ΘΕΜΑΤΑ - κατεβάστε το !!!
1.Συμμετοχή στα αποκτήματα του συζύγου.
2.Ανάλογη διατροφή τέκνου σε περίπτωση διαζυγίου
3.Ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας δωρεοδόχου
4.Αμφισβήτηση πατρότητας τέκνου.... με σπέρμα συντρόφου, ή τρίτου δότη
5.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής ρύθμισης επιμέλειας ανηλίκου τέκνου
6.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής ρύθμισης επικοινωνίας με ανήλικο τέκνο
7.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής λογοδοσίας
8.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής διατροφής ανηλίκου
9.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής αξίωσης αποκτημάτων κατά την διάρκεια του γάμου
10.Ποινική τιμωρία παραβιάζοντος την υποχρέωση καταβολής διατροφής στον δικαιούχο
11.Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών του νόμου 3869/2010. Νομολογία
12.Η γνώμη του ανηλίκου τέκνου στην δικαστική ρύθμιση της γονικής μέριμνας, επιμέλειας
13.Αλλαγή επωνύμου
14.Αλλαγή κυρίου ονόματος
15.Γονική μέριμνα ανήλικου τέκνου σε διακοπή της συμβίωσης των γονέων
16.ΝΟΜΟΛΟΓΙΕΣ
===================================
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
1.Συμμετοχή στα αποκτήματα του συζύγου.
Από τις
διατάξεις των άρθρων 1400 παρ. 1 και 2 και 1401 εδ. γ' ΑΚ, συνάγεται ότι η
αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν
αποκτηθεί από τον άλλον κατά τη διάρκεια του γάμου (αποκτήματα) γεννιέται
όταν ο γάμος λυθεί, ή ακυρωθεί, ή όταν συμπληρωθεί τριετής διάσταση των
συζύγων.
Ο άλλος
σύζυγος, εφ όσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να
απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική
του συμβολή.
Τεκμαίρεται
ότι η συμβολή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη, ή
μικρότερη, ή καμία συμβολή (ΑΠ 489/2009).
Αντικείμενο
της αξίωσης είναι η απόδοση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου κατά
τη διάρκεια του γάμου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου.
Ως
περιουσιακή αύξηση νοείται η διαφορά της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου που
υπάρχει τον χρόνο λύσης, ή ακύρωσης του γάμου (τελική περιουσία), από την
περιουσία του που υπήρχε το χρόνο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία).
Όταν η
αξίωση απόδοσης της συμβολής στηρίζεται στη λύση, ή ακύρωση του γάμου, κρίσιμος
χρόνος για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας του υποχρέου και εντεύθεν του
προσδιορισμού της περιουσιακής του αύξησης, με την έννοια του καθορισμού των
στοιχείων που την αποτελούν, είναι ο από το νόμο τασσόμενος χρόνος γέννησης της
αξίωσης, δηλαδή της λύσης, ή ακύρωσης του γάμου.
Παρά το
ότι η αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα είναι κατ΄ αρχήν
χρηματική ενοχή, με το νόμο δεν ορίζεται το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει
να γίνεται η αναγωγή σε χρήμα της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που
συνιστούν την αύξηση (απόκτημα).
Επειδή
κατά γενικό κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συναγόμενο εκ του δικαίου της
αποζημίωσης των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, αλλά και εκ του δικονομικού δικαίου των
άρθρων 69, 216 πρ. 2 α΄, 221 παρ. 1β΄, 223 εδ΄φ. τελευταίο ΚΠολΔ), η αξία κάθε
παροχής κρίνεται το χρόνο της παροχής έννομης προστασίας, εφ όσον στο νόμο δεν
ορίζεται διαφορετικά, η αναγωγή σε χρηματική αξία της εκ της συμβολής αποδοτέας
περιουσιακής αύξησης πρέπει να γίνεται στο χρόνο άσκησης της αγωγής (ΑΠ
1653/2003). Η αξία αυτή επιδικάζεται και σε περίπτωση που το δικαστήριο
διατάσσει την αυτούσια απόδοση, ενοχικώς πάντοτε, της συμβολής (ΑΠ 1500/2006)
Όταν ο
υπόχρεος δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου,
το σύνολο της περιουσίας που υπάρχει κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση
(τελική περιουσία) αποτελεί απόκτημα, ώστε ο ενάγων αξιώνει απ ευθείας από αυτό
το ποσοστό κατά το οποίο συνέβαλε με τις παροχές του, στην απόκτηση από τον
υπόχρεο. Εάν το αξιούμενο ποσοστό είναι μείζον του 1/3, το τελευταίο
εμπεριέχεται σε αυτό και αν δεν ζητείται ρητώς, αφού η συμβολή κατά το ποσοστό
αυτό τεκμαίρεται από το νόμο.
Είναι
ισχυρή ρύθμιση για τα αποκτήματα κατά τη διάρκεια του γάμου, πριν από τη
γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, όταν έχει περιεχόμενο ένα
γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων.
Αν η
ρύθμιση γίνεται εν όψει ενός συναινετικού διαζυγίου, τελεί υπό την αναβλητική
αίρεση της εκ του λόγου τούτου λύσης του γάμου. Εφ όσον δεν πληρωθεί η
αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με
συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου να
θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση (ΑΠ 336/2010).
Είναι
έγκυρη η συμφωνία για ολική, ή μερική παραίτηση των συζύγων από τις εκατέρωθεν
αξιώσεις τους για συμμετοχή του ενός στα αποκτήματα του άλλου, όταν
καταρτισθεί, αφού έχει ήδη λυθεί ο γάμος (ΑΠ 7821/2006).
Με τη
διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ δεν επιβάλλεται, ούτε συνάγεται απαγόρευση
διάθεσης σε βάρος του υπόχρεου συζύγου, ώστε τυχόν γενόμενη διάθεση πριν από τη
γέννηση της σε βάρος του αξίωσης των περιουσιακών του στοιχείων, τα οποία
ενδέχεται να συστήσουν το απόκτημα, δεν αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 1400
ΑΚ και δεν είναι άκυρη κατά το άρθρο 174 ΑΚ (ΑΠ 602 / 2005)
Η αξίωση
παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση, ή την ακύρωση του γάμου.
Στην
περίπτωση της τριετούς διάστασης, η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που η
αξίωση γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΚ 251), δηλαδή από
τη συμπλήρωση τριετίας στη διάσταση των συζύγων.
Εφ' όσον,
όμως, υφίσταται και διαρκεί ο γάμος, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί
αμετάκλητη απόφαση για τη λύση, ή την ακύρωση αυτού (ΑΚ 256 αρ. 1, 1381, 1438).
Το χρονικό
διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής (ΑΚ 257). Μετά
τη λύση, ή την ακύρωση του γάμου, ο χρόνος αυτής τρέχει εκ νέου και για να
συμπληρωθεί πρέπει να περάσουν δύο χρόνια από το αμετάκλητο της σχετικής απόφασης.
Η
παραγραφή διακόπτεται με την επίδοση της αγωγής, αλλά αρχίζει και πάλι από την
τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, ή του δικαστηρίου (ΑΚ 261 και ΚΠολΔ
221 § 1).
Εφ' όσον
οι διάδικοι παραμείνουν αδρανείς, η διακοπείσα παραγραφή μπορεί να συμπληρωθεί
εν επιδικία, αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων περάσουν τα δύο χρόνια μετά τη
λύση, ή την ακύρωση του γάμου (ΑΠ 1502/2009).
2.Ανάλογη διατροφή τέκνου σε περίπτωση διαζυγίου.
Όπως
συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1493 ΑΚ προκειμένου, να
καθοριστεί το ποσό διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, λαμβάνονται υπ όψιν
οι ανάγκες του δικαιούχου, όπως προκύπτουν αυτές από τις συνθήκες της ζωής του
(ανάλογη διατροφή), αλλά και η περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου.
Έτσι η
ανάλογη διατροφή του τέκνου, σε περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου, ή
διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των γονέων του, συναρτάται και με την
περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, με συνέπεια να μειώνεται η διατροφή ακόμη
και κάτω από το επίπεδο διαβίωσης του τέκνου, αν τυχόν είναι περιορισμένες οι
οικονομικές δυνατότητες του υπόχρεου και δεν επαρκούν (ΑΠ 520/1995, ΕφΑθ
7362/2002, ΕφΛαρ 3/2011).
3.Ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας δωρεοδόχου
Κατά
το άρθρο 505 του ΑΚ ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο
δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή
σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωση του να διατρέφει το
δωρητή.
Ως
αχαριστία, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά
αντικοινωνική συμπεριφορά, ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των
κανόνων του δικαίου, ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, οφείλεται δε
σε υπαιτιότητα του και μπορεί να καταλογιστεί σ' αυτόν.
Αχαριστία
μπορεί να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου για την
τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη για περίθαλψη, στην οποία
περιλαμβάνεται και η διατροφή του.
Η
αδιαφορία αυτή είναι κοινωνικώς αποδοκιμαστέα, εις τρόπον ώστε, όταν συντρέχει,
να δικαιούται ο δωρητής να ανακαλέσει τη δωρεά, έστω και αν ο δωρεοδόχος που
αδιαφορεί για την τύχη του, δεν ανέλαβε, με τη σύμβαση της δωρεάς, τέτοια
υποχρέωση.
Κριτήρια
της βαρύτητας του παραπτώματος από αντικειμενική άποψη είναι ο δεσμός του
δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς, η αξία του αντικειμένου της, ενώ
από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς,
που δείχνει έλλειψη ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή.
Σημειωτέον
ότι κατά το άρθρο 512 ΑΚ οι δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, ή
από λόγους ευπρέπειας, δεν μπορούν να ανακληθούν.
Κατά την
έννοια της διάταξης αυτής, δωρεές από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον είναι εκείνες που
αντικειμενικά, κατά τις κρατούσες αντιλήψεις, ανταποκρίνονται σε κάποιο
ιδιαίτερο ηθικό καθήκον του δωρητή, άσχετα προς τα ελατήρια τα οποία τον
ώθησαν.
Δωρεά από
λόγους ευπρέπειας είναι εκείνη που ανταποκρίνεται στις κοινωνικές συνήθειες, ή
απαιτήσεις της κοινής γνώμης, ή γίνεται από κοινωνική υποχρέωση.
Η φύση της
δωρεάς δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίνουν σ' αυτήν οι συμβαλλόμενοι,
αλλά ο χαρακτηρισμός της είναι έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την
κρίση του για το χαρακτήρα της σύμβασης, τόσο από το περιεχόμενο των
συμφωνηθέντων, το οποίο καθορίζει τους νομικούς κανόνες που προσιδιάζουν στην
περίπτωση και πρέπει να εφαρμοστούν, όσο και από στοιχεία που βρίσκονται έξω
από το περιεχόμενο της σύμβασης και επηρεάζουν τους παραπάνω κανόνες.
Αν η δωρεά
δεν έχει συναφθεί από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρέπειας, παρά
το χαρακτηρισμό που έδωσαν στη σύμβαση οι διάδικοι, η ρήτρα περί παραίτησης του
δωρητή από το δικαίωμα ανάκλησης είναι άκυρη.
Η ανάκληση
της δωρεάς, εάν αποδειχθεί αχαριστία του δωρεοδόχου προς το πρόσωπο του δωρητή,
η οποία συνιστά βαρύ παράπτωμα έναντι αυτού, δηλωτικό της έλλειψης
συναισθημάτων στην αφιλοκερδή χειρονομία του, αποτελεί παράβαση των αντιλήψεων
περί ηθικής και ευπρέπειας και είναι έγκυρη (ΑΠ 109/2010).
4.Αμφισβήτηση πατρότητας τέκνου με σπέρμα συντρόφου, ή τρίτου δότη
ΜΕ
ΣΠΕΡΜΑ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ
Στην περίπτωση
που μία άγαμη γυναίκα, η οποία συζεί με έναν άνδρα, αποκτά παιδί με μία από τις
μεθόδους τεχνητής γονιμοποίησης, το παιδί αυτό έχει αναμφίβολα, από νομική
άποψη, τη θέση παιδιού γεννημένου εκτός γάμου.
Σχετικά με
τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας, αν η τεχνητή γονιμοποίηση έγινε με
σπέρμα του ίδιου του εξώγαμου συντρόφου της, η πατρότητα αυτού τεκμαίρεται με
την αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια ότι θα αποδειχθεί όχι απλώς ότι υπήρχε συμβίωση
κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης, αλλά και ότι το σπέρμα
χορηγήθηκε από το σύντροφο της μητέρας, κατά το ίδιο διάστημα, κατ αναλογική
εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1481 του ΑΚ, η οποία, ναι μεν προϋποθέτει
σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, πλην όμως κατά διασταλτική ερμηνεία,
επιβαλλόμενη από την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, περιλαμβάνει και την
τεχνητή γονιμοποίηση, γιατί εφ όσον το σπέρμα προέρχεται από τον ίδιο το
σύντροφο της μητέρας, δεν ενδιαφέρει για την εφαρμογή του τεκμηρίου αν η
σύλληψη του παιδιού υπήρξε αποτέλεσμα σαρκικής συνάφειας ή τεχνητής
γονιμοποίησης.
ΜΕ ΣΠΕΡΜΑ
ΤΡΙΤΟΥ ΔΟΤΗ
Ζήτημα
γεννάται όμως όταν η τεχνητή γονιμοποίηση γίνεται με σπέρμα τρίτου δότη με τη
συγκατάθεση του συντρόφου της μητέρας, ο οποίος όμως, στη συνέχεια, αρνείται να
αναγνωρίσει το παιδί. Στην περίπτωση αυτή κρίνεται ως ορθότερο, η
συγκατάθεση του συντρόφου της μητέρας στην τεχνητή γονιμοποίηση με σπέρμα
τρίτου δότη, να εξομοιώνεται με άτυπη εκ των προτέρων αναγνώριση του παιδιού,
οπότε ο εξώγαμος σύντροφος της μητέρας χάνει το δικαίωμα να επικαλεστεί στη δίκη
για αναγνώριση που κινείται εναντίον του ότι το τέκνο δεν προέρχεται από αυτόν,
αφού μία τέτοια συμπεριφορά του θα συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος και η
σχετική για τη δικαστική αναγνώριση του τέκνου αγωγή γίνεται δεκτή, σύμφωνα με
τη διάταξη του άρθρου 1479 του ΑΚ, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του
τεκμηρίου του άρθρου 1481 του ΑΚ.
Η λύση
αυτή κρίνεται προσφορότερη και προκύπτει από την αναλογική εφαρμογή του άρθρου
1471 παρ. 2 αριθ. 2 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η προσβολή της πατρότητας
ειδικά από το σύζυγο της μητέρας αποκλείεται αν αυτός συγκατατέθηκε στη σύλληψη
του παιδιού από τη σύζυγό του με τεχνητή γονιμοποίηση.
Ο
δικαιολογητικός λόγος που επέβαλε τον αποκλεισμό της αμφισβήτησης της
πατρότητας στο σύζυγο της μητέρας, που ενώ συγκατατέθηκε στην τεχνητή
γονιμοποίηση με ξένο γεννητικό υλικό ύστερα αρνείται τη πατρότητα του παιδιού
που γεννήθηκε με αυτόν τον τρόπο ισχύει, με τις ίδιες κατά τα λοιπά
προϋποθέσεις και για τον εξώγαμο σύντροφο της μητέρας και συνίσταται στο να μην
καθίσταται αγνώστου πατρός το παιδί το οποίο οι συμβιούντες, είτε εν γάμω είτε
και ελευθέρως, εξαρχής ήθελαν ως δικό τους (βλ. Ιωάννη Γ. Δεληγιάννη, Η
επίδραση των νέων μεθόδων τεχνητής αναπαραγωγής του ανθρώπου στη διαμόρφωση του
ελληνικού δικαίου της συγγένειας, Αρμ. 49 (1995). 277 επ. και ιδίως 283, Ισμήνη
Ανδρουλιδάκη - Δημητριάδη, Νομικά προβλήματα από την τεχνητή γονιμοποίηση, ΝοΒ
34 (1986). 10 επ. και ιδίως 12-13).
5.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής ρύθμισης επιμέλειας ανηλίκου τέκνου
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….
ΑΓΩΓΗ
…………
ΚΑΤΑ
……………
Την ……ήλθα
μετά του εναγομένου στο Κερατσίνι Αττικής σε νομίμου γάμου κοινωνία, κατά τους
ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, του μυστηρίου τελεσθέντος
στον Ιερό Ναό …... Ο γάμος μας ήταν ο πρώτος δια αμφότερους. Εκ του γάμου μας
αποκτήσαμε την …..την ….
Στην αρχή
η συμβίωσή μας ήταν σχεδόν αρμονική αλλά με την πάροδο του χρόνου ο αντίδικος
άρχισε να μου φέρεται αδιάφορα και μετά περιφρονήσεως. Υπέμενα με την ελπίδα
ότι θα άλλαζε συμπεριφορά, αλλά ματαίως. Από τις αρχές του ….Έγινε πλέον
εριστικός και καθημερινώς δημιουργούσε επεισόδια και σκηνές. Με αφορμή διάφορα
γεγονότα χωρίς σημασία δημιουργούσε σκηνές και με εξύβριζε με ακατονόμαστες
φράσεις. Ενδεικτικό της προκλητικότητάς του και της αδίστακτης συμπεριφοράς
του, η οποία αποδεικνύει την πλήρη έλλειψη σεβασμού προς εμένα, αλλά και
αυτοσεβασμού προς εαυτόν αποτελεί η καθημερινή μείωση της προσωπικότητάς μου με
φράσεις όπως "είσαι πουτάνα,
καριόλα"
και άλλα συναφή, ενδεικτικά του επιπέδου του και οι απειλές ότι θα με
"μαχαιρώσει". Ήταν τόσο πειστικός που πλέον από τον ….του έτους
πίστεψα ότι απειλείτο η ζωή μου, αφού την απειλή του περί μαχαιρώματος όχι μόνο
την επαναλάμβανε συνεχώς σε εμένα, αλλά την είχε ανακοινώσει και σε τρίτους.
Η οικτρή
αυτή κατάσταση που βίωνα καθημερινά επιδεινώνετο με το χρόνο και παραμονές
….του ….η έγγαμος συμβίωσή μας, μέσα από καυγάδες και έντονους
διαπληκτισμούς, διεκόπη οριστικά, έκτοτε διαμένουσα στο … έχοντας κοντά μου την
ανήλικη κόρη μας ….της οποίας εν τοις πράγμασι την επιμέλεια ασκώ.
Εν όψει
της παγιωθείσας πλέον πραγματικής κατάστασης συντρέχει περίπτωση να ρυθμισθεί η
επιμέλεια της ανήλικης, η επιμέλεια της οποίας πρέπει να ανατεθεί σε μένα,
γιατί αφ ότου γεννήθηκε ζει κοντά μου, δεν την έχω αποχωρισθεί ποτέ, λόγω του
φύλου της πρέπει να ζήσει μαζί μου για να αναπτύξει προσωπικότητα γυναίκας και
να έχει προς τούτο γυναικείο πρόσωπο, λόγω δε της ηλικίας της έχει μεγαλύτερη
ανάγκη εμένα, η οποία μπορώ να της συμπαρασταθώ σε οποιοδήποτε πρόβλημα άμεσης
καθημερινής φροντίδας μαγείρεμα, καθαριότητα, ντύσιμο, ανατροφή - έχουσα όλες
τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη σωστή ψυχοσωματική ανάπτυξή της, ενώ ο
εναγόμενος, για λόγους που αφορούν το πρόσωπό του, δεν μπορεί να τους προσφέρει
τίποτα από όλα αυτά. Αποδεικνύεται επομένως ότι το πραγματικό συμφέρον της
ανήλικης επιβάλει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειάς της σε εμένα, μητέρας
χωρίς κανένα κοινωνικό ψόγο.
Επειδή η
παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και προς απόδειξή της επικαλούμαι
μάρτυρες και έγγραφα.
ΓIΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους
θέλω προσθέσει κατά τη συζήτηση της παρούσας και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε
νομίμου δικαιώματός μου.
ΖΗΤΩ
Να γίνει
δεκτή η παρούσα. Να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου της ανήλικης
κόρης μου σε εμένα.
Αθήνα
Ο
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
6.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής ρύθμισης επικοινωνίας με ανήλικο τέκνο
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ MOΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …..
ΑΓΩΓΗ
………….
ΚΑΤΑ
………..
Την
…..τέλεσα μετά της εναγομένης ….γάμο στο …. Από τον γάμο μας αποκτήσαμε ένα
κορίτσι, την ….., γεννήθηκε στις …., Την εναγόμενη παντρεύτηκα με την
ελπίδα και την διαβεβαίωση εκ μέρους της στο πρόσωπό της θα έβρισκα συζυγική
θαλπωρή, σεβασμό, εκτίμηση, αγάπη και θα δημιουργούσαμε μία οικογένεια
συγκροτημένη με υγιείς αρχές και συνήθειες. Οι ελπίδες και οι προσδοκίες μου
όμως διαψεύστηκαν, διότι με την τακτική που ακολούθησε, τις αντιλήψεις του, την
υβριστική, σκαιά και βάναυση συμπεριφορά της, υπέσκαψε τα θεμέλια του συζυγικού
μας οίκου και τον οδήγησε στην διάλυση. Ζήσαμε μαζί μέχρι το …., οπότε
και …. η άσκηση της επιμέλειας της οποίας μου ανατέθηκε οριστικά με την ….
απόφαση του αυτού Δικαστηρίου.
Η
επικοινωνία μου με την κόρη μου, μέχρι σήμερα, γίνεται άτυπα, χωρίς έκδοση
δικαστικής απόφασης, της μητέρας αποκλειστικά αποφασίζουσας πότε, που, και για
πόσο χρόνο, θα επικοινωνήσω μαζί της.
Πρέπει
επομένως να ρυθμισθεί δικαστικώς ως εξής.
α) Κάθε
εβδομάδα θα παραλαμβάνω το παιδί το Σάββατο στις 17.00 ώρα,
από την κατοικία του και θα το παραδίδω την Κυριακή στις 17.00 ώρα
στην κατοικία του.
β) Κατά
τις εορτές των Χριστουγέννων θα παραλαμβάνω το παιδί, αρχής γενομένης από
φέτος, την 22 Δεκεμβρίου στις 17.00 ώρα από την κατοικία του και θα
το παραδίδω στις 28 Δεκεμβρίου στις 17.00 ώρα στην κατοικία
του. Τον επόμενο χρόνο θα το παραλαμβάνω από 28 Δεκεμβρίου έως 3
Ιανουαρίου και ούτω καθεξής, εναλλάξ ανά έτος.
γ) Κατά
τις εορτές του Πάσχα θα παραλαμβάνω το παιδί, αρχής γενομένης από
φέτος, την Μεγάλη Παρασκευή στις 17.00 από την κατοικία του
και θα το παραδίδω την Τρίτη του Πάσχα στις 17.00 στην κατοικία
του. Τον επόμενο χρόνο από Μεγάλη Δευτέρα έως Μεγάλη Πέμπτη και ούτω καθεξής,
εναλλάξ ανά έτος.
δ) Κατά
τις θερινές διακοπές η επικοινωνία θα γίνεται είκοσι (20) συνεχείς ημέρες κατά
τον μήνα Ιούλιο, ή Αύγουστο κατόπιν εκλογής των ημερών αυτών από κοινού με την
μητέρα, σύμφωνα με τις ανάγκες της εργασίας μας και προς όφελος του παιδιού. Η
γνωστοποίηση των ημερών αυτών προς την μητέρα θα γίνεται προ μηνός. Η παραλαβή
θα γίνεται στις 17.00 ώρα της συμφωνηθείσας ημέρας από την κατοικία του
και η παράδοση την 17.00 της συμφωνηθείσας ημέρας παράδοσής του στην
κατοικία του.
Επειδή ως
κατοικία του παιδιού εννοείται η εκάστοτε κατοικία της μητέρας του, πρέπει να
υποχρεωθεί η μητέρα του, ευθύς αμέσως με την αλλαγή διεύθυνσης κατοικίας της,
προ πάσης επικοινωνίας μου με την κόρη μου, να μου την γνωστοποιήσει.
Επειδή η
ζητούμενη επικοινωνία γίνεται προς όφελος της κόρης μου, για να αναπτύξει
προσωπικότητα γυναίκας και να έχει συνεχές το πρότυπο του πατέρα.
Επειδή
σκοπός του δικαιώματος της επικοινωνίας είναι η διατήρηση του ψυχικού δεσμού με
την κόρη μου, η διαμόρφωση υγιών συγγενικών σχέσεων μεταξύ μας, που θα
συντελέσει στην ικανοποίηση της αναπόφευκτης φυσικής ανάγκης για αμοιβαία
στοργή και αγάπη μεταξύ μας και στην αποφυγή της αποξένωσης μας.
Επειδή η
ζητούμενη επικοινωνία θα μου παράσχει τη δυνατότητα να παρακολουθώ την
ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της
προσωπικότητας του παιδιού μου.
Επειδή
μπορώ να συμπαρασταθώ στο παιδί μου σε οποιοδήποτε πρόβλημα άμεσης φροντίδας,
υγείας, καθαριότητας, ντυσίματος και ανατροφής, έχων όλες τις απαραίτητες
προϋποθέσεις για τη σωστή ψυχοσωματική ανάπτυξή της.
Επειδή η
παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και προς απόδειξή της επικαλούμαι
μάρτυρες και έγγραφα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους
θέλω προσθέσει κατά τη συζήτηση της παρούσας και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε
νομίμου δικαιώματός μου.
ΖΗΤΩ
Να γίνει
δεκτή η παρούσα.
Να
ρυθμισθεί η επικοινωνία μετά της ανήλικης κόρης μου ως παραπάνω.
Να
συμψηφισθεί η εν γένει δικαστική δαπάνη.
Αθήνα
Ο
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
7.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής λογοδοσίας
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΓΩΓΗ
…………….
ΚΑΤΑ
1. ……………
2……………..
Δυνάμει
της …..απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα εκουσίας
δικαιοδοσίας) διορίσθηκα οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης της υπό δικαστικής
συμπαράστασης τελούσας αδελφής μου …., θυγατέρας ….. Ήδη η απόφαση έχει
καταστεί τελεσίδικη.
Η αδελφή
μου …., πάσχουσα ολοσχερώς από παντελή και διαρκή αδυναμία όπως επιμελείται
εαυτής και της περιουσίας της και νοσηλευόμενη συνεχώς και μέχρι σήμερα στο
ψυχιατρικό τμήμα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, δυνάμει της ….απόφασης
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήδη τελεσίδικη και ισχύουσα μέχρι σήμερα,
τέθηκε, κατά το τότε ισχύον δίκαιον, σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης,
επίτροπος διορίστηκε η μητέρα μας …..και παρεπίτροπος ο ……. Η επίτροπος μητέρα
μας απεβίωσε την …. Με τον θάνατο της επιτρόπου, σύμφωνα με το προγενέστερο
δίκαιο έπαυσε και το έργο του παρεπιτρόπου (άρθρο 1610 ΑΚ ως ίσχυε πριν την
τροποποίηση με τον ν. 2447\96). Η υπό δικαστική συμπαράσταση τελούσα ….έχει ως
μόνους γνωστούς πόρους ζωής μία σύνταξη από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ως
κόρη συνταξιούχου δημοτικού υπαλλήλου, και μία δεύτερη από το Ταμείο Ασφάλισης
Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων. Παρ ότι με τον θάνατο της επιτρόπου έπρεπε
να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης προς διαχείριση της περιουσίας της, εν
τούτοις οι εναγόμενοι από ….. αυθαίρετα και παντελώς παράνομα άρχισαν να
διαχειρίζονται την περιουσία της ενεργούντες εισπράξεις και δαπάνες, εισπράξεις
των δύο συντάξεών της και δαπάνες για λογαριασμό της. Μάλιστα άγνωστο πως
και κατά πάσα πιθανότητα παράνομα, αφού η …. στερείται της ικανότητας
εκπροσώπησης και επομένως υπογραφής, άνοιξαν λογαριασμό ταμιευτηρίου στην
…..Τράπεζα με αριθμό λογαριασμού …….με πρώτο όνομα το δικό της και
δεύτερο-τρίτο αυτών αντιστοίχως και άρχισαν, από κοινού και ο καθένας χωριστά,
να διαχειρίζονται τα χρήματά της τοποθετώντας στον λογαριασμό αυτόν τις
εισπράξεις των συντάξεών της και λοιπά έσοδα της.
Από …..και
εντεύθεν που δημοσιεύθηκε η ….. απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με
την οποία διορίσθηκα δικαστικός συμπαραστάτης, ζητώ συνεχώς από τους
εναγομένους να λογοδοτήσουν για την γενομένη από αυτούς διαχείριση και
μου ανακοινώσουν λογαριασμό περιέχοντα αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων και
μου αποδώσουν το κατάλοιπο του λογαριασμού, αυτοί όμως συνεχώς, αδικαιολόγητα
και παράνομα αρνούνται. Στην διαδρομή του χρόνου πληροφορήθηκα ότι στον
παραπάνω λογαριασμό ταμιευτηρίου της …την 15-3- υφίστατο υπόλοιπο …….
ευρώ, που αποτελεί τμήμα των εισπραχθέντων από αυτούς συντάξεών της.
Επειδή οι
εναγόμενοι, από κοινού και ο καθένας χωριστά, DE FACTO, διαχειρίσθηκαν ξένη περιουσία, η
οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, δέον όπως, εμού νομιμοποιουμένης ως
δικαστικός συμπαραστάτης της …., υποχρεωθούν σε λογοδοσία από … μέχρι έγερσης
της παρούσας και μου ανακοινώσουν λογαριασμό περιέχοντα αντιπαράθεση των εσόδων
και εξόδων και το από την αντιπαράθεση προκύπτον κατάλοιπο, συγχρόνως δε να
επισυνάψουν τα δικαιολογητικά έγγραφα και υποχρεωθούν σε καταβολή, σε ολόκληρον
έκαστος, του καταλοίπου του λογαριασμού και δη του ποσού για το οποίο μετά την
απόδοση και εκκαθάριση του λογαριασμού θα κριθούν οφειλέτες νομιμοτόκως μέχρι
την εξόφληση και σε απείθεια να απειληθεί σε έκαστο χρηματική ποινή ….και
προσωπική κράτηση 12 μηνών.
Επειδή από
ανάληψης της DE FACTO διαχείρισης μέχρι σήμερα είναι άγνωστες οι κατ ιδίαν
εισπράξεις και δαπάνες, εικάζεται όμως μετά βεβαιότητας ότι υφίσταται έλλειμμα
εκ ….. αφού στον παραπάνω λογαριασμό ταμιευτηρίου της ….Τραπέζης την
15-3- υφίστατο εγγραφή ……. ευρώ, χρηματικό ποσό στο οποίο με την διαδρομή
του χρόνου θα έχουν προστεθεί και άλλα χρήματα, τόσο λόγω εισόδου των τόκων
ταμιευτηρίου, όσο και λόγω εισόδου των συντάξεων και άλλων εσόδων της …., δέον
όπως οι εναγόμενοι, στην περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού
μετά των δικαιολογητικών, υποχρεωθούν σε ολόκληρον έκαστος σε καταβολή …..
νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επειδή
πρέπει η υπό έκδοση απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, αφού απειλείται η
κάλυψη των αναγκών της υπό δικαστικής συμπαράστασης τελούσας.
Επειδή η
παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, παραδεκτώς καθ ύλην και τόπον
εισαγόμενη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους
προσθέσω κατά τη συζήτηση της παρούσας και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε νόμιμου
δικαιώματός μου.
ΖΗΤΩ
Να γίνει
δεκτή η παρούσα.
Να
υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε λογοδοσία. Να υποχρεωθούν να μου ανακοινώσουν
λογαριασμό περιέχοντα αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων και το από την
αντιπαράθεση προκύπτον κατάλοιπο, συγχρόνως δε να επισυνάψουν τα δικαιολογητικά
έγγραφα. Σε απείθεια να απειληθεί σε έκαστο χρηματική ποινή ….και προσωπική
κράτηση 12 μηνών.
Να
υποχρεωθούν σε καταβολή, σε ολόκληρον έκαστος, του καταλοίπου του λογαριασμού
και δη του ποσού για το οποίο μετά την απόδοση και εκκαθάριση του λογαριασμού
θα κριθούν οφειλέτες νομιμοτόκως μέχρι την εξόφληση με απόφαση προσωρινώς
εκτελεστή και στην περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού μετά των
δικαιολογητικών σε καταβολή του ελλείμματος …..νομιμοτόκως μέχρι την εξόφληση
με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και Να καταδικασθούν δε στην εν γένει
δικαστική δαπάνη.
Αθήνα
Ο
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
8.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής διατροφής ανηλίκου
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΓΩΓΗ
…..
ΚΑΤΑ
….
Την
…..τέλεσα μετά του εναγομένου ….γάμο στο …. Από τον γάμο μας αποκτήσαμε τρία
παιδιά, την ….., γεννήθηκε στις …., την Κυριακή, γεννήθηκε την …. και την
Μαρία, γεννήθηκε την ….. Τον εναγόμενο σύζυγό μου παντρεύτηκα με την ελπίδα και
την διαβεβαίωση εκ μέρους του ότι στο πρόσωπό του θα έβρισκα συζυγική θαλπωρή,
σεβασμό, εκτίμηση, αγάπη και θα δημιουργούσαμε μία οικογένεια συγκροτημένη με
υγιείς αρχές και συνήθειες. Οι ελπίδες και οι προσδοκίες μου όμως διαψεύστηκαν,
διότι με την τακτική που ακολούθησε, τις αντιλήψεις του, την υβριστική, σκαιά
και βάναυση συμπεριφορά του, υπέσκαψε τα θεμέλια του συζυγικού μας οίκου
και τον οδήγησε στην διάλυση. Ζήσαμε μαζί μέχρι το …. οπότε από αποκλειστική
υπαιτιότητά του διεκόπη οριστικά η έγγαμη συμβίωση μας, διαμένουσα έκτοτε σε
μισθωμένη οικία στον ……Αττικής, έχοντας κοντά μου τα άνω ανήλικα τέκνα μου, η
άσκηση της επιμέλειας των οποίων μου ανατέθηκε προσωρινά με την…. απόφαση του
Μον. Πρωτοδικείου Αθηνών και οριστικά με την …. απόφαση του αυτού Δικαστηρίου.
Επειδή ο
εναγόμενος αδιαφορεί για την διατροφή των και δεν συμμετέχει καθόλου σε αυτή
εύλογο και σύννομο καθίσταται το αίτημά μου, με την ιδιότητα που παρίσταμαι, ως
ασκούσα την επιμέλεια αυτών, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να συμμετέχει ανάλογα
με τις δυνάμεις του στην διατροφή των, όπως ορίζουν οι σχετικές διατάξεις.
Ο
εναγόμενος τυγχάνει εργάτης - εργάζεται στην αποθήκη του …. με μηνιαίες
αποδοχές ….. Εγώ έχω αποφοιτήσει από τη Σχολή ….. και εργάζομαι ως νοσηλεύτρια
σε …..με μηνιαίες αποδοχές …… Πέραν αυτών εγώ ήδη εν τοις πράγμασι φροντίζω και
μεριμνώ για την ανατροφή των παιδιών μας, εργασία η οποία αποτιμάται σε ……τον
μήνα
Το
συνολικό άθροισμα επομένως των εισοδημάτων εμού και του εναγομένου κατά
μήνα είναι …... Οι ελάχιστες μηνιαίες οικογενειακές μας ανάγκες αν υπήρχε
συμβίωση θα ήταν …...
Η
συνεισφορά μου στα έξοδα της διαβίωσης αυτής θα ήταν …..δια … = …..Χ…=
….. Αντίστοιχα του αντιδίκου η συνεισφορά θα ήταν … δια … =. … Χ ….= ….
Η ανάλογη
διατροφή των παιδιών μας με βάση την ηλικία, η …..6 ετών, η ….. ετών και η …. 4
ετών, τον τόπο κατοικίας και τις ανάγκες επιτήρησης, μόρφωσης και ανάπτυξης η
οποία περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την συντήρηση, ανατροφή και εκπαίδευσή
των, ανέρχεται κατά μήνα για κάθε παιδί στα … και συγκεκριμένα για φαγητό με
σωστή διατροφή ανάλογη της ηλικίας των …., ρούχα ….., υποδήματα ….., παιδικός
σταθμός ….., μικροδιασκεδάσεις ….
Επομένως η
συνεισφορά του αντιδίκου στη διατροφή κάθε παιδιού μας ανέρχεται στα ….
Πρέπει
επομένως ο αντίδικος να υποχρεωθεί να καταβάλει ως συμμετοχή στη διατροφή του
κάθε παιδιού μας μηνιαίως από επιδόσεως της παρούσας και για ένα έτος και δη
την πρώτη ημέρα κάθε μήνα ….. και συνολικά για τα τρία παιδιά ……. μηνιαίως,
ποσό που μπορεί να καταβάλει εν όψει των εισοδημάτων του και μάλιστα
νομιμοτόκως από την επομένη κάθε καθυστέρησης μέχρι την καταβολή.
Επειδή η
εκδοθησομένη απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως αφορώσα
διατροφή, απειλούμενης άλλως της διατροφής μας σε περίπτωση καθυστέρησης.
Επειδή ο
εναγόμενος πρέπει να υποχρεωθεί να προκαταβάλει μέρος της δικαστικής δαπάνης
της παρούσας.
Επειδή η
παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και προς απόδειξή της επικαλούμαι
μάρτυρες και έγγραφα.
ΓIΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους
θέλω προσθέσει κατά τη συζήτηση της παρούσας και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε
νομίμου δικαιώματός μου.
ΖΗΤΩ
Να γίνει
δεκτή η παρούσα. Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να μου καταβάλει, με την ιδιότητα
που παρίσταμαι, λόγω συμμετοχής του στη διατροφή των τέκνων μας, ……, ……και …., κάθε
μήνα και την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, από επιδόσεως της παρούσας και για ένα
έτος, ….. για το καθένα και συνολικά ….., νομιμοτόκως από την επομένη κάθε
καθυστέρησης μέχρι την καταβολή. Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά
εκτελεστή. Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με πράξη Σας παρά πόδας της παρούσας να
προκαταβάλει μέρος της δικαστικής δαπάνης της συγκεκριμένης δίκης εκ ……τ δε
υπόλοιπο κατά την έκδοση της οριστικής απόφασης.
Αθήνα
Ο
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
9.Υπόδειγμα δικογράφου αγωγής αξίωσης αποκτημάτων κατά την διάρκεια του γάμου
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …..
ΑΓΩΓΗ
………
ΚΑΤΑ
……………
Με τον
αντίδικο παντρευτήκαμε στις ….με θρησκευτικό γάμο στον ιερό Ναό της …..στην …..
Από τον γάμο μας αποκτήσαμε ένα παιδί, τον …., σήμερα …. ετών. Ο γάμος μας
αυτός τελικά δεν είχε ευτυχή εξέλιξη για λόγους πού αφορούν κυρίως το
πρόσωπο του εναγομένου, ο οποίος με τον χρόνο άρχισε να αδιαφορεί για όλα και
να εκφράζεται με περιφρόνηση για τη συζυγική ζωή και προς εμένα, δημιουργώντας
συνεχώς επεισόδια, χωρίς να διστάζει να με βρίζει και να με απειλεί. Αποτέλεσμα
ήταν τον …να εγκαταλείψει την συζυγική στέγη επί της οδού ….και έκτοτε να
πάψουμε την έγγαμη συμβίωση μας και να ζούμε χωριστά. Από τότε εγώ μένω, μαζί
με τον γιό μας ….και μοναδικό παιδί μου, στην παραπάνω στέγη της οδού …. αυτός
δε στην οδό …..
Προ και
κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης ο εναγόμενος εργαζόταν ως οικοδόμος.
Μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο πριν τον γάμο ήταν το διαμέρισμα στο οποίο
τώρα ζει στην οδό …. στην Αθήνα αποτελούμενο από δύο κύρια δωμάτια, χωλ,
κουζίνα, λουτρό, αξίας κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου …. ευρώ και
σήμερα …..ευρώ.
Εγώ κατά
την έναρξη της έγγαμης συμβίωσης εργαζόμουν ως εργάτρια σε
κυτιοποιείο-λιθογραφείο αντί συνολικού μηνιαίου μισθού ….. ευρώ, εργασία την
οποία και συνέχισα μετά τον γάμο μου. Ηδη από τον ……του 1970 είχα τραπεζικό
λογαριασμό στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, λογαριασμό που συνέχισα να έχω μέχρι
και το ….. Το συνολικό χρηματικό ποσό κατά τον μήνα …του έτους …ανήρχετο σε
….ευρώ.
Κατά την
διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, παράλληλα, ασχολούμην με τις οικιακές εργασίες,
χωρίς μάλιστα να έχω καμία βοήθεια, αφού ο σύζυγός μου, ως οικοδόμος, έλειπε
όλη την ημέρα, φρόντιζα το παιδί μας, επιμελούμην της ανατροφής του, το
βοηθούσα στην μελέτη του και προσέφερα στοργή και συμπαράσταση στο σύζυγό μου.
Συνεισέφερα δηλαδή στις οικογενειακές ανάγκες τόσο υλικά και ηθικά, όσο και με
προσωπική μου εργασία, κατά τρόπο ώστε η συμβολή μου να ξεπερνά την από το
άρθρο 1389 ΑΚ προβλεπόμενη υποχρέωσή μου. Ετσι οι παρεχόμενες υπηρεσίες μου ως
συζύγου και μητέρας, αποτελούμενες από μη επιβαλλόμενη από το νόμο συνεισφορά
μου στα βάρη του γάμου αποτιμάτο μηνιαίως τουλάχιστον μέχρι το
…. σε ….ευρώ.
Κατά τη
διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και δη την …ο εναγόμενος απέκτησε με δική μου
συμβολή κατά κυριότητα, νομή και κατοχή το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου της
πολυκατοικίας επί της οδού …..στη θέση …..του δήμου ……Αττικής, επιφανείας
…..τετραγωνικών μέτρων, αποτελούμενο από δύο (2) κύρια δωμάτια, χωλ, κουζίνα,
λουτρό, οφφίς και εξώστη επί του ακαλύπτου χώρου, που συνορεύει ανατολικώς με
φωταγωγό Ι-3 διαμέρισμα και κοινόχρηστο διάδρομο, δυτικώς με αυλή
πολυκατοικίας, αρκτικώς με χώρο ανελκυστήρος και κεντρικό κλιμακοστάσιο και
μεσημβρινώς με μεσημβρινό όριο πολυκατοικίας, αντί συνολικού τιμήματος …..ευρώ.
Σήμερα η αξία του προαναφερθέντος διαμερίσματος ανέρχεται κατά την
αντικειμενική και αγοραία αξία του σε …. ευρώ.
Στην
απόκτηση του προαναφερθέντος περιουσιακού στοιχείου από τον εναγόμενο σύζυγό
μου συνέβαλα στον εξής βαθμό. Διέθεσα …… ευρώ από τις καταθέσεις μου στο
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Επιπλέον διέθεσα εργασία, πέραν της άμεσης, με την
έννοια της παροχής χρημάτων από εξωοικιακή εργασία και της έμμεσης, από
εξοικονόμηση πόρων από την παροχή οικιακής εργασίας, (ανατροφή του παιδιού μας,
συμπαράσταση του συζύγου μου), που ξεπερνά τα όρια της προβλεπόμενης από το
άρθρο 1389 ΑΚ υποχρέωσής μου από τον γάμο η οποία ανήρχετο μηνιαίως μέχρι της
αγοράς του διαμερίσματος σε … ευρώ και συνολικά επί 5,5 έτη σε ….ευρώ.
Συνεπώς
δικαιούμαι να ζητήσω την απόδοση του μέρους της αύξησης της περιουσίας του
συζύγου μου, που οφείλεται στη δική μου συμβολή, κατά ποσοστό 50 %, αφού εγώ
συνεισέφερα …..ευρώ και αυτός ….ευρώ.
Επειδή
κατά την τέλεση του γάμου δεν είχα κανένα ακίνητο περιουσιακό στοιχείο και κατά
τη διάρκεια αυτού στο μόνο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο που συνέσεφερα ήταν το
παραπάνω, και επομένως συνέβαλα στην επαύξηση της χρηματικής περιουσίας του
εναγομένου.
Επειδή
κατά το άρθρο 1400 ΑΚ, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός
συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον
συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή δικαιούται να απαιτήσει την
απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
Επειδή
τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν
αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.
Επειδή η
προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των
συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια.
Επειδή
στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ότι αυτοί απέκτησαν από
δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις
αιτίες.
Επειδή
κατά το άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 1329/1983, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από τότε
που ίσχυσε με το άρθρο 12 του ν. 1649/1986, οι διατάξεις του άρθρου 1400 ΑΚ
αφορούν και περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του
ν. 1329/1983, εφόσον ο γάμος δεν είχε λυθεί ή ακυρωθεί μέχρι τότε.
Επειδή
κατά την αληθινή έννοια των διατάξεων αυτών η απαίτηση του κάθε συζύγου από το
άρθρο 1400 ΑΚ είναι κατ' αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο
της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου
συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου. Ο κανόνας, όμως, αυτός,
δεν αποκλείει, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, την εξουσία του δικαστή να
διατάξει δεχόμενος σχετικό αίτημα του ενός ή του άλλου συζύγου, ενοχικώς δε
πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην
αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου με αυτούσια απόδοση, είτε ανάλογου
ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων, είτε ορισμένου, ή ορισμένων
πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση
της περιουσίας του άλλου (ΟλΑΠ 28/1996).
Επειδή ο
εναγόμενος κατά την έναρξη της έγγαμης συμβίωσης είχε στην κυριότητά του το
παραπάνω ακίνητο, κατά δε τον χρόνο συμπλήρωσης τριετίας από τη διάσπαση της
έγγαμης συμβίωσης είχε στην κυριότητά του το παραπάνω προσδιοριζόμενο οικόπεδο
το οποίο απέκτησε με δική μου εξ ολοκλήρου χρηματική συμβολή.
Επειδή από
τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ συνάγεται ότι η αύξηση της περιουσίας του
υποχρέου συζύγου προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεώς του σε
δύο χρονικά σημεία, δηλαδή τη στιγμή της τελέσεως του γάμου αφενός, και τη
στιγμή που γεννάται η αξίωση αφετέρου. Για την ορθή αποτίμηση της τυχόν αύξησης
της περιουσίας του υποχρέου, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται το σύνολο
των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, πρέπει να
υπολογισθεί η πραγματική αύξηση της περιουσίας, με αποτίμηση και της αρχικής
περιουσίας στις τιμές του χρόνου υπολογισμού της τελικής περιουσίας (ήτοι του
χρόνου γέννήσης της άνω αξίωσης).
Επειδή
κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας θεωρείται στην
περίπτωση λύσης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσης ο χρόνος του αμετακλήτου της
σχετικής απόφασης, στην περίπτωση δε της τριετούς διαστάσεως, εν όψει του
ότι η άσκηση της αξίωσης με βάση τη συμπλήρωση τριετίας από τη συζυγική
διάσταση έχει ως προϋπόθεση, ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί, η
περιουσιακή αύξηση του υπόχρεου συζύγου στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ανάγεται
στο χρόνο άσκησης της αγωγής του άρθρου 1400 του ΑΚ, καθόσον για τη γέννηση της
αξίωσης αυτής δεν ορίζεται από το νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία, αφού
αρκεί να έχει διαρκέσει η διάσταση των συζύγων περισσότερο από τρία χρόνια (ΑΠ
94/2001) .
Επειδή για
την αποτίμηση της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας
του υποχρέου, λαμβάνεται υπ όψιν η υποχρέωση του επικαλούμενου την αξίωση
συμμετοχής συζύγου, να συνεισφέρει στις ανάγκες της οικογένειας ανάλογα με τις
δυνάμεις του (ΑΚ 1389).
Επειδή
πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου προς αυτούσια απόδοση του 1\3
του ακινήτου αυτού, καταδικαζομένου σε δήλωση βουλήσεως, άλλως να υποχρεωθεί να
μου καταβάλει το ποσό
των
ευρώ, που είναι η αξία του οικοπέδου κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής.
Επειδή το
αίτημα αυτούσια απόδοση ακινήτου, ως "αποκτήματος" κατά το άρθρο 1400
ΑΚ, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αγωγών που πρέπει να εγγράφονται υποχρεωτικώς
κατ' άρθρο 220 ΚΠολΔ στα βιβλία διεκδικήσεων.
Επειδή η
παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και προς απόδειξή της επικαλούμαι
μάρτυρες και έγγραφα.
ΓIΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους
θέλω προσθέσει κατά τη συζήτηση της παρούσας και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε
νομίμου δικαιώματός μου.
ΖΗΤΩ
Να γίνει
δεκτή η παρούσα κλπ
10.Ποινική τιμωρία παραβιάζοντος την υποχρέωση καταβολής διατροφής στον δικαιούχο
Κατά το
άρθρο 358 ΠΚ όποιος παραβιάζει την υποχρέωσή του προς καταβολή διατροφής στον
δικαιούχο, προβλεπόμενη από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση,
έστω και προσωρινώς, με τρόπο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις, ή να
αναγκασθεί να δεχθεί την βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός
έτους.
Για την
ποινική τιμωρία του παραβιάζοντος την σχετική υποχρέωση απαιτείται δεδηλωμένη
παράλειψή του προς διατροφή, που να οφείλεται σε κακοβουλία, σε ενδιάθετη,
δηλαδή, βούληση μη συμμόρφωσής του προς την υποχρέωση, παρ ότι έχει την
οικονομική δυνατότητα, να καταβάλλει το χρηματικό ποσό, που επιδικάσθηκε για
την κάλυψη αναγκών επιβίωσης του δικαιουμένου προσώπου (ΑΠ 2011/2006).
11.Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών του νόμου 3869/2010. Νομολογία
Ο ν.
3869/2010 καθορίζει τις προϋποθέσεις ρύθμισης των χρεών και απαλλαγής από αυτά
του οφειλέτη-δανειολήπτη φυσικού προσώπου με σκοπό να επαναφέρει την ισορροπία
των παροχών μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του (ΕιρΘεσ 5105/2011).
1. Στις
διατάξεις του ν. 3869/2010 υπάγονται φυσικά πρόσωπα, που δεν έχουν πτωχευτική
ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής
ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Ο νόμος αφορά μη εμπόρους φυσικά πρόσωπα,
ανεξαρτήτως του χαρακτήρα και της προέλευσης του χρέους, με την έννοια ότι χρέη
που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα, που δεν
προσδίδουν στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα, μπορούν να υπαχθούν στη
διαδικασία του ν. 3869/2010 (ΜονΠρΑθ 1795/2011).
2.
Απαγορεύεται ο πλειστηριασμός της κυρίας κατοικίας του οφειλέτη και ακύρως
επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του, ακόμη και αν δεν έχει τεθεί σε
εκκίνηση η διαδικασία για την ρύθμιση των οφειλών του, εφ όσον πληρούνται οι
προϋποθέσεις υπαγωγής του στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, αρκεί να
πιθανολογείται ότι, η στο μέλλον να υποβληθεί αίτηση ρύθμισης των χρεών, θα
κριθεί ουσιαστικά βάσιμη (ΜονΠρΑθ 7794/2010).
3. Ο
αιτών, επικαλούμενος στην αίτησή του, ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία
πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών προς τους πιστωτές, που αναφέρει στην
αναλυτική κατάσταση, ζητεί τη διευθέτησή τους από το δικαστήριο, ώστε να
επέλθει ολική ή μερική απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των
χρεών του έναντι αυτών, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με το
σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπ όψιν η περιουσιακή και
οικογενειακή του κατάσταση (ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
4. Για να
κριθεί η αίτηση παραδεκτή πρέπει α) να έχει τηρηθεί η προδικασία του
εξωδικαστικού συμβιβασμού με την διαμεσολάβηση προσώπου απ αυτά που έχουν
σχετική εξουσία από το νόμο, ο οποίος να απέτυχε και η αποτυχία να βεβαιώνεται
από τον διαμεσολαβητή, β) η αίτηση να κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία
από τη αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, γ) να μην εκκρεμεί άλλη αίτηση
του αιτούντος για ρύθμιση των χρεών του στο επιληφθέν Ειρηνοδικείο, ή σε άλλο
Ειρηνοδικείο της χώρας, δ) να μην έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτηση του
αιτούντος για ουσιαστικούς λόγους (ΕιρΧαλανδρίου 11/2011).
5.
Επιπλέον απαιτείται α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης
εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και
των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, γ) σχέδιο διευθέτησης
οφειλών, επαρκώς προσδιορισμένο, ώστε σε περίπτωση σιωπής των πιστωτών να
μπορεί να αποτελέσει από μόνο του θεμέλιο περιεκτικής ρύθμισης των χρεών του
οφειλέτη, δ) βεβαίωση αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού και ε) υπεύθυνη
δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των περιουσιακών στοιχείων, καταστάσεων
κλπ. (ΕιρΧαλανδρίου 11/2011).
6. Για να
κριθεί η αίτηση ορισμένη πρέπει, να περιέχει τον ισχυρισμό ότι ο αιτών, ως
φυσικό πρόσωπο, χωρίς πτωχευτική ικανότητα, έχει ληξιπρόθεσμα χρέη προς
τρίτους, τα οποία επιθυμεί να υπαγάγει στις ρυθμίσεις του νόμου, ότι συντρέχει
στο πρόσωπο του μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του και ότι
απέτυχε η προσπάθεια του εξώδικου συμβιβασμού (ΕιρΧαλανδρίου 11/2011).
7. Αν η
αίτηση κριθεί παραδεκτή και ορισμένη, το δικαστήριο δύναται, κατά την κρίση
του, να διατάξει οτιδήποτε χρειασθεί για την συμπλήρωσή της, ή διευκρίνιση
απαιτουμένων στοιχείων, όπως αυτοπρόσωπη ενώπιον του εμφάνιση του αιτούντος
(ΕιρΧαλανδρίου).
8. Σύμφωνα
με το πνεύμα της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 αποκλείονται από τη
ρύθμιση χρέη, που δεν πηγάζουν από την βούληση του οφειλέτη, αλλά από δικαστική
απόφαση, ή τον νόμο, όπως διατροφή, αποζημίωση θύματος αδικοπραξίας κλπ
(ΕιρΧαλανδρίου 11/2011).
9. Στην
ρύθμιση, σύμφωνα με το πνεύμα της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010,
υπάγονται και απαιτήσεις που προέρχονται από ακάλυπτες επιταγές,
συναλλαγματικές, ή γραμμάτια, γιατί ο νόμος δεν αποκλείσει χρέη, που πηγάζουν
από την βούληση του οφειλέτη και την ελεύθερη οικονομική δραστηριότητά του
(ΕιρΧαλανδρίου 11/2011).
10. Το Δικαστήριο
προβαίνει σε δικαστική ρύθμιση των οφειλών, αν δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο
διευθέτησης οφειλών.
11. Στην διαδικασία ρύθμισης των οφειλών ο δεσμός, που συνδέει τους
πιστωτές του οφειλέτη, είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας του
άρθρου 76 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Στην δίκη αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του
άρθρου 76 παράγραφος 1 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι ομόδικοι που
μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται
ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται» (ΕιρΧανίων 309/2011).
12. Στη
διαδικασία ρύθμισης των οφειλών - εξωδικαστική και δικαστική - δεν είναι
υποχρεωτικό να κληθούν και συμμετάσχουν όλοι ανεξαιρέτως οι πιστωτές του
οφειλέτη. Οι μη συμμετέχοντες πιστωτές διατηρούν την ιδιότητα του τρίτου έναντι
της εξελισσομένης διαδικασίας, που, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 4
παρ. 6 ν. 3869/2010, δεν δεσμεύονται από τα αποτελέσματά της. Οι πιστωτές αυτοί
διατηρούν ακέραιες τις δικονομικές δυνατότητες ατομικής ικανοποίησης των δικαιωμάτων
τους, για το σύνολο των αξιώσεών τους, από όλη την περιουσία του οφειλέτη
(ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
13. Ο
οφειλέτης δεν είναι υποχρεωμένος, να αναφέρει το σύνολο των πιστωτών του, αλλά
μόνον αυτούς, τις απαιτήσεις των οποίων επιθυμεί, να υπαγάγει στην αίτηση
ρύθμισης (ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
14. Στις
ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 υπάγονται και οι μη ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το
ληξιπρόθεσμο των οφειλών απαιτείται κατά νόμο ως στοιχείο για την συγκρότηση
της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής (ΕιρΚαλυμνου 1/2012).
15. Πιστωτές
μπορούν, ασκώντας κυρία παρέμβαση, να ζητήσουν να υπαχθούν στην ρύθμιση, αν
δικαιολογούν έννομο συμφέρον, όπως στην περίπτωση, που η απαίτηση του κυρίως
παρεμβαίνοντος έχει ενσωματωθεί στις απαιτήσεις τρίτου πιστωτή.
16. Η
κύρια παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και με απλή δήλωση που καταχωρίζεται στα
πρακτικά, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ.1 εδ. β ΠτΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 15
ν. 3869/2010, κατά παράκαμψη της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 752 παρ.1
ΚΠολΔ (ΕιρΚαλυμνου 1/2012).
17. Ο ν.
3869/2010 δεν προβλέπει, ούτε το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου, ούτε
τον δικαστικό έλεγχο του περιεχομένου του, συνεπώς το σχέδιο μπορεί να
καθοριστεί ελεύθερα από το οφειλέτη, παραδεκτά δε προτείνεται ακόμα και σχέδιο
με μηδενικό περιεχόμενο (ΕιρΑθ 15/2011)
18. Στην
περίπτωση, που ο αιτών προτείνει μηδενική μηνιαία καταβολή στο σχέδιο
διευθέτησης, ιδίως στην περίπτωση που αναφέρει ότι έχει πενιχρά εισοδήματα,
τούτο αποτελεί και πρόταση για σύναψη σύμβασης άφεσης χρέους. Η πρόταση αυτή
περιέρχεται στους πιστωτές, από την, κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 ν. 3869/2010,
επίδοση της αίτησης που περιλαμβάνει την πρόταση. Εάν η προθεσμία του άρθρου 5
ν. 3869/2010 παρέλθει άπρακτη, οπότε κατά νόμο οι πιστωτές τεκμαίρεται ότι
συμφωνούν με το σχέδιο διευθέτησης, ή εάν κανένας πιστωτής δεν προβάλει
αντιρρήσεις για το αρχικό, ή το τροποποιημένο, σχέδιο διευθέτησης οφειλών,
θεωρείται ότι ο συμβιβασμός έχει γίνει αποδεκτός και ότι οι πιστωτές
αποδέχονται την πρόταση για σύναψη σύμβασης άφεσης χρέους, σύμβαση η οποία
καταρτίζεται από την παρέλευση της άπρακτης δίμηνης αρχικής προθεσμίας, ή από
την παρέλευση αντιστοίχως της επόμενης προθεσμίας των 20 ημερών της παρ. 1
άρθρου 7 ν. 3869/2010. Για την σύναψη της εν λόγω σύμβασης άφεσης χρέους, είναι
αδιάφορο, εάν δεν περιήλθε η αποδοχή της πρότασης στον αιτούντα οφειλέτη, αφού
από τον νόμο συνάγεται ότι δεν είναι ανάγκη να περιέλθει η αποδοχή στον
αιτούντα οφειλέτη, γιατί για την αποδοχή της πρότασης τίθενται εκ του νόμου οι
προαναφερθείσες προθεσμίες του ν. 3869/2010, μετά την άπρακτη πάροδο των
οποίων, τεκμαίρεται εκ του νόμου η αποδοχή της και το γεγονός τούτο είναι
γνωστό στους πιστωτές. Κατ ακολουθία, αν ο πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις,
θεωρείται ότι ο συμβιβασμός έχει γίνει αποδεκτός και το Δικαστήριο οφείλει να
επικυρώσει το σχέδιο, το οποίο αποκτά πλέον ισχύ δικαστικού συμβιβασμού και η
υπό κρίση αίτηση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές θεωρείται ότι
ανακλήθηκε (παρ. 2, άρθρο 7 ν. 3869/2010, ΕιρΚαβάλας 192/20110).
19. Το
αίτημα του οφειλέτη, να υπαχθεί τις διατάξεις του ν. 3869/2010, επειδή
βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, χωρίς
περαιτέρω εξειδίκευση, αρκεί για το ορισμένο αυτού, αφού ο νόμος δεν ορίζει το
περιεχόμενο του αιτήματος και ο σκοπός του οφειλέτη είναι η ρύθμιση των οφειλών
του, αυτός δε ο σκοπός καθίσταται σαφής με την παραπάνω διατύπωση (ΕιρΑθ
15/2011).
20. Ο
ισχυρισμός των πιστωτών ότι το ύψος των απαιτήσεών τους έχει μεταβληθεί από το
χρόνο υποβολής της αίτησης, συνεπώς πρέπει η ρύθμιση να περιλάβει τις
απαιτήσεις τους, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέχρι την συζήτηση της αίτησης,
δεν είναι βάσιμος, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του νόμου, το δικαστήριο
προκειμένου να προχωρήσει σε ρύθμιση ελέγχει μόνο την ύπαρξη των
αμφισβητούμενων απαιτήσεων. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής και σε συνδυασμό
με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 8, η ένταξη της απαίτησης στη
ρύθμιση, η οποία είναι προσωρινή, θα γίνει με τη μορφή και το ύψος, που την
εισφέρει ο οφειλέτης, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα τροποποίησης του ύψους της, ή
των δεδουλευμένων τόκων από το δικαστήριο, λόγω της αμφισβήτησης του ύψους της
απαίτησης από τον πιστωτή (ΕιρΑθ 15/2011, ΕιρΧανίων 309/2011).
21. Ο ν.
3869/2010 δεν απαιτεί την αναφορά των δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη, αλλά την
παράθεση των περιουσιακών του στοιχείων και των εισοδημάτων του ιδίου και της
συζύγου του (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. β, 5 παρ. 1 εδ. α).
22. Η
αίτηση δεν πάσχει αοριστίας, όταν δεν προσδιορίζονται οι βιοτικές ανάγκες του
αιτούντος και το εκτιμώμενο κόστος εκάστης ανάγκης, καθ όσον το μηνιαίο κόστος
διαβίωσης του αιτούντος και των υπολοίπων μελών της οικογένειάς του θα
εκτιμηθεί από το Δικαστήριο, με βάση τα προσκομιζόμενα σχετικά στοιχεία και τα
διδάγματα της κοινής πείρας, εν όψει και του ότι η τυχόν παράθεση από τον
αιτούντα οποιουδήποτε ποσού για την κάλυψη της τάδε ή της δείνα βιοτικής
ανάγκης, θα είχε τον χαρακτήρα της αβεβαιότητας, αφού δεν είναι δυνατόν να
προσδιοριστούν με ακρίβεια οι ανθρώπινες ανάγκες λόγω και των απρόβλεπτων
περιστάσεων (ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
23. Ο
οφειλέτης δεν είναι υποχρεωμένος να περιγράψει στην αίτηση, ή στην κατάσταση
του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3869/2010, τα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου του, τα
οποία αποτελούν ξένη περιουσία και δεν είναι υπέγγυα στους πιστωτές του. Μόνο
τα εισοδήματα της συζύγου του υποχρεούται να περιλάβει στην κατάσταση του
άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3869/2010, τα οποία ενδιαφέρουν, προκειμένου να καθοριστεί η
συνεισφορά της στις οικογενειακές δαπάνες, στα πλαίσια της υποχρέωσης της, που
απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ (Ειρ.Πατρ 2/2011,
ΕιρΧανίων 309/2011).
24. Η
αίτηση ρύθμισης δεν είναι απαράδεκτη, αν δεν επιδόθηκε στον πιστωτή η
κατάσταση της υπάρχουσας περιουσίας του αιτούντος και των εισοδημάτων του, ως
και το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του, αρκεί τα έγγραφα αυτά να έχουν
ενσωματωθεί στο δικόγραφο της αίτησης (ΕιρΑθ 15/2011, ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
25. Δεν
απαιτείται στο προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών και την συμπερίληψη
στην αίτηση η ρύθμιση των χρεών προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, όταν αυτά εξυπηρετούνται με την παρακράτηση ποσών απ
ευθείας από τον μισθό του οφειλέτη (ΕιρΚαλυμνου 1/2012).
26. Δεν
υπάρχει δολιότητα του οφειλέτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρέωσης, της
οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται πρόκληση άγνοιας της
επισφάλειας στους πιστωτές, απαιτείται, δηλαδή, η επίκληση και η απόδειξη από
αυτούς, ότι ο οφειλέτης τους απέκρυψε την οικονομική του κατάσταση και το
σύνολο των δανειακών του υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού.
Ειδικότερα για τις τράπεζες, οι οποίες έχουν την δυνατότητα, να
εξακριβώσουν την οικονομική συμπεριφορά και τις λοιπές δανειακές υποχρεώσεις
των υποψήφιων πελατών τους, μέσω «ΤΕΙΡΕΣΙΑ» και «ΔΙΑ») (ΕιρΑθ 15/2011,
ΕιρΧαλανδρίου 11/2011, ΕιρΧανίων 309/2011, ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
27. Ο
ισχυρισμός ότι, ο οφειλέτης περιήλθε από δόλο σε αδυναμία πληρωμής, γιατί, ενώ
γνώριζε τις περιορισμένες οικονομικές του δυνατότητες και συνεπώς την αδυναμία
να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις, δολίως ανέλαβε νέες υποχρεώσεις
είναι ουσία αβάσιμος, γιατί σε κάθε περίπτωση υπάρχει συνυπαιτιότητα της
τράπεζας ως προς την χρηματοδότηση του οφειλέτη, καθώς αυτή, αν δεν επιδείκνυε
βαρειά αμέλεια, θα εξακρίβωνε τη δανειακή επιβάρυνση του τελευταίου με την δυνατότητα,
που έχει, εξακρίβωσης της οικονομικής του συμπεριφοράς και των λοιπών δανειακών
του υποχρεώσεων. Δεν πρέπει να αγνοείται η επιθετική στρατηγική πώλησης
τραπεζικών προϊόντων μέσω καταιγιστικών διαφημίσεων, που χαρακτήριζε τον
σχετικό οικονομικό τομέα στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία και σχεδόν
επέβαλλε στους καταναλωτές την λήψη ιδίως καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών
καρτών (ΕιρΘεσ. 5074/2011ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
28. Η
ένσταση, του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης της αίτησης, μη νομίμως
προτείνεται, γιατί η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος είναι παραδεκτή
μόνο για δικαίωμα, το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι
από διατάξεις δικονομικές, όπως είναι οι διατάξεις του ν. 3869/2010 ( ΕιρΧανίων
309/2011, ΕιρΚαλύμνου 1/2012). Άλλωστε η επιδίωξη της ρύθμισης των χρεών
δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθώς η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν
έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον
κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, και είναι απολύτως σύμφωνη με το
γράμμα και το πνεύμα του νόμου και ασκείται σύμφωνα και το σκοπό των διατάξεων
του ν. 3869/2010 και σύμφωνα με τους παγιωμένους ηθικούς κανόνες, που
χαρακτηρίζουν την συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου (ΕιρΧαλανδρίου
11/2011).
29. Για να
επέλθουν οι δυσμενείς κυρώσεις σε βάρος του οφειλέτη για ανειλικρινή δήλωση των
περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων του πρέπει οι ατελείς δηλώσεις του, να
είναι πρόσφορες να μειώσουν την ικανοποίηση των πιστωτών (Ειρ.Θεσ. 5105/2011,
ΕιρΠατρ. 2/2011, ΕιρΧανίων 309/2011)
30. Οι
ειδικοί λόγοι, ή έκτακτες συνθήκες, ως αιτία της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής
χρεών, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 ν. 3869/2010, αφορούν
μόνο την δυνατότητα του δικαστηρίου για προσδιορισμό μικρού ύψους, ή μηδενικών
καταβολών και τον επαναπροσδιορισμό αυτών μετά από νέα δικάσιμο (ΕιρΚαλύμνου
1/2012).
31. Το
αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του αιτούντος από την ρευστοποίηση
υποβάλλεται νόμιμα βάσει της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ενώ
η ρευστοποίηση άλλου περιουσιακού στοιχείου του αιτούντος εναπόκειται στην
κρίση του δικαστηρίου (ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
32. Το ΙΧΕ
αυτοκίνητο του οφειλέτη εξαιρείται της εκποίησης, αν είναι απολύτως απαραίτητο
για την εργασία και μετακινήσεις του (ΕιρΧαλανδρίου 11/2011) ή όταν η εμπορική
του αξία, ο τύπος και η παλαιότητά του δεν είναι πρόσφορη προς εκποίηση, γιατί
δεν έχει αγοραστικό ενδιαφέρον, ή δεν θα αποφέρει αξιόλογο τίμημα για την
ικανοποίηση των πιστωτών, λαμβανομένων υπ όψιν και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης,
όπως, αμοιβή εκκαθαριστή και έξοδα δημοσιεύσεων κλπ (ΕιρΧανίων 309/201100,
ΕιρΧαλανδρίου 11/2011).
33. Δεν
εξαιρείται από την εκποίηση η κατοικία της συζύγου του αιτούντος, γιατί δεν
ανήκει στην κυριότητα του αιτούντος, όπως απαιτεί το άρθρο 9 παρ. 2 ν.
3869/2010 (ΕιρΧανίων 309/2011).
34. Η
παράλειψη από τον αιτούντα, να αναφέρει την αιτία και το τυχόν αξιόχρεο
αντάλλαγμα για τις επελθούσες μεταβιβάσεις ακινήτων, δεν ασκεί επιρροή, καθ
όσον από τα έγγραφα, που προσκομίζονται στη γραμματεία του Δικαστηρίου εντός
της μηνιαίας προθεσμίας, τα οποία περιήλθαν σε γνώση του πιστωτή, δύναται
αυτός, να λάβει γνώση της αιτίας και του αξιόχρεου ανταλλάγματος των επελθουσών
μεταβιβάσεων ακινήτων (ΕιρΚαλυμνου 1/2012).
35. Η
κύρια κατοικία του αιτούντος, έχουσα εμπορική αξία που δεν υπερβαίνει το
προβλεπόμενο όριο απόκτησης πρώτης κατοικίας (200.000 ευρώ) προσαυξημένο κατά
50%, εξαιρείται από την εκποίηση μετά την υποβολή σχετικής πρότασης του
αιτούντος (ΕιρΑθ 15/2011).
36. Η
πρόταση εξαίρεσης από την εκποίηση της πρώτης κατοικίας, κατ άρθρο 9 παρ. 2 ν.
3869/2010, δεν απαιτείται να περιέχεται στην αίτηση και μπορεί να υποβληθεί
μέχρι τη συζήτηση της αίτησης (ΕιρΑθ 15/2011).
37. Εφ
όσον υποβληθεί αίτημα εξαίρεσης της πρώτης κατοικίας του οφειλέτη από την
εκποίηση η εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
38. Δεν
επιτρέπεται επικύρωση του σχεδίου αποπληρωμής οφειλών, που είχε προταθεί από
έναν πιστωτή και είχε γίνει αποδεκτό από τον οφειλέτη, γιατί κατά τη
βούληση του νομοθέτη στην επιθυμητή σύναψη του συμβιβασμού πρέπει να μετάσχουν
όλοι οι πιστωτές και όχι μόνο ορισμένοι από αυτούς (ΕιρΧανίων 309/2011).
39. Ως
συμβιβασμός της παρ. 2 του άρθρου 7 ν. 3869/2010, που ορίζει ότι, "αν
κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο
σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, θεωρείται ότι ο
συμβιβασμός έχει γίνει αποδεκτός", νοείται ότι θεωρείται ότι έχει γίνει
αποδεκτή η συμφωνία στην οποία κατέληξαν, ρητά ή σιωπηρά, τα μέρη και δεν
νοείται ως συμβιβασμός με την έννοια και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον ΑΚ
(ΕιρΚαβάλας 192/2011).
40. Η
απόφαση, που θα εκδοθεί, δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (ΕιρΧανίων
309/2011), αλλά μόνο σε έφεση και αναίρεση (ΕιρΚαβάλας 192/2011).
41. Εάν η
δυσμενής οικονομική κατάσταση του οφειλέτη κρίνεται προσωρινή και δεν μπορεί να
διαγνωσθεί ο χρόνος συνέχισής της, το δικαστήριο, προβαίνοντας σε εφαρμογή της
διάταξης του εδ. α της παρ. 5 του άρθρου 8 του νόμου, ορίζει με την ίδια
απόφαση νέα δικάσιμο, που απέχει από την προηγούμενη όχι λιγότερο από πέντε
μήνες, για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Στη νέα αυτή δικάσιμο,
είτε επαναλαμβάνει την προηγούμενη απόφαση του, είτε προσδιορίζει εκ νέου τις
καταβολές προς τα πάνω, ή προς τα κάτω, αν συντρέχει περίπτωση. Για τη νέα
δικάσιμο οι διάδικοι, οφειλέτης και πιστωτές, ενημερώνονται με δική τους
επιμέλεια (ΕιρΛαρίσης 106/2011).
42.
Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, το δικαστήριο, σε
περιπτώσεις, που εξ αιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς
υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την
κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του, ή άλλων λόγων ίδιας τουλάχιστον
βαρύτητας, δύναται να προσδιορίσει με την απόφασή του μηνιαίες καταβολές μικρού
ύψους, ή και μηδενικές και τούτο ασχέτως του ύψους των οφειλών, ή του πλήθους
των πιστωτών (ΕιρΚαβάλας 192/2011).
43. Η
απαλλαγή του οφειλέτη από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο χρεών έναντι των πιστωτών
του επέρχεται κατά νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 ν. 3869/2010) μετά την κανονική
εκτέλεση των υποχρεώσεων, που θα επιβληθούν από το δικαστήριο (ΕιρΧανίων
309/2011)
44. Η
ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη, θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές
απ ευθείας στους πιστωτές από τα εισοδήματά του επί τετραετία, που θα αρχίζουν
αμέσως από την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης, από τις οποίες (καταβολές)
οι πιστωτές του θα ικανοποιηθούν άτοκα (ΕιρΧαλανδρίου 11/2011, ΕιρΚαλύμνου
1/2012).
45. Εφ
όσον με τις καταβολές επί τετραετία δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των
απαιτήσεων των πιστωτών και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της οικίας του
οφειλέτη από την εκποίηση, ορίζονται μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της
κύριας κατοικίας, για την οποία θα πρέπει να καταβληθεί το 85% της εμπορικής
της αξίας στους ενέγγυους πιστωτές. Η καταβολή των μηνιαίων δόσεων, θα
ξεκινήσει την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση της
απόφασης, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με
κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το
στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο
αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (ΕιρΚαλύμνου 1/2012).
46.
Σύμφωνα με το άρθρο 62 ν. 2214/1994 για την εξυπηρέτηση και ασφάλιση των
χορηγούμενων από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δανείων για την απόκτηση
πρώτης κατοικίας από δημόσιους υπάλληλους και συνταξιούχους, κάθε δανειζόμενος
υποχρεούται να εκχωρήσει υπέρ του δανειστή μέχρι τα 6/20της κανονισθησόμενης
κύριας και επικουρικής σύνταξης του και όλων των μερισμάτων και άλλων παροχών,
που τακτικά λαμβάνει από τα ασφαλιστικά του ταμεία. Η παραπάνω εκχώρηση είναι
ισχυρή, καταργούμενης κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης. Σύμφωνα
δε με το άρθρο 25 παρ. 6 ν. 3867/2010, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου
του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων μπορεί ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, να
καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επί μέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων
και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων
οποιουδήποτε είδους δανειακών συμβάσεων, που έχει χορηγήσει προς φυσικά πρόσωπα
το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Με τις παραπάνω ειδικές για το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων διατάξεις, ορίζεται εκ του νόμου εκχώρηση, κατά τα
ποσοστά, που αναφέρονται, επί των αποδοχών του δανειολήπτη για την εξόφληση του
δανείου και η διαδικασία ρύθμισης των μη κανονικά εξυπηρετούμενων δανείων, που
έχει χορηγήσει το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ο ν. 3869/2010 ρυθμίζει
γενικά τις οφειλές υπερχρεωμένων προσώπων χωρίς καμία αναφορά ή τροποποίηση των
παραπάνω ειδικών ρυθμίσεων των μη εξυπηρετούμενων οφειλών προς το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων. Συνεπώς για τις τελευταίες εξακολουθούν να ισχύουν
οι διατάξεις των άρθρων 62 ν. 2214/1994 και 25 παρ. ν.3867/2010 (ΕιρΑθ
15/2011).
12.Η γνώμη του ανηλίκου τέκνου στην δικαστική ρύθμιση της γονικής μέριμνας, επιμέλειας
Από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1511 και 681 Γ παρ. 3 εδ. α και 4 εδ. α, δ
και ε ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, το δικαστήριο προκειμένου επί διακοπής της
συμβίωσης των συζύγων, να ρυθμίσει τη γονική μέριμνα-επιμέλεια του ανηλίκου
τέκνου, πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά και τη γνώμη του τέκνου, εφ όσον
κρίνει ότι έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να
αντιληφθεί το συμφέρον του.
Μόνη η
ηλικία του τέκνου δεν αποδεικνύει την ωριμότητα, ή ανωριμότητα του.
Η κρίση
του δικαστηρίου για την ύπαρξη ή μη τέτοιας ωριμότητας σχηματίζεται από την
ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία, ούτε
αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται, αφού αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγματικού
γεγονότος κατά άρθρον 561 ΚΠολΔ.
Η
συνεκτίμηση από το δικαστήριο της γνώμης του τέκνου δεν αποτελεί ίδιο
αποδεικτικό μέσο, αλλά πρέπει να διαλαμβάνεται στην απόφαση, γιατί συνιστά
μέρος της αιτιολογίας, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση του
δικαστηρίου η γνώμη του ανηλίκου, στην οποία άλλωστε το δικαστήριο δεν είναι
υποχρεωμένο να συμμορφωθεί, της παράθεσης της γνώμης του ανηλίκου στην απόφαση
μη προκύπτουσας από το άρθρο 1511 παρ. 3 ΑΚ (ΑΠ 1316/2009, ΕφΙωαν
104/2011).
13.Αλλαγή επωνύμου
Αλλαγή
επωνύμου υπάρχει, όταν το πρόσωπο ζητά να λάβει νέο επώνυμο, διαφορετικό από το
επώνυμο του πατέρα, ή της μητέρας, ή και των δύο.
Σύμφωνα με
την με αριθμό 962/2011απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η αλλαγή του
επωνύμου δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά γίνεται ύστερα από απόφαση
του Νομάρχη, εφ όσον συντρέχουν συγκεκριμένοι και σοβαροί λόγοι, ικανοί να
δικαιολογήσουν τη μεταβολή του επωνύμου.
Αυτό
γίνεται γιατί το επώνυμο, το οποίο έχει καθοριστικό ρόλο στην ταυτοποίηση του
προσώπου, ενδιαφέρει την δημόσια τάξη και τις ειδικότερες εκφάνσεις της.
Σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 6 ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική
Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης» μεταβιβάστηκε στους
Δήμους η αρμοδιότητα πρόσληψης και αλλαγής επωνύμου και η όμοια του
εξελληνισμού του ονοματεπωνύμου Ελλήνων του Εξωτερικού, ομογενών αλλοδαπών, που
αποκτούν την ελληνική της ιθαγένεια και παλιννοστούντων ομογενών, που έχουν
ελληνική ιθαγένεια.
Η
διαδικασία ρυθμίζεται από το άρθρο μόνο νδ. 2573/1953 (ΦΕΚ Α΄ 241), όπως
συμπληρώθηκε με την παρ. 1 άρθρου 8 ν. 2130/1993 (ΦΕΚ Α΄ 62) και
αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 άρθρου 9 ν. 2307/1995 (ΦΕΚ Α΄ 113) και το
Κεφάλαιο Γ, της εκδοθείσας κατ εξουσιοδότηση της ως άνω παραγράφου 3 άρθρου
μόνου νδ. 2573/1953, όπως αντικαταστάθηκε, με αριθμό Φ.42301/12167/28.6.1995
απόφασης του Υφυπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ Β΄ 608).
Με την με
αριθμό Φ. 42301/13706/27-7-1995/Αρ.20 εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών,
παρέχονται οδηγίες για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του νδ. 2573/1953 και
της κατ' εξουσιοδότηση αυτού με αριθμό 42301/12167/28-6-1995 Υπουργικής
Απόφασης.
Αρχικά
υποβάλλεται αίτηση στον Δήμο, στον οποίο είναι γραμμένος ο ενδιαφερόμενος, με
την οποία ζητείται η αλλαγή του επωνύμου με περιγραφή των λόγων, προσκομίζοντας
τα δικαιολογητικά, που ζητά η με αριθμό Φ. 42301/13706/27-7-1995/Αρ.20
εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η
αιτουμένη αλλαγή επωνύμου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση συνδρομής σπουδαίου
λόγου. Πρέπει να κατευθύνεται σε εξυπηρέτηση ηθικού συμφέροντος του αιτούντος,
και να μην επιτυγχάνεται, ή επιδιώκεται, παράνομος και οπωσδήποτε μη
αναγνωρισμένος από τον νόμο σκοπός.
Ο Δήμαρχος
οφείλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να εκτιμά τους λόγους, που επικαλείται
ο αιτούμενος τη μεταβολή του επωνύμου του και να αποφαίνεται, εν όψει της
σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι η ζητουμένη μεταβολή,
αιτιολογώντας ειδικώς την απόφασή του (ΣτΕ 2567/2002, 1676/2001,ΣτΕ 2906, 46/1996,
3659/1987, 221/1962, 852/1957).
Ο Δήμαρχος
εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, με την οποία αποδέχεται, ή απορρίπτει την
αίτηση. Με την ίδια απόφαση, ο Δήμαρχος αποφαίνεται συγχρόνως και επί των
αντιρρήσεων, που τυχόν έχουν υποβληθεί κατά της ζητουμένης αλλαγής.
Η απόφαση
του Δημάρχου, με την οποία γίνεται αποδεκτή η αιτηθείσα αλλαγή επωνύμου,
κοινοποιείται στις αρχές που τηρούν δημοτολόγιο και μητρώο αρρένων, στο γραφείο
ποινικού μητρώου του οικείου Πρωτοδικείου, στην Εισαγγελία και Αστυνομικές
Αρχές του τόπου κατοικίας του ενδιαφερόμενου και στον ενδιαφερόμενο για να την
προσκομίσει στην Αστυνομική Αρχή του τόπου της κατοικίας του για την έκδοση
νέου δελτίου ταυτότητας.
Αν το
ζητούμενο επώνυμο είναι το μητρικό, ή, το πατρικό, απαγορεύεται η αλλαγή του
επωνύμου(Φ.4239/13706/95 εγκύκλιο Υπ. Εσωτερικών).
Η σύζυγος
μετά το γάμο της μπορεί να ζητήσει την αλλαγή του επωνύμου της για να αποκτήσει
το επώνυμο του συζύγου της ΣτΕ 1044/2010).
Η αλλαγή
επωνύμου του ανηλίκου τέκνου επιτρέπεται σε περίπτωση συνδρομής ιδιαιτέρου
σπουδαίου λόγου, όπως, ενδεικτικά, τα ψυχικά προβλήματα, που προκαλούνται στον
ανήλικο από το επώνυμό του, από την κακή φήμη από πράξεις του πατέρα του, ο
οποίος έχει καταδικαστεί για σοβαρά ποινικά αδικήματα κλπ. Σε κάθε περίπτωση,
όμως, πρέπει να συντρέχουν και άλλοι λόγοι.
Κατά της
απόφασης του Δημάρχου επιτρέπεται ενδικοφανής προσφυγή στην Περιφέρεια και στην
συνέχεια προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Αίτηση
απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας
και αίτημα την διόρθωση ληξιαρχικής πράξης ως προς το επώνυμο του τέκνου, λόγω
πλάνης των γονέων του που εμφιλοχώρησε κατά την προηγηθείσα αμετάκλητη δήλωση
προσδιορισμού του επωνύμου του, που έγινε κατ άρθρο 1505 ΑΚ , δεν είναι
δυνατή, αφού δεν εμφιλοχωρεί κατά την καταχώριση του επωνύμου του τέκνου στη
σχετική ληξιαρχική πράξη "σφάλμα" του ληξιάρχου, προϋπόθεση που
απαιτεί το άρθρο 782 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν.
344/1970 "περί ληξιαρχικών πράξεων", δεδομένου ότι η αναγραφή του
επωνύμου στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου γίνεται από τον κατά τόπον
αρμόδιο Ληξίαρχο, με βάση την προηγηθείσα πράξη προσδιορισμού του επωνύμου του.
Σε κάθε περίπτωση απαιτείται προηγούμενη ακύρωση της πράξης προσδιορισμού
επωνύμου, για την οποία αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που
δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.
14.Αλλαγή κυρίου ονόματος
Σύμφωνα με
τα άρθρα 58 ΑΚ και 415 ΠΚ το κύριο όνομα, ως χαρακτηριστικό στοιχείο της
προσωπικότητας του ατόμου διατηρείται σταθερό και αμετάβλητο χάριν της
προσωπικότητας του ατόμου και της ασφάλειας των συναλλαγών.
Από την
παραπάνω αρχή του σταθερού και αμεταβλήτου του ονόματος, ως προκύπτει από τις
διατάξεις του άρθρου 90 του β.δ της 5/8-10-1949 «περί Κωδικοποιήσεως εις
ενιαίον κείμενον νόμου των διατάξεων του νόμου περί Νομαρχών, Επάρχων,
Νομαρχιών και Γραφείων Επάρχων», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο μόνο του νδ.
2573/1953 «περί αλλαγής επωνύμου και προσλήψεως επωνύμου, πατρώνυμου και
μητρωνύμου» και του άρθρο 9 παρ. 9 ν. 2307/1995 με το οποίο είναι δυνατό
να αλλάξει το επώνυμο με τη διοικητική οδό, αλλά και από αυτή του άρθρου 13
παρ. 1 του ν.δ 344/1976 «Περί Ληξιαρχικών Πράξεων», είναι δυνατή η δικαστική
διόρθωση του κυρίου ονόματος, εφ όσον τούτο έχει μη επιθυμητές συνέπειες,
πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν το όνομα δεν είναι εύηχο, ομοιάζει προς επώνυμο
και προκαλεί σύγχυση στις συναλλαγές, ή παρακωλύει την ελεύθερη ανάπτυξη της
προσωπικότητάς του ατόμου (ΕφΔωδ. 347/2005).
Στο
δικόγραφο της αίτησης πρέπει προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η
παρακώλυση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του αιτούντος από την μη
αναγραφή του επιθυμητού ονόματος στο έγγραφο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης
(ΕφΠειρ. 32/2011).
15.Γονική μέριμνα ανήλικου τέκνου σε διακοπή της συμβίωσης των γονέων
Από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1514 ΑΚ συνάγεται ότι η
γονική μέριμνα, η οποία περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, την
διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του σε κάθε υπόθεση, ή
δικαιοπραξία, ή δίκη, ασκείται από τους γονείς του.
Είναι
έννοια ευρύτερη της επιμέλειας, η οποία (επιμέλεια) περιλαμβάνει την ανατροφή,
την επίβλεψη, την μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον
προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του.
Στην
περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας
αυτών γίνεται από το δικαστήριο.
Ως
κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση
διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και
πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου
είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου
σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.
Για την
εξειδίκευση της αοριστίας αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη
εκ των προτέρων σταθερά προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στον
δικαστή καθήκον να σεβασθεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει
διακρίσεις εξ αιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης, ή της περιουσιακής -
οικονομικής κατάστασής τους.
Η μικρή
ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο
στοιχείο για το προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την
ανάθεση της γονικής μέριμνας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η
άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη
μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων
περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεώτερες ιατρικές παιδαγωγικές
και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία
αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο
χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των
διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου.
Στην
δικαστική συνεπώς κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπ όψιν όλες
οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να
εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.
Κρίσιμα
προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του γονέα, ή των
γονέων του, για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης
του ανηλίκου τέκνου και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και
αδελφούς του.
Για
το σκοπό τούτο λαμβάνεται υπ όψιν η προσωπικότητα και η παιδαγωγική
καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η
οικονομική κατάσταση τούτων (Α.Π. 952/2007, ΑΠ 121/2011).
ΤΑ
ΑΝΩΤΕΡΩ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ Κ ΧΡ.ΚΑΡΑΜΠΑΓΙΑ
=======================================
16.ΝΟΜΟΛΟΓΙΕΣ
252 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
4. OΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ δικαιο
69/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Δημήτριος Παπαγεωργίου, Λάζαρος Γρομιτσάρης).
Γονική μέριμνα. Διαφωνία των γονέων. Η διαφορά λύεται από το δικαστήριο με βάση το συμφέρον του ανηλίκου. Ονοματοδοσία. Πώς και από ποιόν δίδεται το όνομα (άρθρο 15 ν.1438/1984). Ονοματοδοσία μόνο από τη μητέρα αν και η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς. Η ονοματοδοσία αυτή ακυρώνεται. Περιστατικά.
Κατά το άρθρο 1510 παρ.1 ΑΚ η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του.
Κατά δε τα άρθρα 1511 παρ.1 και 1512 του ίδιου Κώδικα αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο, η απόφαση του οποίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον αυτό, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός από το νόμο, λαμβάνεται υπόψη υπό ευρεία έννοια και για τη διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζονται όλα τα επωφελή και πρόσφορα για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 1518 παρ.1 ΑΚ η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του.
Περαιτέρω με το άρθρο 15 του ν.1438/1984 που αντικατέστησε το άρθρο 25 του ν.344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» ορίζονται τα εξής: «Το όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης ύστερα από δήλωση των γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα ή του ενός από αυτούς εφόσον έχει έγγραφη εξουσιοδότηση του άλλου, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή.
Αν ο ένας από τους γονείς δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, η δήλωση του ονόματος γίνεται από τον άλλο γονέα. Αν και οι δύο γονείς δεν υπάρχουν ή δεν έχουν γονική μέριμνα, το όνομα καταχωρίζεται με δήλωση αυτού που έχει την επιτροπεία του προσώπου του τέκνου. Η γενόμενη σύμφωνα με τα ανωτέρω δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό και προς το ότι η ονοματοδοσία ανηλίκου τέκνου δεν είναι συστατικό στοιχείο του μυστηρίου βαπτίσματος που τελείται άπαξ (ΟλΑΠ 240/1975, 99/1985) προκύπτει ότι το δικαίωμα ονομοταδοσίας αποτελεί περιεχόμενο του ευρύτερου λειτουργικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας, είναι όμως ανεξάρτητο από το επιμέρους δικαίωμα της επιμέλειας, που αποτε253
λεί επίσης περιεχόμενο της γονικής μέριμνας.
Συνεπώς και αν ακόμη η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον ένα γονέα, είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δυο γονείς, να αποφασίσουν αυτοί από κοινού περί του ονόματος που πρέπει να δοθεί στο τέκνο, σε περίπτωση δε διαφωνίας αυτών αποφασίζει το δικαστήριο (ΑΠ 417/2005 Δνη 2005, 1068, ΑΠ 1700/2001 Δνη 2002, 1619, ΑΠ 744/1999 Δνη 2000, 52, ΕφΑθ 4287/2005 Δνη 2006, 204).
Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στις 17.2.2006. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 2.12.2006. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάσθηκε οριστικά τον Ιούνιο του 2006. Πριν την άνω διάσπαση, οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει ότι το τέκνο τους θα ελάμβανε το όνομα «Θεόδωρος» αν ήταν αγόρι. Το όνομα αυτό αντιστοιχεί στο όνομα του πατέρα του εφεσιβλήτου και η συμφωνία τους αυτή συμπορεύεται με τις πάγιες παραδόσεις της Ελληνικής οικογένειας.
Στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. 1198/2007 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου ανατέθηκε στην εκκαλούσα προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους, ενώ η άσκηση της γονικής μέριμνας παρέμεινε και στους δύο γονείς προκειμένου να ασκηθεί από αυτούς από κοινού. Η εκκαλούσα όμως στις 22.8.2007 τέλεσε το μυστήριο της βαπτίσεως του ως άνω τέκνου τους στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου εν αγνοία του εφεσιβλήτου- πατρός του επιλέγοντας ως όνομα του το «Κωνσταντίνος –Θεόδωρος» χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα αυτό, καθόσον η ονοματοδοσία ανηλίκου είναι δικαίωμα και των δύο γονέων του. Το όνομα δε αυτό σημειώθηκε στο περιθώριο της υπ’αριθ. 9/Τ54ος/2007 ληξιαρχικής πράξης γέννησης του ληξιαρχείου Αγρινίου. Η εκκαλούσα προκειμένου να δικαιολογήσει την εν λόγω ονοματοδοσία του τέκνου τους ισχυρίζεται ότι με τον εφεσίβλητο-σύζυγο της είχαν συμφωνήσει να δοθεί στο τέκνο τους το όνομα «Κωνσταντίνος» σε εκπλήρωση του τάματος τους προς τον πολιούχο Άγιο Κωνσταντίνο του ομωνύμου δημοτικού διαμερίσματος όπου διέμενε.
Πράγματι η εκκαλούσα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα κατά την κύηση, τα οποία μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποβολή ή στην εξέλιξη της κύησης σε πρόωρο τοκετό. Πλην όμως η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δεν αποδείχθηκε. Αντίθετα μάλιστα ο μάρτυρας-αδελφός της εκκαλούσας κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αρχικά ότι οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει να δώσουν στο τέκνο τους το όνομα του Αγίου Κωνσταντίνου ως «τάμα» για να γεννηθεί υγιές, αμέσως όμως μετά κατέθεσε ότι εάν οι σχέσεις των συζύγων μεταξύ τους ήταν αρμονικές, η εκκαλούσα θα έδινε στο ανήλικο το όνομα «Θεόδωρος» που ήταν το όνομα του πεθερού της, καθώς και ότι ο ενάγων γνώριζε ότι το τέκνο θα ελάμβανε το όνομα «Κωνσταντίνος» λόγω των μεταξύ τους προβλημάτων.
Από τα ανωτέρω αποδυναμώνεται το επιχείρημα της περί θρησκευτικής υποχρέωσης, υποδηλώνεται δε όχι προσήλωση σε εκπλήρωση «τάματος» αλλά εμμονή στη μη ονομασία με το όνομα του πεθερού της Θεόδωρου, λόγω των τεταμένων σχέσεων που είχε με τον ενάγοντα. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται επίσης, ότι
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
254 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
έδωσε στο τέκνο τους ως δεύτερο όνομα το όνομα «Θεόδωρος», προκειμένου να τηρήσει το πατροπαράδοτο έθιμο που ορίζει ότι το πρώτο άρρεν τέκνο της οικογένειας πρέπει να λαμβάνει το όνομα του παππού του από την πατρική γραμμή, πιστεύοντας ότι αυτή θα ήταν και η επιθυμία του εφεσιβλήτου.
Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον εάν υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους για εκπλήρωση του ως άνω «τάματος» θα είχαν συμφωνήσει και για την ύπαρξη ή μη δευτέρου ονόματος και δεν θα υπήρχε λόγος αντιδράσεως του εφεσιβλήτου με έγερση αγωγής για την αλλαγή αυτού.
Εξάλλου ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι με την απόφαση της να δοθεί στο τέκνο τους ως δεύτερο όνομα το Θεόδωρος έπραξε το καθήκον της και τίμησε την οικογένεια του συζύγου της, τηρώντας το σχετικό έθιμο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον για το ανήλικο το δεύτερο αυτό όνομα δεν θα υφίσταται λόγω του ότι στο μέλλον το συγγενικό περιβάλλον της εκκαλούσας-μητέρας του αλλά και το φιλικό και σχολικό θα το προσφωνεί με το όνομα Κωνσταντίνος σύμφωνα με την επιθυμία της μητέρας του.
Περαιτέρω, η διπλή αυτή ονομασία την οποίαν επέλεξε η εκκαλούσα δεν είναι προς το συμφέρον του τέκνου καθότι ο καθένας από τους διαδίκους θα αποκαλεί το τέκνο τους με το όνομα της δικής του προτίμησης γεγονός που εγκυμονεί τον κίνδυνο της διάσπασης της προσωπικότητος του παιδιού ή τον κίνδυνο της μη ομαλής καθ’ όλα διαμόρφωσης του χαρακτήρα και της προσωπικότητος αυτού.
Με βάση τα προεκτεθέντα το Δικαστήριο κρίνει ότι εφόσον υπάρχει ασυμφωνία των διαδίκων –γονέων του τέκνου ως προς το όνομα που πρέπει να δοθεί σ’αυτό το συμφέρον αυτού επιβάλλει να αρθεί η οριστική αυτή ασυμφωνία των διαδίκων ως προς το δοτέο όνομα με κριτήριο αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον του τέκνου.
Έτσι το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να δοθεί στο ανήλικο το όνομα «Θεόδωρος» ήτοι αυτό του πατέρα του εφεσιβλήτου, αυτό άλλωστε συμπορεύεται με τις πάγιες παραδόσεις της ελληνικής οικογένειας και ανταποκρίνεται και στην επιθυμία του εφεσιβλήτου ώστε με τον τρόπο αυτό να τιμηθούν οι ανιόντες της πατρικής γραμμής.
Κίνδυνος δημιουργίας προβλημάτων στο ανήλικο από την αλλαγή του ονόματος δεν προκύπτει ότι θα εμφανισθούν ενόψει του ότι το μυστήριο του βαπτίσματος έχει τελεσθεί πριν από σύντομο χρονικό διάστημα, το δε τέκνο μόλις έχει συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του .Η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε τα ίδια ως προς το δοτέο όνομα ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
82/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Ελένη Κοτσομύτη-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Γεράσιμος Μπετίνης, Θανάσης Βγενόπουλος).
Διαζύγιο. Δύο αντίθετες αγωγές για λύση του γάμου. Δεκτές αμφότερες και λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό. Κανένας δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση. Αν ασκηθεί απορρίπτεται. Περιστατικά.
255
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Κατά συνέπεια αν ασκηθούν δυο αντίθετες αγωγές διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό από λόγo που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου και το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε και τις δύο, τότε, ενόψει του κατά τα άνω αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, καθένας από τους συζύγους θεωρείται ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή και των δύο αγωγών επήλθε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επιδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους.
Το γεγονός ότι η απόφαση περιέχει δυσμενείς για τον καθένα αιτιολογίες, δέχεται δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπο του, δεν ασκεί καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις του, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει κατά τα προεκτεθέντα σε άλλη δίκη.
Επομένως, ουδείς από τους διαδίκους συζύγους έχει στην περίπτωση αυτή, αν και νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης (βλ.ΑΠ 669/2005, ό.π.). Το έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 73 και 532 του ΚΠολΔ, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ή έλλειψη του δε συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 28-5-2004 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου), κατά του εναγομένου –συζύγου της, ζήτησε να λυθεί ο υφιστάμενος μεταξύ αυτής και του εναγομένου γάμος λόγω ισχυρού κλονισμού που επήλθε από γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου.
Με την αγωγή συνεκδικάσθηκε και η από 4-5-2005 αντίθετη αγωγή του τελευταίου με την οποία ζητούσε και αυτός την λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό από λόγο που αφορά στο πρόσωπο της ενάγουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκαμε δεκτές τις συνεκδικαζόμενες αντίθετες αγωγές και απάγγειλε την λύση του γάμου συνεπεία ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν και τους δύο συζύγους.
Με την κρινόμενη έφεση της, η εκκαλούσα (ενάγουσα-αντεναγομένη) παραπονείται, διότι η εκκαλουμένη απόφαση, εκτιμώντας εσφαλμένα τις αποδείξεις, έκαμε δεκτή την αγωγή του αντιδίκου συζύγου της, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού δεν αποδείχθηκε κανένα κλονιστικό περιστατικό του εγγάμου βίου τους αναγόμενο σε δική της υπαιτιότητα.
Υπό τα εκτεθέντα περιστατικά η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για έλλειψη έννομου συμφέροντος (άρθρ. 532 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή του σκεπτικού, καθόσον από τις δυσμενείς και εσφαλμένες κατά την εκκαλούσα αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως επήλθε εξ αιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπο της, δεν ασκείται καμία δυσμενής επιρροή στις έννομες σχέσεις της, αφού από τις αιτιολογίες αυτής δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας, που μπορεί κατά τα προεκτεθέντα να χρησιμεύσει σε άλλη δίκη.
256 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
107/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Σπυριδούλα Μοσχονά-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Νικόλαος Τρίγκας, Σωτήριος Κολλιόπουλος).
Διαζύγιο. Ισχυρός κλονισμός. Απαραίτητα (216ΚΠολΔ) πρέπει ο ενάγων για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει στο δικόγραφο τα κλονιστικά περιστατικά που αφορούν στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των δύο συζύγων, την επίκληση του ισχυρισμού κλονισμού, ως συνέπεια των περιστατικών αυτών, με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου, και το βάσιμα αφόρητο της εξακολούθησης της έγγαμης σχέσεως για τον ενάγοντα. Αν το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος δεν γεννιέται δικαίωμα, υπέρ αυτού, διάζευξης με βάση τη διάταξη του άρθρου 1439 ΑΚ.
Ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής διαζυγίου, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσεως, πρέπει ν’ αναφέρει κατ’ άρθρο 216 Κ.ΠολΔ τα κλονιστικά περιστατικά ‚που αφορούν στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των δύο συζύγων, την επίκληση του ισχυρού κλονισμού, ως συνέπεια των περιστατικών αυτών, υπό την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο αυτών και το βάσιμα αφόρητο της εξακολούθησης της έγγαμης σχέσεως για τον ενάγοντα {ΑΠ 1865/2005 ΕλλΔνη 47,457].
Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από τον πιο από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνον. Αν, όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως, με βάση την διάταξη του άνω άρθρου 1439 παρ.1 ΑΚ ακόμη και αν στην περίπτωση αυτή έχει κλονιστεί αντικειμενική η έγγαμη σχέση τους και ο γάμος τους έχει απονεκρωθεί και δεν υπάρχει στην ουσία [ΑΠ 670/2001 ΝοΒ 50.701, ΕΠ. 888/2006 προσκ.ΕΠ 46/2002 ΕλΔνη 44.1396].
Στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή περιστατικά, το δικόγραφο αυτής είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένο, περιέχουσα τα αναγκαία, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες στην μείζονα σκέψεις διατάξεις των άρθρων 1439 παρ.1 ΑΚ και 216 του Κ.Πολ.Δ στοιχεία ήτοι τα κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως περιστατικά, αναγόμενα στο πρόσωπο της εναγομένης, ότι εξ αιτίας αυτών αντικειμενικά έχει κλονιστεί η έγγαμη σχέση και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βάσιμη η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να αποβαίνει αφόρητη για τον ενάγοντα.
257
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
166/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου-Εισηγητής, Ανδρέας Κακολύρης, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Διονύσιος Κότσιφας, Δημήτριος Γκουβίτσας).
Αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας κρίσιμος χρόνος θεωρείται στην περίπτωση που ο γάμος λύθηκε ή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση, ο χρόνος που η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, ενώ στην περίπτωση της τριετούς διάστασης κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής αφού δεν ορίζεται στο νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία. Δίκη στο Εφετείο. Επίκληση εγγράφων της πρωτόδικης δίκης (240ΚΠολΔ). Περίπτωση μη νόμιμης επίκλησης.
…Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου που γεννήθηκε η αξίωση, θα κριθεί να υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου, θα κριθεί να υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στην μεν περίπτωση που ο γάμος λύθηκε ή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση, ο χρόνος που η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στην περίπτωση δε της τριετούς διαστάσεως (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμα λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής, αφού δεν ορίζεται στον νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία (ΑΠ 411/2004 Ελ. Δ/νη 45, 1355, ΑΠ 406/2003 Ελ. Δ/νη 44, 1571, ΑΠ 430/2002 Ελ. Δ/νη 43, 1624).
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. β’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει από τον συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β’, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στην διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του.
Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ.
Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ’ έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επαναϋπο258
Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
βαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, η με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ. ΑΠ 23/2008 Επ. Εργ. Δικ. 68, 834, Ολ. ΑΠ 14/2005, 9/2000, ΑΠ 42/2009 ΝΟΒ 57, 1145).
Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών προσκομίζει στην κατ’ έφεση δίκη τα έγγραφα και τις φωτογραφίες που είχε προσκομίσει και επικαλεσθεί με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όμως στο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δικόγραφο των προτάσεών του, στο οποίο ενσωματώνεται εν μέρει με αντιγραφή και εν μέρει φωτοτυπημένο αντίγραφο των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διαλαμβάνεται μόνη η μη συνιστώσα κατά τα προεκτεθέντα νόμιμη επίκληση των εγγράφων και φωτογραφιών αυτών φράση «Προσάγω και επικαλούμαι… στ) σχετικά πρωτοβαθμίου δίκης».
Συνεπώς τα αναφερόμενα στις ενσωματωμένες ως άνω προτάσεις του εκκαλούντος της πρωτοβάθμιας δίκης έγγραφα και φωτογραφίες δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο λόγω της μη επικλήσεώς τους.
202/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Στεφανία Καρατζά, Βασίλειος Πέττας-Εισηγητής, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Ιωάννης Αποστολόπουλος, Αλέξανδρος Αρβανίτης).
Διατροφή του ενήλικου τέκνου από τους γονείς. Πότε υποχρεούνται. Οι σπουδές του τέκνου συνεπάγονται συνήθως ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παράλληλα οιονδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και της επιτυχούς αντιμετώπισης των σπουδών του. Σε αυτή την περίπτωση το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται όχι πλέον από την κοινωνική θέση του δικαιούχου αλλά με βάση τις ανάγκες του όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του. Η διατροφή του τέκνου βαρύνει αμφοτέρους τους γονείς όχι ισομερώς αλλά ανάλογα προς τις δυνάμεις εκάστου. Τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και απαράδεκτα προτείνονται με τις προτάσεις. Αν γεννήθηκαν τα περιστατικά κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, μπορούν να αποτελέσουν βάση παρεμπίπτουσας ή αυτοτελούς μεταρρυθμιστικής αγωγής.
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1485, 1486 εδ.Β΄, 1489 εδ. β΄ και 1493 ΑΚ, όπως ήδη ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους από τον ν. 1329/1983, με σαφήνεια συνάγεται ότι η υποχρέωση των γονέων για διατροφή του τέκνου τους δεν διαρκεί μόνο μέχρι την ενηλικίωση του, αλλά αυτοί υποχρεούνται να διατρέφουν και το ενήλικο τέκνο τους, εάν αυτό δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βασικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεως του (Εφ.Αθ. 4299/1993 ΕλλΔνη 35.451).
Ειδικότερα, ανίκανο να διαθρέψει τον εαυτό του μετά την ενηλικίωση του θεωρείται το τέκνο αν πάσχει από σωματική ή ψυχική ανικανότητα, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να βρει εργασία κατάλληλη για την ηλικία του. Αν ο ενήλικας επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στην τριτοβάθμια ή την επαγγελματική εκπαίδευση (συνήθως δε η ενηλικότητα συμπίπτει με το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), τότε δικαιούται διατροφής από τα πρόσωπα που ορίζει το άρθρο 1485 ΑΚ, αν δεν έχει περιουσία, στην περίπτωση όμως αυτή συνεκτιμώνται οι μέχρι τώρα σπουδές του ενήλικου τέκνου σε σχέση με τη δυνατότητα του να εργασθεί.
Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστού συνεπάγεται συνήθως ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παραλλήλως οιονδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και τις επιτυχούς αντιμετωπίσεως των σπουδών του (ΕφΑΘ. 3689/1985 ΕλλΔνη 26.1169).
Στην περίπτωση αυτή το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται όχι πλέον από την κοινωνική θέση του δικαιούχου, αλλά με βάση τις ανάγκες αυτού, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του (ΑΠ 1838/1984 ΝοΒ 33.1139). Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και για την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του, προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κατά μήνα, εκτός αν το Δικαστήριο, εφόσον δεν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι, ορίσει την καταβολή κατ’ άλλον τρόπο (930 παρ.1 ΑΚ). Η διατροφή του τέκνου βαρύνει αμφότερους του γονείς, πάντως όχι ισομερώς αλλά αναλόγως προς τις δυνάμεις εκάστου (ΕφΘεσ. 2943/2005 Αρμ 2006, 401 Εφ.Θεσ. 2510/2000 Αρμ.2001, 48).
Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1389 ,1390, 1391 επ., 1485 επ. του ΑΚ, 223, 224, 269 παρ.2, 334, 525, 526 και 527 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτακτης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευση της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Ολ. ΑΠ 2/1994 ΑρχΝ 1994, 300, ΕλλΔνη 1994, 352, ΕΕΝ 1994, 379, ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔνη 2001, 711).
Επομένως τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, απαράδεκτα προτείνονται με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο, σε περίπτωση δε που συνιστούν μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων που δικαιολογούν την αύξηση του ποσού της, αποτελούν νέα περιστατικά, που αν και γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση παρεμπίπτουσας ή αυτοτελούς μεταρρυθμιστικής αγωγής (βλ. Ολ.ΑΠ 2/1994 ό.π., ΑΠ 526/1982 ΝοΒ 31, 496 Εφ.Δωδ. 237/2005 α΄ δημ. Νόμος).
260 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
244/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Παρασκευή Τσούμαρη-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Θωμάς Γεωργάκης, Νικόλαος Μαμαλούκας).
Διατροφή μεταξύ συζύγων. Αποχώρηση του συζύγου από την οικογενειακή στέγη. Οφείλει διατροφή στη σύζυγο έστω και αν αναγκάστηκε να προβεί σε διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Αν αυτό το παράπτωμα αποτελεί λόγο διαζυγίου δικαιούται να ζητήσει από το δικαστήριο να πληρώνει ελαττωμένη διατροφή(τα απολύτως αναγκαία).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1493 του ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή τους ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους ανεξαρτήτως του αν ο ένας απ’ αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, το μέτρο δε της διατροφής καθενός από αυτούς προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και εφόσον κάποιος από αυτούς διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από τον άλλον πληρώνεται σε χρήμα κάθε μήνα προκαταβολικώς και προσδιορίζεται, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβιώσεως (ΑΠ 1307/99, Δ/νη, 44, 728, Εφ.Δωδ. 169/07, ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1392 εδ. β΄, 1495ΑΚ συνάγεται ότι ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή, αν διακόψει με δική του, πρωτοβουλία την έγγαμη συμβίωση, πρέπει να εξακολουθήσει να καταβάλλει σε χρήμα την οφειλόμενη διατροφή, ακόμη και αν αναγκάστηκε να προβεί στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου.
Εάν, όμως, το παράπτωμα συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου, ο υπόχρεος μπορεί να ζητήσει τον περιορισμό της έκτασης της οφειλόμενης διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή) (Εφ.Θεσ. 3263/04, ΝΟΜΟΣ).
Τέλος στο άρθρο 1390 εδ. α ΑΚ η διατροφή των συζύγων χαρακτηρίζεται ως ¨αμοιβαία¨ υποχρέωση. Τούτο, πλην άλλων, υποδηλοί ότι η συζυγική διατροφή δεν δύναται να αποκρουσθεί με την ένσταση διακινδυνεύσεως, πλην αν επιπλέον, κατά το άρθρον 1491 ΑΚ, προτείνεται ότι υπάρχει άλλος υπόχρεος προς διατροφήν, ως ένσταση παραπομπής (Εφ.Θεσ. 2248/1996, Αρμ. 1996.1101, Εφ.Αθ. 9741/91, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9612/1983 ΕλλΔνη 25.716, Δεληγιάννης, Οικογ. Δίκαιο ΙΙ, παρ. 231, σελ. 175).
364/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιοτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Αθανάσιος Τσουλός-Εισηγητής, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Νικόλαος Ζαφειρόπουλος, Πέτρος Ρηγάτος).
Διατροφή τέκνων από τους γονείς. Ο εναγόμενος γονέας μπορεί να προτείνει στην πρώτη συζήτηση στο Πρωτοδικείο την ένσταση ότι υπάρχει και άλλος γονέας που έχει την
Από τις διατάξεις των αρθρ. 1389, 1390 και 1489 παρ. 2 ΑΚ προκύπτει ότι ο γονέας, που ενάγεται ως υπόχρεος χρηματικής διατροφής τέκνου, έχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να προβάλει αμυνόμενος, για τη μερική κατάλυση της αγωγής, ότι υπάρχει και άλλος γονέας, ο οποίος έχει οικονομικές δυνάμεις με τις οποίες, σε αναλογία προς τις δυνάμεις του εναγομένου, αν η έγγαμη συμβίωση εξακολουθούσε, θα υπείχε και εκείνος υποχρέωση συνεισφοράς στη διατροφή του κοινού τέκνου, με συνέπεια τον αντίστοιχο περιορισμό της υποχρέωσης του εναγομένου (βλ. Σ. Ματθία, Η συμβολή των συζύγων στις οικογενειακές ανάγκες και η αξίωση διατροφής, ΝοΒ 31/1478, ΑΠ 804/94 ΕλλΔνη 37/97, ΑΠ 1268/84 ΝοΒ 33/807, ΕφΑθ 1504/95 ΕλλΔνη 37/1119).
Η προβολή του ισχυρισμού αυτού λειτουργεί ως ένσταση και πρέπει να συντελεσθεί στο ακροατήριο, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, με σχετική, σαφή και ορισμένη δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά. Εάν ο εναγόμενος έχει ήδη καταθέσει προτάσεις, αρκεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου ότι αναφέρεται σε αυτές. Εάν η κατάθεση των προτάσεων (που, κατ’ αρχήν, δεν είναι υποχρεωτική στη διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων) πρόκειται να επακολουθήσει, αρκεί η συνοπτική προβολή του σχετικού ισχυρισμού στο ακροατήριο με καταχώριση στα πρακτικά και είναι επιτρεπτή η διεξοδικότερη ανάλυσή του στις προτάσεις (ΚΠολΔ 115 παρ. 3 και 4, 256 παρ. 1 περ. δ, 262 παρ. 1, 666 παρ. 1, 681 Β παρ. 1 περ.α, βλ. ΟλΑΠ 2/2005 ΕλλΔνη 2005.689, ΑΠ 620/1999 ΕλλΔνη 41.73, ΕφΔωδ 95/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 620/99 ΕλλΔνη 41/73).
Εφόσον όμως με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται σι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνον το μέρος το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέως, ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από οικονομική δυνατότητα, αν η συμβίωση εξακολουθούσε, να προσφέρει διατροφή για το τέκνο. Πρόκειται για ένσταση που προτείνεται κατά την έναρξη της συζήτησης στο πρωτόδικο δικαστήριο με σαφή και ορισμένη δήλωση του εναγομένου στα πρακτικά. Αν ο εναγόμενος έχει καταθέσει προτάσεις αρκεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ότι αναφέρεται στις προτάσεις του. Αν πρόκειται να κατατεθούν οι προτάσεις μετά την άσκηση αρκεί η συνοπτική προβολή των σχετικών ενστάσεων στο ακροατήριο με καταχώριση στα πρακτικά και είναι επιτρεπτή η διεξοδικότερη ανάλυση τους στις προτάσεις. Αν με την αγωγή δε ζητηθεί ολόκληρο το ποσό που απαιτείται για τη διατροφή, αλλά μόνο τμήμα του συνόλου της διατροφής που βαραίνει τον εναγόμενο, τότε πρόκειται για άρνηση. Τότε ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Περιστατικά. Ένορκες βεβαιώσεις. Στις ειδικές διαδικασίες δεν υπάρχει αριθμητικός περιορισμός τους. Καθορισμός ύψους διατροφής. Πραγματικά περιστατικά που εκτιμήθηκαν από το Εφετείο. Απρόσοδη περιουσία. Λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της συμμετοχής στη διατροφή του τέκνου. Περιστατικά αναλυτικά για τον καθορισμό της διατροφής κάθε γονέα.
το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύονται εκατέρωθεν και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρησης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (Εφ Θεσ. 2944/2004 Αρμ. 2005/866).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα (μητέρα), με την αγωγή της αναγνώριζε την προσωπική της συμβολή στη διατροφή των τέκνων δια των εισοδημάτων της και με την παροχή των καθημερινών οικιακών φροντίδων και επικαλούμενη τις (υπέρτερες) οικονομικές δυνάμεις του εναγομένου (πατέρα), ζητούσε από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τον τελευταίο να πληρώνει, ανάλογα προς τις οικονομικές δυνάμεις αμφοτέρων των γονέων (μεγαλύτερο από την ίδια) μέρος των διατροφικών αναγκών των τέκνων και συγκεκριμένα για το πρώτο από αυτά (την Α.) 525 ευρώ μηνιαίως (της οποίας τις ανάγκες αποτιμά στο ποσό των 700 Ευρώ), για το δεύτερο από αυτά (την Μ., της οποίας τις ανάγκες αποτιμά στο ποσό επίσης των 700 Ευρώ) 525 ευρώ μηνιαίως και για το τρίτο από αυτά (τον Α., του οποίου τις ανάγκες αποτιμά στο ποσό των 500 ευρώ) 350 ευρώ μηνιαίως, συνεισφέροντας η ίδια το υπόλοιπο μέρος.
Ο εναγόμενος απαντώντας στην αγωγή, αποδέχθηκε την υποχρέωσή του να πληρώνει διατροφή προς τα τέκνα, ισχυριζόμενος όμως ότι το ύψος της διατροφής αυτής πρέπει να καθοριστεί σε μικρότερο ποσό, ενόψει των πραγματικών οικονομικών του δυνάμεων και του συνυπολογισμού της βιοποριστικής ικανότητας της εναγόμενης, χάρη στην οποία μπορεί να συμμετέχει στις διατροφικές ανάγκες των κοινών τέκνων όχι μόνο με την παροχή των οικιακών φροντίδων αλλά και οικονομικώς.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αξιολογώντας τον σχετικό ισχυρισμό ως ένσταση, και αν και διέλαβε κρίση περί απόρριψης της ως απαράδεκτης διότι προβλήθηκε μόνο με τις προτάσεις, χωρίς να έχει προταθεί στο ακροατήριο και να καταχωρηθεί στα πρακτικά, στη συνέχεια προφανώς λόγω της γενικής άρνησης που προβλήθηκε από τον εναγόμενο στο ακροατήριο, δέχθηκε ότι η ενάγουσα μπορεί και πρέπει να συμμετέχει στις διατροφικές ανάγκες των κοινών τέκνων οικονομικώς, αλλά και με την παροχή των προσωπικών της φροντίδων προς τα τέκνα, και έτσι επιδίκασε σε βάρος του εναγομένου μέρος των διατροφικών αναγκών αυτών (και δη ποσά μικρότερα από τα αιτούμενα).
Επομένως, οι λόγοι της εφέσεως, σύμφωνα με τους οποίους κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας κατά τον υπολογισμό των διατροφικών υποχρεώσεων του εναγομένου, είναι αβάσιμοι, ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενοι (εφόσον κατά τα προεκτεθέντα τούτο εν τέλει προέβη σε επιμερισμό της διατροφής των ανηλίκων ανάλογα προς τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων και δεν επιδίκασε εις βάρος του εναγομένου το σύνολο των απαιτούμενων προς διατροφή των ανηλίκων ποσό) και ως εκ τούτου απορριπτέοι.
Περαιτέρω από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, και των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Φ., που ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου πλευράς, σημειούμενου ότι στις ειδικές διαδικασίες δεν υφίσταται αριθμητικός περιορισμός ως προς τη χρήση ενόρκων βεβαιώσεων ΑΠ 160/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 522/1999 ΕλλΔνη 1999.1714), καθώς και των νομίμως προσκομιζομένων μετ’ επικλήσεως εγγράφων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τέλεσε με τον εναγόμενο νόμιμο Θρησκευτικό γάμο, στις 10-9-1988 στην Πάτρα, εκ του οποίου απέκτησαν τρία τέκνα, ήτοι την Α., ηλικίας κατά τον ένδικο χρόνο 17 ετών, τη Μ., ηλικίας ήδη 16 ετών και τον Α., ηλικίας ήδη 15 ετών. Οι σχέσεις των διαδίκων στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης, υπήρξε αρχικά ομαλή και χωρίς προβλήματα. Μεταγενεστέρως όμως δημιουργήθηκαν εντάσεις και προκλήθηκε οξύτητα στις σχέσεις των συζύγων, με αποτέλεσμα το Φεβρουάριο του 2007 να διακοπεί οριστικά. η έγγαμη συμβίωση αυτών. Στα πλαίσια δε της ανωτέρω διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5328/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία, μεταξύ άλλων, ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος παραδίδει μαθήματα αγγλικής γλώσσας σε μαθητές του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Για το λόγο δε αυτό διατηρεί φροντιστήριο στο διαμέρισμα του υπογείου της συζυγικής οικίας που ευρίσκεται στην περιοχή «Έξω Αγυιά» Πατρών. Στον προαναφερθέντα χώρο διδασκαλίας παραδίδει μαθήματα σε 10 έως 12 μαθητές κατά μέσο όρο ετησίως. Προσέτι ο εναγόμενος διατηρεί χώρο διδασκαλίας και στην εξοχική κατοικία του στο Βασιλικό Φαρρών Αχαΐας, εντός του οποίου παραδίδει μαθήματα σε 15-20 μαθητές κατά μέσο όρο ετησίως, ενώ έχει μισθώσει και τρίτο χώρο διδασκαλίας στις Φαρρές Αχαΐας, εντός του οποίου παραδίδει μαθήματα επίσης σε ομάδα 15-20 μαθητών κατά μέσο όρο ετησίως.
Έτσι ο ενάγων, από την προαναφερθείσα επαγγελματική δραστηριότητα του, την οποία ασκεί καθόλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους, πλην του μηνός Αυγούστου εκτιμάται ότι αποκερδαίνει μηνιαίως και κατά μέσο όρο τουλάχιστον 2.500 ΕΥΡΩ, πράγμα που εξάλλου είχε και ο ίδιος εκμυστηρευθεί σε ανύποπτο χρόνο στο μάρτυρα της ενάγουσας πατέρα της, σύμφωνα με την κατάθεση του τελευταίου, κρινόμενου ως εκ τούτου αβάσιμου του ισχυρισμού του εναγόμενου περί του ότι τα μηνιαία εισοδήματα του δεν υπερβαίνουν τα 1.200 ΕΥΡΩ, που ούτως ή άλλως δεν ευσταθεί λογικώς ενόψει του ότι αυτός λειτουργεί και εκμεταλλεύεται, σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές, τρία διδακτήρια, στα οποία παραδίδει (ενισχυτικά) μαθήματα αγγλικής γλώσσας και κατά τους καλοκαιρινούς (πλην του Αυγούστου) μήνες. Πέραν δε αυτών, ο εναγόμενος τυγχάνει κύριος κατά ποσοστό 50%: α) της διώροφης κατοικίας μετά υπερυψωμένου υπογείου, συνολικής επιφανείς 497 τ.μ. κείμενης επί της οδού Μητροπούλου αριθ. 14, στην περιοχή «Έξω Αγυιά» Πατρών, η οποία αποτέλεσε και τη συζυγική οικία, β) ενός διαμερίσματος επιφανείς 90 τ.μ. περίπου-στην οδό Σοφοκλέους αριθ. 29, στην Πάτρα, καθώς αποκλειστικός κύριος της προαναφερθείσας οικίας στο Βασιλικό Φαρρών Αχαίας.
Εκ των ανωτέρω ακινήτων, η μεν διώροφη οικία στην Έξω Αγυιά στεγάζει την ενάγουσα και τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων στο ισόγειο αυτής καθώς και το φροντιστήριο του εναγόμενου στο υπόγειο αυτής, το δε διαμέρισμα στην Πάτρα χρηριμοποιείται μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης από τον εναγόμενο για τη διαμονή του, ενώ η οικία στο Βασιλικό Φαρρών χρησιμοποιείται, κατά τα προαναφερθέντα, ως επαγγελματικός χώρος του τελευταίου, χωρίς να του αποφέρει εισόδημα.
Παρά ταύτα και αυτή η απρόσοδη περιουσία του εναγομένου συγκαταλέγεται στις «δυνάμεις» του με την έννοια του άρθρου 1489 παρ. 2 ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του τέκνου (ΟλΑΠ 9/1991 ΕλλΔνη 33.1429). Άλλα εισοδήματα του εναγομένου από εργασία ή από (προσοδοφόρα) περιουσία αυτού δεν αποδείχθηκαν. Μετά δε τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, ο εναγόμενος διαμένει, όπως προαναφέρθηκε, στο διαμέρισμα της οδού Σοφοκλέους και συνεπώς δεν βαρύνεται με καταβολή μηνιαίου μισθώματος, παρά μόνο με την κάλυψη των τρεχουσών οικιακών αναγκών, βαρυνόμενος περαιτέρω με τις συνήθειες για την ηλικία και κατάσταση του δαπάνες. Η ενάγουσα εργάζεται ως υπάλληλος στην Διεύθυνση Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, με μηνιαίες αποδοχές κατά μέσο όρο (συνυπολογιζομένων και των επιδομάτων εορτών και αδείας) 2.300 Ευρώ, διαμένει δε, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, με τα τέκνα της στην προαναφερθείσα συζυγική οικία. Τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, γιατί στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων, ενώ οι δαπάνες τους διατροφής, ένδυσης, υπόδησης και ατομικής ψυχαγωγίας είναι οι συνήθεις της ηλικίας τους.
Ειδικότερα, η Α. φοιτά στην τρίτη (Γ’)τάξη του Λυκείου, παρακολουθεί δε φροντιστηριακά (ενισχυτικά) μαθήματα στο φροντιστήριο «ΑΝΟΔΟΣ» για την πρόοδο της στο σχολείο, για τα οποία απαιτείται κατά μέσο όρο μηνιαίως ποσό 220 ΕΥΡΩ (χρονικό διάστημα διδασκαλίας εννέα μηνών). Περαιτέρω, η Μ. φοιτά στην δεύτερη (Β’) τάξη του Λυκείου, παρακολουθεί δε φροντιστηριακά (ενισχυτικά) μαθήματα στα φροντιστήρια «ΟΡΜΗ» και «ΑΝΟΔΟΣ» για την πρόοδο της στο σχολείο, για τα οποία απαιτείται κατά μέσο όρο μηνιαίως συνολικό ποσό 236 Ευρώ (χρονικό διάστημα διδασκαλίας εννέα μηνών). Πέραν δε αυτών, η ως άνω ανήλικη παρακολουθεί μαθήματα μουσικών οργάνων στο Ωδείο Πατρών, για τα οποία απαιτείται μηνιαίως το ποσό των 204 Ευρώ.
Τέλος, ο ανήλικος Α., φοιτά στην Τρίτη (Γ΄) τάξη του Γυμνασίου και παρακολουθεί φροντιστηριακά μαθήματα γαλλικής γλώσσας στο φροντιστήριο της Π.Α για τα οποία απαιτείται μηνιαίως το ποσό των 56 Ευρώ. Τα ως άνω ανήλικα τέκνα διαμένουν, ως ελέχθη, με την ενάγουσα-μητέρα τους και συνεπώς δεν βαρύνονται με δαπάνη στέγασης, γεγονός που συνεκτιμάται για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής (Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο τομ. 1, Β’ έκδοση, σελ. 325-326).
Με βάση τα ως άνω, το απαιτούμενο κατά μήνα προς διατροφή των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων για το επίδικο χρονικό διάστημα πρέπει να καθοριστεί μηνιαίως στο ποσό των 470 Ευρώ για την ανήλικη Α., στο ποσό των 620 Ευρώ για την ανήλικη Μ. και στο ποσό των 350 Ευρώ για τον ανήλικο Α.. Τα ποσό αυτά είναι ανάλογα με τις ανάγκες των ανηλίκων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής τους και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη συντήρηση, διατροφή, ένδυση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία και εκπαίδευση τους, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας.
Εξάλλου, από τα προαναφερθέντα ποσά, ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλλει, ποσό 295 ευρώ, 490 ευρώ και 200 ευρώ αντίστοιχα, ενώ με το υπόλοιπο ποσό που απαιτείται για τη διατροφή εκάστου τέκνου, αντίστοιχα, συμμετέχει και η ενάγουσα, όπως η ίδια συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με τα εισοδήματα από την εργασία της, καθώς και με την προσωπική της καθημερινή ενασχόληση και φροντίδα των τέκνων, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα.
395/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος-Εισηγητής, Ελένη Κατσούλη-Εφέτες).
(Δικηγόροι: Αλέξανδρος Παπακωνσταντίνου, Βασίλειος Μπολοβίνης).
Γενική (νόμιμη) δωσιδικία. Για την τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη ο τόπος της κατοικίας του εναγομένου εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (άρθρο 22 ΚΠολΔ). Συνεπώς υπάρχει δυνατότητα του νομοθέτη να καθορίσει και άλλο σύνδεσμο εκτός της κατοικίας. Επί γαμικής διαφοράς δημιουργείται (άρθρο 39 ΚΠολΔ) και εκείνη της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων που μπορεί να συντρέχει και στο πρόσωπο των δύο συζύγων μετά την καθιέρωση της ισονομίας τους (ν. 1329/1983). Η κατοικία διαφέρει από τη διαμονή, δηλαδή την παραμονή προσώπων σε ορισμένο τόπο ως στενότερη έννοια, προσωρινά. Περιστατικά.
Κατά της απόφασης αυτής του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονείται η εκκαλούσα-εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της και το μοναδικό λόγο εφέσεως, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων απορρίφθηκε η προταθείσα ένστασή της «περί αναρμοδιότητας κατά τόπον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου». Ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να παραπεμφθεί η αγωγή προς εκδίκαση στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Με το άρθρο 22 του ΚΠολΔ τίθεται η γενική αρχή της νόμιμης (γενικής) δωσιδικίας, για την οποία προς καθορισμό της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη ο τόπος της κατοικίας του εναγομένου, υπό την οριζόμενη στον ΑΚ έννοια. Η δωσιδικία, δηλαδή η υπαγωγή του διαδίκου για ορισμένη υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ισχύει, αν όπως ορίζει η διάταξη «ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά». Συνεπώς, έχει τη δυνατότητα ο νομοθέτης απόκλισης από την παραπάνω αρχή, με την επιλογή άλλου συνδέσμου (εκτός από την κατοικία) για τη διατήρηση της γενικής δωσιδικίας ή με την επιλογή ορισμένων διαφορών και άλλου συνδέσμου για την δημιουργία ειδικών δωσιδικιών (βλ. Βασ. Βαθροκοκοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, Τόμος Α’, έκδ. 1996, υπό άρθρο 22 ΚΠολΔ. περ. αρ. 1 και 2).
Έτσι, προκειμένου περί γαμικών διαφορών, δημιουργείται από το άρθρο 39 του ίδιου Κώδικα, συντρέχουσα δωσιδικία με εκείνη της γενικής, εκείνης της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων, η οποία (γενική) μπορεί να συντρέχει και στο πρόσωπο των δύο συζύγων, μετά την καθιέρωση της ισονομίας αυτών με το Ν. 1329/83 (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη, ο.π., υπό άρθρο 39 αυτού, περ. αρ. 2). Ως κατοικία δε, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΑΚ, νοείται ο τόπος της κύριας και μόνιμης εγκατάστασης του προσώπου, που αποτελεί το νομικό σύνδεσμο αυτού (προσώπου) με ορισμένο τόπο, δηλαδή με
το γεωγραφικό σημείο, το οποίο με την πραγματική εγκατάσταση και τη θέληση της μονιμότητας, καθίσταται το σταθερό κέντρο των βιοτικών σχέσεων του προσώπου. Αυτή (κατοικία) διαφέρει από τη διαμονή, την παραμονή δηλαδή του προσώπου σε ορισμένο τόπο ως στενότερη έννοια, προσωρινά.
Η επιλογή της κατοικίας, απόκειται στην ελεύθερη βούληση του προσώπου, που δεν απαιτείται να εκφράζεται με ρητή δήλωση, αλλά μπορεί να προκύπτει από διάφορα γεγονότα, δηλωτικό τέτοιας βούλησης, ενώ δεν απαιτείται συνεχής παρουσία στον τόπο της κατοικίας (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη ΕΡΜΑΚ, Τόμος Α΄, έκδ. 2001, υπό άρθρο 51 ΑΚ, περ. αρ. 2,3 και 4).
Περαιτέρω, από το άρθρο 46 ΚΠολΔ θεμελιώνεται ο αυτεπάγγελτος έλεγχος από το δικάζον Δικαστήριο της διαδικαστικής προϋπόθεσης της κατά τόπον αρμοδιότητας, χωρίς να αποκλείεται η κατ’ ένσταση προβολή της κατά τόπον αναρμοδιότητας αυτού, αφού τα πραγματικό περιστατικά που θεμελιώνουν την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, αλλά εκτιμώνται από τον έλεγχο του υλικού της δικογραφίας, που έχει συγκεντρωθεί (βλ. Νικολάου Τσάκου «Οι Ενστάσεις του Αστικού Δικαίου και της Πολιτικής Δικονομίας», Τεύχος Γ’, σελ. 507 επ).
Στην προκειμένη υπόθεση, η εναγομένη προέβαλε παραδεκτώς με τις προτάσεις της, στον πρώτο βαθμό, την ένσταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι η κατοικία της δεν βρίσκεται στα Νικολέϊκα του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας, αλλά στο Γαλάτσι Αττικής, συνεπώς κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής διαζυγίου είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρει με το μοναδικό λόγο της εφέσεώς της.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρας του ενάγοντος, που νομότυπα εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (η εναγομένη δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση) και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν σι διάδικοι, εκτός από την από 15-5-2008 υπεύθυνη δήλωση του Γ. Θ. σε έντυπο του ν. 1599/1986, που δόθηκε επ’ ευκαιρία της παρούσας δίκης και δεν λαμβάνεται υπόψη ως ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο (Ολ.ΑΠ 8/1987 ΝοΒ 36.75), αποδεικνύεται το ουσιαστικά αβάσιμο της εν λόγω ένστασης.
Ειδικότερα, η ίδια η εκκαλούσα-εναγομένη απευθυνόμενη με αίτησή της κατά του εφεσιβλήτου στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (εγγραφή προσημείωσης υποθήκης), μερικούς μήνες πριν τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής διαζυγίου, είχε ορίσει ως τόπο κατοικίας της τα Νικολέϊκα Αιγίου του Δήμου Διακοπτού, που κλητεύτηκε και επανέλαβε και με τις σχετικές προτάσεις, που κατάθεσε μετά τη συζήτηση της άνω αιτήσεως και αναφέρεται στη σχετική απόφαση, που εκδόθηκε επ’ αυτής (βλ. επικυρωμένο αντίγραφο της από 30-10-2007 αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, των από 18-12-2007 σχετικών προτάσεών της, καθώς και της υπ’ αριθ. 30/2008 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου).
Την κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ενισχύει και το γεγονός ότι αυτή (εκκαλούσα), κατά το έτος 2003, διαγράφηκε λόγω μεταδημότευσης από την οικογενειακή μερίδα, που τηρούσε με τον εφεσίβλητο σύζυγό της στο Δήμο Θεσπιέων Βοιωτίας και επαναδημότευσε στο Δήμο Διακοπτού (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο του πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης με αριθ. πρωτ. 2940/18-6-2008, που εξέδωσε ο Δήμαρχος Θεσπιέων Βοιωτίας, σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθ. πρωτ. 5365/2009 βεβαίωση του Δημάρχου Διακοπτού). Μάλιστα, στον τόπο αυτό της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής της τα Νικολέϊκα Δήμου Διακοπτού, ανευρέθηκε για την επίδοση του αντιγράφου της κρινόμενης αγωγής, την οποία αρνήθηκε να παραλάβει (βλ. την υπ’ αριθ. έκθεση επίδοσης 4837Στ/9-4-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θ. Τ.).
Το πιο πάνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, η εκκαλούσα διέμενε προσωρινά στο Γαλάτσι Αττικής, όπου κατοικούσαν τα δύο παιδιά τους, χρησιμοποιώντας και την εκεί διεύθυνση διαμονής της, προκειμένου να διευκολύνεται κατά τις συναλλαγές της. Η εκεί διαμονή της είχε το χαρακτήρα της προσωρινής και όχι της μόνιμης εγκατάστασης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.
Κατά συνέπεια, παραδεκτώς και αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση η κρινόμενη αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της γενικής δωσιδικίας της εναγομένης-εκκαλούσας και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η τελευταία πρέπει ν’ απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμα.
560/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Ανδρέας Κακολύρης, Ελένη Κούφη-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Φαίδων Κουλούρης, Έλλη Βενέδικτου, Παναγιώτης Μεταξάς).
Διατροφή τέκνων. Απαραίτητα στοιχεία για να είναι ορισμένη η αγωγή. Μόνη η αναφορά στο δικόγραφο ότι ο δικαιούχος ανήλικος δεν έχει περιουσία, καθιστά την αγωγή αόριστη και απορριπτέα. Περιστατικά.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 και 1497 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, προκύπτει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, το ανήλικο τέκνο τους εφόσον αυτό δεν έχει εισοδήματα από περιουσία ή πόρους από εργασία, που να επαρκούν για τη διατροφή του, το μέτρο της διατροφής τούτου (ανηλίκου) προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, η δε δικαιούμενη (ανάλογη) διατροφή του περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του.
Κατά συνέπεια για το, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, ορισμένο της αγωγής διατροφής σε χρήμα ανήλικου τέκνου, λόγω διάστασης ή λύσης του γάμου των γονέων του, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργασθεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου γονέα του, οι ανάγκες του τέκνου που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο, για όλες αυτές τις ανάγκες του, συνολικό ύψος της δαπάνης που αποτελεί την κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται στο δικόγραφό της με ακρίβεια και το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επί μέρους ανάγκης του, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, χρηματικό ποσό (ΑΠ 823/2000 ΠειρΝομ 2002, 133, ΕΑ 400/2007 δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 778/2007 ΑχΝομ 2008, 252).
Στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη αγωγή, με το περιεχόμενο και αίτημα που προαναφέρθηκε, ήταν αόριστη και έπρεπε ν’ απορριφθεί ως προς το δεύτερο αίτημά της. Και τούτο διότι δεν εκτίθεται σ’ αυτή η αδυναμία του ανήλικου τέκνου των διαδίκων για αυτοδιατροφή.
Ειδικότερα εκτίθεται λεπτομερώς η γενεσιουργός αιτία της υποχρέωσης του εναγομένου για παροχή διατροφής σε χρήμα στο ανήλικο τέκνο του (διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, η ιδιότητα με την οποία η ενάγουσα ασκεί την αγωγή, η περιουσιακή κατάσταση του εναγομένου, οι βιοτικές ανάγκες του ανήλικου τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του) και το αιτούμενο συνολικό χρηματικό ποσό που απαιτείται κάθε μήνα για την κάλυψη των αναγκαίων αυτών δαπανών του τέκνου.
Περαιτέρω όμως, ενώ λόγω της ιστορούμενης ηλικίας του ανηλίκου υποδηλώνεται ότι τούτο αδυνατεί να εργασθεί, ουδόλως διαλαμβάνεται στην αγωγή η έλλειψη εισοδημάτων αυτού (από τυχόν υπάρχουσα περιουσία ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή), το στοιχείο δε αυτό είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση του ασκούμενου με την αγωγή δικαιώματος, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 1486 παρ. 2 ΑΚ εισάγει σημαντική εξαίρεση στο γενικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 1486 παρ. 1 ΑΚ και το ανήλικο τέκνο, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του ακόμα και αν έχει περιουσία, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του, το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του.
Η αδυναμία επομένως αυτοδιατροφής (απορία του ανηλίκου), αποτελεί και κατά την παρ. 2 του άρθρου 1486 ΑΚ προϋπόθεση της διατροφής, αυτή όμως κρίνεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περιουσία. Έτσι το ανήλικο τέκνο οφείλει να αναλώσει τα κάθε λογής εισοδήματα του για αυτοδιατροφή του και μόνο αν δεν υπάρχουν ή δεν αρκούν τα εισοδήματα του δικαιούται πλήρη ή συμπληρωματική διατροφή από τους γονείς του.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε εν μέρει την πρώτη αγωγή ως προς το δεύτερο αίτημά της ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις, κατά το βάσιμο περί τούτου πρώτο λόγο της πρώτης έφεσης.
599/2010
(Πρόεδρος: Νικόλαος Τρούσας, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Αθανάσιος Τσουλός-Εισηγητής, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Δημήτριος Πάσσιος, Σπυρίδων Κωνσταντάρας).
Διαζύγιο με τετραετή διάσταση. Έχει και στην περίπτωση αυτή εφαρμογή το άρθρο 281 ΑΚ. Μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος προς διάζευξη καταχρηστική, προκειμένου να μην επέλθει στο σύζυγο του αντιδίκου που αντιτίθεται στο διαζύγιο, αφόρητη κατάσταση από τις συνέπειες του διαζυγίου ως αποτέλεσμα αυτού και όχι
269
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Και στην περίπτωση της τετραετούς διάστασης έχει εφαρμογή η Α.Κ 281, μπορεί δηλ. να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος προς διάζευξη καταχρηστική, προκειμένου να μην επέλθει στο σύζυγο, που αντιτίθεται στο διαζύγιο, αφόρητη κατάσταση από τις συνέπειες του διαζυγίου ως αποτέλεσμα αυτού και όχι από τις συνέπειες προηγούμενων από την άσκηση της αγωγής γεγονότων ή συμπεριφοράς έστω και σκληρής του ενάγοντος.
Συνεπώς όλα τα περιστατικά που ανάγονται στο προγενέστερο της αγωγής χρόνο είναι απρόσφορα να θεμελιώσουν ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε περιστατικά μεταγενέστερα του διαζυγίου, δηλαδή σε συνέπειες για τον εναγόμενο ή τα ανήλικα τέκνα των συζύγων ασυνήθως σκληρές που υπάρχουν σε ειδικές ακραίες περιπτώσεις, εξ αιτίας εξαιρετικών και άκρως σοβαρών περιστάσεων, που δεν αποτελούν φυσική συνέπεια του διαζυγίου (ΑΠ 396/96, 1441/95 ΕΕΝ 1997/613, 1997/267).
Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 1438 ΑΚ και 613 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη λύση του γάμου με ισχύ δεδικασμένου απαιτείται αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ενώ από την διάταξη του άρθρου 222 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας απαιτείται ταυτότητα των διαδίκων που να εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, αλλά και ταυτότητα της επίδικης διαφοράς, δηλ. του αιτήματος και της ιστορικής και νομικής αιτίας. Η ταυτότητα ιστορικής βάσης απαιτεί σύμπτωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής και στις δύο δίκες. Αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών περιστατικών των παραγωγικών του ίδιου δικαιώματος, δεν στοιχειοθετείται ταυτότητα διαφοράς (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, όπου και σχετικές παραπομπές στη θεωρία και νομολογία).
Εξάλλου και στη διαπλαστική αγωγή (όπως η αγωγή διαζυγίου) δεν δημιουργείται εκκρεμοδικία, όταν ζητείται η διάπλαση της ίδιας έννομης σχέσης (π.χ. η λύση του γάμου), χωρίς να υφίσταται και ταυτότητα του θεμελιωτικού λόγου, που στηρίζει την διάπλαση και τούτο γιατί αντικείμενο της δίκης δεν είναι μόνο η αιτούμενη διάπλαση, αλλά και η προηγούμενη διάγνωση αντίστοιχου διαπλαστικού δικαιώματος του ενάγοντος (ΑΠ 367/89 Δ 21/851). Συνεπώς δεν συντρέχει εκκρεμοδικία από την άσκηση αγωγών διαζυγίου του ιδίου προσώπου, εφόσον η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική ιστορική αιτία (ΑΠ 805/96 Δνη 38/809, ΑΠ 828/95 ΝοΒ 45/975).
Αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ναύπακτο Αιτωλοακαρνανίας στις
από τις συνέπειες προηγούμενων από την άσκηση της αγωγής γεγονότων ή συμπεριφοράς έστω και σκληρών του ενάγοντος. Συνεπώς όλα τα περιστατικά που ανάγονται στο προγενέστερο της αγωγής χρόνο είναι απρόσφορα να θεμελιώσουν ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε περιστατικά μεταγενέστερα του διαζυγίου, δηλαδή σε συνέπειες για τον εναγόμενο ή τα ανήλικα τέκνα των συζύγων ασυνήθως σκληρές που υπάρχουν σε ειδικές ακραίες περιπτώσεις, εξ αιτίας εξαιρετικών και άκρως σοβαρών περιστάσεων, που δεν αποτελούν φυσική συνέπεια του διαζυγίου. Εκκρεμοδικία δεν συντρέχει από την άσκηση αγωγών διαζυγίου του ίδιου προσώπου, εφόσον η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική από εκείνη αιτία. Περιστατικά.
270 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
7-7-1974 από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, το Χ. και τον Α. ήδη ενήλικα, ηλικίας σήμερα 32 και 31 ετών αντίστοιχα. Το έτος 1986 ο ενάγων έφυγε από τη Ναύπακτο όπου βρισκόταν η συζυγική τους οικία και εγκαταστάθηκε σε μισθωμένη οικία στην Αθήνα, για να εργασθεί. Παρά την απομάκρυνσή του από τη συζυγική οικία εξακολουθούσε να υπάρχει μεταξύ των διαδίκων συζυγική σχέση. Ο ενάγων φρόντιζε την οικογένειά του καλύπτοντας βασικές βιοτικές ανάγκες των μελών της και μετέβαινε κάθε Σάββατο και Κυριακή στη Ναύπακτο για να συναντάει τη σύζυγό του. Το Δεκέμβριο του 2002 ο ενάγων σύνηψε εξώγαμη ερωτική σχέση με άλλη γυναίκα, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί πλέον και ψυχικά από την εναγομένη. Στο διάστημα που ακολούθησε οι διάδικοι συναντήθηκαν μόνο σε δύο οικογενειακές εκδηλώσεις (γάμους των τέκνων τους).
Με βάση τα άνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά με πρωτοβουλία του ενάγοντος το Δεκέμβριο του 2002. Η διάσταση συνεχίσθηκε μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (19/4/2007). Συνεπώς, η διάρκειά της υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη και ως εκ τούτου ο γάμος τους έχει κλονισθεί σοβαρά. Περαιτέρω η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προέβαλε ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ ισχυριζόμενη ότι η εξωσυζυγική σχέση του εναγομένου δημιούργησε σε αυτήν προβλήματα υγείας (καταθλιπτικό σύνδρομο και επιληπτικές κρίσεις, εξ αιτίας των οποίων κρίθηκε ανάπηρη σε ποσοστό 80%), ενώ επιπλέον η λύση του γάμου θα δημιουργήσει στο γιο τους Χ., ο οποίος προ 10ετίας είχε τραυματιστεί σοβαρά, ψυχολογικά και οικονομικά προβλήματα.
Σύμφωνα ωστόσο με τα προεκτεθέντα η ένσταση αυτή είναι μη νόμιμη, δεδομένου ότι τα περιστατικά που η εναγομένη επικαλείται προς θεμελίωσή της είναι προγενέστερα από την άσκηση από τον ενάγοντα της αγωγής διαζυγίου και οι συνέπειες του διαζυγίου δεν είναι ιδιαίτερα σκληρές για το τέκνο των διαδίκων, που εξάλλου είναι ενήλικο.
Τέλος από την από 13/11/2002 προγενέστερη αγωγή του ενάγοντος με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου του με την εναγομένη λόγω τετραετούς διάστασης που άρχισε το έτος 1993 και διήρκεσε μέχρι το Νοέμβριο του 2002, που απορρίφθηκε πρωτοδίκως με την υπ’ αριθμ. 20/2004 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου και δευτεροβαθμίως με την υπ’ αριθμ. 1209/2005 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, που δεν έχει ωστόσο καταστεί αμετάκλητη, δεν δημιουργείται εκκρεμοδικία για την ένδικη αγωγή με την οποία ζητεί ο εναγόμενος τη λύση του γάμου με βάση επίσης την τετραετή διάσταση, η οποία όμως άρχισε το Δεκέμβριο του 2002 και διήρκεσε μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (19-4-2007), γιατί αυτή έχει άλλη ιστορική αιτία από την προγενέστερη, καθόσον στηρίζεται σε διαφορετικά από εκείνη πραγματικά περιστατικά, ήτοι σε διαφορετικό χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και συμπλήρωσης της τετραετίας και έτσι δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς. Επομένως, η ένσταση εκκρεμοδικίας την οποία προέβαλε η εναγομένη πρωτοδίκως δεν είναι βάσιμη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα παραπάνω.
271
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
776/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Γεώργιος Αξιωτάκης-Εισηγητής, Εφέτες).
(Δικηγόρος: Σπυρίδων Μπουρμπούλης).
Διόρθωση ληξιαρχικής πράξης ως προς το όνομα (Πόπη- Πηνελόπη) γιατί στην ιταλική γλώσσα με το όνομα «Πόπη» νοούνται τα γυναικεία στήθη. Έτσι, γίνεται αντικείμενο εμπαιγμού και δημιουργούνται στην αιτούσα ψυχολογικά προβλήματα. Η αίτηση γίνεται δεκτή.
Η αιτούσα γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10.6.1988 η βάπτισή της έγινε στις 22.7.1989 κατά το χριστιανικό δόγμα στο Ληξούρι - Κεφαλληνίας και έλαβε το όνομα «Πόπη» (βλ. ιδία την υπ’ αριθμ. 27/1988 ληξιαρχική πράξη γέννησης του ειδικού Ληξιάρχου Αθηνών, και το προσκομιζόμενο ακριβές φωτοαντίγραφο της υπ’ αριθμ. 14/28.7.1989 ληξιαρχικής πράξης βάπτισης).
Το κύριο όνομα της αιτούσης είναι «Πόπη» ενώ είναι γνωστή στις συναλλαγές ως «Πηνελόπη». Η αιτούσα σπουδάζει στην Ιταλία από το έτος 2007 και θα συνεχίσει σ’ αυτήν μεταπτυχιακές σπουδές, το όνομα «Πόπη» με το οποίο στην Ιταλική γλώσσα νοούνται τα γυναικεία στήθη έχει ως συνέπεια να γίνει αντικείμενο εμπαιγμού, πράγμα που της δημιουργεί και ψυχολογικά προβλήματα.
Υπό τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το παραπάνω όνομα δημιουργεί στην αιτούσα δικαιολογημένα μη επιθυμητές συνέπειες με συνέπεια να παρακωλύσει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς της. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως και ουσιαστικά βάσιμη.
779/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Στεφανία Καρατζά-Εισηγήτρια, Γεώργιος Οικονόμου, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Δημήτριος Γκουβίτσας, Διονύσιος Κότσιφας).
Διατροφή ανηλίκου. Αγωγή κατά του πατέρα, που είναι κάτοικος Πειραιά, ενώ το ανήλικο κατοικεί στην Αμαλιάδα. Αρμόδιο για να δικάσει την αγωγή αυτή είναι το Μον.Πρωτ. Αμαλιάδας.
Κατόπιν τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπον να δικάσει τη σωρευόμενη αγωγή της διατροφής του άνω ανηλίκου την οποία παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά δεχθέν αντίστοιχη ένσταση του εναγομένου, όπως λέχθηκε, εσφαλμένα τις προπαρατεθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Η τελευταία αυτή περί διατροφής του ανηλίκου αγωγή αρμοδίως είχε εισαχθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αρμόδιο ως εκ της κατοικίας του ενάγοντος δικαιούχου της διατροφής ανηλίκου τέκνου. Συνεπώς ο σχετικός λόγος της εφέσεως είναι βάσιμος κατ’ ουσίαν.
272 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
802/2010
(Πρόεδρος: Νικόλαος Τρούσας, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Βασιλική Κουτράκου- Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Χρήστος Παπαδημητρίου, Γεωργία Σταυροπούλου).
Οικογενειακή στέγη. Μπορεί για λόγους επιείκειας να παραχωρηθεί στον ένα σύζυγο, ολόκληρη ή τμήμα της, ανεξάρτητα από το ποιός από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης της. Το άρθρο 1393 εδ. α΄ ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου. Η παραχώρηση της χρήσεως στον ένα σύζυγο, ενώ το ακίνητο ανήκει στον άλλο σύζυγο, δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη σχέση, που δεν μπορεί να υπαχθεί στις ειδικότερες ρυθμίσεις καταστρωμένων στον Αστικό Κώδικα έννομων σχέσεων, σε σχέση με τη χρήση ακινήτου, διότι αυτές έχουν μορφή συμβάσεως και στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361). Ο κύριος του ακινήτου μπορεί να το εκποιήσει σε τρίτο, με τον κίνδυνο ενδεχομένως ευθύνης του έναντι του δικαιούχου της χρήσεως συζύγου σε αποζημίωση (ΑΚ 919), εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο σχετικές προϋποθέσεις.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α΄ του ΑΚ σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του.
Με αυτή θεσπίζεται ενδοτικού δικαίου ρύθμιση που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και αποκλίνει από τις γενικές διατάξεις του ενοχικού και εμπράγματου δικαίου. Η παραχώρηση της χρήσεως του ακινήτου στον ένα σύζυγο, ενώ τούτο ανήκει αποκλειστικά ή κατά ποσοστό στον άλλο σύζυγο, δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη σχέση, η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί στις ειδικότερες ρυθμίσεις καταστρωμένων στον Αστικό Κώδικα έννομων σχέσεων, σε σχέση με τη χρήση ακινήτου, διότι αυτές έχουν μορφή συμβάσεως και στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361).
Η σχέση αυτή δεν στερεί από τον άλλο σύζυγο την εξουσία διαθέσεως του ακινήτου, το οποίο μπορεί και να εκποιήσει σε τρίτο, με τον κίνδυνο μόνο ενδεχόμενης ευθύνης του έναντι του δικαιούχου της χρήσεως συζύγου σε αποζημίωση (ΑΚ 919), εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο σχετικές προϋποθέσεις {ΑΠ. 1880/2008, Νόμος}.
Ως επιείκεια θεωρείται η περίπτωση αδυναμίας εύρεσης αλλαχού κατοικίας με υπερβολική οικονομική επιβάρυνση, την οποία αδυνατεί να καλύψει ο ενδιαφερόμενος, οι δε ειδικές συνθήκες προσδιορίζονται από τους όρους της μέχρι της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης ζωής των ενδιαφερομένων και αναφέρονται στα πρόσωπα, τα οποία αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν την οικογένεια, η οποία όμως έχει διασπαστεί (Α. Γαζής, στο ΝοΒ 31 σελ. 924-925, Εφ.ΑΘ. 698/1989 όπ. - Εφ.Αθ. 565/1986 Ελ.Δικ. 27, 145).
4. OΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ δικαιο
69/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Δημήτριος Παπαγεωργίου, Λάζαρος Γρομιτσάρης).
Γονική μέριμνα. Διαφωνία των γονέων. Η διαφορά λύεται από το δικαστήριο με βάση το συμφέρον του ανηλίκου. Ονοματοδοσία. Πώς και από ποιόν δίδεται το όνομα (άρθρο 15 ν.1438/1984). Ονοματοδοσία μόνο από τη μητέρα αν και η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς. Η ονοματοδοσία αυτή ακυρώνεται. Περιστατικά.
Κατά το άρθρο 1510 παρ.1 ΑΚ η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του.
Κατά δε τα άρθρα 1511 παρ.1 και 1512 του ίδιου Κώδικα αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο, η απόφαση του οποίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον αυτό, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός από το νόμο, λαμβάνεται υπόψη υπό ευρεία έννοια και για τη διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζονται όλα τα επωφελή και πρόσφορα για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 1518 παρ.1 ΑΚ η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του.
Περαιτέρω με το άρθρο 15 του ν.1438/1984 που αντικατέστησε το άρθρο 25 του ν.344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» ορίζονται τα εξής: «Το όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης ύστερα από δήλωση των γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα ή του ενός από αυτούς εφόσον έχει έγγραφη εξουσιοδότηση του άλλου, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή.
Αν ο ένας από τους γονείς δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, η δήλωση του ονόματος γίνεται από τον άλλο γονέα. Αν και οι δύο γονείς δεν υπάρχουν ή δεν έχουν γονική μέριμνα, το όνομα καταχωρίζεται με δήλωση αυτού που έχει την επιτροπεία του προσώπου του τέκνου. Η γενόμενη σύμφωνα με τα ανωτέρω δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό και προς το ότι η ονοματοδοσία ανηλίκου τέκνου δεν είναι συστατικό στοιχείο του μυστηρίου βαπτίσματος που τελείται άπαξ (ΟλΑΠ 240/1975, 99/1985) προκύπτει ότι το δικαίωμα ονομοταδοσίας αποτελεί περιεχόμενο του ευρύτερου λειτουργικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας, είναι όμως ανεξάρτητο από το επιμέρους δικαίωμα της επιμέλειας, που αποτε253
λεί επίσης περιεχόμενο της γονικής μέριμνας.
Συνεπώς και αν ακόμη η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον ένα γονέα, είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δυο γονείς, να αποφασίσουν αυτοί από κοινού περί του ονόματος που πρέπει να δοθεί στο τέκνο, σε περίπτωση δε διαφωνίας αυτών αποφασίζει το δικαστήριο (ΑΠ 417/2005 Δνη 2005, 1068, ΑΠ 1700/2001 Δνη 2002, 1619, ΑΠ 744/1999 Δνη 2000, 52, ΕφΑθ 4287/2005 Δνη 2006, 204).
Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στις 17.2.2006. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 2.12.2006. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάσθηκε οριστικά τον Ιούνιο του 2006. Πριν την άνω διάσπαση, οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει ότι το τέκνο τους θα ελάμβανε το όνομα «Θεόδωρος» αν ήταν αγόρι. Το όνομα αυτό αντιστοιχεί στο όνομα του πατέρα του εφεσιβλήτου και η συμφωνία τους αυτή συμπορεύεται με τις πάγιες παραδόσεις της Ελληνικής οικογένειας.
Στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. 1198/2007 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου ανατέθηκε στην εκκαλούσα προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους, ενώ η άσκηση της γονικής μέριμνας παρέμεινε και στους δύο γονείς προκειμένου να ασκηθεί από αυτούς από κοινού. Η εκκαλούσα όμως στις 22.8.2007 τέλεσε το μυστήριο της βαπτίσεως του ως άνω τέκνου τους στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου εν αγνοία του εφεσιβλήτου- πατρός του επιλέγοντας ως όνομα του το «Κωνσταντίνος –Θεόδωρος» χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα αυτό, καθόσον η ονοματοδοσία ανηλίκου είναι δικαίωμα και των δύο γονέων του. Το όνομα δε αυτό σημειώθηκε στο περιθώριο της υπ’αριθ. 9/Τ54ος/2007 ληξιαρχικής πράξης γέννησης του ληξιαρχείου Αγρινίου. Η εκκαλούσα προκειμένου να δικαιολογήσει την εν λόγω ονοματοδοσία του τέκνου τους ισχυρίζεται ότι με τον εφεσίβλητο-σύζυγο της είχαν συμφωνήσει να δοθεί στο τέκνο τους το όνομα «Κωνσταντίνος» σε εκπλήρωση του τάματος τους προς τον πολιούχο Άγιο Κωνσταντίνο του ομωνύμου δημοτικού διαμερίσματος όπου διέμενε.
Πράγματι η εκκαλούσα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα κατά την κύηση, τα οποία μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποβολή ή στην εξέλιξη της κύησης σε πρόωρο τοκετό. Πλην όμως η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δεν αποδείχθηκε. Αντίθετα μάλιστα ο μάρτυρας-αδελφός της εκκαλούσας κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αρχικά ότι οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει να δώσουν στο τέκνο τους το όνομα του Αγίου Κωνσταντίνου ως «τάμα» για να γεννηθεί υγιές, αμέσως όμως μετά κατέθεσε ότι εάν οι σχέσεις των συζύγων μεταξύ τους ήταν αρμονικές, η εκκαλούσα θα έδινε στο ανήλικο το όνομα «Θεόδωρος» που ήταν το όνομα του πεθερού της, καθώς και ότι ο ενάγων γνώριζε ότι το τέκνο θα ελάμβανε το όνομα «Κωνσταντίνος» λόγω των μεταξύ τους προβλημάτων.
Από τα ανωτέρω αποδυναμώνεται το επιχείρημα της περί θρησκευτικής υποχρέωσης, υποδηλώνεται δε όχι προσήλωση σε εκπλήρωση «τάματος» αλλά εμμονή στη μη ονομασία με το όνομα του πεθερού της Θεόδωρου, λόγω των τεταμένων σχέσεων που είχε με τον ενάγοντα. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται επίσης, ότι
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
254 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
έδωσε στο τέκνο τους ως δεύτερο όνομα το όνομα «Θεόδωρος», προκειμένου να τηρήσει το πατροπαράδοτο έθιμο που ορίζει ότι το πρώτο άρρεν τέκνο της οικογένειας πρέπει να λαμβάνει το όνομα του παππού του από την πατρική γραμμή, πιστεύοντας ότι αυτή θα ήταν και η επιθυμία του εφεσιβλήτου.
Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον εάν υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους για εκπλήρωση του ως άνω «τάματος» θα είχαν συμφωνήσει και για την ύπαρξη ή μη δευτέρου ονόματος και δεν θα υπήρχε λόγος αντιδράσεως του εφεσιβλήτου με έγερση αγωγής για την αλλαγή αυτού.
Εξάλλου ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι με την απόφαση της να δοθεί στο τέκνο τους ως δεύτερο όνομα το Θεόδωρος έπραξε το καθήκον της και τίμησε την οικογένεια του συζύγου της, τηρώντας το σχετικό έθιμο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον για το ανήλικο το δεύτερο αυτό όνομα δεν θα υφίσταται λόγω του ότι στο μέλλον το συγγενικό περιβάλλον της εκκαλούσας-μητέρας του αλλά και το φιλικό και σχολικό θα το προσφωνεί με το όνομα Κωνσταντίνος σύμφωνα με την επιθυμία της μητέρας του.
Περαιτέρω, η διπλή αυτή ονομασία την οποίαν επέλεξε η εκκαλούσα δεν είναι προς το συμφέρον του τέκνου καθότι ο καθένας από τους διαδίκους θα αποκαλεί το τέκνο τους με το όνομα της δικής του προτίμησης γεγονός που εγκυμονεί τον κίνδυνο της διάσπασης της προσωπικότητος του παιδιού ή τον κίνδυνο της μη ομαλής καθ’ όλα διαμόρφωσης του χαρακτήρα και της προσωπικότητος αυτού.
Με βάση τα προεκτεθέντα το Δικαστήριο κρίνει ότι εφόσον υπάρχει ασυμφωνία των διαδίκων –γονέων του τέκνου ως προς το όνομα που πρέπει να δοθεί σ’αυτό το συμφέρον αυτού επιβάλλει να αρθεί η οριστική αυτή ασυμφωνία των διαδίκων ως προς το δοτέο όνομα με κριτήριο αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον του τέκνου.
Έτσι το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να δοθεί στο ανήλικο το όνομα «Θεόδωρος» ήτοι αυτό του πατέρα του εφεσιβλήτου, αυτό άλλωστε συμπορεύεται με τις πάγιες παραδόσεις της ελληνικής οικογένειας και ανταποκρίνεται και στην επιθυμία του εφεσιβλήτου ώστε με τον τρόπο αυτό να τιμηθούν οι ανιόντες της πατρικής γραμμής.
Κίνδυνος δημιουργίας προβλημάτων στο ανήλικο από την αλλαγή του ονόματος δεν προκύπτει ότι θα εμφανισθούν ενόψει του ότι το μυστήριο του βαπτίσματος έχει τελεσθεί πριν από σύντομο χρονικό διάστημα, το δε τέκνο μόλις έχει συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του .Η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε τα ίδια ως προς το δοτέο όνομα ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
82/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Ελένη Κοτσομύτη-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Γεράσιμος Μπετίνης, Θανάσης Βγενόπουλος).
Διαζύγιο. Δύο αντίθετες αγωγές για λύση του γάμου. Δεκτές αμφότερες και λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό. Κανένας δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση. Αν ασκηθεί απορρίπτεται. Περιστατικά.
255
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Κατά συνέπεια αν ασκηθούν δυο αντίθετες αγωγές διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό από λόγo που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου και το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε και τις δύο, τότε, ενόψει του κατά τα άνω αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, καθένας από τους συζύγους θεωρείται ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή και των δύο αγωγών επήλθε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επιδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους.
Το γεγονός ότι η απόφαση περιέχει δυσμενείς για τον καθένα αιτιολογίες, δέχεται δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπο του, δεν ασκεί καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις του, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει κατά τα προεκτεθέντα σε άλλη δίκη.
Επομένως, ουδείς από τους διαδίκους συζύγους έχει στην περίπτωση αυτή, αν και νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης (βλ.ΑΠ 669/2005, ό.π.). Το έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 73 και 532 του ΚΠολΔ, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ή έλλειψη του δε συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 28-5-2004 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου), κατά του εναγομένου –συζύγου της, ζήτησε να λυθεί ο υφιστάμενος μεταξύ αυτής και του εναγομένου γάμος λόγω ισχυρού κλονισμού που επήλθε από γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου.
Με την αγωγή συνεκδικάσθηκε και η από 4-5-2005 αντίθετη αγωγή του τελευταίου με την οποία ζητούσε και αυτός την λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό από λόγο που αφορά στο πρόσωπο της ενάγουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκαμε δεκτές τις συνεκδικαζόμενες αντίθετες αγωγές και απάγγειλε την λύση του γάμου συνεπεία ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν και τους δύο συζύγους.
Με την κρινόμενη έφεση της, η εκκαλούσα (ενάγουσα-αντεναγομένη) παραπονείται, διότι η εκκαλουμένη απόφαση, εκτιμώντας εσφαλμένα τις αποδείξεις, έκαμε δεκτή την αγωγή του αντιδίκου συζύγου της, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού δεν αποδείχθηκε κανένα κλονιστικό περιστατικό του εγγάμου βίου τους αναγόμενο σε δική της υπαιτιότητα.
Υπό τα εκτεθέντα περιστατικά η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για έλλειψη έννομου συμφέροντος (άρθρ. 532 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή του σκεπτικού, καθόσον από τις δυσμενείς και εσφαλμένες κατά την εκκαλούσα αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως επήλθε εξ αιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπο της, δεν ασκείται καμία δυσμενής επιρροή στις έννομες σχέσεις της, αφού από τις αιτιολογίες αυτής δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας, που μπορεί κατά τα προεκτεθέντα να χρησιμεύσει σε άλλη δίκη.
256 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
107/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Σπυριδούλα Μοσχονά-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Νικόλαος Τρίγκας, Σωτήριος Κολλιόπουλος).
Διαζύγιο. Ισχυρός κλονισμός. Απαραίτητα (216ΚΠολΔ) πρέπει ο ενάγων για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει στο δικόγραφο τα κλονιστικά περιστατικά που αφορούν στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των δύο συζύγων, την επίκληση του ισχυρισμού κλονισμού, ως συνέπεια των περιστατικών αυτών, με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου, και το βάσιμα αφόρητο της εξακολούθησης της έγγαμης σχέσεως για τον ενάγοντα. Αν το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος δεν γεννιέται δικαίωμα, υπέρ αυτού, διάζευξης με βάση τη διάταξη του άρθρου 1439 ΑΚ.
Ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής διαζυγίου, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσεως, πρέπει ν’ αναφέρει κατ’ άρθρο 216 Κ.ΠολΔ τα κλονιστικά περιστατικά ‚που αφορούν στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των δύο συζύγων, την επίκληση του ισχυρού κλονισμού, ως συνέπεια των περιστατικών αυτών, υπό την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο αυτών και το βάσιμα αφόρητο της εξακολούθησης της έγγαμης σχέσεως για τον ενάγοντα {ΑΠ 1865/2005 ΕλλΔνη 47,457].
Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από τον πιο από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνον. Αν, όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως, με βάση την διάταξη του άνω άρθρου 1439 παρ.1 ΑΚ ακόμη και αν στην περίπτωση αυτή έχει κλονιστεί αντικειμενική η έγγαμη σχέση τους και ο γάμος τους έχει απονεκρωθεί και δεν υπάρχει στην ουσία [ΑΠ 670/2001 ΝοΒ 50.701, ΕΠ. 888/2006 προσκ.ΕΠ 46/2002 ΕλΔνη 44.1396].
Στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή περιστατικά, το δικόγραφο αυτής είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένο, περιέχουσα τα αναγκαία, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες στην μείζονα σκέψεις διατάξεις των άρθρων 1439 παρ.1 ΑΚ και 216 του Κ.Πολ.Δ στοιχεία ήτοι τα κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως περιστατικά, αναγόμενα στο πρόσωπο της εναγομένης, ότι εξ αιτίας αυτών αντικειμενικά έχει κλονιστεί η έγγαμη σχέση και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βάσιμη η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να αποβαίνει αφόρητη για τον ενάγοντα.
257
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
166/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου-Εισηγητής, Ανδρέας Κακολύρης, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Διονύσιος Κότσιφας, Δημήτριος Γκουβίτσας).
Αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας κρίσιμος χρόνος θεωρείται στην περίπτωση που ο γάμος λύθηκε ή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση, ο χρόνος που η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, ενώ στην περίπτωση της τριετούς διάστασης κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής αφού δεν ορίζεται στο νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία. Δίκη στο Εφετείο. Επίκληση εγγράφων της πρωτόδικης δίκης (240ΚΠολΔ). Περίπτωση μη νόμιμης επίκλησης.
…Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου που γεννήθηκε η αξίωση, θα κριθεί να υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου, θα κριθεί να υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στην μεν περίπτωση που ο γάμος λύθηκε ή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση, ο χρόνος που η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στην περίπτωση δε της τριετούς διαστάσεως (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμα λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής, αφού δεν ορίζεται στον νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία (ΑΠ 411/2004 Ελ. Δ/νη 45, 1355, ΑΠ 406/2003 Ελ. Δ/νη 44, 1571, ΑΠ 430/2002 Ελ. Δ/νη 43, 1624).
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. β’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει από τον συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β’, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στην διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του.
Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ.
Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ’ έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επαναϋπο258
Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
βαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, η με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ. ΑΠ 23/2008 Επ. Εργ. Δικ. 68, 834, Ολ. ΑΠ 14/2005, 9/2000, ΑΠ 42/2009 ΝΟΒ 57, 1145).
Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών προσκομίζει στην κατ’ έφεση δίκη τα έγγραφα και τις φωτογραφίες που είχε προσκομίσει και επικαλεσθεί με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όμως στο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δικόγραφο των προτάσεών του, στο οποίο ενσωματώνεται εν μέρει με αντιγραφή και εν μέρει φωτοτυπημένο αντίγραφο των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διαλαμβάνεται μόνη η μη συνιστώσα κατά τα προεκτεθέντα νόμιμη επίκληση των εγγράφων και φωτογραφιών αυτών φράση «Προσάγω και επικαλούμαι… στ) σχετικά πρωτοβαθμίου δίκης».
Συνεπώς τα αναφερόμενα στις ενσωματωμένες ως άνω προτάσεις του εκκαλούντος της πρωτοβάθμιας δίκης έγγραφα και φωτογραφίες δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο λόγω της μη επικλήσεώς τους.
202/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Στεφανία Καρατζά, Βασίλειος Πέττας-Εισηγητής, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Ιωάννης Αποστολόπουλος, Αλέξανδρος Αρβανίτης).
Διατροφή του ενήλικου τέκνου από τους γονείς. Πότε υποχρεούνται. Οι σπουδές του τέκνου συνεπάγονται συνήθως ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παράλληλα οιονδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και της επιτυχούς αντιμετώπισης των σπουδών του. Σε αυτή την περίπτωση το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται όχι πλέον από την κοινωνική θέση του δικαιούχου αλλά με βάση τις ανάγκες του όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του. Η διατροφή του τέκνου βαρύνει αμφοτέρους τους γονείς όχι ισομερώς αλλά ανάλογα προς τις δυνάμεις εκάστου. Τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και απαράδεκτα προτείνονται με τις προτάσεις. Αν γεννήθηκαν τα περιστατικά κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, μπορούν να αποτελέσουν βάση παρεμπίπτουσας ή αυτοτελούς μεταρρυθμιστικής αγωγής.
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1485, 1486 εδ.Β΄, 1489 εδ. β΄ και 1493 ΑΚ, όπως ήδη ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους από τον ν. 1329/1983, με σαφήνεια συνάγεται ότι η υποχρέωση των γονέων για διατροφή του τέκνου τους δεν διαρκεί μόνο μέχρι την ενηλικίωση του, αλλά αυτοί υποχρεούνται να διατρέφουν και το ενήλικο τέκνο τους, εάν αυτό δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βασικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεως του (Εφ.Αθ. 4299/1993 ΕλλΔνη 35.451).
Ειδικότερα, ανίκανο να διαθρέψει τον εαυτό του μετά την ενηλικίωση του θεωρείται το τέκνο αν πάσχει από σωματική ή ψυχική ανικανότητα, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να βρει εργασία κατάλληλη για την ηλικία του. Αν ο ενήλικας επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στην τριτοβάθμια ή την επαγγελματική εκπαίδευση (συνήθως δε η ενηλικότητα συμπίπτει με το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), τότε δικαιούται διατροφής από τα πρόσωπα που ορίζει το άρθρο 1485 ΑΚ, αν δεν έχει περιουσία, στην περίπτωση όμως αυτή συνεκτιμώνται οι μέχρι τώρα σπουδές του ενήλικου τέκνου σε σχέση με τη δυνατότητα του να εργασθεί.
Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστού συνεπάγεται συνήθως ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παραλλήλως οιονδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και τις επιτυχούς αντιμετωπίσεως των σπουδών του (ΕφΑΘ. 3689/1985 ΕλλΔνη 26.1169).
Στην περίπτωση αυτή το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται όχι πλέον από την κοινωνική θέση του δικαιούχου, αλλά με βάση τις ανάγκες αυτού, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του (ΑΠ 1838/1984 ΝοΒ 33.1139). Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και για την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του, προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κατά μήνα, εκτός αν το Δικαστήριο, εφόσον δεν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι, ορίσει την καταβολή κατ’ άλλον τρόπο (930 παρ.1 ΑΚ). Η διατροφή του τέκνου βαρύνει αμφότερους του γονείς, πάντως όχι ισομερώς αλλά αναλόγως προς τις δυνάμεις εκάστου (ΕφΘεσ. 2943/2005 Αρμ 2006, 401 Εφ.Θεσ. 2510/2000 Αρμ.2001, 48).
Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1389 ,1390, 1391 επ., 1485 επ. του ΑΚ, 223, 224, 269 παρ.2, 334, 525, 526 και 527 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτακτης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευση της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Ολ. ΑΠ 2/1994 ΑρχΝ 1994, 300, ΕλλΔνη 1994, 352, ΕΕΝ 1994, 379, ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔνη 2001, 711).
Επομένως τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, απαράδεκτα προτείνονται με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο, σε περίπτωση δε που συνιστούν μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων που δικαιολογούν την αύξηση του ποσού της, αποτελούν νέα περιστατικά, που αν και γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση παρεμπίπτουσας ή αυτοτελούς μεταρρυθμιστικής αγωγής (βλ. Ολ.ΑΠ 2/1994 ό.π., ΑΠ 526/1982 ΝοΒ 31, 496 Εφ.Δωδ. 237/2005 α΄ δημ. Νόμος).
260 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
244/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Παρασκευή Τσούμαρη-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Θωμάς Γεωργάκης, Νικόλαος Μαμαλούκας).
Διατροφή μεταξύ συζύγων. Αποχώρηση του συζύγου από την οικογενειακή στέγη. Οφείλει διατροφή στη σύζυγο έστω και αν αναγκάστηκε να προβεί σε διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Αν αυτό το παράπτωμα αποτελεί λόγο διαζυγίου δικαιούται να ζητήσει από το δικαστήριο να πληρώνει ελαττωμένη διατροφή(τα απολύτως αναγκαία).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1493 του ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή τους ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους ανεξαρτήτως του αν ο ένας απ’ αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, το μέτρο δε της διατροφής καθενός από αυτούς προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και εφόσον κάποιος από αυτούς διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από τον άλλον πληρώνεται σε χρήμα κάθε μήνα προκαταβολικώς και προσδιορίζεται, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβιώσεως (ΑΠ 1307/99, Δ/νη, 44, 728, Εφ.Δωδ. 169/07, ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1392 εδ. β΄, 1495ΑΚ συνάγεται ότι ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή, αν διακόψει με δική του, πρωτοβουλία την έγγαμη συμβίωση, πρέπει να εξακολουθήσει να καταβάλλει σε χρήμα την οφειλόμενη διατροφή, ακόμη και αν αναγκάστηκε να προβεί στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου.
Εάν, όμως, το παράπτωμα συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου, ο υπόχρεος μπορεί να ζητήσει τον περιορισμό της έκτασης της οφειλόμενης διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή) (Εφ.Θεσ. 3263/04, ΝΟΜΟΣ).
Τέλος στο άρθρο 1390 εδ. α ΑΚ η διατροφή των συζύγων χαρακτηρίζεται ως ¨αμοιβαία¨ υποχρέωση. Τούτο, πλην άλλων, υποδηλοί ότι η συζυγική διατροφή δεν δύναται να αποκρουσθεί με την ένσταση διακινδυνεύσεως, πλην αν επιπλέον, κατά το άρθρον 1491 ΑΚ, προτείνεται ότι υπάρχει άλλος υπόχρεος προς διατροφήν, ως ένσταση παραπομπής (Εφ.Θεσ. 2248/1996, Αρμ. 1996.1101, Εφ.Αθ. 9741/91, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9612/1983 ΕλλΔνη 25.716, Δεληγιάννης, Οικογ. Δίκαιο ΙΙ, παρ. 231, σελ. 175).
364/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιοτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Αθανάσιος Τσουλός-Εισηγητής, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Νικόλαος Ζαφειρόπουλος, Πέτρος Ρηγάτος).
Διατροφή τέκνων από τους γονείς. Ο εναγόμενος γονέας μπορεί να προτείνει στην πρώτη συζήτηση στο Πρωτοδικείο την ένσταση ότι υπάρχει και άλλος γονέας που έχει την
Από τις διατάξεις των αρθρ. 1389, 1390 και 1489 παρ. 2 ΑΚ προκύπτει ότι ο γονέας, που ενάγεται ως υπόχρεος χρηματικής διατροφής τέκνου, έχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να προβάλει αμυνόμενος, για τη μερική κατάλυση της αγωγής, ότι υπάρχει και άλλος γονέας, ο οποίος έχει οικονομικές δυνάμεις με τις οποίες, σε αναλογία προς τις δυνάμεις του εναγομένου, αν η έγγαμη συμβίωση εξακολουθούσε, θα υπείχε και εκείνος υποχρέωση συνεισφοράς στη διατροφή του κοινού τέκνου, με συνέπεια τον αντίστοιχο περιορισμό της υποχρέωσης του εναγομένου (βλ. Σ. Ματθία, Η συμβολή των συζύγων στις οικογενειακές ανάγκες και η αξίωση διατροφής, ΝοΒ 31/1478, ΑΠ 804/94 ΕλλΔνη 37/97, ΑΠ 1268/84 ΝοΒ 33/807, ΕφΑθ 1504/95 ΕλλΔνη 37/1119).
Η προβολή του ισχυρισμού αυτού λειτουργεί ως ένσταση και πρέπει να συντελεσθεί στο ακροατήριο, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, με σχετική, σαφή και ορισμένη δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά. Εάν ο εναγόμενος έχει ήδη καταθέσει προτάσεις, αρκεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου ότι αναφέρεται σε αυτές. Εάν η κατάθεση των προτάσεων (που, κατ’ αρχήν, δεν είναι υποχρεωτική στη διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων) πρόκειται να επακολουθήσει, αρκεί η συνοπτική προβολή του σχετικού ισχυρισμού στο ακροατήριο με καταχώριση στα πρακτικά και είναι επιτρεπτή η διεξοδικότερη ανάλυσή του στις προτάσεις (ΚΠολΔ 115 παρ. 3 και 4, 256 παρ. 1 περ. δ, 262 παρ. 1, 666 παρ. 1, 681 Β παρ. 1 περ.α, βλ. ΟλΑΠ 2/2005 ΕλλΔνη 2005.689, ΑΠ 620/1999 ΕλλΔνη 41.73, ΕφΔωδ 95/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 620/99 ΕλλΔνη 41/73).
Εφόσον όμως με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται σι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνον το μέρος το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέως, ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από οικονομική δυνατότητα, αν η συμβίωση εξακολουθούσε, να προσφέρει διατροφή για το τέκνο. Πρόκειται για ένσταση που προτείνεται κατά την έναρξη της συζήτησης στο πρωτόδικο δικαστήριο με σαφή και ορισμένη δήλωση του εναγομένου στα πρακτικά. Αν ο εναγόμενος έχει καταθέσει προτάσεις αρκεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ότι αναφέρεται στις προτάσεις του. Αν πρόκειται να κατατεθούν οι προτάσεις μετά την άσκηση αρκεί η συνοπτική προβολή των σχετικών ενστάσεων στο ακροατήριο με καταχώριση στα πρακτικά και είναι επιτρεπτή η διεξοδικότερη ανάλυση τους στις προτάσεις. Αν με την αγωγή δε ζητηθεί ολόκληρο το ποσό που απαιτείται για τη διατροφή, αλλά μόνο τμήμα του συνόλου της διατροφής που βαραίνει τον εναγόμενο, τότε πρόκειται για άρνηση. Τότε ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Περιστατικά. Ένορκες βεβαιώσεις. Στις ειδικές διαδικασίες δεν υπάρχει αριθμητικός περιορισμός τους. Καθορισμός ύψους διατροφής. Πραγματικά περιστατικά που εκτιμήθηκαν από το Εφετείο. Απρόσοδη περιουσία. Λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της συμμετοχής στη διατροφή του τέκνου. Περιστατικά αναλυτικά για τον καθορισμό της διατροφής κάθε γονέα.
το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύονται εκατέρωθεν και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρησης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (Εφ Θεσ. 2944/2004 Αρμ. 2005/866).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα (μητέρα), με την αγωγή της αναγνώριζε την προσωπική της συμβολή στη διατροφή των τέκνων δια των εισοδημάτων της και με την παροχή των καθημερινών οικιακών φροντίδων και επικαλούμενη τις (υπέρτερες) οικονομικές δυνάμεις του εναγομένου (πατέρα), ζητούσε από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τον τελευταίο να πληρώνει, ανάλογα προς τις οικονομικές δυνάμεις αμφοτέρων των γονέων (μεγαλύτερο από την ίδια) μέρος των διατροφικών αναγκών των τέκνων και συγκεκριμένα για το πρώτο από αυτά (την Α.) 525 ευρώ μηνιαίως (της οποίας τις ανάγκες αποτιμά στο ποσό των 700 Ευρώ), για το δεύτερο από αυτά (την Μ., της οποίας τις ανάγκες αποτιμά στο ποσό επίσης των 700 Ευρώ) 525 ευρώ μηνιαίως και για το τρίτο από αυτά (τον Α., του οποίου τις ανάγκες αποτιμά στο ποσό των 500 ευρώ) 350 ευρώ μηνιαίως, συνεισφέροντας η ίδια το υπόλοιπο μέρος.
Ο εναγόμενος απαντώντας στην αγωγή, αποδέχθηκε την υποχρέωσή του να πληρώνει διατροφή προς τα τέκνα, ισχυριζόμενος όμως ότι το ύψος της διατροφής αυτής πρέπει να καθοριστεί σε μικρότερο ποσό, ενόψει των πραγματικών οικονομικών του δυνάμεων και του συνυπολογισμού της βιοποριστικής ικανότητας της εναγόμενης, χάρη στην οποία μπορεί να συμμετέχει στις διατροφικές ανάγκες των κοινών τέκνων όχι μόνο με την παροχή των οικιακών φροντίδων αλλά και οικονομικώς.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αξιολογώντας τον σχετικό ισχυρισμό ως ένσταση, και αν και διέλαβε κρίση περί απόρριψης της ως απαράδεκτης διότι προβλήθηκε μόνο με τις προτάσεις, χωρίς να έχει προταθεί στο ακροατήριο και να καταχωρηθεί στα πρακτικά, στη συνέχεια προφανώς λόγω της γενικής άρνησης που προβλήθηκε από τον εναγόμενο στο ακροατήριο, δέχθηκε ότι η ενάγουσα μπορεί και πρέπει να συμμετέχει στις διατροφικές ανάγκες των κοινών τέκνων οικονομικώς, αλλά και με την παροχή των προσωπικών της φροντίδων προς τα τέκνα, και έτσι επιδίκασε σε βάρος του εναγομένου μέρος των διατροφικών αναγκών αυτών (και δη ποσά μικρότερα από τα αιτούμενα).
Επομένως, οι λόγοι της εφέσεως, σύμφωνα με τους οποίους κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας κατά τον υπολογισμό των διατροφικών υποχρεώσεων του εναγομένου, είναι αβάσιμοι, ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενοι (εφόσον κατά τα προεκτεθέντα τούτο εν τέλει προέβη σε επιμερισμό της διατροφής των ανηλίκων ανάλογα προς τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων και δεν επιδίκασε εις βάρος του εναγομένου το σύνολο των απαιτούμενων προς διατροφή των ανηλίκων ποσό) και ως εκ τούτου απορριπτέοι.
Περαιτέρω από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, και των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Φ., που ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου πλευράς, σημειούμενου ότι στις ειδικές διαδικασίες δεν υφίσταται αριθμητικός περιορισμός ως προς τη χρήση ενόρκων βεβαιώσεων ΑΠ 160/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 522/1999 ΕλλΔνη 1999.1714), καθώς και των νομίμως προσκομιζομένων μετ’ επικλήσεως εγγράφων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τέλεσε με τον εναγόμενο νόμιμο Θρησκευτικό γάμο, στις 10-9-1988 στην Πάτρα, εκ του οποίου απέκτησαν τρία τέκνα, ήτοι την Α., ηλικίας κατά τον ένδικο χρόνο 17 ετών, τη Μ., ηλικίας ήδη 16 ετών και τον Α., ηλικίας ήδη 15 ετών. Οι σχέσεις των διαδίκων στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης, υπήρξε αρχικά ομαλή και χωρίς προβλήματα. Μεταγενεστέρως όμως δημιουργήθηκαν εντάσεις και προκλήθηκε οξύτητα στις σχέσεις των συζύγων, με αποτέλεσμα το Φεβρουάριο του 2007 να διακοπεί οριστικά. η έγγαμη συμβίωση αυτών. Στα πλαίσια δε της ανωτέρω διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5328/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία, μεταξύ άλλων, ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος παραδίδει μαθήματα αγγλικής γλώσσας σε μαθητές του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Για το λόγο δε αυτό διατηρεί φροντιστήριο στο διαμέρισμα του υπογείου της συζυγικής οικίας που ευρίσκεται στην περιοχή «Έξω Αγυιά» Πατρών. Στον προαναφερθέντα χώρο διδασκαλίας παραδίδει μαθήματα σε 10 έως 12 μαθητές κατά μέσο όρο ετησίως. Προσέτι ο εναγόμενος διατηρεί χώρο διδασκαλίας και στην εξοχική κατοικία του στο Βασιλικό Φαρρών Αχαΐας, εντός του οποίου παραδίδει μαθήματα σε 15-20 μαθητές κατά μέσο όρο ετησίως, ενώ έχει μισθώσει και τρίτο χώρο διδασκαλίας στις Φαρρές Αχαΐας, εντός του οποίου παραδίδει μαθήματα επίσης σε ομάδα 15-20 μαθητών κατά μέσο όρο ετησίως.
Έτσι ο ενάγων, από την προαναφερθείσα επαγγελματική δραστηριότητα του, την οποία ασκεί καθόλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους, πλην του μηνός Αυγούστου εκτιμάται ότι αποκερδαίνει μηνιαίως και κατά μέσο όρο τουλάχιστον 2.500 ΕΥΡΩ, πράγμα που εξάλλου είχε και ο ίδιος εκμυστηρευθεί σε ανύποπτο χρόνο στο μάρτυρα της ενάγουσας πατέρα της, σύμφωνα με την κατάθεση του τελευταίου, κρινόμενου ως εκ τούτου αβάσιμου του ισχυρισμού του εναγόμενου περί του ότι τα μηνιαία εισοδήματα του δεν υπερβαίνουν τα 1.200 ΕΥΡΩ, που ούτως ή άλλως δεν ευσταθεί λογικώς ενόψει του ότι αυτός λειτουργεί και εκμεταλλεύεται, σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές, τρία διδακτήρια, στα οποία παραδίδει (ενισχυτικά) μαθήματα αγγλικής γλώσσας και κατά τους καλοκαιρινούς (πλην του Αυγούστου) μήνες. Πέραν δε αυτών, ο εναγόμενος τυγχάνει κύριος κατά ποσοστό 50%: α) της διώροφης κατοικίας μετά υπερυψωμένου υπογείου, συνολικής επιφανείς 497 τ.μ. κείμενης επί της οδού Μητροπούλου αριθ. 14, στην περιοχή «Έξω Αγυιά» Πατρών, η οποία αποτέλεσε και τη συζυγική οικία, β) ενός διαμερίσματος επιφανείς 90 τ.μ. περίπου-στην οδό Σοφοκλέους αριθ. 29, στην Πάτρα, καθώς αποκλειστικός κύριος της προαναφερθείσας οικίας στο Βασιλικό Φαρρών Αχαίας.
Εκ των ανωτέρω ακινήτων, η μεν διώροφη οικία στην Έξω Αγυιά στεγάζει την ενάγουσα και τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων στο ισόγειο αυτής καθώς και το φροντιστήριο του εναγόμενου στο υπόγειο αυτής, το δε διαμέρισμα στην Πάτρα χρηριμοποιείται μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης από τον εναγόμενο για τη διαμονή του, ενώ η οικία στο Βασιλικό Φαρρών χρησιμοποιείται, κατά τα προαναφερθέντα, ως επαγγελματικός χώρος του τελευταίου, χωρίς να του αποφέρει εισόδημα.
Παρά ταύτα και αυτή η απρόσοδη περιουσία του εναγομένου συγκαταλέγεται στις «δυνάμεις» του με την έννοια του άρθρου 1489 παρ. 2 ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του τέκνου (ΟλΑΠ 9/1991 ΕλλΔνη 33.1429). Άλλα εισοδήματα του εναγομένου από εργασία ή από (προσοδοφόρα) περιουσία αυτού δεν αποδείχθηκαν. Μετά δε τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, ο εναγόμενος διαμένει, όπως προαναφέρθηκε, στο διαμέρισμα της οδού Σοφοκλέους και συνεπώς δεν βαρύνεται με καταβολή μηνιαίου μισθώματος, παρά μόνο με την κάλυψη των τρεχουσών οικιακών αναγκών, βαρυνόμενος περαιτέρω με τις συνήθειες για την ηλικία και κατάσταση του δαπάνες. Η ενάγουσα εργάζεται ως υπάλληλος στην Διεύθυνση Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, με μηνιαίες αποδοχές κατά μέσο όρο (συνυπολογιζομένων και των επιδομάτων εορτών και αδείας) 2.300 Ευρώ, διαμένει δε, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, με τα τέκνα της στην προαναφερθείσα συζυγική οικία. Τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, γιατί στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων, ενώ οι δαπάνες τους διατροφής, ένδυσης, υπόδησης και ατομικής ψυχαγωγίας είναι οι συνήθεις της ηλικίας τους.
Ειδικότερα, η Α. φοιτά στην τρίτη (Γ’)τάξη του Λυκείου, παρακολουθεί δε φροντιστηριακά (ενισχυτικά) μαθήματα στο φροντιστήριο «ΑΝΟΔΟΣ» για την πρόοδο της στο σχολείο, για τα οποία απαιτείται κατά μέσο όρο μηνιαίως ποσό 220 ΕΥΡΩ (χρονικό διάστημα διδασκαλίας εννέα μηνών). Περαιτέρω, η Μ. φοιτά στην δεύτερη (Β’) τάξη του Λυκείου, παρακολουθεί δε φροντιστηριακά (ενισχυτικά) μαθήματα στα φροντιστήρια «ΟΡΜΗ» και «ΑΝΟΔΟΣ» για την πρόοδο της στο σχολείο, για τα οποία απαιτείται κατά μέσο όρο μηνιαίως συνολικό ποσό 236 Ευρώ (χρονικό διάστημα διδασκαλίας εννέα μηνών). Πέραν δε αυτών, η ως άνω ανήλικη παρακολουθεί μαθήματα μουσικών οργάνων στο Ωδείο Πατρών, για τα οποία απαιτείται μηνιαίως το ποσό των 204 Ευρώ.
Τέλος, ο ανήλικος Α., φοιτά στην Τρίτη (Γ΄) τάξη του Γυμνασίου και παρακολουθεί φροντιστηριακά μαθήματα γαλλικής γλώσσας στο φροντιστήριο της Π.Α για τα οποία απαιτείται μηνιαίως το ποσό των 56 Ευρώ. Τα ως άνω ανήλικα τέκνα διαμένουν, ως ελέχθη, με την ενάγουσα-μητέρα τους και συνεπώς δεν βαρύνονται με δαπάνη στέγασης, γεγονός που συνεκτιμάται για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής (Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο τομ. 1, Β’ έκδοση, σελ. 325-326).
Με βάση τα ως άνω, το απαιτούμενο κατά μήνα προς διατροφή των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων για το επίδικο χρονικό διάστημα πρέπει να καθοριστεί μηνιαίως στο ποσό των 470 Ευρώ για την ανήλικη Α., στο ποσό των 620 Ευρώ για την ανήλικη Μ. και στο ποσό των 350 Ευρώ για τον ανήλικο Α.. Τα ποσό αυτά είναι ανάλογα με τις ανάγκες των ανηλίκων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής τους και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη συντήρηση, διατροφή, ένδυση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία και εκπαίδευση τους, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας.
Εξάλλου, από τα προαναφερθέντα ποσά, ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλλει, ποσό 295 ευρώ, 490 ευρώ και 200 ευρώ αντίστοιχα, ενώ με το υπόλοιπο ποσό που απαιτείται για τη διατροφή εκάστου τέκνου, αντίστοιχα, συμμετέχει και η ενάγουσα, όπως η ίδια συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με τα εισοδήματα από την εργασία της, καθώς και με την προσωπική της καθημερινή ενασχόληση και φροντίδα των τέκνων, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα.
395/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος-Εισηγητής, Ελένη Κατσούλη-Εφέτες).
(Δικηγόροι: Αλέξανδρος Παπακωνσταντίνου, Βασίλειος Μπολοβίνης).
Γενική (νόμιμη) δωσιδικία. Για την τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη ο τόπος της κατοικίας του εναγομένου εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (άρθρο 22 ΚΠολΔ). Συνεπώς υπάρχει δυνατότητα του νομοθέτη να καθορίσει και άλλο σύνδεσμο εκτός της κατοικίας. Επί γαμικής διαφοράς δημιουργείται (άρθρο 39 ΚΠολΔ) και εκείνη της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων που μπορεί να συντρέχει και στο πρόσωπο των δύο συζύγων μετά την καθιέρωση της ισονομίας τους (ν. 1329/1983). Η κατοικία διαφέρει από τη διαμονή, δηλαδή την παραμονή προσώπων σε ορισμένο τόπο ως στενότερη έννοια, προσωρινά. Περιστατικά.
Κατά της απόφασης αυτής του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονείται η εκκαλούσα-εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της και το μοναδικό λόγο εφέσεως, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων απορρίφθηκε η προταθείσα ένστασή της «περί αναρμοδιότητας κατά τόπον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου». Ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να παραπεμφθεί η αγωγή προς εκδίκαση στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Με το άρθρο 22 του ΚΠολΔ τίθεται η γενική αρχή της νόμιμης (γενικής) δωσιδικίας, για την οποία προς καθορισμό της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη ο τόπος της κατοικίας του εναγομένου, υπό την οριζόμενη στον ΑΚ έννοια. Η δωσιδικία, δηλαδή η υπαγωγή του διαδίκου για ορισμένη υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ισχύει, αν όπως ορίζει η διάταξη «ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά». Συνεπώς, έχει τη δυνατότητα ο νομοθέτης απόκλισης από την παραπάνω αρχή, με την επιλογή άλλου συνδέσμου (εκτός από την κατοικία) για τη διατήρηση της γενικής δωσιδικίας ή με την επιλογή ορισμένων διαφορών και άλλου συνδέσμου για την δημιουργία ειδικών δωσιδικιών (βλ. Βασ. Βαθροκοκοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, Τόμος Α’, έκδ. 1996, υπό άρθρο 22 ΚΠολΔ. περ. αρ. 1 και 2).
Έτσι, προκειμένου περί γαμικών διαφορών, δημιουργείται από το άρθρο 39 του ίδιου Κώδικα, συντρέχουσα δωσιδικία με εκείνη της γενικής, εκείνης της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων, η οποία (γενική) μπορεί να συντρέχει και στο πρόσωπο των δύο συζύγων, μετά την καθιέρωση της ισονομίας αυτών με το Ν. 1329/83 (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη, ο.π., υπό άρθρο 39 αυτού, περ. αρ. 2). Ως κατοικία δε, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΑΚ, νοείται ο τόπος της κύριας και μόνιμης εγκατάστασης του προσώπου, που αποτελεί το νομικό σύνδεσμο αυτού (προσώπου) με ορισμένο τόπο, δηλαδή με
το γεωγραφικό σημείο, το οποίο με την πραγματική εγκατάσταση και τη θέληση της μονιμότητας, καθίσταται το σταθερό κέντρο των βιοτικών σχέσεων του προσώπου. Αυτή (κατοικία) διαφέρει από τη διαμονή, την παραμονή δηλαδή του προσώπου σε ορισμένο τόπο ως στενότερη έννοια, προσωρινά.
Η επιλογή της κατοικίας, απόκειται στην ελεύθερη βούληση του προσώπου, που δεν απαιτείται να εκφράζεται με ρητή δήλωση, αλλά μπορεί να προκύπτει από διάφορα γεγονότα, δηλωτικό τέτοιας βούλησης, ενώ δεν απαιτείται συνεχής παρουσία στον τόπο της κατοικίας (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη ΕΡΜΑΚ, Τόμος Α΄, έκδ. 2001, υπό άρθρο 51 ΑΚ, περ. αρ. 2,3 και 4).
Περαιτέρω, από το άρθρο 46 ΚΠολΔ θεμελιώνεται ο αυτεπάγγελτος έλεγχος από το δικάζον Δικαστήριο της διαδικαστικής προϋπόθεσης της κατά τόπον αρμοδιότητας, χωρίς να αποκλείεται η κατ’ ένσταση προβολή της κατά τόπον αναρμοδιότητας αυτού, αφού τα πραγματικό περιστατικά που θεμελιώνουν την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, αλλά εκτιμώνται από τον έλεγχο του υλικού της δικογραφίας, που έχει συγκεντρωθεί (βλ. Νικολάου Τσάκου «Οι Ενστάσεις του Αστικού Δικαίου και της Πολιτικής Δικονομίας», Τεύχος Γ’, σελ. 507 επ).
Στην προκειμένη υπόθεση, η εναγομένη προέβαλε παραδεκτώς με τις προτάσεις της, στον πρώτο βαθμό, την ένσταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι η κατοικία της δεν βρίσκεται στα Νικολέϊκα του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας, αλλά στο Γαλάτσι Αττικής, συνεπώς κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής διαζυγίου είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρει με το μοναδικό λόγο της εφέσεώς της.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρας του ενάγοντος, που νομότυπα εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (η εναγομένη δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση) και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν σι διάδικοι, εκτός από την από 15-5-2008 υπεύθυνη δήλωση του Γ. Θ. σε έντυπο του ν. 1599/1986, που δόθηκε επ’ ευκαιρία της παρούσας δίκης και δεν λαμβάνεται υπόψη ως ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο (Ολ.ΑΠ 8/1987 ΝοΒ 36.75), αποδεικνύεται το ουσιαστικά αβάσιμο της εν λόγω ένστασης.
Ειδικότερα, η ίδια η εκκαλούσα-εναγομένη απευθυνόμενη με αίτησή της κατά του εφεσιβλήτου στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (εγγραφή προσημείωσης υποθήκης), μερικούς μήνες πριν τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής διαζυγίου, είχε ορίσει ως τόπο κατοικίας της τα Νικολέϊκα Αιγίου του Δήμου Διακοπτού, που κλητεύτηκε και επανέλαβε και με τις σχετικές προτάσεις, που κατάθεσε μετά τη συζήτηση της άνω αιτήσεως και αναφέρεται στη σχετική απόφαση, που εκδόθηκε επ’ αυτής (βλ. επικυρωμένο αντίγραφο της από 30-10-2007 αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, των από 18-12-2007 σχετικών προτάσεών της, καθώς και της υπ’ αριθ. 30/2008 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου).
Την κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ενισχύει και το γεγονός ότι αυτή (εκκαλούσα), κατά το έτος 2003, διαγράφηκε λόγω μεταδημότευσης από την οικογενειακή μερίδα, που τηρούσε με τον εφεσίβλητο σύζυγό της στο Δήμο Θεσπιέων Βοιωτίας και επαναδημότευσε στο Δήμο Διακοπτού (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο του πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης με αριθ. πρωτ. 2940/18-6-2008, που εξέδωσε ο Δήμαρχος Θεσπιέων Βοιωτίας, σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθ. πρωτ. 5365/2009 βεβαίωση του Δημάρχου Διακοπτού). Μάλιστα, στον τόπο αυτό της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής της τα Νικολέϊκα Δήμου Διακοπτού, ανευρέθηκε για την επίδοση του αντιγράφου της κρινόμενης αγωγής, την οποία αρνήθηκε να παραλάβει (βλ. την υπ’ αριθ. έκθεση επίδοσης 4837Στ/9-4-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου Θ. Τ.).
Το πιο πάνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, η εκκαλούσα διέμενε προσωρινά στο Γαλάτσι Αττικής, όπου κατοικούσαν τα δύο παιδιά τους, χρησιμοποιώντας και την εκεί διεύθυνση διαμονής της, προκειμένου να διευκολύνεται κατά τις συναλλαγές της. Η εκεί διαμονή της είχε το χαρακτήρα της προσωρινής και όχι της μόνιμης εγκατάστασης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.
Κατά συνέπεια, παραδεκτώς και αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση η κρινόμενη αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της γενικής δωσιδικίας της εναγομένης-εκκαλούσας και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η τελευταία πρέπει ν’ απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμα.
560/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Ανδρέας Κακολύρης, Ελένη Κούφη-Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Φαίδων Κουλούρης, Έλλη Βενέδικτου, Παναγιώτης Μεταξάς).
Διατροφή τέκνων. Απαραίτητα στοιχεία για να είναι ορισμένη η αγωγή. Μόνη η αναφορά στο δικόγραφο ότι ο δικαιούχος ανήλικος δεν έχει περιουσία, καθιστά την αγωγή αόριστη και απορριπτέα. Περιστατικά.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 και 1497 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, προκύπτει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, το ανήλικο τέκνο τους εφόσον αυτό δεν έχει εισοδήματα από περιουσία ή πόρους από εργασία, που να επαρκούν για τη διατροφή του, το μέτρο της διατροφής τούτου (ανηλίκου) προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, η δε δικαιούμενη (ανάλογη) διατροφή του περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του.
Κατά συνέπεια για το, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, ορισμένο της αγωγής διατροφής σε χρήμα ανήλικου τέκνου, λόγω διάστασης ή λύσης του γάμου των γονέων του, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργασθεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου γονέα του, οι ανάγκες του τέκνου που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο, για όλες αυτές τις ανάγκες του, συνολικό ύψος της δαπάνης που αποτελεί την κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται στο δικόγραφό της με ακρίβεια και το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επί μέρους ανάγκης του, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, χρηματικό ποσό (ΑΠ 823/2000 ΠειρΝομ 2002, 133, ΕΑ 400/2007 δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 778/2007 ΑχΝομ 2008, 252).
Στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη αγωγή, με το περιεχόμενο και αίτημα που προαναφέρθηκε, ήταν αόριστη και έπρεπε ν’ απορριφθεί ως προς το δεύτερο αίτημά της. Και τούτο διότι δεν εκτίθεται σ’ αυτή η αδυναμία του ανήλικου τέκνου των διαδίκων για αυτοδιατροφή.
Ειδικότερα εκτίθεται λεπτομερώς η γενεσιουργός αιτία της υποχρέωσης του εναγομένου για παροχή διατροφής σε χρήμα στο ανήλικο τέκνο του (διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, η ιδιότητα με την οποία η ενάγουσα ασκεί την αγωγή, η περιουσιακή κατάσταση του εναγομένου, οι βιοτικές ανάγκες του ανήλικου τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του) και το αιτούμενο συνολικό χρηματικό ποσό που απαιτείται κάθε μήνα για την κάλυψη των αναγκαίων αυτών δαπανών του τέκνου.
Περαιτέρω όμως, ενώ λόγω της ιστορούμενης ηλικίας του ανηλίκου υποδηλώνεται ότι τούτο αδυνατεί να εργασθεί, ουδόλως διαλαμβάνεται στην αγωγή η έλλειψη εισοδημάτων αυτού (από τυχόν υπάρχουσα περιουσία ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή), το στοιχείο δε αυτό είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση του ασκούμενου με την αγωγή δικαιώματος, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 1486 παρ. 2 ΑΚ εισάγει σημαντική εξαίρεση στο γενικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 1486 παρ. 1 ΑΚ και το ανήλικο τέκνο, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του ακόμα και αν έχει περιουσία, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του, το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του.
Η αδυναμία επομένως αυτοδιατροφής (απορία του ανηλίκου), αποτελεί και κατά την παρ. 2 του άρθρου 1486 ΑΚ προϋπόθεση της διατροφής, αυτή όμως κρίνεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περιουσία. Έτσι το ανήλικο τέκνο οφείλει να αναλώσει τα κάθε λογής εισοδήματα του για αυτοδιατροφή του και μόνο αν δεν υπάρχουν ή δεν αρκούν τα εισοδήματα του δικαιούται πλήρη ή συμπληρωματική διατροφή από τους γονείς του.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε εν μέρει την πρώτη αγωγή ως προς το δεύτερο αίτημά της ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις, κατά το βάσιμο περί τούτου πρώτο λόγο της πρώτης έφεσης.
599/2010
(Πρόεδρος: Νικόλαος Τρούσας, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Αθανάσιος Τσουλός-Εισηγητής, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Δημήτριος Πάσσιος, Σπυρίδων Κωνσταντάρας).
Διαζύγιο με τετραετή διάσταση. Έχει και στην περίπτωση αυτή εφαρμογή το άρθρο 281 ΑΚ. Μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος προς διάζευξη καταχρηστική, προκειμένου να μην επέλθει στο σύζυγο του αντιδίκου που αντιτίθεται στο διαζύγιο, αφόρητη κατάσταση από τις συνέπειες του διαζυγίου ως αποτέλεσμα αυτού και όχι
269
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Και στην περίπτωση της τετραετούς διάστασης έχει εφαρμογή η Α.Κ 281, μπορεί δηλ. να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος προς διάζευξη καταχρηστική, προκειμένου να μην επέλθει στο σύζυγο, που αντιτίθεται στο διαζύγιο, αφόρητη κατάσταση από τις συνέπειες του διαζυγίου ως αποτέλεσμα αυτού και όχι από τις συνέπειες προηγούμενων από την άσκηση της αγωγής γεγονότων ή συμπεριφοράς έστω και σκληρής του ενάγοντος.
Συνεπώς όλα τα περιστατικά που ανάγονται στο προγενέστερο της αγωγής χρόνο είναι απρόσφορα να θεμελιώσουν ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε περιστατικά μεταγενέστερα του διαζυγίου, δηλαδή σε συνέπειες για τον εναγόμενο ή τα ανήλικα τέκνα των συζύγων ασυνήθως σκληρές που υπάρχουν σε ειδικές ακραίες περιπτώσεις, εξ αιτίας εξαιρετικών και άκρως σοβαρών περιστάσεων, που δεν αποτελούν φυσική συνέπεια του διαζυγίου (ΑΠ 396/96, 1441/95 ΕΕΝ 1997/613, 1997/267).
Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 1438 ΑΚ και 613 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη λύση του γάμου με ισχύ δεδικασμένου απαιτείται αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ενώ από την διάταξη του άρθρου 222 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας απαιτείται ταυτότητα των διαδίκων που να εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, αλλά και ταυτότητα της επίδικης διαφοράς, δηλ. του αιτήματος και της ιστορικής και νομικής αιτίας. Η ταυτότητα ιστορικής βάσης απαιτεί σύμπτωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής και στις δύο δίκες. Αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών περιστατικών των παραγωγικών του ίδιου δικαιώματος, δεν στοιχειοθετείται ταυτότητα διαφοράς (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, όπου και σχετικές παραπομπές στη θεωρία και νομολογία).
Εξάλλου και στη διαπλαστική αγωγή (όπως η αγωγή διαζυγίου) δεν δημιουργείται εκκρεμοδικία, όταν ζητείται η διάπλαση της ίδιας έννομης σχέσης (π.χ. η λύση του γάμου), χωρίς να υφίσταται και ταυτότητα του θεμελιωτικού λόγου, που στηρίζει την διάπλαση και τούτο γιατί αντικείμενο της δίκης δεν είναι μόνο η αιτούμενη διάπλαση, αλλά και η προηγούμενη διάγνωση αντίστοιχου διαπλαστικού δικαιώματος του ενάγοντος (ΑΠ 367/89 Δ 21/851). Συνεπώς δεν συντρέχει εκκρεμοδικία από την άσκηση αγωγών διαζυγίου του ιδίου προσώπου, εφόσον η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική ιστορική αιτία (ΑΠ 805/96 Δνη 38/809, ΑΠ 828/95 ΝοΒ 45/975).
Αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ναύπακτο Αιτωλοακαρνανίας στις
από τις συνέπειες προηγούμενων από την άσκηση της αγωγής γεγονότων ή συμπεριφοράς έστω και σκληρών του ενάγοντος. Συνεπώς όλα τα περιστατικά που ανάγονται στο προγενέστερο της αγωγής χρόνο είναι απρόσφορα να θεμελιώσουν ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε περιστατικά μεταγενέστερα του διαζυγίου, δηλαδή σε συνέπειες για τον εναγόμενο ή τα ανήλικα τέκνα των συζύγων ασυνήθως σκληρές που υπάρχουν σε ειδικές ακραίες περιπτώσεις, εξ αιτίας εξαιρετικών και άκρως σοβαρών περιστάσεων, που δεν αποτελούν φυσική συνέπεια του διαζυγίου. Εκκρεμοδικία δεν συντρέχει από την άσκηση αγωγών διαζυγίου του ίδιου προσώπου, εφόσον η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική από εκείνη αιτία. Περιστατικά.
270 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
7-7-1974 από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, το Χ. και τον Α. ήδη ενήλικα, ηλικίας σήμερα 32 και 31 ετών αντίστοιχα. Το έτος 1986 ο ενάγων έφυγε από τη Ναύπακτο όπου βρισκόταν η συζυγική τους οικία και εγκαταστάθηκε σε μισθωμένη οικία στην Αθήνα, για να εργασθεί. Παρά την απομάκρυνσή του από τη συζυγική οικία εξακολουθούσε να υπάρχει μεταξύ των διαδίκων συζυγική σχέση. Ο ενάγων φρόντιζε την οικογένειά του καλύπτοντας βασικές βιοτικές ανάγκες των μελών της και μετέβαινε κάθε Σάββατο και Κυριακή στη Ναύπακτο για να συναντάει τη σύζυγό του. Το Δεκέμβριο του 2002 ο ενάγων σύνηψε εξώγαμη ερωτική σχέση με άλλη γυναίκα, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί πλέον και ψυχικά από την εναγομένη. Στο διάστημα που ακολούθησε οι διάδικοι συναντήθηκαν μόνο σε δύο οικογενειακές εκδηλώσεις (γάμους των τέκνων τους).
Με βάση τα άνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά με πρωτοβουλία του ενάγοντος το Δεκέμβριο του 2002. Η διάσταση συνεχίσθηκε μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (19/4/2007). Συνεπώς, η διάρκειά της υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη και ως εκ τούτου ο γάμος τους έχει κλονισθεί σοβαρά. Περαιτέρω η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προέβαλε ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ ισχυριζόμενη ότι η εξωσυζυγική σχέση του εναγομένου δημιούργησε σε αυτήν προβλήματα υγείας (καταθλιπτικό σύνδρομο και επιληπτικές κρίσεις, εξ αιτίας των οποίων κρίθηκε ανάπηρη σε ποσοστό 80%), ενώ επιπλέον η λύση του γάμου θα δημιουργήσει στο γιο τους Χ., ο οποίος προ 10ετίας είχε τραυματιστεί σοβαρά, ψυχολογικά και οικονομικά προβλήματα.
Σύμφωνα ωστόσο με τα προεκτεθέντα η ένσταση αυτή είναι μη νόμιμη, δεδομένου ότι τα περιστατικά που η εναγομένη επικαλείται προς θεμελίωσή της είναι προγενέστερα από την άσκηση από τον ενάγοντα της αγωγής διαζυγίου και οι συνέπειες του διαζυγίου δεν είναι ιδιαίτερα σκληρές για το τέκνο των διαδίκων, που εξάλλου είναι ενήλικο.
Τέλος από την από 13/11/2002 προγενέστερη αγωγή του ενάγοντος με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου του με την εναγομένη λόγω τετραετούς διάστασης που άρχισε το έτος 1993 και διήρκεσε μέχρι το Νοέμβριο του 2002, που απορρίφθηκε πρωτοδίκως με την υπ’ αριθμ. 20/2004 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου και δευτεροβαθμίως με την υπ’ αριθμ. 1209/2005 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, που δεν έχει ωστόσο καταστεί αμετάκλητη, δεν δημιουργείται εκκρεμοδικία για την ένδικη αγωγή με την οποία ζητεί ο εναγόμενος τη λύση του γάμου με βάση επίσης την τετραετή διάσταση, η οποία όμως άρχισε το Δεκέμβριο του 2002 και διήρκεσε μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (19-4-2007), γιατί αυτή έχει άλλη ιστορική αιτία από την προγενέστερη, καθόσον στηρίζεται σε διαφορετικά από εκείνη πραγματικά περιστατικά, ήτοι σε διαφορετικό χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και συμπλήρωσης της τετραετίας και έτσι δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς. Επομένως, η ένσταση εκκρεμοδικίας την οποία προέβαλε η εναγομένη πρωτοδίκως δεν είναι βάσιμη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα παραπάνω.
271
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
776/2010
(Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Γεώργιος Αξιωτάκης-Εισηγητής, Εφέτες).
(Δικηγόρος: Σπυρίδων Μπουρμπούλης).
Διόρθωση ληξιαρχικής πράξης ως προς το όνομα (Πόπη- Πηνελόπη) γιατί στην ιταλική γλώσσα με το όνομα «Πόπη» νοούνται τα γυναικεία στήθη. Έτσι, γίνεται αντικείμενο εμπαιγμού και δημιουργούνται στην αιτούσα ψυχολογικά προβλήματα. Η αίτηση γίνεται δεκτή.
Η αιτούσα γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10.6.1988 η βάπτισή της έγινε στις 22.7.1989 κατά το χριστιανικό δόγμα στο Ληξούρι - Κεφαλληνίας και έλαβε το όνομα «Πόπη» (βλ. ιδία την υπ’ αριθμ. 27/1988 ληξιαρχική πράξη γέννησης του ειδικού Ληξιάρχου Αθηνών, και το προσκομιζόμενο ακριβές φωτοαντίγραφο της υπ’ αριθμ. 14/28.7.1989 ληξιαρχικής πράξης βάπτισης).
Το κύριο όνομα της αιτούσης είναι «Πόπη» ενώ είναι γνωστή στις συναλλαγές ως «Πηνελόπη». Η αιτούσα σπουδάζει στην Ιταλία από το έτος 2007 και θα συνεχίσει σ’ αυτήν μεταπτυχιακές σπουδές, το όνομα «Πόπη» με το οποίο στην Ιταλική γλώσσα νοούνται τα γυναικεία στήθη έχει ως συνέπεια να γίνει αντικείμενο εμπαιγμού, πράγμα που της δημιουργεί και ψυχολογικά προβλήματα.
Υπό τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το παραπάνω όνομα δημιουργεί στην αιτούσα δικαιολογημένα μη επιθυμητές συνέπειες με συνέπεια να παρακωλύσει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς της. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως και ουσιαστικά βάσιμη.
779/2010
(Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Στεφανία Καρατζά-Εισηγήτρια, Γεώργιος Οικονόμου, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Δημήτριος Γκουβίτσας, Διονύσιος Κότσιφας).
Διατροφή ανηλίκου. Αγωγή κατά του πατέρα, που είναι κάτοικος Πειραιά, ενώ το ανήλικο κατοικεί στην Αμαλιάδα. Αρμόδιο για να δικάσει την αγωγή αυτή είναι το Μον.Πρωτ. Αμαλιάδας.
Κατόπιν τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπον να δικάσει τη σωρευόμενη αγωγή της διατροφής του άνω ανηλίκου την οποία παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά δεχθέν αντίστοιχη ένσταση του εναγομένου, όπως λέχθηκε, εσφαλμένα τις προπαρατεθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Η τελευταία αυτή περί διατροφής του ανηλίκου αγωγή αρμοδίως είχε εισαχθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αρμόδιο ως εκ της κατοικίας του ενάγοντος δικαιούχου της διατροφής ανηλίκου τέκνου. Συνεπώς ο σχετικός λόγος της εφέσεως είναι βάσιμος κατ’ ουσίαν.
272 Ε Φ Ε Τ Ε Ι Ο ΠΑΤΡΩΝ
802/2010
(Πρόεδρος: Νικόλαος Τρούσας, Πρόεδρος Εφετών).
(Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Βασιλική Κουτράκου- Εισηγήτρια, Εφέτες).
(Δικηγόροι: Χρήστος Παπαδημητρίου, Γεωργία Σταυροπούλου).
Οικογενειακή στέγη. Μπορεί για λόγους επιείκειας να παραχωρηθεί στον ένα σύζυγο, ολόκληρη ή τμήμα της, ανεξάρτητα από το ποιός από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης της. Το άρθρο 1393 εδ. α΄ ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου. Η παραχώρηση της χρήσεως στον ένα σύζυγο, ενώ το ακίνητο ανήκει στον άλλο σύζυγο, δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη σχέση, που δεν μπορεί να υπαχθεί στις ειδικότερες ρυθμίσεις καταστρωμένων στον Αστικό Κώδικα έννομων σχέσεων, σε σχέση με τη χρήση ακινήτου, διότι αυτές έχουν μορφή συμβάσεως και στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361). Ο κύριος του ακινήτου μπορεί να το εκποιήσει σε τρίτο, με τον κίνδυνο ενδεχομένως ευθύνης του έναντι του δικαιούχου της χρήσεως συζύγου σε αποζημίωση (ΑΚ 919), εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο σχετικές προϋποθέσεις.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α΄ του ΑΚ σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του.
Με αυτή θεσπίζεται ενδοτικού δικαίου ρύθμιση που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και αποκλίνει από τις γενικές διατάξεις του ενοχικού και εμπράγματου δικαίου. Η παραχώρηση της χρήσεως του ακινήτου στον ένα σύζυγο, ενώ τούτο ανήκει αποκλειστικά ή κατά ποσοστό στον άλλο σύζυγο, δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη σχέση, η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί στις ειδικότερες ρυθμίσεις καταστρωμένων στον Αστικό Κώδικα έννομων σχέσεων, σε σχέση με τη χρήση ακινήτου, διότι αυτές έχουν μορφή συμβάσεως και στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361).
Η σχέση αυτή δεν στερεί από τον άλλο σύζυγο την εξουσία διαθέσεως του ακινήτου, το οποίο μπορεί και να εκποιήσει σε τρίτο, με τον κίνδυνο μόνο ενδεχόμενης ευθύνης του έναντι του δικαιούχου της χρήσεως συζύγου σε αποζημίωση (ΑΚ 919), εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο σχετικές προϋποθέσεις {ΑΠ. 1880/2008, Νόμος}.
Ως επιείκεια θεωρείται η περίπτωση αδυναμίας εύρεσης αλλαχού κατοικίας με υπερβολική οικονομική επιβάρυνση, την οποία αδυνατεί να καλύψει ο ενδιαφερόμενος, οι δε ειδικές συνθήκες προσδιορίζονται από τους όρους της μέχρι της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης ζωής των ενδιαφερομένων και αναφέρονται στα πρόσωπα, τα οποία αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν την οικογένεια, η οποία όμως έχει διασπαστεί (Α. Γαζής, στο ΝοΒ 31 σελ. 924-925, Εφ.ΑΘ. 698/1989 όπ. - Εφ.Αθ. 565/1986 Ελ.Δικ. 27, 145).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου