Η προσβολή των εννόμων δικαιωμάτων του κληρονόμου, από νομικής άποψης, δεν αποτελεί απλώς μια περίπτωση εξατομικευμένης παθογένειας αλλά ένα γενικότερο κίνδυνο για ..την ασφάλεια των συναλλαγών. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και ο νομοθέτης μερίμνησε για την πρόβλεψη ενός πλέγματος διατάξεων που να εξασφαλίζουν επαρκώς τον κληρονόμο έναντι κάθε τρίτου, συγκληρονόμου ή μη, που προσβάλλει το κληρονομικό του δικαίωμα. Πέρα δε από το κληρονομητήριο, σε αγώγιμο επίπεδο, ακρογωνιαίος λίθος της έννομης προστασίας του κληρονόμου αποτελεί η αγωγή περί κλήρου.
Η αγωγή αυτή προβλέπεται από τα άρθρα 1871 επόμενα του Αστικού Κώδικα και ασκείται από τον κληρονόμο κατά κάθε προσώπου που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, ακόμα και πριν την αποδοχή της και τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής. Με την αγωγή αυτή ο ενάγων επικαλείται την κληρονομική του ιδιότητα και περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος την κληρονομία (εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό πλέον της κληρονομικής του μερίδας) ή αντικείμενα αυτής. Θεμέλιος δε λίθος του αιτητικού της αγωγής αυτής αποτελεί η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος, του οποίου ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι είναι αυτός κληρονόμος.
Η αγωγή αυτή αποτελεί μέσο ταχύτερης και αποτελεσματικότερης προστασίας για τον κληρονόμο, αφού δεν ερευνάται αν αυτός είναι κύριος. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι ο ενάγων κληρονόμος δεν υποχρεούται να ισχυριστεί και να αποδείξει τον τρόπο με τον οποίο απέκτησε το εμπράγματο δικαίωμά του πάνω στα αντικείμενα της κληρονομίας που αφορά η αγωγή του, παρά μόνο αν η κληρονομική του ιδιότητα αμφισβητηθεί από τον αντίδικο. Εκτός αυτού όμως, στην περίπτωση άσκησης αγωγής περί κλήρου, ο εναγόμενος δεν μπορεί να προβάλλει έναντι του ενάγοντος τις εκ του άρθρου 1095 ΑΚ ενστάσεις, και επιπλέον αποστερείται της δυνατότητας να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, ότι απέκτησε την κυριότητα επί των κληρονομιαίων αντικειμένων δια χρησικτησίας, εφόσον βεβαίως δεν έχει παραγραφεί η προκείμενη αξίωση του ενάγοντος, πράγμα που συμβαίνει όταν παρέλθει εικοσαετία από την κατακράτηση των κληρονομιαίων στοιχείων με διανοία κληρονόμου από τον εναγόμενο (1879 ΑΚ).
Συνεπώς, για την παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου, δεν αρκεί αυτός να νέμεται απλώς αντικείμενα της κληρονομίας, αλλά απαιτείται να τα κατακρατεί με αντιποίηση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος, δηλαδή ως κληρονόμος (pro herede), ανεξαρτήτως αν η κατακράτηση γίνεται με καλή ή κακή πίστη.
Κατά αντιδιαστολή, κατά εκείνου που κατακρατεί όχι ως κληρονόμος αλλά αδικαιολογήτως ή με βάση ειδικό τίτλο (π.χ. αγορά, δωρεά κλπ) κληρονομιαία στοιχεία, ο νόμος δεν παρέχει στον κληρονόμο την περί κλήρου αγωγή, αλλά τις ειδικές αγωγές (διεκδικητική κλπ.) πλέον των αγωγών περί προστασίας της νομής (ΑΚ 987). Ο κληρονόμος εντούτοις, μπορεί με την αγωγή περί κλήρου να σωρεύσει και την διεκδικητική αγωγή εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, καθώς πρόκειται για δύο αγωγές με διαφορετική ιστορική και νομική αιτία.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα αφορά την τύχη των ωφελημάτων, τα οποία αποκόμισε ο νομέας της κληρονομίας κατά τον χρόνο που κατακρατούσε το πράγμα. Ωφελήματα αποτελούν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 962 AK, όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή ο νομοθέτης διακρίνει την ρύθμιση ανάλογα με το αν ο εναγόμενος ευρίσκετο σε καλή ή κακή πίστη.
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1874, 1876, 1877 και 1096 ΑΚ προκύπτει, ότι ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας υποχρεούται να αποδώσει τα ωφελήματα που εξήγαγε πριν από την επίδοση της αγωγής περί κλήρου καθώς και κάθε άλλη επαύξηση των κληρονομιαίων, αλλά μόνο στο μέτρο που έγινε από αυτά πλουσιότερος. Η υποχρέωση αυτή μάλιστα εκτείνεται και στους καρπούς που ο νομέας της κληρονομίας απέκτησε κατά κυριότητα. Επιπλέον, ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας ευθύνεται, μετά την επίδοση της αγωγής περί κλήρου, και σε πλήρη απόδοση όχι μόνο των εξαχθέντων από το πράγμα ωφελημάτων αλλά και των αμεληθέντων, δηλαδή των μη εξαχθέντων από υπαιτιότητά του, ενώ μπορούσε να τα επιτύχει κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης.
Εξάλλου, αν ο νομέας της κληρονομίας ήταν κακόπιστος όταν απέκτησε τη νομή ή έμαθε αργότερα ότι δεν είναι κληρονόμος, τότε ευθύνεται από τον χρόνο αυτό σε απόδοση τόσο των εξαχθέντων όσο και των εξακτέων κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ωφελημάτων, στο μέτρο που ευθύνεται ο καλόπιστος νομέας μετά την επίδοση της αγωγής. Οι αξιώσεις αυτές ασκούνται με αγωγή, που εγείρεται είτε μαζί με την περί κλήρου (κατ’ άρθρο 218 ΚΠολΔ) είτε και αυτοτελώς. Η αγωγή όμως επί των αξιώσεων αυτών θα πρέπει, προκειμένου να είναι ορισμένη, να διαλαμβάνει, πλην άλλων στοιχείων, και ότι ο νομέας της κληρονομίας είναι καλόπιστος και ότι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή ότι είναι κακόπιστος. Η μη αναφορά των στοιχείων αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη.
Σε περίπτωση που ο νομέας της κληρονομίας δεν είναι σε θέση να αποδώσει το αντικείμενο της κληρονομίας που κατακρατεί, αλλά ούτε το αντικατάλλαγμά του, ο κληρονόμος μπορεί να στραφεί εναντίον του με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (1873 AK). Ειδικότερα, από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 909, 910 και 913 AK, συνάγεται, ότι ο νομέας της κληρονομίας υποχρεούται καταρχήν σε αυτούσια απόδοση των αντικειμένων της κληρονομίας, εκείνων δηλαδή που ήταν κληρονομιαία από την αρχή, ή το αντικατάλλαγμα αυτών, εφόσον όμως δεν είναι σε θέση, από οποιαδήποτε αδυναμία, αντικειμενική ή υποκειμενική, υπαίτια ή ανυπαίτια, να προβεί σε αυτούσια απόδοση, ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η ρύθμιση αυτή ωστόσο δεν έχει την έννοια, ότι σε αυτή την περίπτωση χωρεί άλλη αγωγή, αλλά ότι χωρεί μεν η αγωγή περί κλήρου, η οποία όμως έχει διαφορετική έκταση και αποτέλεσμα, εφόσον περιλαμβάνει μόνο τον κατά την επίδοση της αγωγής πλουτισμό, για την εξεύρεση του οποίου θα ληφθεί υπόψη όχι μεμονωμένα το συγκεκριμένο αντικείμενο που ζητείται με την αγωγή, αλλά ολόκληρη η κληρονομία και οι δαπάνες που έγιναν γι΄ αυτήν.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=595262&subcat=106
Η αγωγή αυτή προβλέπεται από τα άρθρα 1871 επόμενα του Αστικού Κώδικα και ασκείται από τον κληρονόμο κατά κάθε προσώπου που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, ακόμα και πριν την αποδοχή της και τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής. Με την αγωγή αυτή ο ενάγων επικαλείται την κληρονομική του ιδιότητα και περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος την κληρονομία (εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό πλέον της κληρονομικής του μερίδας) ή αντικείμενα αυτής. Θεμέλιος δε λίθος του αιτητικού της αγωγής αυτής αποτελεί η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος, του οποίου ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι είναι αυτός κληρονόμος.
Η αγωγή αυτή αποτελεί μέσο ταχύτερης και αποτελεσματικότερης προστασίας για τον κληρονόμο, αφού δεν ερευνάται αν αυτός είναι κύριος. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι ο ενάγων κληρονόμος δεν υποχρεούται να ισχυριστεί και να αποδείξει τον τρόπο με τον οποίο απέκτησε το εμπράγματο δικαίωμά του πάνω στα αντικείμενα της κληρονομίας που αφορά η αγωγή του, παρά μόνο αν η κληρονομική του ιδιότητα αμφισβητηθεί από τον αντίδικο. Εκτός αυτού όμως, στην περίπτωση άσκησης αγωγής περί κλήρου, ο εναγόμενος δεν μπορεί να προβάλλει έναντι του ενάγοντος τις εκ του άρθρου 1095 ΑΚ ενστάσεις, και επιπλέον αποστερείται της δυνατότητας να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, ότι απέκτησε την κυριότητα επί των κληρονομιαίων αντικειμένων δια χρησικτησίας, εφόσον βεβαίως δεν έχει παραγραφεί η προκείμενη αξίωση του ενάγοντος, πράγμα που συμβαίνει όταν παρέλθει εικοσαετία από την κατακράτηση των κληρονομιαίων στοιχείων με διανοία κληρονόμου από τον εναγόμενο (1879 ΑΚ).
Συνεπώς, για την παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου, δεν αρκεί αυτός να νέμεται απλώς αντικείμενα της κληρονομίας, αλλά απαιτείται να τα κατακρατεί με αντιποίηση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος, δηλαδή ως κληρονόμος (pro herede), ανεξαρτήτως αν η κατακράτηση γίνεται με καλή ή κακή πίστη.
Κατά αντιδιαστολή, κατά εκείνου που κατακρατεί όχι ως κληρονόμος αλλά αδικαιολογήτως ή με βάση ειδικό τίτλο (π.χ. αγορά, δωρεά κλπ) κληρονομιαία στοιχεία, ο νόμος δεν παρέχει στον κληρονόμο την περί κλήρου αγωγή, αλλά τις ειδικές αγωγές (διεκδικητική κλπ.) πλέον των αγωγών περί προστασίας της νομής (ΑΚ 987). Ο κληρονόμος εντούτοις, μπορεί με την αγωγή περί κλήρου να σωρεύσει και την διεκδικητική αγωγή εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, καθώς πρόκειται για δύο αγωγές με διαφορετική ιστορική και νομική αιτία.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα αφορά την τύχη των ωφελημάτων, τα οποία αποκόμισε ο νομέας της κληρονομίας κατά τον χρόνο που κατακρατούσε το πράγμα. Ωφελήματα αποτελούν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 962 AK, όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή ο νομοθέτης διακρίνει την ρύθμιση ανάλογα με το αν ο εναγόμενος ευρίσκετο σε καλή ή κακή πίστη.
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1874, 1876, 1877 και 1096 ΑΚ προκύπτει, ότι ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας υποχρεούται να αποδώσει τα ωφελήματα που εξήγαγε πριν από την επίδοση της αγωγής περί κλήρου καθώς και κάθε άλλη επαύξηση των κληρονομιαίων, αλλά μόνο στο μέτρο που έγινε από αυτά πλουσιότερος. Η υποχρέωση αυτή μάλιστα εκτείνεται και στους καρπούς που ο νομέας της κληρονομίας απέκτησε κατά κυριότητα. Επιπλέον, ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας ευθύνεται, μετά την επίδοση της αγωγής περί κλήρου, και σε πλήρη απόδοση όχι μόνο των εξαχθέντων από το πράγμα ωφελημάτων αλλά και των αμεληθέντων, δηλαδή των μη εξαχθέντων από υπαιτιότητά του, ενώ μπορούσε να τα επιτύχει κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης.
Εξάλλου, αν ο νομέας της κληρονομίας ήταν κακόπιστος όταν απέκτησε τη νομή ή έμαθε αργότερα ότι δεν είναι κληρονόμος, τότε ευθύνεται από τον χρόνο αυτό σε απόδοση τόσο των εξαχθέντων όσο και των εξακτέων κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ωφελημάτων, στο μέτρο που ευθύνεται ο καλόπιστος νομέας μετά την επίδοση της αγωγής. Οι αξιώσεις αυτές ασκούνται με αγωγή, που εγείρεται είτε μαζί με την περί κλήρου (κατ’ άρθρο 218 ΚΠολΔ) είτε και αυτοτελώς. Η αγωγή όμως επί των αξιώσεων αυτών θα πρέπει, προκειμένου να είναι ορισμένη, να διαλαμβάνει, πλην άλλων στοιχείων, και ότι ο νομέας της κληρονομίας είναι καλόπιστος και ότι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή ότι είναι κακόπιστος. Η μη αναφορά των στοιχείων αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη.
Σε περίπτωση που ο νομέας της κληρονομίας δεν είναι σε θέση να αποδώσει το αντικείμενο της κληρονομίας που κατακρατεί, αλλά ούτε το αντικατάλλαγμά του, ο κληρονόμος μπορεί να στραφεί εναντίον του με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (1873 AK). Ειδικότερα, από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 909, 910 και 913 AK, συνάγεται, ότι ο νομέας της κληρονομίας υποχρεούται καταρχήν σε αυτούσια απόδοση των αντικειμένων της κληρονομίας, εκείνων δηλαδή που ήταν κληρονομιαία από την αρχή, ή το αντικατάλλαγμα αυτών, εφόσον όμως δεν είναι σε θέση, από οποιαδήποτε αδυναμία, αντικειμενική ή υποκειμενική, υπαίτια ή ανυπαίτια, να προβεί σε αυτούσια απόδοση, ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η ρύθμιση αυτή ωστόσο δεν έχει την έννοια, ότι σε αυτή την περίπτωση χωρεί άλλη αγωγή, αλλά ότι χωρεί μεν η αγωγή περί κλήρου, η οποία όμως έχει διαφορετική έκταση και αποτέλεσμα, εφόσον περιλαμβάνει μόνο τον κατά την επίδοση της αγωγής πλουτισμό, για την εξεύρεση του οποίου θα ληφθεί υπόψη όχι μεμονωμένα το συγκεκριμένο αντικείμενο που ζητείται με την αγωγή, αλλά ολόκληρη η κληρονομία και οι δαπάνες που έγιναν γι΄ αυτήν.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=595262&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου