Η έκδοση του διαζυγίου επιφέρει ευνόητα τη λύση του γάμου και συνακόλουθα την παύση όλων των εννόμων συνεπειών που απέρρεαν από την ..ύπαρξη αυτού. Ωστόσο, οι πραγματικές συνέπειες της κοινότητας βίου που συνένωνε τους συζύγους και καθόριζε τις συνθήκες διαβίωσής τους, σε αρκετές περιπτώσεις, αναπτύσσουν θεμέλια που δεν ανατρέπονται με διαδικαστικό τρόπο, ειδικά στην περίπτωση που ένας εκ των, πρώην πλέον, συζύγων δεν μπορεί μετά την οριστική λύση του γάμου να εξασφαλίσει επαρκώς τα αναγκαία για τη διατροφή του από τα εισοδήματα ή την περιουσία του.
Για τον λόγο αυτό, ο νομοθέτης έκρινε επιβεβλημένο να προνοήσει ειδικώς για την περίπτωση κατά την οποίαν ο πρώην σύζυγος στερείται αυτοτελώς των επαρκών οικονομικών πόρων για τη συντήρηση του εαυτού του μετά την έκδοση του διαζυγίου και να προβλέψει ρητώς δικαίωμα διατροφής του τελευταίου έναντι του πρώην συζύγου του.
Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη της βασικής αυτής προϋπόθεσης για τη γέννηση της αξίωσης προς διατροφή, δηλαδή της αδυναμίας εξασφάλισης της διατροφής του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα ή την περιουσία του, είναι αυτός της πρώτης συζήτησης της αγωγής διατροφής.
Εντούτοις, το δικαίωμα διατροφής, που ορίζεται στο άρθρο 1442 του Αστικού Κώδικα, τελεί, πέρα από την ανωτέρω βασική προϋπόθεση, και σε μια σειρά από πρόσθετες προϋποθέσεις, η θέση των οποίων αποβλέπει στην εξισορρόπηση των συμφερόντων και την παράλληλη εξασφάλιση της ποιότητας ζωής και του υπόχρεου για την καταβολή της.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ίδιο ως άνω άρθρο, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του νόμου 1329/1983, ο πρώην σύζυγος δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο για το διάστημα μετά τη λύση του γάμου, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα ή την περιουσία του, αν κατά την έκδοση του διαζυγίου βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν του επιτρέπει να αναγκασθεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση καταλλήλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή του.
Το ίδιο δε ισχύει και στις περιπτώσεις που ο πρώην σύζυγος δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση ή έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και για τον λόγο αυτό εμποδίζεται στην άσκηση καταλλήλου επαγγέλματος. Τέλος ο νομοθέτης, θέλοντας να καλύψει ένα ευρύτερο πλαίσιο παρόμοιων καταστάσεων που άγουν στο ίδιο αποτέλεσμα όρισε, με την υπ’ αριθμόν 4 περίπτωση του ίδιου ως άνω άρθρου, ότι υποχρέωση προς διατροφή υπάρχει και σε «κάθε άλλη περίπτωση που η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση διαζυγίου, επιβάλλεται από λόγους επιείκειας».
Η συνδρομή των ανωτέρω πρόσθετων προϋποθέσεων, δηλαδή της αδυναμίας έναρξης ή συνέχισης του επαγγέλματος ή της ύπαρξης λόγων επιείκειας για την παροχή διατροφής, πρέπει και αρκεί να υπάρχει κατά τον χρόνο έκδοσης του διαζυγίου και όχι κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής διατροφής.
Ως εκ τούτου, η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνον όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μη μένει αβοήθητος για την κάλυψη των αναγκών διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσής του μετά την έκδοση του διαζυγίου. Κατά συνέπεια, η γέννηση του δικαιώματος διατροφής του πρώην συζύγου προαπαιτεί σε κάθε περίπτωση αφενός την ευπορία του υποχρέου και αφετέρου την απορία του δικαιούχου.
Ως ευπορία του υπόχρεου δεν νοείται η ύπαρξη κάποιου ιδιαίτερου πλούτου, αλλά η πραγματική δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή, χωρίς ωστόσο να θέσει σε ιδιαίτερο κίνδυνο τη δική του διατροφή (άρθρο 1487 εδ. α ΑΚ). Υπό το πρίσμα αυτό, είναι δυνατό, ενόψει όλων των συνθηκών, ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς συνθηκών διαβίωσης του πρώην συζύγου, και πάντοτε σε σύγκριση προς την ευπορία του υποχρέου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής και στην περίπτωση που ο δικαιούχος έχει μικρής έκτασης απρόσοδο περιουσία, της οποίας είτε είναι δυσχερής η εκποίηση, είτε η διατήρησή της επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή του ενόψει της αντιμετώπισης έκτακτης οικονομικής ανάγκης στο μέλλον.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1443 εδ. β’ ΑΚ, η επιδικασθείσα διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της διατροφής που οφείλεται κατά το διάστημα μεταξύ της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης έως την οριστική λύση του γάμου. Ωστόσο η διατροφή μπορεί να καταβληθεί και εφάπαξ, υπό την προϋπόθεση της σύναψης έγγραφης σχετικής συμφωνίας των συζύγων ή εφόσον τον τρόπο αυτό καταβολής έχει διατάξει η απόφαση του δικαστηρίου της διατροφής, εκτιμώντας τη συνδρομή ιδιαίτερων προς τούτο λόγων.
Τέλος η υποχρέωση καταβολής της διατροφής δεν παύει να εξαρτάται από τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των πρώην συζύγων μετά τη λύση του γάμου, δηλαδή από ένα δεδομένο μεταβαλλόμενο στην πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, σε περίπτωση μεταβολής των όρων της διατροφής, το δικαστήριο μπορεί να μεταρρυθμίσει την αρχική του απόφαση, αυξάνοντας ή μειώνοντας το επιδικασθέν ποσό ή, ακόμα, διατάζοντας την οριστική παύση καταβολής της διατροφής.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=655839&subcat=106
Για τον λόγο αυτό, ο νομοθέτης έκρινε επιβεβλημένο να προνοήσει ειδικώς για την περίπτωση κατά την οποίαν ο πρώην σύζυγος στερείται αυτοτελώς των επαρκών οικονομικών πόρων για τη συντήρηση του εαυτού του μετά την έκδοση του διαζυγίου και να προβλέψει ρητώς δικαίωμα διατροφής του τελευταίου έναντι του πρώην συζύγου του.
Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη της βασικής αυτής προϋπόθεσης για τη γέννηση της αξίωσης προς διατροφή, δηλαδή της αδυναμίας εξασφάλισης της διατροφής του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα ή την περιουσία του, είναι αυτός της πρώτης συζήτησης της αγωγής διατροφής.
Εντούτοις, το δικαίωμα διατροφής, που ορίζεται στο άρθρο 1442 του Αστικού Κώδικα, τελεί, πέρα από την ανωτέρω βασική προϋπόθεση, και σε μια σειρά από πρόσθετες προϋποθέσεις, η θέση των οποίων αποβλέπει στην εξισορρόπηση των συμφερόντων και την παράλληλη εξασφάλιση της ποιότητας ζωής και του υπόχρεου για την καταβολή της.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ίδιο ως άνω άρθρο, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του νόμου 1329/1983, ο πρώην σύζυγος δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο για το διάστημα μετά τη λύση του γάμου, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα ή την περιουσία του, αν κατά την έκδοση του διαζυγίου βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν του επιτρέπει να αναγκασθεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση καταλλήλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή του.
Το ίδιο δε ισχύει και στις περιπτώσεις που ο πρώην σύζυγος δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση ή έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και για τον λόγο αυτό εμποδίζεται στην άσκηση καταλλήλου επαγγέλματος. Τέλος ο νομοθέτης, θέλοντας να καλύψει ένα ευρύτερο πλαίσιο παρόμοιων καταστάσεων που άγουν στο ίδιο αποτέλεσμα όρισε, με την υπ’ αριθμόν 4 περίπτωση του ίδιου ως άνω άρθρου, ότι υποχρέωση προς διατροφή υπάρχει και σε «κάθε άλλη περίπτωση που η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση διαζυγίου, επιβάλλεται από λόγους επιείκειας».
Η συνδρομή των ανωτέρω πρόσθετων προϋποθέσεων, δηλαδή της αδυναμίας έναρξης ή συνέχισης του επαγγέλματος ή της ύπαρξης λόγων επιείκειας για την παροχή διατροφής, πρέπει και αρκεί να υπάρχει κατά τον χρόνο έκδοσης του διαζυγίου και όχι κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής διατροφής.
Ως εκ τούτου, η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνον όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μη μένει αβοήθητος για την κάλυψη των αναγκών διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσής του μετά την έκδοση του διαζυγίου. Κατά συνέπεια, η γέννηση του δικαιώματος διατροφής του πρώην συζύγου προαπαιτεί σε κάθε περίπτωση αφενός την ευπορία του υποχρέου και αφετέρου την απορία του δικαιούχου.
Ως ευπορία του υπόχρεου δεν νοείται η ύπαρξη κάποιου ιδιαίτερου πλούτου, αλλά η πραγματική δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή, χωρίς ωστόσο να θέσει σε ιδιαίτερο κίνδυνο τη δική του διατροφή (άρθρο 1487 εδ. α ΑΚ). Υπό το πρίσμα αυτό, είναι δυνατό, ενόψει όλων των συνθηκών, ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς συνθηκών διαβίωσης του πρώην συζύγου, και πάντοτε σε σύγκριση προς την ευπορία του υποχρέου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής και στην περίπτωση που ο δικαιούχος έχει μικρής έκτασης απρόσοδο περιουσία, της οποίας είτε είναι δυσχερής η εκποίηση, είτε η διατήρησή της επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή του ενόψει της αντιμετώπισης έκτακτης οικονομικής ανάγκης στο μέλλον.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1443 εδ. β’ ΑΚ, η επιδικασθείσα διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της διατροφής που οφείλεται κατά το διάστημα μεταξύ της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης έως την οριστική λύση του γάμου. Ωστόσο η διατροφή μπορεί να καταβληθεί και εφάπαξ, υπό την προϋπόθεση της σύναψης έγγραφης σχετικής συμφωνίας των συζύγων ή εφόσον τον τρόπο αυτό καταβολής έχει διατάξει η απόφαση του δικαστηρίου της διατροφής, εκτιμώντας τη συνδρομή ιδιαίτερων προς τούτο λόγων.
Τέλος η υποχρέωση καταβολής της διατροφής δεν παύει να εξαρτάται από τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των πρώην συζύγων μετά τη λύση του γάμου, δηλαδή από ένα δεδομένο μεταβαλλόμενο στην πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, σε περίπτωση μεταβολής των όρων της διατροφής, το δικαστήριο μπορεί να μεταρρυθμίσει την αρχική του απόφαση, αυξάνοντας ή μειώνοντας το επιδικασθέν ποσό ή, ακόμα, διατάζοντας την οριστική παύση καταβολής της διατροφής.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=655839&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου