Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η μεταβίβαση κάποιου
περιουσιακού αγαθού ενεργήθηκε στα πλαίσια μιας σύμβασης, η αιτία της ..
οποίας αποδείχτηκε εκ των υστέρων ελαττωματική ή ανύπαρκτη, με
αποτέλεσμα την επαύξηση της περιουσίας του αποκτώντος «αδικαιολογήτως»,
χωρίς να αποκλείονται και περιπτώσεις, όπου ο πλουτισμός αυτός επήλθε
δια της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του πλουτήσαντος. Προς άρση των
άδικων αυτών αποτελεσμάτων, ο νομοθέτης προνόησε να προβλέψει μια ενοχή
ιδιάζουσας φύσης, με δανειστή το πρόσωπο που υπέστη την περιουσιακή
απώλεια και οφειλέτη τον πλουτήσαντα. Την ενοχή από αδικαιολόγητο
πλουτισμό.Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς, ότι βασική προϋπόθεση της ευθύνης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η θετική ή αποθετική αύξηση της περιουσίας του λήπτη, που έγινε με την χωρίς νόμιμη αιτία μετακίνηση οικονομικών στοιχείων από την περιουσία άλλου ή με ζημία του τελευταίου. Εάν η περιουσιακή μετακίνηση επέφερε το αποτέλεσμα αυτό, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται με τη σύγκριση της περιουσίας του λήπτη πριν και μετά τη μετακίνηση, γεννάται υποχρέωση του τελευταίου να αποδώσει την ωφέλεια σε εκείνον από την περιουσία του οποίου αυτή προήλθε, εφόσον η διατήρησή της δεν δικαιολογείται από κάποια νόμιμη αιτία.
Αντίθετα, η ζημία εκείνου, από την περιουσία του οποίου προήλθε η ωφέλεια του λήπτη, δεν ερευνάται, καθώς στόχος της αγωγής που θεμελιώνεται στα άρθρα 904 επ. ΑΚ δεν είναι η αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος δανειστή αλλά η απόδοση του πλουτισμού του εναγομένου οφειλέτη, ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής.
Περαιτέρω, βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου. Συνεπώς, για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου, η οποία δεν υφίσταται στην περίπτωση που παρεμβάλλεται άλλη τρίτη περιουσία, υπό την έννοια ότι η περιουσιακή μετακίνηση πρέπει να πραγματοποιείται άμεσα από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτήσαντος, χωρίς την παρεμβολή τρίτου προσώπου, που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό.
Τέτοια αιτιώδης συνάφεια δεν υφίσταται (και επομένως ούτε αδικαιολόγητος πλουτισμός), σε περίπτωση που ο ζημιωθείς ενάγων προβεί σε παροχή προς εκτέλεση σύμβασής του με τρίτο πρόσωπο, που ενήργησε για λογαριασμό του. Αν δηλαδή η χρηματική παροχή του ενάγοντος, που έγινε επί παραδείγματι σε εκτέλεση σύμβασης εντολής μεταξύ αυτού και τρίτου ενεργήσαντος για δικό του λογαριασμό, προκάλεσε τελικά απόσβεση της οφειλής του τρίτου προς το λήπτη της παροχής εναγόμενο, δικαιούχος να αναζητήσει τον πλουτισμό είναι μεν ο ενάγων, που κατέβαλε ξένο χρέος χωρίς ο ίδιος να οφείλει στον εναγόμενο λήπτη, ωστόσο αδικαιολόγητα πλουτήσας και υπόχρεος σε απόδοση του πλουτισμού είναι ο πραγματικός οφειλέτης τρίτος που απαλλάχθηκε από το χρέος του και όχι ο εναγόμενος που εισέπραξε την απαίτηση, την οποία διατηρούσε και αποσβέστηκε με την είσπραξη.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 911 παρ. 2 του ΑΚ, ο λήπτης του αδικαιολογήτου πλουτισμού ευθύνεται σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή σε περίπτωση απαίτησης για παράνομη ή ανήθικη αιτία. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αυξημένη ευθύνη του λήπτη σε περίπτωση, που ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προέρχεται από παράνομη ή ανήθικη αιτία. Συνέπεια αυτής της ρύθμισης είναι, ότι ο λήπτης καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας από την ημέρα λήψης του πλουτισμού. Για να περιέλθει όμως ο λήπτης σε υπερημερία δεν αρκεί η αιτία του πλουτισμού να είναι παράνομη ή ανήθικη αλλά επιπλέον απαιτείται ο λήπτης να είχε συνείδηση του παρανόμου ή ανήθικου της αιτίας κατά το χρόνο λήψης της παροχής, δηλαδή ότι η πράξη αυτή απαγορευόταν από διάταξη νόμου δημοσίας τάξης ή τα χρηστά ήθη.
Μάλιστα, το γεγονός της συνείδησης του λήπτη για το παράνομο ή το ανήθικο της αιτίας πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων, προκειμένου να επιτύχει την αναγνώριση της αυξημένης ευθύνης του λήπτη, δηλαδή της υπερημερίας του, και της συνεπεία αυτής επιδίκαση τόκων υπερημερίας από τη λήψη της παροχής.
Η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει αμιγώς επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί μόνο εφόσον ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή. Κατά συνέπεια, η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την κύρια σχέση, διότι καθόν μέτρο υφίσταται σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές τις αιτίες και δεν μπορεί να προσφύγει στην αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρικά.
Η παραγραφή της αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ και αρχίζει από τότε που πραγματοποιήθηκε ο πλουτισμός, ενώ αν επέλθει νέος, αρχίζει νέα παραγραφή από τότε που πραγματοποιήθηκε κάθε νέα ωφέλεια. Εξάλλου, το γεγονός, ότι η αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό προϋποθέτει την απόκτηση ωφέλειας εκ της περιουσίας άλλου ή με ζημία του από μη νόμιμη αιτία, συνεπάγεται, ότι η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει στην περίπτωση της παραγραφής των κύριων αξιώσεων από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, γιατί η παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=537015&subcat=106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου