Συνηθέστερα
αποδεικτικά μέσα
στην πρακτική είναι τα έγγραφα, οι μάρτυρες και οι ένορκες βεβαιώσεις.
Τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά ούτε στις διαδικασίες όπου το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου 1386/2006 ΑΠ.
Τα αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπόψη προς απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών ανεξάρτητα του από ποιόν διάδικο έχουν προσκομιστεί 1707/2009 ΑΠ αρ.346 ΚΠολΔ.
Μάρτυρες
Η κατάθεση των διαδίκων μπορεί να αποτελέσει μέσο απόδειξης αρ.415 παρ.1 ΚΠολΔ.
Αν ο διάδικος είναι νομικό πρόσωπο, μπορεί να εξεταστεί όποιος το εκπροσωπεί στο δικαστήριο ή κάποιο μέλος της διοίκησής του αρ.415 παρ.3 ΚΠολΔ.
Η κατάθεση μάρτυρα που περιλαμβάνεται στα πρακτικά άλλης δίκης αποτελεί έγγραφο για την παρούσα δίκη, από το οποίο το δικαστήριο μπορεί να συνάγει δικαστικά τεκμήρια 883/2007 ΑΠ.
Η χρήση της κατάθεσης αυτής, στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, ως δικαστικο τεκμήριο μπορεί να γίνει μόνο αν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες 254/2013 ΑΠ.
Αν η κατάθεση του μάρτυρα είναι ημιτελής, γιατί δεν ολοκλήρωσε το δικαστήριο τις ερωτήσεις του προς αυτόν, ή δεν ολοκλήρωσε τις ερωτήσεις του ο δικηγόρος του ενάγοντος ή του εναγομένου, η μαρτυρική κατάθεση μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων 1232/1994 ΑΠ 5821/1998 Εφ.ΑΘηνών.
Η μαρτυρική κατάθεση μπορεί να χρησιμοποίηθεί για την απόδειξη σύναψης σύμβασης ποσού άνω των 20.000 ευρώ, αν υπάρχει ηθική αδυναμία απόκτησης του αποδεικτικού εγγράφου 887/2013 Πολ.Πρ.Αθηνών αρ.393 παρ.1 ΚΠολΔ αρ.394 παρ.1 περ.β ΚΠολΔ.
Ηθική αδυναμία απόκτησης του εγγράφου υπάρχει και όταν κατά τον χρόνο που καταρτίστηκε η σύμβαση, λόγω σχέσεων φιλίας, συγγένειας, εταιρικής ή συναδελφικής συνεργασίας, υπηρεσιακής ή οικονομικής εξάρτησης κλπ., η απαίτηση λήψης αποδεικτικού εγγράφου στη συγκεκριμένη περίπτωση θα παρίστατο ως αδικαιολόγητη, σύμφωνα με τις κρατούσες συναλλακτικές αντιλήψεις 887/2013 Πολ.Πρ.Αθηνών.
Κατά την παλιότερη μορφή του άρθρου, η κατάθεση του διαδίκου αποτελούσε αποδεικτικό μέσο μόνο αν ο διάδικος ομολογούσε 338/2007 ΑΠ, διαφορετικά η ένορκη κατάθεση διαδίκου ως μάρτυρα ήταν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο 1386/2005 ΑΠ.
Σκοπός της εξέτασης των διαδίκων ήταν η διασάφιση των ισχυρισμών τους, όχι η απόδειξή τους 338/2007 ΑΠ.
Ο νόμιμος εκπρόσωπος του διαδίκου δεν μπορούσε να καταθέσει ως μάρτυρας, γιατί εξομοιωνόταν με τον διάδικο, ο οποίος δεν μπορούσε να καταθέσει ως μάρτυρας 1386/2006 ΑΠ.
Δεν επιτρέπεται στο δικαστήριο η έμμεση συναγωγή της προβολής ισχυρισμών από το περιεχόμενο των καταχωρούμενων στα πρακτικά μαρτυρικών καταθέσεων 2/2005 ΑΠ (Ολομ.) 153/2011 Εφ.Πειραιώς αρ.256 παρ.1 περ.δ ΚΠολΔ.
Η προφορική πρόταση των ισχυρισμών, στις ειδικές διαδικασίες, πρέπει να προκύπτει ευθέως από το τμήμα, περί προτάσεων και δηλώσεων, των πρακτικών της απόφασης 2/2005 ΑΠ (Ολομ.) 153/2011 Εφ.Πειραιώς αρ.591 παρ.1 περ.γ ΚΠολΔ.
Ένορκη βεβαίωση
Η ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα και η ένορκη μαρτυρία του στο ακροατήριο είναι νομικά ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα 579/2011 ΑΠ, το δικαστήριο κρίνει κατά την εκτίμησή του σε ποιό θα δώσει περισσότερο βάρος.
Το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του την ένορκη βεβαίωση εφόσον αυτή προσκομίζεται από τον διάδικο, και εφόσον την επικαλείται με τις προτάσεις του 832/2011 ΑΠ.
Η προσκόμιση απαιτεί την σαφή και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης 96/2008 ΑΠ.
Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν η επίκληση είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του εγγράφου 211/2004 ΑΠ.
Η σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαιώσης γίνεται όταν
- στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης 96/2008 ΑΠ ή
- στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περιέχεται αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης, και οι οποίες προσκομίζονται στην παρούσα συζήτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο 96/2008 ΑΠ αρ.240 εδ.1 υποεδ.2.
Κατά την ως άνω διατύπωση μπορεί να γίνει επίκληση, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ένορκης βεβαίωσης που είχε προσκομιστεί πρωτόδικα 96/2008 ΑΠ.
Η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης στην δευτεροβάθμια συζήτηση δεν είναι νόμιμη αν η επίκληση γίνεται με απλή ενσωμάτωση στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης όπου γινόταν νόμιμη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης 23/2008 ΑΠ (Ολομ.).
Η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται υπόψη υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:
Διαδικασία | Προθεσμία κλήτευσης | Έναρξη προθεσμίας |
Τακτική | 2 εργάσιμες ημέρες πριν τη βεβαίωση αρ.270 παρ.2 εδ.3 ΚΠολΔ | Την επομένη της βεβαίωσης 115/2006 Εφ.Λάρισας αρ.144 παρ.1 ΚΠολΔ |
Πιστωτικών τίτλων | 24 ώρες πριν τη βεβαίωση αρ.643 παρ.2 ΚΠολΔ αρ.650 παρ.1 εδ.4 ΚΠολΔ | Τη στιγμή της βεβαίωσης 115/2006 Εφ.Λάρισας αρ.144 παρ.1 ΚΠολΔ |
Μισθωτική | 24 ώρες πριν τη βεβαίωση αρ.650 παρ.1 εδ.4 ΚΠολΔ | Τη στιγμή της βεβαίωσης 115/2006 Εφ.Λάρισας αρ.144 παρ.1 ΚΠολΔ |
Εργατική | 24 ώρες πριν τη βεβαίωση αρ.671 παρ.1 εδ.4 ΚΠολΔ | Τη στιγμή της βεβαίωσης 115/2006 Εφ.Λάρισας αρ.144 παρ.1 ΚΠολΔ |
Αυτοκινητιστική | 24 ώρες πριν τη βεβαίωση αρ.681 Α ΚΠολΔ αρ.671 παρ.1 εδ.4 ΚΠολΔ | Τη στιγμή της βεβαίωσης 115/2006 Εφ.Λάρισας αρ.144 παρ.1 ΚΠολΔ |
Διατροφών και επιμέλειας τέκνου | 24 ώρες πριν τη βεβαίωση αρ.681 Β παρ.1 ΚΠολΔ αρ.671 παρ.1 εδ.4 ΚΠολΔ | Τη στιγμή της βεβαίωσης 115/2006 Εφ.Λάρισας αρ.144 παρ.1 ΚΠολΔ |
Προσβολών από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές | 24 ώρες πριν τη βεβαίωση αρ.681 Δ παρ.1 ΚΠολΔ αρ.671 παρ.1 εδ.4 ΚΠολΔ | Τη στιγμή της βεβαίωσης 115/2006 Εφ.Λάρισας αρ.144 παρ.1 ΚΠολΔ |
Ασφαλιστικά μέτρα (προς λήψη ασφαλιστικού μέτρου) | Δεν απαιτείται κλήτευση* |
Ασφαλιστικά μέτρα (προς οριστική επίλυση διαφοράς) | Δεν απαιτείται κλήτευση* 1857/2011 ΑΠ |
* Αν η ένορκη βεβαίωση δοθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου και χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, η ένορκη βεβαίωση δεν έχει την αποδεικτική δύναμη ένορκης βεβαίωσης, αλλά μπορεί μόνο να συνεκτιμηθεί για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων 1633/2002 ΑΠ (Ποιν) 120/2010 ΑΠ (Ποιν).
Αν υπάρχει προθεσμία κλήτευσης και δεν τηρηθεί, η ένορκη βεβαίωση είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο, όχι απλά άκυρη, και δεν λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο 579/2011 ΑΠ.
Αν το δικαστήριο λαβει υπόψη τέτοια ένορκη βεβαίωση, η απόφαση μπορεί να αναιρεθεί λόγω λήψης υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού μέσου 1707/2009 ΑΠ.
Οι ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν με τις νόμιμες προϋποθέσεις στα πλαίσια άλλης δίκης, αποτελούν έγγραφα για την παρούσα δίκη και συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων 1506/2003 ΑΠ.
Οι ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν χωρίς να κληθεί ο αντίδικος, και χρησιμοποιήθηκαν σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε επόμενη δίκη μόνο ως έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν το δικαστήριο δεν τις κάνει δεκτές γιατί κρίνει ότι έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη 254/2013 ΑΠ αρ.339 ΚΠολΔ αρ.395 ΚΠολΔ.
Κατά μια άποψη, αν ο βεβαιών παρέδωσε γραπτό σημείωμα στον συμβολαιογράφο, και το γραπτό σημείωμα αυτό αντέγραψε στην ένορκη βεβαίωση ο συμβολαιογράφος, ώστε η ένορκη βεβαίωση να αποτελεί αντίγραφο του περιεχομενου του γραπτού σημειώματος, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη από το διακστήριο, ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων 394/2009 Εφ.Δωδεκανήσου.
Στην τακτική διαδικασία, αν κατά τη συζήτηση προσκομίστηκαν ένορκες βεβαιώσεις, προς αντίκρουσή τους μπορούν να προσκομιστούν ένορκες βεβαιώσεις με την προσθήκη των προτάσεων, το πολύ ίσου αριθμού με τις αντικρουόμενες αρ.270 παρ.2 εδ.4 ΚΠολΔ αρ.237 παρ.3 ΚΠολΔ αρ.238 εδ.3 ΚΠολΔ 3/2015 ΑΠ.
Στην τακτική διαδικασία, οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται με τις προτάσεις, πέραν των τριών (κατά τη σειρά επίκλησής τους με τις προτάσεις), είναι απαράδεκτες 3/2015 ΑΠ.
Στην τακτική διαδικασία, οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται με την προσθήκη, πέραν του αριθμού (κατά τη σειρά επίκλησής τους με την προσθήκη) των ενόρκων βεβαιώσεων τις οποίες επικαλείται ο αντίδικος με τις προτάσεις του, είναι απαράδεκτες 3/2015 ΑΠ.
Στις ειδικές διαδικασίες, δεν ισχύει ο περιορισμός του αριθμού των προσκομιζόμενων ενόρκων βεβαιώσεων, και μπορούν να προσκομιστούν μετ' επικλήσεως και περισσότερες από 3 ένορκες βεβαιώσεις 318/2011 ΑΠ.
Στην τακτική διαδικασία, ο περιορισμός κάθε αντιδίκου σε 3 ένορκες βεβαιώσεις ισχύει για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης, δηλαδή και επί αντικειμενικής σώρευσης αγωγών ή ανταγωγής 3/2015 ΑΠ.
Στην τακτική διαδικασία, ο περιορισμός κάθε αντιδίκου σε 3 ένορκες βεβαιώσεις ισχύει και στο Εφετείο, ακόμη και αν οι 3 πρωτόδικα προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις προσκομίζονται μετ' επίκλησης στο Εφετείο 3/2015 ΑΠ.
Αν όμως οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις δεν αφορούν τη συγκεκριμένη δίκη, δεν λαμβάνονται υπόψη ως ένορκες βεβαιώσεις, αλλά ως έγγραφα 504/2014 ΑΠ, και δεν μειώνουν τον αριθμό των επιτρεπόμενων ενόρκων βεβαιώσεων 2076/2014 ΑΠ.
Η ένορκη βεβαίωση που δόθηκε μετά την πρωτόβάθμια συζήτηση, ακόμη και κατά την προθεσμία αντίκρουσης των προτάσεων στην πρωτοβάθμια συζήτηση 1187/1997 ΑΠ, και πριν την κατ' έφεση συζήτηση, προσκομίζεται έγκυρα στην κατ' έφεση δίκη 221/1993 ΑΠ 1187/1997 ΑΠ.
Έγγραφα
Το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του προς απόδειξη των ισχυρισμών τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι 9/2000 ΑΠ αρ.106 ΚΠολΔ αρ.237 παρ.1 εδ.3 στοιχ.β ΚΠολΔ αρ.346 ΚΠολΔ αρ.453 παρ.1 ΚΠολΔ, και εφόσον τα επικαλούνται με τις προτάσεις τους 832/2011 ΑΠ.
Στις ειδικές διαδικασίες, οι διάδικοι οφείλουν να προσκομίσουν και να επικαλεστούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους, μέχρι το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο 837/2003 ΑΠ (διαφορές από πιστωτικούς τίτλους αρ.635 ΚΠολΔ αρ.643 παρ.2 ΚΠολΔ αρ.649 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, μισθωτικές διαφορές αρ.647 ΚΠολΔ αρ.649 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, εργατικές διαφορές αρ.663 ΚΠολΔ αρ.670 ΚΠολΔ, διαφορές από παροχή εργασίας αρ.677 ΚΠολΔ αρ.681 ΚΠολΔ αρ.670 ΚΠολΔ, αυτοκινητικές διαφορές αρ.681 Α ΚΠολΔ αρ.670 ΚΠολΔ, διαφορές από διατροφή ή επιμέλεια τέκνου αρ.681 Β ΚΠολΔ αρ.670 ΚΠολΔ).
Διαφορετικά, αν προσκομίσουν έγγραφο με την προσθήκη των προτάσεων, η προσκόμιση είναι εκπρόθεσμη και το έγγραφο δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο 837/2003 ΑΠ.
Στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη τόσο τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου 1707/2009 ΑΠ αρ.270 παρ.2 εδ.1 ΚΠολΔ αρ.270 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔ.
Τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου λαμβάνονται υπόψη, δηλαδή εκτιμούνται και αξιολογούνται ελεύθερα 1707/2009 ΑΠ, και μάλιστα παράλληλα με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, και όχι απλά επικουρικά σε σχέση με αυτά 1707/2009 ΑΠ.
Τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου λαμβάνονται υπόψη με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ αρ.270 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔ.
Δηλαδή, στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συνταγμένα κατά αποδεικτικό τύπο, έγγραφα ιδιωτικά ανυπόγραφα, έγγραφα υπέρ του εκδότη τους 1707/2009 ΑΠ.
Μπορούν ακόμη να ληφθούν υπόψη έγγραφα εικονικά 1707/2009 ΑΠ.
Δεν λαμβάνονται υπόψη έγγραφα πλαστά ή μή γνήσια 1707/2009 ΑΠ.
Το έγγραφο, προκειμένου να αποτελέσει αποδεικτικό μέσο, πρέπει να είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει χάσει την αποδεικτική του δύναμη, και να είναι γνήσιο 1707/2009 ΑΠ αρ.432 ΚΠολΔ αρ.433 ΚΠολΔ αρ.435 ΚΠολΔ.
Το ιδιωτικό έγγραφο, για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του 1707/2009 ΑΠ αρ.430 ΚΠολΔ αρ.160 ΑΚ.
Ως εκδότης του εγγράφου, όσον αφορά την αποδεικτική δύναμη του ιδιωτικού εγγράφου, εννοείται αυτός που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο 1503/2010 Εφ.Αθηνών 1305/2009 ΑΠ.
Το ιδιωτικό έγγραφο, καταρχήν, δεν αποδεικνύει υπέρ του εκδότη του 1707/2009 ΑΠ αρ.447 ΚΠολΔ.
Το ιδιωτικό έγγραφο που δεν φέρει υπογραφή, αλλά μόνο ιδιόχειρες σημειώσεις, αποτελεί υποστατό αποδεικτικό μέσο ως έγγραφο 1707/2009 ΑΠ και λαμβάνεται υπόψη στην τακτική διαδικασία 1707/2009 ΑΠ.
Τα ιδιωτικά έγγραφα δεν έχουν τεκμήριο γνησιότητας 1707/2009 ΑΠ.
Η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει τον ισχυρισμό του διαδίκου περί γνησιότητας του εγγράφου 1707/2009 ΑΠ.
Ο αντίδικος έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας του ιδιωτικού εγγράφου 1707/2009 ΑΠ, και ο προσκομίζων φέρει το βάρος απόδειξης της γνησιότητας του εγγράφου 1707/2009 ΑΠ.
Αν το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορο αν φέρει την υπογραφή του αντιδίκου ή τρίτου, αν δεν αμφισβητηθεί η γνησιότητα της υπογραφής δημιουργείται τεκμήριο και για την γνησιότητα του εγγράφου, στην έκταση που το περιεχόμενό του καλύπτεται από την υπογραφή 1707/2009 ΑΠ.
Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού 1707/2009 ΑΠ.
Το βάρος απόδειξης της πλαστότητας φέρει ο αντίδικος που προτείνει την πλαστότητα 1707/2009 ΑΠ αρ.463 ΚΠολΔ.
Η απόδειξη της γνησιότητας απαιτείται όχι μόνο όταν το έγγραφο χρησιμοποιείται για άμεση απόδειξη αλλά και όταν από αυτό συνάγονται δικαστικά τεκμήρια 1707/2009 ΑΠ.
Αν η πλαστότητα προβάλλεται με ένσταση ή παρεμπίπτουσα αγωγή, για να προβληθεί παραδεκτά ο ισχυρισμός απαιτείται να γίνεται προσκόμιση των εγγράφων που αποδεικνύουν την πλαστότητα, και να αναφέρονται τα ονόματα των μαρτύρων και τα αποδεικτικά μέσα 914/2014 ΑΠ αρ.463 ΚΠολΔ, και να προσκομίζεται ειδικό πληρεξούσιο του δικηγόρου που προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό 914/2014 ΑΠ αρ.98 περ.β ΚΠολΔ.
Αν η πλαστότητα προβάλλεται με αυτοτελή αγωγή, δεν απαιτείται να προτείνονται κατά την πρώτη συζήτηση τα εγγράφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα, αλλά αρκεί η επίκληση με τις προτάσεις, ούτε απαιτείται να αναφέρονται τα ονόματα των μαρτύρων και τα αποδεικτικά μέσα στο δικόγραφο της αγωγής 23/1999 ΑΠ Ολομέλεια.
Αν το αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί, δεν απαιτείται ειδικό πληρεξούσιο για την προβολή της ένστασης πλαστογραφίας 914/2014 ΑΠ 979/2010 ΑΠ.
Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και το αδίκημα της πλαστογραφίας δεν έχει παραγραφεί 914/2014 ΑΠ 979/2010 ΑΠ, η ένσταση πλαστογραφίας μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης αρ.461 ΚΠολΔ.
Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και το αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί, η ένσταση πλαστογραφίας πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προταθεί κατά τη συζήτηση κατά την οποία προσήχθη το έγγραφο 914/2014 ΑΠ 979/2010 ΑΠ.
Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως την παραγραφή του αδικήματος 914/2014 ΑΠ.
Αν, κατά την διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσκομίζεται το έγγραφο, αποδειχθεί ότι το έγγραφο δεν είναι γνήσιο, το δικαστήριο οφείλει να μην λάβει υπόψη το έγγραφο ως προς το μη γνήσιο μέρος του 1707/2009 ΑΠ.
Η προσκόμιση του εγγράφου απαιτεί τη σαφή και ορισμένη επίκληση του εγγράφου 96/2008 ΑΠ.
Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν η επίκληση είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του εγγράφου 211/2004 ΑΠ.
Η ορθή επίκληση του εγγράφου με τις προτάσεις γίνεται όταν
- στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου 9/2000 ΑΠ (Ολομ.) 96/2008 ΑΠ ή
- στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περιέχεται αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, και οι οποίες προσκομίζονται στην παρούσα συζήτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο αρ.240 εδ.1 υποεδ.2 9/2000 ΑΠ (Ολομ.).
Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου είναι νόμιμη αν γίνεται εκ νέου σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ακόμη και αν είχε ήδη γίνει επίκληση του σχετικού εγγράφου με τις πρωτόδικες προτάσεις 574/2014 ΑΠ.
Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου είναι νόμιμη αν περιέχεται αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, και οι οποίες προσκομίζονται στην παρούσα συζήτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο αρ.240 εδ.1 υποεδ.2 9/2000 ΑΠ (Ολομ.) 96/2008 ΑΠ.
Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου δεν είναι νόμιμη αν γίνεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που είχε προσκομίσει νόμιμα δια των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ο διάδικος, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένο μέρος των πρωτόδικων προτάσεων όπου έγινε η επίκληση του συγκεκριμένου εγγράφου 9/2000 ΑΠ (Ολομ.) 96/2008 ΑΠ.
Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου δεν είναι νόμιμη αν στο έγγραφο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας συζήτησης γίνεται απλή ενσωμάτωση του εγγράφου των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης όπου γινόταν νόμιμη επίκληση του εγγράφου, και αν στις δευτεροβάθμιες προτάσεις γίνεται απλή αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις 23/2008 ΑΠ (Ολομ.) 154/2004 ΑΠ 9/2000 ΑΠ (Ολομ.).
Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου είναι νόμιμη αν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας συζήτησης περιέχεται, έστω και αυτούσιο, το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γινόταν νόμιμη επίκληση του εγγράφου, και αν όλο το κείμενο των προτάσεων καλυπτεται από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στη δευτεροβάθμια δίκη 476/2011 ΑΠ 1390/2012 ΑΠ 982/2013 ΑΠ 1509/2014 ΑΠ.
Στην επαναλαμβανόμενη κατ' αρ.254 ΚΠολΔ συζήτηση, ο διάδικος μπορεί να επικαλεστεί και να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα που δεν είχε επικαλεστεί κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης 1336/2002 ΑΠ.
Κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι απαραίτητη η κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων 30/1997 ΑΠ Ολομέλεια 27/2015 ΑΠ.
Όσα είχε επικαλεστεί και προβάλει ο διάδικος με τις προτάσεις του στην προηγούμενη συζήτηση θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και ισχύουν και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση 30/1997 ΑΠ Ολομέλεια 27/2015 ΑΠ.
Η προσκόμιση και επίκληση κατά την προηγούμενη συζήτηση είναι ισχυρή και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση ακόμη και αν ο διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, ή αν κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε τις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης 30/1997 ΑΠ Ολομέλεια 27/2015 ΑΠ.
Η υπεύθυνη δήλωση του διαδίκου, κατά τον ν.1589/1986, αποτελεί παραδεκτό αποδεικτικό μέσο 266/2011 ΑΠ.
Η υπεύθυνη δήλωση τρίτου, κατά τον ν.1589/1986, δεν αποτελεί παραδεκτό αποδεικτικό μέσο, ούτε κατά τις ειδικές διαδικασίες 266/2011 ΑΠ.
Έγγραφο που περιλαμβάνει βεβαίωση ή δήλωση τρίτου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έγγραφο ούτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο αυτό εκδόθηκε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην δίκη ως αποδεικτικό μέσο, γιατί τότε καταστρατηγούνται οι διατάξεις που αναφέρονται στο αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων 1408/2001 ΑΠ 8/1987 ΑΠ (Ολομ.).
Κατά μια άποψη, οι φράσεις "ιατρικές βεβαιώσεις και εξιτήρια του Κέντρου Υγείας ..." και "σειρά ιατρικών πιστοποιητικών - συνταγών από τις 24-1-2005 έως και 1-6-2005", οι οποίες περιλαμβάνονται σε προτάσεις, αποτελούν επαρκώς ορισμένη επίκληση προσαγόμενου εγγράφου 832/2011 ΑΠ.
Το δικαστήριο οφείλει να αποδώσει αυξημένη αποδεικτική δύναμη πχ στα δημόσια έγγραφα όταν τα σε αυτά βεβαιούμενα προέρχονται από καθ'ύλην και και κατά τόπον αρμόδιο πρόσωπο 259/2007 ΑΠ αρ.438 εδ.1 ΚΠολΔ.
Στα δημόσια αυτά έγγραφα δεν πρέπει να αποδίδεται αυξημένη αποδεικτική δύναμη όταν εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια 259/2007 ΑΠ.
Αν πρόκειται για δημόσιο έγγραφο, αλλά ο εκδότης του δημόσιου εγγράφου δεν είναι αρμόδιος για την βεβαίωση που κάνει, το δημόσιο έγγραφο δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη περί του βεβαιούμενου γεγονότος 1408/2001 ΑΠ.
Αν η απόφαση δεν περιέχει βεβαίωση ότι κάποιο έγγραφο προσκομίστηκε εκπρόθεσμα, θεωρείται ότι το αποδεικτικό μέσο του οποίου έγινε επίκληση έχει προσκομιστεί εμπρόθεσμα 2/2008 ΑΠ Ολομέλεια.
Αν άλλος διάδικος έχει υποχρέωση να επιδείξει έγγραφο, ο διάδικος έχει δικαίωμα να ζητήσει, και με τις προτάσεις, και ενώπιον του Εφετείου ακόμη, να υποχρεωθεί ο αντίδικος να επιδείξει το έγγραφο που έχει 19/2012 Εφ.Λάρισας.
Κατά μια άποψη, αν το έγγραφο καλύπτεται από απόρρητο, το αίτημα επίδειξης του εγγράφου είναι απαράδεκτο 19/2012 Εφ.Λάρισας.
Αποδεικτικά μέσα στην εκούσια δικαιοδοσία
Στην εκούσια δικαιοδοσία, εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού, και εξακρίβωσης πραγματικών περιστατικών, ακόμη και αυτών που δεν προτάθηκαν, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης 769/2015 ΑΠ.
Η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος αφορά τόσο στις γνήσιες όσο και στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή αυτές τις ιδιωτικές διαφορές τις οποίες ο νόμος παραπέμπει προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λόγω της απλότητας και της συντομίας από την οποία κυριαρχείται 769/2015 ΑΠ.
Το ανακριτικό σύστημα εφαρμόζεται και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο 769/2015 ΑΠ.
Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, ακόμη και αποδεικτικά μέσα πέραν των οριζόμενων στο αρ.339 ΚΠολΔ 769/2015 ΑΠ.
Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης 769/2015 ΑΠ.
Προσκόμιση εγγράφων στην εκούσια δικαιοδοσία
Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του και έγγραφα που προσκομίζονται χωρίς επίκλησή τους αρ.744 ΚΠολΔ αρ.759 παρ.3 ΚΠολΔ 13/2014 Ειρ.Αλεξανδρούπολης (εκουσίας).
Προβολή ισχυρισμού
Προβολή ισχυρισμού στις ειδικές διαδικασίες
Στις ειδικές διαδικασίες, οι διάδικοι πρέπει να προτείνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης 2/2005 ΑΠ (Ολομέλεια) αρ.591 παρ.1 περ.γ ΚΠολΔ.
Οι ισχυρισμοί τους αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους στηρίζουν, εκτός αν περιέχονται στις προτάσεις 2/2005 ΑΠ (Ολομέλεια) 1043/2010 ΑΠ αρ.591 παρ.1 περ.γ ΚΠολΔ.
Αν ο ισχυρισμός δεν προταθεί προφορικά, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος 89/2009 ΑΠ αρ.256 περ.δ ΚΠολΔ.
Ο ισχυρισμός προτείνεται παραδεκτά και με προφορική δήλωση του διαδίκου, αν η δήλωση καταχωρηθεί στα πρακτικά, ότι ο διάδικος προβάλλει τις ενστάσεις, ισχυρισμούς και αρνήσεις που αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε επί της έδρας, και αν ο διάδικος καταθέσει προτάσεις, και στις προτάσεις προβάλλεται ο ισχυρισμός και αναλύονται τα περιστατικά που τον θεμελιώνουν 175/2009 ΑΠ.
Ο ισχυρισμός προτείνεται παραδεκτά και με την προσθήκη των προτάσεων, αν ο ισχυρισμός είχε προταθεί αρχικά στο ακροατήριο 620/1999 ΑΠ.
Ο ισχυρισμός προτείνεται παραδεκτά και μόνο με την αναφορά του στις προτάσεις, χωρίς να απαιτείται η καταχώρησή του στα πρακτικά, αν δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, και αν το δικαστήριο διατάξει την κατάθεση προτάσεων 620/1999 ΑΠ αρ.256 περ.δ ΚΠολΔ.
Δεν επιτρέπεται στο δικαστήριο, στις ειδικές διαδικασίες, η έμμεση συναγωγή της προβολής ισχυρισμών από το περιεχόμενο των εγγράφως υποβαλλόμενων προτάσεων και μόνο 2/2005 ΑΠ (Ολομέλεια 153/2011 Εφ.Πειραιώς αρ.256 παρ.1 περ.δ ΚΠολΔ.
Η προφορική πρόταση των ισχυρισμών, στις ειδικές διαδικασίες, πρέπει να προκύπτει ευθέως από το τμήμα, περί προτάσεων και δηλώσεων, των πρακτικών της απόφασης 2/2005 ΑΠ (Ολομέλεια) 153/2011 Εφ.Πειραιώς αρ.591 παρ.1 περ.γ ΚΠολΔ.
Ο ισχυρισμός δεν προτείνεται παραδεκτά, αν προτείνεται με τις προτάσεις παρούσας συζήτησης, και η πρόταση του ισχυρισμού γίνεται με μόνη τη συρραφή και ενσωμάτωση στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες είχε προταθεί νόμιμα ο ισχυρισμός, χωρίς σύντομη περίληψη και αναφορά στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης συγκεκριμένων σελίδων των ενσωματωμένων προτάσεων όπου και περιέχονταν ο ισχυρισμός 698/2010 ΑΠ.
Αν ο ισχυρισμός προτείνεται προφορικά, το περιεχόμενό του δεν είναι απαραίτητο να αναλύεται κατά τη στιγμή της πρότασης του ισχυρισμού, αρκεί η ανάλυση να γίνει προφορικά μέχρι το τέλος της συζήτησης ή με τις προτάσεις 683/2004 Εφ.Θεσσαλονίκης.
Ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να ζητήσει διασαφηνίσεις με την υποβολή των κατάλληλων ερωτήσεων προς τους διαδίκους ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο 683/2004 Εφ.Θεσσαλονίκης.
Κατά μια άποψη, αν ο ισχυρισμός προταθεί προφορικά, αλλά δεν αναλυθεί, και ο δικαστής δεν ζητήσει τις απαραίτητες διασαφηνίσεις, ο δικαστής οφείλει να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, και όχι να απορρίψει τον ισχυρισμό ως αόριστο 1278/2001 Εφ.Θεσσαλονίκης.
Προβολή ισχυρισμού στην κατ' έφεση δίκη
Στην κατ' έφεση δίκη, ο εφεσίβλητος, ασχέτως της δικονομικής του θέσης στο πρωτόδικο δικαστήριο (ενάγων, εναγόμενος ή παρεμβαίνων) μπορεί να προτείνει απεριόριστα νέους ισχυρισμούς, αρκεί να μην επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής 1043/2010 ΑΠ.
Την ίδια δυνατότητα έχει και ο εκκαλών, προς απόκρουση των ισχυρισμών του εφεσίβλητου, στην ίδια συζήτηση στην οποία προέβαλε τον ισχυρισμό του ο εφεσίβλητος 1043/2010 ΑΠ.
Ένσταση παραγραφής τόκων
Για να είναι ορισμένη η ένσταση παραγραφής τόκων, ο διάδικος πρέπει να επικαλεστεί τον χρόνο γέννησης κάθε επιμέρους ετήσιας περιοδικής παροχής (τόκων), το ύψος τους ανά έτος, τον χρόνο έναρξης της παραγραφής και τον χρόνο λήξης της παραγραφής κάθε επιμέρους περιοδικής παροχής 535/2015 ΑΠ.
Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος
Η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος είναι νόμω αβάσιμη, αν προβάλλει περιστατικά που αμφισβητούν το ότι ασκήθηκε το δικαίωμα το οποίο προβάλλεται ότι ασκείται μεν αλλά καταχρηστικά 769/2015 ΑΠ.
Περιορισμός του αιτήματος της αγωγής
Ο ενάγων έχει δικαίωμα να περιορίσει το αίτημά του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τις προτάσεις αρ.223 εδ.2 ΚΠολΔ ή και με την προσθήκη των προτάσεων 315/2010 ΑΠ, ή και με τις προτάσεις που κατατίθενται στην προθεσμία της προσθήκης, αν δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων 315/2010 ΑΠ.
Έχει επίσης το δικαίωμα να περιορίσει το αίτημα της αγωγής με δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά 315/2010 ΑΠ.
Ο περιορισμός αυτός του αιτήματος αποτελεί μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής 218/2001 Εφ.Λάρισας.
Αν το αίτημα της αγωγής αποτελεί άθροισμα διαφόρων κονδυλίων, ο περιορισμός του αιτήματος οδηγεί σε αοριστία της αγωγής, αν δεν προσδιορίζεται σε ποιά συγκεκριμένα κονδύλια έγινε ο περιορισμός και κατά ποιό πόσο ή αν δεν προσδιορίζεται ποσοστό κατά το οποίο περιορίζεται σύμμετρα κάθε κονδύλιο 337/2003 ΑΠ.
Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και ο διάδικος περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ακόμη και αν η διαφορά υπάγεται μετά τον περιορισμό σε κατώτερο δικαστήριο, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο 218/2001 Εφ.Λάρισας 708/1992 Εφ.Θεσσαλονίκης αρ.45 ΚΠολΔ αρ.221 παρ.1 περ.β ΚΠολΔ.
Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και στη διάρκεια της δίκης μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που καθορίζουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίο, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο αρ.45 ΚΠολΔ.
Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, αλλά σε καθ' ύλην αναρμόδιο δικαστήριο, και από τη στιγμή της κατάθεσης μέχρι τη στιγμή της συζήτησης μεταβληθεί η καθ' ύλην αρμοδιότητα, και το δικαστήριο καταστεί καθ' ύλην αρμόδιο κατά τη στιγμή της συζήτησης, τότε το δικαστήριο είναι καθ' ύλην αρμόδιο και οφείλει να μην παραπέμψει την υπόθεση λόγω αναρμοδιότητας 218/2001 Εφ.Λάρισας.
Μεταβολή της βάσης της αγωγής
Μεταβολή της βάσης της αγωγής, η οποία αποτελεί και ανεπίτρεπτη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της αρχής της προδικασίας της δίκης, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση της αγωγής 1859/2011 ΑΠ 19/2003 ΑΠ (Ολομέλεια).
Η μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής δεν είναι επιτρεπτή, αν η μετατροπή αναφέρεται σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα 1087/2014 ΑΠ.
Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (πχ. αμέλεια, δόλος) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο με βάση τα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία 1087/2014 ΑΠ.
Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της αγωγής η επίκληση από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του και η παραδοχή από το δκαστήριο νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής 1087/2014 ΑΠ.
Η βάση της αγωγής συγκροτείται από τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, και όχι από την νομικό τους χαρακτηρισμό 1891/2014 ΑΠ.
Η μεταβολή της σειράς εξέτασης των βάσεων της αγωγής, από επικουρική σε κύρια και αντίστροφα, αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής 242/2014 Ειρ.Ρεθύμνου.
Η μεταβολή της βάσης της αγωγής μπορεί να γίνει με τις προτάσεις, εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό αρ.223 ΚΠολΔ.
Η αναφορά στην αγωγή ότι ο υπογράφων την σύμβαση ήταν πληρεξούσιος της εταιρείας, ενώ με την προσθήκη μεταβάλλεται ο ισχυρισμός στο ότι ήταν de facto διαχειριστής της εταιρείας, αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής 1859/2011 ΑΠ.