Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

άρθρο 544 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ - Αναψηλάφιση

- Αναψηλάφιση.
-Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 544 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναψηλάφησης ιδρύεται αν για την ίδια υπόθεση εκδόθηκαν μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που είχαν παραστεί με την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια, τελεσίδικες αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους, ώστε το διατακτικό της μιας να αναιρεί εκείνο της..... άλλης εν όλω ή εν μέρει. Ο σκοπός του λόγου αυτού αναψηλάφησης είναι να γίνει σεβαστό το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την προηγούμενη απόφαση και να καταργηθεί το δεδικασμένο από τη νεότερη απόφαση, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 549 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν γίνει δεκτός αυτός ο λόγος, εξαφανίζεται. Γι’ αυτό η αίτηση αναψηλάφησης στην περίπτωση αυτή στρέφεται κατά της νεότερης απόφασης, της οποίας ζητείται η εξαφάνιση με την αναψηλάφηση.
-Σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε εκ νέου από την Ελλάδα με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου, με αυξημένη, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, νομοθετική ισχύ, τα κράτη που έχουν προσχωρήσει σ’ αυτήν αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι. Η συμμόρφωση αυτή συνίσταται καταρχήν στην καταβολή του ποσού της δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος από την παραβίαση της ΕΣΔΑ, την οποία, κατά το άρθρο 41 αυτής, επιδίκασε σ’ αυτόν το ΕΔΔΑ, διότι έκρινε ότι το εσωτερικό δίκαιο του κράτους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης. Η καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάσθηκε κατά κανόνα εξαντλεί την υποχρέωση του κράτους προς συμμόρφωση στην απόφαση του ΕΔΔΑ και αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα αποκατάτασης εκείνου που προσέφυγε στο ΕΔΔΑ. Ωστόσο, δεν αποκλείεται αυτή να μην αρκεί για την αποκατάστασή του, διότι η παραβίαση εξακολουθεί να παράγει δυσμενή γι’ αυτόν αποτελέσματα και να απαιτούνται εξειδικευμένα ατομικά μέτρα για την επανόρθωση των συνεπειών της παραβίασης, ενώ περαιτέρω υφίσταται ενδεχομένως και η υποχρέωση υιοθέτησης μέτρων γενικού χαρακτήρα, που θα αποβλέπουν στην αποτροπή νέων παρόμοιων παραβιάσεων στο μέλλον. Σε περίπτωση που η παραβίαση έγινε με δικαστική απόφαση, όταν η χρηματική ικανοποίηση που επιδικάσθηκε δεν αρκεί για την αποκατάσταση του προσφεύγοντος, πρόσφορο μέτρο για την εξουδετέρωση των συνεπειών της δικαστικής αυτής απόφασης, στο μέτρο που δεν είναι αρκετή προς τούτο η χρηματική ικανοποίηση που επιδικάσθηκε από το ΕΔΔΑ, αποτελεί η ανεύρεση διαδικασίας εκ νέου κίνησης της δίκης, ώστε να εξαφανισθεί η παραβιάζουσα την ΕΣΔΑ απόφαση, αν και η ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη σε θεσμοθέτηση παρόμοιου ένδικου μέσου αναθεώρησης της δίκης σε εθνικό επίπεδο. Ένα τέτοιο μέτρο υιοθέτησε η Ελλάδα για τις ποινικές αποφάσεις, με το άρθρο 11 του ν. 2865/2000, με το οποίο προστέθηκε περίπτωση 5 στο άρθρο 525 του ΚΠΔ και προβλέφθηκε επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, αν με απόφαση του ΕΔΔΑ διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Αντίστοιχη όμως διάταξη δε θεσπίσθηκε και ως προς τις πολιτικές δικαστικές αποφάσεις, σε σχέση με τις οποίες, όταν διαπιστώνεται παρόμοια παραβίαση, θα αρκεί, κατά κανόνα, η επιδικαζόμενη από το ΕΔΔΑ χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση του προσφεύγοντος και δεν θα απαιτείται και εξαφάνιση της απόφασης του ελληνικού δικαστηρίου. Ανάλογη εφαρμογή και στις αποφάσεις αυτές της νέας αυτής διάταξης του άρθρου 525 περίπτωση 5 του ΚΠΔ, δεν μπορεί να γίνει, λόγω των διαφορετικών σκοπών που εξυπηρετεί η πολιτική δίκη, σε σχέση με τους σκοπούς της ποινικής δίκης, αφού οι πολιτικές αποφάσεις επιλύουν διαφορές σχετικές με ιδιωτικά δικαιώματα, ενώ με την ποινική δίκη πραγματώνεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για την επιβολή ποινής που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, η καταδικαστική δε απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εάν δεν εξαφανισθεί, εξακολουθεί να επηρεάζει δυσμενώς τη ζωή εκείνου που καταδικάσθηκε, ακόμη και αν έχει εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε, εξαιτίας π.χ. της εγγραφής της στο ποινικό του μητρώο και των εκπτώσεων ή εμποδίων στην επαγγελματική του ζωή που συνεπάγεται. Περαιτέρω, για τις πολιτικές αποφάσεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε η Ελληνική Πολιτεία, λόγω παραβίασης διατάξεων της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να ασκηθεί το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης, με επίκληση λόγου από το άρθρο 544 του ΚΠολΔ, αφού κανένας από τους περιοριστικά στο άρθρο αυτό προβλεπόμενους λόγους δε συντρέχει, ενώ, λόγω των εντελώς διαφορετικών όρων που αυτοί απαιτούν, ούτε έδαφος ανάλογης εφαρμογής τους υπάρχει. Ειδικά δεν επιτρέπεται αναψηλάφηση, ούτε κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 544 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αφού με τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο επιζητείται να γίνει σεβαστό το δεδικασμένο από την προγενέστερη απόφαση με την εξαφάνιση της νεότερης απόφασης, η οποία και προσβάλλεται με την αναψηλάφηση, ενώ αντίθετα, όταν εκδοθεί απόφαση του ΕΔΔΑ, η επιδίωξη είναι η εξουδετέρωση των δυσμενών συνεπειών του δεδικασμένου από την προγενέστερη απόφαση του ελληνικού δικαστηρίου, περαιτέρω δε ούτε ταυτότητα αντικειμένου μεταξύ της απόφασης του Ελληνικού δικαστηρίου και της απόφασης του ΕΔΔΑ υφίσταται, αλλ’ ούτε και ταυτότητα διαδίκων, αφού στη δίκη στο ΕΔΔΑ δεν μετείχε ο αντίδικος τους προσφεύγοντος, αλλά αυτή έγινε μεταξύ του τελευταίου και του ελληνικού κράτους. Εξάλλου, όταν επιδικάσθηκε από το ΕΔΔΑ δίκαιη χρηματική ικανοποίηση, στο διάδικο που προσέφυγε κατά της Ελληνικής Πολιτείας σε αυτό και δεν είναι αναγκαίο να εξαφανισθεί η απόφαση του Ελληνικού δικαστηρίου, ώστε να αποτραπεί η εξακολούθηση δυσμενών για το διάδικο συνεπειών, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις περιπτώσεις που κρίθηκαν περιουσιακά μόνο δικαιώματα και οι δυσμενείς συνέπειες της απόφασης εξαντλούνται στην απώλειά τους, χωρίς να επηρεάζονται και οι μελλοντικές έννομες σχέσεις του διαδίκου, δε συντρέχει περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας, ούτε κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 51 παρ. 5 του ν. 345/1976, η οποία παρέχει τέτοια δυνατότητα για αμετάκλητες αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή νόμου ο οποίος κηρύχθηκε αναδρομικά αντισυνταγματικός με απόφαση του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου.

Διατάξεις:
Σύνταγμα: 28, 100ΚΠολΔ: 544 αριθ. 1, 549, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, 561ΚΠΔ: 525Νόμοι: 345/1976 άρθ. 51, 2865/2000 άρθ. 11ΝΔ: 53/1974 Νατάσα-Αριθμός 1845/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Στέφανο Γαβρά, Δημήτριο Λοβέρδο, Ρένα Ασημακοπούλου και Σταύρος Γαβαλάς, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Β.Τ. του Θ., κατοίκου Πρώην Λαμίας και ήδη ΧΧΧ Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σταμούλη. Των αναιρεσιβλήτων: 1.Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ξανάλατο, 2. Δ. Μ. του Α., 3. Ι. Μ. του Α., 4. α)Α. Μ. του Α., β)Ε. Μ. του Α. και γ) Δ. Μ. του Α., ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος πατρός των Α. Α. Μ., κατοίκων ΧΧΧ Λοκρίδας, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/12/1991 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 315/1992 του ίδιου Δικαστηρίου, 3123/1993 του Εφετείου Αθηνών και 422/1996 του Α' Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης. Κατά της 3123/1993 απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναψηλάφησης ενώπιον του Εφετείου Αθηνών που εξέδωσε την 335/2004 απόφαση. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά ο αναιρεσείων με την από 3 Μαϊου 2004 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Σταύρος Γαβαλάς ανέγνωσε την από 26 Οκτωβρίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της παραστάσας αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και νόμιμα προσκομιζόμενες με αριθ. ΧΧΧ/14-4-2005, ΧΧΧ/ 14-4- 2005, ΧΧΧ/14-4-2005, ΧΧΧ/14-4-2005 και ΧΧΧ/14-4-2005 εκθέσεις επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Λαμίας Β.Γ.Γ., επικυρωμένο αντίγραφο της από 3 Μαίου 2004 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με την κάτω από αυτήν πράξη προσδιορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσας και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε καθένα από τους ανωτέρω αναγραφομένους με τους αριθμούς 2,3, 4α,4β και 4γ αναιρεσιβλήτους (Δ. Ν., Ι. Μ. Α. Μ., Ε. Μ. και Δ. Μ.). Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, παρότι οι ως άνω αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν κατά την ανωτέρω δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από το πινάκιο στη σειρά της. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 544 του ΚΠολΔ, αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο για τους περιοριστικά προβλεπόμενους σ’ αυτό λόγους, ενώ ειδικό λόγο επανάληψης της διαδικασίας προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 51 παράγραφοι 2, 3 και 5 του ν. 345/1976 «Περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», σε περίπτωση έκδοσης απόφασης του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία αίρεται αμφισβήτηση για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια τυπικού νόμου ή κηρύσσεται αναδρομικά ανίσχυρη ως αντισυνταγματική ορισμένη διάταξη νόμου. Ειδικά ο προβλεπόμενος από το άρθρο 544 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναψηλάφησης ιδρύεται αν για την ίδια υπόθεση εκδόθηκαν μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που είχαν παραστεί με την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια, τελεσίδικες αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους, ώστε το διατακτικό της μιας να αναιρεί εκείνο της άλλης εν όλω ή εν μέρει. Ο σκοπός του λόγου αυτού αναψηλάφησης είναι να γίνει σεβαστό το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την προηγούμενη απόφαση και να καταργηθεί το δεδικασμένο από τη νεότερη απόφαση, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 549 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν γίνει δεκτός αυτός ο λόγος, εξαφανίζεται. Γι’ αυτό η αίτηση αναψηλάφησης στην περίπτωση αυτή στρέφεται κατά της νεότερης απόφασης, της οποίας ζητείται η εξαφάνιση με την αναψηλάφηση. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε εκ νέου από την Ελλάδα με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου, με αυξημένη, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, νομοθετική ισχύ, τα κράτη που έχουν προσχωρήσει σ’ αυτήν αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι. Η συμμόρφωση αυτή συνίσταται καταρχήν στην καταβολή του ποσού της δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος από την παραβίαση της ΕΣΔΑ, την οποία, κατά το άρθρο 41 αυτής, επιδίκασε σ’ αυτόν το ΕΔΔΑ, διότι έκρινε ότι το εσωτερικό δίκαιο του κράτους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης. Η καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάσθηκε κατά κανόνα εξαντλεί την υποχρέωση του κράτους προς συμμόρφωση στην απόφαση του ΕΔΔΑ και αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα αποκατάτασης εκείνου που προσέφυγε στο ΕΔΔΑ. Ωστόσο, δεν αποκλείεται αυτή να μην αρκεί για την αποκατάστασή του, διότι η παραβίαση εξακολουθεί να παράγει δυσμενή γι’ αυτόν αποτελέσματα και να απαιτούνται εξειδικευμένα ατομικά μέτρα για την επανόρθωση των συνεπειών της παραβίασης, ενώ περαιτέρω υφίσταται ενδεχομένως και η υποχρέωση υιοθέτησης μέτρων γενικού χαρακτήρα, που θα αποβλέπουν στην αποτροπή νέων παρόμοιων παραβιάσεων στο μέλλον. Σε περίπτωση που η παραβίαση έγινε με δικαστική απόφαση, όταν η χρηματική ικανοποίηση που επιδικάσθηκε δεν αρκεί για την αποκατάσταση του προσφεύγοντος, πρόσφορο μέτρο για την εξουδετέρωση των συνεπειών της δικαστικής αυτής απόφασης, στο μέτρο που δεν είναι αρκετή προς τούτο η χρηματική ικανοποίηση που επιδικάσθηκε από το ΕΔΔΑ, αποτελεί η ανεύρεση διαδικασίας εκ νέου κίνησης της δίκης, ώστε να εξαφανισθεί η παραβιάζουσα την ΕΣΔΑ απόφαση, αν και η ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη σε θεσμοθέτηση παρόμοιου ένδικου μέσου αναθεώρησης της δίκης σε εθνικό επίπεδο. Ένα τέτοιο μέτρο υιοθέτησε η Ελλάδα για τις ποινικές αποφάσεις, με το άρθρο 11 του ν. 2865/2000, με το οποίο προστέθηκε περίπτωση 5 στο άρθρο 525 του ΚΠΔ και προβλέφθηκε επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, αν με απόφαση του ΕΔΔΑ διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Αντίστοιχη όμως διάταξη δε θεσπίσθηκε και ως προς τις πολιτικές δικαστικές αποφάσεις, σε σχέση με τις οποίες, όταν διαπιστώνεται παρόμοια παραβίαση, θα αρκεί, κατά κανόνα, η επιδικαζόμενη από το ΕΔΔΑ χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση του προσφεύγοντος και δεν θα απαιτείται και εξαφάνιση της απόφασης του ελληνικού δικαστηρίου. Ανάλογη εφαρμογή και στις αποφάσεις αυτές της νέας αυτής διάταξης του άρθρου 525 περίπτωση 5 του ΚΠΔ, δεν μπορεί να γίνει, λόγω των διαφορετικών σκοπών που εξυπηρετεί η πολιτική δίκη, σε σχέση με τους σκοπούς της ποινικής δίκης, αφού οι πολιτικές αποφάσεις επιλύουν διαφορές σχετικές με ιδιωτικά δικαιώματα, ενώ με την ποινική δίκη πραγματώνεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για την επιβολή ποινής που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, η καταδικαστική δε απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εάν δεν εξαφανισθεί, εξακολουθεί να επηρεάζει δυσμενώς τη ζωή εκείνου που καταδικάσθηκε, ακόμη και αν έχει εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε, εξαιτίας π.χ. της εγγραφής της στο ποινικό του μητρώο και των εκπτώσεων ή εμποδίων στην επαγγελματική του ζωή που συνεπάγεται. Περαιτέρω, για τις πολιτικές αποφάσεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε η Ελληνική Πολιτεία, λόγω παραβίασης διατάξεων της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να ασκηθεί το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης, με επίκληση λόγου από το άρθρο 544 του ΚΠολΔ, αφού κανένας από τους περιοριστικά στο άρθρο αυτό προβλεπόμενους λόγους δε συντρέχει, ενώ, λόγω των εντελώς διαφορετικών όρων που αυτοί απαιτούν, ούτε έδαφος ανάλογης εφαρμογής τους υπάρχει. Ειδικά δεν επιτρέπεται αναψηλάφηση, ούτε κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 544 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αφού με τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο επιζητείται να γίνει σεβαστό το δεδικασμένο από την προγενέστερη απόφαση με την εξαφάνιση της νεότερης απόφασης, η οποία και προσβάλλεται με την αναψηλάφηση, ενώ αντίθετα, όταν εκδοθεί απόφαση του ΕΔΔΑ, η επιδίωξη είναι η εξουδετέρωση των δυσμενών συνεπειών του δεδικασμένου από την προγενέστερη απόφαση του ελληνικού δικαστηρίου, περαιτέρω δε ούτε ταυτότητα αντικειμένου μεταξύ της απόφασης του Ελληνικού δικαστηρίου και της απόφασης του ΕΔΔΑ υφίσταται, αλλ’ ούτε και ταυτότητα διαδίκων, αφού στη δίκη στο ΕΔΔΑ δεν μετείχε ο αντίδικος τους προσφεύγοντος, αλλά αυτή έγινε μεταξύ του τελευταίου και του ελληνικού κράτους. Εξάλλου, όταν επιδικάσθηκε από το ΕΔΔΑ δίκαιη χρηματική ικανοποίηση, στο διάδικο που προσέφυγε κατά της Ελληνικής Πολιτείας σε αυτό και δεν είναι αναγκαίο να εξαφανισθεί η απόφαση του Ελληνικού δικαστηρίου, ώστε να αποτραπεί η εξακολούθηση δυσμενών για το διάδικο συνεπειών, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις περιπτώσεις που κρίθηκαν περιουσιακά μόνο δικαιώματα και οι δυσμενείς συνέπειες της απόφασης εξαντλούνται στην απώλειά τους, χωρίς να επηρεάζονται και οι μελλοντικές έννομες σχέσεις του διαδίκου, δε συντρέχει περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας, ούτε κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 51 παρ. 5 του ν. 345/1976, η οποία παρέχει τέτοια δυνατότητα για αμετάκλητες αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή νόμου ο οποίος κηρύχθηκε αναδρομικά αντισυνταγματικός με απόφαση του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με την από 31–10–2002 αίτηση αναψηλάφησης που άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, εκθέτει, όπως από την επισκόπηση του δικογράφου της προκύπτει, τα ακόλουθα: Αυτός είχε στην κυριότητά του ένα αγροτεμάχιο εκτάσεως 5090 τ.μ. και για την αξιοποίησή του και συγκεκριμένα για την εντός αυτού κατασκευή εγκαταστάσεων θερμοκηπίου, έλαβε από την πρώτη των καθ’ ων και ήδη πρώτη από τους αναιρεσιβλήτους, τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος» ΑΕ, δάνειο ύψους 7.458.000 δραχμών. Στις 18-9-1989 η πρώτη αναιρεσίβλητη τράπεζα με επιταγή προς πληρωμή ζήτησε από αυτόν να της καταβάλει το ποσό των δραχμών 968.393 δραχμών για ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου και το ποσό των 1.684.491 δραχμών για οφειλόμενους τόκους. Ακολούθως επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο ανωτέρω ακίνητο και, παρά την αντίθετη συμφωνία της με αυτόν, προέβη στον πλειστηριασμό του ακινήτου στις 18-9-1991, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θερμοπυλών Π.Δ. – Σ. και το ακίνητο κατακυρώθηκε στους δεύτερο και τρίτο από τους καθ’ ών (ήδη δεύτερο και τρίτο αναιρεσιβλήτους). Με την από 23-1-1992 ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, αυτός ζήτησε την ακύρωση του πλειστηριασμού και για το λόγο ότι η επίδοση του προγράμματος πλειστηριασμού σ’ αυτόν ως άγνωστης διαμονής ήταν άκυρη. Η ανακοπή του αυτή απορρίφθηκε με την 315/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία έγινε αμετάκλητη μετά την απόρριψη σχετικής έφεσης, με την 3123/1993 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αλλά και αίτησης αναίρεσης, με την 754/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ακολούθως αυτός άσκησε την από 14-9-1998 ατομική προσφυγή του κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), επικαλούμενος παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του πρόσθετου (πρώτου) πρωτοκόλλου αυτής. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η από 6-12-2001 απόφαση του ΕΔΔΑ, με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 παρ. 1 του πρόσθετου (πρώτου) πρωτοκόλλου. Με βάση το ιστορικό αυτό ο αναιρεσείων ζήτησε με την αίτησή του την αναψηλάφηση της 3123/1993 απόφασης του Εφετείου Αθηνών που είχε εκδοθεί επί της από 23-1-1998 ανακοπής του για τον προβλεπόμενο από το άρθρο 544 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ λόγο, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση αυτή αντιφάσκει προς την απόφαση του ΕΔΔΑ που εκδόθηκε για την ίδια υπόθεση. Σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, στην προκειμένη περίπτωση δε στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 544 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναψηλάφησης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης σε επικυρωμένο αντίγραφο από 6-12-2001 απόφασης του ΕΔΔΑ, στην οποία επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προβαίνει ο Άρειος Πάγος, ο αναιρεσείων με την ανωτέρω προσφυγή του είχε ζητήσει να του επιδικασθεί α) για την αξία του ακινήτου του που εκπλειστηριάσθηκε το ποσό των δραχμών 70.000.000, β) για απολεσθέντα εισοδήματα το ποσό των 80.000.000 δραχμών και γ) για την ηθική του βλάβη το ποσό των 20.000.000 δραχμών, ενώ το ΕΔΔΑ υποχρέωσε, κατά το άρθρο 41 της ΕΣΔΑ, την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει σ’ αυτόν για δίκαιη ικανοποίησή του το ποσό των 6.000.000 δραχμών, και για τη δαπάνη του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και του ΕΔΔΑ το ποσό των 2.000.000 δραχμών. Έτσι, δεδομένου ότι για τη ζημία του αναιρεσείοντος από την απώλεια του ακινήτου του, που προκλήθηκε από την απόφαση του Ελληνικού δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε κατά παραβίαση διατάξεων της ΕΣΔΑ και του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου, επιδικάσθηκε σ’ αυτόν δίκαιη χρηματική ικανοποίηση και ότι δεν παρίσταται ανάγκη να εξαφανισθεί η εν λόγω απόφαση για να αποτραπεί η εξακολούθηση δυσμενών γι’ αυτόν συνεπειών, η υποχρέωση συμμόρφωσης προς την απόφαση του ΕΔΔΑ εξαντλείται στην καταβολή του ποσού που επιδικάσθηκε σ’ αυτόν, το οποίο το ΕΣΔΑ έκρινε ότι αποτελεί δίκαιη ικανοποίησή του και δεν συντρέχει περίπτωση άλλων εξατομικευμένων μέτρων αποκατάστασης και μάλιστα ανάγκη εξαφάνισης της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, παρέπεται ότι η αίτηση αναψηλάφησης του αναιρεσείοντος, ούτε κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 51 αριθμ. 5 του ν. 346/1976 είναι παραδεκτή. Συνεπώς το Εφετείο Αθηνών, που με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αίτηση αυτή αναψηλάφησης, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που επιτάσσει συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 1 λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Τέλος, απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 19 λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, αφού για την ίδρυση λόγου από τη διάταξη αυτή προϋποτίθεται κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης και στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο απέρριψε την αίτηση αναψηλάφησης του αναιρεσείοντος ως μη νόμιμη. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της πρώτης αναιρεσίβλητης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3-5-2004 αίτηση του Β.Θ.Τ. για αναίρεση της 335/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της πρώτης αναιρεσίβλητης «Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος» ΑΕ, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Δεκεμβρίου 2005. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: