ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε κριθεί
από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ένοχος κακουργηματικής απάτης κατ`
εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια από κοινού με άλλον,
τελεσθείσας από Σεπτέμβριο 1991 έως και Ιανουάριο 1992, συνολικού ποσού
οφέλους 7.150.000 δραχμών. Το εν λόγω ποσό αντιστοιχεί σε 20.984,59
ευρώ, ήτοι ανώτερο μεν του ποσού των 15.000 € (πριν από την τροποποίηση
του άρ. 386 παρ. 3 ΠΚ διά του νόμου 4055/2012) κατώτερο δε του ποσού των
30.000 ευρώ, που απαιτείται για να έχει σήμερα μετά την τελευταία
τροποποίηση του....
άρθρου 386 ΠΚ κακουργηματική μορφή η απάτη. Έτσι, ο
Άρειος Πάγος με βάση τα άρθρα 2 ΠΚ και 511 εδ. τελ. ΚΠΔ έκρινε ότι το
κατ’ εξακολούθηση έγκλημα απάτης για το οποίο καταδικάστηκε ο
αναιρεσείων, μετά τον ανωτέρω επιεικέστερο νόμο 4055/12-3-2012,
προσέλαβε πλημμεληματικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου έχρηζε έρευνας ο
προβαλλόμενος αυτοτελής ισχυρισμός της εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω
παραγραφής.
Ως προς την παραγραφή λοιπόν, έγινε δεκτό ότι στη συγκεκριμένη
περίπτωση δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος αυτής, με την αιτιολογία ότι το
μεσοδιάστημα από την έκδοση της διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών κατ’
άρθρο 432 παρ. 1 ΚΠΔ μέχρι και την σύλληψη (ή εμφάνιση) του
κατηγορουμένου δε λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αναστολής της
παραγραφής κατ’ άρθρον 113 ΠΚ.
Ειδικότερα: O χρόνος παραγραφής ξεκίνησε να τρέχει από τον χρόνο
τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης (Σεπτέμβριος 1991 έως Ιανουάριος 1992)
μέχρι την έκδοση στις 9-2-1998 της διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών
με την οποία ανεστάλη η διαδικασία στο ακροατήριο του αγνώστου διαμονής
κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρ. 432 παρ. 1 ΚΠΔ. Στις 7-6-2011 ο εν
λόγω κατηγορούμενος συνελήφθη. Tο μεσοδιάστημα από 9-2-1998 μέχρι
7-6-2011, θεωρήθηκε ότι εξαιρείται από τον υπολογισμό του χρόνου της
παραγραφής καθώς και της αναστολής αυτής, διότι η ρύθμιση του άρ. 432
παρ. 1 ΚΠΔ, σύμφωνα με την απόφαση, είναι ειδική μορφή αναστολής. Έτσι, ο
χρόνος της παραγραφής που διεκόπη στις 9-2-1998, συνέχισε και πάλι να
τρέχει από τις 7-6-2011 μέχρι την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσης, ήτοι
στις 29-5-2012. Συνολικά λοιπόν ο χρόνος της παραγραφής που πέρασε
ανέρχεται σε 6 χρόνια, 5 μήνες και 8 ημέρες (για το πρώτο διάστημα) + 11
μήνες και 22 ημέρες (για το δεύτερο διάστημα), ήτοι σε 7 έτη, 4 μήνες
και 30 ημέρες.
Τοιουτοτρόπως, δεν συμπληρώθηκε ο οκταετής πλημμεληματικός χρόνος
παραγραφής και ο Άρειος Πάγος αναίρεσε μεν την απόφαση κατά τις
καταδικαστικές της διατάξεις παρέπεμψε δε την εν λόγω υπόθεση στο ως άνω
Πενταμελές Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, προκειμένου να
αποφανθεί εάν ο κατηγορούμενος τέλεσε, όχι πλέον κακουργηματική, αλλά
πλημμεληματικής μορφής απάτης κατ` εξακολούθηση.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1) Το ζήτημα της εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου
επί του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της παρ. 1 του άρ. 98 ΠΚ (και
μοναδικής πριν από τον ν. 2721/1999) έχει πολλές φορές απασχολήσει
θεωρία και νομολογία κατά το παρελθόν, άμεσο και απώτερο. Αξιοσημείωτο
ωστόσο είναι ότι για πρώτη φορά[1]
η νομολογία φαίνεται να ασχολείται με το ζήτημα του εφαρμοστέου
ποινικού νόμου στα πλαίσια της παρ. 2, καίτοι ήδη σε θεωρητικό επίπεδο
έχουν εκφραστεί εκατέρωθεν αξιόλογες απόψεις.
Αναφορικά με τον εφαρμοστέο νόμο σε κατ’ εξακολούθηση έγκλημα (τόσο
για την παρ. 1 όσο και για την παρ. 2 του άρ. 98 ΠΚ) φαίνεται να έχουν
εκφραστεί τρεις απόψεις. Πρώτον, η άποψη που τάσσεται υπέρ της
εφαρμογής για όλες τις επιμέρους πράξεις εκείνου του νόμου που ισχύει
κατά την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης ασχέτως αν είναι
ευμενέστερος ή αυστηρότερος για τις προηγούμενες, δεύτερον εκείνη
που υποστηρίζει ότι το ζήτημα τόσο της μη αναδρομικής ισχύος
αυστηρότερου όσο και της εφαρμογής επιεικέστερου νόμου, κρίνεται για
κάθε μια πράξη αυτοτελώς και τρίτον εκείνη που δέχεται την
απολύτως επιεική για τον κατηγορούμενο λύση ότι ο επιεικέστερος νόμος
που ίσχυσε κατά την τέλεση οποιασδήποτε από τις μερικότερες πράξεις
καταλαμβάνει και όλες τις λοιπές που ανήκουν στο κατ’ εξακολούθηση
έγκλημα.
Ο παραπάνω προβληματισμός (όπως και άλλα σπουδαία ζητήματα[2])
συνέχεται άμεσα με τη φύση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ως
ιδιάζουσας περίπτωσης ομοειδούς αληθινής πραγματικής συρροής επιμέρους
πράξεων ή ως ενός ενιαίου εγκλήματος.
Έτσι, ως προς την παρ. 1 του άρ. 98 κατά την οποία «Αν
περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν
εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να
εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο
ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο
περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων», δεχόμενες τόσο η θεωρία[3] όσο και η νομολογία[4]
κατά κρατούσα άποψη τον επιμερισμό των επιμέρους πράξεων, φαίνεται να
κλίνουν μάλλον υπέρ της άποψης που αποφαίνεται περί του εφαρμοστέου
νόμου για καθεμία επιμέρους πράξη αυτοτελώς [5].
Η νομολογία μάλιστα σχεδόν παγίως τα τελευταία χρόνια[6] αναφορικά με την παρ. 1 μελετά τον κατά περίπτωση εφαρμοστέο ως επιεικέστερο νόμο για καθεμία επιμέρους πράξη χωριστά[7].
Ειδικότερα, η έναρξη ισχύος του ν. 2721/1999 (ήτοι 3-6-1999) έθεσε επί
τάπητος ζητήματα διαχρονικού δικαίου σε περίπτωση που κάποιες επιμέρους
πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος τελέστηκαν πριν και κάποιες
μετά από το ν. 2721/1999. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν τα δικαστήρια και δη ο
Άρειος Πάγος σε κάθε περίπτωση τέλεσης μερικότερων πράξεων πριν την
ισχύ του νόμου 2721/1999 ερευνούσαν in concreto τον εφαρμοστέο ως
επιεικέστερο επί αυτών νόμο. Άλλοτε προέκρινε ως εφαρμοστέο επί των
επιμέρους πράξεων το καθεστώς πριν από το ν. 2721/1999[8], άλλοτε εκείνο μετά από αυτόν[9].
Επίσης, ζητήματα διαχρονικού δικαίου και εφαρμογής του επιεικέστερου
νόμου ετέθησαν και αναφορικά με το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς
το δημόσιο μετά την εφαρμογή του άρ. 34 παρ. 1 Ν. 3220/2004, ο οποίος
για την ποινική μεταχείριση του δράστη αρκούνταν στο συνολικό υπολογισμό
των επιμέρους χρεών κάθε είδους, σε αντίθεση με το άρ. 25 ν. 1882/1990,
όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρ. 23 παρ. 1 ν. 2523/1997. Και επί
αυτών των περιπτώσεων, η Νομολογία προέκρινε την αυτοτέλεια των
επιμέρους πράξεων, μη εφαρμόζοντας και επί των προηγούμενων πράξεων, τον
ισχύοντα επί της τελευταίας μερικότερης πράξεως νόμο[10].
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η στάση των δικαστηρίων σε εκκρεμείς
υποθέσεις του εγκλήματος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής τελεσθέντος προ της
ισχύος του άρ. 22 παρ. 2 ν. 2721/1999. Με τον ως άνω νόμο καταργούνταν ο
αυτεπάγγελτος χαρακτήρας της δίωξης και εισαγόταν η κατ’ έγκληση.
Εξάλλου, για τις εκκρεμείς υποθέσεις που είχαν διωχθεί αυτεπαγγέλτως,
οριζόταν ότι η διαδικασία συνεχίζεται, αν εκείνος που δικαιούται σε
έγκληση δηλώσει μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου
(3-6-1999) ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, άλλως η
ποινική δίωξη παύει οριστικά. Μία επισκόπηση της Νομολογίας μας οδηγεί
στο συμπέρασμα ότι ακόμη και επί κατ’ εξακολούθηση έκδοσης ακάλυπτης
επιταγής, ακολουθείται η ίδια στάση της έρευνας του επιεικέστερου νόμου
για την κάθε πράξη χωριστά[11], καθώς και η απαίτηση υποβολής της ως άνω δήλωσης επίσης αυτοτελώς για κάθε πράξη[12].
Ως προς την παρ. 2 του άρ. 98 ΠΚ, που ίσχυσε μετά τις 3-6-1999
(έναρξη ισχύος ν. 2721/1999), κατά την οποία «Η αξία του αντικειμένου
της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που
προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται
συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο
αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της
πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη
συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα
με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε», εκφράστηκαν και εδώ δύο απόψεις σε θεωρητικό επίπεδο ως προς τη φύση της παρ. 2.
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα στην
περίπτωση της παρ. 2 αποτελεί μία ιδιόρρυθμη περίπτωση «ενότητας εκ του
νόμου» που τιμωρείται ενιαία με τη βαρύτερη ποινή του διακεκριμένου
εγκλήματος, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστή για επιβολή
συνολικής ποινής[13].
Κατά τη δεύτερη όμως άποψη, οι πράξεις διατηρούν την αυτοτέλειά τους
και στην περίπτωση της παρ. 2, με την εξαίρεση του χαρακτηρισμού της
πράξης και της εντεύθεν ποινικής μεταχείρισης[14] ως προς τα οποία γίνεται λόγος για «οιονεί ενιαίο έγκλημα»[15].
Ειδικότερα, στην περίπτωση της παρ. 2 οι επιμέρους πράξεις μόλις
ξεπεραστεί το εκ του νόμου τιθέμενο όριο μεταβάλλουν το χαρακτήρα τους
και από πλημμελήματα γίνονται κακουργήματα (ή από προνομιούχε μορφές
γίνονται βασικές ή από βασικές απλώς διακεκριμένες) με περαιτέρω
συνέπειες μόνον σε ζητήματα ποινικού χαρακτηρισμού, και σε άλλα συναφή
που άπτονται αμέσως αυτού, τόσο ουσιαστικού δικαίου (όπως π.χ. χρόνος
παραγραφής) όσο και δικονομικού (π.χ. τρόπος δίωξης, προσωρινή κράτηση
κλπ.). Στις λοιπές περιπτώσεις η εν λόγω άποψη επιλύει τα ανακυπτόμενα
ζητήματα στηριζόμενη κυρίως στη μερικότητα των επιμέρους πράξεων,
ακριβώς όπως πράττει και στις περιπτώσεις της παρ. 1.
Η πρώτη θεωρητική άποψη τοποθετείται αναλόγως και επί του ζητήματος
του εφαρμοστέου ποινικού νόμου, θεωρώντας ως τέτοιο για όλες τις
επιμέρους πράξεις εκείνον που ισχύει για την τελευταία από αυτές, ακόμη
κι αν είναι δυσμενέστερος για τις προγενέστερες. Η δεύτερη πάλι,
εκκινώντας από τον επιμερισμό των επιμέρους πράξεων αναφορικά με
ζητήματα που δεν άπτονται άμεσα του νομικού χαρακτηρισμού, δέχεται τα
ίδια όπως και επί της παρ. 1, ότι δηλαδή η καθεμία επιμέρους πράξη έχει
τον δικό της εφαρμοστέο νόμο.
Και η Νομολογία φαίνεται επίσης να ακολουθεί τη δεύτερη άποψη ως προς
τη φύση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της παρ. 2. Πράγματι, κατά
πάγια Αρεοπαγιτική νομολογία δεν απαιτείται η εξειδίκευση των
μερικότερων πράξεων του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος εκτός εάν ο κατ’
ιδίαν προσδιορισμός ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της
πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από τις επί μέρους
πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή
αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ. H ως άνω θέση του Ακυρωτικού,
υφιστάμενη υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς[16], συνεχίζει να υφίσταται και υπό το ισχύον, ακόμη και στην περίπτωση εφαρμογής της παρ. 2 του άρ. 98 ΠΚ[17].
Τοιουτοτρόπως, η Νομολογία φαίνεται να ακολουθεί την θεώρηση της
αυτοτέλειας των επιμέρους πράξεων ακόμα και στην περίπτωση κατά την
οποία προβαίνει στην εφαρμογή της παρ. 2 του άρ. 98 ΠΚ. Άλλως ο Άρειος
Πάγος δεν θα απαιτούσε σε καμία περίπτωση την εξειδίκευση και δεν θα
διέκρινε, όπως παγίως πράττει.
Αυτό παρατηρείται και στην ενδιαφέρουσα γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση στην ΠλημμΠατρ 211/2001[18]
ΠοινΔικ 2002, 877 κατά την οποία: «Είναι αλήθεια ότι μετά την
συμπλήρωση του άρθρου 98 ΠΚ με παρ. 2 από το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. 1.1.
του Ν 2721/1999 … επιχειρήθηκε στην θεωρία να προσδιορισθεί η νομική
φύση του εγκλήματος του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ και χαρακτηρίστηκε ως ενιαίο
έγκλημα (βλ. Φελουτζή ΠοινΧρ ΜΘ`,389 επ.) ή αυτοτελή ιδιόρρυθμη μορφή
εγκληματικής δράσης (βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Τροποποιήσεις του ΠΚ
με τον Ν 2721/1999 Υπερ 99, 1512) με συνέπεια να χάνεται η αυτοτέλεια
των μερικότερων πράξεων και η σχέση της αληθινής πραγματικής συρροής
στην οποία αυτές τελούν και διαμορφώνεται ένα ενιαίο έγκλημα, βάσει του
οποίου θα κριθούν καίρια ζητήματα, όπως η απόπειρα, η συμμετοχή, ο τόπος
τελέσεως. Τα ζητήματα που τίθενται οδηγούν σε δογματικά αδιέξοδα ενίοτε
και καθιστούν επιβεβλημένη την νομοθετική παρέμβαση (βλ. Χρ.
Μυλωνόπουλο, ΠΔ, ΕιδΜερ, σελ. 121). Όμως ο Άρειος Πάγος εξακολουθεί να
δέχεται ότι οι μερικότερες πράξεις που αποτελούν το κατ` εξακολούθηση
έγκλημα (κλοπής, υπεξαίρεσης) διατηρούν την αυτοτέλειά τους και ως εκ
τούτου η παραγραφή της κάθε μιας αρχίζει από την ημέρα τελέσεως. Την
άποψη δε αυτή διατηρεί ο Άρειος Πάγος και μετά τον Ν 2721/1999 (βλ. ΑΠ
107/2000 ΠοινΔικ 2000,470)».
Ενώ λοιπόν η θεωρία έχει εκφραστεί ρητά αναφορικά με το ζήτημα του
εφαρμοστέου ποινικού νόμου επί της παρ. 2, στη Νομολογία μέχρι σήμερα δε
φαίνεται να δόθηκε η ευκαιρία να πράξει κάτι τέτοιο. Όσες φορές
ασχολήθηκε με ζητήματα διαχρονικού δικαίου ήταν είτε επί εγκλημάτων που
δεν στρέφονταν κατά της περιουσίας ή ιδιοκτησίας είτε επί εγκλημάτων που
στρέφονταν κατ’ αυτών πλην όμως δεν υπάγονταν[19] ή δεν υπάγονταν ακόμα[20] στην παρ. 2 του άρ. 98 ΠΚ.
Ήδη όμως με το νόμο 4055/2012 (άρ. 25) τα προβλεπόμενα χρηματικά ποσά
διά οποίων τα επιμέρους πλημμελήματα (απάτη, πλαστογραφία, ψευδής
βεβαίωση, δωροδοκία κλπ.) λαμβάνουν κακουργηματική μορφή, έχουν αυξηθεί
από 15.000 σε 30.000 € (για όσες περιπτώσεις απαιτούνται και άλλες
περιστάσεις για την μετάπτωση σε κακούργημα) και από 73.000 σε 120.000 €
(για όσες περιπτώσεις η ως άνω μετάπτωση στηρίζεται αποκλειστικά στο εν
λόγω ποσό).
Ο νόμος αυτός είναι προφανές ότι κατέλαβε και πολλές περιπτώσεις
εγκλημάτων που είχαν τελεστεί κατ’ εξακολούθηση κα τα οποία ήδη είχαν
καταστεί κακουργήματα ως υπαγόμενα στην παρ. 2 του άρ. 98, σε συνδυασμό
με την εκάστοτε προβλεπόμενη κακουργηματική μορφή. Τίθεται λοιπόν το
ζήτημα: Ποιος νόμος θα εφαρμοστεί ως προς αυτά; Και με ποια αιτιολογία
θα εφαρμοστεί;
Καίτοι η κρατούσα και ορθή αρχή της αυτοτέλειας των επιμέρους πράξεων
επιτάσσει όπως για την καθεμία επιμέρους πράξη ισχύσει διαφορετικός
εφαρμοστέος νόμος ο οποίος θα αναφέρεται ειδικώς σε αυτή, ειδικά για την περίπτωση νομοθετικής μεταβολής των χρηματικών ορίων (τα οποία επί της παρ. 2 του άρ. 98 υπολογίζονται συνολικά)
δεν φαίνεται να χωρεί τέτοια λύση διότι ζήτημα υπό έρευνα δεν είναι η
υπαγωγή του ποσού της καθεμίας πράξης χωριστά στην ανάλογη διάταξη,
αλλά η εφαρμογή του ορθού νομοθετικού καθεστώτος επί του συνολικού ποσού των επιμέρους πράξεων.
Έτσι και η διάταξη του άρ. 25 ν. 4055/2012 σε συνδυασμό με την
εκάστοτε εφαρμοζόμενη κακουργηματική μορφή δεν είναι δυνατόν εκ των
πραγμάτων να λειτουργήσει για καθεμία πράξη χωριστά και αυτοτελώς,
εφόσον αναφέρεται στο χρηματικό ποσό, αλλά για όλες μαζί συνολικά,
εφόσον όλες μαζί συνολικά αποδίδουν το χρηματικό ποσό.
Έτσι, αφενός αδυνατώντας κανείς να εφαρμόσει αυτοτελώς για την
καθεμία πράξη τον εφαρμοστέο επ’ αυτής νόμο, αφετέρου δεχόμενος την
αυτοτέλεια των επιμέρους πράξεων, δεν έχει παρά να επιλέξει εν
προκειμένω εκείνη την λύση η οποία αναπόφευκτα παραπέμπει στην ενιαία
αντιμετώπιση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, πλην όμως από άποψη
συνταγματική είναι θεμιτή από τη σκοπιά της αυτοτέλειας των πράξεων: για
όλες τις επιμέρους πράξεις θα εφαρμοστεί εκείνος ο νόμος που το
συνολικό ποσό το υπάγει στην in concreto ευμενέστερη για τον
κατηγορούμενο ρύθμιση, οποτεδήποτε κι αν αυτή ίσχυσε, ήτοι από την
τέλεση της πρώτης πράξης μέχρι και την αμετάκλητη εκδίκαση όλων.
Διαφορετική παραδοχή, ότι δηλαδή για όλες τις επιμέρους πράξεις ως
κριτήριο λαμβάνεται υπόψη ο εφαρμοστέος ως προς την τελευταία νόμος,
ακόμη κι αν είναι δυσμενέστερος, θα ερχόταν σε αντίθεση με την εκ του
άρ. 7 Συντ. απορρέουσα αρχή nullum crimen nulla poena sine lege praevia,
στο βαθμό που δεχόμαστε την αυτοτέλεια των επιμέρους πράξεων.
Η σχολιαζόμενη δικαστική απόφαση πάντως, δε διευκρινίζει εάν
εφαρμόζει το μετά το ν. 4055/2012 νομοθετικό καθεστώς ως επιεικέστερο
για καθεμία επιμέρους πράξη αυτοτελώς ή για όλες μαζί συνολικά. Εκ του
γεγονότος πάντως ότι η απόφαση εφαρμόζει το επιεικέστερο νομοθετικό
καθεστώς[21]
και δεν αναφέρεται γενικώς σε νόμο ισχύοντα επί της τελευταίας
επιμέρους πράξεως, ασχέτως αν δυσμενέστερος ή επιεικέστερος, συνάγεται
ότι πάντως δεν δέχεται τον ενιαίο χαρακτήρα του κατ’ εξακολούθηση
εγκλήματος της παρ. 2. Προς επίρρωση αυτού, ας αναφερθεί ότι μάλιστα η
απόφαση αναφέρει ότι η παραγραφή ως προς καθεμία επιμέρους πράξη ξεκινά
από το χρόνο της δικής της τέλεσης.
Όμοια θα πρέπει να είναι η στάση της νομολογίας μελλοντικά[22]
και επί παρόμοιων περιπτώσεων, όπως για παράδειγμα ως προς το έγκλημα
της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση (για την οποία η νομολογία δέχεται
συνυπολογισμό των ποσών[23])
επί του οποίου συντρέχει περίπτωση επίσης ανεύρεσης του εφαρμοστέου
νόμου. Ειδικότερα, διά του άρ. 77 παρ. 4 του ν. 3842/2010 προστέθηκε
στην παρ. 1 του άρ. 157 ν. 2960/2001 η περ. γ΄ (όπως τροποποιήθηκε με το
άρ. 3 παρ. 3 ν. 3943/2011), κατά την οποία εάν οι δασμοί, φόροι κλπ.
που στερήθηκε το ελληνικό δημόσιο ή την Ε.Ε. υπερβαίνουν το ποσό των
150.000, επιβάλλεται κάθειρξη. Έτσι, ο δράστης που με επιμέρους πράξεις
λαθρεμπορίας είχε στερήσει (πριν από την νομοθετική μεταβολή του 2010)
το δημόσιο από δασμούς ανερχόμενους σε 30.000 € και άνω, ώστε να
λαμβάνει χώρα η εφαρμογή της παρ. 2 του άρ. 98 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρ.
157 παρ. 1 β΄ ν. 2960/2001, τελώντας και μετά τη νομοθετική μεταβολή
πράξεις που μαζί με τις προ της μεταβολής (συνολικά) θα ξεπερνούσαν τα
150.000 €, θα μπορούσε να υπαχθεί στην ρύθμιση του άρ. 177 παρ.1γ΄ με
την αιτιολογία (που ενστερνίζεται η άποψη περί του ενιαίου χαρακτήρα του
κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της παρ. 2) ότι και για τις προηγούμενες
πράξεις εφαρμόζεται το μεταγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, ασχέτως αν
είναι αυστηρότερο.
Και επ’ αυτού η νομολογία προκειμένου να είναι συνεπής στην άποψή της
περί αυτοτέλειας των επιμέρους πράξεων, θα πρέπει να αποκλείσει ένα
τέτοιο ενδεχόμενο. Μάλιστα, επειδή και εδώ πρόκειται περί μεταβολής
χρηματικού ορίου το οποίο βεβαίως επί κατ’ εξακολούθηση τέλεσης
αναφέρεται στο συνολικό ποσό, δε χωρεί εφαρμογή του επιεικέστερου
ποινικού νόμου για καθεμία πράξη χωριστά, αλλά θα πρέπει για όλο το κατ’
εξακολούθηση έγκλημα τα τύχει εφαρμογής ο νόμος που το συνολικό ποσό το
υπάγει στην in concreto ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση,
οποτεδήποτε κι αν αυτή ίσχυσε, ήτοι από την τέλεση της πρώτης πράξης
μέχρι και την αμετάκλητη εκδίκαση όλων. Στην προκείμενη λοιπόν περίπτωση
ως τέτοιος νόμος είναι το ισχύσαν νομοθετικό καθεστώς πριν από την
προσθήκη της περίπτωσης γ΄ στην παρ. 1 του άρ. 157 με το ν. 3842/2010.
2) Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι η δικαστική
απόφαση δέχεται ότι το χρονικό διάστημα που παρέρχεται από την έκδοση
της διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών μέχρι τη σύλληψη ή εμφάνιση του
κατηγορουμένου, δεν υπάγεται καν στο χρόνο της παραγραφής και εκφεύγει
ως εκ τούτου των μέγιστων ορίων της αναστολής της παραγραφής κατ’
άρθρον 113 παρ. 3 ΠΚ.
Ωστόσο, πρόκειται κατά την άποψή μας για μία αμφίβολης ορθότητας θεώρηση, διότι η παραγραφή σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία[24] και νομολογία[25]
έχει ουσιαστικό χαρακτήρα. Οποιαδήποτε ρύθμιση λοιπόν συντείνει στην
διεύρυνση του χρόνου αυτής θα πρέπει να ελέγχεται βάσει του άρ. 7 Συντ
και άρ. 1 ΠΚ. Αντίθετα, επί οποιασδήποτε νομοθετικής συρρίκνωσης του
χρόνου αυτής, είναι ορθότερο να εφαρμόζεται το άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ, όπως
άλλωστε παγίως γίνεται δεκτό και νομολογιακά[26].
Την εν λόγω άποψη εξάλλου δέχτηκε πολύ πρόσφατα και η ΑΠ Ολομ 2/2013
(σε ΝΟΜΟS) η οποία κρίνοντας ότι και επί της παρ. 2 του άρ. 432 ΚΠΔ
εφαρμόζεται ως προς τις εκκρεμείς υποθέσεις ο χρονικός περιορισμός της
αναστολής του άρ. 113 παρ. 3, αναφέρθηκε παρεμπιπτόντως και στην παρ. 1
αυτού, δεχόμενη ότι «δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση η διαφορετική
ποινική μεταχείριση του παραπεμφθέντος για κακούργημα και μη
εμφανισθέντος στη δίκη κατηγορούμενου από το εάν αυτός είναι άγνωστης ή
γνωστής διαμονής, ώστε για το μεν απόντα και άγνωστης διαμονής (άρθρο
431 § 1 ΚΠΔ, όπως ισχύει) η αναστολή της παραγραφής για όσο διάστημα
διαρκεί η κύρια διαδικασία να μην μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από
πέντε (5) έτη, για δε τον κλητευθέντα ως γνωστής διαμονής που δεν
εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δικάστηκε σαν να ήταν παρών (άρθρο 432 § 2
ΚΠΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 21 του ν.
3904/2010), να εξακολουθεί να ισχύει για τις εκκρεμείς παλαιές υποθέσεις
και να αποτελεί χρόνο αναστολής όλος ο διαδραμών από την έκδοση της
ερήμην αποφάσεως μέχρι την έκδοση της νέας κατ` αντιμωλίαν αποφάσεως
χρόνος, αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και παραβίαση της προκύπτουσας
από το άρθρο 4 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος αρχής της ίσης
μεταχειρίσεως».
Εάν δεχτεί κανείς κατ’ ανάλογη εφαρμογή αναδρομική ισχύ του άρ. 432
παρ. 1 τελ. εδ. επί της παρ. 2, πολλώ μάλλον θα πρέπει να δεχτεί
αναδρομική εφαρμογή επί της παρ. 1 όπου η διάταξη τίθεται για να
εφαρμοστεί ευθέως και για να λύσει τη διαφωνία που άλλοτε ανέκυπτε περί
της υπαγωγής της στη ρύθμιση του άρ. 113 παρ. 3 ΠΚ[27].
* ο Σίσκος Παναγιώτης είναι δικηγόρος & Υπ. ΜΔ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ
=================================================
[1]
Πάντως, ζήτημα διαχρονικού δικαίου και εφαρμοστέου νόμου θα μπορούσε να
τεθεί και ως προς την λαθρεμπορία για την οποία βλ. παρακάτω στο
κείμενο.
[2]
Τέτοια είναι ο χρόνος τέλεσης, η παραγραφή, ο χρόνος έναρξης της
προθεσμίας της έγκλησης, η συμμετοχή κλπ. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό
Δίκαιο, Γενικό Μέρος τόμ. Γ΄, σελ. 43-44, Λ. Μαργαρίτη, Το κατ’
εξακολούθηση έγκλημα, σελ. 23 επ., Κ. Φελουτζή, Το κατ’ εξακολούθηση
έγκλημα ΠοινΧρ 1999 σελ. 406 με περαιτέρω παραπομπές
[3]
Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π. σελ. 31 επ., Λ. Μαργαρίτη σε Λ.
Μαργαρίτη-Ν.Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, σελ. 389, Ι.Μανωλεδάκη, Ποινικό
Δίκαιο –Γενική Θεωρία, σελ. 277,278,274 ,275, Ν. Χωραφά, Ποινικό
Δίκαιο,σελ. 396. Ωστόσο, κάποιοι ορισμένα ζητήματα αντιμετωπίζουν με
βάση την αρχή της αυτοτέλειας των πράξεων ενώ άλλα με βάση τη θεώρηση
του άρ. 98 ΠΚ ως ενιαίου εγκλήματος (Γ.Α. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο,
Διάγραμμα Γενικού Μέρους σελ. 435,436,437), ενώ κάποιοι υπέρμαχοι της
κρατούσας άποψης παρεκκλίνουν σε μερικά σημεία (Ν. Χωραφάς, ό.π. σελ.
398). Αντίθετος με την κρατούσα άποψη οι Β.Ζησιάδης (Ποινικό Δίκαιο,
Γενικό Μέρος, Β΄, σελ. 376 επ.)
[4]
ΑΠ Ολ 5/2002 ΠοινΔικ 2002, 836, ΑΠ 463/2010 σε ΝΟΜΟΣ, ΔιατεισΕφΘεσσαλ
670/2006 σε Αρμ 2006, σελ. 764, ΠλημμΛιβαδ 91/ 2004 σε ΝΟΜΟΣ. Ωστόσο,
δεν έλειψαν δικαστικές αποφάσεις που δέχονται και τον ενιαίο χαρακτήρα
και τον επιμερισμό. Βλ. ΑΠ 110/ 1998 σε Υπερ. 1998, 1058 (1059) η οποία
δέχεται ότι «…(οι μερικότερες πράξεις )…θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Το
έγκλημα αυτό συνιστά περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής
εγκλημάτων» και ΕφΑθ 464/1997 (βουλ) ΠοινΧρ 1997, 295, κατά την οποία
«προβάλλει η αρχή της νομικής ενότητας των κατ’ ιδίαν πράξεων κατά τρόπο
ώστε η αυτοτέλεια αυτών και η νομική ενότητά τους να είναι δύο
συνυφασμένα φαινόμενα στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, καθένα από τα οποία
επιφέρει ξεχωριστές συνέπειες».
[5]
Από τη θεωρία βλ. Ν. Ανδρουλάκη ό.π. σελ. 43, Καρανίκα, Ποινικό Δίκαιο,
Α΄, σελ. 175, Λ. Μαργαρίτη, Κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, σελ. 33, Ι.
Μπέκα, Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων –
Ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 ΠΚ, Α. Μπουρόπουλου, ΕρμΠΚ Α΄, σελ. 260, Π.
Παπανδρέου, σε Α. Χαραλαμπάκη, ΕρμΠΚ, Ι, σελ. 1010, Ν. Χωραφά, ό.π.,σελ.
397. Contra N. Χωραφάς, ό.π. σελ. 399 σημ. 4
[6]
Παλαιότερα υπήρξαν και δικαστικές αποφάσεις που δέχονταν ως εφαρμοστέο
για όλο το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα τον νόμο που ίσχυε για την
τελευταία επιμέρους πράξη (ΑΠ 849/2009 σε NOMOS, ΑΠ 589/2006 σε NOMOS,
ΑΠ 2504/2003 ΠοινΛογ 2003, 2663, ΠλημμΡοδ 54/2007 ΠοινΔνη 2007, 701, ΑΠ
2140/2005, ΠοινΛογ 2005, 1964)
[7]
ΑΠ 849/2009 σε NOMOS, ΑΠ 589/2006 σε NOMOS, ΑΠ 2504/2003 ΠοινΛογ 2003,
2663, ΠλημμΡοδ 54/2007 ΠοινΔνη 2007, 701, ΑΠ 2140/2005, ΠοινΛογ 2005,
1964.
[8] ΑΠ 1517/2011, ΣυμβΑΠ 24/2011, ΣυμβΑΠ 777/2009, ΑΠ 98/2007, ΣυμβΑΠ 1154/2010, ΣυμβΑΠ 1473/2009
[9]
H Nομολογία ως επί το πλείστον δεν εφάρμοσε το ισχύον κατά την τέλεση
των επιμέρους πράξεων νομοθετικό πλαίσιο, αλλά εφάρμοσε αναδρομικά το
καθεστώς μετά το ν. 2721/1999 ως επιεικέστερο με τη σκέψη ότι εκείνο
απαιτούσε σωρευτικά και την υπέρβαση του χρηματικού ορίου. Ως προς το
ζήτημα όμως της αυτοτέλειας των ποσών αμφιταλαντεύτηκε, άλλοτε δεχόμενη
επιμερισμό(ΑΠ 1855/2006, ΠοινΔικ 2006, 712, ΑΠ 190/2005, ΠοινΧρ 2005,
919, ΑΠ 556/2005, ΠοινΛογ 2005, 512, ΑΠ 1053/2005, ΠοινΛογ 2005, 930,
ΑΠ 1478/2005, ΠοινΛογ 2005, 1314, ΑΠ 23/2005 ΠοινΛογ 2005, 80, ΑΠ
1650/2002, ΠοινΛογ 2002, 1883) άλλοτε κλίνοντας προς τον συνυπολογισμό
(ΑΠ 176/2006 ΠοινΧρ 2006, 793, ΑΠ 93/2006 ΠοινΧρ 2006, 784, ΑΠ 2328/2005
ΠοινΛογ 2005, 2112, ΑΠ 2331/2004 ΠοινΛογ 2004, 2883, ΑΠ 1445/2004
ΠοινΛογ 2004, 1739, ΑΠ 17/2004 ΠοινΧρ 2004, 594, ΑΠ 1539/2003 ΠοινΧρ
2004, 433, ΑΠ 1639/2002 ΠοινΧρ 2003, 609, ΑΠ 1307/2002 ΠοινΧρ 2003, 497,
ΑΠ 243/2000 ΠοινΧρ 781,2000, ΑΠ 400/2000 ΠοινΧρ 968, 2000, ΑΠ 592/2000
ΠοινΧρ 1004, 2000). Τελικά το ζήτημα λύθηκε από την ΑΠ Ολ 5/2008 (σε
ΠοινΔικ 2008, 554. Έτσι και οι μεταγενέστερες ΑΠ 454/2013, ΑΠ 359/2011,
ΑΠ 731/2011. ΑΠ 1047/2011, ΑΠ 1086/2011, ΑΠ 173/2010. ΑΠ 1461/2010, ΑΠ
Ολομ 2/2009 σε NOMOS) η οποία και έκρινε ότι δεν είναι δυνατόν στα
πλαίσια του άρ. 2 ΠΚ να λαμβάνει χώρα η σύγκριση μεμονωμένων διατάξεων
επιλεκτικά από το εκάστοτε νομοθετικό καθεστώς, αλλά η σύγκριση θα αφορά
συνολικές δικαιικές ρυθμίσεις. Άλλως θα οδηγούμασταν στην εφαρμογή μιας
ευνοϊκότατης για τον κατηγορούμενο, πλην όμως ουδέποτε ισχύσασας
νομικής κατάστασης, την οποία δεν θέλησε ο νομοθέτης του εκάστοτε
ισχύοντος καθεστώτος[9].
[10] ΑΠ 1008/2012, ΑΠ 129/2012, ΑΠ 329/2011, ΑΠ 2460/2008, ΠλημΒολου 3064/2008, ΠλημΚερκ 2144/2004 ΠοινΔικ 2005, 686,
[11] ΑΠ 589/2006 ΝΟΜΟS, ΑΠ 2504/2003 ΠοινΛογ 2003, 2663
[12] ΑΠ 1242/2002 ΠοινΛογ 2002, 1359
[13]
Υπέρ του ενιαίου εδώ του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος τάσσονται ο ο
Ν.Ανδρουλάκης, ό.π. σελ.42, ο Χ.Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, ΓενΜερ,
σελ. 366, ο Κ. Σταμάτης ΣυστΕρμΠΚ άρ. 98 αρ. 18 (που κάνει λόγο για «μη
αυτοτέλεια» των μερικότερων πράξεων), ο Κ. Φελουτζής, Το κατ’
εξακολούθηση έγκλημα σε ΠοινΧρ 1999 σελ. 407, ο Α. Χαραλαμπάκης, ΠοινΛογ
2006, , 1156-1157.
[14]
Την δεύτερη άποψη υποστηρίζουν: η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Προβληματικές της
σύγχρονης Νομολογίας του Αρείου Πάγου στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού
δικαίου, ΠοινΔικ 2003, σελ. 1258 η οποία αναφέρει ότι δεν πρόκειται για
ένα κανονικό ενιαίο ή διαρκές έγκλημα, o Λ. Μαργαρίτης σε
Λ.Μαργαρίτη-Ν.Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, σελ. 396 επ., ο Ν.Μπιτζιλέκης
σε Ι.Μανωλεδάκη-Ν.Μπιτζιλέκη, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, σελ.
82-83 ,ο Π.Παναγόπουλος, Ζητήματα συμμετοχής και απόπειρας στο ενιαίο
κατ’ εξακολούθηση έγκλημα του ΠΚ και στο κατ’ επάγγελμα τελούμενο
έγκλημα του ΠΚ 13 παρ. στ΄,σε ΑρχΝομολ σελ. 278 επ., η Ε.
Συμεωνίδου-Καστανίδου, Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα με τον ν.
2721/1999, Υπερ. 1999, σελ. 1512 που αναφέρεται σε μία αυτοτελή
ιδιόρρυθμη μορφή εγκληματικής δράσης και ο Δ. Συμεωνίδης, Δικονομικές
όψεις του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος, σελ. 41, σημ. 97.
[15] Ν.Μπιτζιλέκη σε Ι.Μανωλεδάκη-Ν.Μπιτζιλέκη, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, σελ. 82-83
[16]
ΑΠ 140/1999 ΠοινΔνη 1999, 327, ΑΠ 1585/1994 ΠοινΧρ 1994, 1373, ΑΠ
(Ολομ) 1276/1993 ΠοινΧρ 1993, 1123 ΑΠ 460/1990, ΠοινΧρ 1990, 1135, ΑΠ
1203/1987 ΠοινΧρ 1988, 30, ΑΠ 1217/1987 ΠοινΧρ 1988, 41
[17]
1250/2010 σε NOMOS, 1137/2010 σε ΝΟΜΟS, ΑΠ 230/2008 σε NOMOS, ΑΠ (Ολομ)
5/2002, ΠοινΔικ 2002, 836, ΑΠ 190/2005 ΠοινΛογ 2005, 252, ΑΠ 1650/2002
ΠοινΛογ 2002, 1883
[18] ΠοινΔικ 2002, 877
[19]
Δεν υπάγονταν επειδή δεν υφίσταται ως προς αυτά νομοθετική διάταξη η
οποία να διαφοροποιεί τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης με βάση την
οικονομική αποτίμηση αυτής, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις απλώς ή
ιδιαιτέρως διακεκριμένες μορφές εγκλημάτων που στηρίζονται είτε
αποκλειστικά είτε μαζί με άλλες περιστάσεις στην χρηματική αποτίμηση της
πράξης ή όπως συμβαίνει με τις προνομιούχες μορφές εγκλημάτων οι οποίες
συνολικά εκτιμώμενες είναι δυνατόν να οδηγήσουν στη βασική
[20]
Ο λόγος αφορά εκείνες τις περιπτώσεις που δεν είχε συμπληρωθεί το εκ
του νόμου όριο διά του οποίου οι πολλές επιμέρους πράξεις υπάγονται σε
μία συγκεκριμένη μορφή εγκλήματος (βασική μορφή, απλώς ή ιδιαιτέρως
διακεκριμένη κλπ).
[21]
Μεταξύ τριών νομοθετικών καθεστώτων, ήτοι α) προ του ν. 2721/1999 ο
οποίος για την κακουργηματική απάτη δεν απαιτούσε υπέρβαση χρηματικού
ορίου αλλά αρκούνταν στην κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση πλην
όμως δε συνυπολογίζονταν επί κατ’ εξακολούθηση τέλεσης τα επιμέρους
ποσά, β) ανάμεσα στο ν. 2721/1999 και στο ν. 4055/2012, οπότε και
απαιτούνταν υπέρβαση του ορίου των 15.000 €, συνολικά συνυπολογιζομένων
επί κατ’ εξακολούθηση τέλεσης και γ) μετά το ν. 4055/2012 οπότε και
αυξανόταν το όριο στα 30.000 €
[22]
Μέχρι σήμερα τέτοιο ζήτημα δεν φαίνεται να ετέθη, διότι ακόμα και σε
τέτοιες περιπτώσεις που όλες οι επιμέρους πράξεις ξεπερνούσαν το όριο
των 150.000 είχαν τελεστεί όλες πριν από την ισχύ του ν. 3842/2010 , και
καμία μετά από αυτόν. Βλ. 203/2012 σε ΝΟMOS.
[23] ΑΠ 473/2011 ΠοινΔνη 2012, 17, ΑΠ 817/2011 σε ΝΟΜΟΣ, AΠ 1141/2011 σε NOMOS, ΑΠ 1626/2010 ΠοινΧρ 2011, 608
[24]
Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, ΙΙΙ, σελ. 94, Η. Γάφος,
Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, σελ. 553, Ι. Γιαννίδης, ΣυστΕρμΠΚ, άρ.
14 υπό άρ. 82, Ι Γιαννίδης, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 1- 133 Επιμέλεια Σπινέλλη,
2005, 179, Χ. Δέδες, Έγκλησις, σελ. 60, Ι. Ζησιάδης, Η ποινική
παραγραφή, σελ. 10, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, σε
Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι-Ν.Μπιτζιλέκη-Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των
Ποινικών Κυρώσεων, σελ. 193, Α. Κατσαντώνης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό
Μέρος, τόμ. Β΄, 1978, σελ. 180, Α. Κονταξής, Ποινικός Κώδικας, τόμ. Α΄,
2000, σελ. 1314, Γ.-Α. Μαγκάκης, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, σελ. 364, Ι.
Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο (Γενική θεωρία) σελ. 993 επ., Λ. Μαργαρίτης,
σε Λ. Μαργαρίτη-Ν. Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, σελ. 196, Λ.
Μαργαρίτης, Υπερ. 1991, 617, Χ. Μπάκας, ΠοινΧρ., ΜΑ, 844, Ν.
Μπιτζιλέκης, σε Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι-Ν.Μπιτζιλέκη-Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου,
Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, σελ. 177-178, Α. Μπουρόπουλος, Ποινικό
Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τόμ Α΄, σελ. 292, Κ. Φελουτζής, Σχετικά με την
παραγραφή υπουργικών αδικημάτων, τα οποία φέρονται να τελέστηκαν πριν
από την αντικατάσταση του άρθρου 7 ν.δ. 802/1971, ΠοινΧρ ΜΔ (1994),
1065, Ν. Χωραφάς, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, (1978), σελ. 431. Στο
χώρο του Γερμανικού Ποινικού Δικαίου, η εν λόγω άποψη προκρίνεται από
τους Liszt και Lorenz (βλ. Λ. Μαργαρίτη, σε Λ. Μαργαρίτη-Ν.
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, σελ. 195, σημ. 84). Contra Ι. Γεωργάκης,
Ποινικό Δίκαιο, 1991, σελ. 460, σημ. 866, Κ. Κωνσταντόπουλος, Τομ. Ι,
παρ. 208, Κασίμης σε Πανδέκτη Σιφναίου, α. 80, υπό άρ. 5 (που δέχονται
τη δικονομική θεώρηση) καθώς και Α. Κωστάρας, ΣυστΕρμΠΚ, σελ. 1270 (που
δέχεται τη μικτή θεώρηση).
[25]
Βλ. ενδεικτικά ΑΠ (Ολομ)11/2001, ΠοινΧρ ΝΑ, 792 = ΝοΒ 2002, 168, ΑΠ
49/1999, ΠοινΧρ ΜΘ, 121, ΑΠ 162/2001, ΠονΧρ ΝΑ, 791, ΑΠ (Ολομ)11/2001,
ΠοινΧρ ΝΑ, 792, ΝοΒ 2002, 168, ΑΠ 144/2006 σε ΝOMOS.
[26]
Βλ. σχετικά ΑΠ 128/1952 ΠοινΧρ 1952,235, ΑΠ 862/1974 ΠοινΧρ 1975, 199,
ΑΠ 1004/1976 ποινΧρ 1977, 348, ΑΠ 1130/1988 ΝοΒ 1988, 1270, ΑΠ 1586/1995
ΠοινΧρ 1996, 1012, ΑΠ 49/1999 ΠοινΧρ 1999, 121
[27][27]
Βλ. Π. Μπρακουμάτσου, Ν.3904/2010-Προβληματισμοί και αναφυόμενα
ζητήματα, ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2011/347. Για την άλλοτε επί του θέματος διαφωνία βλ.
Λ. Μαργαρίτη, Αυτοτελής ισχυρισμός περί οριστικής παύσεως της ποινικής
διώξεως λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, ΠοινΔικ 2006, 1169
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου