Ο θεσμός της κοινωνίας στα πλαίσια του αστικού δικαίου έχει εισαχθεί προκειμένου να καλύψει τις περιπτώσεις κοινότητας.. δικαιώματος που ανήκει σε περισσότερα πρόσωπα από κοινού, ανεξάρτητα από το αν το δικαίωμα έχει περιουσιακό ή μη χαρακτήρα και αν είναι δεκτικό ή μη κατοχής. Σύμφωνα δε με το άρθρο 785 του Αστικού Κώδικα, το δικαίωμα, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά ανήκει στους κοινωνούς κατά ιδανικά μερίδια, ενώ σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι τα επί αυτού μέρη είναι ίσα.
Η διοίκηση του κοινού πράγματος ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς, εντούτοις σε περίπτωση που η διοίκηση και η χρησιμοποίηση του κοινού πράγματος δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία των κοινωνών, καθένας από τους κοινωνούς έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 790 του Αστικού Κώδικα, να ζητήσει από το δικαστήριο τον καθορισμό της με τον τρόπο που κρίνεται ως ο πλέον πρόσφορος και συμφέρων για όλους τους κοινωνούς.
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 786 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου, συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει τη χρήση του κοινού, έτσι ώστε αυτή να περιέλθει εξ ολοκλήρου σε έναν ή περισσότερους κοινωνούς και να επιβάλει σε αυτούς την υποχρέωση καταβολής ανταλλάγματος στους λοιπούς, ανάλογα με το μερίδιο τους και την εξ αυτού απορρέουσα ωφέλεια των ποιούμενων χρήση του κοινού πράγματος.
Ο καθορισμός αυτός, που αποτελεί ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου και αποβλέπει στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες, του περισσότερο πρόσφορου και επωφελούς για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού πράγματος, προϋποθέτει την αδυναμία συμφωνίας των κοινωνών, έστω κατά πλειοψηφία, καιισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα, δηλαδή όσο υφίσταται η κοινωνία. Για δε την τροποποίησή της απαιτείται συμφωνία όλων των κοινωνών, μη αρκούσης της πλειοψηφίας αυτών, ή νέα δικαστική απόφαση σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών.
Περαιτέρω, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού αντικειμένου από τον έναν μόνο από τους κοινωνούς, οι υπόλοιποι δικαιούνται, και αν δεν προέβαλαν αξίωση για σύγχρηση, να απαιτήσουν από αυτόν που κάνει αποκλειστική χρήση ανάλογη μερίδα επί του οφέλους, που αυτός αποκόμισε από την προκείμενη αιτία και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού κατά το διάστημα της αποκλειστικής χρήσης και αποτελεί ωφέλημα από το πράγμα. Το όφελος αυτό είναι το ποσό το οποίο ο κοινωνός, που χρησιμοποιεί το κοινό, θα κατέβαλε για τη χρήση άλλου ομοίου πράγματος.
Ειδικά δε για αστικό ακίνητο, που από κατασκευής προορίζεται για κατοικία, όπως το διαμέρισμα κατοικίας, το όφελος συνίσταται στη μισθωτική αξία της μερίδας των κοινωνών, που δεν έκαναν χρήση. Η ωφέλεια δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδίδεται με βάση τις ανωτέρω διατάξεις. Η δε μισθωτική αξία υπολογίζεται ανάλογα με τις μισθωτικές συνθήκες σε συνδυασμό προς την κατάσταση του κοινού.
Μάλιστα ο κάθε άλλος κοινωνός δικαιούται το όφελος ανεξάρτητα από το αν παρεμποδίστηκε στη χρήση του κοινού παράνομα και υπαίτια. Στην ίδια περίπτωση, όταν ο κοινωνός, που κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού, αρνείται να την επιτρέψει σε άλλον κοινωνό, αποστερώντας τον τοιουτοτρόπως παράνομα από τη χρήση του και την απόλαυση των ωφελειών που αυτό παρέχει, ή όταν αυθαιρέτως αποβάλει το συγκοινωνό από το κοινό, ο κοινωνός που κάνει κατά τον τρόπον αυτόν αποκλειστική χρήση του πράγματος με αντιποίηση της επί αυτού εξουσίας των άλλων κοινωνών, υποχρεούται, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ να αποζημιώσει τον βλαπτόμενο από την παραπάνω πράξη κοινωνό, λόγω αδικοπραξίας.
Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του βλαπτομένου που θα μπορούσε να αποκτήσει με βάσιμη πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Εντούτοις ο κοινωνός δεν μπορεί να απαιτήσει τέτοιο διαφυγόν κέρδος, λόγω αδυναμίας σύναψης έγκυρης σύναψης μίσθωσης του κοινού ακινήτου, αν δεν διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία (άρθρο 789 ΑΚ), διότι η εκμίσθωση αποτελεί πράξη διαχείρισης. Εξάλλου, κατά την ορθότερη γνώμη, η θεμελιούμενη στο άρθρο 932 ΑΚ απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις (δηλαδή τέλεση αδικοπραξίας και πρόκληση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), δεν προϋποθέτει απαραίτητα την παράλληλη ύπαρξη και περιουσιακής ζημίας και είναι ανεξάρτητη από την απαίτηση προς αποζημίωση. Η δε αγωγή αποζημίωσης δεν απαιτείται να εκθέτει και να αφαιρεί τις δαπάνες του εναγομένου και να απαιτεί το υπόλοιπο, διότι, οι δαπάνες, δεν αποτελούν στοιχείο της βάσης της αγωγής.
Τέλος, στην αγωγή του κοινωνού με την οποία αυτός αξιώνει από το συγκοινωνό που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος το όφελος ως αποζημίωση χρήσης για ορισμένο χρόνο, ο εναγόμενος, προς απόκρουση της αγωγής, μπορεί να προβάλει τον ισχυρισμό, ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστό με βάση ορισμένη έννομη σχέση και ότι συνακόλουθα δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης αποζημίωσης.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=685432&subcat=106
Η διοίκηση του κοινού πράγματος ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς, εντούτοις σε περίπτωση που η διοίκηση και η χρησιμοποίηση του κοινού πράγματος δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία των κοινωνών, καθένας από τους κοινωνούς έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 790 του Αστικού Κώδικα, να ζητήσει από το δικαστήριο τον καθορισμό της με τον τρόπο που κρίνεται ως ο πλέον πρόσφορος και συμφέρων για όλους τους κοινωνούς.
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 786 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου, συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει τη χρήση του κοινού, έτσι ώστε αυτή να περιέλθει εξ ολοκλήρου σε έναν ή περισσότερους κοινωνούς και να επιβάλει σε αυτούς την υποχρέωση καταβολής ανταλλάγματος στους λοιπούς, ανάλογα με το μερίδιο τους και την εξ αυτού απορρέουσα ωφέλεια των ποιούμενων χρήση του κοινού πράγματος.
Ο καθορισμός αυτός, που αποτελεί ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου και αποβλέπει στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες, του περισσότερο πρόσφορου και επωφελούς για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού πράγματος, προϋποθέτει την αδυναμία συμφωνίας των κοινωνών, έστω κατά πλειοψηφία, καιισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα, δηλαδή όσο υφίσταται η κοινωνία. Για δε την τροποποίησή της απαιτείται συμφωνία όλων των κοινωνών, μη αρκούσης της πλειοψηφίας αυτών, ή νέα δικαστική απόφαση σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών.
Περαιτέρω, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού αντικειμένου από τον έναν μόνο από τους κοινωνούς, οι υπόλοιποι δικαιούνται, και αν δεν προέβαλαν αξίωση για σύγχρηση, να απαιτήσουν από αυτόν που κάνει αποκλειστική χρήση ανάλογη μερίδα επί του οφέλους, που αυτός αποκόμισε από την προκείμενη αιτία και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού κατά το διάστημα της αποκλειστικής χρήσης και αποτελεί ωφέλημα από το πράγμα. Το όφελος αυτό είναι το ποσό το οποίο ο κοινωνός, που χρησιμοποιεί το κοινό, θα κατέβαλε για τη χρήση άλλου ομοίου πράγματος.
Ειδικά δε για αστικό ακίνητο, που από κατασκευής προορίζεται για κατοικία, όπως το διαμέρισμα κατοικίας, το όφελος συνίσταται στη μισθωτική αξία της μερίδας των κοινωνών, που δεν έκαναν χρήση. Η ωφέλεια δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδίδεται με βάση τις ανωτέρω διατάξεις. Η δε μισθωτική αξία υπολογίζεται ανάλογα με τις μισθωτικές συνθήκες σε συνδυασμό προς την κατάσταση του κοινού.
Μάλιστα ο κάθε άλλος κοινωνός δικαιούται το όφελος ανεξάρτητα από το αν παρεμποδίστηκε στη χρήση του κοινού παράνομα και υπαίτια. Στην ίδια περίπτωση, όταν ο κοινωνός, που κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού, αρνείται να την επιτρέψει σε άλλον κοινωνό, αποστερώντας τον τοιουτοτρόπως παράνομα από τη χρήση του και την απόλαυση των ωφελειών που αυτό παρέχει, ή όταν αυθαιρέτως αποβάλει το συγκοινωνό από το κοινό, ο κοινωνός που κάνει κατά τον τρόπον αυτόν αποκλειστική χρήση του πράγματος με αντιποίηση της επί αυτού εξουσίας των άλλων κοινωνών, υποχρεούται, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ να αποζημιώσει τον βλαπτόμενο από την παραπάνω πράξη κοινωνό, λόγω αδικοπραξίας.
Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του βλαπτομένου που θα μπορούσε να αποκτήσει με βάσιμη πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Εντούτοις ο κοινωνός δεν μπορεί να απαιτήσει τέτοιο διαφυγόν κέρδος, λόγω αδυναμίας σύναψης έγκυρης σύναψης μίσθωσης του κοινού ακινήτου, αν δεν διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία (άρθρο 789 ΑΚ), διότι η εκμίσθωση αποτελεί πράξη διαχείρισης. Εξάλλου, κατά την ορθότερη γνώμη, η θεμελιούμενη στο άρθρο 932 ΑΚ απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις (δηλαδή τέλεση αδικοπραξίας και πρόκληση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), δεν προϋποθέτει απαραίτητα την παράλληλη ύπαρξη και περιουσιακής ζημίας και είναι ανεξάρτητη από την απαίτηση προς αποζημίωση. Η δε αγωγή αποζημίωσης δεν απαιτείται να εκθέτει και να αφαιρεί τις δαπάνες του εναγομένου και να απαιτεί το υπόλοιπο, διότι, οι δαπάνες, δεν αποτελούν στοιχείο της βάσης της αγωγής.
Τέλος, στην αγωγή του κοινωνού με την οποία αυτός αξιώνει από το συγκοινωνό που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος το όφελος ως αποζημίωση χρήσης για ορισμένο χρόνο, ο εναγόμενος, προς απόκρουση της αγωγής, μπορεί να προβάλει τον ισχυρισμό, ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστό με βάση ορισμένη έννομη σχέση και ότι συνακόλουθα δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης αποζημίωσης.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=685432&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου