487/2014 ΑΠ ( 625129)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αναγνωριστική αγωγή ακινήτου κατά δημοσίου. Κτήση κυριότητας επί ακινήτου κείμενου εντός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923 ή εντός..
οικισμού κάτω των 2.000 κατοίκων κατ’ άρθρο 4 παρ. 1, 2 του Ν. 3127/2003. Στη περίπτωση αυτή σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρθρου 1042 ΑΚ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ. οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Αμφισβήτηση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από το δημόσιο. Μη υπαγωγή του ακινήτου στις ρυθμίσεις του ν. 998/1979 από τον χρόνο ένταξης αυτού στο σχέδιο πόλεως και εφόσον δεν πρόκειται περί κοινόχρηστου χώρου ή χώρου πρασίνου. Πολιτική δικονομία. Αοριστία αγωγής. Διάκριση αυτής σε νομική και ποσοτική ή ποιοτική αοριστία. Έννοιες. Στοιχεία για το παραδεκτό του ισχυρισμού περί ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 4935/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αναγνωριστική αγωγή ακινήτου κατά δημοσίου. Κτήση κυριότητας επί ακινήτου κείμενου εντός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923 ή εντός..
Αριθμός 487/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Γ. Σ. του Β., κατοίκου .... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Βλάχο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/12/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 134/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 4935/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 25/1/2011 αίτησή του, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 9ης/5/2012 οπότε ματαιώθηκε. Την υπόθεση επαναφέρει ο καλών με την από 11/5/2012 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Ρουμπής ανέγνωσε την από 22/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη στο σύνολο της της από 25-1-2011 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ` αριθμ 4935/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα (Ολ. Α.Π. 18/1998). Η δε ποιοτική αοριστία, δηλαδή η επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αριθμούς 8 και 14 αντιστοίχως του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Oλ.AΠ.15/2000), αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν αναφέρονται σ`αυτή ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή μη λαμβάνοντας υπόψη τέτοια γεγονότα. Ο ισχυρισμός περί ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής, για να είναι παραδεκτός, πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως επίσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προτάθηκε παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος. Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης που φέρεται προς συζήτηση με την από 11-5-2012 κλήση του αναιρεσιβλήτου, προβάλλεται, κατ` εκτίμηση του λόγου αυτού, ότι το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην από τον αριθμ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια και ειδικότερα στο ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, δηλονότι δεν έκρινε απορριπτέα ως αόριστη την ένδικη αναγνωριστική αγωγή. Οπως, όμως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), σ`αυτό εκτίθενται με πληρότητα (εμπεριέχοντας σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα) και σαφήνεια, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ) όλα τα θεμελιούντα την ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και ιδιαίτερα οι πράξεις νομής επί του επιδίκου από τον ενάγοντα και τους δικαιοπαρόχους του (άμεσους και ανώτερους), ως στοιχείο της απόκτησης της κυριότητάς του και με χρησικτησία κατά τις διατάξεις του αρθ.4 παρ.1 και 2 του ν. 3127/2003. Επομένως το Εφετείο δεν έσφαλε κρίνοντας την ένδικη αγωγή, όπως και το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορισμένη και περαιτέρω νόμιμη. Γι`αυτό ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 Ν. 998/1979 οποιοσδήποτε επικαλείται ή αξιώνει δικαίωμα εμπράγματο ή μη επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 74 του νόμου αυτού εδαφών, οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του. Με τη διάταξη αυτή, δηλαδή, εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου το οποίο συνίσταται στην απαλλαγή του από το βάρος απόδειξης της ιδίας του κυριότητας επί των δασών, δασικών εκτάσεων κ.α. και μετατίθεται το βάρος απόδειξης στον επικαλούμενο υπέρ αυτού δικαίωμα κυριότητας. Αφετέρου με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι "ιδιοκτησίας" θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Με το άρθρο δε 24 παρ.1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ`Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζονται τα εξής: "Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός ... Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων ...... Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δημοσίων δασικών εκτάσεων, εκτός εάν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον". Εξάλλου, στο άρθρο 3 του ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας" (Α` 289), όπως οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν από την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3208/2003 "Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις" (Α` 303), ορίζονται τα εξής: "1 ... 5. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, καθώς και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ή έχουν κηρυχθεί με πράξη της αρμόδιας αρχής ως δασωτέες ή αναδασωτέες. 6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου: α) ..... β) ...... γ)... δ)... ε) Αι περιοχαί δια τας οποίας υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923 ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του Ν. 947/1979 και στ) ...". Στο άρθρο 4 παρ. 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "Από της απόψεως της θέσεως των δασών και δασικών εκτάσεων εν σχέσει προς τους χώρους ανθρωπινής εγκαταστάσεως και δραστηριότητος, διακρίνονται: α) Πάρκα και άλση εντός των πόλεων ή των οικιστικών περιοχών..." και στο άρθρο 49 παρ. 1 ότι "Τα εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή πολεοδομικής ζώνης ή εντός οικιστικής περιοχής υφιστάμενα πάρκα, άλση και δενδροστοιχίαι, ... δεν δύνανται να μεταβάλουν προορισμόν ή χρήσιν". Περαιτέρω, στο άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3208/2003 ορίζεται ότι "Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων, δημοσίων και ιδιωτικών, εκτός εάν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον κατά τις ειδικές προβλέψεις της εν γένει δασικής νομοθεσίας". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ως πάρκα ή άλση, που βρίσκονται σε περιοχές εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του Συντάγματος και των διατάξεων του ν. 998/1979, θεωρούνται οι αντίστοιχοι χώροι που προβλέπονται από το ισχύον στην περιοχή ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου. Οι ανωτέρω προστατευτικές των δασών και δασικών εκτάσεων συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις δεν καταλαμβάνουν, κατά συνέπεια, χώρους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται στο οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ως οικοδομήσιμοι, έστω και αν η τυχόν υφιστάμενη επ` αυτών βλάστηση θα δικαιολογούσε, ενδεχομένως, την εισαγωγή ρυμοτομικής ρυθμίσεως περί χαρακτηρισμού των ως κοινοχρήστων χώρων πρασίνου. Και τούτο, διότι για να θεωρηθεί μια ρυμοτομική ρύθμιση ως μη ισχύουσα, δεν αρκεί η συνδρομή λόγων που θα δικαιολογούσαν ή θα επέβαλαν την άρση της, αλλά απαιτείται, σύμφωνα άλλωστε και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η έκδοση αντίθετης πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2 του Ν. 3127/2003, σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων που έχει ο οριοθετηθεί ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ. οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003, πρέπει ο νομέας, μεταξύ άλλων, να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθηση του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου. Ο νομέας θεωρείται κακής πίστης μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται στον χρόνο νομής του διαδόχου. Με την άνω ρύθμιση εισάγεται μια σημαντική τομή στις διατάξεις για την προστασία των δημοσίων κτημάτων, καθώς υπό τους εκεί ειδικά προβλεπόμενους όρους θεσπίζεται ένα είδος χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου σε αστικά ακίνητα. Οι παραπάνω διατάξεις τέθηκαν κατά τροποποίηση των ν. 2308/1995 και 2664/1998, προκειμένου να αρθούν οι αμφισβητήσεις που είχαν προκύψει κατά τη σύνταξη του κτηματολογίου των διαφορών κυριότητας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών σε ακίνητα που κατείχαν από πολλών ετών και αμφισβητούσε την κυριότητα τους το Ελληνικό Δημόσιο και με αυτές αναγνωρίζεται πλέον σε ιδιώτες το δικαίωμα να επικαλεστούν τρόπο κτήσης κυριότητας την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του δημοσίου, υπό τους ειδικούς όρους του εν λόγω άρθρου, με διαφοροποίηση, όμως, από το άρθρο 1045 ΑΚ, ότι πρέπει να συντρέχει κατά την κτήση της νομής το στοιχείο της καλής πίστης. Τέλος ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο κάνει κακή εφαρμογή του κανόνα, με εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων που δέχεται στον εφαρμοσθέντα κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ο δε κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται (ιδίως) όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου δεν εμπίπτουν στο δεύτερο των προαναφερομένων αναιρετικών λόγων οι προβαλλόμενες ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές με σαφήνεια διατυπωμένου αποδεικτικού πορίσματος (άρθρο 562 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ως αποδειχθέντα από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν σ`αυτό οι διάδικοι, τ` ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της υπ`αριθμ..../5- 12-1969 δημόσιας διαθήκης που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Αθηνών ..... ....... ..... ...... και η οποία δημοσιεύθηκε στις 27-11-1975 με το υπ` αριθ. 2460/1975 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η Τ. Σ., (μητέρα του ενάγοντος) που απεβίωσε στις 13-11-1975, στο Ίνσμπουργκ της Αυστρίας, κατέλειπε μεταξύ άλλων ως κληρονομιά στον ενάγοντα δύο τεμάχια αγρού κείμενα εκτός σχεδίου πόλεως στη θέση Λουτρόπυργος (Κερατόπυργος), της περιφέρειας του Δήμου Μεγάρων, επιφανείας 626 τ.μ. έκαστο, και συνορεύουν το μεν πρώτο προς Βορρά και επί πλευράς 17,80μ. με ιδιοκτησία αγνώστου, Νότια επί πλευράς 18 μ. με την οδό Αριστοτέλους, Ανατολικά επί πλευράς 35μ. με ιδιοκτησία Τ. Σ. και Δυτικά επί πλευράς 35μ. με ιδιοκτησία αγνώστου, το δε δεύτερο προς Βορρά και σε πλευρά 17,80 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου, Νότια σε πλευρά 18 μ. με την οδό Αριστοτέλους, Ανατολικά σε πλευρά 35μ. με την οδό Ξενοφώντος και Δυτικά σε πλευρά 35μ. με ιδιοκτησία Τ. Σ.. Η παραπάνω δε κληρονομιά του ενάγοντος βεβαιώθηκε με το υπ` αριθ. 442/1976 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου του γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν εκδόσεως της υπ` αριθ. 1104/1976 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (εκούσια δικαιοδοσία). Την παραπάνω κληρονομιά ο ενάγων αποδέχθηκε με την υπ` αριθ. .../24-10-1995 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ....... ..... ...... ............. , η οποία μεταγράφηκε νόμιμα (βλ. το υπ` αριθ. 3092/1-11-1995 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Μεγάρων). Ο ενάγων υπέβαλε ενώπιον της Εφορίας κληρονομιών Αθηνών την από 20-11-1976 αρχική δήλωση φόρου κληρονομιάς, στην οποία περιλαμβάνοντο τα ως άνω ακίνητα και προσδιορίστηκε ο φόρος για την παραπάνω κληρονομιά. Τα ακίνητα αυτά περιήλθαν στην Τ. Σ., κατόπιν αγοράς από την ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "…", δυνάμει του υπ` αριθ. .../5-2-1949 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών .............. .............. ... , το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα (βλ. το υπ` αριθ. 500/27-3-2008 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακος Μεγάρων). Στην ως άνω εταιρία τα ακίνητα αυτά περιήλθαν με αγορά από τον Ι. Λ. του Α. δυνάμει του υπ` αριθ. .../1938 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ............ ................ το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Μεγάρων (βλ. σχετική σφραγίδα επί του προσκομιζομένου ως άνω συμβολαίου). Στον Ι. Λ. του Α. περιήλθαν κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου από αγορά από τους αδελφούς Γ. και Κ. Σ. δυνάμει του υπ` αριθ. .../19-1-1889 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μεγάρων ........ ....... ...... το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα (βλ. σχετική σφραγίδα επί του προσκομιζομένου ως άνω συμβολαίου). Κατά δε το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ο πωλητής Ι. Λ. επικαλείται στο ως άνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας (.../1938) προφορική διανομή με τους συνιδιοκτήτες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το Π.Δ 18835/6-8-1998 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 796/12-10-1998 (τεύχος Δ), εγκρίθηκε το πολεοδομικό σχέδιο των περιοχών "Λουτρόπυργος", "Νεράκι" (τμήματα των πολεοδομικών ενοτήτων "Λουτρόπυργος" και "Νεράκι"), του Δήμου Νέας Περάμου και Αγίας Τριάδας (πολεοδομική ενότητα Αγία Τριάδα) του Δήμου Μεγαρέων. Σύμφωνα δε με το προσκομιζόμενο από Φεβρουάριο του 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Β. Μ., τα δύο ως άνω όμορα ακίνητα εμφανίζονται ως ένα ενιαίο οικόπεδο το οποίο προσδιορίζεται κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις, έκταση και λοιπά στοιχεία ως εξής: περικλείεται περιμετρικά από τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α και βρίσκεται στην θέση Λουτρόπυργος της περιφέρειας του Δήμου της Νέας Περάμου του νομού Αττικής στο Ο.Τ. Γ220, Τομέας ΙΑ. Συνορεύει Βόρεια σε πλευρά Ε-Γ συνολικού μήκους 35,65 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστων, Νότια σε πρόσωπο Α-Β μήκους 35,90 μέτρων με την οδό Αριστοτέλους πλάτους 10 μέτρων, Ανατολικά σε πρόσωπο Β-Γ μήκους 34,85 μέτρων με την οδό Ξενοφώντος πλάτους 11 μέτρων και Δυτικά σε πλευρά Α-Ε μήκους 34,85 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστων. Η συνολική έκταση του είναι 1.245,83 τ.μ. Είναι εντός σχεδίου πόλεως μετά την κατά τα ως άνω ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως και άρτιο και οικοδομήσιμο, σύμφωνα με την δήλωση του Ν. 651/1977 του ως άνω τοπογράφου μηχανικού. Περαιτέρω, εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 1337/1983 περί εισφοράς σε γη και σε χρήμα. Η πράξη δε εφαρμογής δεν έχει κυρωθεί ακόμη με σχετική απόφαση του Νομάρχη (βλ. την υπ` αριθ. πρωτ. 2113/10-3-2006 βεβαίωση του Δήμου Ν. Περάμου). Από τα παραπάνω επίσης αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι με την υπ` αριθ. 228/2004 απόφαση του ΟΚΧΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 591/21-4-2004 τεύχος Β, εντάχθηκε σ` αυτό η περιοχή της Ν. Περάμου Αττικής από 23-4-2004. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο υπέβαλε την από 10-2-2002 δήλωση ενώπιον του Εθνικού Κτηματολογίου Δ. Αττικής του Δήμου Νέας Περάμου, περί της κυριότητας του επί του ως άνω ακινήτου, λόγω του τεκμηρίου κυριότητας αυτού ενόψει του δασικού του χαρακτήρα. Εν συνεχεία δε καταχωρήθηκε ως αρχική εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο, που τηρείται στο κτηματολογικό γραφείο Μεγάρων, ως κύριος αυτού με ΚΑΕΚ ...... .... .../0/0 το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Το τελευταίο επικαλείται την κυριότητα αυτού λόγω του δασικού του χαρακτήρα, σύμφωνα με το υπ` αριθ. πρωτ. 516/14-4-2008 έγγραφο της δ/σης Δασών Δυτ. Αττικής Τμήμα Δασ. Χαρτ/σεων, κατά το οποίο στις αεροφωτογραφίες του έτους 1998 και 1945 τμήμα του επιδίκου εμβαδού 1125 τ.μ στον υπό ανάρτηση δασικό χάρτη του Δήμου της Ν. Περάμου, εμφανίζεται ως δασική έκταση, αποτελεί δε τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης. Όμως, από την ένταξη του επιδίκου στο σχέδιο πόλεως, σύμφωνα με όσα στην μείζονα σκέψη αναφέρονται, ενόψει του ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν ισχυρίστηκε για το επίδικο ακίνητο ότι σύμφωνα με το ισχύον πολεοδομικό σχέδιο πρόκειται για κοινόχρηστο χώρο ή χώρο πρασίνου, δεν υπάγεται στο ν.998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας". Αποδείχθηκε εξάλλου, από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία ότι από του έτους 1949, που η μητέρα του ενάγοντος αγόρασε το επίδικο, το περιέφραξε και το επισκεπτόταν συχνά, προκειμένου να το επιθεωρεί και να το επιμελείται. To έτος 1970 τοποθέτησε καινούργια περίφραξη. Εν συνεχεία, μετά το θάνατο της, ο ενάγων αποδεχόμενος κατά τα ανωτέρω την κληρονομιά της μητέρας του, δήλωσε το κληρονομιαίο ακίνητο στην αρμόδια εφορία προκειμένου να καταβάλει το φόρο κληρονομιάς και ανέλαβε την μέριμνα και την φροντίδα του επιδίκου. Επειδή ήταν κάτοικος εξωτερικού, κατά κανόνα επιμελείτο και εφρόντιζε αυτό ο εξάδελφος του Π. Ι., κατόπιν εντολών του, μέχρι του έτους 1997 που απεβίωσε. Φρόντιζε για την επιδιόρθωση της περιφράξεως και την κοπή και απομάκρυνση των άγριων χόρτων. Το έτος 2002, φρόντισε για την επιδιόρθωση της περιφράξεως, στα σημεία που είχε καταστραφεί και κοπεί, εν συνεχεία κατέβαλε το τέλος ακίνητης περιουσίας....Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν ο ενάγων αλλά και η δικαιοπάροχος μητέρα του κατείχαν και ενέμοντο το επίδικο ακίνητο για χρονικό διάστημα άνω των δέκα ετών μέχρι του έτους 2003 ήτοι από το έτος 1949, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία που είχε καταρτιστεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, αλλά και άνω των τριάντα ετών. Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι τόσο ο ενάγων όσο και η μητέρα του κατά τον χρόνο κτήσης της νομής του επιδίκου βρισκόταν σε καλή πίστη δηλαδή είχαν την πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω γνώριζαν ότι δεν έγιναν κύριοι ή από βαριά αμέλεια το αγνοούσαν. Στην παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου συνηγορεί και το γεγονός ότι το επίδικο περιήλθε και στους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος και της μητέρας του δυνάμει των προαναφερομένων τίτλων που είχαν μεταγραφεί, και στους οποίους περιγράφεται το επίδικο ως αγροί καλλιεργήσιμοι με ελαιόδενδρα. Αποδείχθηκε ακόμη ότι, ποτέ δεν είχε αμφισβητηθεί το δικαίωμα τους από το εναγόμενο, το οποίο ουδέποτε επιτήρησε φύλαξε με αρμόδια δασικά όργανα το επίδικο, εξέδωσε δασικές απαγορευτικές διατάξεις. Το πρώτον δε στις 10-2-2002, υπέβαλε την ως άνω δήλωση ενώπιον του Εθνικού Κτηματολογίου Δ. Αττικής του Δήμου Νέας Περάμου, χωρίς όμως να ενημερωθεί για αυτό ο ενάγων. Εξάλλου, στις 15-1-2010, δηλαδή μετά την εγγραφή του εναγομένου στο ως άνω κτηματολόγιο και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, εκδόθηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. κατοίκων εξωτερικού το εκκαθαριστικό σημείωμα του ενιαίου τέλους ακίνητης περιουσίας (ΕΤΑΚ), για το επίδικο, με το οποίο του καταλογίστηκε από το Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 146,15 ευρώ το οποίο και κατέβαλε στις 18-2-2010 (βλ. τα προσκομιζόμενα έγγραφα της Δ.Ο.Υ. κατοίκων εξωτερικού, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν κατ` άρθ. 529 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Με βάση λοιπόν τα όσα αποδείχθηκαν ο ενάγων κατέστη κύριος του εν λόγω ακινήτου με τα προσόντα του άρθρου 4 του ν.3127/2003. Το εναγόμενο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι η κυριότητα του επιδίκου ανήκει σ` αυτό και ειδικότερα α) τμήμα αυτής αποτελεί έκταση με δασικό ανέκαθεν χαρακτήρα, γεγονός που καθιερώνει τεκμήριο κυριότητας του, κατ` άρθ. 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 και ότι αφού δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 3 του β.δ της 17/29-11-1836 περί ιδιωτικών δασών ειδική διαδικασία για την αναγνώριση του, ως ιδιωτικού δάσους τεκμαίρεται ότι ανήκει στο Δημόσιο, β) ότι περιήλθε στην κυριότητα του, ως κτήμα ανήκον στο Οθωμανικό Δημόσιο βάσει της Συνθήκης Κων/πόλεως γ) ότι υπήρξε ανέκαθεν βοσκότοπος ή λιβάδι επί της οποίας εξ αυτού του λόγου το ίδιο έχει τεκμήριο κυριότητος δ) ότι κατελήφθη ως αδέσποτο ε) ότι περιήλθε σ` αυτό με έκτακτη χρησικτησία από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους. Ο πρώτος εξ αυτών των ισχυρισμών κρίνεται μη νόμιμος και εκ του λόγου τούτου απορριπτέος καθόσον από της εντάξεως του εν λόγω ακινήτου στο σχέδιο πόλεως και εφόσον δεν πρόκειται περί κοινόχρηστου χώρου ή χώρου πρασίνου, αυτό δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του ν. 998/1979, "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας". Επίσης, ο ισχυρισμός ότι το επίδικο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο "δικαιώματι πολέμου", ως ανήκον σε Τούρκους υπηκόους τυγχάνει μη νόμιμος, αφού η Αττική, δεν καταλήφθηκε από το Ελληνικό κράτος, δια των όπλων αλλά παραχωρήθηκε με συνθήκη και με τον όρο του σεβασμού των αστικών δικαιωμάτων των ιδιωτών, σύμφωνα με όσα στην μείζονα σκέψη αναφέρονται. Ακόμη, ο ισχυρισμός ότι κατελήφθη υπό του εναγομένου ως αδέσποτο, τυγχάνει παντελώς αόριστος, αφού δεν αναφέρεται η βούληση εγκατάλειψης αυτού, υπό του κυρίου του. Περαιτέρω, άπαντες οι παραπάνω ισχυρισμοί του εναγομένου κρίνονται ως αβάσιμοι κατ` ουσίαν καθόσον σύμφωνα με όσα αναφέρονται ακόμη και αν είχε θεμελιωθεί κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, κατά ένα από τους ως άνω τρόπους, αυτή έχει πλέον καταλυθεί κατ` εφαρμογή του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 και συντρεχόντων των προϋποθέσεων που προβλέπει αυτό, κατά τα ανωτέρω". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του το Εφετείο και ενόψει του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του είχε απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη κατ` ουσίαν, κατέληξε στην παραδοχή ως βάσιμου κατ` ουσίαν της εφέσεως, στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης κρατώντας δε την υπόθεση και δικάζοντας την ένδικη αγωγή δέχθηκε αυτήν ως κατ`ουσίαν βάσιμη ως προς αμφότερα τα αιτήματά της (αναγνώριση της κυριότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου επί του επιδίκου ακινήτου και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής ως προς την κυριότητα του ακινήτου αυτού στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο που τηρείται στο κτηματολογικό γραφείο Μεγάρων). Ετσι που έκρινε το Εφετείο επί της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 24 παρ.1 του Συντάγματος 3, 62 παρ.1 του ν.998/1979, 3 παρ.1 του ν.3208/2003, 4 παρ.1, 2 του ν.3127/2003, 1003, 1041, 1045, 1051, 1193, 1198, 1700, 1784 και 1846 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΒΡΔ περί τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας (ν.8 παρ. και ν.1 παρ.1 κωδ. (7.39), Βασ. Ν9 παρ.1 (50.14), ν.1 πρ.3, 10 15, 48 παν.(41.3) και ν.20 παρ.12 παν. (5.3), ν. 25 παν. (24.1) ν.27 πανδ. (18.1), ν.10, 13, παν.1, 17, 48 παν. (41.30), ν.5 παν. (47.1), ν.3 παν. (41.10), ν.7 παρ.6 παν. (41.4), ν.109 παν. (50.16). Εξάλλου διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την κτήση της κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου από τον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο και την επί του επιδίκου διενέργεια πράξεων νομής εκ μέρους του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή όχι εφαρμογή των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου που εφάρμοσε και έτσι δεν στερείται νόμιμης βάσης. Συνακόλουθα οι από τους αριθμ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ σχετικοί λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης με τους οποίους υποστηρίζει το αναιρεσείον τα αντίθετα των παραπάνω είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατ`ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ως ηττώμενο, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ και 22 παρ.1 του ν.3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-1-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ`αριθμ.4935/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου