Η εργασία σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως ενδεικτικά σε εστιατόρια, καφετέριες και κομμωτήρια, διέπεται από μια βασική ..ιδιαιτερότητα, καθώς όλοι οι απασχολούμενοι σε τέτοιου είδους καταστήματα απαιτείται κατά Νόμο να είναι εφοδιασμένοι με ειδικό βιβλιάριο υγείας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 της υπ’ αριθ. Α1Β/8577/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Αναγκαστικού Νόμου 2520/1940 και αντικαταστάθηκε με την υπ’ αριθ. 8405/29.10.1992 απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, «όσοι ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή βοηθοί αυτών, ή απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται, ότι ο κάτοχός του δεν πάσχει από μεταδοτικό νόσημα και δεν είναι φορέας εντερικών παθογόνων μικροβίων, ιών και παρασίτων».
Οι διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της δημόσιας υγείας, επιβάλουν τον εφοδιασμό του βιβλιαρίου υγείας για όσους ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, ώστε να έρχονται σε άμεση επαφή με τα τρόφιμα ή ποτά ή με τον καταναλωτή αυτών ή με τον χρήστη των υπηρεσιών, ώστε να υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης των νοσημάτων από τα οποία τυχόν πάσχουν ή των μικροβίων, των ιών και των παρασίτων των οποίων ενδέχεται να είναι φορείς. Συνεπώς, το κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενο βιβλιάριο υγείας απαιτείται να εφοδιάζονται όχι μόνο οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά όλοι όσοι απασχολούνται σε αυτές με οποιαδήποτε σχέση.
Στα πλαίσια αυτά, ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση κατά την οποίαν ο εργαζόμενος σε επιχειρήσεις αυτού του είδους δεν έχει εφοδιαστεί με το προβλεπόμενο βιβλιάριο υγείας, σε αντίθεση με τις ανωτέρω ρητές νομοθετικές επιταγές. Στην περίπτωση αυτή, η γενόμενη σύμβαση εργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, που είτε δεν έχει εφοδιαστεί το βιβλιάριο υγείας, είτε το έχει εφοδιαστεί αλλά έχει παραλείψει να το θεωρήσει, είναι άκυρη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου είναι άκυρη, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο. Η ακυρότητα αυτή που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, καθώς αφορά στη δημόσια τάξη, καλύπτει και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργαζόμενος απασχολείται χωρίς να διαθέτει την τυχόν προβλεπόμενη άδεια άσκησης επαγγέλματος (όπως ενδεικτικά για το επάγγελμα του κομμωτή, με βάση το Προεδρικό Διάταγμα 133/2005, που αντικατέστησε το προισχύσαν Π.Δ. 148/1994).
Η ακυρότητα αυτή δεν θίγει βεβαίως το πραγματικό γεγονός της ήδη παρασχεθείσας εργασίας, καθώς διαφορετικά, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο εργαζόμενος δεν θα μπορούσε να αναζητήσει τα δεδουλευμένα. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, θεωρείται ότι ο εργαζόμενος διατελεί σε απλή σχέση εργασίας προς τον εργοδότη του, πράγμα που σημαίνει, ότι για την αναζήτηση και απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης του από την παρασχεθείσα εργασία του θα πρέπει αναγκαστικά, πλην απολύτως βάσιμα, να επικαλεστεί τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επόμενα).
Η αποτίμηση της ωφέλειας αυτής συνίσταται στον μισθό που θα κατέβαλε ο εργοδότης δυνάμει έγκυρης σύμβασης σε άλλο μισθωτό του ίδιου επαγγέλματος και των αυτών επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων για την ίδια εργασία, χωρίς όμως να προσμετρούνται οι προσαυξήσεις, που αυτός θα δικαιούταν αν κατήρτιζε έγκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω των συντρεχουσών στο πρόσωπό του ιδιαιτέρων περιστάσεων και ειδικότερα λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, εφόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν στο πρόσωπο του εργαζομένου που θα μπορούσε να προσληφθεί με έγκυρη σύμβαση εργασίας.
Το ύψος της ωφέλειας αυτής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τις αποδοχές που προβλέπουν οι οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και Διαιτητικές Αποφάσεις. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός θα ζητήσει την αμοιβή του για την παρασχεθείσα εργασία του, καθώς και την υπερεργασία, τη νυχτερινή εργασία και την τυχόν παράνομη υπερωριακή απασχόλησή του, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται σε σχέση με τα κονδύλια που αφορούν τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, τα επιδόματα αδείας και την αποζημίωση αδείας, τα οποία οφείλονται σε κάθε περίπτωση, με βάση αυτή καθ’ εαυτή την εργασιακή σχέση και ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της σύμβασης εργασίας. Συνεπώς ο εργαζόμενος, σε περίπτωση δικαστικής διεκδίκησης των ανωτέρω κονδυλίων, δεν απαιτείται να ανατρέξει στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς η υποχρέωση καταβολής τους προκύπτει απευθείας από το νόμο.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=676826&subcat=106
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 της υπ’ αριθ. Α1Β/8577/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Αναγκαστικού Νόμου 2520/1940 και αντικαταστάθηκε με την υπ’ αριθ. 8405/29.10.1992 απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, «όσοι ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή βοηθοί αυτών, ή απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται, ότι ο κάτοχός του δεν πάσχει από μεταδοτικό νόσημα και δεν είναι φορέας εντερικών παθογόνων μικροβίων, ιών και παρασίτων».
Οι διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της δημόσιας υγείας, επιβάλουν τον εφοδιασμό του βιβλιαρίου υγείας για όσους ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, ώστε να έρχονται σε άμεση επαφή με τα τρόφιμα ή ποτά ή με τον καταναλωτή αυτών ή με τον χρήστη των υπηρεσιών, ώστε να υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης των νοσημάτων από τα οποία τυχόν πάσχουν ή των μικροβίων, των ιών και των παρασίτων των οποίων ενδέχεται να είναι φορείς. Συνεπώς, το κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενο βιβλιάριο υγείας απαιτείται να εφοδιάζονται όχι μόνο οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά όλοι όσοι απασχολούνται σε αυτές με οποιαδήποτε σχέση.
Στα πλαίσια αυτά, ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση κατά την οποίαν ο εργαζόμενος σε επιχειρήσεις αυτού του είδους δεν έχει εφοδιαστεί με το προβλεπόμενο βιβλιάριο υγείας, σε αντίθεση με τις ανωτέρω ρητές νομοθετικές επιταγές. Στην περίπτωση αυτή, η γενόμενη σύμβαση εργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, που είτε δεν έχει εφοδιαστεί το βιβλιάριο υγείας, είτε το έχει εφοδιαστεί αλλά έχει παραλείψει να το θεωρήσει, είναι άκυρη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου είναι άκυρη, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο. Η ακυρότητα αυτή που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, καθώς αφορά στη δημόσια τάξη, καλύπτει και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργαζόμενος απασχολείται χωρίς να διαθέτει την τυχόν προβλεπόμενη άδεια άσκησης επαγγέλματος (όπως ενδεικτικά για το επάγγελμα του κομμωτή, με βάση το Προεδρικό Διάταγμα 133/2005, που αντικατέστησε το προισχύσαν Π.Δ. 148/1994).
Η ακυρότητα αυτή δεν θίγει βεβαίως το πραγματικό γεγονός της ήδη παρασχεθείσας εργασίας, καθώς διαφορετικά, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο εργαζόμενος δεν θα μπορούσε να αναζητήσει τα δεδουλευμένα. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, θεωρείται ότι ο εργαζόμενος διατελεί σε απλή σχέση εργασίας προς τον εργοδότη του, πράγμα που σημαίνει, ότι για την αναζήτηση και απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης του από την παρασχεθείσα εργασία του θα πρέπει αναγκαστικά, πλην απολύτως βάσιμα, να επικαλεστεί τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επόμενα).
Η αποτίμηση της ωφέλειας αυτής συνίσταται στον μισθό που θα κατέβαλε ο εργοδότης δυνάμει έγκυρης σύμβασης σε άλλο μισθωτό του ίδιου επαγγέλματος και των αυτών επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων για την ίδια εργασία, χωρίς όμως να προσμετρούνται οι προσαυξήσεις, που αυτός θα δικαιούταν αν κατήρτιζε έγκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω των συντρεχουσών στο πρόσωπό του ιδιαιτέρων περιστάσεων και ειδικότερα λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, εφόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν στο πρόσωπο του εργαζομένου που θα μπορούσε να προσληφθεί με έγκυρη σύμβαση εργασίας.
Το ύψος της ωφέλειας αυτής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τις αποδοχές που προβλέπουν οι οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και Διαιτητικές Αποφάσεις. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός θα ζητήσει την αμοιβή του για την παρασχεθείσα εργασία του, καθώς και την υπερεργασία, τη νυχτερινή εργασία και την τυχόν παράνομη υπερωριακή απασχόλησή του, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται σε σχέση με τα κονδύλια που αφορούν τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, τα επιδόματα αδείας και την αποζημίωση αδείας, τα οποία οφείλονται σε κάθε περίπτωση, με βάση αυτή καθ’ εαυτή την εργασιακή σχέση και ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της σύμβασης εργασίας. Συνεπώς ο εργαζόμενος, σε περίπτωση δικαστικής διεκδίκησης των ανωτέρω κονδυλίων, δεν απαιτείται να ανατρέξει στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς η υποχρέωση καταβολής τους προκύπτει απευθείας από το νόμο.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=676826&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου