Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων ασκούμενων δικηγόρων
ΣτΕ 3900/2012 Τμ. Γ΄ επταμ. [παρατ. Β. Κόκοτα] (ΘΠΔΔ 1/2013, 77)
(Περίληψη) Εφόσον ο αιτών είχε εγγραφεί κανονικά ως
ασκούμενος δικηγόρος και εξακολουθούσε να είναι εγγεγραμμένος στον καθ’
ου δικηγορικό σύλλογο, ο τελευταίος εξετάζοντας την αίτησή του για τη
χορήγηση πιστοποιητικού άσκησης όφειλε να ....
αποφανθεί κατά πόσο
συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί το ως άνω
πιστοποιητικό. Στο στάδιο αυτό δεν μπορούν να εξεταστούν παρεμπιπτόντως
ζητήματα κύρους της εν λόγω εγγραφής εξ απόψεως νομιμότητας,
αναγομένης στην ιδιότητα του πτυχίου βάσει του οποίου ο αιτών είχε
εγγραφεί στον Σύλλογο, ως πληρούντος νόμιμη προϋπόθεση για τη συντέλεση
αυτής της εγγραφής. Ζητήματα που αφορούν τους τίτλους σπουδών του
αιτούντος θα μπορούσαν να εξετασθούν κατά την ενδεχόμενη άσκηση της
αρμοδιότητας του καθ’ ου Συλλόγου να ανακαλέσει ως παράνομη την εγγραφή
του αιτούντος στον Σύλλογο.
[...] 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, ασκούμενος
δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών, ζητεί την ακύρωση: α) του …/23.7.1997
εγγράφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο οποίο αναφέρεται ότι η
αναγνώριση από το ΔΙΚΑΤΣΑ της ισοτιμίας τίτλου σπουδών που έχει
χορηγηθεί από αλλοδαπό ΑΕΙ αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή του
υποψήφιου στις εξετάσεις, β) του …/16.11.2009 εγγράφου του Υπουργείου
Δικαιοσύνης προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών, στο οποίο αναφέρεται
ότι στη διαδικασία αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των
δικηγόρων δεν εμπλέκονται οι δικηγορικοί σύλλογοι, γ) της …/19.11.2009
πράξης του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών, με
την οποία αφενός απορρίφθηκε αίτημα του αιτούντος για αναγνώριση των
επαγγελματικών προσόντων του και αφετέρου αποφασίσθηκε η χορήγηση
πιστοποιητικού δεκαοκτάμηνης άσκησης με την επιφύλαξη της τήρησης των
προϋποθέσεων του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν 723/1977, δ) του …/20.11.2009
εγγράφου του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών, με το οποίο αποστέλλονται
στον αιτούντα αφενός έγγραφα του εν λόγω Συλλόγου και του Υπουργείου
Δικαιοσύνης, ως προς τη διαδικασία αναγνώρισης επαγγελματικών
προσόντων, και αφετέρου το πιστοποιητικό άσκησης του αιτούντος με την
επισήμανση ότι δεν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 3
του Ν 723/1977, ε) του πιστοποιητικού άσκησης του αιτούντος, με αριθμ.
πρωτ. …/25.11.2009, που εξέδωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών με την
επισήμανση ότι ο αιτών δεν έχει τηρήσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 1
παρ. 3 του Ν 723/1977 και στ) της άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να
δεχθεί τη συμμετοχή του αιτούντος στις εξετάσεις για χορήγηση άδειας
άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος που εκδηλώθηκε με τα υπό στοιχ. α΄
και β΄ έγγραφα.
3. Επειδή, τα ανωτέρω υπό στοιχεία α’ και β’ προσβαλλόμενα έγγραφα
του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχουν πληροφοριακό χαρακτήρα και συνεπώς
απαραδέκτως προσβάλλονται. Ως εκ τούτου, με τα εν λόγω έγγραφα δεν
εκδηλώθηκε άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να δεχθεί τον αιτούντα στις
εξετάσεις για χορήγηση άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος και
επομένως η υπό στοιχείο στ’ προσβαλλόμενη άρνηση δεν διαθέτει εκτελεστό
χαρακτήρα και προσβάλλεται επίσης απαραδέκτως. Ομοίως στερείται
εκτελεστότητας το υπό στοιχείο δ’ προσβαλλόμενο έγγραφο του Δικηγορικού
Συλλόγου Πατρών το οποίο έχει επίσης πληροφοριακό χαρακτήρα και συνεπώς
απαραδέκτως προσβάλλεται. Αντιθέτως, έχουν εκτελεστό χαρακτήρα και
παραδεκτώς προσβάλλονται: α) η υπό στοιχείο γ’ …/19.11.2009 πράξη του
Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών κατά το μέρος που
αποφασίσθηκε η χορήγηση στον αιτούντα πιστοποιητικού άσκησης
δεκαοκτάμηνης με την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων του άρθρου 1
παρ. 3 του Ν 723/1977 για την προσκόμιση πράξης αναγνώρισης από τον
ΔΟΑΤΑΠ και β) το υπό στοιχείο ε’ πιστοποιητικό άσκησης που εξέδωσε ο
Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών, με αριθμ. πρωτ. …/2009, κατά το μέρος που
αναφέρεται σ’ αυτό ότι ο αιτών δεν έχει τηρήσει την προϋπόθεση του
άρθρου 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με
το άρθρο 1 του Ν 723/1977, και ότι ειδικότερα δεν έχει προσκομίσει
πράξη ισοτιμίας των βρετανικών τίτλων σπουδών που διαθέτει από τον
ΔΟΑΤΑΠ.
4. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολ 2770-2771/2011) με τις διατάξεις
των άρθρων 39 και 43 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας, όπως το κείμενό της ενοποιήθηκε με την κυρωθείσα με το Ν
2691/1999 (ΕτΚ Α’, φ. 47) Συνθήκη του Άμστερνταμ (και ήδη άρθρα 45 και
49 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τη Συνθήκη της
Λισαβόνας που κυρώθηκε με το Ν 3671/2008, ΕτΚ Α’, φ. 129),
κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, ως θεμελιώδεις κοινοτικές ελευθερίες (βλ.
και άρθρα 2 και 3 περ. γ), η ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων και
το δικαίωμα εγκαταστάσεως, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις
ελευθερίες αναλήψεως και ασκήσεως μη μισθωτών δραστηριοτήτων. Κατά πάγια
νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με τις διατάξεις
αυτές, οι οποίες είναι δεκτικές αμέσου επικλήσεως από ιδιώτες ενώπιον
των εθνικών αρχών, καταλαμβάνουν δε και τους δικηγόρους (βλ., μεταξύ
άλλων, ΔΕΚ 21.6.1974, C-2/74, Reyners, 28.4.1977, C- 71/76, Thieffry,
12.7.1984, C-107/83, Klopp), παρέχεται η δυνατότητα της απρόσκοπτης,
κατ’ αρχήν, επαγγελματικής δραστηριοποίησης των κοινοτικών υπηκόων σε
ολόκληρη την Κοινότητα, με συνέπεια να αποκλείονται εθνικά μέτρα που,
χωρίς επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, θα καθιστούσαν την άσκηση
των σχετικών δραστηριοτήτων σε ορισμένο κράτος μέλος λιγότερο ελκυστική
για τους λοιπούς κοινοτικούς υπηκόους έναντι των υπηκόων του κράτους
αυτού. (Βλ., μεταξύ άλλων, ΔΕΚ 13.3.1993, C-19/92, Kraus, σκ. 32,
30.11.1995, C-55/94, Gebhard, σκ. 37, 14.10.2004, C-299/02, Eπιτροπή
κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών, σκ. 15 και 17, 17.3.2005, C-109/04,
Kranemann, 21.4.2005, C-140/03, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.).
Εξ άλλου, προκειμένου περί «νομικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος»,
επαγγέλματος δηλαδή για την πρόσβαση στο οποίο απαιτείται, κατά τη
νομοθεσία ορισμένου κράτους μέλους (εφεξής κράτους υποδοχής), η ύπαρξη
προσόντων πιστοποιούμενων με την κατοχή συγκεκριμένων τίτλων, από τις
διατάξεις των άρθρων 39 παρ. 1, 43, 47, 149, 150 της Συνθήκης για την
Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως το κείμενό της ενοποιήθηκε με την
κυρωθείσα με το Ν 9691/1999 Συνθήκη του Αμστερνταμ, όπως έχουν επίσης
ερμηνευθεί με σειρά αποφάσεων του ΔΕΚ, συνάγονται τα εξής: Όταν οι αρχές
του εν λόγω κράτους εξετάζουν αίτηση κοινοτικού υπηκόου (ακόμα και
υπηκόου του ίδιου του κράτους αυτού) για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως
τέτοιου ως άνω επαγγέλματος, οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψη τα διπλώματα,
πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος σε
άλλο κράτος μέλος (κράτος προέλευσης), τα οποία συνιστούν νόμιμη
προϋπόθεση για την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στο κράτος εκείνο (Βλ.,
μεταξύ άλλων, ΔΕΚ 15.10.1987, C-222/86, Umectef/Heylens, 7.5.1991,
C-340/89, Bλασσοπούλου, σκ. 15 – 16, 8.7.1999, C-234/97, Fernandez de
Bobadilla, σκ. 30 – 31, καθώς και ανωτ. απόφ. Kraus, σκ. 15 – 16). Η
υποχρέωση αυτή, όπως το περιεχόμενό της αναλύεται στη συνέχεια, απορρέει
ευθέως από τις ανωτέρω περί των κοινοτικών ελευθεριών διατάξεις της
Συνθήκης, και είναι ανεξάρτητη από την έκδοση των οδηγιών που
προβλέπονται, κατά τα προεκτεθέντα, στις διατάξεις αυτές για να
διευκολύνουν περαιτέρω την άσκηση των εν λόγω ελευθεριών. (ΔΕΚ ανωτ.
αποφάσεις Bλασσοπούλου, σκ. 14, Fernandez de Bobadilla, σκ. 28, κατωτ.
απόφ. Morgenbesser, σκ. 58 κ.ά.). Τέτοιες ως άνω οδηγίες αποτελούσαν
κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, μεταξύ άλλων, η οδηγία 89/48/ΕΟΚ
του Συμβουλίου, «σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των
διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική
εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών», (ΕΕ L 19), όπως συμπληρώθηκε
με την 92/51/ όμοια (ΕΕ L 209), καθώς και η οδηγία 98/5/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998
«για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε
κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός
τίτλος» (EE L. 77). Η ανωτέρω, άλλωστε, υποχρέωση του κράτους υποδοχής
να λαμβάνει υπ’ όψη τους «κοινοτικούς» τίτλους, ούτε αυτόματη αναγνώρισή
τους συνιστά ούτε περιορισμό της αποκλειστικής, κατά τη Συνθήκη,
αρμοδιότητας των κρατών μελών να καθορίζουν τα ίδια τη μορφή, το
περιεχόμενο και το επίπεδο της οικείας εκπαίδευσης (ανωτ. άρθρα
149-150), ελλείψει δε σχετικής εναρμόνισης, και τα επιθυμητά για το
συγκεκριμένο επάγγελμα προσόντα (βλ., μεταξύ άλλων, ανωτ. αποφάσεις
Unectef/Heylens, σκ. 10 κ.επ., Βλασσοπούλου, σκ. 9, καθώς και ΔΕΚ
10.12.2009, C-345/08, Krzysztof Pesla, σκ. 34). Ο λόγος, πράγματι, για
τον οποίο επιβάλλεται η υποχρέωση αυτή δεν είναι η εγγενής, από
ακαδημαϊκή άποψη, αξία των πιο πάνω τίτλων αλλά το γεγονός ότι
επιτρέπουν στο κράτος προέλευσης την πρόσβαση στο οικείο επάγγελμα
(πρβλ. ΔΕΚ., 19.1.2006, C-330/03, Colegio de Ingenieros de Caminos,
Canales y Puertos, σκ. 19 και 23, καθώς και 23.10.2008, C-274/05,
Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκ. 29-31). Γι αυτό και δεν
επιτρέπεται, στην περίπτωση αυτή, να μη λαμβάνονται υπ’ όψη εξαιτίας και
μόνον διαφορών ως προς την αντίστοιχη εκπαίδευση των κρατών προέλευσης
και υποδοχής (βλ. ιδίως κατωτ. απόφ. Morgenbesser). Κατά συνέπεια,
εκείνο στο οποίο υποχρεούνται οι αρμόδιες αρχές του κράτους υποδοχής
είναι να προβαίνουν, εν πάση περιπτώσει, σε συγκριτική εξέταση των
ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τους τίτλους αυτούς και των γνώσεων και
προσόντων που απαιτούνται για το συγκεκριμένο επάγγελμα από τις εθνικές
διατάξεις. Και αν μεν η συγκριτική αυτή εξέταση οδηγεί στη διαπίστωση
ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με τους τίτλους του
κράτους προέλευσης αντιστοιχούν στις προϋποθέσεις που απαιτούν οι
εθνικές διατάξεις του, το κράτος υποδοχής υποχρεούται να δεχθεί ότι οι
εν λόγω τίτλοι πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές. Αν, αντιθέτως, προκύπτει
από τη σύγκριση μερική μόνον αντιστοιχία, δικαιούται να απαιτήσει από
τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει με άλλο τρόπο (όπως με
γνώσεις που αποκτήθηκαν στο κράτος υποδοχής, πρακτική εξάσκηση και
συνακόλουθη επαγγελματική πείρα κ.λπ.) τις γνώσεις και τα προσόντα που
του έλειπαν. Εξ άλλου, όταν το κράτος υποδοχής δεν έχει θεσπίσει, σε
εθνικό επίπεδο, γενική διαδικασία αναγνωρίσεως της επαγγελματικής
ισοτιμίας ή η διαδικασία αυτή δεν είναι σύμφωνη προς τις ως άνω επιταγές
του κοινοτικού δικαίου, τότε το όργανο του κράτους υποδοχής στο οποίο
έχει ανατεθεί από την εθνική νομοθεσία η αρμοδιότητα να ελέγχει την
συνδρομή των προϋποθέσεων προσβάσεως στο συγκεκριμένο επάγγελμα οφείλει
να εξετάσει αν το δίπλωμα που απέκτησε ο ενδιαφερόμενος σε άλλο κράτος
μέλος, μαζί με τα λοιπά προσόντα που έχει τυχόν αποκτήσει, κατά τ’
ανωτέρω, (πείρα κ.λπ.), πρέπει να θεωρηθούν ισότιμα του τίτλου που
απαιτείται από την εθνική νομοθεσία για την πρόσβαση στο εν λόγω
επάγγελμα (για όλα τα ανωτέρω, βλ. μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις
Βλασσοπούλου, σκ. 16 κ.επ., Fernandez de Bobadilla, σκ. 31 κ.επ.).
5. Επειδή, περαιτέρω έχει κριθεί (ΣτΕ Ολ 2770-2771/2011) ότι
ειδικότερα, προκειμένου περί της πρακτικής ασκήσεως που προβλέπεται σε
νομοθεσίες κρατών μελών ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στο επάγγελμα του
δικηγόρου, από τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, όπως έχουν, στην
περίπτωση αυτή, εφαρμοσθεί από το ΔΕΚ -το πρώτον με την απόφαση
Morgenbesser του έτους 2003-, απορρέουν τα ακόλουθα: α) Η εν λόγω
πρακτική άσκηση, προπαρασκευαστική της εισόδου στο επάγγελμα του
δικηγόρου, δεν συνιστά, ως εκ τούτου, ούτε «δικηγορικό επάγγελμα» ούτε
αυτοτελές «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα», κατά την έννοια,
αντιστοίχως, των ανωτέρω οδηγιών 98/5 και 89/48. Συνεπώς, οι εν λόγω
οδηγίες δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή (ΔΕΚ, 13.11.2003, C-313/01,
Christine Morgenbesser, σκ. 45 – 54, καθώς και απόφ. Pesla, σκ. 22-24).
β) Η σχετική περίοδος, ωστόσο (της πρακτικής δικηγορικής άσκησης),
καθώς αποτελεί αναγκαία προπαρασκευή για την είσοδο στο επάγγελμα του
δικηγόρου, πάντως δε, εφ’ όσον ενέχει την ανάληψη από τον ασκούμενο
δραστηριοτήτων που, κανονικά, αμείβονται (ανεξάρτητα από το ύψος της
αμοιβής, είτε από τον πελάτη είτε από το δικηγορικό γραφείο όπου γίνεται
η άσκηση), συνιστά δραστηριότητα υπαγόμενη στις ως άνω περί ελευθεριών
διατάξεις του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου (άρθρο 39 ή 43 της
Συνθήκης, ανάλογα με τις ειδικότερες συνθήκες απασχόλησης) (βλ.
αποφάσεις Morgenbesser, σκ. 60-61, Pesla, σκ. 25-27. Πρβλ. επίσης ανωτ.
απόφαση Krannemann, σκ. 12-18, καθώς και ΔΕΚ, 3.7.1986, C-66/85, Deborah
Lawrie – Blum, σκ. 16-22). Κατ’ εφαρμογή, επομένως, των εν λόγω
διατάξεων, όταν κοινοτικός υπήκοος ζητεί να του επιτραπεί να διανύσει σε
ορισμένο κράτος μέλος την περίοδο πρακτικής ασκήσεως που προβλέπεται
στο κράτος αυτό ως προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος του
δικηγόρου, και επικαλείται προς τούτο τίτλους που έχει αποκτήσει σε άλλο
κράτος μέλος και οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο κράτος εκείνο
για την πρόσβαση σε αντίστοιχη δραστηριότητα, η αρμόδια αρχή του
κράτους υποδοχής, οφείλει, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, να
λάβει υπ’ όψη τους εν λόγω τίτλους και, συνεκτιμώντας τους στο πλαίσιο
συνολικής αξιολόγησης της εκπαιδεύσεως και των εν γένει προσόντων του
αιτούντος, να εξακριβώσει εάν και κατά πόσον οι γνώσεις που
πιστοποιούνται με τους τίτλους αυτούς και τα κτηθέντα στο κράτος
προελεύσεως προσόντα ή επαγγελματική πείρα, καθώς και η πείρα που έχει
ενδεχομένως αποκτήσει ο αιτών στο κράτος υποδοχής, πληρούν, μερικώς
έστω, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται στο τελευταίο αυτό
κράτος για την πρόσβαση στην επιδιωκόμενη άσκηση. Ειδικότερα, κατά την
εν λόγω αξιολόγηση, το κράτος υποδοχής μπορεί να προβαίνει σε συγκριτική
εξέταση των απαιτουμένων από το ίδιο διπλωμάτων με εκείνα του κράτους
προελεύσεως, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπ’ όψη τις αντίστοιχες διαφορές
των εθνικών εννόμων τάξεων. Και αν από τη συγκριτική αυτή εξέταση
καταλήγει στη διαπίστωση ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που
πιστοποιούνται με το δίπλωμα του κράτους προελεύσεως αντιστοιχούν με τα
απαιτούμενα από τις δικές του διατάξεις, υποχρεούται να δεχθεί ότι το
δίπλωμα αυτό πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις. Αν από τη σύγκριση
προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία, δικαιούται να απαιτήσει από τον
υποψήφιο να αποδείξει, κατά τ’ ανωτέρω, ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις
και τα προσόντα που του έλειπαν. Δεν μπορεί όμως να αρνηθεί την
ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος με μόνη την αιτιολογία ότι πτυχίο
νομικής που αποκτήθηκε από τον αιτούντα στο κράτος προελεύσεως δεν έχει
«επικυρωθεί από πανεπιστήμιο», δηλαδή δεν έχει τύχει ακαδημαϊκής
αναγνώρισης στο κράτος υποδοχής (βλ. ιδίως την απόφαση Morgenbesser, σκ.
57-58 και 62-72, εν συνδυασμώ και προς το πραγματικό της κύριας, στην
υπόθεση εκείνη, δίκης, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 25-31, καθώς και
τη σκέψη 54 της αυτής αποφάσεως).
6. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ Ολ 2771/2011), όπως προκύπτει
από τις διατάξεις των άρθρων 3 (παρ. 3) και 4 του Κώδικα περί Δικηγόρων
(ΝΔ 3026/1954), ως «πτυχίον αλλοδαπού ανεγνωρισμένου ομοταγούς
Πανεπιστημίου», το οποίο, εξομοιούμενο προς «πτυχίον του νομικού
τμήματος της Νομικής Σχολής Ελληνικού Πανεπιστημίου», απαιτείται, κατά
τις διατάξεις αυτές, για την εγγραφή σε ελληνικό δικηγορικό σύλλογο με
την ιδιότητα του ασκουμένου, νοείται εκείνο το πτυχίο του οποίου έχει
αναγνωρισθεί η από ακαδημαϊκής απόψεως ισοτιμία με τον ως άνω ημεδαπό
τίτλο, σύμφωνα με τις ισχύουσες εκάστοτε σχετικές διατάξεις [κατά τον
κρίσιμο χρόνο Ν 741/1977 (ΕτΚ Α΄, φ.314) περί Διαπανεπιστημιακού Κέντρου
Αναγνωρίσεως Τίτλων Σπουδών της Αλλοδαπής (ΔΙΚΑΤΣΑ) και μετέπειτα Ν
3328/2005 (ΕτΚ Α΄, ΦΕΚ 80) περί Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης
Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ)]. Εξ άλλου, από τις αυτές
ως άνω διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, συνάγεται ότι επί υποβολής
αιτήσεως για την εγγραφή ασκουμένου σε δικηγορικό σύλλογο, η ιδιότητα
του πτυχίου τού οποίου γίνεται επίκληση με την αίτηση, ως πληρούντος
νόμιμη προϋπόθεση της εγγραφής, ερευνάται κατά το στάδιο του ελέγχου της
αιτήσεως. Εφόσον δε χωρήσει η εγγραφή, πράγμα που προϋποθέτει την
κατάφαση για το ότι το προσκομιζόμενο πτυχίο συνιστά όντως νόμιμη
προϋπόθεση για αυτήν, η τελευταία, ως ατομική διοικητική πράξη,
περιβάλλεται το τεκμήριο της νομιμότητος και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
παρεμπιπτόντως το κύρος αυτής κατά το μεταγενέστερο στάδιο, κατά το
οποίο, με τη συμπλήρωση της άσκησης, ζητείται η λήψη του πιστοποιητικού
ασκήσεως για τη συμμετοχή στην εξέταση των υποψηφίων δικηγόρων, και κατά
το οποίο (στάδιο) ερευνάται η συνδρομή των μεταγενεστέρων της εγγραφής
νομίμων προϋποθέσεων (χρόνος πρακτικής άσκησης, παραστάσεις σε
δικαστήρια κ.λπ.). Άλλως βεβαίως έχει το πράγμα εάν η, κατά το
μεταγενέστερο αυτό στάδιο, διαπίστωση παρανομίας ως προς το ότι το
κατεχόμενο από τον ασκούμενο πτυχίο δεν πληροί όντως την αξιουμένη
νόμιμη προϋπόθεση για την εγγραφή του στο βιβλίο ασκουμένων, οδηγήσει σε
ρητή ανάκληση της εγγραφής από το αρμόδιο διοικητικό συμβούλιο του
συλλόγου, κατά τους όρους ανάκλησης των παράνομων διοικητικών πράξεων,
οπότε και δικαιολογείται, κατόπιν αυτού, η άρνηση χορηγήσεως
πιστοποιητικού ασκήσεως.
7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών
ενεγράφη ως ασκούμενος δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών στις
18.4.2005, μετά από σχετική αίτηση που συνοδευόταν από τους τίτλους
σπουδών που είχε λάβει από βρετανικά πανεπιστήμια και συγκεκριμένα
πτυχίο Νομικής (Bachelor of Laws) από το Πανεπιστήμιο Kingston του
Λονδίνου και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (Master of Laws) από το
Πανεπιστήμιο University College του Λονδίνου. Στη συνέχεια ο αιτών
υπέβαλε την …/20.10.2009 αίτηση στο Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών για να του
χορηγηθεί πιστοποιητικό άσκησης, το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 12 του Κώδικα περί Δικηγόρων, απαραίτητο
δικαιολογητικό προκειμένου να λάβει μέρος στις εξετάσεις για τη λήψη της
άδειας δικηγόρου. Επίσης, ο αιτών υπέβαλε την …/20.10.2009 αίτηση, με
την οποία ζητούσε την αναγνώριση των επαγγελματικών του προσόντων που
πιστοποιούν οι ως άνω τίτλοι σπουδών από το Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών.
Με τις αιτήσεις αυτές, ο αιτών προσκόμισε τους ανωτέρω τίτλους σπουδών
και το υπ’ αρ. πρωτ. …/27.5.2008 έγγραφο του ΔΟΑΤΑΠ, στο οποίο
αναφέρεται ότι «ο ΔΟΑΤΑΠ έχει αναγνωρίσει το ομοταγές των Ιδρυμάτων
University of Kingston και University of London, καθώς επίσης την
ισοτιμία του Faculty of Business and Law of Kingston και Faculty of
Laws- University College London, που ανήκει στο University of London». Ο
αιτών σχυρίσθηκε ότι η απόφαση ακαδημαϊκής ισοτιμίας των τίτλων σπουδών
δεν αποτελεί προϋπόθεση ούτε για την πιστοποίηση της συμπλήρωσης της
δεκαοκτάμηνης πρακτικής δικηγορικής άσκησης ούτε για την απόφαση
αναγνώρισης ισοτιμίας των επαγγελματικών του προσόντων, όπως τούτο
προκύπτει από τις διατάξεις του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου περί
ελευθερίας εγκατάστασης των κοινοτικών υπηκόων, καθώς και του παράγωγου
κοινοτικού δικαίου περί επαγγελματικής ισοτιμίας. Ο Δικηγορικός Σύλλογος
Πατρών, μετά από αλληλογραφία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, απέρριψε, με
την …/19.11.2009 πράξη του, την ως άνω αίτηση του αιτούντος για την
αναγνώριση της ισοτιμίας των επαγγελματικών του προσόντων και αποφάσισε
τη χορήγηση πιστοποιητικού πρακτικής άσκησης, υπό την επιφύλαξη της
τήρησης του άρθρου 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως έχει τροποποιηθεί
και ισχύει, που επιβάλλει την προσκόμιση αναγνωρισμένου από τον ΔΟΑΤΑΠ
τίτλου σπουδών. Ακολούθως, ο Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών εξέδωσε το
πιστοποιητικό άσκησης του αιτούντος, με αριθμ. πρωτ. …/25.11.2009, με
την κρίση ότι ο αιτών δεν έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 3
του Κώδικα Δικηγόρων, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με το άρθρο 1
του Ν 723/1977. Ο αιτών με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλει τις ως άνω
πράξεις.
8. Επειδή, εφόσον ο αιτών είχε εγγραφεί κανονικά ως ασκούμενος
δικηγόρος και εξακολουθούσε να είναι εγγεγραμμένος στον καθ’ ου
δικηγορικό σύλλογο, ο τελευταίος εξετάζοντας την αίτησή του για τη
χορήγηση πιστοποιητικού άσκησης όφειλε να αποφανθεί κατά πόσον
συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί το ως άνω
πιστοποιητικό. Κατά τον σχετικό, άλλωστε, στο στάδιο αυτό έλεγχο της
Διοίκησης, δεν μπορούσαν να εξετασθούν παρεμπιπτόντως ζητήματα κύρους
της εν λόγω εγγραφής από απόψεως νομιμότητας, αναγομένης στην ιδιότητα
του πτυχίου βάσει του οποίου ο αιτών είχε εγγραφεί στο Σύλλογο, ως
πληρούντος νόμιμη προϋπόθεση για τη συντέλεση αυτής της εγγραφής.
Ζητήματα που αφορούν τους τίτλους σπουδών του αιτούντος θα μπορούσαν,
κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 6, να εξετασθούν κατά την ενδεχόμενη άσκηση
της αρμοδιότητας του καθ’ ου Συλλόγου να ανακαλέσει ως παράνομη, αν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο, την εγγραφή του αιτούντος στο
Σύλλογο. Στην περίπτωση όμως αυτή, η Διοίκηση κατ’ εφαρμογή των
προμνημονευθεισών διατάξεων του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, όπως
έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΚ (βλ. ανωτέρω σκέψεις), δεν θα έπρεπε να
περιορισθεί στο ζήτημα της ακαδημαϊκής και μόνον ισοτιμίας των εν λόγω
κοινοτικών τίτλων σπουδών, αλλά θα όφειλε να λάβει υπόψη τους τίτλους
σπουδών και αφού προβεί σε συνολική συγκριτική αξιολόγησή τους με το
απαιτούμενο για την εγγραφή ημεδαπό πτυχίο, ως προς τις πιστοποιούμενες,
αντιστοίχως, επαγγελματικές γνώσεις και προσόντα, σε συνδυασμό και με
τις διαφορές ως προς τις αντίστοιχες έννομες τάξεις, τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά και τον τρόπο άσκησης των οικείων επαγγελμάτων, να κρίνει
αν οι γνώσεις και τα εν γένει προσόντα του αιτούντος που προκύπτουν από
τους εν λόγω τίτλους σπουδών, καθώς και άλλες τυχόν σχετικές γνώσεις
και εμπειρία που έχει τυχόν αποκτήσει (μεταξύ άλλων και από την ίδια τη
διανυθείσα στον καθ’ ου Σύλλογο, μετά την εγγραφή του ως ασκουμένου
δικηγόρου, περιόδου άσκησης), αντιστοιχούν προς τα προσόντα που απαιτούν
οι εθνικές διατάξεις. Και, σε καταφατική μεν περίπτωση να δεχθεί τους
ως άνω τίτλους, επί τη διαπιστώσει δε μερικής μόνον αντιστοιχίας, να
απαιτήσει ενδεχομένως να αποδείξει ο αιτών ότι έχει αποκτήσει τα
ελλείποντα προσόντα (ΣτΕ Ολ 2771/2011). Με τα δεδομένα αυτά η
προσβαλλόμενη …/19.11.2009 πράξη του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών καθώς
και το προσβαλλόμενο …/25.11.2009 πιστοποιητικό άσκησης κατά το μέρος
που περιέχουν επιφύλαξη λόγω της μη προσκόμισης πράξης αναγνώρισης των
κοινοτικών τίτλων σπουδών από τον ΔΟΑΤΑΠ, δεν είναι νόμιμες και ως εκ
τούτου πρέπει να ακυρωθούν, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα. Η δε υπόθεση
να αναπεμφθεί στον καθ’ ου Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών προς νόμιμη κρίση.
[Δέχεται την αίτηση.]
Παρατηρήσεις
Ασκούμενοι δικηγόροι και αναγνώριση των επαγγελματικών τους προσόντων
Ι. Εισαγωγικά
Η σχολιαζόμενη απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας
εντάσσεται στο ευρύτερο νομολογιακό κλίμα που διαμορφώθηκε με τις
αποφάσεις 2770 και 2771/2011 της Ολομέλειας, αναφορικά με το ζήτημα της
αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των ασκούμενων δικηγόρων [64] .
Υιοθετώντας τις παραδοχές της Ολομέλειας, το δικαστήριο αποσαφηνίζει με
τη σχολιαζόμενη απόφαση το νομοθετικό καθεστώς της πρακτικής άσκησης
των δικηγόρων, προβαίνοντας σε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο
ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας [65] .
ΙΙ. Η σχολιαζόμενη απόφαση
Σε ό,τι αφορά στο νομοθετικό καθεστώς της πρακτικής άσκησης των
δικηγόρων, το Γ΄ Τμήμα επαναλαμβάνει -όπως ακριβώς και η Ολομέλεια με
τις αποφάσεις 2770 και 2771/2011- την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου
της Ένωσης, που έχει αποφανθεί σχετικά σε ανάλογες υποθέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου