Η διάλυση ενός γάμου, είτε με διαζύγιο είτε με διάσταση, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τη διάρρηξη του συζυγικού δεσμού και τη διακοπή.. του υλικού στοιχείου της έγγαμης συμβίωσης. Στα πλαίσια αυτά, η επιμέλεια του τυχόν αποκτηθέντος από τον γάμο τέκνου ανατίθεται αναγκαστικά σε έναν μόνο γονέα, κατά κανόνα δε στη μητέρα αυτού. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση απόκτησης τέκνου εκτός γάμου αλλά με αναγνωρισμένη την πατρότητα.
Εντούτοις, το πραγματικό στοιχείο της ανάθεσης της επιμέλειας σε έναν μόνο γονέα δεν συνεπάγεται και την αποκοπή των φυσικών και ψυχικών δεσμών του παιδιού με τον έτερο εξ αυτών, καθώς ο τελευταίος διατηρεί το λειτουργικό δικαίωμα της επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του, ως απόρροια της εξακολούθησης άσκησης της γονικής μέριμνας επί αυτού. Το δικαίωμα δε αυτό κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 1520 εδάφιο α’ του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό.
Εξάλλου, με το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου προσεγγίζεται νομοθετικώς το αντίστοιχο δικαίωμα επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων του ανήλικου τέκνου, δηλαδή των παππούδων και των γιαγιάδων του. Ειδικότερα, με βάση την προκείμενη διάταξη, «οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός κι αν υπάρχει σοβαρός λόγος».
Ωστόσο, η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης δημιούργησε προβλήματα ερμηνευτικής προσέγγισης της πραγματικής βούλησης του νομοθέτη, καθώς ο αρνητικός τρόπος διατύπωσης ενίσχυσε καταρχήν την άποψη, ότι ο νόμος δεν αναγνωρίζει ευθέως ειδικό δικαίωμα επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων με το ανήλικο εγγόνι τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η δυνατότητα επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων μόνο έμμεσα κατοχυρώνεται στο νόμο, καθόσον εξαρτάται από την υποχρέωση των ή του γονέα που ασκεί την επιμέλεια του τέκνου να μην τους παρεμποδίσει προς τούτο στα πλαίσια της καλής άσκησης της γονικής μέριμνας από την πλευρά του, με βάση το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου και εφόσον δεν συντρέχει κάποιος σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί την παρεμπόδιση αυτή. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση των γονέων να μην παρεμποδίσουν τους απώτερους ανιόντες από την επικοινωνία με το εγγόνι τους δεν οφείλεται ούτε εξαρτάται από τυχόν δικαίωμα των τελευταίων, η ρητή αναφορά των οποίων στο νόμο εξυπηρέτησε μόνο τη σκοπιμότητα της νομοθετικής υπόδειξης, ότι η ενδεχόμενη παρεμπόδισή τους χωρίς σοβαρό λόγο θα συνιστούσε από την πλευρά των γονέων κακή ή και καταχρηστική άσκηση της γονικής μέριμνας.
Εντούτοις, η ορθότερη ερμηνευτική προσέγγιση της ανωτέρω διάταξης, η οποία τυγχάνει και της αποδοχής της νεότερης νομολογίας, έχει αχθεί στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Σύμφωνα δηλαδή με την προκείμενη άποψη η καταρχήν υποχρέωση των γονέων του ανήλικου τέκνου να μην εμποδίσουν, ούτε πολύ περισσότερο να αποκλείσουν, την επικοινωνία του με τους απώτερους ανιόντες του, ερείδεται στο γεγονός ότι, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1520 εδάφιο β’ ΑΚ, οι τελευταίοι έχουν το ίδιο αυτοτελές δικαίωμα με τους γονείς, το οποίο πηγάζει ευθέως από το νόμο.
Σκοπός δε του δικαιώματος επικοινωνίας του απώτερου ανιόντος με το ανήλικο εγγόνι του αποτελεί, όπως άλλωστε και στην περίπτωση του γονέα, η ικανοποίηση του φυσικού αισθήματος αγάπης μεταξύ τους και παράλληλα η αποτροπή της σταδιακής αποξένωσης, η οποία μπορεί να επιδράσει βλαπτικά στο ευρύτερο συμφέρον του τέκνου.
Εξάλλου, η αρνητική διατύπωση της διάταξης του ανωτέρω άρθρου απέβλεψε ακριβώς στο να τονιστεί η αυθυπαρξία του δικαιώματος επικοινωνίας του παππού και της γιαγιάς με το ανήλικο εγγόνι τους και παράλληλα να καταδειχτεί ότι αυτή επιτρέπεται να παρεμποδιστεί από τους γονείς μόνο κατ΄ εξαίρεση, δηλαδή όταν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που αντίκειται στο συμφέρον του τέκνου, σε αντίθεση με την περίπτωση της επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα του, όπου τέτοιος αποκλεισμός δεν είναι δυνατός.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα επικοινωνίας είναι προσωποπαγές, συνδεόμενο αποκλειστικά με τον φορέα του, και ως εκ τούτου ανεπίδεκτο παραίτησης ή μεταβίβασης, ούτε ακόμη και κατά άσκησή του. Συνεπώς, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των ή του γονέα που ασκεί την επιμέλεια επί του ανηλίκου τέκνου με τους απώτερους ανιόντες αυτού να απόσχουν από την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας, είναι αυτοδικαίως άκυρη και δεν μπορεί να προβληθεί νόμιμα, ακόμα και αν υποστηριχθεί ότι εκφράζει την αμοιβαία βούληση αμφοτέρων των μερών.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=645613&subcat=106
Εντούτοις, το πραγματικό στοιχείο της ανάθεσης της επιμέλειας σε έναν μόνο γονέα δεν συνεπάγεται και την αποκοπή των φυσικών και ψυχικών δεσμών του παιδιού με τον έτερο εξ αυτών, καθώς ο τελευταίος διατηρεί το λειτουργικό δικαίωμα της επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του, ως απόρροια της εξακολούθησης άσκησης της γονικής μέριμνας επί αυτού. Το δικαίωμα δε αυτό κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 1520 εδάφιο α’ του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό.
Εξάλλου, με το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου προσεγγίζεται νομοθετικώς το αντίστοιχο δικαίωμα επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων του ανήλικου τέκνου, δηλαδή των παππούδων και των γιαγιάδων του. Ειδικότερα, με βάση την προκείμενη διάταξη, «οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός κι αν υπάρχει σοβαρός λόγος».
Ωστόσο, η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης δημιούργησε προβλήματα ερμηνευτικής προσέγγισης της πραγματικής βούλησης του νομοθέτη, καθώς ο αρνητικός τρόπος διατύπωσης ενίσχυσε καταρχήν την άποψη, ότι ο νόμος δεν αναγνωρίζει ευθέως ειδικό δικαίωμα επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων με το ανήλικο εγγόνι τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η δυνατότητα επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων μόνο έμμεσα κατοχυρώνεται στο νόμο, καθόσον εξαρτάται από την υποχρέωση των ή του γονέα που ασκεί την επιμέλεια του τέκνου να μην τους παρεμποδίσει προς τούτο στα πλαίσια της καλής άσκησης της γονικής μέριμνας από την πλευρά του, με βάση το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου και εφόσον δεν συντρέχει κάποιος σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί την παρεμπόδιση αυτή. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση των γονέων να μην παρεμποδίσουν τους απώτερους ανιόντες από την επικοινωνία με το εγγόνι τους δεν οφείλεται ούτε εξαρτάται από τυχόν δικαίωμα των τελευταίων, η ρητή αναφορά των οποίων στο νόμο εξυπηρέτησε μόνο τη σκοπιμότητα της νομοθετικής υπόδειξης, ότι η ενδεχόμενη παρεμπόδισή τους χωρίς σοβαρό λόγο θα συνιστούσε από την πλευρά των γονέων κακή ή και καταχρηστική άσκηση της γονικής μέριμνας.
Εντούτοις, η ορθότερη ερμηνευτική προσέγγιση της ανωτέρω διάταξης, η οποία τυγχάνει και της αποδοχής της νεότερης νομολογίας, έχει αχθεί στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Σύμφωνα δηλαδή με την προκείμενη άποψη η καταρχήν υποχρέωση των γονέων του ανήλικου τέκνου να μην εμποδίσουν, ούτε πολύ περισσότερο να αποκλείσουν, την επικοινωνία του με τους απώτερους ανιόντες του, ερείδεται στο γεγονός ότι, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1520 εδάφιο β’ ΑΚ, οι τελευταίοι έχουν το ίδιο αυτοτελές δικαίωμα με τους γονείς, το οποίο πηγάζει ευθέως από το νόμο.
Σκοπός δε του δικαιώματος επικοινωνίας του απώτερου ανιόντος με το ανήλικο εγγόνι του αποτελεί, όπως άλλωστε και στην περίπτωση του γονέα, η ικανοποίηση του φυσικού αισθήματος αγάπης μεταξύ τους και παράλληλα η αποτροπή της σταδιακής αποξένωσης, η οποία μπορεί να επιδράσει βλαπτικά στο ευρύτερο συμφέρον του τέκνου.
Εξάλλου, η αρνητική διατύπωση της διάταξης του ανωτέρω άρθρου απέβλεψε ακριβώς στο να τονιστεί η αυθυπαρξία του δικαιώματος επικοινωνίας του παππού και της γιαγιάς με το ανήλικο εγγόνι τους και παράλληλα να καταδειχτεί ότι αυτή επιτρέπεται να παρεμποδιστεί από τους γονείς μόνο κατ΄ εξαίρεση, δηλαδή όταν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που αντίκειται στο συμφέρον του τέκνου, σε αντίθεση με την περίπτωση της επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα του, όπου τέτοιος αποκλεισμός δεν είναι δυνατός.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα επικοινωνίας είναι προσωποπαγές, συνδεόμενο αποκλειστικά με τον φορέα του, και ως εκ τούτου ανεπίδεκτο παραίτησης ή μεταβίβασης, ούτε ακόμη και κατά άσκησή του. Συνεπώς, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των ή του γονέα που ασκεί την επιμέλεια επί του ανηλίκου τέκνου με τους απώτερους ανιόντες αυτού να απόσχουν από την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας, είναι αυτοδικαίως άκυρη και δεν μπορεί να προβληθεί νόμιμα, ακόμα και αν υποστηριχθεί ότι εκφράζει την αμοιβαία βούληση αμφοτέρων των μερών.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=645613&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου