη διαθήκη περιστατικών, τα οποία μπορούν να υπαχθούν σε έναν ή και περισσότερους λόγους αποκλήρωσης υπέρ του ανιόντος και να στηρίξουν ουσιαστικά την αποκλήρωση νόμιμου μεριδούχου, καθιστά εκ των πραγμάτων ασαφές και αμφίβολο το κληρονομικό δικαίωμα του τελευταίου.
Η συνέπεια αυτή αποκτά αυτοτέλεια στην περίπτωση κατά την οποίαν ο συγκεκριμένος κληρονόμος αιτείται από το δικαστήριο της κληρονομίας την έκδοση κληρονομητηρίου, προς βεβαίωση του κληρονομικού του δικαιώματος, καθώς το ανωτέρω δικαστήριο κρίνοντας από τα, ερευνώμενα και αυτεπαγγέλτως, πραγματικά περιστατικά, ότι το κληρονομικό δικαίωμα του αιτούντος είναι ασαφές ή αμφίβολο, οφείλει να απορρίψει την αίτηση και να αρνηθεί την παροχή κληρονομητηρίου, λόγω του τεκμηρίου που προσάγεται από αυτό κατά τα άρθρα 1962 ΑΚ και 821 ΚΠολΔ.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=601947&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου