Στα πλαίσια της κληρονομικής διαδοχής, ο διαθέτης δεν μπορεί, τουλάχιστον καταρχήν, να αποκλείσει με διάταξη τελευταίας βούλησης κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία, λόγω της στενής συγγενικής σχέσης που είχαν με αυτόν, τυγχάνουν ιδιαίτερης έννομης προστασίας και καλούνται να τον διαδεχτούν στα περιουσιακά του στοιχεία αναγκαστικά.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 1825 του Αστικού Κώδικα, οι κατιόντες (δηλαδή τα τέκνα), οι γονείς και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, δηλαδή οι αναγκαίοι κληρονόμοι αυτού, που θα καλούνταν στην κληρονομία αν αυτή επαγόταν εξ αδιαθέτου, δικαιούνται σε κάθε περίπτωση το ποσοστό επί της κληρονομιαίας περιουσίας που αντιστοιχεί στη λεγόμενη νόμιμη μοίρα τους. Η ίδια διάταξη παρέχει και το βασικό κριτήριο προσδιορισμού της νόμιμης μοίρας, ορίζοντας στο δεύτερο εδάφιό της, ότι αυτή ισούται με το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Εντούτοις, ο ακριβής υπολογισμός της νόμιμης μοίρας δεν είναι πάντα απλή υπόθεση, καθώς υπόκειται σε μια σειρά από πραγματικές και μαθηματικές εκτιμήσεις, η ορθή εκτέλεση των οποίων είναι απαραίτητη, προκειμένου η ικανοποίηση του δικαιώματος του προσβληθέντος νόμιμου μεριδούχου να μην αποτελέσει αιτία προσβολής του αντίστοιχου δικαιώματος των υπολοίπων.
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827 1831, 1833, 1834 και 1895 του Αστικού Κώδικα συνάγεται, ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα κατά το χρόνο εκείνο υπάρχοντα στην κληρονομία στοιχεία που είναι δεκτικά κληρονομικής διαδοχής, τα οποία και συνιστούν την πραγματική κληρονομική ομάδα. Για τον υπολογισμό δηλαδή της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και ακολούθως αφαιρούνται από την κατά τον τρόπο αυτό ευρισκόμενη αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας τόσο τα κάθε φύσης χρέη της όσο και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου αλλά και της απογραφής της κληρονομίας.
Στο υπόλοιπο που μένει, μετά την αφαίρεση των χρεών, προστίθεται, με την αξία που είχε κατά το χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε εν ζωή και άνευ ανταλλάγματος σε μεριδούχο και επιπλέον οποιαδήποτε δωρεά στην οποίαν προέβη στο διάστημα των τελευταίων δέκα ετών πριν τον θάνατό του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η δωρεά επιβαλλόταν από λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος. Με αυτές τις προσθαφαιρέσεις, προσδιορίζεται η αξία της λεγόμενης «πλασματικής κληρονομίας», εκ της οποίας υπολογίζεται ακολούθως η εξ αδιαθέτου μερίδα, με βάση την ύπαρξη και τον αριθμό των εξ αδιαθέτου κληρονόμων, και συνακόλουθα και η νόμιμη μοίρα ως αποτελούσα το ήμισυ αυτής.
Εντούτοις, από το ποσό που αντιστοιχεί σε αυτήν αφαιρείται η αξία των πραγμάτων στα οποία εγκαταστάθηκε ο μεριδούχος και το υπόλοιπο της αφαίρεσης αυτής μπαίνει ως αριθμητής κλάσματος με παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας από τα οποία, χωρίς την αφαίρεση των πάσης φύσης χρεών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Ωστόσο από την αξία αυτή αφαιρείται προηγουμένως αυτή των κληρονομιαίων στοιχείων, με τα οποία ο μεριδούχος, αλλά και οι λοιποί μεριδούχοι συγκληρονόμοι που λαμβάνουν κληρονομικό μερίδιο που δεν υπερβαίνει τη νόμιμη μοίρα τους, συμμετέχουν στην κληρονομία.
Το κλάσμα αυτό ή ο δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, παριστά το αυτούσιο ποσοστό που πρέπει να λάβει ο μεριδούχος, επιπλέον των κληρονομιαίων στοιχείων που του έχουν καταλειφθεί, σε καθένα από τα υπόλοιπα αντικείμενα της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας, προκειμένου να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα του.
Η αφαίρεση αυτή της αξίας των κληρονομικών μεριδίων όλων των μεριδούχων που λαμβάνουν μερίδιο που δεν υπερβαίνει τη νόμιμη μερίδα τους, είναι απαραίτητο να γίνει, διότι σε διαφορετική περίπτωση τα μερίδια αυτά θα συμμετάσχουν στη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του προσβληθέντος μεριδούχου και έτσι, λόγω της συμμετοχής αυτής, θα μειωθεί κατά το ποσοστό της η νόμιμη μοίρα όλων των μεριδούχων που δεν έλαβαν μερίδιο μεγαλύτερο από αυτή.
Ειδικότερα, αν στον ενάγοντα έχει αφεθεί δήλον που δεν συμπληρώνει τη νόμιμη μοίρα του, πρέπει η αξία του δήλου αυτού να αφαιρεθεί και από τον παρονομαστή, διότι για την ανεύρεση του συμπληρώματος της νόμιμης μοίρας του έχει αφαιρεθεί η αξία του δήλου από την αξία ολόκληρης της νόμιμης μοίρας. Συνεπώς, αν το δήλον μετάσχει και στη συμπλήρωσή της νόμιμης μοίρας, κατά το ποσοστό της συμπλήρωσής της, τότε η αξία του θα έχει υπολογισθεί στη νόμιμη μοίρα κατά το ποσοστό αυτό δυο φορές, αντί για μία.
Περαιτέρω, για τον καταλογισμό στη νόμιμη μοίρα των λοιπών, εκτός από την προίκα, εν ζωή παροχών του κληρονομουμένου σε νόμιμο μεριδούχο του, απαιτείται αυτές να έχουν γίνει με τον όρο του καταλογισμού τους στη νόμιμη μοίρα, σύμφωνα με το άρθρο 1833 εδάφιο 1 του ΑΚ. Ο όρος του καταλογισμού πρέπει να έχει γίνει είτε παράλληλα με την παροχή, και ως στοιχείο αυτής, είτε και πριν από αυτήν, αλλά πάντως σε αναφορά προς την επικείμενη παροχή.
Εξάλλου, στην κληρονομία προστίθενται οι παροχές, που ορίζει το άρθρο 1831 ΑΚ, με την αξία που αυτές είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν. Ωστόσο, σε περίπτωση που επέλθει, μετά την παροχή και μέχρι τον, κρίσιμο κατά το άρθρο 1830 ΑΚ για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομίας χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, ουσιώδης νομισματική υποτίμηση, τότε θα πρέπει σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης, η αξία που είχε η παροχή κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε να αναχθεί στο ισάξιο του ποσού αυτού κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, οπότε και η κληρονομία αποτιμάται με βάση την μεταξύ των δύο αυτών χρονικών σημείων σχέση της αξίας του νομίσματος.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=585385&subcat=106
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 1825 του Αστικού Κώδικα, οι κατιόντες (δηλαδή τα τέκνα), οι γονείς και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, δηλαδή οι αναγκαίοι κληρονόμοι αυτού, που θα καλούνταν στην κληρονομία αν αυτή επαγόταν εξ αδιαθέτου, δικαιούνται σε κάθε περίπτωση το ποσοστό επί της κληρονομιαίας περιουσίας που αντιστοιχεί στη λεγόμενη νόμιμη μοίρα τους. Η ίδια διάταξη παρέχει και το βασικό κριτήριο προσδιορισμού της νόμιμης μοίρας, ορίζοντας στο δεύτερο εδάφιό της, ότι αυτή ισούται με το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Εντούτοις, ο ακριβής υπολογισμός της νόμιμης μοίρας δεν είναι πάντα απλή υπόθεση, καθώς υπόκειται σε μια σειρά από πραγματικές και μαθηματικές εκτιμήσεις, η ορθή εκτέλεση των οποίων είναι απαραίτητη, προκειμένου η ικανοποίηση του δικαιώματος του προσβληθέντος νόμιμου μεριδούχου να μην αποτελέσει αιτία προσβολής του αντίστοιχου δικαιώματος των υπολοίπων.
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827 1831, 1833, 1834 και 1895 του Αστικού Κώδικα συνάγεται, ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα κατά το χρόνο εκείνο υπάρχοντα στην κληρονομία στοιχεία που είναι δεκτικά κληρονομικής διαδοχής, τα οποία και συνιστούν την πραγματική κληρονομική ομάδα. Για τον υπολογισμό δηλαδή της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και ακολούθως αφαιρούνται από την κατά τον τρόπο αυτό ευρισκόμενη αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας τόσο τα κάθε φύσης χρέη της όσο και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου αλλά και της απογραφής της κληρονομίας.
Στο υπόλοιπο που μένει, μετά την αφαίρεση των χρεών, προστίθεται, με την αξία που είχε κατά το χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε εν ζωή και άνευ ανταλλάγματος σε μεριδούχο και επιπλέον οποιαδήποτε δωρεά στην οποίαν προέβη στο διάστημα των τελευταίων δέκα ετών πριν τον θάνατό του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η δωρεά επιβαλλόταν από λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος. Με αυτές τις προσθαφαιρέσεις, προσδιορίζεται η αξία της λεγόμενης «πλασματικής κληρονομίας», εκ της οποίας υπολογίζεται ακολούθως η εξ αδιαθέτου μερίδα, με βάση την ύπαρξη και τον αριθμό των εξ αδιαθέτου κληρονόμων, και συνακόλουθα και η νόμιμη μοίρα ως αποτελούσα το ήμισυ αυτής.
Εντούτοις, από το ποσό που αντιστοιχεί σε αυτήν αφαιρείται η αξία των πραγμάτων στα οποία εγκαταστάθηκε ο μεριδούχος και το υπόλοιπο της αφαίρεσης αυτής μπαίνει ως αριθμητής κλάσματος με παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας από τα οποία, χωρίς την αφαίρεση των πάσης φύσης χρεών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Ωστόσο από την αξία αυτή αφαιρείται προηγουμένως αυτή των κληρονομιαίων στοιχείων, με τα οποία ο μεριδούχος, αλλά και οι λοιποί μεριδούχοι συγκληρονόμοι που λαμβάνουν κληρονομικό μερίδιο που δεν υπερβαίνει τη νόμιμη μοίρα τους, συμμετέχουν στην κληρονομία.
Το κλάσμα αυτό ή ο δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, παριστά το αυτούσιο ποσοστό που πρέπει να λάβει ο μεριδούχος, επιπλέον των κληρονομιαίων στοιχείων που του έχουν καταλειφθεί, σε καθένα από τα υπόλοιπα αντικείμενα της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας, προκειμένου να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα του.
Η αφαίρεση αυτή της αξίας των κληρονομικών μεριδίων όλων των μεριδούχων που λαμβάνουν μερίδιο που δεν υπερβαίνει τη νόμιμη μερίδα τους, είναι απαραίτητο να γίνει, διότι σε διαφορετική περίπτωση τα μερίδια αυτά θα συμμετάσχουν στη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του προσβληθέντος μεριδούχου και έτσι, λόγω της συμμετοχής αυτής, θα μειωθεί κατά το ποσοστό της η νόμιμη μοίρα όλων των μεριδούχων που δεν έλαβαν μερίδιο μεγαλύτερο από αυτή.
Ειδικότερα, αν στον ενάγοντα έχει αφεθεί δήλον που δεν συμπληρώνει τη νόμιμη μοίρα του, πρέπει η αξία του δήλου αυτού να αφαιρεθεί και από τον παρονομαστή, διότι για την ανεύρεση του συμπληρώματος της νόμιμης μοίρας του έχει αφαιρεθεί η αξία του δήλου από την αξία ολόκληρης της νόμιμης μοίρας. Συνεπώς, αν το δήλον μετάσχει και στη συμπλήρωσή της νόμιμης μοίρας, κατά το ποσοστό της συμπλήρωσής της, τότε η αξία του θα έχει υπολογισθεί στη νόμιμη μοίρα κατά το ποσοστό αυτό δυο φορές, αντί για μία.
Περαιτέρω, για τον καταλογισμό στη νόμιμη μοίρα των λοιπών, εκτός από την προίκα, εν ζωή παροχών του κληρονομουμένου σε νόμιμο μεριδούχο του, απαιτείται αυτές να έχουν γίνει με τον όρο του καταλογισμού τους στη νόμιμη μοίρα, σύμφωνα με το άρθρο 1833 εδάφιο 1 του ΑΚ. Ο όρος του καταλογισμού πρέπει να έχει γίνει είτε παράλληλα με την παροχή, και ως στοιχείο αυτής, είτε και πριν από αυτήν, αλλά πάντως σε αναφορά προς την επικείμενη παροχή.
Εξάλλου, στην κληρονομία προστίθενται οι παροχές, που ορίζει το άρθρο 1831 ΑΚ, με την αξία που αυτές είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν. Ωστόσο, σε περίπτωση που επέλθει, μετά την παροχή και μέχρι τον, κρίσιμο κατά το άρθρο 1830 ΑΚ για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομίας χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, ουσιώδης νομισματική υποτίμηση, τότε θα πρέπει σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης, η αξία που είχε η παροχή κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε να αναχθεί στο ισάξιο του ποσού αυτού κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, οπότε και η κληρονομία αποτιμάται με βάση την μεταξύ των δύο αυτών χρονικών σημείων σχέση της αξίας του νομίσματος.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=585385&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου