Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

355/2013 ΑΠ ( 608754) - Αδικοπραξία. Σχέση πρόστησης. Ευθύνη προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος. Προϋποθέσεις. Ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του.




355/2013 ΑΠ ( 608754)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αδικοπραξία. Σχέση πρόστησης. Ευθύνη προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος.
Προϋποθέσεις. Ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του. Έννοια αυτής. Άρση.....
της ευθύνης του προστήσαντος αν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσης σ` αυτόν υπηρεσίας, και ο εντεύθεν ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την εν λόγω κατάχρηση. Τράπεζα. Αδικοπρακτική ευθύνη αυτής για τη ζημία πουπροξένησαν οι ποινικά κολάσιμες πράξεις του προστηθέντος υπαλλήλου - διευθυντή υποκαταστήματός της, ο οποίος καίτοι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα και του είχε ανακληθεί το δικαίωμα υπογραφής, συνέχιζε να συναλλάσσεται για λογαριασμό της αναιρεσείουσας τράπεζας με τρίτους. Η ζημία προκλήθηκε με αφορμή και επ` ευκαιρία της εκτέλεσης της υπηρεσίας του προστηθέντος από τον ίδιο και αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση των ζημιογόνων πράξεών του. Δεν συντρέχει η αρνητική προϋπόθεση άρσης της ευθύνης της προστήσασας τραπεζικής εταιρείας. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση κατά της υπ` αριθμ. 4406/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Αριθμός 355/2013 
 
 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
 
 Α1` Πολιτικό Τμήμα 
 
 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, 
Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Αντώνιο Ζευγώλη, Αρεοπαγίτες.
 
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της 
Γραμματέως Ελένης Κοκκίνη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
 
 Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "......" (πρώην με την 
επωνυμία "................................", ΦΕΚ 8195/3.8.2012 τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ ΚΑΙ ΓΕΜΗ), που εδρεύει 
στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της 
Φώτιο Σαρρή.
 
 Της αναιρεσιβλήτου: Α. συζ. Π. Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία 
δικηγόρο της Πηνελόπη Σαριδάκη, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
 
 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4 Σεπτεμβρίου 1997 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που 
κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8056/1998 μη 
οριστική, 7837/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 4406/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την 
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22 Μαρτίου 2012 αίτησή της.
 
 Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι 
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης, 
ανέγνωσε την από 21 Ιανουαρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της 
αιτήσεως αναιρέσεως.
 
 Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη της 
αντιδίκου του στην δικαστική δαπάνη του.
 
 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 
 Kατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν 
παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί 
κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν 
οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι 
προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με 
ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005).
 
 Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του 
ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω 
βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την 
έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς 
απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως 
νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Εξάλλου, κατά τη 
διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη 
βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε 
ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που 
αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι 
ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού 
συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα 
εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του 
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την 
άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία. Δεν 
υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις 
αιτιολογίες. Το κατά νόμο δε αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από 
τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να 
καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην 
καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των 
αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν 
αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τί αποδείχθηκε 
ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί 
αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την 
εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το 
αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο 
πλαίσιο της ερευνόμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για 
αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του 
άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά 
τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος 
αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 16/2005). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 
παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των 
πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, 
στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους 
αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο 
ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν 
συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, 
εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
 
 Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και 
υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 922 του ίδιου 
Κώδικα, ο κύριος η ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο 
προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της 
τελευταίας αυτής διατάξεως "προστηθείς", για αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται, κατά τους 
όρους της διάταξης αυτής, το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη 
βούληση του τελευταίου ως "προστήσαντος" απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς στη 
διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού κάτω από τις 
οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Από την ως 
άνω διάταξη του άρθρου αυτού (922 ΑΚ) προκύπτει, ότι για την ίδρυση ευθύνης του 
προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις 
εντολές και οδηγίες του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, 
προς τις οποίες και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από την ίδια επίσης διάταξη 
συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι 
μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της 
υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των 
καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά 
και κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των 
καθηκόντων του εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας 
που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα 
ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την 
τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 337/2010, ΑΠ 1198/2009, ΑΠ 1507/2005, ΑΠ926/2004, ΑΠ 
1876/1999). Τέλος, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 300, 334 και 922 του ΑΚ, η 
ευθύνη του προστήσαντος αίρεται, αν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσης σ` 
αυτόν υπηρεσίας, και ο εντεύθεν ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση (ΑΠ 
1617/1987, ΑΠ 768/1984, ΑΠ 1797/1985, ΑΠ 330/1977). Στην προκειμένη περίπτωση, με την 
προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 4406/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα, 
κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: "Η εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσίβλητη), 
όταν στις 16-11-1995 μετέβη, συνοδευόμενη από τον αδελφό της Ε. Κ., στο κεντρικό κατάστημα 
της "Τράπεζας ..................", στη θέση της οποίας υπεισήλθε ως καθολική διάδοχος η ήδη 
εκκαλούσα (αναιρεσείουσα) ανώνυμη τραπεζική εταιρία, γνώρισε τον διευθυντή της, Π. (Π.) Π., και 
μέσω αυτού, προέβη σε διάφορες συναλλαγές με την πιο πάνω Τράπεζα, στην οποία πρέπει να 
σημειωθεί ότι εργαζόταν ως υπάλληλος ο ανωτέρω, ασκώντας καθήκοντα διευθυντή μέχρι 14-5-
1996 και κατόπιν, αναπληρωτή διευθυντή. Στη συνέχεια, ο τελευταίος παρότρυνε την εφεσίβλητη, 
να προβεί σε επωφελείς κατά τους ισχυρισμούς του, εργασίες με την πιο πάνω τράπεζα ("Τράπεζα 
........."), αποβλέποντας στην επίτευξη κέρδους, μέσω του υψηλού επιτοκίου, που οι τράπεζες 
προσφέρουν συνήθως σε τέτοιες συναλλαγές. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-1996 
μέχρι 31-3-1997, η εφεσίβλητη επένδυσε σε Repos, μέσω του άνω υπαλλήλου της Τράπεζας, το 
συνολικό ποσό των 25.000.000 δραχμών. Ειδικότερα, την 1-10-1996, η εφεσίβλητη, πεισθείσα στις 
διαβεβαιώσεις του άνω υψηλόβαθμου στελέχους της Τράπεζας ........... , προσήλθε στο κεντρικό 
της κατάστημα, επί της οδού …αριθ…στην Αθήνα, όπου εκταμίευσε από προηγούμενο λογαριασμό 
της 14.220.000 δραχμές και παραλλήλως παρέδωσε στα χέρια του διευθυντή της Τράπεζας Π. Π., 
780.000 δραχμές. Έναντι του συνολικού κεφαλαίου των 15.000.000 δραχμών, ο τελευταίος της 
παρέδωσε τον σχετικό τίτλο της επένδυσης, σύμφωνα με τον οποίο θα ελάμβανε μετά από τρεις 
μήνες, δηλαδή στις 31-12-1996, το κεφάλαιο προσαυξημένο με το αναλογούν ετήσιο επιτόκιο, 
ύψους 12,70%, ήτοι το συνολικό ποσό των 15.472.602 δραχμών. Στις 3-12-1996, η εφεσίβλητη 
μετέβη και πάλι στο άνω κεντρικό κατάστημα της προαναφερόμενης Τράπεζας, όπου προσέθεσε 
στην άνω επένδυση επιπλέον 10.000.000 δραχμές, συναλλασσόμενης πάντα με τον ίδιο υπάλληλο 
αυτής, Π. Π. και έλαβε από τον τελευταίο τον τίτλο …, τρίμηνης διάρκειας, οπότε και θα τις 
αποδιδόταν το συνολικό ποσό των 25.774.178 δραχμών. Στις 31-3-1997, εντός του ίδιου 
τραπεζικού καταστήματος, η εφεσίβλητη ανανέωσε την επένδυσή της και ο ίδιος υπάλληλος της 
τράπεζας (Π. Π.) της παρέδωσε τον …τίτλο με την ονομασία "βεβαίωση συναλλαγών (Repos)", 
τρίμηνης διάρκειας, με επενδυθέν κεφάλαιο 25.000.000 δραχμών. Μετά από λίγες ημέρες όμως, η 
εφεσίβλητη, θορυβημένη από το γεγονός ότι, όπως είχε πληροφορηθεί, η Τράπεζα ... , είχε 
αρνηθεί σε άλλο πελάτη της, συναλλαγέντα κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, την εξόφληση παρόμοιου 
με τον δικό της τίτλου, προσήλθε στο ίδιο κεντρικό κατάστημα, όπου από τον υπάλληλο, 
διευθυντή της, πληροφορήθηκε ότι ο προαναφερόμενος τίτλος της ήταν ανίσχυρος, διότι 
αποτελούσε προϊόν πλαστογραφίας. Η Τράπεζα ......... δε, της βεβαίωσε εγγράφως τα ακόλουθα: " 
Όπως και προφορικά σας ενημερώσαμε ο "τίτλος" με στοιχεία "βεβαίωση συναλλαγής Repos με α/α 
…" είναι ανίσχυρος λόγω του ότι έχει καταρτισθεί εξ ολοκλήρου πλαστός. Η πλαστότητά του 
έγκειται στο ότι τα αναγραφέντα επ` αυτού οικονομικά στοιχεία δεν ανταποκρίνονται στην 
πραγματικότητα, δεδομένου ότι η πραγματοποιηθείσα, κατά τους ισχυρισμούς σας, συναλλαγή 
μεταξύ υμών και του υπαλλήλου της τράπεζας, Π. Π., δεν οδηγήθηκε σε νόμιμη τραπεζική 
κατάθεση - επένδυση, το δε προϊόν αυτής, εάν και εφόσον παρεδόθη στον ανωτέρω, δεν περιήλθε 
ποτέ στην Τράπεζα. Περαιτέρω, η υπογραφή της υπαλλήλου Ι. Σ., κάτωθι του "τίτλου", δεν έχει 
τεθεί από την ίδια, αλλά εν αγνοία της από τον Π. Π.. Συνεπώς, πλαστογράφος εν προκειμένω και 
προφανώς ενεργήσας την απάτη είναι ο Π. Π., ο οποίος μάλιστα έχει καταμηνυθεί περί τούτου. Η 
Τράπεζα με τα δεδομένα αυτά δεν αναγνωρίζει και δεν μπορεί να αναγνωρίσει την αξίωσή σας, 
εφόσον αυτή στηρίζεται στον κατά τα ανωτέρω ανίσχυρο, πλαστογραφημένο "τίτλο". Η Τράπεζα 
ερευνά τόσο την υπόθεσή σας, όσο και άλλες όμοιες υποθέσεις πλαστογραφίας και υπεξαίρεσης και 
μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου θα σας γνωρίσει την απόφασή της, η οποία βεβαίως θα είναι 
απολύτως σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις των νόμων". Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω 
αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι με την …/5-12-1996 πράξη της Γενικής Διεύθυνσης της 
Τράπεζας .... , ο υπάλληλός της Π. (Π.) Π., είχε τεθεί από 6-12-1996 στη διάθεση της Γενικής 
Διεύθυνσης, ενώ από την ίδια ημερομηνία (6-12-1996) του είχε ανακληθεί και το δικαίωμα 
υπογραφής, διότι η τράπεζα είχε διαπιστώσει διάφορες αταξίες και μη κανονικές ενέργειες κατά την 
εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως έκδοση πλαστών πιστοποιητικών και λοιπών εγγράφων 
καταθέσεων, παράνομη ιδιοποίηση καταθέσεων και άλλων παράνομων πράξεων. Η Τράπεζα 
........ δε, τελικώς, κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του άνω υπαλλήλου της, στις 8-5-1997 και 
έκτοτε τον κάλεσε να απόσχει από κάθε απασχόλησή του στην υπηρεσία της. Κατά το χρονικό 
διάστημα της διαθεσιμότητάς του όμως, ο Π. Π. εξακολούθησε να συνδέεται με την εργοδότιδά 
του με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, εφόσον σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 
10 του ν. 3198/1955, η διαθεσιμότητα του υπαλλήλου δεν λύει τη σύμβαση εργασίας, και ο 
μισθωτός δικαιούται μισθούς και μάλιστα το 1/2 του συνόλου των αποδοχών του. Καθόλο δε το 
χρονικό διάστημα αυτό, ο εν λόγω υπάλληλος, προσερχόταν κανονικά στην εργασία του, στο 
κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας, όπου εργαζόταν κανονικά κατά τις ώρες λειτουργίας της και 
συναλλασσόταν με τους πελάτες της, μεταξύ των οποίων και η εφεσίβλητη. Αποδείχθηκε 
περαιτέρω, ότι ο Π. Π., επ` ευκαιρία και εξ αφορμής της υπηρεσίας του, εκμεταλλευόμενος τη 
φερεγγυότητα και την αξιοπιστία της εργοδότιδάς του τραπεζικής εταιρίας, καθώς και την 
εμπιστοσύνη των πελατών της σ` αυτήν, εξαπάτησε την εφεσίβλητη και την έπεισε να προβεί στην 
προαναφερόμενη επένδυση, ιδιοποιούμενος τελικώς το ποσό των 25.000.000 δραχμών της δήθεν 
επένδυσης, το οποίο δεν το κατέθεσε στο ταμείο της Τράπεζας ......... , ενώ πλαστογράφησε και 
τον επίδικο τίτλο, θέτοντας κατ` απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου Ι. Σ., όπως και η 
εκκαλούσα δεν αρνείται. Κατά τον επίδικο χρόνο, εξάλλου, των συναλλαγών του με την 
εφεσίβλητη, ο Π. Π. εξακολούθησε να είναι υπάλληλος της Τράπεζας ........ , όπως δεν αμφισβητεί 
και η εκκαλούσα. Συνακόλουθα, η προστήσασα εργοδότιδά του ευθύνεται για τη ζημία που 
προξένησαν στην εφεσίβλητη οι άνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις του προστηθέντος υπαλλήλου 
της, εφόσον η ζημία αυτή προκλήθηκε με αφορμή και επ` ευκαιρία της εκτέλεσης της υπηρεσίας 
του από τον τελευταίο και η οποία αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση των 
προπεριγραφεισών ζημιογόνων πράξεών του. Η ευθύνη αυτή εξάλλου της προστήσασας 
εργοδότιδας, δεν αίρεται από το γεγονός, ότι πράγματι ο υπάλληλός της Π. Π., ενήργησε εν 
προκειμένω, κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του και κατά σαφή παράβαση των οδηγιών που του 
είχαν δοθεί από την εργοδότιδά του, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου 
υποστηρίζει με την έφεσή της η εκκαλούσα. Ουδόλως, όμως, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη 
γνώριζε, άλλως όφειλε να γνωρίζει ότι ο Π. Π. είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα και ότι του είχε ανακληθεί 
το δικαίωμα υπογραφής. Το ανωτέρω, όχι μόνο δεν είχε γίνει γνωστό στους πελάτες της Τράπεζας 
....... και βεβαίως και στην εφεσίβλητη, αλλά και δεν μπορούσαν να το αντιληφθούν ως μέσοι 
επιμελείς συναλλασσόμενοι, αφού ο Π. Π., παρά το γεγονός ότι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα και του 
είχε ανακληθεί το δικαίωμα υπογραφής, βρισκόταν μέχρι την 8-5-1997, καθημερινώς, στο 
κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας .......... , εντός γραφείου (το ότι αυτό, από το ισόγειο 
μεταφέρθηκε στον πρώτο όροφο, δεν αποτελεί στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε 
αμφιβολίες τους αδαείς και μη υποχρεωμένους να γνωρίζουν τα τεκταινόμενα στις υπηρεσίες της 
Τράπεζας πελάτες της), εργαζόμενος και συναλλασσόμενος καθημερινά με πελάτες της, έχοντας 
πρόσβαση σε έντυπα και σφραγίδες της, ούτως ώστε να δημιουργείται σε κάθε καλόπιστο πελάτη 
της Τράπεζας, όπως ήταν και η εφεσίβλητη, η εύλογη πεποίθηση, ότι συναλλάσσεται με κάποιον 
που έχει προς τούτο σχετική εξουσιοδότηση από την τελευταία, γεγονός που συνάγεται από τις 
συγκεκριμένες συνθήκες της συναλλαγής, σε συνδυασμό με τις αρχές της καλής πίστης και των 
συναλλακτικών ηθών. Υπό το πρίσμα αυτό, συναλλάχθηκε και η εφεσίβλητη, ανυποψίαστη, χωρίς 
να γνωρίζει, αλλά και χωρίς να οφείλει να γνωρίζει την ανάκληση του δικαιώματος υπογραφής του 
Π. Π. και τη θέση του σε διαθεσιμότητα, εφόσον τα ανωτέρω δεν συνοδεύτηκαν από κάποια 
εμφανή αλλαγή, δοθέντος ότι τέτοια αλλαγή δεν μπορεί να θεωρηθεί η μετακίνηση του γραφείου 
του από το ισόγειο στον πρώτο όροφο του κεντρικού καταστήματος που υπηρετούσε. Το γεγονός 
δε ότι, η εφεσίβλητη, που σημειωτέον γνώρισε τον άνω υπάλληλο της Τράπεζας .... στις 
16-11-1995, όταν ήταν διευθυντής της (και δεν είχε πολύχρονη φιλία μαζί του, όπως αβάσιμα 
εκθέτει στις προτάσεις η εκκαλούσα) και έκτοτε, αφού ο τελευταίος κέρδισε την εμπιστοσύνη της, 
συναλλασσόταν μόνο με αυτόν, που θεωρούσε, ευλόγως άλλωστε, ως υψηλόβαθμο υπάλληλο 
(διευθυντή) της άνω τράπεζας, στον οποίο και παρέδιδε το βιβλιάριο και τις καταθέσεις της, πάντα 
όμως εντός του κεντρικού καταστήματος της Τράπεζας ....... , δεν καθιστά αυτή αποκλειστικώς 
υπαίτια της ζημίας της, ούτε αποτελεί στοιχείο από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι υπαιτίως 
αγνοούσε τις παράνομες ενέργειες εις βάρος της, του Π. Π., όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκαλούσα. 
Εξάλλου, τυχόν παρατυπίες εκ μέρους του τελευταίου κατά τις συναλλαγές του με την εφεσίβλητη 
όπως έλλειψη σύμβασης, ή ταμειακού παραστατικού για την κατάθεσή του, δεν μπορούν να 
βαρύνουν την εφεσίβλητη, που καλόπιστα και έχοντας στον Π. Π., ως Διευθυντή της Τράπεζας 
........ , όπως ευλόγως πίστευε ότι εξακολουθούσε να είναι, πλήρη εμπιστοσύνη, προέβη στις άνω 
συμφωνίες μαζί του, υπό την άνω ιδιότητά του βεβαίως και εξαιτίας αυτής αποκλειστικά, 
επιδιώκοντας απλώς σε επωφελείς επενδύσεις των χρημάτων της, χωρίς να γνωρίζει, ούτε να 
οφείλει να γνωρίζει, τον ακριβή τρόπο πραγματοποίησης της επένδυσης, που νόμιζε ότι 
πραγματοποίησε. Αντίθετο συμπέρασμα εξάλλου, για τα ανωτέρω δεν μπορεί να εξαχθεί ούτε από 
τις καταθέσεις των μαρτύρων της εκκαλούσας, Π. Κ. και Ν. Χ., οι οποίοι βεβαίωσαν, ότι η μόνη 
εμφανής αλλαγή για τους τρίτους στο εργασιακό καθεστώς του Π. Π., μετά τη θέση του σε 
διαθεσιμότητα, ήταν η αλλαγή του γραφείου του, ενώ ο πρώτος εξ αυτών, κατέθεσε, μεταξύ 
άλλων, χαρακτηριστικά, ότι "κάθε καλοπροαίρετος συναλλασσόμενος με την Τράπεζα, εάν δεν 
εγνώριζε τη θέση του Π. σε διαθεσιμότητα, από τη μορφολογία του εγγράφου και τις υπογραφές 
που έφερε, δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί την πλαστότητά του" και ο δεύτερος ότι "η Τράπεζα 
ποτέ δεν ενημέρωνε τους πελάτες της για τέτοια γεγονότα, γιατί αυτό αποτελεί εσωτερικό της 
ζήτημα και οι πελάτες θα έπρεπε να το αντιληφθούν από την αλλαγή της θέσης του, από το 
ιδιαίτερο γραφείο που ήταν, να βρεθεί μαζί με τους υπόλοιπους υπαλλήλους". Η εφεσίβλητη, 
άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν ήταν ο μοναδικός πελάτης της Τράπεζας .......... , που 
ζημιώθηκε από την άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου, Π. Π.. Πολλοί 
άλλοι πελάτες της εξαπατήθηκαν, κατά παρόμοιο τρόπο, με την έκδοση δηλαδή, πλαστών 
πιστοποιητικών ή και με την παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων, που υποτίθεται ότι κατατέθηκαν σ` 
αυτή από τον άνω υπάλληλό της. Μετά δε τον έλεγχο που διενήργησε ο προϊστάμενος του 
τμήματος επιθεώρησης της Τράπεζας, υποβλήθηκαν εναντίον του εν λόγω υπαλλήλου (Π. Π.) 
μηνύσεις και ασκήθηκε εις βάρος του ποινική δίωξη για τις κακουργηματικές πράξεις της 
υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ` εξακολούθηση, της υπεξαίρεσης αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης 
αξίας, για τα ποσά που του είχαν εμπιστευθεί οι παθόντες, μεταξύ των οποίων και η εφεσίβλητη, 
λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, και της πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση, για 
τις οποίες καταδικάσθηκε με την υπ` αριθ. 421/2001 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, 
σε πολυετή κάθειρξη. Επί αγωγών εξάλλου που άσκησαν άλλοι εξαπατηθέντες πελάτες κατά του Π. 
Π., αλλά και της προστήσασας αυτόν Τράπεζας, εκδόθηκαν οι προσκομιζόμενες υπ` αριθ. 
2909/2002, 4066/ 2005 και 4685/2006 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες 
υποχρεώθηκε και η εκκαλούσα, ως προστήσασα, να αποκαταστήσει τη ζημία των ζημιωθέντων 
στις αγωγές αυτές. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η άνω υπ` αριθ. 2909/2002 τελεσίδικη απόφαση 
κατέστη αμετάκλητη, αφού με την υπ` αριθ. 939/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, απορρίφθηκε 
αίτηση αναίρεσης της εκκαλούσας κατ` αυτής.
 
 Συνεπώς, εφόσον έτσι έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και με την εκκαλουμένη απόφαση, 
έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στην εφεσίβλητη, ως 
αποζημίωση, το ποσό των 25.000.000 δραχμών, που ιδιοποιήθηκε παράνομα ο άνω προστηθείς 
υπάλληλός της και λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία αυτού, ως εύλογη 
χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 2.000.000 δραχμών και συνολικά 27.000.000 δραχμές 
(79.236,98 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ορθά εφάρμοσε 
το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της έφεσης της 
εκκαλούσας, με την οποία υποστηρίζει τα αντίθετα. Να σημειωθεί πως το ποσό των 2.000.000 
δραχμών (5.864,41 ευρώ), λαμβανομένων υπόψη του βαθμού του πταίσματος του προστηθέντος 
υπαλλήλου της εκκαλούσας, των συνεπειών αυτού, των συνθηκών τέλεσης της αξιόποινης πράξης, 
του είδους και της έκτασης της ζημίας της εφεσίβλητης, της κοινωνικής της κατάστασης και της 
οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, κρίνεται εύλογο για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής 
βλάβης που υπέστη η εφεσίβλητη, για το ύψος του οποίου άλλωστε δεν παραπονείται ειδικότερα η 
εκκαλούσα". Το Εφετείο με το να απορρίψει με τις ανωτέρω σκέψεις, τους αντίστοιχους λόγους 
της έφεσης της αναιρεσείουσας, κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως προς την 
ευθύνη πρόστησης της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα ...............", καθολική 
διάδοχος της οποίας είναι η αναρεσείουσα και την υποχρέωση της τελευταίας προς αποζημίωση 
της ενάγουσας για την ζημία την οποία υπέστη, καθώς και την επιδίκαση σ` αυτήν χρηματικής 
ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις 
εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 914 922 και 932 του ΑΚ, καθόσον τα 
ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κατά τις 
παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της 
ευθύνης από πρόστηση της αναιρεσείουσας, χωρίς να συντρέχει εν προκειμένω η αρνητική 
προϋπόθεση της άρσης της ευθύνης αυτής, λόγω γνώσης ή δυνατότητας γνώσης της 
αναιρεσίβλητης, ότι ο άνω υπάλληλος της δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας είχε τεθεί κατά τον 
κρίσιμο χρόνο της συναλλαγής σε διαθεσιμότητα και του είχε αφαιρεθεί το δικαίωμα υπογραφής, 
και συνακόλουθα ότι ενεργούσε κατά κατάχρηση της ανατεθείσης σ` αυτόν υπηρεσίας, ώστε να 
μην υφίσταται πεδίο εφαρμογής και παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 300 του ΑΚ. Επομένως 
τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο, λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, με 
τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 
559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης. Από τις ίδιες πιο πάνω 
παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα προκύπτει ότι έχει νόμιμη 
βάση, αναφορικά με τις παραδοχές της που αφορούν τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Και τούτο διότι, 
έχει την απαιτούμενη αιτιολογία, καθόσον καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με 
πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το 
πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου που αναφέρονται πιο πάνω, 
τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ 
δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Ειδικότερα, με πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις 
αιτιολογίες δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η μεταξύ της άνω τραπεζικής εταιρίας και του 
τελούντος ως άνω σε διαθεσιμότητα υπαλλήλου της Π. Π., που αδικοπράγησε σε βάρος της 
αναιρεσίβλητης, έχει τα χαρακτηριστικά της πρόστησης με το πιο πάνω περιεχόμενό της, αλλά και 
η σχέση αυτή σε συνδυασμό με τη θέση, τις ευκαιρίες και τα μέσα που παραχωρήθηκαν εξ 
αφορμής της στον αδικοπραγήσαντα υπάλληλο, μολονότι αυτός είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα και 
του είχε αφαιρεθεί το δικαίωμα υπογραφής, περιστατικά που αγνοούσε και δεν ήταν δυνατόν να 
γνωρίζει η αναιρεσίβλητη, υπήρξαν το αναγκαίο μέσο για την ως άνω παράνομη είσπραξη και την 
επακολουθήσασα ιδιοποίηση, η οποία ήταν αδύνατο να υπάρξει χωρίς την προηγηθείσα και 
λειτουργήσασα στην συγκεκριμένη περίπτωση συμβατική σχέση, με την έννοια της σχέσης αυτής 
ως πρόστησης. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο του 
αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον 
αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως. Ο 
ίδιος ως άνω (δεύτερος) λόγος αναιρέσεως κατά την σ` αυτόν, κατά το άλλο μέρος του, 
περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 
ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, 
σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν τα ίδια πιο πάνω κρίσιμα ζητήματα, της 
πρόστησης δηλαδή του Π. Π. από την δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας, καθώς και την μη άρση 
της ευθύνης αυτής ως προστήσασας για τον προαναφερόμενο λόγο, και τα περί του αντιθέτου 
επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο 
κατέληξε το δικαστήριο, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού, κατά τα προεκτιθέμενα, το από 
τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην 
προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και χωρίς αντιφάσεις, με τον ίδιο δε λόγο, κατά τα λοιπά, εκ του 
περιεχομένου του οποίου δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθρου 561 παρ. 1 
του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερόμενων επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, η 
ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
 
 Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η 
αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως 
ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
 
 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 
 Απορρίπτει την από 22-03-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 4406/2010 αποφάσεως του 
Εφετείου Αθηνών.
 
 Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο 
χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
 
 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2013.
 
 Και
 
 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2013.
 
 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: