Υπαγωγή στο Ν.3869/2010 Ατόμου με σοβαρή ψυχική διαταραχή. – Στερείται κάθε περουσίας. -Μηδενικές καταβολές επί 4ετία και οριστική απαλλαγή...
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 19/2014 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ Εκουσία Δικαιοδοσία (Ν. 3869/2010, 4161/2013)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Αλεξανδρούπολης Ευαγγελία Κοντογεώργου, που ορίστηκε με πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και του Γραμματέα Δημητρίου Μερκούρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 03η Δεκεμβρίου 2013, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΑ :….. , κατοίκου Αλεξανδρούπολης, επί της οδού …………., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Ζαμπούκη.
ΤΩΝ ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ : 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού …………….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Βικτωρίας Κοτίνη, η οποία κατέθεσε προτάσεις, 2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Θησέως αριθμός 147 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Πέτρου Αλεπάκου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Ο αιτών με την από 03-08-2011 αίτησή του που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Για τη συζήτηση της παραπάνω αίτησης ορίσθηκε δικάσιμος με την υπ’ αριθμό 50/2011 πράξη, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 236 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 22 παρ.5 του Ν.3994/2011, «Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση πρέπει να φροντίζει … τα πρόσωπα που μετέχουν στη συζήτηση…να συμπληρώνουν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και γενικά να παρέχουν τις αναγκαίες διασαφήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των προβαλλόμενων ισχυρισμών». Το ως άνω άρθρο ισχύει και στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αφού προσαρμόζεται στη διαδικασία αυτή και δεν αντιτίθεται στις διατάξεις που την ρυθμίζουν (άρθ.741 του του ΚΠολΔ ). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 744, 745, 751 ΚΠολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, ο οποίος επιβάλει και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης, επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (αρθ. 115 παρ. 3 ΚΠοΔ) εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ, επομένως και του αιτήματος αυτής (ΑΠ 1131/87 ΝοΒ 36/1601, ΕφΑθ 2735/00, 4462/02, 2188/08 ΝΟΜΟΣ και ενδεικτικά ΕιρΚορίνθου 121/2012 ΝΟΜΟΣ). Επομένως στην εκούσια δικαιοδοσία ο αιτών δύναται ελεύθερα να συμπληρώνει και διορθώνει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση ή με τις προτάσεις του κατά την συζήτηση (άρθ. 238 και 256 του ΚΠολΔ) αρκεί η διόρθωση να μην είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να προκαλείται μεταβολή της αιτήσεως, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να είναι επιτρεπτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται με την άδεια του δικαστή κατά το μέτρο που η μεταβολή δεν βλάπτει τα συμφέροντα των συμμετεχόντων στη δίκη ή τρίτων. Άλλωστε στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού προσώπου. Συνεπώς, ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού της, προς επέλευση δηλαδή του ρυθμιστικού αποτελέσματος (βλ.Εφ.ΑΘ. 1639/07 ΑΠ 640/03 ΕλλΔνη45,1347, Κ.Μπέη Πολ.Δ.άρθρο 758 παρ.3 αρ. 16 σελ.326 και 330 και Ειρ.Πατρών 25/2013, Ειρ.Κορινθ. 121/2012, ΕιρΚαβ. 161/2012, Ειρ.Λαυρ. 193/2012 ΝΟΜΟΣ). Εφόσον επομένως το αντικείμενο της υποθέσεως στις δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας εξαντλείται στη λήψη του αιτούμενου ρυθμιστικού μέτρου, δίχως δεσμευτική διάγνωση κάποιας έννομης σχέσης, είναι επιτρεπτή η προβολή και νέων πραγματικών ισχυρισμών ώσπου να καταστεί η υπόθεση ώριμη για την έκδοση οριστικής απόφασης (άρθρο 745 του ΚΠολΔ). Επομένως στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και η παράλειψη αναφοράς γεγονότων που συνιστούν τις προϋποθέσεις του ζητούμενου ρυθμιστικού μέτρου, δεν προκαλούν το απαράδεκτο της αιτήσεως. Επιπλέον, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης (ΕφΑΘ 2735/00, 4462/02, 2188/08 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, και Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ. Κεραμέα -Κονδύλη -Νίκα, υπ` άρθρο 747, αριθ. 7). Για το λόγο αυτό εξάλλου, στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, εφαρμόζεται το ανακριτικό (άρθρα 744 και 759 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και όχι το συγκεντρωτικό σύστημα (άρθρα 745 και 765 του ΚΠολΔ). Υπό το προαναφερθέν ρυθμιστικό περιβάλλον η μεταβολή (συμπλήρωση, διόρθωση ή και διαγραφή) των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην αίτηση για τις οφειλές, τα περιουσιακά στοιχεία, την κοινωνική κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη, όχι μόνον είναι επιτρεπτή, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται (βλ. ενδεικτικά ΕιρΚαβάλας 161/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επιπλέον, ο Ν.3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων. Δεν περιλαμβάνεται όμως στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπα τους, όταν είναι δυνατή ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή η ικανοποίησή τους βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του. Το δικαστήριο δε, εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπόψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιον του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου: α) Να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη επί μία τετραετία, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, β) Να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή, και τέλος γ) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικώς. (Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1486). Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τα καθορίσει το Δικαστήριο συμπλέκονται μεταξύ τους.
Ακολούθως σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 Ν.3869/2010, δεν αποκλείεται η εμφάνιση στην πράξη ακραίων ή εξαιρετικών περιπτώσεων οφειλετών, οι οποίοι έχουν πραγματική αδυναμία καταβολών και ελάχιστου ακόμη ποσού. Τούτο ενδεικτικά μπορεί να συμβεί σε περίπτωση χρόνιας χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη ανεργίας, σοβαρών προβλημάτων υγείας ή άλλου μέλους της οικογένειας του, ανεπαρκούς εισοδήματος για την κάλυψη βιοτικών στοιχειωδών αναγκών ή άλλων λόγων ισοδύναμης βαρύτητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν τηρείται ο κανόνας που επιβάλλεται με την παρ. 2 αλλά επιτρέπεται στο δικαστήριο να καθορίζει μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές ακόμη καταβολές κατά τη διατύπωση του νόμου (αρθρ. 8 παρ. 5). Επισημαίνεται ότι ο δικαστής κατά το ανακριτικό σύστημα δεν περιορίζεται από το αίτημα περί δικαστικής ρύθμισης και το σχέδιο αποπληρωμής που προτείνει ο οφειλέτης. Συνεπώς, αν αξιολογήσει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη ως τέτοια που επιβάλλει μικρές ή μηδενικές καταβολές, τότε θα το αποφασίσει ακόμα και αυτεπαγγέλτως, χωρίς την ανάγκη σχετικού αιτήματος του οφειλέτη (ΕιρΝίκαιας 39/2012 ΝοΒ 2012 σελ. 1444, Βενιέρης, Κατσάς Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, 2η εκδ. 395). Το δικαστήριο προβαίνοντας σε εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, ορίζει με την ίδια απόφαση νέα δικάσιμο που απέχει από την προηγούμενη όχι λιγότερο από πέντε (5) μήνες για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Στη νέα αυτή δικάσιμο είτε επαναλαμβάνει την προηγούμενη απόφαση του είτε προσδιορίζει εκ νέου καταβολές προς τα πάνω ή προς τα κάτω, αν συντρέχει περίπτωση. Για τη νέα δικάσιμο οι διάδικοι (οφειλέτης – πιστωτές), ενημερώνονται με δική τους επιμέλεια (βλ. Αθανάσιο Κρητικό, ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ο. 138-139, ΕιρΛαρ 106/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 του νόμου προκύπτει ότι με τον καθορισμό μηδενικών καταβολών από το δικαστήριο δεν εκκαθαρίζεται «οριστικά» το θέμα της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη, αλλά αναμένεται η παρέλευση του ταχθέντος από το δικαστήριο διαστήματος και έλεγχος μήπως μέσα στο διάστημα αυτό αλλάζουν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τα τυχόν εισοδήματα του, που θα δικαιολογήσουν νέο προσδιορισμό των καταβολών. Η αναβολή αυτή και ο ορισμός με την ίδια απόφαση νέας δικάσιμου, δίνει εν τέλει στην εκδιδομένη απόφαση το χαρακτήρα της εν μέρει οριστικής απόφασης, με προσωρινή ισχύ, αφού η έκδοση της οριστικής αποφάσεως, θα είναι αυτή που θα αποφανθεί τελικώς για την οριστική ρύθμιση των χρεών (ΕιρΘεσ 8021/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως το Δικαστήριο σταθμίζοντας τις συνθήκες στα πλαίσια της ανωτέρω διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 8 ν.3869/2010, αλλά και μέσα στο πνεύμα του νόμου μη εκκαθαρίζοντας «οριστικά» το θέμα της ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη από τα χρέη, αλλά αναμένοντας την παρέλευση (μέχρι) και πέντε ετών ελέγχει μήπως μέσα στο διάστημα αυτό αλλάζουν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τα τυχόν εισοδήματα του, με την ανεύρεση της «κατάλληλης» εργασίας που θα δώσει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να ικανοποιήσει ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες τους πιστωτές του. Ο νόμος όμως, δίνει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να εκκαθαρίσει και εξ αρχής το θέμα της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη, χωρίς ορισμό νέας δικασίμου για επανααξιολόγηση των οικονομικών δεδομένων του (του οφειλέτη). Τούτο προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 5, όπου και αναφέρεται οτι το δικαστήριο “μπορεί με την ίδια απόφαση νέα δικάσιμο που απέχει από την προηγούμενη όχι λιγότερο από πέντε (5) μήνες για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Συνεπώς, ο ορισμός νέας δικασίμου αποτελεί για το δικαστήριο δυνητική επιλογή και δεν εισάγεται ως αναγκαστική επιταγή εκ του νόμου. Εφαρμογή της δυνατότητας αυτής υπάρχει, όταν εξ αρχής, από την πρώτη κρίση της επίδικης αίτησης ρύθμισης των οφειλών, αποδεικνύεται οτι είτε τα προβλήματα υγείας που ενυπάρχουν στον αιτούντα, είτε η οικονομική δυσπραγία στην οποία περιήλθε είναι καταστάσεις, σε ποσοστό σχεδόν βεβαιότητας, μη αναστρέψιμες και συνεπώς ο ορισμός νέας δικασίμου θα απέβαινε μια παρελκυστική τακτική, η οποία αφενός μεν θα επιβάρυνε το δικαστικό φόρτο, αφετέρου θα κρατούσε τον οφειλέτη δέσμιο της αναμονής της νέας δικασίμου, η οποία πολλές φορές προσδιορίζεται ακόμη και μετά από ένα έτος μετά την έκδοση της πρώτης απόφασης, λόγω του μεγάλου όγκου των υποθέσεων. Σε κάθε όμως περίπτωση, η διάταξη αυτή αποτελεί εξαιρετικό δίκαιο και η εφαρμογή της δέον να γίνεται με περισσή φειδώ και κατόπιν συνετής στάθμισης και αυστηρής αξιολόγησης της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του αιτούντα.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 216 παρ 1 ΚΠολΔ και 4 του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι η αίτηση οφειλέτη για υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 για να είναι ορισμένη, πρέπει να γίνεται αναφορά σε αυτήν: 1) της μόνιμης και γενικής (όχι απλής) αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του αιτούντα φυσικού προσώπου, 2) της κατάσταση της περιουσίας του, 3) της κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) σχεδίου διευθέτησης των οφειλών της και 5) αιτήματος ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή της (Αθ. Κρητικός έκδοση 2010 ερμ. Ν.3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμ. 64 Ανάτυπο σελ. 1477), παράλληλα δε πρέπει να περιλαμβάνει σε αυτή αίτημα προς επικύρωση του προτεινόμενου σχεδίου διευθέτησης ώστε να αποκτήσει αυτό ισχύ δικαστικού συμβιβασμού και επικουρικά να ζητεί την ρύθμιση των χρεών από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Λαμβάνοντας υπόψη το είδος της διαδικασίας και τα, δημόσιας εμβέλειας, συμφέροντα που εξυπηρετεί, την ελαστικότητα των κανόνων που τη διακρίνει (όπως η δυνατότητα μεταβολής του αιτήματος, αλλά και τη συμπλήρωσή του με τις προτάσεις ή και προφορικά ενώπιον του Ειρηνοδικείου, η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος άρθρα115 παρ. 3, 751, 759 παρ. 3 ΚΠολΔ) πανηγυρική διατύπωση των παραπάνω στοιχείων και του αιτήματος δεν απαιτείται και μπορούν να περιέχονται οπουδήποτε στο δικόγραφο, αρκεί να αναφέρονται με σαφήνεια, το οποίο θα εκτιμηθεί με ευρύτερη θεώρηση, αλλά και να συμπληρωθούν προς αποφυγή της πραγματικής αοριστίας (ΑΠ 173/1981 ΑρχΝ 32.258 και 1293/1993 Δνη 35.140). Περαιτέρω για την πληρότητα της αιτήσεως δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτή το μηνιαίο κόστος διαβίωσης του αιτούντος και της οικογένειας του, το οποίο και θα εκτιμηθεί από το Δικαστήριο με βάση τα προσκομιζόμενα σχετικά στοιχεία, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 1493 ΑΚ, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει και του γεγονότος ότι ο Ν.3869/2010 δεν απαιτεί την αναφορά των δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη αλλά την παράθεση των περιουσιακών του στοιχείων και των εισοδημάτων του ιδίου και της συζύγου του (άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. β, 5 παρ. 1 εδ. α΄, βλ. και ενδεικτικά ΕιρΚαλύμνου 1/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αρκεί συνεπώς η ακριβής περιγραφή της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του αιτούντα, όπως και το συνολικό ύψος των βιοτικών του αναγκών, καθώς και αν αυτές αφορούν σε προστατευόμενα μέλη και ποια είναι αυτά (ανεξάρτητα από την αποδοχή του ισχυρισμού) Εξάλλου, η τυχόν παράθεση από τον αιτούντα οποιουδήποτε ποσού για την κάλυψη της τάδε ή της δείνα βιοτικής ανάγκης θα είχε το χαρακτήρα αβεβαιότητας, αφού δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι ανθρώπινες ανάγκες, λόγω των απρόβλεπτων περιστάσεων. Λοιπά στοιχεία, όπως ο χρόνος ανάληψης των δανειακών υποχρεώσεων, τα αίτια της πολλαπλής δανειοδότησης (υπερδανεισμού) του αιτούντα και τις συγκυρίες που τον οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμής των χρεών του καθώς και το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εντεύθεν αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις, δεν αποτελούν απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο της αίτησης κατ’ άρθρ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητά της, αποτελούν αντικείμενο απόδειξης περί της μονιμότητας στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων, η οποία συντελέστηκε χωρίς δολιότητα του οφειλέτη και θα εξεταστούν στην οικία θέση.
Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης εμφανίστηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία …………….., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……………………….και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία άσκησε κύρια παρέμβαση, καθότι σύμφωνα με την υπ΄αρθ. 66/3/26.3.2013 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, του υπ΄αρθ. 97/26.3.2013 Διατάγματος της Κεντρικής τράπεζας της Κύπρου, το οποίο δημοσιεύτηκε στο υπ΄αρθ. 4640/26.3.2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την από 26.3.2013 σύμβαση, κατέστη ειδική διάδοχος των εννόμων σχέσεων που απορρέουν από τις υπ΄αρθ. ………………………. και …………………. συμβάσεις, οι οποίες μεταβιβάστηκαν στην «…………………………» από την Κυπριακή Δημόσια Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «……………..» που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου (Λεωφ. Λεμεσού 154) και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως μετονομάσθηκε η Τράπεζα με την επωνυμία «………………», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………………». Η εν λόγω παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 54 παρ. 1 εδ. β΄ του ΠτΚ, που πρέπει να εφαρμοσθεί κατ’ άρθρο 15 του Ν. 3869/2010, κατά παράκαμψη της αντιστοίχου διατάξεως του άρθρου 752 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Π. Αρβανιτάκης, Η Εκούσια Δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, Γ, Ευστρατιάδης : «Ν.3869/2010 Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», σελ. 7, σε σεμινάριο επιμορφώσεως Ειρηνοδικών στην Εθνική Σχολή δικαστικών Λειτουργών) με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 79 και 741 ΚΠολΔ, καθόσον είναι πρόδηλο το επικαλούμενο έννομο συμφέρον της κυρίως παρεμβαίνουσας, λόγω του ότι οι επίδικες απαιτήσεις της δεύτερης μετέχουσας, περιήλθαν ήδη στην κυρίως παρεμβαίνουσα ως καθολικής διαδόχου. Κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με την υπό κρίση αίτηση, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην εκούσια δικαιοδοσία κατά το άρθρο 741 του ιδίου Κώδικα, από το παρόν αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο, λόγω της προδήλου με την κρινομένη αίτηση συνάφειας (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αίτησή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις, ο αιτών επικαλούμενος ότι έχει έλλειψη πτωχευτικής ικανότητος εκθέτει ότι λόγω του ότι έχει μειωθεί σημαντικά το μηνιαίο εισόδημά του, έχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους πιστωτές που αναφέρονται στην αναλυτική κατάσταση που περιέχεται στην αίτηση. Ζητεί, α) να γίνει δεκτή η αίτησή του για τη ρύθμιση των οφειλών του, με καταβολή μηδενικών δόσεων επί τετραετία, β) να επικυρωθεί το περιλαμβανόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή να τροποποιηθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθ. 7 του Ν.3869/10, με τη συγκατάθεση όλων των πιστωτών ώστε να αποκτήσει το σχέδιο ισχύ δικαστικού συμβιβασμού γ) και επικουρικά σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού να διαταχθεί η ρύθμιση των χρεών, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, με μηδενική υποχρέωση καταβολής στους πιστωτές του, δ) να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της παραπάνω ρύθμισης των οφειλών του θα απαλλαχθεί από τα χρέη του προς τους πιστωτές του, ε) να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η αίτηση με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, αρμοδίως καθ` ύλην και κατά τόπο εισάγεται να δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο, (περίοδος 1η, άρθ.3 Ν του 3869/2010), κατά την εκουσία δικαιοδοσία (άρθ. 1 περ.β του ΚΠολΔ σε συνδ με περίοδο 2η, άρθ. 3 του Ν.3869/2010 και αρθ. 739 επ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η αίτηση είναι ορισμένη, περιέχουσα όλα τα κατά νόμω απαιτούμενα στοιχεία, ενώ σαφώς περιλαμβάνει και σχέδιο ρύθμισης των οφειλών, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αίτησης, απορριπτομένων των σχετικών ενστάσεων των μετεχουσών πιστωτών, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του Ν. 3869/2010, πλην του αιτήματος α) να επικυρωθεί ή τροποποιηθεί το σχέδιο διευθέτησης κατ` άρθ. 7 του Ν. 3869/2010 το οποίο είναι μη νόμιμο, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης ή η επικύρωση του τροποποιημένου από τους διαδίκους, κατ` άρθ. 7 του Ν.3869/2010, σχεδίου, δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθ. 4 παρ.1 του Ν.3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης αφού διαπιστώσει την κατά τα άνω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφαση του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο από την επικύρωση του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο, στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αιτήσεως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές και συνεπώς το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση (Ειρ Κορίνθου 89/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), β) να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση της ρύθμισης του Δικαστηρίου θα απαλλαχθεί από τα χρέη του, το οποίο είναι απαράδεκτο, αφού η αιτούμενη αναγνώριση δεν αποτελεί υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας κατ`άρθ. 739 του ΚΠολΔ ώστε να κριθεί κατά την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διαδικασία. Πάντως το αίτημα να απαλλαχθεί ο υπερχρεωμένος οφειλέτης (και όχι η αιτουμένη αναγνώριση) από κάθε υπόλοιπο οφειλής κατ` άρθ.11 παρ.1 του Ν 3869/2010 συνιστά αίτημα και περιεχόμενο μεταγενέστερης αιτήσεως που υποβάλλει στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του αρθ. 4 παρ.1 του αυτού νόμου, ως τούτο ρητά αναφέρεται στην παρ.3 του άρθ.11 του Ν 3869/2010 σύμφωνα με το οποίο «Το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη που κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών». Ως προς το αίτημα του αιτούντα περί της καταβολής μηδενικών δόσεων προς τους πιστωτές του για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, επισημαίνεται οτι οι τροποποιήσεις του Ν. 4161/2013, πλην όσων ορίζονται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 19 Ν. 4161/2013, ισχύουν κατά το άρθρο 24 Ν. 4161/2013 άμεσα και χωρίς εξαιρέσεις. Συνεπώς, ως προς το χρονικό διάστημα αποπληρωμής, ανεξάρτητα εάν αποφασίσει το δικαστήριο την καταβολή μηδενικών δόσεων, αυτό ορίζεται πλέον από τρία έως πέντε έτη, διότι οι νέες ρυθμίσεις του άρθρου 8 παρ. 2, όπως το εδ. α΄ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 4161/2013 από 14-06-2013, ισχύουν και για τις αιτήσεις που εκκρεμούσαν πριν την τροποποίηση του Ν. 3869/2010 (ήτοι ορίζεται υποχρέωση μηνιαίας καταβολής για τον οφειλέτη για χρονικό διάστημα τριών έως πέντε ετών). Περαιτέρω για το παραδεκτό της αιτήσεως τηρήθηκε η επιβαλλόμενη προδικασία των αρθ. 2, 5 παρ.1 και 7 παρ.1 του Ν.3869/2010 και προσκομίσθηκαν εμπρόθεσμα τα προβλεπόμενα έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στην παρ.2 , του αρθ. 4 του Ν.3869/2010, ειδικότερα 1) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου από αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (βλ. αρθ. 2 παρ 2 ν.3869/2010), ο οποίος απέτυχε, σύμφωνα με την από 30-07-2011 βεβαίωση του διαμεσολαβούντα δικηγόρου Αλεξανδρούπολης Ιωάννη Ζαμπούκη, η οποία εμπρόθεσμα κατατέθηκε (άρθ. 4 παρ.2, περ.α του Ν.3869/2010) στην γραμματεία του Δικαστηρίου (11-08-2011), 2) η ένδικη αίτηση κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του αρθ. 2 παρ. 1 ν. 3869/2010 από τη αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχόντων πιστωτών και επίδοση σε αυτούς των εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1 ν. 3869/20102), 3) εμπρόθεσμα, κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου (11-08-2011) η υπεύθυνη δήλωση του αιτούντα (αρθ. 4 παρ. 2, περ.β του Ν.3869/2010), αφενός για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας, των εισοδημάτων του, των πιστωτών και των απαιτήσεων του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και 4) απέτυχε ο κατ` άρθ, 5 παρ.1 και 7 παρ.1 του Ν.3869/2010 δικαστικός συμβιβασμός, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες (βλ. έγγραφες παρατηρήσεις – αντιρρήσεις των καθ΄ών), 5) Επίσης δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρ. 13 παρ. 2 ιδίου ως άνω νόμου (βλ.σχετική βεβαίωση του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών υπ’ αριθμ. Πρωτ. ……γ/………….Περαιτέρω η αίτηση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5,6 παρ. 3, 8, 9 και 11 του ν.3869/2010, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτούντα στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη του δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του (βλ. επ΄ αυτού κατωτέρω). Επομένως πρέπει κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να εξεταστεί παραπέρα ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των πιστωτών του αιτούντα που παραστάθηκαν στην δίκη, αρνούνται την ένδικη αίτηση και προβάλλουν, τόσο με δήλωση που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά όσο και με τις εμπρόθεσμα και νομότυπα κατατιθέμενες προτάσεις τους, εκτός από τους ισχυρισμούς που άπτονται της ουσίας και θα εξετασθούν εν συνεχεία, τις ακόλουθες ενστάσεις :
Η πρώτη μετέχουσα «…………………………………………» προβάλλει την ένσταση α) καταχρηστικότητας, διότι ο αιτών επιδιώκει την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010, προτείνοντας μάλιστα την καταβολή δόσεων πολύ μικρού ύψους, μολονότι έχει περιέλθει σε δόλια αδυναμία πληρωμής των οφειλών του, επιδιώκοντας κατά τον τρόπο αυτό να καταστρατηγήσει τις διατάξεις του ως άνω νόμου. Η ένσταση αυτή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άσκησης της ένδικης αίτησης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα, το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές (βλ. σχετ. Α.Π. 1006/1999, ΕλλΔνη 40,1718, Α.Π. 392/1997, ΕλλΔνη 38, 1842, ΕφΠειρ 357/2005, Δ.Ε.Ε. 2005,1066, ΕφΛαρ 474/2005, Αρμ 2005,1768, ΕφΠατρ 964/2004, ΑχΝομ 2005,22, ΕφΘεσ 1729/2003, Αρμ 2004,1401, ΕφΘρ 221/2000, DIGESTA 2003,36). Κατά δε το μέρος που αφορά τους ανωτέρω πραγματικούς ισχυρισμούς που αφορούν στο περιεχόμενό της είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και θα ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της.
Η κυρίως παρεμβαίνουσα «………………..» προβάλλει την ένσταση της δόλιας περιέλευσης του αιτούντα σε μόνιμη κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Ο ισχυρισμός όμως αυτός της ενιστάμενης τράπεζας, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τυγχάνει απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος και, ως εκ τούτου, ως νόμω αβάσιμος διότι, ακόμη και αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, συντρέχει συνυπαιτιότητα και του ιδίου του τραπεζικού ιδρύματος ως προς την χρηματοδότηση του αιτούντα καθώς αυτό, επιδεικνύοντας το ίδιο βαρεία αμέλεια, δεν εξακρίβωσε την τυχόν επιπρόσθετη δανειακή επιβάρυνση της τελευταίας σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα – μολονότι ήταν σε θέση και μπορούσε εύκολα με τη συνδρομή της υπάρχουσας τεχνολογίας (ηλεκτρονικά συστήματα βάσεων δεδομένων «.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ», «ΔΙΑΣ», κ.λ.π. ) ( βλ. σχετικά μεταξύ πολλών τις ΕιρΑΘ 143/2011, ΕιρΑΘ 102/2011, ΕιρΑΘ 61/2011, ΕιρΧαλανδρ 4/2011, ΕιρΧαλανδρ 11/2011, ΕιρΘεσ 5182/2011 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑθ 15/2011 ΕφΑΔ 2011.677, ΕιρΠατρών 89/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, 1, Βενιέρη – Θ. Κατσά Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα 2011 σελ. 69επ. ) – ενώ ουδόλως πρέπει να αγνοηθεί και η επιθετική στρατηγική πώλησης τραπεζικών προϊόντων μέσω καταιγιστικών διαφημίσεων, που χαρακτήριζε τον σχετικό οικονομικό τομέα στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία και σχεδόν επέβαλλε στους καταναλωτές την λήψη ιδίως καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών (ΕιρΚαλυμν 1/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τους ανωτέρω λόγους άλλωστε, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν στον λεγόμενο «…υπεύθυνο δανεισμό…», ο οποίος έχει πλέον θεσμοθετηθεί και νομοθετικά με το άρθρο 8 της ΚΥΛ Ζ1-699/ΦΕΚ Β` 917/2010 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την Κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22.5.2008» των Υπουργών Οικονομικών -Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2008/48/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. σχετικά Λειβαδά Το νέο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο για την καταναλωτική πίστη 2008, Περάκη Η αρχή του υπεύθυνου δανεισμού και η πρόσφατη κοινοτική Οδηγία για την καταναλωτική πίστη σε ΧρηΔικ 2009.352επ., Τασίκα Εκφάνσεις της αρχής του υπεύθυνου δανεισμού στην καταναλωτική πίστη., η παροχή επαρκών εξηγήσεων στον καταναλωτή και η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας σε ΕπισκΕΔ 2011.337επ., Πελλένη Παπαγεωργίου Η νέα Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις καταναλωτικές συμβάσεις σε ΝοΒ 2010.275επ.), σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας και κατά κοινοτική πλέον επιταγή, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε υπεύθυνο δανεισμό των οφειλετών τους και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε υποψήφιου οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις συμβατικές του υποχρεώσεις εξυπηρετώντας τις πληρωμές του. Αν επομένως δεν το πράξουν αυτό, τότε, όχι μόνο δεν δύνανται να αρνηθούν την υπαγωγή του ανωτέρω οφειλέτη τους στην εφαρμογή του ν.3869/2010 (όπως δηλαδή νομικά αβάσιμα στην προκείμενη περίπτωση επιχειρεί η τέταρτη των καθ` ων τη αίτηση προβάλλοντας τον ανωτέρω ισχυρισμό), αλλά αντίθετα, σύμφωνα με τις διατάξεις της ανωτέρω ΚΥΑ, ο τελευταίος, (οφειλέτης) απαλλάσσεται από το κόστος της χορηγηθείσας πίστωσης περιλαμβανομένων των τόκων και έχει την υποχρέωση να καταβάλει μόνο το ποσό του κεφαλαίου σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση πίστωσης δόσεις (βλ. Ι. Βενιέρη – Θ. Κατσά ό.π. σελ. 73 και άρθρο 8 παρ.-3 της ανωτέρω ΚΥΑ). Συνεπώς σε τέτοιες περιπτώσεις και όταν πρόκειται για τραπεζικά ιδρύματα, αναγνωρίζεται πλέον ένα είδος συνευθύνης και συνυπαιτιότητας των δανειστών καθόσον δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρέωσης της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής αλλά απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές (βλ. σχετικά ΕιρΘηβών 2/2011 ΤΝ ΝΟΜΟΣ). Δολιότητα, επομένως, θα μπορούσε να νοηθεί μόνο αν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους του πιστωτικού ιδρύματος προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις του που δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των πελατών τους (βλ. σχετικά Αθ. Κρητικού Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων έκδοση 2012 σελ.57 και ενδεικτικά και μόνο τις ΕιρΚαλυμν 1/2012 ΝοΒ 2012.563, ΕιρΜουδ 2/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑλμωπ 60/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΝ.Ιωνίας 4/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πραγματικά γεγονότα όμως που ουδόλως προβάλλονται από την ενιστάμενη των καθ` ων η κρινόμενη αίτηση στην προκείμενη περίπτωση. Επιπλέον τα πιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με την υποχρέωση περί «…υπεύθυνου δανεισμού…» που θεσμοθετήθηκε πλέον νομοθετικά και στη χώρα μας με το άρθρο 8 της αμέσως ανωτέρω αναφερόμενης ΚΥΑ ( Ζ1-699/ΦΕΚ B 917/2010), σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας και όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε υπεύθυνη δανεισμό των οφειλετών τους και, ως εκ τούτου, υποχρεώνονται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε υποψήφιου οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις συμβατικές του υποχρεώσεις εξυπηρετώντας τις πληρωμές του, αν δε διαπιστώσουν ότι αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να απέχουν από το δανεισμό ακόμη και σε βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων (να μην καταρτίσουν τη σύμβαση) εφόσον αυτό προβλέπεται πλέον από το νόμο και η συμπεριφορά αυτή συμβάλει στην παγίωση της ασφάλειας στις συναλλαγές (μη επισφάλεια των χορηγούμενων πιστώσεων) και στην προστασία των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών που προσφεύγουν στον συνεχή τραπεζικό δανεισμό προφανώς για να αντιμετωπίσουν επείγουσες και ανεπίδεκτες αναβολής οικονομικές τους ανάγκες χωρίς την απαραίτητη προς τούτο προηγούμενη και νηφάλια ώριμη σκέψη ως προς τις μελλοντικές αρνητικές επιπτώσεις, ήτοι σε πλήρη αντίθεση με τα αντισυμβαλλόμενα αυτών πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, σκοπός του ν. 3869/2010, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική του έκθεση, είναι να δοθεί η δυνατότητα στους υπερχρεωμένους πολίτες να αποκτήσουν εκ νέου την αγοραστική τους δύναμη και να επανενταχθούν στο οικονομικό και καταναλωτικό περιβάλλον. Επιπλέον, η οποιαδήποτε πρόταση από τον αιτούντα για την αποπληρωμή των χρεών του στα πλαίσια του εφαρμοζομένου νόμου, η οποία ενδεχομένως να περιλαμβάνει πολλές δόσεις, με μικρό ποσό κάθε δόσης ή ακόμη και πρόταση καταβολής μηδενικών δόσεων δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, το οποίο για τον τελικό καθορισμό των καταβλητέων δόσεων, συνεκτιμά τις συνθήκες και τις ανάγκες διαβίωσης του αιτούντα, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του αιτούντα, η οποία εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και της οποίας η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης δίκης, τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, καθώς και οι παριστάμενες καθ’ ων Τράπεζες, και, παρά την ενδεχόμενη μνημόνευση ορισμένων μόνον εξ αυτών κατωτέρω, συνεκτιμώνται στο σύνολο τους χωρίς να παραλειφθεί κανένα, καθώς και από εκείνα, που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκληση τους – παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Β, Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρ. 759 αριθ, 5, Α.Π. 174/1987, ΕλλΔνη 29,129) από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρο 261, 352 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με την, αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων, (αρ. 744 ΚΠολΔ), και την έπ` ακροατηρίω προφορική διαδικασία, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή: Ο αιτών είναι γεννημένος το έτος 1984, τα τελευταία δε τρία έτη είναι άνεργος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αντίστοιχων οικονομικών ετών είναι μηδενικά (βλ. επικαλούμενα και προσκομιζόμενα). Η μη απασχόλησή του δεν οφείλεται σε οκνηρία του ή σε μη δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας, αλλά στην ψυχική ασθένεια από την οποία νοσεί. Ειδικότερα πάσχει από ψυχωσική συνδρομή σε έδαφος διαταραχής προσωπικότητας τουλάχιστον από εξαετίας. Η ασθένειά του αυτή, όπως και κάθε ψυχική ασθένεια χρόνιας μορφής, δεν είναι ποτέ πλήρως ιάσιμη, αλλά τελεί πάντα υπό τον κίνδυνο υποτροπής. Ο ίδιος ο αιτών τελεί σε καθεστώς εναλλαγής εξάρσεων και υφέσεων, τα τελευταία δε τρία έτη τελεί σε καθεστώς έξαρσης. Έκανε απόπειρες αυτοκτονίας τον 9/2006, το 10/2006, τον 07/2011, τον 05/2012 με υπερβολική λήψη φαρμακευτικών ουσιών και τον 07/2013, ακουμπώντας μία μεγάλη σιδηρόβεργα στα καλώδια της ΔΕΗ, βλ. ιατρικές βεβαιώσεις και κατάθεση μάρτυρα). Ήδη δε υπάρχει η σκέψη να τεθεί αυτός σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης (βλ. κατάθεση μάρτυρα, η οποία είναι αδελφή του). Ο αιτών εχει κριθεί ανάπηρος σε ποσοστό 67% (βλ. επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ αρθ. 619/28-05- 2009 και 814/19-07-2010 ιατρικές γνωματεύσεις της α΄ βαθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Αλεξανδρούπολης) και μέχρι πρότινος ελάμβανε προνοιακό επίδομα 625 ευρώ διμηνιαίως, ήτοι 312,50 ευρώ. Επίσης είναι εγγεγραμένος από 02-05-2011 στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ (βλ. προσκομιζόμενη κάρτα ανεργίας). Η γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής με την οποία κρίθηκε ανάπηρος, ισχύει επί τριετία και ήδη έληξε το μήνα Οκτώβριο του έτους 2013. Πλέον, θα πρέπει να πιστοποιηθεί εκ νέου η αναπηρία του και ανάλογα με το ποσοσό που θα λάβει, θα εξαρτηθεί και το εάν θα εξακολουθήσει να λαμβάνει προνοιακό επίδομα. Ο αιτών συνοικεί με τη μητέρα του, σε διαμέρισμα στην Αλεξανδρούπολη, το οποίο αυτή έχει αποκτήσει με δάνειο. Η μητέρα του πάσχει από μανιοκατάθλιψη (βλ. προσκομιζόμενες ιατρικές βεβαιώσεις) και ελάμβανε μέχρι πρότινοςπρονοιακό επίδομα 312,50 ευρώ, του οποίου η καταβολή έχει σταματήσει, διότι κατά την επανααξιολόγηση της αναπηρίας της, αυτή κρίθηκε ανάπηρη σε ποσοστό 50%.Επομένως προκύπτει ότι ο αιτών, εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει και των μειωμένων εισοδημάτων του (ελάμβανε μέχρι το 10/2012 μόνον ένα προνοιακό επίδομα ύψους 312,50 ευρώ, του οποίου πλέον η καταβολή σταμάτησε), καθώς και της αδυναμίας του, λόγω της προπεριγραφείσας κατάστασης της υγείας του να απασχοληθεί σε κάποια εργασία από την οποία τα χρήματα που αποκερδαίνει να είναι αρκετά για να καλύπτουν τις βασικές βιοτικές του δαπάνες, καθώς και τις οφειλές του προς τις τράπεζες, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δάνειά του προς τις καθ΄ών. Έως και πριν την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης του, στην αποπληρωμή των οφειλών του τον βοηθούσε η μητέρα του και η αδερφή του (βλ. κατάθεση μάρτυρα). Με βάση τα ανωτέρω και ενόψει του γεγονότος ότι ο αιτών, εκτός από την εξυπηρέτηση των ίδιων μηνιαίων δαπανών για ένδυση, διατροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, συνεισφέρει επίσης στις δαπάνες διατροφής, θέρμανσης, καταβολής λογαριασμών σε οργανισμούς κοινής ωφέλειας, για την κατοικία της μητέρας του από την οποία και φιλοξενείται και η οποία ήδη έχει απωλέσει το εισόδημά της, το οποίο συνίστατο στη λήψη προνοιακού επιδόματος 312,50 ευρώ μηναίως, το στοιχειώδες μηνιαίο κόστος διαβίωσής του, ανέρχεται στο ποσό των 450 ευρώ. Επισημαίνεται ότι κατά τον καθορισμό του μηνιαίου κόστους διαβίωσης θα πρέπει να εξισορροπηθούν, δύο αντίρροποι στόχοι, αφενός δηλαδή δεν πρέπει να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσής της αιτούσας (αρθ. 2 παρ. 1 Συντ., existenzminimum), το οποίο προσδιορίζεται βάσει κριτηρίων τόσο αντικειμενικών, με βάση το εισόδημα ή την περιουσία, όσο και υποκειμενικών, σύμφωνα με την προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, την υγεία και την ηλικία των προσώπων. Η επανένταξη δηλαδή του αιτούντα στην οικονομική και κοινωνική ζωή δια της υπαγωγής του στο Ν. 3869/2010 δεν πρέπει να γίνει σε βάρος της προσωπικής του αξιοπρέπειας και της προσωπικότητάς του στα πλαίσια που επιβάλλει το κοινωνικό κράτος και δεν θα πρέπει με τον καθορισμό από το δικαστήριο του ύψους των μηνιαίων δόσεων να επέρχεται εξαθλίωση του οφειλέτη. Αφετέρου δε, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο οφειλέτης, ο οποίος αιτείται την υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του, δηλαδή μόνο στις απολύτως απαραίτητες για το προβλεπόμενο από ο νόμο χρονικό διάστημα των τριών έως πέντε ετών. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αιτήσεως (γεγονός που δεν αμφισβητούν οι καθ΄ων με ειδική άρνηση συναγόμενης περί αυτού ομολογίας τους κατά την ερμηνευτική δικονομική μέθοδο του άρθρου 261 ΚΠλΔ) ο αιτών είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες τράπεζες, τα οποία είτε είναι εξασφαλισμένα με εγγυήσεις είτε όχι, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης εξαιρουμένων των εμπραγμάτως ασφαλισμένων, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρ. 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010). Συγκεκριμένα ο αιτών οφείλει το συνολικό ποσό των 44.627,37 ευρώ σε κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Ειδικότερα οφείλει (όλα τα προαναφερόμενα ποσά προκύπτουν από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις γνωστοποιήσεως των οφειλών της αιτούσας από τις Τράπεζες):
1) προς την Τράπεζα………….: α) από τη με αριθμό ………….. σύμβαση καταναλωτικού δανείου το ποσό των 26.652,80 ευρώ σε κεφάλαιο και τόκους, β) από τη με αριθμό 4134920165514878 σύμβαση πιστωτικής κάρτας το ποσό των 394,23 ευρώ σε κεφάλαιο και τόκους.
2) προς την ………………: α) από τη με αριθμό ……………..σύμβαση το ποσό των 14.015,77 ευρώ σε κεφάλαιο και τόκους, β) από τη με αριθμό ……………………σύμβαση πιστωτικής κάρτας το ποσό των 2.448,26 ευρώ σε κεφάλαιο και τόκους
Περαιτέρω, αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, λόγω έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του. Ειδικότερα η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται σε βαθμό πιθανολογούμενης βεβαιότητας. Παράλληλα δε η έλλειψη ρευστότητας θεμελιώνει αδυναμία πληρωμών, έστω και αν ο οφειλέτης διαθέτει ακίνητη περιουσία, η οποία όμως δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί άμεσα ή είναι δυσχερώς ρευστοποιήσιμη. Στην προκειμένη περίπτωση, τα ανωτέρω δάνεια λόγω του ύψους τους και της πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο αιτών, όπως αυτή περιγράφεται ως άνω, καθώς αυτός αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας από πολύ μικρή ηλικία, τα οποία μείωσαν την ικανότητα συνετών νοητικών λειτουργιών και σε περιόδους έξαρσης τον οδήγησαν σε υπερεκτίμηση των οικονομικών του δυνατοτήτων, τον ανάγκασαν να προσφύγει στο συνεχή δανεισμό προκειμένου να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες βιοτικές ανάγκες του και τον οδήγησαν σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη του προς τους καθ’ ων. Κατά δε την ανάληψη των ανωτέρω υποχρεώσεων, η οικογένειά του δεν ήταν ενήμερη, καθότι συνοικεί μόνον με τη μητέρα του, η οποία αντιμετωπίζει επίσης σοβαρά προβλήματα υγείας, πάσχουσα από μανιοκατάθλιψη. Στην αρχή, τα δάνεια εξυπηρετούνταν κανονικά, από τα τότε εισοδήματα του αιτούντα και της μητέρας του, οι οποίοι αμφότεροι ελάμβαναν προνοιακό επίδομα, λόγω της πάθησής τους (βλ. την κατάθεση της μάρτυρος), Στη συνέχεια, η καταβολή του επιδόματος προς τη μητέρα του αιτούντα σταμάτησε, καθώς η υγειονομική επιτροπή έκρινε αυτήν ανάπηρη σε ποσοστό το οποίο δεν δικαιολογεί καταβολή επιδόματος, ενώ και η γνωμάτευση που αφορούσε τον αιτούντα ήταν τριετούς διάρκειας, με αποτέλεσμα η καταβολή του επιδόματος να σταματήσει, έως ότου αξιολογηθεί εκ νέου η κατάσταση της υγείας του από υγειονομική επιτροπή. Παράλληλα όμως, λόγω της οικονομικής κρίσης και δυσπραγίας που επακολούθησε, της αύξησης της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, της αύξησης του κόστους των ανελαστικών δαπανών για κάθε οικογένεια, αυξήθηκαν οι μηνιαίες δαπάνες του αιτούντα και της μητέρας του και συνεπώς κατέστη ανέφικτη η αποπληρωμή των ανωτέρω οφειλών του, το γεγονός δε αυτό αποδεικνύεται και από τη σχέση της ρευστότητας του αιτούντα προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της (κατά τα ανωτέρω οριζόμενα), η υπολειπόμενη ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους. Η δε αδυναμία του αυτή δεν οφείλεται σε δόλο, εφόσον κάτι τέτοιο δεν αποδείχτηκε. Σε κάθε δε περίπτωση η επιδίωξη για ρύθμιση των χρεών του αιτούντα, υπό τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθώς η άσκηση του δικαιώματος της αυτού δεν έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, αλλά αντιθέτως κρίνεται ότι είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και δεν ασκείται άσκοπα αλλά σύμφωνα και με το σκοπό των διατάξεων του Ν.3869/2010 (βλ σχετικά αιτιολογική έκθεση) και σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες, που χαρακτηρίζουν την συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου. Επιπλέον, αφού ο νόμος 3869/2010 παρέχει το δικαίωμα στον αιτούντα να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του και εφόσον πληρεί τις προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμισθούν οι οφειλές του, αναπόδραστη συνέπεια θα είναι η απώλεια εισοδημάτων των πιστωτών του, αποτέλεσμα που αποτελεί δικαιοπολιτική επιλογή του νομοθέτη, ενώ η επιλογή του αιτούντα να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του νόμου, συνιστά νόμιμο δικαίωμά του και από μόνη αυτή την επιλογή δεν θεμελιώνεται καταχρηστικότητα, απορριπτόμενης κατ’ επέκταση της σχετικής ενστάσεως περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των καθ’ ων η αίτηση. Επιπλέον η καταφυγή στον δανεισμό για να αντιμετωπίσει ο αιτών την έλλειψη ρευστότητος, ήταν μια λανθασμένη, πλην όμως συνήθης επιλογή κατά το διάστημα που κατέφυγε αυτός στον δανεισμό, η οποία καλλιεργήθηκε στους πολίτες από τα πιστωτικά ιδρύματα αλλά και δεν ρυθμίσθηκε ως έπρεπε από την πολιτεία, ως τούτο προκύπτει από την γενική πείρα αλλά και από τις παραδοχές της αιτιολογικής εκθέσεως του Ν.3869/2010 «Η εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας υπό την απουσία θεσµών συµβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόµενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόµενες καταστροφικές συνέπειές της» (βλ. ενδεικτικά ΕιρΚαβ 213/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι ανωτέρω δε διαπιστώσεις, συνεπικουρούνται στην προκειμένη περίπτωση και από την ίδια την κατάσταση υγείας του αιτούντα, η οποία δεν του επέτρεπε να προβεί σε λογικές οικονομικές σταθμίσεις, ιδίως όταν τελούσε σε κατάσταση έξαρσης της νόσου του. Επιπλέον, ο αιτών, ως άτομο με αναπηρία, απολαμβάνει της αυξημένης προστασίας από την Πολιτεία, όπως αυτό προβλέπεται και από το άρθρο 21 παρ. 6 Συντ και συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση, η συνταγματική επιταγή της συμμετοχής και επανένταξης στην οικονομική και κοινωνική ζωή των ατόμων με αναπηρία, υλοποιείται με την υπαγωγή του αιτούντα στις ευεργετικές ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 Υπό τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται και ειδικότερα ότι ο αιτών, ο οποίος έχει πτωχευτική ικανότητα, έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών του. Το προταθέν σχέδιο διευθέτησης των οφειλών τηου, δεν έγινε δεκτό από τις δανείστριες τράπεζες και συνεπώς πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κατ’ άρθ. 8 επ. του Ν.3869/2010 ρύθμιση των οφειλών του αιτούντα από το Δικαστήριο, μη υπαρχουσών αμφισβητουμένων απαιτήσεων.
Επίσης, ο αιτών διαθέτει τα εξής περιουσιακά στοιχεία: 1) ένα δίκυκλο μοντέλο Kawasaki, έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2005. Το δίκυκλο αυτό όχημα, με βάση την κοινή πείρα δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση κατά τρόπο που να παρέχει προσδοκία απολήψεως αναλόγου ανταλλάγματος, γιατί δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, αλλά ούτε και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτριών της, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεως κλπ.), γι` αυτό κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ` άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3869/2010 εκποίηση του. Περαιτέρω ο αιτών δεν έχει καταθέσεις, ούτε μερίσματα, μετοχές ή ομόλογα.
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα συντρέχουν συμπλεκτικά οι θετικές και ελλείπουν οι αρνητικές προϋποθέσεις στο πρόσωπο του αιτούντα για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του νόμου της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 8 ν. 3869/2010, περί καταβολής μηδενικών μηνιαίων δόσεων, διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι το καθαρό εισόδημα του οφειλέτη- αιτούντα (312,50 ευρώ μηνιαίως και ήδη μηδενικό από τον Οκτώβριο του 2013) είναι ανεπαρκές για την κάλυψη των μηνιαίων στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του, δεδομένης της σημερινής δεινής οικονομικής κατάστασης του αιτούντα, αφού, αδυνατεί να έχει μια φυσιολογική ζωή, όπου θα καλύπτονται οι βασικές βιοτικές ανάγκες του και αδυνατεί επίσης να ανταπεξέλθει και στην υποχρέωση διατροφής της μητέρας του, με την οποία συνοικεί και η οποία επίσης στερείται πλέον εισοδήματος. Περαιτέρω κρίνεται οτι στο εντεύθεν χρονικό διάστημα των επόμενων μηνών, τα εισοδήματα του αιτούντα δεν θα αυξηθούν. Ακόμη και αν κριθεί εκ νέου ανάπηρος, σε ποσοστό το οποίο να δικαιολογεί τη λήψη προνιακού επιδόματος, αυτό θα είναι πενιχρό (312,50 ευρώ λάμβανε έως πρότινος ο αιτών), θίγοντας αυτά τα ίδια τα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ούτε όμως θα καταφέρει ο αιτών, παρά το νεαρό της ηλικίας του να ανεύρει μία θέση εργασίας (χειρωνακτική ή μη, πλήρους ή μερικής απασχόλησης), ώστε να κερδίζει ένα ικανοποιητικό ποσό για την κάλυψη τόσο των βιοτικών του αναγκών όσο και της αποπληρωμής των οφειλών του προς τις καθ΄ών πιστώτριες. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο, λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει ο αιτών (σχιζοφρένεια με αυτοκτονικό ιδεασμό). Οι δε άνθρωποι που πάσχουν από σχιζοφρένεια παρουσιάζουν προβλήματα στην εξέλιξη των νοητικών τους διαδικασιών. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε ψευδαισθήσεις, παραλήρημα, αποδιοργανωμένη σκέψη, και παράδοξο λόγο ή συμπεριφορά. Τα συμπτώματα της διαταραχής επηρεάζουν την ικανότητα του ατόμου να αλληλεπιδρά με άλλους ανθρώπους και συχνά οι πάσχοντες αποσύρονται από την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Περαιτέρω, οι φαρμακευτικές ή άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις μπορούν να βοηθήσουν ουσιαστικά στη μείωση και τον έλεγχο των συμπτωμάτων της νόσου, αλλά πουθενά δεν γίνεται λόγος για πλήρη ίαση στην ιατρική βιβλιογραφία. Τα συμπτώματα της νόσου, κατά περιόδους οξύτερα ή αμβλυμένα ενυπάρχουν στον ασθενή καθόλη τη διάρκεια του βίου του και συνεπάγονται σοβαρή επιβάρυνση στους δείκτες καθημερινής, κοινωνικής και επαγγελματικής λειτουργικότητας με διαταραχές προσοχής, συγκέντρωσης, μνημονικής συγκράτησης και εκτελεστικών λειτουργιών. Οι πιθανότητες υποτροπής είναι αυξημένες, ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας και ένα μικρόποσοστό εξ αυτών τελικώς αυτοκτονούν. Λόγω των γενικών αυτών συμπτωμάτων της νόσου, όπως επιβεβαιώνονται και στην υπό κρίση περίπτωση από την υπ. άρθ. 1091/29-11-2013 ιατρική γνωμάτευση του ΠΓΝ Αλεξανδρούπολης, το Δικαστήριο κρίνει οτι πρέπει να εκκαθαρίσει «οριστικά» το θέμα της απαλλαγής του αιτούντα από τα χρέη του, καθότι κρίνει οτι η παρούσα οικονομική του κατάσταση σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει είναι μη αναστρέψιμη και αποκλείεται η εντός τριετίας αισθητή βελτίωση αυτής, καθώς και αν ακόμη κριθεί εκ νέου ανάπηρος με το ίδιο ποσοστό αναπηρίας που είχε κριθεί και προγενέστερα, θα εξακολουθεί να λαμβάνει το προνοιακό επίδομα των 312,50 ευρώ, το οποίο σαφώς και δεν επαρκεί ούτε για τη διαβίωση του ιδίου, ούτε και για τη συνεισφορά στις δαπάνες συντήρησης, της οικίας της μητέρας του, στην οποία αμφότεροι διαμένουν. Επισημαίνεται οτι και η μητέρα του αιτούντα βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση, διότι έχει σταματήσει να της καταβάλεται το προνοιακό επίδομα που αποτελούσε το κύριο έσοδό της. Ούτε όμως ο αιτών είναι ικανός προς εργασία, έστω και υποαπασχόληση, δεδομένης της έξαρσης των συμπτωμάτων της νόσου του, με αυτοκτονική συμπεριφορά, τα οποία συμπτώματα θα τον καθιστούσαν δυσλειτουργικό είτε επρόκειτο για άσκηση σωματικής είτε πνευματικής εργασίας. Περαιτέρω, η οριστική απαλλαγή του αιτούντα από τα χρέη του με ορισμό μηδενικών καταβολών, δεν συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση των καθ΄ών η αίτηση τραπεζών, δεδομένου οτι οι οφειλές στην πρώτη συμποσούνται στα 27.047,03 ευρώ και στη δεύτερη στα 16.464,03 ευρώ. Συνεπώς πρόκειται για ποσά δανεισμού που κινούνται σε επίπεδα κατώτερα του μέσου όρου και δεδομένου του εξαιρετικού χαρακτήρα της ρύθμισης, της οποίας σπάνια εμφανίζεται η ανάγκη για εφαρμογή, δεν διαταράσσονται σε σημαντικό βαθμό τα οικονομικά συμφέροντα των τραπεζών. Άλλωστε τα ποσά από την καταβολή των οποίων απαλλάσσονται οι οφειλέτης-αιτούντες, κατόπιν της δικαστικής ρύθμισης των χρεών τους στα πλαίσια του νόμου 3869/2010 και καταβολής των οριζόμενων από το δικαστήριοδόσεων, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των αιτούντων, είναι ενίοτε υψηλότερα από τις οφειλές του αιτούντα εν προκειμένω. Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο, προσδιορίζει με την παρούσα, μηδενικές μηνιαίες καταβολές στις καθ` ων πιστώτριες, επί τετραετία, η οποία εξικνείται από τον πρώτο μήνα μετά την κοινοποίηση στον αιτούντα της παρούσας απόφασης.
Κατά συνέπεια των παραπάνω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη και κατ` ουσία και να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντα, με την οριστική ρύθμιση με μηδενικές καταβολές των πληρωμών των οφειλών του προς τις καθ` ων η αίτηση-πιστώτριες τραπεζικές εταιρίες, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά την κοινοποίηση στον αιτούντα της παρούσας απόφασης. Τέλος δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του Ν.3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την αίτηση και την προφορικώς ασκηθείσα κύρια παρέμβαση. Απορρίπτει ο,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Ρυθμίζει τα χρέη του αιτούντα με τον οριστικό ορισμό μηδενικών καταβολών επί μια τετραετία, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά την κοινοποίηση στον αιτούντα της παρούσας απόφασης.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιανουαρίου 2014, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων αυτών.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://nomikostypos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου