Η έγερση μιας εμπράγματης αξίωσης αφενός προϋποθέτει την προσβολή κάποιου εμπράγματου δικαιώματος και αφετέρου κατατείνει στην.. αποκατάσταση της άμεσης εξουσίας του δικαιούχου πάνω στο πράγμα. Στα πλαίσια αυτά, η διεκδικητική αγωγή αποτελεί το σημαντικότερο μέσο προστασίας του εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας, είτε επί κινητών είτε επί ακινήτων πραγμάτων, και παρέχεται στον κύριο, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 1094 του Αστικού Κώδικα, στις περιπτώσεις καθολικής προσβολής του ανωτέρω δικαιώματος, δηλαδή όταν το πράγμα αφαιρείται και κατακρατείται παρανόμως από τον προσβολέα.
Συνεπώς, δικαιούχος της αξίωσης προς έγερση διεκδικητικής αγωγής είναι μόνο ο κύριος του πράγματος, ακόμα και στις περιπτώσεις που στερείται τη νομή ή κατοχή αυτού (περιπτώσεις κλοπής και εκμίσθωσης αντίστοιχα) και ασχέτως του αν είχε καταστεί, κατά το χρόνο προσβολής του δικαιώματός του, νομέας ή όχι (πχ αγοραπωλησία πράγματος το οποίο δεν έχει παραδοθεί ακόμα στον κύριο).
Ευνόητα δε, η διεκδικητική αγωγή στρέφεται κατά του προσώπου που νέμεται ή κατέχει παρανόμως το πράγμα κατά τον χρόνο της άσκησής της, χωρίς να ενδιαφέρει αν αυτό το πράττει αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου ή αν, ενδεχομένως, νέμεται μόνο μέρος του πράγματος. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο νομέας του πράγματος αντιτείνει δικό του δικαίωμα κυριότητας ή αμφισβητεί προφορικά την ιδιότητα του ενάγοντος ως κυρίου, δεν χωρεί διεκδικητική αλλά μόνο αναγνωριστική αγωγή, με βάση του άρθρο 70 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Η διεκδικητική αγωγή διακρίνεται από τον διφυή χαρακτήρα της, καθώς το αίτημά της διέπεται τόσο από αναγνωριστικό όσο και από καταψηφιστικό περιεχόμενο. Ο ενάγων δηλαδή επιδιώκει με την έγερσή της τόσο τη δικαστική αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητάς του όσο και την καταδίκη του εναγομένου να αποδώσει το πράγμα σε αυτόν. Η διάσταση αυτή του αιτητικού της διεκδικητικής αγωγής είναι νομοτεχνικά εύλογη, καθώς σε περίπτωση που ελλείπει το αίτημα απόδοσης του πράγματος η αγωγή στερείται καταψηφιστικού χαρακτήρα, καθισταμένη τοιουτοτρόπως αποκλειστικά αναγνωριστική. Ωστόσο, σε περίπτωση που ζητείται μόνο η απόδοση του πράγματος, η αγωγή δεν χάνει το χαρακτήρα της ως διεκδικητική, καθώς η διάγνωση και αναγνώριση του δικαιώματος του ενάγοντος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εξαγωγή της δικανικής κρίσης περί απόδοσης η μη του πράγματος. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι το αίτημα περί αναγνώρισης της κυριότητας έχει τεθεί από τον ενάγοντα σιωπηρώς.
Εντούτοις, η διάσταση της διεκδικητικής αγωγής ως κορωνίδας της έννομης προστασίας της κυριότητας αποτελεί παράλληλα και το κύριο μειονέκτημά της, καθώς σε περίπτωση που ο εναγόμενος αμφισβητήσει της προϋποθέσεις της νομότυπης άσκησής της, δηλαδή αρνηθεί την ύπαρξη της κυριότητας του ενάγοντος ή την αφαίρεση και κατακράτηση της νομής του επίδικου πράγματος από αυτόν, επικαλούμενος δικό του δικαίωμα, το δικαστήριο διατάζει αναγκαστικά αποδείξεις σε βάρος του ενάγοντος, πράγμα που σημαίνει ότι ο τελευταίος επιβαρύνεται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αξίωσή του.
Αυτό εντούτοις, δεν είναι πάντα τόσο εύκολο, λόγω της έλλειψης, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, κτηματικών βιβλίων, στα οποία ο κάθε κύριος θα εμφαίνετο καταχωρημένος με την προκείμενη ιδιότητά του. Ειδικά δε επί ακίνητων σε νησιωτικές ή επαρχιακές περιοχές, όπου αρκετά συχνά η μεταβίβασή τους γίνεται υποσχετικά και όχι βάσει συμβολαιογραφικού τίτλου ή η κυριότητα επί αυτών έχει αποκτηθεί δια χρησικτησίας, η ευχέρεια απόδειξης περιορίζεται έτι περαιτέρω, με αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές να καθίσταται προσφορότερη η αναζήτηση έννομης προστασίας όχι με τη διεκδικητική αγωγή αλλά με άλλο ένδικο βοήθημα, όπως η αγωγή αποβολής από τη νομή (987 ΑΚ) ή η πουβλικιανή αγωγή του άρθρου 1112 ΑΚ, εφόσον βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις άσκησής της.
Πέρα από την άρνηση της αγωγής, ο εναγόμενος μπορεί να προβάλλει κατά του ενάγοντος κυρίου την ένσταση της δικής του κυριότητας επί του επίδικου πράγματος, ισχυρισμός εντούτοις που, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πραγματικής βασιμότητάς του, είναι προτιμότερο να προβληθεί με ανταγωγή, ώστε ο εναγόμενος να βρεθεί από αμυνόμενος και επιτιθέμενος, αιτούμενος όχι μόνο την απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής του αντιδίκου του αλλά και την αναγνώριση της δικής του κυριότητας επί του πράγματος που ήδη κατέχει, και μάλιστα με δύναμη δεδικασμένου.
Επιπλέον, ο εναγόμενος μπορεί να προβάλλει την ένσταση του δικαιώματος νομής ή κατοχής (1095 ΑΚ), επικαλούμενος, ότι η άρνησή του να αποδώσει το πράγμα θεμελιώνεται στην ύπαρξη δικού του νομίμου δικαιώματος νομής και κατοχής έναντι του κυρίου, αλλά και την ένσταση του πωληθέντος και παραδοθέντος πράγματος, που εγείρεται στις περιπτώσεις, όπου το επίδικο πράγμα πωλήθηκε μεν αλλά δεν παραδόθηκε από τον ενάγοντα πωλητή στο νέο του κύριο. Ο εναγόμενος μπορεί επίσης να ισχυριστεί, ότι η κατακράτησή του πράγματος οφείλεται στην άσκηση δικαιώματος επίσχεσης λόγω δαπανών που ενήργησε επί αυτού, τις οποίες ο κύριος αρνείται αδικαιολόγητα να του καταβάλλει παρότι βαρύνεται σχετικώς.
Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση κατά την οποίαν ο εναγόμενος, παρότι έχει προσβάλλει την κυριότητα του ενάγοντος, έχει πάψει πλέον κατά τον χρόνο έγερσης της διεκδικητικής αγωγής να νέμεται και να κατέχει το επίδικο πράγμα. Υπό τη συνδρομή αυτών των πραγματικών περιστατικών, ο εναγόμενος παύει να νομιμοποιείται παθητικώς, με αποτέλεσμα η διεκδικητική αγωγή να απορρίπτεται για τον προκείμενο δικονομικό λόγο. Εξαίρεση εντούτοις αποτελεί η περίπτωση κατά την οποίαν ο προσβολέας είχε κατά το χρόνο απόκτησης της νομής του πράγματος κακή πίστη, οπότε μπορεί να εναχθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 1098 ΑΚ και να υποχρεωθεί στην καταβολή αποζημίωσης προς τον ζημιωθέντα κύριο του πράγματος.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=638298&subcat=106
Συνεπώς, δικαιούχος της αξίωσης προς έγερση διεκδικητικής αγωγής είναι μόνο ο κύριος του πράγματος, ακόμα και στις περιπτώσεις που στερείται τη νομή ή κατοχή αυτού (περιπτώσεις κλοπής και εκμίσθωσης αντίστοιχα) και ασχέτως του αν είχε καταστεί, κατά το χρόνο προσβολής του δικαιώματός του, νομέας ή όχι (πχ αγοραπωλησία πράγματος το οποίο δεν έχει παραδοθεί ακόμα στον κύριο).
Ευνόητα δε, η διεκδικητική αγωγή στρέφεται κατά του προσώπου που νέμεται ή κατέχει παρανόμως το πράγμα κατά τον χρόνο της άσκησής της, χωρίς να ενδιαφέρει αν αυτό το πράττει αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου ή αν, ενδεχομένως, νέμεται μόνο μέρος του πράγματος. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο νομέας του πράγματος αντιτείνει δικό του δικαίωμα κυριότητας ή αμφισβητεί προφορικά την ιδιότητα του ενάγοντος ως κυρίου, δεν χωρεί διεκδικητική αλλά μόνο αναγνωριστική αγωγή, με βάση του άρθρο 70 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Η διεκδικητική αγωγή διακρίνεται από τον διφυή χαρακτήρα της, καθώς το αίτημά της διέπεται τόσο από αναγνωριστικό όσο και από καταψηφιστικό περιεχόμενο. Ο ενάγων δηλαδή επιδιώκει με την έγερσή της τόσο τη δικαστική αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητάς του όσο και την καταδίκη του εναγομένου να αποδώσει το πράγμα σε αυτόν. Η διάσταση αυτή του αιτητικού της διεκδικητικής αγωγής είναι νομοτεχνικά εύλογη, καθώς σε περίπτωση που ελλείπει το αίτημα απόδοσης του πράγματος η αγωγή στερείται καταψηφιστικού χαρακτήρα, καθισταμένη τοιουτοτρόπως αποκλειστικά αναγνωριστική. Ωστόσο, σε περίπτωση που ζητείται μόνο η απόδοση του πράγματος, η αγωγή δεν χάνει το χαρακτήρα της ως διεκδικητική, καθώς η διάγνωση και αναγνώριση του δικαιώματος του ενάγοντος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εξαγωγή της δικανικής κρίσης περί απόδοσης η μη του πράγματος. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι το αίτημα περί αναγνώρισης της κυριότητας έχει τεθεί από τον ενάγοντα σιωπηρώς.
Εντούτοις, η διάσταση της διεκδικητικής αγωγής ως κορωνίδας της έννομης προστασίας της κυριότητας αποτελεί παράλληλα και το κύριο μειονέκτημά της, καθώς σε περίπτωση που ο εναγόμενος αμφισβητήσει της προϋποθέσεις της νομότυπης άσκησής της, δηλαδή αρνηθεί την ύπαρξη της κυριότητας του ενάγοντος ή την αφαίρεση και κατακράτηση της νομής του επίδικου πράγματος από αυτόν, επικαλούμενος δικό του δικαίωμα, το δικαστήριο διατάζει αναγκαστικά αποδείξεις σε βάρος του ενάγοντος, πράγμα που σημαίνει ότι ο τελευταίος επιβαρύνεται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αξίωσή του.
Αυτό εντούτοις, δεν είναι πάντα τόσο εύκολο, λόγω της έλλειψης, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, κτηματικών βιβλίων, στα οποία ο κάθε κύριος θα εμφαίνετο καταχωρημένος με την προκείμενη ιδιότητά του. Ειδικά δε επί ακίνητων σε νησιωτικές ή επαρχιακές περιοχές, όπου αρκετά συχνά η μεταβίβασή τους γίνεται υποσχετικά και όχι βάσει συμβολαιογραφικού τίτλου ή η κυριότητα επί αυτών έχει αποκτηθεί δια χρησικτησίας, η ευχέρεια απόδειξης περιορίζεται έτι περαιτέρω, με αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές να καθίσταται προσφορότερη η αναζήτηση έννομης προστασίας όχι με τη διεκδικητική αγωγή αλλά με άλλο ένδικο βοήθημα, όπως η αγωγή αποβολής από τη νομή (987 ΑΚ) ή η πουβλικιανή αγωγή του άρθρου 1112 ΑΚ, εφόσον βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις άσκησής της.
Πέρα από την άρνηση της αγωγής, ο εναγόμενος μπορεί να προβάλλει κατά του ενάγοντος κυρίου την ένσταση της δικής του κυριότητας επί του επίδικου πράγματος, ισχυρισμός εντούτοις που, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πραγματικής βασιμότητάς του, είναι προτιμότερο να προβληθεί με ανταγωγή, ώστε ο εναγόμενος να βρεθεί από αμυνόμενος και επιτιθέμενος, αιτούμενος όχι μόνο την απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής του αντιδίκου του αλλά και την αναγνώριση της δικής του κυριότητας επί του πράγματος που ήδη κατέχει, και μάλιστα με δύναμη δεδικασμένου.
Επιπλέον, ο εναγόμενος μπορεί να προβάλλει την ένσταση του δικαιώματος νομής ή κατοχής (1095 ΑΚ), επικαλούμενος, ότι η άρνησή του να αποδώσει το πράγμα θεμελιώνεται στην ύπαρξη δικού του νομίμου δικαιώματος νομής και κατοχής έναντι του κυρίου, αλλά και την ένσταση του πωληθέντος και παραδοθέντος πράγματος, που εγείρεται στις περιπτώσεις, όπου το επίδικο πράγμα πωλήθηκε μεν αλλά δεν παραδόθηκε από τον ενάγοντα πωλητή στο νέο του κύριο. Ο εναγόμενος μπορεί επίσης να ισχυριστεί, ότι η κατακράτησή του πράγματος οφείλεται στην άσκηση δικαιώματος επίσχεσης λόγω δαπανών που ενήργησε επί αυτού, τις οποίες ο κύριος αρνείται αδικαιολόγητα να του καταβάλλει παρότι βαρύνεται σχετικώς.
Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση κατά την οποίαν ο εναγόμενος, παρότι έχει προσβάλλει την κυριότητα του ενάγοντος, έχει πάψει πλέον κατά τον χρόνο έγερσης της διεκδικητικής αγωγής να νέμεται και να κατέχει το επίδικο πράγμα. Υπό τη συνδρομή αυτών των πραγματικών περιστατικών, ο εναγόμενος παύει να νομιμοποιείται παθητικώς, με αποτέλεσμα η διεκδικητική αγωγή να απορρίπτεται για τον προκείμενο δικονομικό λόγο. Εξαίρεση εντούτοις αποτελεί η περίπτωση κατά την οποίαν ο προσβολέας είχε κατά το χρόνο απόκτησης της νομής του πράγματος κακή πίστη, οπότε μπορεί να εναχθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 1098 ΑΚ και να υποχρεωθεί στην καταβολή αποζημίωσης προς τον ζημιωθέντα κύριο του πράγματος.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=638298&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου