Στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, παρέχεται η έννομη ..δυνατότητα στον οφειλέτη τελεσιδίκως κρινόμενων απαιτήσεων κατά του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση (καθ’ ου η εκτέλεση) να προστατευτεί ασκώντας το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.
Ειδικότερα, με την άσκησή της ανωτέρω ανακοπής ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να εγείρει τις ενστάσεις και να προβάλλει τις αντιρρήσεις του σε σχέση με την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, βάσει του οποίου και διενεργούνται οι πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, τη διαδικαστική νομιμότητα των τελευταίων αλλά και το κύρος της ίδιας της επίδικης απαίτησης. Εξάλλου, σε περίπτωση κατά την οποία με την επισπευδόμενη εκτέλεση προσβάλλεται δικαίωμα τρίτου επί του αντικειμένου που αυτή αφορά, ο τελευταίος προστατεύεται με έτερο ένδικο βοήθημα ανακοπής, και συγκεκριμένα με αυτή του άρθρου 936 ΚΠολΔ.
Εντούτοις, η άσκηση εκ μέρους του καθ’ ου η εκτέλεση ή του προσβαλλόμενου τρίτου των ανωτέρω ένδικων βοηθημάτων δεν συνεπάγεται συνακόλουθα την αυτοδίκαιη αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των ως άνω προσώπων. Για τον λόγο αυτό ο νομοθέτης, θέλοντας να αποτρέψει τη βλάβη του οφειλέτη ή και του τρίτου, από τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί έως και την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσης ανακοπής, εισήγαγε, με το άρθρο 938 ΚΠολΔ, το παρεπόμενο ένδικο βοήθημα της αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ως αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης νοείται η μη εξακολούθηση των πράξεων της εκτέλεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς και η αποχή από την διενέργεια περαιτέρω πράξεων αυτής, με απώτατο χρονικό σημείο διάρκειάς της την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης ανακοπής.
Ως αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης νοείται η μη εξακολούθηση των πράξεων της εκτέλεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς και η αποχή από την διενέργεια περαιτέρω πράξεων αυτής, με απώτατο χρονικό σημείο διάρκειάς της την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης ανακοπής. Ειδικότερα, οριστική θεωρείται η απόφαση δια της οποίας το δικαστήριο προβαίνει στη διάγνωση περί της επέλευσης ή μη των εννόμων συνεπειών που επικαλούνται, ή αντιστοίχως αποκρούουν, οι αντίδικοι, γεγονός που δεν συμβαίνει στις περιπτώσεις που η υπόθεση παραπέμπεται προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο ή η συζήτησή της κηρύσσεται απαράδεκτη ή διατάσσεται η επανάληψη αυτής.
Τόσο η άσκηση όσο και η εκδίκαση της αίτησης αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης λαμβάνει χώρα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔ). Αρμόδιο είναι καταρχήν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ανακοπή, και εάν πρόκειται για το Πολυμελές Πρωτοδικείο ο πρόεδρος αυτού. Επιπλέον, σε σχέση με τα χρονικά όρια έγερσης του ως άνω ένδικου βοηθήματος, ο νόμος δεν τάσσει ορισμένη προθεσμία άσκησής του από την ενέργεια της πράξης, της οποίας ζητείται η αναστολή, και ως εκ τούτου η αίτηση αναστολής είναι απρόθεσμη.
Εξάλλου, για να είναι παραδεκτή η αίτηση αναστολής θα πρέπει να μην έχει ολοκληρωθεί η συζήτηση επί της ανακοπής που έχει ασκήσει ο οφειλέτης. Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση για την ευδοκίμηση του ενδίκου βοηθήματος της αναστολής εκτέλεσης είναι το δικόγραφό της να περιέχει τουλάχιστον ένα λόγο που βασίζεται στο νόμο. Εκτός όμως από το κατά νόμο βάσιμο απαιτείται επιπροσθέτως η σωρευτική συνδρομή δύο αυτοτελών προϋποθέσεων, προκειμένου να χορηγηθεί η αναστολή.
Η πρώτη συνίσταται στην πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ως ανεπανόρθωτη θεωρείται η βλάβη που επέρχεται σε αιτιώδη συνάφεια με τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης και η οποία δεν θα καθίσταται δυνατό να αποκατασταθεί σε περίπτωση που ανατραπούν τα αποτελέσματα της εκτέλεσης λόγω ευδοκίμηση της ανακοπής. Η δεύτερη προϋπόθεση συνίσταται στην πιθανολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας ενός τουλάχιστον εκ των λόγων της ασκηθείσας ανακοπής, πράγμα που σημαίνει, ότι το δικαστήριο οφείλει να πιθανολογήσει την ουσιαστική παραδοχή της ανακοπής και την συνεπαγόμενη ανατροπή των αποτελεσμάτων της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Αφ’ ης στιγμής το δικαστήριο διαπιστώσει τη συνδρομή των δύο προαναφερόμενων ουσιαστικών προϋποθέσεων έχει υπηρεσιακό καθήκον, και όχι απλώς διακριτική ευχέρεια, να διατάξει την αναστολή. Συνεπώς, σύμφωνα με το νόμο, η απουσία συμπλεκτικής συνδρομής των δύο ως άνω προϋποθέσεων αποκλείει τη χορήγηση της αναστολής από το αρμόδιο δικαστήριο.
Επίσης, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 938 ΚΠολΔ, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση αναστολής να εμποδίσει με σημείωμά του την συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας έως και την έκδοση απόφασης για την αίτηση αναστολής. Το σημείωμα αυτό, το οποίο αποτελεί δραστικότατο μέσο προστασίας του αιτούντος την ανακοπή, δεν περιέχει δεσμευτική διάγνωση για την ισχύ της κρίσιμης έννομης σχέσης, αλλά αποτελεί, κατά την επικρατούσα στη θεωρία άποψη, απλώς γραπτή προσταγή προς τον αρμόδιο επιμελητή να μην ενεργήσει πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας έως και την έκδοση απόφασης για την αιτηθείσα αναστολή.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=534160&subcat=106
Ειδικότερα, με την άσκησή της ανωτέρω ανακοπής ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να εγείρει τις ενστάσεις και να προβάλλει τις αντιρρήσεις του σε σχέση με την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, βάσει του οποίου και διενεργούνται οι πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, τη διαδικαστική νομιμότητα των τελευταίων αλλά και το κύρος της ίδιας της επίδικης απαίτησης. Εξάλλου, σε περίπτωση κατά την οποία με την επισπευδόμενη εκτέλεση προσβάλλεται δικαίωμα τρίτου επί του αντικειμένου που αυτή αφορά, ο τελευταίος προστατεύεται με έτερο ένδικο βοήθημα ανακοπής, και συγκεκριμένα με αυτή του άρθρου 936 ΚΠολΔ.
Εντούτοις, η άσκηση εκ μέρους του καθ’ ου η εκτέλεση ή του προσβαλλόμενου τρίτου των ανωτέρω ένδικων βοηθημάτων δεν συνεπάγεται συνακόλουθα την αυτοδίκαιη αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των ως άνω προσώπων. Για τον λόγο αυτό ο νομοθέτης, θέλοντας να αποτρέψει τη βλάβη του οφειλέτη ή και του τρίτου, από τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί έως και την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσης ανακοπής, εισήγαγε, με το άρθρο 938 ΚΠολΔ, το παρεπόμενο ένδικο βοήθημα της αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ως αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης νοείται η μη εξακολούθηση των πράξεων της εκτέλεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς και η αποχή από την διενέργεια περαιτέρω πράξεων αυτής, με απώτατο χρονικό σημείο διάρκειάς της την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης ανακοπής.
Ως αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης νοείται η μη εξακολούθηση των πράξεων της εκτέλεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς και η αποχή από την διενέργεια περαιτέρω πράξεων αυτής, με απώτατο χρονικό σημείο διάρκειάς της την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης ανακοπής. Ειδικότερα, οριστική θεωρείται η απόφαση δια της οποίας το δικαστήριο προβαίνει στη διάγνωση περί της επέλευσης ή μη των εννόμων συνεπειών που επικαλούνται, ή αντιστοίχως αποκρούουν, οι αντίδικοι, γεγονός που δεν συμβαίνει στις περιπτώσεις που η υπόθεση παραπέμπεται προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο ή η συζήτησή της κηρύσσεται απαράδεκτη ή διατάσσεται η επανάληψη αυτής.
Τόσο η άσκηση όσο και η εκδίκαση της αίτησης αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης λαμβάνει χώρα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔ). Αρμόδιο είναι καταρχήν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ανακοπή, και εάν πρόκειται για το Πολυμελές Πρωτοδικείο ο πρόεδρος αυτού. Επιπλέον, σε σχέση με τα χρονικά όρια έγερσης του ως άνω ένδικου βοηθήματος, ο νόμος δεν τάσσει ορισμένη προθεσμία άσκησής του από την ενέργεια της πράξης, της οποίας ζητείται η αναστολή, και ως εκ τούτου η αίτηση αναστολής είναι απρόθεσμη.
Εξάλλου, για να είναι παραδεκτή η αίτηση αναστολής θα πρέπει να μην έχει ολοκληρωθεί η συζήτηση επί της ανακοπής που έχει ασκήσει ο οφειλέτης. Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση για την ευδοκίμηση του ενδίκου βοηθήματος της αναστολής εκτέλεσης είναι το δικόγραφό της να περιέχει τουλάχιστον ένα λόγο που βασίζεται στο νόμο. Εκτός όμως από το κατά νόμο βάσιμο απαιτείται επιπροσθέτως η σωρευτική συνδρομή δύο αυτοτελών προϋποθέσεων, προκειμένου να χορηγηθεί η αναστολή.
Η πρώτη συνίσταται στην πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ως ανεπανόρθωτη θεωρείται η βλάβη που επέρχεται σε αιτιώδη συνάφεια με τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης και η οποία δεν θα καθίσταται δυνατό να αποκατασταθεί σε περίπτωση που ανατραπούν τα αποτελέσματα της εκτέλεσης λόγω ευδοκίμηση της ανακοπής. Η δεύτερη προϋπόθεση συνίσταται στην πιθανολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας ενός τουλάχιστον εκ των λόγων της ασκηθείσας ανακοπής, πράγμα που σημαίνει, ότι το δικαστήριο οφείλει να πιθανολογήσει την ουσιαστική παραδοχή της ανακοπής και την συνεπαγόμενη ανατροπή των αποτελεσμάτων της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Αφ’ ης στιγμής το δικαστήριο διαπιστώσει τη συνδρομή των δύο προαναφερόμενων ουσιαστικών προϋποθέσεων έχει υπηρεσιακό καθήκον, και όχι απλώς διακριτική ευχέρεια, να διατάξει την αναστολή. Συνεπώς, σύμφωνα με το νόμο, η απουσία συμπλεκτικής συνδρομής των δύο ως άνω προϋποθέσεων αποκλείει τη χορήγηση της αναστολής από το αρμόδιο δικαστήριο.
Επίσης, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 938 ΚΠολΔ, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση αναστολής να εμποδίσει με σημείωμά του την συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας έως και την έκδοση απόφασης για την αίτηση αναστολής. Το σημείωμα αυτό, το οποίο αποτελεί δραστικότατο μέσο προστασίας του αιτούντος την ανακοπή, δεν περιέχει δεσμευτική διάγνωση για την ισχύ της κρίσιμης έννομης σχέσης, αλλά αποτελεί, κατά την επικρατούσα στη θεωρία άποψη, απλώς γραπτή προσταγή προς τον αρμόδιο επιμελητή να μην ενεργήσει πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας έως και την έκδοση απόφασης για την αιτηθείσα αναστολή.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=534160&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου