Λευκή αποδοχή συναλλαγματικής
ΜΕφΛαρ 62/2013 [Συναλλαγματική] (σημ. Ν. Κάμτσιου – Μπέτζιου)
Διατάξεις: άρθρα 10, 13 Ν 5325/1932
Αντισυμβατική συμπλήρωση ατελούς κατά την έκδοσή της συναλλαγματικής.
Κατά ποίων προβάλλεται η σχετική ένσταση. Βάρος απόδειξης. Διαφορές
ένστασης αντισυμβατικής συμπλήρωσης από την...
ένσταση της πλαστότητας.
[...] Με τα άρθρα 10 του Ν 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και
γραμματίου εις διαταγή» και 13 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής» ορίζεται
ότι εάν συναλλαγματική ή επιταγή, αντίστοιχα, ατελής κατά την έκδοση
συμπληρώθηκε εναντίον των γενομένων συμφωνιών, η μη τήρηση των συμφωνιών
αυτών μπορεί να αντιταχθεί κατά του κομιστή, μόνον, εάν αυτός απέκτησε
την συναλλαγματική ή επιταγή με κακή πίστη ή εάν κατά την κτήση αυτής
διέπραξε βαρύ πταίσμα. Από τις ανωτέρω – ταυτόσημες κατά περιεχόμενο –
διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι είναι δυνατόν να υπάρξει θελημένη έλλειψη
ενός ή περισσότερων τυπικών στοιχείων της επιταγής, προκειμένου να
συμπληρωθούν αυτά μεταγενέστερα από τον λήπτη, δυνάμει συμφωνίας μεταξύ
αυτού και του εκδότη, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση στον πρώτο να
συμπληρωθούν τα στοιχεία αυτά κατά τα συμφωνημένα, Τα ασυμπλήρωτα
στοιχεία είναι συνήθως το ποσό της επιταγής ή η χρονολογία εκδόσεώς της.
Στην περίπτωση, όμως, που ο λήπτης της επιταγής δεν τηρήσει τη συμφωνία
κατά τη συμπλήρωση των στοιχείων της, ο εκδότης δικαιούται να προβάλει
την ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης τόσο κατά του λήπτη όσο και
κατά των μεταγενέστερων κομιστών, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι
κομιστές αυτοί, κατά τον χρόνο που απέκτησαν την επιταγή, βρίσκονταν σε
κακή πίστη ή διέπραξαν βαρύ πταίσμα. Το βάρος δε της επίκλησης και
απόδειξης του ισχυρισμού ότι η συναλλαγματική ή η επιταγή ήταν ατελής
κατά την έκδοσή της, καθώς και ότι συμπληρώθηκε αντίθετα προς τις
συμφωνίες μεταξύ αυτού που έδωσε και αυτού που πήρε τη λευκή
συναλλαγματική ή επιταγή, φέρει ο εκδότης της επιταγής (ΑΠ 1268/1989
ΕλλΔνη 1991,797, ΑΠ 1193/1983 ΕΕμπΔ ΛΕ΄,619). Εξάλλου, η αντισυμβατική
συμπλήρωση της επιταγής ή συναλλαγματικής δεν συνιστά πλαστογράφηση του
τίτλου διότι νόθευση της επιταγής ή συναλλαγματικής έχομε μόνο όταν δεν
υπάρχει καθόλου συμφωνία για τη συμπλήρωσή τους (ΑΠ 923/2002 ΕλλΔνη
2003,1319, ΑΠ 839/1994 ΕλλΔνη
1996,150). Γι’ αυτό η ένσταση αντισυμβατικής συμπλήρωσης μίας
συναλλαγματικής ή επιταγής, στηριζόμενη στην ειδική ρύθμιση των άρθρων
10 του Ν 5325/1932 και 13 Ν 5960/1933, διαφέρει από την ένσταση
πλαστότητας της επιταγής (ΑΠ 839/1994 ΔΕΕ
1995,71). Ειδικότερα, η ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης
συναλλαγματικής προβάλλεται όταν το κενό ή τα κενά στοιχεία της λευκής
συναλλαγματικής ή επιταγής δεν συμπληρώθηκαν από τον εξουσιοδοτηθέντα
κομιστή, αλλά από τρίτον, ή όταν συμπληρώθηκαν μεν από τον
εξουσιοδοτηθέντα, αλλά καθ’ υπέρβαση των γενομένων συμφωνιών μεταξύ των
αρχικά συμβαλλομένων. Περαιτέρω, η ένσταση αντισυμβατικής συμπλήρωσης
λευκής συναλλαγματικής ή επιταγής διαφέρει από την ένσταση της
πλαστότητας ή της νόθευσης του τίτλου, επί της οποίας δεν υπάρχει
βούληση του οφειλέτη για την ανάληψη υποχρέωσης από τον τίτλο ή υπάρχει
μεν δήλωση βούλησης, αλλά με άλλο περιεχόμενο, ενώ στην αντισυμβατική
συμπλήρωση της λευκής συναλλαγματικής ή επιταγής υπάρχει πάντοτε βούληση
του οφειλέτη για ανάληψη υποχρέωσης από συναλλαγματική, όμως η βούληση
αυτή έχει άλλο περιεχόμενο από το αναγραφόμενο στον τίτλο (ΕφΘεσ
2545/2000 ΕπισκΕΔ 2001,185, ΕφΔωδ 142/2006 ΕΕργΔ 2006,973).
Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων
ισχυρίζεται ότι οι ένδικες συναλλαγματικές, που εκδόθηκαν από το τον
καθ’ ου η ανακοπή και τις αποδέχθηκε ο ίδιος ήταν ατελείς διότι έφεραν
μόνο την υπογραφή του ιδίου (αποδέκτη τους), ο δε καθού εκδότης τους,
τον οποίο κατονομάζει ως πλαστογράφο, συμπλήρωσε τα υπόλοιπα στοιχεία
τους (ποσό, τόπο και ημερομηνία εκδόσεως και λήξεως) παρά τα
συμφωνηθέντα. Ωστόσο, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες,
αφού κατά τα ιστορούμενα στην ανακοπή οι ένδικες συναλλαγματικές
παραδόθηκαν από τον ανακόπτοντα στον καθού η ανακοπή ηθελημένα
ασυμπλήρωτες ως προς το ποσό και το χρόνο εκδόσεως κ.λπ., αλλά με την
εξουσία συμπληρώσεως αυτών μέσα στα συμφωνημένα όρια, και προϋποθέσεις,
οπότε υπήρχε βούληση του ανακόπτοντος για την ανάληψη υποχρέωσης από
τους τίτλους, καθώς και εξουσία συμπληρώσεως αυτών από τον καθού η
ανακοπή, δεν μπορεί να γίνει λόγος για νόθευση των τίτλων. Αν τα κενά
στοιχεία των ατελών συναλλαγματικών συμπληρώθηκαν μεν από τον
εξουσιοδοτηθέντα (τον καθού η ανακοπή), αλλά καθ’ υπέρβαση των γενομένων
συμφωνιών μεταξύ των μερών, γεννάται ένσταση περί αντισυμβατικής
συμπληρώσεως. Επομένως, πρέπει να εκτιμηθεί ότι τέτοιο χαρακτήρα έχει ο
πρώτος λόγος της ανακοπής. [...]
(Δέχεται την έφεση.)
Σημ.: Λευκή αποδοχή συναλλαγματικής
Η ατελής κατά την έκδοσή της συναλλαγματική, ήτοι η συναλλαγματική
που δεν φέρει ηθελημένα ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία τυπικά της
στοιχεία (άρθρο 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Ν 5325/1932) και για
την οποία υπάρχει συμφωνία μεταγενέστερης συμπλήρωσής της, αποκαλείται
λευκή συναλλαγματική. Η λευκή συναλλαγματική είναι έγκυρη από την έκδοσή
της υπό την αναβλητική αίρεση δικαίου της συμπλήρωσης των ελλειπόντων
αναγκαίων τυπικών στοιχείων. Ο Ν 5325/1932, προφανώς για λόγους
ασφαλείας των συναλλαγών, δεν κάνει διάκριση ως προς το χρόνο
συμπλήρωσης της συναλλαγματικής. Η συναλλαγματική μπορεί να
οπισθογραφηθεί νόμιμα και πριν τη συμπλήρωσή της με συμμεταβίβαση του
σχετικού δικαιώματος.[...]
Ντίνα Κάμτσιου – Μπέτζιου,
Δικηγόρος, Λέκτορας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πηγή: ΔΕΕ 11/2013, 1057
ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ:
Α) Η ΛΕΥΚΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ (10 Ν.5325/1932): Η συμπλήρωση των στοιχείων της συναλλαγματικής στα οποία αναφερθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο δεν είναι απαραίτητο να γίνεται τη στιγμή της υπογραφής της. Μπορεί τα μέρη να υπογράψουν τη συναλλαγματική και να συμφωνήσουν αργότερα για τον τρόπο συμπλήρωσης των στοιχείων της. Σε αυτή την περίπτωση ο εκδότης και ευθυνόμενος πάντα για πληρωμή της συναλλαγματικής πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα αφενός το περιεχόμενο των συμφωνιών με τις οποίες καθορίζεται ο μελλοντικός τρόπος συμπλήρωσης της συναλλαγματικής, αφετέρου να λάβει υπόψη του πως ο καλόπιστος κομιστής της συναλλαγματικής που θα εμφανιστεί στο μαγαζί του κρατώντας μία συναλλαγματική συμπληρωμένη με τρόπο τελείως αντίθετο από τη συμφωνία συμπλήρωσής της θα έχει πλήρη αξίωση για την πληρωμή της (βλ. 10 Ν.5325/1932). Τέτοιοι αιφνιδιασμοί μπορούν είτε να προληφθούν με την άρνηση υπογραφής μίας ασυμπλήρωτης συναλλαγματικής ή να θεραπευτούν τα αποτελέσματά τους με αγωγή του πληρωτή κατά του αντισυμβαλλομένου που συμπλήρωσε τη συναλλαγματική με τρόπο αντίθετο από τον συμφωνηθέντα.
Β) Η ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ -Η ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ (11-20 5325/1932):
Η συναλλαγματική μπορεί να μεταβιβαστεί με τρεις τρόπους: με εκχώρηση, με οπισθογράφηση και με απλή παράδοση.
Με εκχώρηση μεταβιβάζεται η συναλλαγματική σε περίπτωση που υπάρχει σε αυτήν αναγεγραμμένος ο όρος “ουχί εις διαταγήν”. Για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης με αυτό τον τρόπο απαιτείται πρώτον η σύνταξη εγγράφου εκχώρησης, δεύτερον η παράδοση του σώματος της συναλλαγματικής και τρίτον η αναγγελία της εκχώρησης στον εξ’ αυτής οφειλέτη. Πρέπει να τονιστεί εδώ πως στην μεταβίβαση με εκχώρηση μεταβιβάζεται όλη η σχέση χρέους που συνδέει τον εκδότη της συναλλαγματικής με τον δανειστή του (και ήδη μεταβιβάζοντα αυτήν), με κάθε ένσταση και ελάττωμα που τη συνοδεύει. Καθίσταται έτσι φανερό πως η εκχώρηση -λόγω αυξημένης τυπικότητας αλλά και λόγω αποτελέσματος- δεν αποτελεί εύχρηστο τρόπο μεταβίβασης ενός αξιογράφου προορισμένου να παράσχει πίστη και μέσω της κυκλοφορίας του.
Η οπισθογράφηση συντελείται με σημείωση πάνω στον τίτλο από τον κομιστή της συναλλαγματικής του ονόματος του προσώπου προς το οποίο μεταβιβάζεται και με παράδοση του εγγράφου. Στην πράξη αναγράφεται συνήθως “αντ’ εμού σε διαταγή του τάδε” στο πίσω μέρος της συναλλαγματικής. Η οπισθογράφηση πρέπει να είναι απλή και καθαρή (βλ. 12 παρ.1 εδ. α Ν.5235/1932), χωρίς όρο ή προθεσμία, ενώ οπισθογράφηση για ορισμένο μέρος του ποσού της συναλλαγματικής δεν επιτρέπεται. Με την έγκυρη οπισθογράφηση η συναλλαγματική μεταβιβάζεται στην νέο κάτοχο, και αυτός νομιμοποιείται πλέον να αξιώσει την πληρωμή της (16 παρ.1 Ν.5325/1932) εφόσον βέβαια στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Επιπλέον, στον νέο κάτοχο μεταβιβάζεται μόνο η απαίτηση από τη συναλλαγματική και όχι η όλη σχέση που οδήγησε στη δημιουργία της, με όσα ελαττώματα και ενστάσεις τη συνοδεύουν. Τέλος, αυτός που οπισθογραφεί τη συναλλαγματική εγγυάται σε αυτόν σε διαταγή του οποίου οπισθογράφησε την πληρωμή της συναλλαγματικής (15 παρ.1 Ν.5325/1932).
Σε περίπτωση άλλωστε που η τελευταία οπισθογράφηση είναι εν λευκώ (δηλ. αντί για την φράση “εις διαταγήν του τάδε” αναγράφεται απλά φράση “εις διαταγήν” με την υπογραφή του οπισθογράφου ή “εις διαταγήν του κομιστή” με υπογραφή του οπισθογράφου ή υπάρχει μόνο υπογραφή του οπισθογράφου) τότε ο κάτοχός της μπορεί να τη μεταβιβάσει χωρίς καμία διατύπωση με απλή παράδοσή της. Με αυτό τον τρόπο ευνοείται μεν ο οπισθογράφος που μεταβιβάζει χωρίς ευθύνη αλλά η φερεγγυότητα του τίτλου δέχεται σοβαρό πλήγμα.
Γ) ΑΠΟΔΟΧΗ (21-29):
Με την συναλλαγματική ο εκδότης -και ευθυνόμενος για αυτή- ουσιαστικά παραχωρεί στον υπέρ ου η έκδοση το δικαίωμα να εισπράξει για δικό του λογαριασμό μία απαίτηση που έχει εις βάρος τρίτου. Αλλά για να γεννηθεί υποχρέωση από τη συναλλαγματική αυτός ο τρίτος θα πρέπει να ερωτηθεί αν την αποδέχεται ή όχι. Ο νόμος ορίζει πως η συναλλαγματική μπορεί να εμφανιστεί προς αποδοχή έως τη λήξη της (21 Ν. 5325/1932) ή ο εκδότης μπορεί να ορίσει την εμφάνισή της μετά από προθεσμία (22 παρ.3 Ν.5325/1932) ή μέσα σε ορισμένη προθεσμία (22 παρ.1 Ν.5325/1932) ή μέσα σε ορισμένη προθεσμία από την εμφάνισή τους (οπότε και πρέπει να εμφανίζονται προς αποδοχή άμεσα εντός 1 έτους από την χρονολογία τους -βλ. 23 Ν.5325/1932) ή τέλος να απαγορεύσει την εμφάνιση προς αποδοχή (οπότε και ουσιαστικά ο δικαιούχος δεν έχει δικαίωμα να στραφεί κατά του τρίτου -οφειλέτη του εκδότη αλλά μόνο κατά του εκδότη με τη λήξη της συναλλαγματικής).
Ανάλογα δε με την απάντηση που θα δώσει ο τρίτος-οφειλέτης του εκδότη στην συναλλαγματική θα καθοριστεί από εκεί και πέρα η σειρά των υπόχρεων σε πληρωμή. Αν αποδεχτεί (συνήθως αναγράφοντας τη λέξη “δεκτή” επί της συναλλαγματικής -25 παρ.1 Ν.5325/1932) ευθύνεται για την πληρωμή της συναλλαγματικής, με τους όρους που τίθενται στο κείμενό της, χωρίς δυνατότητα μεταβολής αυτών. Η ευθύνη του δε αυτή εκτείνεται σε όλους τους δικαιούχους της συναλλαγματικής (βλ. άρθρα 28, 48 και 49 Ν. 5325/1932). Αν αρνηθεί, τότε ο κομιστής και δικαιούχος της συναλλαγματικής αφού συντάξει ενώπιον συμβολαιογράφου ειδικό έγγραφο που ονομάζεται “διαμαρτυρικό” με το οποίο βεβαιώνεται η μη αποδοχή της συναλλαγματικής (βλ. 44 Ν.5325/1932), δικαιούται να στραφεί κατά αυτού που του μεταβίβασε την συναλλαγματική -είτε αυτός είναι οπισθογράφος είτε ο εκδότης.
Η διαδικασία της αποδοχής κρύβει πολλές παγίδες τόσο για τον αποδεχόμενο όσο και για τον κομιστή. Για τον τελευταίο -ακριβώς λόγω των εξαιρετικά σύντομων προθεσμιών-είναι απαραίτητο και εξαιρετικά κρίσιμο να προσκομίζει άμεσα την συναλλαγματική στον φερόμενο ως πληρωτή για να γνωρίζει την απάντησή του και να μπορεί να κινηθεί άμεσα μετά τη λήξη της συναλλαγματικής. Από την πλευρά του ο αποδεχόμενος πρέπει να επιβεβαιώνει πως ο εκδότης έχει πράγματι εκδώσει την συναλλαγματική, έτσι ώστε να μη βρεθεί προ εκπλήξεων κατά την πληρωμή της.
Δ) ΛΗΞΗ (33-37):
Η λήξη της συναλλαγματικής συνεπάγεται πως αυτή πρέπει πλέον να πληρωθεί. Δύο μέρες αφότου επέλθει η λήξη ο δικαιούχος πρέπει ή να πληρωθεί από τον αποδέκτη ή να συντάξει διαμαρτυρικό για να στραφεί αναγωγικά κατά κάθε άλλου ευθυνόμενου (μέχρι τον εκδότη της).
Η λήξη της συναλλαγματικής επέρχεται: α) εν όψει δηλ. με την εμφάνισή της στον πληρωτή η συναλλαγματική πληρώνεται αμέσως (με τη φράση “εν όψει” ή “άμα τη εμφανίσει”), β) μετά προθεσμία από την εμφάνιση οπότε η συναλλαγματική λήγει μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα αφότου εμφανίστηκε στον πληρωτή (με τη φράση “πληρώστε μετά (ορισμένο χρονικό διάστημα) από την εμφάνιση”) γ) μετά προθεσμία από την χρονολογία της έκδοσης αυτής (με τη φράση “πληρώστε μετά (ορισμένο χρονικό διάστημα) από σήμερα”) και δ) σε ορισμένη στο κείμενό της ημέρα (αναγραφή ημερομηνίας). Άλλος τρόπος λήξης δεν είναι έγκυρος και η συναλλαγματική που τον προβλέπει είναι άκυρη (33 Ν. 5325/1932).
Είναι φανερό εδώ πως αμέσως με τη λήξη της συναλλαγματικής ή και λίγες ημέρες πριν -αν αυτή είναι σίγουρο πως δε θα πληρωθεί- ο κομιστής της θα πρέπει να την προσκομίζει στον νομικό του σύμβουλο για να ετοιμάσουν μαζί τις επόμενες κινήσεις τους -ενόψει της εξαιρετικά σύντομης προθεσμίας των 2 ημερών για τη σύνταξη διαμαρτυρικού.
Ε) ΤΡΙΤΕΓΓΥΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ (30-32 Ν.5325/1932):
Ως μέσο ενίσχυσης της πίστης της συναλλαγματικής ο νόμος προβλέπει την παροχή εγγύησης από τρίτο για την πληρωμή της με την αναγραφή στο σώμα της της φράσης “δια τριτεγγύηση” ή άλλης ισοδύναμης και με υπογραφή από τον εγγυητή (31 παρ.1 και 2 Ν.5325/1932). Η απλή υπογραφή του τριτεγγυητή στο μπροστινό μέρος της συναλλαγματικής παίζει τον ίδιο ρόλο (31 παρ.3 Ν.5325/1932). Συνήθως αναγράφεται για ποιόν από όλους τους υπόχρεους της συναλλαγματικής εγγυάται ο τριτεγγυητής, αν δεν αναγράφεται κανένα όνομα θεωρείται πως εγγυάται για τον εκδότη (31 παρ.4 Ν.5325/1932).
Με την τριτεγγύηση ο τριτεγγυητής φέρει την ίδια ευθύνη με αυτόν υπέρ του οποίου εγγυάται (32 παρ.1 Ν. 5325/1932). Η υποχρέωσή του είναι ισχυρή ακόμα και αν η υποχρέωση του πρωτοφειλέτη για τον οποίο εγγυήθηκε είναι άκυρη- εκτός βέβαια αν πρόκειται για τυπική ακυρότητα η οποία συμπαρασύρει και την τριτεγγύηση (32 παρ. 2 Ν.5325/1932). Του αναγνωρίζεται βέβαια αν καταβάλλει το ποσό αυτό δικαίωμα υποκατάστασης σε όλα τα δικαιώματα του κομιστή κατά αυτού υπέρ του οποίου παρείχε την εγγύηση και κατά όλων όσων ευθύνονται έναντι του τελευταίου. Ενόψει της αυξημένης ευθύνης του τριτεγγυητή καθίσταται σαφές πως απαιτείται μεγάλη προσοχή για την παροχή τέτοιων εγγυήσεων από την πλευρά κάθε τρίτου, ενώ από την πλευρά των υπόχρεων και των δικαιούχων της συναλλαγματικής η παρουσία όσο περισσότερων τριτεγγυητών ενισχύει την φερεγγυότητα του τίτλου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Οι ανωτέρω αναλύσεις επιχείρησαν να σχηματοποιήσουν σε όσο το δυνατό πιο κατανοητά για το μέσο άνθρωπο σχήματα το δίκαιο της συναλλαγματικής. Καταδείχτηκε πιστεύω η πολυπλοκότητα και το σύνθετο της ανωτέρω ρύθμισης, που καθίσταται ακόμα πιο σύνθετη από την δημιουργία μέρους των συναλλαγών νέων μορφών και τύπων συναλλαγματικής. Για αυτό το λόγο με την λήψη μίας συναλλαγματικής ο συνετός επιχειρηματίας οφείλει να έλθει σε επαφή τόσο με τον φερόμενο ως εκδότη όσο και τον μέλλοντα αποδέκτη, στον τελευταίο μάλιστα καλό είναι να εμφανίσει άμεσα την συναλλαγματική για αποδοχή. Σε περίπτωση οποιουδήποτε δισταγμού ή υποψίας τότε πρέπει άμεσα να σπεύδει στο γραφείο του νομικού συμβούλου για τα συμπαράσταση και συμβουλή. Με στοιχειώδη λοιπόν σύνεση και προσοχή κάθε παγίδα αποφεύγεται έγκαιρα και εύκολα.
Α) Η ΛΕΥΚΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ (10 Ν.5325/1932): Η συμπλήρωση των στοιχείων της συναλλαγματικής στα οποία αναφερθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο δεν είναι απαραίτητο να γίνεται τη στιγμή της υπογραφής της. Μπορεί τα μέρη να υπογράψουν τη συναλλαγματική και να συμφωνήσουν αργότερα για τον τρόπο συμπλήρωσης των στοιχείων της. Σε αυτή την περίπτωση ο εκδότης και ευθυνόμενος πάντα για πληρωμή της συναλλαγματικής πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα αφενός το περιεχόμενο των συμφωνιών με τις οποίες καθορίζεται ο μελλοντικός τρόπος συμπλήρωσης της συναλλαγματικής, αφετέρου να λάβει υπόψη του πως ο καλόπιστος κομιστής της συναλλαγματικής που θα εμφανιστεί στο μαγαζί του κρατώντας μία συναλλαγματική συμπληρωμένη με τρόπο τελείως αντίθετο από τη συμφωνία συμπλήρωσής της θα έχει πλήρη αξίωση για την πληρωμή της (βλ. 10 Ν.5325/1932). Τέτοιοι αιφνιδιασμοί μπορούν είτε να προληφθούν με την άρνηση υπογραφής μίας ασυμπλήρωτης συναλλαγματικής ή να θεραπευτούν τα αποτελέσματά τους με αγωγή του πληρωτή κατά του αντισυμβαλλομένου που συμπλήρωσε τη συναλλαγματική με τρόπο αντίθετο από τον συμφωνηθέντα.
Β) Η ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ -Η ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ (11-20 5325/1932):
Η συναλλαγματική μπορεί να μεταβιβαστεί με τρεις τρόπους: με εκχώρηση, με οπισθογράφηση και με απλή παράδοση.
Με εκχώρηση μεταβιβάζεται η συναλλαγματική σε περίπτωση που υπάρχει σε αυτήν αναγεγραμμένος ο όρος “ουχί εις διαταγήν”. Για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης με αυτό τον τρόπο απαιτείται πρώτον η σύνταξη εγγράφου εκχώρησης, δεύτερον η παράδοση του σώματος της συναλλαγματικής και τρίτον η αναγγελία της εκχώρησης στον εξ’ αυτής οφειλέτη. Πρέπει να τονιστεί εδώ πως στην μεταβίβαση με εκχώρηση μεταβιβάζεται όλη η σχέση χρέους που συνδέει τον εκδότη της συναλλαγματικής με τον δανειστή του (και ήδη μεταβιβάζοντα αυτήν), με κάθε ένσταση και ελάττωμα που τη συνοδεύει. Καθίσταται έτσι φανερό πως η εκχώρηση -λόγω αυξημένης τυπικότητας αλλά και λόγω αποτελέσματος- δεν αποτελεί εύχρηστο τρόπο μεταβίβασης ενός αξιογράφου προορισμένου να παράσχει πίστη και μέσω της κυκλοφορίας του.
Η οπισθογράφηση συντελείται με σημείωση πάνω στον τίτλο από τον κομιστή της συναλλαγματικής του ονόματος του προσώπου προς το οποίο μεταβιβάζεται και με παράδοση του εγγράφου. Στην πράξη αναγράφεται συνήθως “αντ’ εμού σε διαταγή του τάδε” στο πίσω μέρος της συναλλαγματικής. Η οπισθογράφηση πρέπει να είναι απλή και καθαρή (βλ. 12 παρ.1 εδ. α Ν.5235/1932), χωρίς όρο ή προθεσμία, ενώ οπισθογράφηση για ορισμένο μέρος του ποσού της συναλλαγματικής δεν επιτρέπεται. Με την έγκυρη οπισθογράφηση η συναλλαγματική μεταβιβάζεται στην νέο κάτοχο, και αυτός νομιμοποιείται πλέον να αξιώσει την πληρωμή της (16 παρ.1 Ν.5325/1932) εφόσον βέβαια στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Επιπλέον, στον νέο κάτοχο μεταβιβάζεται μόνο η απαίτηση από τη συναλλαγματική και όχι η όλη σχέση που οδήγησε στη δημιουργία της, με όσα ελαττώματα και ενστάσεις τη συνοδεύουν. Τέλος, αυτός που οπισθογραφεί τη συναλλαγματική εγγυάται σε αυτόν σε διαταγή του οποίου οπισθογράφησε την πληρωμή της συναλλαγματικής (15 παρ.1 Ν.5325/1932).
Σε περίπτωση άλλωστε που η τελευταία οπισθογράφηση είναι εν λευκώ (δηλ. αντί για την φράση “εις διαταγήν του τάδε” αναγράφεται απλά φράση “εις διαταγήν” με την υπογραφή του οπισθογράφου ή “εις διαταγήν του κομιστή” με υπογραφή του οπισθογράφου ή υπάρχει μόνο υπογραφή του οπισθογράφου) τότε ο κάτοχός της μπορεί να τη μεταβιβάσει χωρίς καμία διατύπωση με απλή παράδοσή της. Με αυτό τον τρόπο ευνοείται μεν ο οπισθογράφος που μεταβιβάζει χωρίς ευθύνη αλλά η φερεγγυότητα του τίτλου δέχεται σοβαρό πλήγμα.
Γ) ΑΠΟΔΟΧΗ (21-29):
Με την συναλλαγματική ο εκδότης -και ευθυνόμενος για αυτή- ουσιαστικά παραχωρεί στον υπέρ ου η έκδοση το δικαίωμα να εισπράξει για δικό του λογαριασμό μία απαίτηση που έχει εις βάρος τρίτου. Αλλά για να γεννηθεί υποχρέωση από τη συναλλαγματική αυτός ο τρίτος θα πρέπει να ερωτηθεί αν την αποδέχεται ή όχι. Ο νόμος ορίζει πως η συναλλαγματική μπορεί να εμφανιστεί προς αποδοχή έως τη λήξη της (21 Ν. 5325/1932) ή ο εκδότης μπορεί να ορίσει την εμφάνισή της μετά από προθεσμία (22 παρ.3 Ν.5325/1932) ή μέσα σε ορισμένη προθεσμία (22 παρ.1 Ν.5325/1932) ή μέσα σε ορισμένη προθεσμία από την εμφάνισή τους (οπότε και πρέπει να εμφανίζονται προς αποδοχή άμεσα εντός 1 έτους από την χρονολογία τους -βλ. 23 Ν.5325/1932) ή τέλος να απαγορεύσει την εμφάνιση προς αποδοχή (οπότε και ουσιαστικά ο δικαιούχος δεν έχει δικαίωμα να στραφεί κατά του τρίτου -οφειλέτη του εκδότη αλλά μόνο κατά του εκδότη με τη λήξη της συναλλαγματικής).
Ανάλογα δε με την απάντηση που θα δώσει ο τρίτος-οφειλέτης του εκδότη στην συναλλαγματική θα καθοριστεί από εκεί και πέρα η σειρά των υπόχρεων σε πληρωμή. Αν αποδεχτεί (συνήθως αναγράφοντας τη λέξη “δεκτή” επί της συναλλαγματικής -25 παρ.1 Ν.5325/1932) ευθύνεται για την πληρωμή της συναλλαγματικής, με τους όρους που τίθενται στο κείμενό της, χωρίς δυνατότητα μεταβολής αυτών. Η ευθύνη του δε αυτή εκτείνεται σε όλους τους δικαιούχους της συναλλαγματικής (βλ. άρθρα 28, 48 και 49 Ν. 5325/1932). Αν αρνηθεί, τότε ο κομιστής και δικαιούχος της συναλλαγματικής αφού συντάξει ενώπιον συμβολαιογράφου ειδικό έγγραφο που ονομάζεται “διαμαρτυρικό” με το οποίο βεβαιώνεται η μη αποδοχή της συναλλαγματικής (βλ. 44 Ν.5325/1932), δικαιούται να στραφεί κατά αυτού που του μεταβίβασε την συναλλαγματική -είτε αυτός είναι οπισθογράφος είτε ο εκδότης.
Η διαδικασία της αποδοχής κρύβει πολλές παγίδες τόσο για τον αποδεχόμενο όσο και για τον κομιστή. Για τον τελευταίο -ακριβώς λόγω των εξαιρετικά σύντομων προθεσμιών-είναι απαραίτητο και εξαιρετικά κρίσιμο να προσκομίζει άμεσα την συναλλαγματική στον φερόμενο ως πληρωτή για να γνωρίζει την απάντησή του και να μπορεί να κινηθεί άμεσα μετά τη λήξη της συναλλαγματικής. Από την πλευρά του ο αποδεχόμενος πρέπει να επιβεβαιώνει πως ο εκδότης έχει πράγματι εκδώσει την συναλλαγματική, έτσι ώστε να μη βρεθεί προ εκπλήξεων κατά την πληρωμή της.
Δ) ΛΗΞΗ (33-37):
Η λήξη της συναλλαγματικής συνεπάγεται πως αυτή πρέπει πλέον να πληρωθεί. Δύο μέρες αφότου επέλθει η λήξη ο δικαιούχος πρέπει ή να πληρωθεί από τον αποδέκτη ή να συντάξει διαμαρτυρικό για να στραφεί αναγωγικά κατά κάθε άλλου ευθυνόμενου (μέχρι τον εκδότη της).
Η λήξη της συναλλαγματικής επέρχεται: α) εν όψει δηλ. με την εμφάνισή της στον πληρωτή η συναλλαγματική πληρώνεται αμέσως (με τη φράση “εν όψει” ή “άμα τη εμφανίσει”), β) μετά προθεσμία από την εμφάνιση οπότε η συναλλαγματική λήγει μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα αφότου εμφανίστηκε στον πληρωτή (με τη φράση “πληρώστε μετά (ορισμένο χρονικό διάστημα) από την εμφάνιση”) γ) μετά προθεσμία από την χρονολογία της έκδοσης αυτής (με τη φράση “πληρώστε μετά (ορισμένο χρονικό διάστημα) από σήμερα”) και δ) σε ορισμένη στο κείμενό της ημέρα (αναγραφή ημερομηνίας). Άλλος τρόπος λήξης δεν είναι έγκυρος και η συναλλαγματική που τον προβλέπει είναι άκυρη (33 Ν. 5325/1932).
Είναι φανερό εδώ πως αμέσως με τη λήξη της συναλλαγματικής ή και λίγες ημέρες πριν -αν αυτή είναι σίγουρο πως δε θα πληρωθεί- ο κομιστής της θα πρέπει να την προσκομίζει στον νομικό του σύμβουλο για να ετοιμάσουν μαζί τις επόμενες κινήσεις τους -ενόψει της εξαιρετικά σύντομης προθεσμίας των 2 ημερών για τη σύνταξη διαμαρτυρικού.
Ε) ΤΡΙΤΕΓΓΥΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ (30-32 Ν.5325/1932):
Ως μέσο ενίσχυσης της πίστης της συναλλαγματικής ο νόμος προβλέπει την παροχή εγγύησης από τρίτο για την πληρωμή της με την αναγραφή στο σώμα της της φράσης “δια τριτεγγύηση” ή άλλης ισοδύναμης και με υπογραφή από τον εγγυητή (31 παρ.1 και 2 Ν.5325/1932). Η απλή υπογραφή του τριτεγγυητή στο μπροστινό μέρος της συναλλαγματικής παίζει τον ίδιο ρόλο (31 παρ.3 Ν.5325/1932). Συνήθως αναγράφεται για ποιόν από όλους τους υπόχρεους της συναλλαγματικής εγγυάται ο τριτεγγυητής, αν δεν αναγράφεται κανένα όνομα θεωρείται πως εγγυάται για τον εκδότη (31 παρ.4 Ν.5325/1932).
Με την τριτεγγύηση ο τριτεγγυητής φέρει την ίδια ευθύνη με αυτόν υπέρ του οποίου εγγυάται (32 παρ.1 Ν. 5325/1932). Η υποχρέωσή του είναι ισχυρή ακόμα και αν η υποχρέωση του πρωτοφειλέτη για τον οποίο εγγυήθηκε είναι άκυρη- εκτός βέβαια αν πρόκειται για τυπική ακυρότητα η οποία συμπαρασύρει και την τριτεγγύηση (32 παρ. 2 Ν.5325/1932). Του αναγνωρίζεται βέβαια αν καταβάλλει το ποσό αυτό δικαίωμα υποκατάστασης σε όλα τα δικαιώματα του κομιστή κατά αυτού υπέρ του οποίου παρείχε την εγγύηση και κατά όλων όσων ευθύνονται έναντι του τελευταίου. Ενόψει της αυξημένης ευθύνης του τριτεγγυητή καθίσταται σαφές πως απαιτείται μεγάλη προσοχή για την παροχή τέτοιων εγγυήσεων από την πλευρά κάθε τρίτου, ενώ από την πλευρά των υπόχρεων και των δικαιούχων της συναλλαγματικής η παρουσία όσο περισσότερων τριτεγγυητών ενισχύει την φερεγγυότητα του τίτλου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Οι ανωτέρω αναλύσεις επιχείρησαν να σχηματοποιήσουν σε όσο το δυνατό πιο κατανοητά για το μέσο άνθρωπο σχήματα το δίκαιο της συναλλαγματικής. Καταδείχτηκε πιστεύω η πολυπλοκότητα και το σύνθετο της ανωτέρω ρύθμισης, που καθίσταται ακόμα πιο σύνθετη από την δημιουργία μέρους των συναλλαγών νέων μορφών και τύπων συναλλαγματικής. Για αυτό το λόγο με την λήψη μίας συναλλαγματικής ο συνετός επιχειρηματίας οφείλει να έλθει σε επαφή τόσο με τον φερόμενο ως εκδότη όσο και τον μέλλοντα αποδέκτη, στον τελευταίο μάλιστα καλό είναι να εμφανίσει άμεσα την συναλλαγματική για αποδοχή. Σε περίπτωση οποιουδήποτε δισταγμού ή υποψίας τότε πρέπει άμεσα να σπεύδει στο γραφείο του νομικού συμβούλου για τα συμπαράσταση και συμβουλή. Με στοιχειώδη λοιπόν σύνεση και προσοχή κάθε παγίδα αποφεύγεται έγκαιρα και εύκολα.
ΔΡΙΤΣΑΣ Γ. ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου