201/1992 ΕΦ ΔΩΔ ( 92222)
Δ/ΝΗ/1995 (407) Πολιτική Δικονομία. Επίδοση σε πρόσωπο ως άγνωστης διαμονής. Ακυρότητα επίδοσης λόγω του γνωστού της διαμονής. Δικονομική βλάβη μη δυναμένη..
να αποκατασταθεί άλλως. Απόδειξη του αγνώστου της διαμονής από τον επιδόσαντα. Αναψηλάφηση λόγω κλήτευσης διαδίκου ως άγνωστης διαμονής. ΣΦΔ/ΝΗ/1995 (407) Πολιτική Δικονομία. Επίδοση σε πρόσωπο ως άγνωστης διαμονής. Ακυρότητα επίδοσης λόγω του γνωστού της διαμονής. Δικονομική βλάβη μη δυναμένη..
Εφετείο Δωδεκανήσου 201/1992 Πρόεδρος : Νικ. Αναγνωστούλης, Εφέτης. Εισηγητής: Δημ. Κανελλόπουλος, Εφέτης. Δικηγόροι: Λουκ. Οίκοντας, Παν. Παρασκευάς. Κατά το άρθρο 135 παρ. 1 ΚΠολΔ αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 134, ήτοι η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή εξέδωσε της επιδιδόμενη απόφαση και συγχρόνως, δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποιες η μία πρέπει να εκδίδεαι στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, ύστερα από υπόδειξη του Εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικόγραφου που κοινοποιήθηκε, Η επίδοση που γίνεται κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων, εφόσον βέβαια συντρέχει και το στοιχείο της βλάβης, είναι άκυρη (ΑΠ 260/87 Δ 19.846, ΑΠ 207/76 ΝοΒ 24.759, ΕφΑθ 281/87 ΕλλΔνη 29.153). Αγνωστος είναι ο τόπος διαμονής ή η ακριβής διεύθυνση της διαμονής, τόσο την ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή, του προσώπου προς το οποίο γίνεαι η επίδοση, όταν δεν είναι κοινώς γνωστη η διαμονή του και δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθεί αυτή, καίτοι καταβλήθηκε κάθε σχετική προσπάθεια με τ συνήθη μέσα επιμέλειας η οποία υπαγορεύεται και από τις αρχέςτης καλής πίστης που οφείλουν να τηρούν οι διάδικοι κατά την ενέργεια των σχετικών διαδικαστικών πράξεων (άρθρο 116 ΚΠολ Δ). Απαιτείται δηλαδή για το άγνωστο της διαμονής ευρεία, αντικειμενικη άγνοια και δεν αρκεί το γεγονός ότι αυτός που παράγγειλε την επίδοση δεν γνωρίζει για τον τόπο ή τη διεύθυνση της διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση (Μπέη ΠολΔικ τεύχος 3 κάτω από το άρθρ. 135, ΙΙΙ, 2, σελ. 709, ΕφΘεσ 1302/84 Αρμ 40.424, ΕφΑθ 5193/73 ΕΕΝ 40.608). Ετσι είναι άκυρη η είδοση που γίνεται προς κάποιον ο οποίος θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, αν αποδειχθεί ότι αυτός κατά το χρόν της επίδοσης στον εισαγγελέα κατοικούσε μόνιμα ή είχε πρόσκαιρη διαμονή σε ορισμένο τόπο και διεύθηνση, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, και το οίκημα, στο οποίο διέμενε ή εργαζόταν μπορύσε να το πληροφορθεί ο δικαστικός επιμελητής που έκανε την επίδοση, ή εκείνος που έδωσε την παραγγελία γιατην επίδοση, αν ενεργούσαν καλόπιστα και με την προσήκουσα επιμέλεια, ή αν γνώριζε το οίκημα από κάποιο ειδικό λόγο ο διάδικος που παράγγειλε την επίδοση (Οικονομίδου- Λιβαδά παρ. 90 σημ. 19, Ράμμου, Στοιχ. ΠολΔικ τομ. Α` εκδ. β, σελ. 232, ΑΠ 260/87 ό.π., ΑΠ 166/61 ΝοΒ 9.984, ΕφΑθ 2812/87 ό.π., ΕφΘεσ 1302/84 ό.π.). Επομένως, αν ο διάδικος προς τον οποίος έγινε η επίδοση ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, ότι δηλαδή αυτός κατά το χρόν της επίδοσης στον εισαγγελέα ήταν άγνωστης διμονής, ο αντίδικός του, πυ παράγγελε την επίδοση αυτή και υποστηρίζει έτσι το κύρος της βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του ότι ο παραλήπτηε της επίδοσης ήταν πράγματι άγνωστης διαμονής ο αντίδικός του, που παράγγειλε την επίδοσ αυτή και υποστηρίζει έτσι το κύρος της, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του ότι ο παραλήπτης της επίδοσης ήταν πράγματι άγνωστης διαμονής, αφού το τελευταίος αμφισβητεί απλώς το κύρος της επίδοσης, για το οποίο μάχεται ο αντίδικός του (Μπέης, ό.π. ΙΙΙ, 9 σελ.713, Δεληκωστόπουλος - Σινανιώητης, κάτω από το άρθρο 136 ΙΙ σελ. 354, Σταυρόπουλος, Ερμην. ΚΠολΔ εκδ. 2η κάτω από το άρθρο 135 αριθ. 5, ΕφΑθ 2812/87 ό.π., ΕφΑθ 452/85 Δ 16.307, ΕφΘεσ 1302/84 ό.π. ΕφΑθ 7777/76 ΑρχΝ ΚΗ 136, πρβλ. ΑΠ 207/76 ΝοΒ 24.759). Η αντίθετη εκδοχή που είχε διαμορφωθεί υπό το κράτος της δικονομίας του 1835, είχε ως αφτηρία, την εσφαλμένη αντίληψη ότι δεν νοείται βάρος αποδείξεως αρνητικών γεγονότων, (Μπέη, ό.π., σελ. 713, ΕφΘεσ 1302/84 ό.π.). Τέλος, η διάταξη του άρθρου 544 παρ.9 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι επιτρέπεται αναψηλάφηση, αν ο διάδικος κλήτευσε στη δίκη τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής, δεν περιορίζεται μόνο στην κλήση προς σύζήτηση, αλλ`έχει επεκταθεί και σ αυτήν την επίδοση της αγωγής, καθώς και στην περίπτωση που και αυτή η ήδη προσβαλλομενη απόφαση επιδόθηκε σο διάδικο ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής. Διότι με την άκυρη επίδοση της προσβαλόμενης απόφασης δεν άρχιε να τρέχει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, άρα ούτε και της έφεσης και επομένως η απόφαση δεν τελεσιδίκησε και δεν είναι δεκτική προσβολής με αναψηλάφηση (Μπέης, ο.π. τεύχ. 10, κάτω από το άρθρο 544, VIII, σελ. 2077, ΕφΘεσ 1302/84 ο.π.). Στη προκείμενη περίπτωση, πιθανολογούνται (άρθρα 508 και 509 ΚΠολΔ) τα ακόλουθα. Η εναγομένη, ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, τόσοκατά τις 24.9.1985 οπότε για λογαριασμό της ως άγωνστης διαμονής, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου η ανακοπτόμενη 190/1985 απόφαση του Μονομελους Πρωτοδικείου Ρόδου, που είχε εκδοθεί ερήμην της (βλ. προσκομιζόμενα έκθεση επίδοσης 2427/24.9.85 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ρόδου Κ. και υπό αριθμούς 1683/10.10.85 και 183/12.12.85 φύλλα των ημερήσιων εφημερίδων Α. και Δ. που εκδίδονταν αντιστοίχως στην Αθήνα και τη Ρόδο), όσο και την 1.8.1984, οπότε, επίσης ως άγνωστης διαμονής, της επιδόθηκε η ένδικη αγωγή και η κλήση γιανα παραστείκατά την πρώτη συζήτησή της, η οποία έγινε στις 14.2.1985 (έκθεση επίδοσης 165/1.8.84 της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας και φύλλα της 17.8.1984 των ημερήσιων εφημερίδων Ρ. και Α.) ήταν γνωστής διαμονής. Συγκεκριμένα η εκκαλούσα πριν από το 1928 είχεμεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες κατοικούσε και διέμενε στο Οχάϊο, στη διεύθυνση 915 John St. Niles 44446 USA. Ο πρώτος ενάγων είναι αδελφός της καιη δεύτερη αρχικω ενάγουσα (αποβίωσε μετά την έκδοση της ανακοποτόμενης απόφασης και στη θέση της υπεισήλθαν, ως κληρονόμοι της οι ήδη εφεσίβλητοι) ήταν σύζυγος του πρώτου Στην Ελλάδα η εκκαλούσα ερχόταν τακτικά. Ειδικότερα είχε έλθει και το 1964 και παρέμεινε μέχρι το 1967, οπότε επέστρεψε στηνΑμερική. ΚΙατά την τριετία αυτή διέμενε στο επίδιο σπίτι, στο οποίο διέμενε και τη μητέρα της μέχρι το 1976 που αποβίωσε. Από την Αμερική η εκκαλούσε έστελνε γράμματα στη μητέρα της μέχρι το θάνατό της. Και με τον ενάγοντα αδελφό της είχε αραιή αλληλογραφία. Οταν ερχόταν στην Ελλάδα συναντιόταν με αυτόν. Αλλά και η κόρη της Δ. μετά το 1967 ερχόταν στην Ελλάδα και συναντιόταν με τον ενάγονα θείο της. Οι εφεσίβητοι ομολογούν ότι ο πρώτος ότι ο πρώτος από αυτούς είχε με την εναγομένη αραιή αλληλογραφία μέχρι το 1970, αλλα προβάλλουν τον ισχυρισμό ο από τότε αυτη διακόπηκε, επειδή του επιστράφηκε ανεπίδοτη επιστολή του. Ομως, ανεξάρτητα από το ότι δεν πιθανολογείται ο ισχυρισμός τους αυτός, και τα αδέλφια του ενάγοντος και της εναγομένης Μ. και Γ. είχαν μεταβεί Αμερική και είχαν μείνει στο σπίτι της εναγομένης αδελφής τους. Επομένως οι εάγοντες, αν ενεργούσαν μετην δέουσα επιμέλεια και σύμφωνα προς τις αρχές της καλής πίστη, σε περίπτωση που είχαν χάσει τη διεύθυνση της εναγομένης, μπορούσαν και από αυτούς να πληροφορηθούν τη διεύθυνσή της στην Αμερική. Η επίδοση αύτή προκάλεσε στην ανακόπτουσα δικονομική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της επίδοσης. Επομένως είναι άκυρη η παραπάνω επίδοση και λόγω της ακυρότητάς της δεν άρχισε να τρέχει η προβλεπόμεη από το άρθρο 503 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ προθεσμία των εξήντα ημερών για την άσκηση από την εναγομένη (που δικάστηκε ερήμην και διαμένει στο εξωτερικό) ανακοπής ερημοδικίας κατά της πιο πάνω 190/85 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. Εσφαλε συνεπώς η εκκαλούμενη 162/90 απόφαση που απέρριψε την από 21.8.89 ανακοπή ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι από την επίδοση της ανακοπτόμενης απόφασης, που έγινε στην ανακόπτουσα ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής, μέχρι την άσκησή της είχε παρέλθει η πιο πάνω προθεσμία των εξήντα ημερών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου