ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ερατώ Κολέση, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε από τον
Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη
Γραμματέα Μαρία Τζέρα.
Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη
Γραμματέα Μαρία Τζέρα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2010 για να δικάσει την αγωγή.....
με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 40391/08.10.2009 και με αντικείμενο δικηγορική αμοιβή,
μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ………., δικηγόρου Θεσσαλονίκης, κατοίκου Θεσσαλονίκης, που
παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (ΑΜΔΣΘ ….), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (ΑΜΔΣΘ ….), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ……….., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου της δικηγόρου Νικολάου Κυρκούδη (AM ΔΣΘ 4299), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
πληρεξουσίου της δικηγόρου Νικολάου Κυρκούδη (AM ΔΣΘ 4299), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν
δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει
ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχει εκτός από τα άλλα
στοιχεία, και σαφή έκθεση των γεγονότων που στηρίζουν κατά νόμο την αγωγή, έτσι ώστε
αφενός μεν το δικαστήριο να είναι σε θέση να εκτιμήσει το περιεχόμενό της, αφετέρου δε ο
εναγόμενος να μην στερείται το δικαίωμα άμυνας και αντίκρουσης των αγωγικών ισχυρισμών.
Η έλλειψη έκθεσης, με σαφή και ορισμένο τρόπο, των πραγματικών γεγονότων που συγκροτούν
την ιστορική βάση της αγωγής και θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα ή η ασαφής
και ελλιπής αναφορά αυτών, καθιστούν την αγωγή άκυρη και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω
της αοριστίας της. Η αοριστία της αγωγής εξετάζεται τόσο με την προβολή σχετικού
ισχυρισμού του εναγομένου όσο και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αφού το απαράδεκτο
αυτής ανάγεται στην προδικασία και αφορά την δημόσια τάξη, δεν μπορεί δε να συμπληρωθεί
με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ
762/2000 ΕλλΔνη 2001, 142, ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 1994, 1582, ΕφΑθ 6001/2000 Δ 2001,449).
Εξάλλου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 677 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 678 έως 681 του ίδιου Κώδικα δικάζονται και οι διαφορές για τις
αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων ή των καθολικών διαδόχων αυτών και των
πελατών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, όπως και αν χαρακτηρίζεται η μεταξύ τους
σχέση και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή
τον τρόπο της καταβολής της. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατά την άνω ειδική
διαδικασία εκδικάζονται, εκτός των άλλων, και οι αξιώσεις των δικηγόρων από αμοιβές,
αποζημιώσεις ή έξοδα για εξώδικες εργασίες τους υπέρ των πελατών τους, εφόσον αυτές
είναι συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (λειτουργήματος). Στην
κατηγορία αυτή ανήκουν οι υπηρεσίες των δικηγόρων που, χωρίς η παροχή τους να
επιφυλάσσεται αποκλειστικώς σ’ αυτούς από το νόμο και να προβλέπεται γι’ αυτές κατώτατο
όριο αμοιβής από τις οικείες διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 (“Περί του Κώδικος των
δικηγόρων”), συνδέονται στενώς με άλλες για τις οποίες υπάρχει η πιο πάνα) επιφύλαξη και
πρόβλεψη ή η διεξαγωγή τους -λόγω του αντικειμένου τους- προϋποθέτει νομική ενασχόληση
(ΑΠ 971/2002, ΕλλΔνη 2003 [44].1293- ΑΠ 1272/1987, ΕλλΔνη 1988 [29].678· ΕφΑθ 9949/1996,
ΕλλΔνη 1997 [38].891- ΕφΠειρ 833/1989, ΕλλΔνη 1990 [31].1491).
ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχει εκτός από τα άλλα
στοιχεία, και σαφή έκθεση των γεγονότων που στηρίζουν κατά νόμο την αγωγή, έτσι ώστε
αφενός μεν το δικαστήριο να είναι σε θέση να εκτιμήσει το περιεχόμενό της, αφετέρου δε ο
εναγόμενος να μην στερείται το δικαίωμα άμυνας και αντίκρουσης των αγωγικών ισχυρισμών.
Η έλλειψη έκθεσης, με σαφή και ορισμένο τρόπο, των πραγματικών γεγονότων που συγκροτούν
την ιστορική βάση της αγωγής και θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα ή η ασαφής
και ελλιπής αναφορά αυτών, καθιστούν την αγωγή άκυρη και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω
της αοριστίας της. Η αοριστία της αγωγής εξετάζεται τόσο με την προβολή σχετικού
ισχυρισμού του εναγομένου όσο και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αφού το απαράδεκτο
αυτής ανάγεται στην προδικασία και αφορά την δημόσια τάξη, δεν μπορεί δε να συμπληρωθεί
με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ
762/2000 ΕλλΔνη 2001, 142, ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 1994, 1582, ΕφΑθ 6001/2000 Δ 2001,449).
Εξάλλου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 677 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 678 έως 681 του ίδιου Κώδικα δικάζονται και οι διαφορές για τις
αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων ή των καθολικών διαδόχων αυτών και των
πελατών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, όπως και αν χαρακτηρίζεται η μεταξύ τους
σχέση και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή
τον τρόπο της καταβολής της. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατά την άνω ειδική
διαδικασία εκδικάζονται, εκτός των άλλων, και οι αξιώσεις των δικηγόρων από αμοιβές,
αποζημιώσεις ή έξοδα για εξώδικες εργασίες τους υπέρ των πελατών τους, εφόσον αυτές
είναι συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (λειτουργήματος). Στην
κατηγορία αυτή ανήκουν οι υπηρεσίες των δικηγόρων που, χωρίς η παροχή τους να
επιφυλάσσεται αποκλειστικώς σ’ αυτούς από το νόμο και να προβλέπεται γι’ αυτές κατώτατο
όριο αμοιβής από τις οικείες διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 (“Περί του Κώδικος των
δικηγόρων”), συνδέονται στενώς με άλλες για τις οποίες υπάρχει η πιο πάνα) επιφύλαξη και
πρόβλεψη ή η διεξαγωγή τους -λόγω του αντικειμένου τους- προϋποθέτει νομική ενασχόληση
(ΑΠ 971/2002, ΕλλΔνη 2003 [44].1293- ΑΠ 1272/1987, ΕλλΔνη 1988 [29].678· ΕφΑθ 9949/1996,
ΕλλΔνη 1997 [38].891- ΕφΠειρ 833/1989, ΕλλΔνη 1990 [31].1491).
Εξάλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 166 του
ίδιου ως άνω ν.δ. (3026/1954) συνάγεται ότι στην ανωτέρω ειδική διαδικασία δεν υπάγονται
οι αξιώσεις των δικηγόρων από αμοιβές για εξώδικες εργασίες τους, οι οποίες δεν είναι
συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και μπορούν να εκτελεσθούν από
οποιοδήποτε εντολοδόχο (ΑΠ 956/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 953/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι αξιώσεις των
δικηγόρων από τέτοιου είδους (εξώδικες) εργασίες υπάγονται στην τακτική διαδικασία,
εκτός εάν υπάρχει ειδικότερη συμφωνία για την αμοιβή τους, η οποία, μάλιστα, δύναται να
αποδειχθεί με όλα τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στην ανωτέρω ειδική διαδικασία
(ΑΠ 971/2002, ό.π). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της § 1 του άρθρου 218 του ΚΠολΔ
“περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν
από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και
στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής:
α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους” β) αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο
δικαστήριο όπου εισάγονται, γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου
δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και ε) αν η σύγχρονη εκδίκαση
τους δεν επιφέρει σύγχυση”. Σύμφωνα δε με την § 2 του ίδιου άρθρου “αν ενωθούν
περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 διατάσσεται ύστερα
από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ’ ύλην ή κατά τόπον
αναρμοδιότητος εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47″. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι
οι σωρευόμενες αγωγές πρέπει να υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, γιατί διαφορετικά
διατάσσεται υποχρεωτικά ο χωρισμός τους, καθώς δεν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις
(αντικειμενικής) σώρευσής τους στο ίδιο δικόγραφο. Αν δε μετά το χωρισμό, το δικαστήριο
που δικάζει δεν είναι πλέον αρμόδιο καθ’ ύλην για κάποια από τις αγωγές που χωρίστηκαν,
διατάσσεται η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου
47 του ΚΠολΔ (Εφθεσ 80/2008, Αρμ. 2009 [ΞΔ'].1226).
ίδιου ως άνω ν.δ. (3026/1954) συνάγεται ότι στην ανωτέρω ειδική διαδικασία δεν υπάγονται
οι αξιώσεις των δικηγόρων από αμοιβές για εξώδικες εργασίες τους, οι οποίες δεν είναι
συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και μπορούν να εκτελεσθούν από
οποιοδήποτε εντολοδόχο (ΑΠ 956/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 953/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι αξιώσεις των
δικηγόρων από τέτοιου είδους (εξώδικες) εργασίες υπάγονται στην τακτική διαδικασία,
εκτός εάν υπάρχει ειδικότερη συμφωνία για την αμοιβή τους, η οποία, μάλιστα, δύναται να
αποδειχθεί με όλα τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στην ανωτέρω ειδική διαδικασία
(ΑΠ 971/2002, ό.π). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της § 1 του άρθρου 218 του ΚΠολΔ
“περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν
από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και
στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής:
α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους” β) αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο
δικαστήριο όπου εισάγονται, γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου
δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και ε) αν η σύγχρονη εκδίκαση
τους δεν επιφέρει σύγχυση”. Σύμφωνα δε με την § 2 του ίδιου άρθρου “αν ενωθούν
περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 διατάσσεται ύστερα
από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ’ ύλην ή κατά τόπον
αναρμοδιότητος εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47″. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι
οι σωρευόμενες αγωγές πρέπει να υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, γιατί διαφορετικά
διατάσσεται υποχρεωτικά ο χωρισμός τους, καθώς δεν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις
(αντικειμενικής) σώρευσής τους στο ίδιο δικόγραφο. Αν δε μετά το χωρισμό, το δικαστήριο
που δικάζει δεν είναι πλέον αρμόδιο καθ’ ύλην για κάποια από τις αγωγές που χωρίστηκαν,
διατάσσεται η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου
47 του ΚΠολΔ (Εφθεσ 80/2008, Αρμ. 2009 [ΞΔ'].1226).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 § 2 του ΚΠολΔ “αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη
διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί το δικαστήριο αποφαίνεται αυτεπαγγέλτως και
διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται”.
Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα διάταξη της § 2 του άρθρου 218
ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν μια από τις σωρευόμενες αγωγές εκδικάζεται με διαφορετική
διαδικασία από αυτή που δικάζει το δικαστήριο στο οποίο έχει εισαχθεί και δεν μπορεί να
διαπιστωθεί, λόγω αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο
στο οποίο πρέπει να παραπεμφθεί, τότε επιβάλλεται η απόρριψη της αγωγής και όχι ο
χωρισμός της (ΕφΑθ 5457/2000, αδημ. στον νομικό τύπο). Στην προκειμένη περίπτωση, ο
ενάγων, Δικηγόρος Θεσ/νίκης, με την υπό κρίση αγωγή του, κατά προσήκουσα εκτίμηση του
δικογράφου αυτής, εκθέτει ότι δυνάμει της από 27-11-2007 έγγραφης σύμβασης εντολής η
εναγομένη του ανέθεσε τις αναφερόμενες στην αγωγή του εντολές προκειμένου η ίδια ν’
απαλλαγή από την καταβολή “φόρου, αναφορικά με την κληρονομιά του αποθανόντος συζύγου
της. Οτι αυτός εκτέλεσε τις ανατεθείσες στον ίδιο εντολές με την ενέργεια των αναγκαίων
για την διεκπεραίωση των εξώδικων πράξεων, που αναφέρονται στην αγωγή, απασχολούμενος
συνολικά 110 ώρες, όλες εκτός του γραφείου του. Οτι για τις εξώδικες αυτές εργασίες
δικαιούται ως αμοιβή, με βάση το σύστημα της χρονοχρέωσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα
στον Κώδικα περί Δικηγόρων και στην υπ’ αριθμ. 120867/30-12-2005 κοινή απόφαση των
υπουργών Οικονομιών και Δικαιοσύνης, συνολικού ύψους 13.200,00 ευρώ. Και ότι η εναγομένη
αρνείται να του καταβάλλει την αμοιβή του αυτή για τις ως άνω εξώδικες υπηρεσίες του. Με
βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο της
αγωγής, ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη
να του καταβάλλει το ποσό των 13.200,00 ευρώ, κυρίως μεν κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα
περί Δικηγόρων σε συνδυασμό με την παραπάνω Κ.Υ.Α., επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις
περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθ’ όσον η τελευταία, όπως ισχυρίζεται, κατέστη
πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία, και μάλιστα νομιμότοκα από
την όχληση της στις 13-03-2009.
διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί το δικαστήριο αποφαίνεται αυτεπαγγέλτως και
διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται”.
Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα διάταξη της § 2 του άρθρου 218
ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν μια από τις σωρευόμενες αγωγές εκδικάζεται με διαφορετική
διαδικασία από αυτή που δικάζει το δικαστήριο στο οποίο έχει εισαχθεί και δεν μπορεί να
διαπιστωθεί, λόγω αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο
στο οποίο πρέπει να παραπεμφθεί, τότε επιβάλλεται η απόρριψη της αγωγής και όχι ο
χωρισμός της (ΕφΑθ 5457/2000, αδημ. στον νομικό τύπο). Στην προκειμένη περίπτωση, ο
ενάγων, Δικηγόρος Θεσ/νίκης, με την υπό κρίση αγωγή του, κατά προσήκουσα εκτίμηση του
δικογράφου αυτής, εκθέτει ότι δυνάμει της από 27-11-2007 έγγραφης σύμβασης εντολής η
εναγομένη του ανέθεσε τις αναφερόμενες στην αγωγή του εντολές προκειμένου η ίδια ν’
απαλλαγή από την καταβολή “φόρου, αναφορικά με την κληρονομιά του αποθανόντος συζύγου
της. Οτι αυτός εκτέλεσε τις ανατεθείσες στον ίδιο εντολές με την ενέργεια των αναγκαίων
για την διεκπεραίωση των εξώδικων πράξεων, που αναφέρονται στην αγωγή, απασχολούμενος
συνολικά 110 ώρες, όλες εκτός του γραφείου του. Οτι για τις εξώδικες αυτές εργασίες
δικαιούται ως αμοιβή, με βάση το σύστημα της χρονοχρέωσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα
στον Κώδικα περί Δικηγόρων και στην υπ’ αριθμ. 120867/30-12-2005 κοινή απόφαση των
υπουργών Οικονομιών και Δικαιοσύνης, συνολικού ύψους 13.200,00 ευρώ. Και ότι η εναγομένη
αρνείται να του καταβάλλει την αμοιβή του αυτή για τις ως άνω εξώδικες υπηρεσίες του. Με
βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο της
αγωγής, ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη
να του καταβάλλει το ποσό των 13.200,00 ευρώ, κυρίως μεν κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα
περί Δικηγόρων σε συνδυασμό με την παραπάνω Κ.Υ.Α., επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις
περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθ’ όσον η τελευταία, όπως ισχυρίζεται, κατέστη
πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία, και μάλιστα νομιμότοκα από
την όχληση της στις 13-03-2009.
Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Στην προκειμένη
περίπτωση στο δικόγραφο της αγωγής, όπως αυτό εκτιμάται από το παρόν δικαστήριο,
σωρεύονται αφενός μεν η απαίτηση του ενάγοντος για τις εξώδικες εργασίες, στις οποίες
προέβη προς εκπλήρωση των ανατεθεισών στον ίδιο εντολών, και οι οποίες είναι συναφείς με
την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (όπως η παροχή νομικών συμβουλών στην εναγομένη,
καθώς και άλλες, οι οποίες συνδέονται στενώς με την υπόθεσή της ή η διεξαγωγή τους
προϋποθέτει νομική ενασχόληση, όπως η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς, η έκδοση
πιστοποιητικού μη δημοσιεύσεως διαθήκης κλπ), αφετέρου δε η απαίτησή του για τις
εξώδικες εργασίες στις οποίες προέβη για τον ίδιο λόγο και οι οποίες δεν είναι συναφείς
με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, αλλά μπορούν να εκτελεσθούν από οποιοδήποτε
εντολοδόχο, αφού δεν προϋποθέτουν επιστημονικού επιπέδου νομικές γνώσεις και
επαγγελματική απασχόληση προς διεξαγωγή τους (όπως η παραλαβή αντιγράφου της υπ’
αρίθμ. 872/2007 οικοδομικής άδειας από την Διεύθυνση πολεοδομίας Θεσ/νίκης, η υποβολή
της υπ’ αριθμ. 22.589/1007 δήλωσης μεταβολών οικοδομοτεχνικού έργου στο ΙΚΑ Νεαπόλεως, η
παραλαβή τοπογραφικού διαγράμματος από την τοπογράφο-μηχανικό ………, η κατάθεση
δήλωσης διακοπής νερού και ηλεκτρικού ρεύματος στην Ε.Υ.Α.Θ. και στην ΔΕΗ αντίστοιχα,
για την οικία στην οποία κατά το παρελθόν έμενε η εναγομένη, η πληρωμή ληξιπρόθεσμης
οφειλής της εναγομένης για χωματουργικές εργασίες κλπ). Ο ενάγων, ωστόσο, αιτείται να
του επιδικαστεί συλλήβδην το ποσόν 13.200,00 ευρώ ως αμοιβή, με βάση το σύστημα της
χρονοχρέωσης, για τις προαναφερόμενες εξώδικες υπηρεσίες του, χωρίς, όμως, να
διευκρινίζει, στην ένδικη αγωγή του, τον ακριβή χρόνο απασχόλησης του για κάθε επί
μέρους εργασία ή έστω το αιτούμενο, για κάθε μία από αυτές, ποσό αμοιβής. Η διευκρίνιση
αυτή είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι η αγωγή κατά το μεν ένα σκέλος της που αφορά την
αξίωση αμοιβής του ενάγοντος για τις εξώδικες εργασίες, οι οποίες είναι συναφείς με την
άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, υπάγεται στην ειδική διαδικασία των άρθρων 678 έως
681 του ΚΠολΔ (στα οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 677 αριθμ. 1 του ίδιου κώδικα),
κατά το έτερο σκέλος της, όμως, που αφορά την αξίωση αμοιβής του ενάγοντος για τις
εξώδικες εργασίες, οι οποίες δεν είναι συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού
επαγγέλματος, υπάγεται στην τακτική διαδικασία, αφού ως προς την απαίτηση αυτή του
τελευταίου δεν γίνεται επίκληση, από τον ίδιο, της ύπαρξης ειδικότερης συμφωνίας για την
αμοιβή του, με βάση το σύστημα της χρονοχρέωσης (βλ. άρθρο 166 εδ. α’ “Περί του Κωδικός
των δικηγόρων”).
περίπτωση στο δικόγραφο της αγωγής, όπως αυτό εκτιμάται από το παρόν δικαστήριο,
σωρεύονται αφενός μεν η απαίτηση του ενάγοντος για τις εξώδικες εργασίες, στις οποίες
προέβη προς εκπλήρωση των ανατεθεισών στον ίδιο εντολών, και οι οποίες είναι συναφείς με
την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (όπως η παροχή νομικών συμβουλών στην εναγομένη,
καθώς και άλλες, οι οποίες συνδέονται στενώς με την υπόθεσή της ή η διεξαγωγή τους
προϋποθέτει νομική ενασχόληση, όπως η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς, η έκδοση
πιστοποιητικού μη δημοσιεύσεως διαθήκης κλπ), αφετέρου δε η απαίτησή του για τις
εξώδικες εργασίες στις οποίες προέβη για τον ίδιο λόγο και οι οποίες δεν είναι συναφείς
με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, αλλά μπορούν να εκτελεσθούν από οποιοδήποτε
εντολοδόχο, αφού δεν προϋποθέτουν επιστημονικού επιπέδου νομικές γνώσεις και
επαγγελματική απασχόληση προς διεξαγωγή τους (όπως η παραλαβή αντιγράφου της υπ’
αρίθμ. 872/2007 οικοδομικής άδειας από την Διεύθυνση πολεοδομίας Θεσ/νίκης, η υποβολή
της υπ’ αριθμ. 22.589/1007 δήλωσης μεταβολών οικοδομοτεχνικού έργου στο ΙΚΑ Νεαπόλεως, η
παραλαβή τοπογραφικού διαγράμματος από την τοπογράφο-μηχανικό ………, η κατάθεση
δήλωσης διακοπής νερού και ηλεκτρικού ρεύματος στην Ε.Υ.Α.Θ. και στην ΔΕΗ αντίστοιχα,
για την οικία στην οποία κατά το παρελθόν έμενε η εναγομένη, η πληρωμή ληξιπρόθεσμης
οφειλής της εναγομένης για χωματουργικές εργασίες κλπ). Ο ενάγων, ωστόσο, αιτείται να
του επιδικαστεί συλλήβδην το ποσόν 13.200,00 ευρώ ως αμοιβή, με βάση το σύστημα της
χρονοχρέωσης, για τις προαναφερόμενες εξώδικες υπηρεσίες του, χωρίς, όμως, να
διευκρινίζει, στην ένδικη αγωγή του, τον ακριβή χρόνο απασχόλησης του για κάθε επί
μέρους εργασία ή έστω το αιτούμενο, για κάθε μία από αυτές, ποσό αμοιβής. Η διευκρίνιση
αυτή είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι η αγωγή κατά το μεν ένα σκέλος της που αφορά την
αξίωση αμοιβής του ενάγοντος για τις εξώδικες εργασίες, οι οποίες είναι συναφείς με την
άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, υπάγεται στην ειδική διαδικασία των άρθρων 678 έως
681 του ΚΠολΔ (στα οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 677 αριθμ. 1 του ίδιου κώδικα),
κατά το έτερο σκέλος της, όμως, που αφορά την αξίωση αμοιβής του ενάγοντος για τις
εξώδικες εργασίες, οι οποίες δεν είναι συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού
επαγγέλματος, υπάγεται στην τακτική διαδικασία, αφού ως προς την απαίτηση αυτή του
τελευταίου δεν γίνεται επίκληση, από τον ίδιο, της ύπαρξης ειδικότερης συμφωνίας για την
αμοιβή του, με βάση το σύστημα της χρονοχρέωσης (βλ. άρθρο 166 εδ. α’ “Περί του Κωδικός
των δικηγόρων”).
Η ως άνω έλλειψη του προσδιορισμού του χρόνου απασχόλησης για κάθε μια των εξωδίκων
πράξεων ή έστω του αιτούμενου ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε επί μέρους εργασία, καθιστά
την αγωγή στο σύνολο της αόριστη και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα και με τα
όσα διαλαμβάνονται στην παραπάνω νομική σκέψη, προεχόντως διότι είναι εκ του λόγου
τούτου αδύνατος ο διαχωρισμός της προκειμένου αυτή, κατά το σκέλος της που αφορά τις
εξώδικες εργασίες, οι οποίες είναι συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος,
να κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο για να δικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των
άρθρων 678 έως 681 του ΚΠολΔ, να παραπεμφθεί, όμως, προς εκδίκαση κατά την τακτική
διαδικασία, κατά το σκέλος της που αφορά τις εξώδικες εργασίες, οι οποίες δεν είναι
συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (βλ. σχετ. ΠΠρΠειρ 27/2009, ΔιΜΕΕ
2009.65- ΠΠρΑθ 280/2004, ΝοΒ 2004 [52].1003· βλ. επίσης ΕφΑθ 9150/1982, ΕλλΔνη 1983
[24J.256, με σύμφωνο σημείωμα Α. Βερνάρδου περί απόρριψης της αγωγής ως αόριστης όταν
δεν εκτίθενται οι προϋποθέσεις για την εξακρίβωση της διαδικασίας που πρέπει να
τηρηθεί).
πράξεων ή έστω του αιτούμενου ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε επί μέρους εργασία, καθιστά
την αγωγή στο σύνολο της αόριστη και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα και με τα
όσα διαλαμβάνονται στην παραπάνω νομική σκέψη, προεχόντως διότι είναι εκ του λόγου
τούτου αδύνατος ο διαχωρισμός της προκειμένου αυτή, κατά το σκέλος της που αφορά τις
εξώδικες εργασίες, οι οποίες είναι συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος,
να κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο για να δικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των
άρθρων 678 έως 681 του ΚΠολΔ, να παραπεμφθεί, όμως, προς εκδίκαση κατά την τακτική
διαδικασία, κατά το σκέλος της που αφορά τις εξώδικες εργασίες, οι οποίες δεν είναι
συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (βλ. σχετ. ΠΠρΠειρ 27/2009, ΔιΜΕΕ
2009.65- ΠΠρΑθ 280/2004, ΝοΒ 2004 [52].1003· βλ. επίσης ΕφΑθ 9150/1982, ΕλλΔνη 1983
[24J.256, με σύμφωνο σημείωμα Α. Βερνάρδου περί απόρριψης της αγωγής ως αόριστης όταν
δεν εκτίθενται οι προϋποθέσεις για την εξακρίβωση της διαδικασίας που πρέπει να
τηρηθεί).
Εξάλλου, ενόψει των ανωτέρω ελλείψεων του δικογράφου της αγωγής, το δικαστήριο δεν
είναι δυνατό να εξετάσει ούτε την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του αυτοτελώς ως προς κάθε
σωρευόμενη απαίτηση και να κρατήσει την υπόθεση για την απαίτηση για την οποία είναι
καθ’ ύλην αρμόδιο, να παραπέμψει δε την άλλη υπόθεση -μετά τον χωρισμό- στο καθ’ ύλην
αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με άρθρα 46 και 47 ΚΠολΔ.
Μετά από τα παραπάνω, αφού οι αναφερθείσες περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος
κατά του ίδιου εναγομένου δεν μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο λόγω της διαφοράς
της διαδικασίας με την οποία πρέπει αυτές να δικαστούν (άρθρο 218 §1 περ. δ ΚΠολΔ) και
δεν είναι εφικτός ο χωρισμός τους για τους προαναφερθέντες λόγους, πρέπει η υπό κρίση
αγωγή ν’ απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα της
εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 176 ΚΠολΔ).
είναι δυνατό να εξετάσει ούτε την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του αυτοτελώς ως προς κάθε
σωρευόμενη απαίτηση και να κρατήσει την υπόθεση για την απαίτηση για την οποία είναι
καθ’ ύλην αρμόδιο, να παραπέμψει δε την άλλη υπόθεση -μετά τον χωρισμό- στο καθ’ ύλην
αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με άρθρα 46 και 47 ΚΠολΔ.
Μετά από τα παραπάνω, αφού οι αναφερθείσες περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος
κατά του ίδιου εναγομένου δεν μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο λόγω της διαφοράς
της διαδικασίας με την οποία πρέπει αυτές να δικαστούν (άρθρο 218 §1 περ. δ ΚΠολΔ) και
δεν είναι εφικτός ο χωρισμός τους για τους προαναφερθέντες λόγους, πρέπει η υπό κρίση
αγωγή ν’ απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα της
εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, το ύψος των οποίων ορίζει
στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280,00) ευρώ.
στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του
στη Θεσσαλονίκη, στις 14 Ιουνίου 2010.
στη Θεσσαλονίκη, στις 14 Ιουνίου 2010.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου