Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΔΙΚΑΙΟ : σύστημα κανόνων που ρυθμίζουν εξαναγκαστικά την κοινωνική   συμβίωση . Πηγάζει από την πολιτεία και ισχύει στα όρια της ....
ΘΕΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ : σύνολο κανόνων δικαίου που πηγάζουν από συγκεκριμένη πολιτεία και ισχύουν στο έδαφος της , σε ορισμένο χρόνο .
Χαρακτηριστικά δικαίου : 1) αφορά την εξωτερική συμπεριφορά των μελών της κοινωνίας , 2) είναι ρύθμιση ετερόνομη , επιβάλλεται από την κοινωνία , 3) είναι εξαναγκαστό .
Κοινωνική ηθική : σύνολο ηθικών επιταγών που επικρατεί στη συγκεκριμένη κοινωνία , όπου καθιερώθηκε από τη συνύπαρξη ποικίλων δεδομένων και όπου ισχύει παραδοσιακά ως ομοιόμορφος τρόπος σκέψης, πίστης, συμπεριφοράς και συνηθειών . Ρυθμίζει την εξωτερική συμπεριφορά αλλά διαφέρει από το δίκαιο γιατί η τήρηση της δεν είναι εξαναγκαστή .
ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ : σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν σχέσεις στις οποίες μετέχει πρόσωπο που ασκεί κρατική εξουσία .
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ : σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν σχέσεις των ιδιωτών μεταξύ τους , προσώπων δηλαδή που δεν ασκούν κρατική εξουσία , και είναι ισότιμα μεταξύ τους .
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ : το σύνολο λύσεων που δίνουν τα δικαστήρια απονέμοντας δικαιοσύνη . Έχει διαπλαστική δράση , καθώς : 1)εφαρμόζοντας ορισμένο κανόνα δικαίου ερμηνεύει τη διάταξη , 2) εφαρμόζει κανόνες δικαίου που περιέχουν γενικές ρήτρες ή αόριστες νομικές έννοιες και τις ερμηνεύει ,3) πληρώνει τα κενά δικαίου .
* Η νομολογία ακόμα και όταν είναι πάγια δεν αποτελεί πηγή δικαίου  βάσει του ΑΚ1 και δεν οδηγεί στην διάπλαση εθίμου *
ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ : γενική και αφηρημένη πρόταση που ρυθμίζει ετερόνομα και εξαναγκαστικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων στην κοινωνία .
Αν ο κανόνας δικαίου καθορίζει συμπεριφορά ονομάζεται κανονιστικός . Αν προβλέπει κυρώσεις κυρωτικός .
ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ : Πρωτογενείς πηγές δικαίου : από αυτές απορρέουν αμέσως κανόνες του θετού δικαίου . Αυτές είναι ο νόμος και το έθιμο (ΑΚ1) , οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου (Σ28§). Οι πρωτογενείς πηγές δικαίου έχουν αυτοτέλεια .
ΝΟΜΟΣ : γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από την πολιτεία καθ’ορισμένη διαδικασία . Διακρίνεται σε ουσιαστικό και τυπικό ανάλογα με το αν περιέχει κανόνα δικαίου ή όχι .
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ : η πολιτειακή επιταγή που θεσπίζεται αρμοδίως περιέχει κανόνα δικαίου .
ΤΥΠΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ : η πολιτειακή επιταγή που τίθεται σύμφωνα με τη νομοθετική λειτουργία και έχει την εξωτερική εμφάνιση νόμου ,ακόμα και αν δεν περιέχει κανόνα δικαίου .
Να διακρίνονται ο ουσιαστικός και τυπικός νόμος από την ουσιαστική ισχύ νόμου (αρχίζει 10 μέρες μετά την δημοσίευση του) και από την τυπική ισχύ νόμου (αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως).
ΕΘΙΜΟ : ο άγραφος κανόνας δικαίου που διαμορφώνεται ύστερα από μακρόχρονη ,αδιάκοπη και ομοιόμορφη συμπεριφορά ,απευθείας απο το λαό (ή από κοινωνικές ομάδες) με την πεποίθηση ότι εφαρμόζεται κανόνας δικαίου. Υλικό στοιχείο εθίμου : η άσκηση συμπεριφοράς . Ψυχολογικό στοιχείο εθίμου : η πεποίθηση εφαρμογής κανόνα δικαίου.
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ : α)τα συναλλακτικά ήθη ,β)η αντικειμενική καλή πίστη, γ) τα χρηστά ήθη .
ΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΗΘΗ : τρόποι ενέργειας που ακολουθούνται στις συναλλαγές . Μπορεί να εξελιχθούν σε έθιμα , καθώς έχουν το υλικό στοιχείο , αλλα λείπει το ψυχολογικό στοιχείο .
ΧΡΗΣΤΑ ΗΘΗ : οι αντιλήψεις του μέσου , χρηστού και δίκαιου ανθρώπου για τη δράση που αναπτύσσεται σε ορισμένη κοινωνία , οι οποίες έχουν αναχθεί σε παραγγέλματα της κοινωνικής ηθικής .
ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ :  1η έννοια : συμπεριφορά , «ορθή» στις συναλλαγές – συναλλακτική καλή πίστη / 2η έννοια : συγκεκριμένη ενδιάθετη κατάσταση του προσώπου – υποκειμενική καλή πίστη .
Συναλλακτική καλή πίστη : η συμπεριφορά που ως κριτήριο περιέχεται σε κανόνα δικαίου για να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση κατά το «αληθές» και να επιβάλλει τη στάθμιση των αντιτιθέμενων σε κάθε περίπτωση συμφερόντων ανάλογα προς την κοινωνική αξία .
Υποκειμενική καλή πίστη : η ενδιάθετη κατάσταση του προσώπου που ενεργεί όντας σε συγγνωστή πλάνη και με την πεποίθηση ότι ασκεί δικαίωμά του ή αγνοώντας περιστατικά που καθιστούν την πράξη του παράνομη και η οποία ενδιάθετη κατάσταση αναγνωρίζεται ως στοιχείο δικαιώματος ή έννομης σχέσης .
Διακρίσεις κανόνων δικαίου : 1η διάκριση – κριτήριο : η τοπική ισχύς του κανόνα :
Γενικοί κανόνες : όσοι ισχύουν σε όλη την επικράτεια : Τοπικοί κανόνες : ισχύουν σε τμήμα της επικράτειας . 2η διάκριση – κριτήριο : αν ισχύουν για όλους τους πολίτες ή για ορισμένη ομάδα . Γενικοί κανόνες : για όλους τους πολίτες ≠ Προσωπικά δίκαια : συνήθως προκύπτουν από διεθνείς συνθήκες (π.χ. για Μουσουλμάνους της Θράκης).
Κανόνες Δικαίου : κριτήριο διάκρισης η γενικότητα : 1) Κανόνες γενικού δικαίου : ρύθμιση που καταλαμβάνει κατά τρόπο γενικό όλους τους πολίτες . 2) Κανόνες ειδικού δικαίου : ρύθμιση για ορισμένο κύκλο προσώπων και όχι για όλους τους πολίτες , 3) Κανόνες ατομικού δικαίου : ρύθμιση για περιπτώσεις συγκεκριμένες , προνομιακή μεταχείριση .Αντιβαίνουν στο γενικό και αφηρημένο του κανόνα δικαίου.

ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΟΙΝΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ : περιέχουν την «κατά κανόνα» ρύθμιση . Θεμελιώνουν την ύπαρξη ορισμένων βασικών αρχών , κατευθύνσεων ή επιλογών που ακολουθούνται στο δίκαιο .
ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ : εισάγουν παρέκκλιση από θεμελιώδη αρχή του δικαίου .
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ : 1η διάκριση : Αυτοτελείς κανόνες δικαίου : ρυθμίζουν ορισμένη σχέση χωρίς απαραίτητο συνδυασμό με άλλους κανόνες ≠ Μη αυτοτελείς – διασαφητικοί κανόνες δικαίου : πρέπει να συνδυαστούν με άλλο κανόνα . 2η διάκριση : Επιτακτικοί ή προστακτικοί : κανόνες που επιβάλλουν θετικά τι πρέπει να ισχύει ≠ Απαγορευτικοί : οι κανόνες που επιβάλλουν αρνητικά τι δεν πρέπει να ισχύει .

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ : φανερώνει το νόημα άλλου κανόνα δικαίου . Προϋποθέτει την ύπαρξη άλλου κανόνα , τον οποίο και ερμηνεύει (μη αυτοτελής) .
Κανόνας δικαίου που περιέχει πλάσμα : δέχεται την ύπαρξη νομικού γεγονότος ή νομικής κατάστασης , χωρίς αυτό να  ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα , με σκοπό την επέλευση έννομων αποτελεσμάτων .
Κανόνας που περιέχει τεκμήριο : κρίσεις συμπερασματικές που ο νόμος αντλεί από γνωστά πράγματα για άγνωστα , με σκοπό τη διευκόλυνση του δικαστή . Τα τεκμήρια που εισάγονται είναι μαχητά (μπορούν να ανατραπούν) ή αμάχητα (δεν ανατρέπονται).
Διάκριση – Κριτήριο : αν αναγνωρίζεται στην ιδιωτική βούληση δυνατότητα παράκαμψης της ρύθμισης που προβλέπει το δίκαιο . Κανόνες ενδοτικού δικαίου (ius dispositivum) : επιτρέπουν στην ιδιωτική βούληση να παρακάμψει τη ρύθμιση του νόμου και να προκρίνει άλλη στην θέση της .
Κανόνες αναγκαστικού δικαίου (ius cogens) : αποκλείουν οποιαδήποτε παρέκκλιση από την ρύθμιση που περιέχουν (ΑΚ3 – κανόνες δημόσιας τάξης ) .
Διάκριση – Κριτήριο : αν ο νόμος δίνει στο δικαστή τη δυνατότητα να αξιολογήσει ή όχι τις ειδικές συνθήκες κάποιας περίπτωσης . Κανόνες αυστηρού δικαίου : καθορίζουν ακριβώς τις έννομες συνέπειες που επέρχονται όταν συντρέχουν ακριβώς προσδιορισμένες προυποθέσεις ≠ Κανόνες επιεικούς δικαίου : ρυθμίζουν κάποια σχέση κατά τρόπο που να επιτρέπει στο δικαστή να συνεκτιμήσει τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης .

Κανόνες που περιέχουν γενικές ρήτρες : περιέχουν έννοιες γενικές , αφηρημένες και αόριστες , ελαστικές και ευπροσάρμοστες με περιεχόμενο που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια αλλά που εκφράζει νοηματική κατεύθυνση (π.χ. η καλή πίστη ) . Εντάσσονται στο επιεικές δίκαιο .
ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ : Σύνταγμα > νόμος > διάταγμα .
1)      Ο κατώτερος κανόνας δικαίου πρέπει να είναι σύμφωνος προς τον ανώτερο.
2)      Κατώτερος ιεραρχικά κανόνα δικαίου δεν μπορεί να αναστείλει , τροποποιήσει ή καταργήσει ανώτερο κανόνα .
* Αχρησία του νόμου δεν αποτελεί λόγο κατάργησης του * .
Κατάργηση νόμου : 1) η τυπική ισχύς του καταργητικού νόμου πρέπει να είναι μεγαλύτερη ή ίση από αυτού που είναι προς κατάργηση , 2) οι πρωτογενείς πηγές του δικαίου κρίνονται ισοδύναμες με την επιφύλαξη αν γίνεται έθιμο να καταργήσει νόμο , 3) νεότερος κανόνας δικαίου καταργεί τον παλιότερο είτε ρητά (άμεσα) είτε σιωπηρά (έμμεσα).
Όσον αφορά τη σιωπηρή κατάργηση νόμου βοηθούν οι αρχές : 1) lex posterior generalis non derogat legi priori speciali (μεταγενέστερος νόμος γενικής φύσης δεν καταργεί προγενέστερο ειδικό) , 2) lex posterior specialis derogat legi priori generali (μεταγενέστερος ειδικός νόμος , καταργεί παλιότερο γενικό) .
Αναδρομική ισχύς νόμου (ΑΚ2) : για την ασφάλεια δικαίου διακρίνεται σε γνήσια και μη γνήσια .
Γνήσια αναδρομή : στο νέο νομικό καθεστώς υποβάλλονται βιοτικές σχέσεις , που γεννήθηκαν και επέφεραν τα νομικά τους αποτελέσματα σύμφωνα με το προγενέστερο δίκαιο .
Μη γνήσια αναδρομή : το νέο νομικό καθεστώς εφαρμόζεται σε βιοτικές σχέσεις που γεννήθηκαν στο παρελθόν αλλά λειτουργούν ακόμη και μετά την εισαγωγή του νέου νόμου , οπότε αυτός θα καταλαμβάνει τα νομικά αποτελέσματα που για πρώτη φορά θα παράγονται από την συγκεκριμένη βιοτική σχέση μετά την ουσιαστική ισχύ  του νέου νόμου .
Νομοτυπική μορφή : το σύνολο των στοιχείων που πρέπει να συντρέχουν ώστε να επέλθει η έννομη συνέπεια του κανόνα δικαίου .
Έννομη συνέπεια : το αποτέλεσμα που από νόμο επέρχεται όταν συντρέχουν τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής .
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ : βάσει των μέσων που χρησιμοποιούμε διακρίνεται σε : 1) γραμματική : αναζητά το νόημα του κανόνα στη γλωσσική εξήγηση των όρων , 2)λογική : διαπιστώνει το νόημα βάσει κανόνων λογικής . Πιο συγκεκριμένα : α)συναγωγή του ελάσσονος από το μείζον , β) συναγωγή του μείζονος από το ελάσσον ,γ)επιχείρημα σιωπής του νόμου ,δ)εξ αντιδιαστολής ,ε)εις άτοπον απαγωγή , 3)τελολογική : αναζητά το νόημα στο σκοπό του κανόνα δικαίου .
Αναλογία : η κάλυψη κενού στο δίκαιο από τον εφαρμοστή του δικαίου .
Εφαρμογή κανόνα δικαίου : η υπαγωγή πραγματικών περιστατικών στον κατάλληλο κανόνα δικαίου , ώστε να επέλθει συγκεκριμένη έννομη συνέπεια .
ΣΥΡΡΟΗ ΝΟΜΩΝ : η ίδια βιοτική σχέση ή το ίδιο πραγματικό γεγονός εμπίπτει στη νομοτυπική μορφή περισσότερων κανόνων δικαίου . Διακρίνεται σε σωρευτική , διαζευκτική , αντιφατική .
ΣΩΡΕΥΤΙΚΗ ΣΥΡΡΟΗ : συντρέχουν περισσότερες διατάξεις που επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και ικανοποιούν διαφορετικές ανάγκες, χωρίς να παίζει ρόλο αν οι έννομες συνέπειες τους διαφέρουν ή όχι .
ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΗ ΣΥΡΡΟΗ : συνδρομή περισσοτέρων κανόνων δικαίου που προβλέπουν διαφορετικές μεταξύ τους έννομες συνέπειες , από τις οποίες επέρχεται είτε η μία είτε η άλλη ανάλογα με την επιλογή που θα πραγματοποιήσει ο δικαιούχος.
ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΣΥΡΡΟΗ : οι έννομες συνέπειες των νόμων που συντρέχουν αντιφάσκουν μεταξύ τους .

ΕΝΝΟΜΗ ΣΧΕΣΗ : Οι βιοτικές σχέσεις που ρυθμίζονται από το δίκαιο και που , με τη συγκεκριμένη ρύθμιση , παράγουν έννομες συνέπειες . Όταν τα πρόσωπα που μετέχουν σ’αυτή είναι ιδιώτες , ονομάζεται ιδιωτική , όταν κάποιο από τα πρόσωπα είναι φορέας πολιτικής εξουσίας , ονομάζεται δημόσια .
ΘΕΣΜΟΣ : σύνολο κανόνων δικαίου που διέπει μια κατηγορία έννομων σχέσεων και καταστάσεων , που συγκροτεί ξεχωριστή ενότητα , με ενιαίο πνεύμα , αυτοτέλεια και χαρακτηριστικά (π.χ. η κυριότητα ΑΚ999-1112) .
ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ : το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προσδιορίζουν τη νομική θέση ορισμένου προσώπου (π.χ. έγγαμου).
ΔΙΚΑΙΩΜΑ : η εξουσία που η έννομη τάξη παρέχει στο πρόσωπο για ικανοποίηση έννομου συμφέροντος και εκπλήρωση της κοινωνικής αποστολής του .[Δεν είναι δεκτό δικαίωμα χωρίς φορέα].
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : κάθε υλικό ή άϋλο αγαθό που είναι δυνατό να υπαχθεί από το δίκαιο στην εξουσία ως το κεντρικό σημείο κάθε δικαιώματος .
ΚΑΡΠΟΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : οι πρόσοδοι που επιφέρει στον φορέα του : α)πρόσοδοι που το δικαίωμα παρέχει σύμφωνα με τον προορισμό του ,β) πρόσοδοι που αποδίδει το δικαίωμα με βάση έννομη σχέση .
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ : η δέσμευση που επιβάλλεται από το δίκαιο , για να τηρηθεί ορισμένη συμπεριφορά , δέσμευση που κατά κανόνα αποβλέπει στην ικανοποίηση δικαιώματος άλλου προσώπου ή στη θεραπεία του γενικού συμφέροντος . Υπάρχουν και υποχρεώσεις χωρίς αντίστοιχα δικαιώματα . Προϋποθέτει την ύπαρξη δύο προσώπων , του υπόχρεου (που δεσμεύεται να προβεί σε ορισμένη συμπεριφορά ) και του προσώπου για χάρη του οποίου επιβάλλεται η δέσμευση .
* Στα διαπλαστικά δικαιώματα δεν υπάρχει υποχρέωση , αλλά δέσμευση *
ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ : σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για πραγματοποίηση ωφέλιμου σκοπού (π.χ. γονική μέριμνα).


ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ : η εξουσία ενός προσώπου (δανειστής) εναντίον άλλου (οφειλέτης) σε παροχή , δηλαδή πράξη (ενέργεια ή παράλειψη).
ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ : η άμεση και απόλυτη εξουσία σε πράγμα (κυριότητα, δουλείες, ενέχυρο, υποθήκη).
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ : η εξουσία που παρέχεται στο δικαιούχο είτε να επεμβαίνει στην προσωπική ζωή άλλου μέλους της οικογένειας και να αξιώνει απ’αυτό τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς , είτε να απαιτεί από κάποιο μέλος της οικογένειάς του παροχή περιουσιακού χαρακτήρα .
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ : άμεση εξουσία που απονέμεται σε πρόσωπο ως διάδοχο στο σύνολο της περιουσίας του κληρονομούμενου ή σε ποσοστά ή σε συγκεκριμένα στοιχεία της .
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ : 1) διαπλαστικά , 2) εξουσιαστικά : α)απόλυτα , β) σχετικά  Κριτήριο διάκρισης : η φύση εξουσίας του δικαιώματος .
Εξουσιαστικά δικαιώματα : δικαιώματα που παρέχουν , είτε αποκλειστική και άμεση εξουσία στο αντικείμενο του δικαιώματος που μπορεί να είναι πράγμα ή άϋλο αγαθό ή ακόμη ένα άλλο δικαίωμα ,είτε εξουσία να επεμβαίνει στη σφαίρα άλλου προσώπου , εξουσία άλλοτε άμεση και αποκλειστική και άλλοτε συνεπάγεται δέσμευση του άλλου προσώπου , έτσι ώστε να τον εξαναγκάζει σε τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς . Τα εξαναγκαστικά δικαιώματα παράγουν αξίωση (που υπόκειται σε παραγραφή) . Επίσης , συνοδεύονται από την ύπαρξη υποχρέωσης .
Απόλυτα δικαιώματα : παρέχουν στο δικαιούχο άμεση και αποκλειστική εξουσία στο αντικείμενο του δικαιώματος .
Άμεση εξουσία : μεταξύ του φορέα και του αντικειμένου της εξουσίας δεν υπεισέρχεται η βούληση άλλου προσώπου εκτός από τη βούληση του φορέα .
Αποκλειστική εξουσία : η εξουσία του φορέα να αρνηθεί κάθε πράξη τρίτου στο αντικείμενο του δικαιώματος . Τα απόλυτα δικαιώματα ισχύουν erga omnes , τέτοια είναι κυρίως τα εμπράγματα .
Σχετικά δικαιώματα : παρέχουν στο δικαιούχο εξουσία που στρέφεται κατά συγκεκριμένου προσώπου , που υποχρεώνεται σε ορισμένη συμπεριφορά (εξουσία συγκεκριμένη) και μέσω αυτού κατευθύνεται στο αντικείμενο του δικαιώματος (εξουσία έμμεση) . Απορρέουν από σχέση που εξελίσσεται ανάμεσα στο φορέα και σε άλλο πρόσωπο (inter pares). Κυρίως τα ενοχικά δικαιώματα .
Διαπλαστικά δικαιώματα : παρέχουν στο δικαιούχο εξουσία να επιφέρει μονομερώς και αμέσως μεταβολές που συνίστανται σε κτήση , αλλοίωση ή κατάργηση ενός δικαιώματος , μιας έννομης σχέσης ή μιας νομικής κατάστασης . Γεννούν δέσμευση του προσώπου που υπόκειται τις συνέπειες άσκησης του δικαιώματος . Διακρίνονται σε προσωποπαγή και  μη προσωποπαγή .

Ολοκληρωμένα και ατελή δικαιώματα : Κριτήριο διάκρισης : αν συντρέχουν όλα τα στοιχεία για τη σύσταση του δικαιώματος .
Ολοκληρωμένο ( πλήρες ,τέλειο) δικαίωμα : υπάρχει όταν πληρωθούν όλες οι προϋποθέσεις που ο νόμος απαιτεί για την σύσταση του .
ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : η νομική κατάσταση του δικαιώματος , που , ενώ αυτό διανύει το μεταβατικό στάδιο της σύστασης του , επιτρέπει την ασφαλή πρόβλεψη ότι θα ολοκληρωθεί και γι’αυτό κρίνεται άξιο νομικής προστασίας . Προσδοκία συντρέχει σε δικαιώματα που εξαρτώνται από αίρεση και προθεσμία . Ο φορέας στην προσδοκία δικαιώματος έχει «αξίωση» για την ολοκλήρωσή του .


ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΗ και ΜΗ ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΗ δικαιώματα : Κριτήριο διάκρισης : ο βαθμός σύνδεσης φορέα – δικαιώματος .
ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΗ : συνδέονται στενά και αποκλειστικά με το υποκείμενό τους . Η εξουσία του δικαιώματος νοείται μόνο σε συνδυασμό με το ίδιο πρόσωπο , δεν είναι δυνατό να αποσπαστεί απ’αυτό και συνεπώς αποκλείεται η μεταβίβασή του (π.χ. γονική μέριμνα).
ΜΗ ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΗ : συνδέονται με το φορέα τους κατά τρόπο χαλαρό και όχι αποκλειστικό , και άρα μεταβιβάζονται και κληρονομούνται ελεύθερα (π.χ. τα περισσότερα ενοχικά δικαιώματα).
ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΑΓΗ δικαιώματα : η εξουσία που παρέχει το δίκαιο είναι υπέρ του εκάστοτε δικαιούχου συγκεκριμένου πράγματος . Συνδέονται στενά και αδιάσπαστα με το πράγμα , το οποίο και ακολουθούν .
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ,ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ,ΜΙΚΤΗΣ ΦΥΣΗΣ : Κριτήριο διάκρισης : αν προέχει η ικανοποίηση οικονομικού ή ηθικού συμφέροντος .
Περιουσιακά δικαιώματα : παρέχουν εξουσία για ικανοποίηση οικονομικού συμφέροντος (ενοχικά, εμπράγματα, κληρονομικά δικαιώματα ).
Μη περιουσιακά – προσωπικά δικαιώματα : εξουσία για ηθικό συμφέρον (οικογενειακά δικαιώματα) .

ΔΙΑΙΡΕΤΑ και ΑΔΙΑΙΡΕΤΑ δικαιώματα : Κριτήριο διάκρισης : η δυνατότητα διαίρεσης σε ιδανικά μέρη .
ΔΙΑΙΡΕΤΑ : επιδέχονται κατανομή σε περισσότερα «μέρη» , προσφέρονται σε κτήση ,άσκηση ή απώλεια .
ΑΔΙΑΙΡΕΤΑ : δεν επιδέχονται διαίρεση κατά ιδανικά μέρη .

ΚΥΡΙΑ και ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ δικαιώματα : Κριτήριο διάκρισης : αν το δικαίωμα εξαρτάται ή όχι από άλλο δικαίωμα .
ΚΥΡΙΑ : υπάρχουν (ιδρύονται και ασκούνται) μόνα τους , χωρίς να εξαρτώνται από άλλο δικαίωμα .
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ : δεν υπάρχουν μόνα τους, αλλά χαρακτηρίζονται από τη σχέση εξάρτησης από άλλο δικαίωμα .

ΔΙΚΑΙΩΜΑ στην ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ : έρεισμα στα Σ2 §1 και Σ5 §1 . Η έννοια δεν προσφέρεται για ορισμό . «Μεταιχμιακή» έννοια : ο άνθρωπος είναι φορέας εξουσιών και αντικείμενο των ίδιων εξουσιών .
Φορείς του δικαιώματος είναι όσοι έχουν ικανότητα δικαίου (ΑΚ34,61) .[Το κυοφορούμενο έχει το δικαίωμα που είναι ωστόσο ατελές και μετέωρο].
Νομική φύση : απόλυτο εξουσιαστικό δικαίωμα , προσωπικό και προσωποπαγές .
Το δικαίωμα της προσωπικότητας προστατεύεται από την παράνομη προσβολή του (ΑΚ57 §1 εδ. α’) .
Υπάρχουν περιπτώσεις που αίρουν τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής του δικαιώματος : 1) ορθός καθορισμός των ορίων του δικαιώματος της προσωπικότητας , 2) σύγκρουση των δικαιωμάτων της προσωπικότητας (απαιτείται στάθμιση συμφερόντων) , 3) άσκηση δικαιώματος από το μέρος του προσβάλλοντος , 4) συναίνεση του δικαιούχου , 5) άλλοι γενικοί ή ειδικοί λόγοι που αίρουν το παράνομο.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ του ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : 1) αξίωση για άρση της προσβολής (ΑΚ57 §1 εδ. α’) > άμεσος παραμερισμός της πράξης >  δεν απαιτείται υπαιτιότητα αυτού που προσβάλλει , 2) αξίωση για παράλειψη προσβολής στο μέλλον (ΑΚ57 §1 εδ. α’) , 3) αξίωση αποζημίωσης (ΑΚ57 §2) > απαιτείται υπαιτιότητα , 4) αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης (ΑΚ59) , 5) άσκηση αναγνωριστικής αγωγής , 6) λήψη ασφαλιστικών μέτρων , 7) αυτοδύναμη προστασία .
ΑΚ57 §1 εδ. β’ > έχουμε ενδεικτική και όχι αποκλειστική απαρίθμηση .
ΑΚ58 > η χρήση ξένου ονόματος δεν είναι παράνομη σε περίπτωση συμφωνίας , συνωνυμίας , σύμπτωσης ψευδωνύμου .
Ικανοποίηση ηθικής βλάβης : η προσβολή επέρχεται στα μη περιουσιακά αγαθά του προσώπου . Είδος της η ψυχική οδύνη .
ΑΞΙΩΣΗ – ΑΚ247 : Η ειδική εξουσία που πηγάζει από ορισμένο δικαίωμα υπέρ του φορέα του και επιτρέπει σ’αυτόν να απαιτήσει από συγκεκριμένο πρόσωπο να ακολουθήσει μια τέτοια συμπεριφορά , που συμβάλλει στην ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος του , ή επιτρέπει στο φορέα να εξαναγκάσει το πρόσωπο στην ίδια συμπεριφορά . Είναι εκδήλωση δικαιώματος αλλά με αυτοτέλεια απέναντί του . Η αξίωση ικανοποιείται αυτοβούλως ,αυτοδύναμα , δικαστικά .
Στα απόλυτα δικαιώματα η αξίωση δεν υπάρχει κατά το χρόνο σύστασής τους αλλά γεννιέται με την προσβολή του δικαιώματος . Στα σχετικά δικαιώματα η αξίωση υπάρχει κατά το χρόνο σύστασής τους χωρίς να σημαίνει πως αξίωση και δικαίωμα ταυτίζονται .

Είδη αξιώσεων : 1) Αξιώσεις προσωπικές (in personam) : πηγάζουν από ενοχικό δικαίωμα , 2) Αξιώσεις in rem : πηγάζουν από απόλυτο δικαίωμα (εμπράγματες , από το δικαίωμα της προσωπικότητας) , 3) Αξιώσεις in rem scriptae : ενοχικές αξιώσεις που στρέφονται εναντίον κάθε προσώπου (είναι και προσωπικές) .
ΣΥΡΡΟΗ ΑΞΙΩΣΕΩΝ : το αυτό περιστατικό εντάσσεται σε περισσότερους κανόνες δικαίου , από τους οποίους απορρέουν υπέρ του δικαιούχου περισσότερες ίδιες αξιώσεις με την ίδια έννομη συνέπεια .

ΑΓΩΓΗ : η εξουσία να ζητήσει κάποιος από το δικαστήριο ό,τι του οφείλεται . Θεμελιώνεται στην αξίωση ή στο δικαίωμα . Είναι ένας από τους τρόπους ικανοποίησης της αξίωσης . Η αγωγή από τυπική άποψη είναι το δημόσιο δικαίωμα που έχει κάθε πρόσωπο να ζητήσει από την πολιτεία την παροχή δικαστικής αρωγής (εδώ ως αγωγή νοείται και το έγγραφο με το οποίο ζητάται δικαστική προστασία ).
Ανάλογα με το δικαίωμα που προστατεύεται οι αγωγές διακρίνονται σε οικογενειακές ,ενοχικές , εμπράγματες ,κληρονομικές .
Ανάλογα με τη μορφή δικαστικής εξουσίας που ζητάται διακρίνονται σε αναγνωριστικές , καταψηφιστικές , διαπλαστικές .

ΕΝΣΤΑΣΗ : η εξουσία που έχει κάποιος να παραλύσει , μόνιμα ή προσωρινά , την ενέργεια δικαιώματος που ασκείται εναντίον του , χωρίς να αρνείται την ύπαρξη του . Αν το δικαίωμα όπου αναφέρεται η ένσταση περιέχει αξίωση , με την ένσταση εκδηλώνεται άρνηση της παροχής της αξίωσης .
* Η ένσταση αναφέρεται σε δικαίωμα και είναι η ίδια δικαίωμα – αντιδικαίωμα *
ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΣΤΑΣΗΣ : πρότασή της από το πρόσωπο , που νομιμοποιείται προς το σκοπό αυτό , τόσο δικαστικά όσο και εξώδικα . Δικαιούται να την προτείνει ο δικαιούχος της , ο διάδοχός του , ή όπου ο νόμος προβλέπει τρίτα πρόσωπα . Με την άσκηση της η ένσταση καθίσταται ενεργός και επιφέρει αμέσως τα αποτέλεσμά της .
Η ένσταση δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως .
Γνήσιες και καταχρηστικές ενστάσεις : Στις γνήσιες ενστάσεις , ο ενιστάμενος έχει και επικαλείται δική του αυτοτελή και αυθύπαρκτη εξουσία .
Στις καταχρηστικές , ο ενιστάμενος δεν έχει εξουσία παραλύσεως του δικαιώματος , που ασκείται εναντίον του ( κρίνεται πως δεν είναι ενστάσεις ) .
Οι γνήσιες ενστάσεις διακρίνονται σε αναβλητικές και ανατρεπτικές .
Αναβλητική ένσταση : παραλύει προσωρινά το δικαίωμα έναντι του οποίου στρέφεται . Ανατρεπτική ένσταση : οριστική παράλυση του δικαιώματος .
Οι γνήσιες ενστάσεις διακρίνονται ακόμα και σε : α) προσωποπαγείς και πραγματοπαγείς , β) αυτοτελείς και μη αυτοτελείς .

ΣΥΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : η λόγω της συνδρομής των νόμιμων όρων απονομή ορισμένης εξουσίας σε συγκεκριμένο πρόσωπο για ικανοποίηση έννομου συμφέροντος και εκπλήρωση της κοινωνικής του αποστολής .
ΚΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : η σύνδεση του δικαιώματος με ορισμένο πρόσωπο , αυτό στο οποίο η έννομη τάξη απονέμει τη συγκεκριμένη εξουσία .
Η σύσταση και η κτήση δεν συμπίπτουν αναγκαστικά .
Κτήση δικαιώματος γίνεται είτε με τη βούληση του αποκτώντος είτε αυτοδικαίως .
Κτήση : α) Πρωτότυπη , β) Παράγωγη .
ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΚΤΗΣΗ : το δικαίωμα που αποκτάται δεν στηρίζεται σε δικαίωμα άλλου προσώπου , είναι ανεξάρτητο από δικαίωμα που τυχόν προϋπήρχε στο ίδιο αντικείμενο .
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΤΗΣΗ : το δικαίωμα που αποκτάται στηρίζεται σε δικαίωμα άλλου προσώπου και εξαρτάται απ’αυτό .Έχουμε δικαιοπάροχο και διάδοχο στο δικαίωμα .
Η παράγωγη κτήση διακρίνεται σε δημιουργική ( από το προϋπάρχον δικαίωμα αποσπώνται κάποιες εξουσίες και δημιουργείται νέο ) και σε μεταφορική ( το υπάρχον δικαίωμα μεταβιβάζεται από ένα πρόσωπο σε άλλο ).

ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : έχουμε αλλαγή στο υποκείμενο του δικαιώματος ή τροποποίηση του περιεχομένου του .
Υποκειμενική αλλοίωση : α) αλλαγή του υποκειμένου του δικαιώματος (διαδοχή) ή β) μεταβολή του φορέα της υποχρέωσης .
Αντικειμενική αλλοίωση : ποσοτική ή ποιοτική αλλαγή του περιεχομένου του δικαιώματος .

ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : η λόγω της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων άρση της εξουσίας που δόθηκε σε συγκεκριμένο πρόσωπο για ικανοποίηση έννομου συμφέροντος και εκπλήρωση της κοινωνικής του αποστολής . Συνέπεια είναι η λύση του δεσμού φορέα – δικαιώματος . Να διακρίνεται από την αδράνεια του δικαιώματος και την αποδυνάμωσή του .
* Η απώλεια μπορεί να είναι ολική ή μερική *
Απώλεια μπορεί να επέλθει με ή χωρίς τη θέληση του δικαιούχου .
Απώλεια με την βούληση του δικαιούχου : 1) απαλλοτρίωση με την ευρεία έννοια (ολική ή μερική απώλεια με τη βούληση του δικαιούχου) , 2) απαλλοτρίωση με τη στενή έννοια (απώλεια με τη βούληση του δικαιούχου και διαδοχή) , 3) επιβάρυνση δικαιώματος (η σύσταση νέου δικαιώματος με περιορισμένη έκταση υπέρ τρίτου , με ταυτόχρονη διατήρηση του κύριου δικαιώματος ) ,4) παραίτηση (απόσβεση του δικαιώματος με τη βούληση του δικαιούχου) .
Απώλεια του δικαιώματος χωρίς τη βούληση του δικαιούχου : 1) θάνατος φυσικού προσώπου ή τέλος νομικού προσώπου , 2) ολική καταστροφή του αντικειμένου του δικαιώματος , 3) κατάλυση του παλιού δικαιώματος λόγω σύστασης νέου στο ίδιο αντικείμενο , 4) έκπτωση από το δικαίωμα : αποδοκιμασία συμπεριφοράς του δικαιούχου , 5) παρέλευση αποσβεστικής προθεσμίας , 6) πλήρωση διαλυτικής αίρεσης , 7) αναγκαστική απαλλοτρίωση , 8) αναγκαστικός πλειστηριασμός , 9) σύγχυση ( ενώνονται στο ίδιο πρόσωπο ιδιότητες οφειλέτη και δανειστή ).

ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : απόλαυση ωφελειών , διάθεση του δικαιώματος και προστασία αυτού .
ΔΙΑΘΕΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ : α) επιτρέπεται από τον φορέα του , κατά κανόνα , β) διάθεση από μη δικαιούχο είναι ανίσχυρη .
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΑΣΚΗΣΗΣ : 1) ο φορέας του , 2) αν ο νόμος το επιτρέπει τρίτο πρόσωπο ( αντιπρόσωπος ) .
ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ : η εξαιτίας της άσκησης πρόσκρουση ενός δικαιώματος σε άλλο , κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατή η ικανοποίηση τους , επειδή με την ικανοποίηση του ενός δικαιώματος είτε περιορίζεται είτε αποκλείεται η ικανοποίηση των άλλων .
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ : ΑΚ281 , Σ25 §3 > Στο ΑΚ281 υπάγονται 1)τα ιδιωτικά δικαιώματα , περιουσιακά και μη περιουσιακά , 2) τα διαπλαστικά δικαιώματα , 3) οι ενστάσεις , 4) οι αποφάσεις οργάνων νομικών προσώπων , 5) δικαιώματα που πηγάζουν είτε αμέσως από το νόμο , είτε από δικαιοπραξία , 6) δικαιώματα που απορρέουν από κανόνες ενδοτικού δικαίου ή δημόσιας τάξης .
* Το ΑΚ281 εφαρμόζεται και στην παράλειψη άσκησης δικαιώματος (π.χ. παράλειψη άσκησης της γονικής μέριμνας ) *
Για τον προσδιορισμό των ορίων του ΑΚ281 χρησιμοποιούνται ως αντικειμενικά κριτήρια : η καλή πίστη , τα χρηστά ήθη και ο σκοπός του δικαιώματος . Καταγράφονται στο νόμο εναλλακτικά .
* ΑΚ281 : κανόνας αναγκαστικού δικαίου (ius cogens) *
Το πρόσωπο που βλάπτεται από την κατάχρηση δικαιώματος μπορεί : 1) να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή , 2) να ασκήσει καταψηφιστική αγωγή , 3) να προβάλλει ένσταση , 4) λήψη ασφαλιστικών μέτρων .

Η έννομη προστασία δικαιώματος παρέχεται κατά 3 τρόπους : α) έκδοση δικαστικής απόφασης , β) αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων , γ) λήψη ασφαλιστικών μέτρων ,
Η προστασία δικαιώματος μπορεί να είναι και αυτοδύναμη (αν και κατά κανόνα απαγορεύεται) : 1) αυτοδικία , 2) άμυνα , 3) κατάσταση ανάγκης .

ΑΥΤΟΔΙΚΙΑ (ΑΚ282) : είναι αθέμιτη εκτός από τις περιπτώσεις που καλύπτει το ΑΚ282 . Προϋποθέσεις :
Υποκείμενο της αυτοδικίας : ο φορέας της αξίωσης [άρα μπορεί να είναι και αντιπρόσωπος . Δεν επιτρέπεται όμως η αυτοδικία υπέρ τρίτου προσώπου ] .
Η αξίωση πρέπει να είναι εναγώγιμη και η απόφαση του δικαστηρίου να μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά .
Πράξεις αυτοδικίας : 1) αφαίρεση κινητού ή ακίνητου πράγματος , 2) καταστροφή ή βλάβη πραγμάτων του οφειλέτη , 3) αυτοδύναμος εξαναγκασμός του οφειλέτη σε πράξη που ικανοποιεί την αξίωση , 4) αυτοδύναμη κράτηση του οφειλέτη .

ΑΜΥΝΑ (ΑΚ284) : στόχος της άμυνας είναι να διατηρηθεί η κατάσταση που υπάρχει . Διαφέρει από την αυτοδικία που επιδιώκει να μεταβληθεί η υφιστάμενη κατάσταση .
ΑΚ284 : «Επίθεση» : κάθε συμπεριφορά που θέτει σε κίνδυνο ή προσβάλλει πρόσωπο ή τα αγαθά αυτού . Πρέπει να είναι άδικη (κατά αντικειμενική κρίση αντίθετη στους κανόνες δικαίου) και παρούσα (όταν άρχισε και βρίσκεται σε εξέλιξη).
* Κατά της άμυνας δεν συγχωρείται αντάμυνα *
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ : κατάσταση κατά την οποία προξενείται καταστροφή ξένου πράγματος , εφόσον η καταστροφή είναι αναγκαία για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημιά σ’αυτόν που επιχείρησε την καταστροφή ή σε άλλον (ΑΚ285) . Η κατάσταση ανάγκης επικεντρώνεται σε πράγμα . Διαφέρει από την άμυνα που στρέφεται κατά προσώπου .
Η κρίση  για την ανάγκη της καταστροφής διαμορφώνεται ύστερα από αντικειμενική εκτίμηση και όχι σύμφωνα με την υποκειμενική θέση του προσώπου που επιχειρεί την καταστροφή . Όμοια για την κρίση δυσαναλογίας της καταστροφής .

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ : ρυθμίζει ιδιωτικές σχέσεις προσώπων ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους .
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ : σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν θέματα σε σχέση με τον κανόνα δικαίου , τα υποκείμενα των ενν. σχέσεων , το δικαίωμα και τη δικαιοπραξία .
ΑΝΘΡΩΠΟΣ : Φυσικό πρόσωπο : το δίκαιο (ΑΚ34) παρέχει σε κάθε άνθρωπο την ικανότητα δικαίου , η οποία θεμελιώνεται στην ανθρώπινη αξία , συνδέεται με τις έννοιες της ισότητας και της ελευθερίας (Σ4 §1) και συμβιβάζεται με τις σύγχρονες πολιτισμικές αντιλήψεις . Άρα ο όρος «φυσικό» δε δηλώνει τη φύση του ανθρώπου αλλά αντιδιαστέλλεται με το «νομικό» (πρόσωπο) .
ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ : αυτοτελής οντότητα της κοινωνικής πραγματικότητας που μετέχει στην κοινωνική ζωή κατά τρόπο σημαντικό , στις συναλλακτικές σχέσεις κατά τρόπο επιβλητικό και στον έννομο βίο με συνεχώς πολλαπλασιαζόμενη παρουσία ώστε να έχει καταλυτική συμμετοχή στις σημερινές κοινωνίες .
Νομικά πρόσωπα αστικού δικαίου : 1) Σωματείο , 2) Ίδρυμα , 3) Επιτροπή Εράνων , 4) Εταιρεία αστικού δικαίου με νομική προσωπικότητα .
ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ : Άνθρωπος (ΑΚ34) , Νομ. Πρόσωπο (ΑΚ61) : ταυτίζεται με την προσωπικότητα με την στενή έννοια του όρου και αποδίδεται με τους όρους δικαιοκτητική ή δικανική  ικανότητα . Να μην συγχέεται με την ικανότητα για δικαιοπραξία ή για αδικοπραξία .

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ : 1) Φύλο : μέχρι το 1983 η γυναίκα ήταν σε μειονεκτική θέση (π.χ. ο άντρας= κεφαλή οικογένειας) . Σήμερα : Ισότητα των δύο φύλων (αφορά το οικογενειακό δίκαιο κυρίως). 2) Ηλικία : μαζί με την υγεία καθορίζουν την πνευματική επάρκεια του ανθρώπου και συνθέτουν την νομική ωριμότητα του .Κρίνει κυρίως την ικανότητα για δικαιοπραξία (ΑΚ127-129).
Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους (ανήλικοι) τελούν υπό γονική μέριμνα ( ή υπό επιτροπεία). Η ηλικία παίζει ρόλο και σε περιπτώσεις όπως π.χ. ο γάμος , η υιοθεσία κ.λπ. . 3) Υγεία : το αστικό δίκαιο αποβλέπει στην προστασία της υγείας με θεσμούς όπως η δικαστική συμπαράσταση (επικουρική) (ΑΚ1666-1676) . 4) Τιμή : η ηθική αξία που αποδίδεται στο πρόσωπο από την κοινωνία . Προστατεύεται από το δίκαιο και αποδοκιμάζεται όταν λείπει (ΑΚ57) .
5) Θρησκεία : ενδιαφέρει κυρίως για τον γάμο μεταξύ ετεροδόξων – ετεροθρήσκων ή για κληρονομικές σχέσεις (π.χ. διαφορά σε μουσουλμάνους) . 6) Κοινωνική θέση : παραπέμπει σε βιοτική θέση και όχι σε διακρίσεις . 7) Οικογενειακή κατάσταση : εξετάζουμε α) την οικογένεια : (i) σύζυγοι και ανήλικα άγαμα παιδιά (στενή έννοια) , (ii) πρόσωπα που συνδέονται με συγγένεια ή γάμο , ανεξάρτητα από το αν ζουν κάτω από την ίδια στέγη (ευρεία έννοια) , β) συγγένεια : δεσμός οικογένειας μεταξύ προσώπων που δημιουργείται από το δίκαιο για να θεμελιωθεί σ’αυτόν ποικιλία έννομων σχέσεων [ α) συγγένεια εξ αίματος (σε ευθεία ή πλάγια γραμμή) , β)συγγένεια εξ αγχιστείας , γ) συγγένεια που απορρέει από υιοθεσία ]
[ * Η συγγένεια προσώπου με τη μητέρα του και τους συγγενείς της ιδρύεται με μόνη τη γέννηση , ενώ με τον πατέρα και τους συγγενείς του συνάγεται από τον γάμο με την μητέρα ή ιδρύεται με αναγνώριση (εκούσια ή δικαστική) * ], γ) Γάμος : η σύμφωνα με τον νόμο μόνιμη και σταθερή ένωση δύο προσώπων διαφορετικού φύλου με σκοπό την ίδρυση κοινωνίας βίου ολοκληρωμένης και αχώριστης . Απαιτούνται α) ουσιαστικές προϋποθέσεις θετικές και αρνητικές , β) συστατική πράξη γάμου .

ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ : 1) Όνομα : κύριο όνομα , επώνυμο , ψευδώνυμο (όχι παρώνυμο – παρατσούκλι) . Μερικές φορές χρειάζονται και ονόματα πατρός ή μητρός . Το όνομα είναι στοιχείο της προσωπικότητας . 2) Κατοικία (ΑΚ51) του φυσικού προσώπου : ο νομικός δεσμός αυτού με τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασης του , δεσμός που καθορίζεται από το νόμο ή την ιδιωτική βούληση για να δηλώσει το σημείο από όπου το δίκαιο εξαρτά την παραγωγή συγκεκριμένων ενν. αποτελεσμάτων . Διακρίνεται σε εκούσια και νόμιμη . Η εκούσια κατοικία επιλέγεται από το άτομο και προϋποθέτει α) το υλικό στοιχείο (corpus) της κατοικίας , β) το βουλητικό στοιχείο (animus) για διαμονή σε συγκεκριμένο τόπο .
Η νόμιμη κατοικία προσδιορίζεται στο νόμο (ΑΚ54,56).
Κτήση κατοικίας : α) στη νόμιμη : συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου , β) στην εκούσια : σύμπτωση βουλητικού και υλικού στοιχείου .
Η κατοικία φυσικού προσώπου διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας (ΑΚ52) , της αποκλειστικότητας (απόκρουση πολλαπλής κατοικίας) (ΑΚ51 εδ.β’), της ειδικής κατοικίας (ΑΚ51 εδ. γ’).
Να διακρίνεται η κατοικία από τη διαμονή (δηλώνει πρόσκαιρη διαβίωση).
Για το νομικό πρόσωπο χρησιμοποιείται ο όρος έδρα .
3) Ιθαγένεια ο νομικός δεσμός προσώπου με ορισμένη πολιτεία (βάσει του ΑΚ4 η ιθαγένεια δεν ασκεί επίδραση στα αστικά δικαιώματα).

ΥΠΑΡΞΗ και ΤΕΛΟΣ φυσικού προσώπου : Ύπαρξη προσώπου : (ΑΚ35 > προϋποθέσεις η γέννηση και η ζωή) Η γέννηση προϋποθέτει ολοκλήρωση του τοκετού και αποχωρισμό του νεογνού από τη μητέρα .
ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΟ : (ΑΚ36 > εισάγεται μορφή ατελούς ικανότητας δικαίου) Το δίκαιο εξαρτά την ικανότητα δικαίου του κυοφορούμενου από το γεγονός της γέννησής του ζωντανού .
ΘΑΝΑΤΟΣ : το συμβάν που σηματοδοτεί το τέλος της ύπαρξης του ανθρώπου και χρησιμοποιείται από το δίκαιο για να δηλωθεί το τέλος του φυσικού προσώπου . Ιατρικά έχουμε «βιολογικό θάνατο» : τερματισμός λειτουργίας εγκεφάλου και άλλων οργάνων . Προβληματισμός υπάρχει για το αν μόνος ο εγκεφαλικός θάνατος είναι θάνατος (νομικά).
Μέσα απόδειξης γέννησης και θανάτου : οι προβλεπόμενες ληξιαρχικές πράξεις (πιστοποιούμενες από γιατρούς).
ΑΚ38 : εισαγωγή του τεκμηρίου της συναποβίωσης περισσοτέρων προσώπων (μαχητό) > για τα κληρονομικά και τα δικαιώματα που μπορεί να θεμελιωθούν σε προηγούμενο θάνατο .

ΑΦΑΝΕΙΑ (ΑΚ40 – 50) : προϋποθέσεις (ΑΚ40 – 41): 1) εξαφάνιση σε κατάσταση κινδύνου ζωής ή απουσία του για πολύ καιρό χωρίς ειδήσεις , 2) να συνάγεται από την απουσία του πολύ πιθανός θάνατος , 3) πάροδος χρονικού διαστήματος από την εξαφάνιση ή την απουσία . Αρμόδιο δικαστήριο : το μονομελές πρωτοδικείο της τελευταίας κατοικίας του εξαφανισθέντος .
* Η απόφαση της κήρυξης σε αφάνεια ή η άρση της , είναι διαπλαστική *
Αποτελέσματα αφάνειας : 1) παύση ικανότητας δικαίου ή δικαιοπρακτικής ικανότητας , 2) άσκηση δικαιωμάτων που θεμελιώνονται στον θάνατο (π.χ. παύση γονικής μέριμνας) , 3) κληρονομική διαδοχή . ΠΡΟΣΟΧΗ : δεν έχουμε λύση γάμου .
Ανατροπή τεκμηρίου αφάνειας : 1) αν εμφανιστεί ο άφαντος ή 2) αν αποδειχθεί ο θάνατος του .

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ για ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ (ΑΚ127 – 137) : η ικανότητα του ανθρώπου , με βάση την ηλικία και την υγεία (σωματική και πνευματική) , να καταρτίζει δικαιοπραξίες . Συνδέεται άρρηκτα με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και με την ειδικότερη έκφραση αυτής , την δήλωση βούλησης . Σχηματικά :
Σχέση Α
Σχέση 1
αυτονομία βουλήσεως
Σχέση 2
δήλωση βουλήσεως
Σχέση 3
δικαιοπραξία
Σχέση Β
Ικανότητα για διαμόρφωση βουλήσεως
Ικανότητα για δήλωση
βουλήσεως
Ικανότητα για δικαιοπραξία

Αρχές που διέπουν τη δικαιοπρακτική ικανότητα : 1) Συστηματική – Λογική αρχή : η ικανότητα όσο και η ανικανότητα για δικαιοπραξία συνδέονται λογικά με την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης . 2) Προστατευτική – Λειτουργική αρχή : οι διατάξεις να ικανοποιούν τόσο το γενικό όσο και το ατομικό συμφέρον .
Μέθοδοι προσδιορισμού δικαιοπρακτικής ικανότητας : α)αφηρημένη : κρίνει με βάση μια γενική και αφηρημένη θεώρηση των καταστάσεων , β) συγκεκριμένη : εξετάζει κάθε ορισμένη στιγμή για την συγκεκριμένη δικαιοπραξία , γ) μικτή : αποτέλεσμα των δύο παραπάνω .
ΑΚ128 : εισάγει γενική ανικανότητα για δικαιοπραξία που καθιστά άκυρη κάθε δικαιοπραξία .
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (ΑΚ1666 – 1676) : μορφές : α)πλήρης στερητική , β)μερική στερητική , γ) πλήρης επικουρική , δ) μερική επικουρική , ε) συνδυασμένη .
* Βασική αρχή για τη δικαστική συμπαράσταση είναι πως σ’αυτήν υποβάλλονται κατά κανόνα οι ενήλικοι και κατ’εξαίρεση οι ανήλικοι *
Περιπτώσεις δικαστικής συμπαράστασης (ΑΚ1666 §1) : 1) πνευματική ανεπάρκεια (ψυχική ή διανοητική διαταραχή – δεν χρησιμοποιείται ο όρος νόσος) , 2) σωματική αναπηρία ( οι κουφοί , οι εκ γενετής και μη τυφλοί , οι άλαλοι , καθώς και οι περιπτώσεις ημιπληγίας , διαταραχών κινητικότητας , μϋική ατροφία λόγω ασθενειών).

Περιπτώσεις δικαστικής συμπαράστασης (ΑΚ1666 §2) : ασωτία , τοξικομανία , αλκοολισμός .
Προϋπόθεση όλων των παραπάνω είναι το άτομο να μην μπορεί να επιμεληθεί των υποθέσεων του . Συνέπεια είναι πως η δήλωση βούλησης του εν λόγω ατόμου είναι άκυρη .
ΑΚ134 : οι ανήλικοι άνω των 10 ετών είναι ικανοί για δικαιοπραξία εφόσον έχουν κτήση απλώς και μόνο έννομου οφέλους , δηλαδή , όταν από τη δικαιοπραξία αποκτούν δικαίωμα ή απαλλάσσονται από υποχρέωση , ενώ δεν αναλαμβάνουν υποχρέωση , ούτε διαθέτουν δικαίωμά τους .
ΑΚ135 : ανήλικοι που συμπλήρωσαν το 14ο έτος : ο όρος ελεύθερη διάθεση σημαίνει διάθεση αυτοδύναμη , χωρίς να υπάρχει ανάγκη σύμπραξης του νόμιμου αντιπροσώπου του ανηλίκου .
Η «εργασία» του ΑΚ135 , νοείται με την ευρύτατη σημασία του όρου , χωρίς να ενδιαφέρει αν η σύμβαση εργασίας είναι έγκυρη (στην κατηγορία εντάσσονται τα εύρετρα αλλά όχι τα κέρδη από λαχείο ).
ΑΚ136 : ανήλικοι που συμπλήρωσαν το 15ο έτος : η εργασία είναι πάλι υπό την ευρύτατη έννοια του όρου .
Μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση : το δικαστήριο κρίνει κάποιον ανίκανο για μερικές μόνο δικαιοπραξίες .
Επικουρική δικαστική συμπαράσταση : το δικαστήριο δεν κηρύσσει το πρόσωπο ανίκανο , αλλά απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη για την ισχύ της δικαιοπραξίας .
ΑΚ133 : Προκύπτει πως ο περιορισμένως ικανός για δικαιοπραξία υπάγεται κατά κανόνα στην δικαιοπρακτική ανικανότητα και μόνο κατ’εξαίρεση αναγνωρίζεται σ’αυτόν η δικαιοπρακτική ικανότητα .
Σημειώνεται πως η ακυρότητα (της δήλωσης βούλησης) στο ΑΚ131 §1 είναι απόλυτη.
Χαρακτηριστικά της ακυρότητας : 1) λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο , 2) είναι κατά κανόνα αθεράπευτη , 3) κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον μπορεί να την επικαλεστεί .
Το ΑΚ132 είναι αντίβαρο του ΑΚ131 §1 , και προς προστασία του καλόπιστου τρίτου εισάγει υποχρέωση προς ανόρθωση ζημίας .
Η δικαιοπρακτική ικανότητα : 1) βασίζεται στην ικανότητα δικαίου (ουσιαστικό δίκαιο). 2) δεν επηρεάζει την ικανότητα διαδίκου (δικονομικό δίκαιο).
3) διακρίνεται από την ικανότητα για αδικοπραξία (για καταλογισμό) .
[ Ικανότητα του προσώπου να καταλογίζεται σ’αυτό ευθύνη για τις αστικές άδικες πράξεις του (αδικοπραξίες) και για τις αθετήσεις των ενοχικών του υποχρεώσεων .]

«Αστική ευθύνη» : σύνολο κανόνων που διέπουν την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημιάς που προξενήθηκε σε τρίτο (διατάξεις που προσδιορίζουν τους λόγους , προϋποθέσεις , φύση και έκταση της αποζημίωσης). Διακρίνεται σε : 1)υποκειμενική και αντικειμενική , 2) δικαιοπρακτική και εξωδικαιοπρακτική .
Υποκειμενική ευθύνη : προϋποθέτει πταίσμα (υπαιτιότητα) του προσώπου που προξενεί τη ζημιά .
Αντικειμενική ευθύνη : υπάρχει ανεξάρτητα από το πταίσμα του προσώπου που επιβαρύνεται με αποζημίωση .
ΑΡΧΗ της ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ : ευθύνη προβλέπεται για τις πράξεις (ενέργειες – παραλείψεις ) που οφείλονται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) .
Δόλος : βούληση του παρανόμου αποτελέσματος πράξης , που επιχειρείται με γνώση των στοιχείων που την καθιστούν παράνομη και με συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της . Διακρίνεται σε άμεσο και ενδεχόμενο .
Αμέλεια (ΑΚ330 εδ.β’) : η μη καταβολή επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές . Διακρίνεται σε βαρειά και ελαφρά .
Γεγονότα τυχαία (ή τυχηρά) (π.χ. σεισμός) δεν επιφέρουν κυρώσεις σε βάρος του οφειλέτη .
Ευθύνη από διακινδύνευση : πρόκληση ζημιών που οφείλονται σε πηγές ιδιαίτερου κινδύνου του τεχνικού πολιτισμού . Επιχειρείται κατανομή της αποκατάστασης της ζημίας στο κοινωνικό σύνολο .

ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ : προϋποθέτουν ένωση προσώπων ή βασίζονται σε σύνολο περιουσίας . Η ένωση προσώπων (1ο εννοιολογικό στοιχείο του νομικού προσώπου) , δεν αποτελεί τυχαία συνύπαρξη περισσοτέρων προσώπων , αλλά προϋποθέτει νομική οργάνωση της ομάδας των προσώπων σε οντότητα , που ως οργανωμένο σύνολο χαρακτηρίζεται από διάρκεια και μονιμότητα . Ο επιδιωκόμενος σκοπός (2ο εννοιολογικό στοιχείο) του νομ. προσώπου είναι σημαντικός τόσο για την σύσταση όσο και για τη λειτουργία του . Τρίτο στοιχείο είναι η κτήση προσωπικότητας από την οποία προκύπτουν οι συνέπειες της νομ. προσωπικότητας (1) ικανότητα δικαίου , 2) ικανότητα να ενάγει και να ενάγεται , 3) δικαιοπρακτική ικανότητα , 4) ικανότητα για δικαστική παράσταση , 5) περιουσία , 6) όργανα , 7) επωνυμία , 8) έδρα , 9) ιθαγένεια ).
ΦΥΣΗ : 1) Θεωρία του πλάσματος : τα νομικά πρόσωπα είναι νομικά υποκείμενα έννομων σχέσεων και εφόσον πράγματι δεν υπάρχουν , υφίστανται κατά πλάσμα δικαίου . 2) Οργανική θεωρία : τα νομ. πρόσωπα ανήκουν στην κοινωνική πραγματικότητα , είναι πραγματικοί οργανισμοί αλλά δεν έχουν υλική υπόσταση . Τα νομ. πρόσωπα ξεπερνούν τις δυσκολίες που προκύπτουν από την εμπλοκή νόμιμων αντιπροσώπων και οι πράξεις που απορρέουν από τα όργανά τους είναι πράξεις του νομ. προσώπου .
3) Θεωρία της προσωποποίησης του σκοπού : τα νομ. πρόσωπα χαρακτηρίζονται από πραγματική συνολική βούληση που συναρτάται κάθε φορά στο σκοπό του νομ. προσώπου .
Οι θεωρίες έχουν χάσει σήμερα την πρακτική τους αξία , αλλά έχουν ως κοινό θετικό τους γνώρισμα την αποδοχή της νομ. προσωπικότητας για τα νομ. πρόσωπα .

Νομικά πρόσωπα : 1) Ιδιωτικού δικαίου : α) αστικού , β) εμπορικού , 2) Δημοσίου δικαίου .
ΝΟΜ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ : ιδρύονται με πράξη του κράτους και τους παραχωρείται η εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας . Ασκούν δημόσια εξουσία προκειμένου να επιδιώξουν δημόσιο σκοπό  .
ΝΟΜ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΙΚΤΗΣ ΦΥΣΗΣ : φέρουν στοιχεία τόσο ιδιωτικού όσο και δημοσίου δικαίου . Συνήθως ιδρύονται ως νομ. πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου για ν’αποφύγουν διατάξεις δημοσίου λογιστικού .

ΣΥΣΤΑΣΗ νομ. προσώπου : α) προστάδιο σύστασης , β) διαδικασία σύστασης , γ) έννομες συνέπειες .
ΠΡΟΣΤΑΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ : όταν έχουμε οργανωμένη ένωση προσώπων χωρίς νομ. προσωπικότητα αυτή δεν έχει ικανότητα δικαίου αλλά κινείται «εν τοις πράγμασι» .
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΤΗΣΗΣ ΝΟΜ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ : (γενικές διατάξεις ΑΚ61 – 64) θεμελιώνεται σε συνδυασμό της ιδιωτικής αυτονομίας και πολιτειακής παρέμβασης .
ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ (ιδρυτική) : η δικαιοπραξία που περιέχει τις δηλώσεις βούλησης των μελών για τη σύσταση συγκεκριμένης μορφής νομ. προσώπου , οι οποίες συμπίπτουν . Είναι πολυμερής δικαιοπραξία και επειδή οι δηλώσεις βούλησης κατευθύνονται προς την επιδίωξη κοινού σκοπού . Όπου παρατηρείται σύμπτωση για εξυπηρέτηση αντίθετων συμφερόντων δεν είναι σύμβαση .
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ : η δικαιοπραξία που εξατομικεύει το νομ. πρόσωπο . Καθορίζει λειτουργία και οργάνωση , ρυθμίζει εσωτερικές και εξωτερικές δραστηριότητες . Είναι πολυμερής δικαιοπραξία με κανονιστικό περιεχόμενο .
* Η δημοσιότητα στην κτήση νομ. προσωπικότητας υπηρετεί τη βεβαιότητα για την ύπαρξη νομ. προσώπων και την ανάγκη να είναι γνωστά τα όργανά τους και οι ποικίλες εξουσίες τους *
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΤΗΣΗΣ νομ. προσωπικότητας : 1) Ικανότητα δικαίου : είναι υποκείμενο ενν. σχέσεων ή φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων . Ειδική περίπτωση μερικής ικανότητας εισάγεται στο ΑΚ72 (εκκαθάριση) .
2) Περιουσία : μπορεί να έχει δική του . 3) Όργανα : α) Διοίκηση , β) Συνέλευση μελών . 4) Επωνυμία : δικαιούται και υποχρεούται να φέρει δική του επωνυμία , που είναι στοιχείο της προσωπικότητας του και προστατεύεται κατά τα ΑΚ57,58 . Είναι η υπογραφή του . 5) Έδρα : αντιστοιχεί στην «κατοικία» του φυσικού προσώπου . Από το ΑΚ64(ενδοτικού δικαίου) προκύπτει η διάκριση σε νόμιμη και εκούσια και πως ισχύει η αρχή αναγκαιότητας της έδρας , και η αρχή αποκλειστικότητας της έδρας αλλά  χωρίς να αποκλείονται ειδικές έδρες για άσκηση δραστηριοτήτων .
6) Ιθαγένεια : το νομ. πρόσωπο υπάγεται στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας . Συνάγεται πως η έδρα προσδιορίζει τελικά την ιθαγένεια .
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΝΟΜ. ΠΡΟΣΩΠΟΥ ως ΟΡΓΑΝΟ : Όταν είναι πολυμερής ονομάζεται διοικητικό συμβούλιο . Τα μέλη της διοίκησης εκλέγονται ή διορίζονται και απ’αυτά προκύπτει το προεδρείο της διοίκησης . Δεν είναι αντιπρόσωπος του προσώπου αλλά όργανο του .
ΛΗΨΗ αποφάσεων (ΑΚ65 εδ. β’) : Αρχικά έχουμε τη σύνταξη της ημερησίας διατάξεως , εγγράφου όπου απαριθμούνται τα θέματα προς συζήτηση και όπου εμπεριέχεται και η κλήση των μελών για παράσταση στη συνεδρίαση . Ελέγχεται μετά , αν υπάρχει απαρτία ( αν δεν υπάρχει διάταξη στο καταστατικό ακολουθείται το ΑΚ65 εδ. β’) . Τα μέλη να παρίστανται όντως και όχι δια αντιπροσωπείας .
Συστήματα λήψης απόφασης : 1) παμψηφία , 2) απόλυτη πλειοψηφία , 3) σχετική πλειοψηφία .
Στις συνεδριάσεις τηρούνται πρακτικά . Το ΑΚ66 εισάγει κώλυμα συμμετοχής σε ψηφοφορία .
Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ως ΕΡΓΟ : για τη νομική φύση της εξουσίας της διοίκησης γίνεται δεκτό ότι αποτελεί λειτούργημα ώστε να ικανοποιείται το συμφέρον του νομ. προσώπου . Αν και βάσει του ΑΚ67 εδ. β’ απαγορεύεται κατ’αρχήν η υποκατάσταση της διοίκησης , μπορεί ν’ανατεθεί σε πρόσωπα ειδική εξουσία για διεξαγωγή ορισμένων υποθέσεων .
ΑΚ69 : έννομο συμφέρον για το διορισμό προσωρινής διοίκησης έχει : α) το ίδιο το νομ. πρόσωπο , β) τα μέλη του , γ) τα μέλη της διοίκησης , δ) κάθε άλλο πρόσωπο που συναλλάσσεται μαζί του .

Δικαιοπραξίες νομ. προσώπου (ΑΚ70) : Πρέπει να συντρέχει εξουσία – αρμοδιότητα του οργάνου . Τα όρια της εξουσίας του οργάνου μπορεί να τίθενται : 1) από το καταστατικό του νομ. προσώπου , 2) από απόφαση ανώτερου οργάνου, 3) από το σκοπό του νομ. προσώπου .
Τα ΑΚ70,71 θεωρείται πως θεμελιώνουν την αρχή της οργανικής θεωρίας (είναι αναγκαστικού δικαίου).
* ΑΚ71 : όργανα που αντιπροσωπεύουν το νομ. πρόσωπο θεωρούνται αυτά που προβλέπονται από το καταστατικό και γι’αυτό ονομάζονται και καταστατικά όργανα . Κατά νεότερη εκδοχή , αντιπροσωπεύοντα όργανα είναι και τα φυσικά πρόσωπα που τους έχουν ανατεθεί ουσιώδεις αρμοδιότητες , ώστε να εκπροσωπούν πράγματι το νομ. πρόσωπο , χωρίς να είναι απαραίτητο να έχουν την εξουσία να καταρτίζουν δικαιοπραξίες δεσμευτικές για το νομ. πρόσωπο (διευθύνοντες σύμβουλοι ή υπάλληλοι). *
ΑΚ71 εδ. α’ : πότε ευθύνεται το νομ. πρόσωπο για πράξεις του οργάνου : 1η άποψη : το νομ. πρόσωπο δεν ευθύνεται για ενέργειες του οργάνου που έγιναν «επ’ευκαιρία» ή «εξ’αφορμής» των καθηκόντων του . 2η άποψη : το νομ. πρόσωπο ευθύνεται όταν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης του οργάνου και των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σ’αυτό . 3η άποψη : υφίσταται ευθύνη που οριοθετείται βάσει της αιτιώδους συνάφειας και των «τυπικών» κινδύνων που μπορεί να προκύψουν .
* Στο ΑΚ71 εδ. α’ εντάσσονται οι περιπτώσεις δικαιοπρακτικής , αδικοπρακτικής και ex lege ευθύνης και όχι μόνο η υποχρέωση για αποζημίωση . Άρα η υποχρέωση για αποζημίωση δεν ανήκει στη νομοτυπικά μορφή του άρθρου *

ΔΙΑΛΥΣΗ ΝΟΜ. ΠΡΟΣΩΠΟΥ : άρση της νομ. προσωπικότητας και λύση της ένωσης προσώπων , λόγω της συνδρομής ορισμένου γεγονότος , που κατά νόμο επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα .
Η λύση του νομ. προσώπου δεν  αποτελεί ξεχωριστό στάδιο κατά την διάρκεια της ύπαρξης του . Από το στάδιο της λειτουργίας μεταπηδούμε στο στάδιο της εκκαθάρισης .
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΛΥΣΗΣ : 1) άρση των συνεπειών από την κτήση της νομ. προσωπικότητας , 2) παύση των οργάνων και της ένωσης προσώπων , 3) ειδικές ρυθμίσεις για την περιουσία του προσώπου , 4) αυτοδίκαιη είσοδος στο στάδιο της εκκαθάρισης .
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ : σύνολο πράξεων που επιχειρούνται μετά τη λύση του νομ. προσώπου και έχουν σκοπό την ολοκλήρωση των νομ. σχέσεων που δημιουργήθηκαν από τη σύσταση και δράση του . Το ΑΚ72 εισάγει πλάσμα δικαίου .

ΣΩΜΑΤΕΙΟ (ΑΚ78 – 106) : το νομ. πρόσωπο αστικού δικαίου που έχει ως βάση την ένωση προσώπων και επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό .
Σε ειδικούς νόμους υπάγονται τα αθλητικά σωματεία , οι φοιτητικοί σύλλογοι και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις .
Πριν από την κτήση της νομ. προσωπικότητας του σωματείου , υπάρχει μόνο η ένωση προσώπων .
Ένωση προσώπων : περισσότερα πρόσωπα , φυσικά ή νομικά , οργανωμένα σε ένωση . Δεν συνυπάρχουν τυχαία , αλλά συνδέονται κατά τρόπο προγραμματικό και συστηματικό . Τόσο η σύνδεση όσο και η ένωση τους είναι αποτέλεσμα της ιδιωτικής αυτονομίας .
Μη κερδοσκοπικός σκοπός : να μην γίνεται συστηματική επιχείρηση πράξεων που αποσκοπούν στο κέρδος . Πρέπει να μην προέχει η ύπαρξη κέρδους . Δραστηριότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα με δευτερεύουσα σημασία που επιχειρούνται για να υποβοηθήσουν τον κύριο σκοπό είναι επιτρεπτές .
Κτήση νομ. προσωπικότητας : 1η άποψη : σύστημα ελεύθερης σωματειακής ένωσης ( δεν επιβάλλεται σύμπραξη της διοικητικής ή δικαστικής εξουσίας ) . 2η άποψη : σύστημα παραχωρήσεως : κτήση νομ. προσωπικότητας κατά παραχώρηση του κράτους , χωρίς να προβλέπεται σχετική αξίωση . 3η άποψη : σύστημα συνδρομής νόμιμων προϋποθέσεων : τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων (ανάμεσα σ’αυτές και η συστατική πράξη και το καταστατικό ως εκδηλώσεις ιδιωτικής αυτονομίας ) , βάσει κρίσης του δικαστηρίου .
Η συστατική πράξη και το καταστατικό , παρά το ότι είναι δύο διαφορετικές δικαιοπραξίες , είναι δυνατό να ενωθούν στο ίδιο έγγραφο , πράγμα που συμβαίνει στην πράξη .
ΑΚ80 : εισάγει λόγους μη κατάρτισης (ατέλειας) και όχι ακυρότητας του καταστατικού .
ΑΚ79 εδ. α’ : η αίτηση για τη σύσταση σωματείου υποβάλλεται από τη διοίκηση ή τα ιδρυτικά μέλη και εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας .
Το δικαστήριο ελέγχει μόνο τη νομιμότητα και όχι τη σκοπιμότητα ίδρυσης του σωματείου .
Πρόσωπο αποκτά την ιδιότητα μέλους σωματείου : 1) με την κτήση νομ. προσωπικότητας του σωματείου (εφόσον είναι ιδρυτικό μέλος) , 2) με την είσοδο στο σωματείο ως νέο μέλος .
ΑΚ86 : κανόνας ενδοτικού δικαίου , επιτρέπει στο σωματείο να κανονίσει τη σωματειακή σύνθεση .

ΑΚ89 : Κάθε μέλος έχει δικαίωμα ίσης μεταχείρισης από το σωματείο .
ΑΚ89 εδ. β’ : εισάγει διάσπαση της αρχής ίσων δικαιωμάτων , αφού εισάγει την απονομή ειδικών δικαιωμάτων .
Δικαιώματα μελών : 1) συμμετοχής στη λειτουργία και τον εσωτερικό βίο του σωματείου , 2) περιουσιακής φύσης .
Απώλεια ιδιότητας μέλους σωματείου : α) γενικοί λόγοι : 1) θάνατος φυσικού προσώπου , 2) διάλυση του σωματείου , β) ειδικοί λόγοι : 1) αποχώρηση , 2) αποβολή.
Αποχώρηση μέλους (ΑΚ87 §1) : είναι μονομερής δικαιοπραξία με απευθυντέα δήλωση βούλησης προς το σωματείο . Όρος του ενεργού : η γνωστοποίηση 3 μήνες πριν στο σωματείο .
ΑΚ88 §2 : η προθεσμία των 2 μηνών είναι αποσβεστική και αρχίζει από τη γνωστοποίηση της αποβολής .
ΟΡΓΑΝΑ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ : διοίκηση , συνέλευση μελών (μπορεί να υπάρχουν και άλλα όπως το πειθαρχικό συμβούλιο ) .
Η διοίκηση είναι το κυρίως εκτελεστικό όργανο του σωματείου : 1) προς τα έξω εξουσία = εκπροσώπηση του σωματείου σε τρίτους , 2) προς τα έσω εξουσία = υποθέσεις του σωματείου , 3) υπάγεται στην εποπτεία της γενικής συνέλευσης , 4) εξουσίες από το καταστατικό , ώστε να προστατεύονται οι τρίτοι .
ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ : το ανώτατο όργανο του σωματείου . Είναι το οργανωμένο σύνολο μελών . Διαθέτει αποφασιστική εξουσία στα άλλα όργανα και κυρίως στη διοίκηση . Έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει για κάθε υπόθεση του σωματείου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου (τεκμήριο αρμοδιότητας). Η διοίκηση συνεπώς πρέπει να παρέχει στη συνέλευση πληροφορίες για όλες τις υποθέσεις .
ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ : προϋποθέτει : 1) όργανο ή αρχή με την αρμοδιότητα να συγκαλεί (διοίκηση ή μέλη σωματείου) , 2) μέλη που πρέπει να συγκαλούνται (όλα τα μέλη του σωματείου) , 3) τόπο , ημέρα και ώρα συνεδρίασης (προσδιορίζονται στην έγγραφη πρόσκληση των μελών) , 4) θέματα ημερησίας διατάξεως (πλήρης προσδιορισμός του θέματος που επισυνάπτεται στην πρόσκληση).
Νομική φύση απόφασης γενικής συνέλευσης : πολυμερής δικαιοπραξία που καταρτίζεται με τη σύμπτωση των δηλώσεων βούλησης των μελών και προϋποθέτει την τήρηση νόμων και καταστατικού .
ΑΚ97 §2 : εισάγει εξαίρεση στο γενικόκανόνα λήψης αποφάσεως με συνεδρίαση .
ΑΚ100 : εγκαταλείπεται η αρχή της πλειοψηφίας και υιοθετείται η αρχή της ομοφωνίας .
Ελαττωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης (ΑΚ101) : ακυρότητα δυνητική . Δεν επέρχεται αυτοδίκαια αλλά απαιτείται να κηρυχθεί από το δικαστήριο . Δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα αλλά ύστερα από άσκηση αγωγής .Στην ουσία πρόκειται για ακυρωσία .
ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ : η άρση της νομ. προσωπικότητας , καθώς και η λύση της ένωσης προσώπων που συγκροτούν τη συνέλευση , λόγω της συνδρομής γεγονότος που σύμφωνα με το νόμο συνεπάγεται το συγκεκριμένο αποτέλεσμα . Η απόφαση για διάλυση λαμβάνεται από τη γενική συνέλευση και πρέπει να σημειωθεί στο βιβλίο των σωματείων δίπλα στην εγγραφή του .
Συνέπειες λύσης σωματείου (πλην εκκαθάρισης) : 1) παύση ύπαρξης και λειτουργίας του σωματείου , παρά τη διατήρηση της νομ. προσωπικότητας για τους λόγους της εκκαθάρισης , 2) παύση των οργάνων του . Η διοίκηση λειτουργεί μόνο ως εκκαθαριστής .
ΑΚ106: ως περιουσία νοείται αυτή που απομένει μετά την εκκαθάριση .

Ενώσεις που δεν αποτελούν σωματεία (ΑΚ107 κ Σ12§§1,3) : Είναι ενώσεις που έχουν σωματειακή υφή . Με την υπαγωγή στους νόμους περί εταιριών ο νόμος ασκεί πίεση στα μέλη των ενώσεων να προχωρήσουν στη σύσταση νομικού προσώπου .
Πρόκειται για δικαιοπρακτική ένωση με μόνιμο και διαρκή χαρακτήρα και οργανωμένη δραστηριότητα για επιδίωξη ορισμένου σκοπού . Διαφέρει από το σωματείο , καθώς δεν έχει νομ. προσωπικότητα και μπορεί να έχει και κερδοσκοπικό σκοπό . Εφόσον δεν έχει νομική προσωπικότητα , δεν μπορεί να έχει και δική της περιουσία . Τα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στα μέλη εξ αδιαιρέτου . Δεν είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων .

ΙΔΡΥΜΑ : το νομ. πρόσωπο αστικού δικαίου που έχει ως βάση περιουσία αφιερωμένη , κατά την ιδρυτική του πράξη , στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού . Απαιτούνται : 1) το σύνολο περιουσίας , 2) η βούληση του ιδρυτή , 3) η έκδοση εγκριτικού διατάγματος για τη σύστασή του .
ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ : μονομερής δικαιοπραξία που περιέχει δήλωση βούλησης μη απευθυντέα , εν ζωή ή αιτία θανάτου [ αν η ιδρυτική πράξη περιέχεται σε διαθήκη μπορεί ν’ανακληθεί με την ανάκληση της διαθήκης από το διαθέτη ] . Είναι δικαιοπραξία χαριστική .
Εγκριτικό διάταγμα : προκρίνεται το σύστημα παραχωρήσεως ή εγκρίσεως από την πολιτεία εξετάζεται από την πολιτεία τόσο η νομιμότητα όσο και η σκοπιμότητα του ιδρύματος .
* Ίδρυμα δημιουργείται με την δημοσίευση του εγκριτικού διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως . *
Διαφορά ιδρύματος από σωματείο : απουσιάζει η ένωση προσώπων , άρα και η γενική συνέλευση , ενώ η διοίκηση είναι το κύριο και ανώτατο όργανό του , που το αντιπροσωπεύει . Τα θέματα της διοίκησης (οργάνωση , λειτουργία) περιλαμβάνονται στο εγκριτικό διάταγμα .
ΑΚ117,118 : λόγοι διάλυσης ιδρύματος , οδηγούν στο στάδιο της εκκαθάρισης . Η διάλυση επέρχεται μόνο με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του προεδρικού διατάγματος για τη διάλυση .

Επιτροπή εράνου : το νομ. πρόσωπο που θεμελιώνεται σε μια ένωση πέντε (5) τουλάχιστον προσώπων (φυσικών ή νομικών) και έχει σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα ή άλλα αντικείμενα με εράνους ή άλλα παρόμοια μέσα (π.χ. γιορτές) , για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού δημοσίου ή κοινωφελούς .
Σύσταση : απαιτούνται συστατική πράξη και συστατικό διάταγμα . Συστατική πράξη είναι η δικαιοπραξία που περιέχει τις δηλώσεις βούλησης των ιδρυτικών μελών . Το συστατικό διάταγμα εναπόκειται στη διακριτική εξουσία της διοίκησης .
Οργανισμός : περιέχει όλα τα στοιχεία για την οργάνωση και δραστηριότητα της ερανικής επιτροπής .
Όργανα : η διοίκηση (το πιο αναγκαίο) και η γενική συνέλευση .

ΧΡΟΝΟΣ : 1) κινητός (ενότητα χρονικών μονάδων) , 2) ακίνητος (χρονολογία) .
Υπολογισμός χρόνου : 1) συναπτός (όλες οι μέρες) , 2) ωφέλιμος (οι μέρες που μπορεί να επιχειρηθεί πράξη) .
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ (ΑΚ240) : οι προθεσμίες του ΑΚ241 – 246 καλύπτουν κάθε προθεσμία του ουσιαστικού δικαίου και επειδή οι διατάξεις είναι ερμηνευτικές περιέχουν διατάξεις ενδοτικού δικαίου .
ΛΗΞΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ : όταν πρόκειται για δικαιοπρακτική προθεσμία , ως ώρα λήξης της τελευταίας ημέρας πρέπει να θεωρείται εκείνη η ώρα μέχρι την οποία είναι δυνατό να ενεργηθούν συναλλακτικές πράξεις .
ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ : η επιμήκυνση για χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της . Αν η παράταση επιλέγεται και τα τη διάρκεια της προθεσμίας , ο χρόνος της παράτασης αρχίζει αφότου περάσει η 1η προθεσμία , χωρίς να παίζει ρόλο αν η τελευταία της μέρα είναι εορτάσιμη .
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ : η εξασθένιση της αξίωσης λόγω αδράνειας του δικαιούχου , εξασθένηση που συνίσταται στο ότι ο οφειλέτης αποκτά την εξουσία να αντιτάξει εναντίον της αξίωσης , αν αυτή ασκηθεί δικαστικώς , την ανατρεπτική ένσταση της αρνήσεως της παροχής και να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής λόγω συμπλήρωσης του προκαθορισμένου χρόνου αδράνειας (ius cogens).
Σκοπός : 1) ασφάλεια δικαίου , 2) ασφάλεια συναλλαγών , 3) ταχεία εκκαθάριση έννομων σχέσεων , 4) προστασία οφειλέτη σε θέματα απόδειξης , 5) προτροπή δικαιούχου για έγκαιρη άσκηση αξίωσης , 6) προστασία γενικότερου συμφέροντος .
Αντικείμενο της αποσβεστικής προθεσμίας είναι το δικαίωμα και της παραγραφής η αξίωση . Άρα οι ενστάσεις και τα διαπλαστικά δικαιώματα όπως και η αναγνωριστική αγωγή δεν είναι αντικείμενο της παραγραφής .
Προϋποθέσεις παραγραφής : 1) αξίωση , 2) παρέλευση χρόνου , 3) απραξία φορέα αξίωσης .
ΑΠΑΡΑΓΡΑΠΤΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ : κατηγορία αξιώσεων εκτός του πεδίου παραγραφής , ανεξάρτητα από το χρόνο ή το φορέα της αξίωσης . Ορίζονται από το νόμο . Τέτοιες είναι : 1) οικογενειακές αξιώσεις , 2) αξίωση για λύση της κοινωνίας , 3) αξιώσεις που πηγάζουν από νόμιμους περιορισμούς κυριότητας , 4) εμπράγματες αξιώσεις δημοσίου για ακίνητα .
Θετικές ενοχές (συνίστανται από θετική πράξη) : η αξίωση γεννιέται μαζί με το δικαίωμα (έναρξη παραγραφής) ≠ Αρνητικές ενοχές : η αξίωση γεννιέται μαζί με το δικαίωμα αλλά η παραγραφή αρχίζει από την επιχείρηση της παραλειπτέας πράξης .
Νομικοί λόγοι που εμποδίζουν τη δικαστική επιδίωξη παραγραφής : 1) ορισμένες αναβλητικές ενστάσεις , 2) νομικά κωλύματα που αναφέρονται στο νόμο .
* Αν για κάποια από τις αξιώσεις του ΑΚ250 συναφθεί εγγράφως σύμβαση για υπόσχεση ή αναγνώριση του χρέους τότε ισχύει το ΑΚ249 έναντι του ΑΚ250 . *
Αναστολή παραγραφής : ο μη υπολογισμός ορισμένου χρονικού διαστήματος στη διαδρομή της παραγραφής , επειδή συντρέχει κάποιος λόγος , και η συνέχιση του χρόνου της παραγραφής όταν παύσει να συντρέχει ο λόγος αυτός .
Απόλυτη αναστολή (ΑΚ256) : αναστολή που παράγει την ενέργειά της ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο που θα επέλθει ένας λόγος αναστολής του ΑΚ256 .
Αναστολή συμπληρώσεως : ο λόγος αναστολής πρέπει να επέρχεται μόνο κατά το τελευταίο εξάμηνο της παραγραφής , προκειμένου να αναπτύξει η αναστολή την ενέργειά της . Κατηγορίες : 1) δικαιοστάσιο ή άλλος λόγος ανώτερης βίας , 2) αποτροπή άσκησης με δόλο του υποχρέου , 3) πρόσωπα που δεν έχουν  επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη , 4) αξιώσεις που ανήκουν σε κληρονομιά ή απευθύνονται κατά κληρονομιάς , 5) αξίωση αφάντου που εμφανίζεται .

 ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ : η ματαίωση του χρόνου της παραγραφής , ο οποίος έχει ήδη διανυθεί , επειδή συντρέχει κάποιος λόγος , και η έναρξη νέας παραγραφής μετά την περάτωση αυτού .
Λόγοι διακοπής : περιοριστική καταγραφή στο νόμο : 1) Αναγνώριση (ΑΚ260) (π.χ. μερική καταβολή χρέους , πληρωμή τόκων) , 2) Άσκηση αγωγής (αναπτύσσεται σε κατάθεση και επίδοση ) [μιλάμε τόσο για καταψηφιστική όσο και για αναγνωριστική] , 3) λόγοι του ΑΚ264 , 4) ΑΚ269 .
ΑΚ261 εδ. β’ : Διαδικαστική πράξη : κάθε πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου , που περιέχει στοιχεία δικαστικής ενέργειας και που είναι κατά νόμο απαραίτητη για την έναρξη , συνέχιση και αποπεράτωση της δίκης , π.χ. ορισμός δικασίμου , εξέταση μαρτύρων κ.λπ. .
ΑΚ264 : στις περιπτώσεις α) και β) ισχύει το ΑΚ265 , για την περίπτωση δ ισχύει ακολούθως το ΑΚ267 .
ΑΚ269 : διακοπή παραγραφής αν η σχετική με την αξίωση διαφορά υποβληθεί 1) σε διαιτησία , 2) διοικητική αρχή , 3) σε διοικητικό δικαστήριο , 4) σε άλλο ειδικό δικαστήριο .
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΙΑΚΟΠΗΣ παραγραφής : περιγράφονται στο ΑΚ270§1 . Οι συνέπειες επέρχονται , εφόσον η πράξη διακοπής της παραγραφής είναι νόμιμη και έγκυρη .
Η διακοπή της παραγραφής είναι φανερό πως ως προς τον μη υπολογισμό του χρόνου που πέρασε λειτουργεί υπέρ του φορέα της αξίωσης .
Περιπτώσεις όπου η παραγραφή θεωρείται πως δεν διακόπηκε : 1) ΑΚ263 §1 , 2) ΑΚ265 , 3) ΑΚ269 §1 εδ. β’ αλλά και στα ΑΚ1273 εδ. β’ και ΑΚ1280 εδ. β’ .
Η έναρξη της νέας παραγραφής του ΑΚ270 §1 , αναφέρεται σε νέα παραγραφή ισόχρονη με την παλιά . Είναι , επίσης , παραγραφή αυθύπαρκτη και αυτόνομη σε σχέση με την παλιά .
ΔΙΑΔΟΧΗ στην ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ : 1) Διακοπή και υποκειμενική αλλοίωση της αξίωσης : περιπτώσεις μεταβίβασης της αξίωσης από το φορέα της σε άλλο πρόσωπο και μεταβίβασης της οφειλής από τον υπόχρεο σε άλλο πρόσωπο . Στις περιπτώσεις αυτές η αξίωση αλλά και το χρέος παραμένουν αμετάβλητα και συνεπώς η παραγραφή παραμένει ίδια .
2) Διακοπή και αντικειμενική αλλοίωση της αξίωσης : η αρχική αξίωση καταλαμβάνει μια άλλη αξίωση μεταξύ των ίδιων προσώπων αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο . Εφόσον υπάρχει νέα αξίωση , δεχόμαστε πως πρέπει να αρχίσει νέα παραγραφή .
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ : α) ο υπόχρεος μπορεί ν’αρνηθεί την παροχή (ΑΚ272§1) , β) από την παραγεγραμμένη αξίωση παραμένει η φυσική ενοχή , γ) συμπαραγράφονται και οι παρεπόμενες αξιώσεις (ΑΚ274) .
Α) Δικαίωμα άρνησης της παροχής = Ένσταση της παραγραφής : είναι ανατρεπτική , δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο , ένα από τα σημαντικότερα μέσα άμυνας του εναγόμενου .
Πρέπει να προταθεί κατά την 1η συζήτηση στο ακροατήριο , αλλιώς είναι απαράδεκτη .
Β) Φυσική – Ατελής ενοχή : παραμένει από μια παραγραμμένη αξίωση : παράγει τις έννομες συνέπειες του ΑΚ272 §2 εδ. α’ και του ΑΚ272 §2 εδ. β’ .
Γ) Παραγραφή παρεπόμενων αξιώσεων : καλύπτει και την συμπαραγραφή περιοδικών παροχών .
* Η παραγραφή παραλύει την αξίωση , δεν είναι λόγος απόσβεσής της. *
ΑΚ275 : δίνει στο θεσμό της παραγραφής χαρακτήρα δημόσιας τάξης .

ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ : αφορούν την επιρροή που ασκεί η διαδρομή του χρόνου στο φαινόμενο της μη άσκησης δικαιώματος (ΑΚ279,280) [κυρίως διαπλαστικά δικαιώματα].
ΣΚΟΠΟΣ : η ασφάλεια του δικαίου και των συναλλαγών .
Είδη αποσβεστικής προθεσμίας : 1) νόμιμη (από το νόμο) διαλυτική προθεσμία : προβλέπεται το χρονικό διάστημα ύπαρξης του δικαιώματος , η απόσβεσή του οφείλεται στην πάροδο του χρόνου και όχι στη συμπεριφορά του δικαιούχου (π.χ. πνευματική ιδιοκτησία) , 2) νόμιμη αποκλειστική (ή απόλυτη ή ανατρεπτική) προθεσμία : δεν περιορίζεται χρονικά μόνο η άσκηση του δικαιώματος αλλά και η ύπαρξή του (π.χ. ακύρωση δικαιοπραξίες αποκλείεται μετά από 20 χρόνια) , 3) προθεσμίες έκπτωσης : επιβάλλονται από το νόμο και κατά τη διάρκειά τους πρέπει να οριστεί ορισμένη συμπεριφορά .
* Η αποσβεστική προθεσμία είναι θεσμός δημόσιας τάξης *

ΣΥΓΚΡΙΣΗ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ) ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ – ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ

1
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ

Αντικείμενο η αξίωση
ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

Αντικείμενο το δικαίωμα
2
Απορρέει από κανόνα δικαίου
Τάσσεται από το νόμο
ή από τα μέρη
3
Δεν λαμβάνεται υπόψη
αυτεπαγγέλτως από το
δικαστήριο
Η «νόμιμη» λαμβάνεται υπόψη
αυτεπαγγέλτως
4
Μετά τη συμπλήρωση του χρόνου
δεν έχουμε απόσβεση της
αξίωσης
Έχουμε απόσβεση του
Δικαιώματος
5
Έγκυρη η παραίτηση μετά
τη συμπλήρωση της
Άκυρη η παραίτηση





   
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: