ΑΠ 633/2009. Θέμα.Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Σωματική βλάβη επικίνδυνη.
Περίληψη:
Περίληψη:
Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Αναιρείται η προσβαλλομένη, διότι δεν διευκρινίζει ποία από τις δύο περιπτώσεις διακινδυνεύσεως του παθόντος συνέτρεξε.
Αριθμός 633/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαδημητράκη, περί αναιρέσεως της 52/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1371/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τα άρθρα 308 και 309 Π.Κ., αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντος κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ.1 σωματικής βλάβης, κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντα ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρ. 310 παρ.2 ΠΚ. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της πληρουμένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αρ. 52/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και τρίων (3) μηνών, ανασταλείσαν επί πενταετίαν, για τις αξιόποινες πράξεις της ληστείας από κοινού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού (άρθρα 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 94, 121, 130 παρ.1, 309, 380 παρ.1 ΠΚ), δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στις 3-9-2001 και περί ώραν 00.30' ο ανήλικος Α, με έναν φίλο του καθόταν σ' ένα παγκάκι του πάρκου που βρίσκεται επί της οδού ..... της περιοχής ..... . Ο κατηγορούμενος από κοινού με τον Β, καθώς και δυο ανηλίκους τον Γ και Δ, αφού πλησίασαν τους ανηλίκους αφήρεσαν από τον φίλο του ως άνω εγκαλούντος μια χρυσή αλυσίδα που έφερε στο λαιμό του και ακολούθως επετέθησαν εναντίον του ίδιου του εγκαλούντος και χτυπώντας αυτόν με κλωτσιές και γροθιές, τον έρριψαν στο έδαφος και όταν πλέον έχασε τις αισθήσεις του, αφήρεσαν από την αριστερή τσέπη του παντελονιού του ένα (1) κινητό τηλέφωνο μάρκας MOTOROLA B 50, που ακολούθως ιδιοποιήθηκαν παρανόμως από κοινού. Με τα προαναφερόμενα κτυπήματα προκάλεσαν στον παθόντα θλαστική εκχύμωση χροιάς κυανερύθρου δεξιάς μετωπιαίας χώρας, εκδορά του δεξιού αγκώνος του και κρανιοεγκεφαλικη κάκωση με μικρή απώλεια συνειδήσεως, σε ευαίσθητο δηλαδή και ευπαθές σημείο του σώματός του, με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για την ζωή ή βαριά σωματική βλάβη του εν λόγω παθόντος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ανήλικος κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται και ν' απορριφθεί ο ισχυρισμός του αναγνώριση ελαφρυντικών στο πρόσωπο του ως παντελώς αόριστος". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε στην πληττομένη απόφασή του αναφορικά με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αξιόποινη πράξη της ληστείας από κοινού, την από τα άρ. 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείστηκε για την ενοχή του, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα απ'αυτά προμνησθέντα περιστατικά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι η υπ'αριθμ. 2676/2001 ιατροδικαστική εξέταση αποτελούσε το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης και ως τοιούτο έπρεπε να μνημονεύεται ειδικά στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της η προσβαλλομένης. Αυτό δε διότι, η ιατροδικαστική αυτή εξέταση δεν συνετάγη με τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του ΚΠΔ, πράγμα το οποίο, άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων δεν επικαλέσθηκε, και ως εκ τούτου, ορθώς με την προσβαλλομένη απόφαση χαρακτηρίσθηκε ως έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 178 ΚΠΔ και ως τέτοιο, μετά την, μετά των άλλων εγγράφων, ανάγνωσή του, λήφθηκε υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Ο περαιτέρω ισχυρισμός (επικουρικός στην ουσία) ότι από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης δεν προκύπτει κατά τρόπον αναμφισβήτητο ότι και η ιατροδικαστική αυτή εξέταση λήφθηκε υπόψη, είναι αβάσιμος, αφού, κάτι το αντίθετο, από τα όσα διαλαμβάνει η εξέταση αυτή, δεν υπάρχει στις παραδοχές της προσβαλλομένης. Αναφορικά, όμως, με το αδίκημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, το Τριμελές Εφετείο, αφενός μεν δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δεν διευκρινίζεται ποιά από τις δύο περιπτώσεις διακινδυνεύσεως του παθόντος συνέτρεξε, δηλαδή ο κίνδυνος της ζωής του ή η βαριά σωματική βλάβη και επί πλέον παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, καθόσον, λόγω της ασάφειας αυτής, υπάρχει αδυναμία ακυρωτικού ελέγχου της σωστής εφαρμογής της εν λόγω ουσιαστικής ποινικής διάταξης, με συνέπεια, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εκ του αρ. 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' ΚΠΔ, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, να είναι ουσιαστικά βάσιμοι.
ΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 369 παρ.1 και 3 και 371 παρ.3 του ΚΠΔ συνάγεται ότι, όταν κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, γίνεται αφενός κατόπιν συζήτηση για την εφαρμοστέα ποινή, οπότε, με ποινή απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' του ίδιου Κώδικα, δίνεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα και τελευταία στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, χωρίς να απαιτείται να δοθεί σ'αυτούς εκ νέου ο λόγος σε τυχόν επιβολή συνολικής ποινής, αφού μια μόνον περί ποινής απόφαση εκδίδεται.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος έλαβαν τελευταίοι τον λόγο περί της ποινής και ζήτησαν το ελάχιστο αυτής, και ως εκ τούτου, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ τελευταίος αναιρετικός λόγος, είναι ως αβάσιμος, απορριπτέος.
Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά το αδίκημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, καθώς και την επιμέτρηση της ποινής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρείται, στο ίδιο Δικαστήριο, για νέα συζήτηση, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ0 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, εν μέρει, την υπ'αρ. 52/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που αφορά το αδίκημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, καθώς και την επιμέτρηση της καταγνωσθείσας συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση και κρίση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την υπ'αρ. 429/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου