Μετά
τη θέση προβληματικής επιχείρησης υπό το καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης
του άρθρου 9 του Ν. 1386/1988, αναστέλλεται η τυχόν περαιτέρω πτωχευτική
διαδικασία και απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση καθώς και η λήψη
κατά της επιχείρησης παντός προσωρινού, συντηρητικού ή προφυλακτικού
μέτρου, ανασταλλομένων των σχετικών εκκρεμών διαδικασιών, ενώ η....
διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης περιέρχεται στον
διοριζόμενο από το δικαστήριο εκκαθαριστή, έργο του οποίου είναι η
εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης και η σύμμετρη ικανοποίηση των
πιστωτών αυτής από το προϊόν της εκκαθάρισης, με βάση σχετικό πίνακα
που συντάσσει αυτός κατά τα άρθρα 975-979 και 1007 του ΚΠολΔ και 61 του
ΚΕΔΕ, ύστερα από αναγγελία των πιστωτών. Ενόψει του σκοπού αυτού της
κατά τ’ ανωτέρω εκκαθάρισης, πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστρατευόμενη το
σκοπό του νόμου και άρα ως απαγορευόμενη η λήψη κάθε μέτρου που
αποσκοπεί στην κατά προτίμηση και εις βάρος των λοιπών πιστωτών
ικανοποίηση συγκεκριμένου πιστωτού της υπό εκκαθάριση τελούσας
επιχείρησης. Ως τέτοιο δε απαγορευόμενο μέτρο πρέπει να θεωρηθεί και ο
συμψηφισμός απαιτήσεων πιστωτού με αντίστοιχες οφειλές του προς την
επιχείρηση, ανεξάρτητα από το χρόνο κατά τον οποίο γεννήθηκαν οι
απαιτήσεις του αυτές. Τούτο δε γιατί και ο συμψηφισμός αυτός αποτελεί
μονομερή ενέργεια του πιστωτού που αποβλέπει στην προνομιακή και σε
βάρος των συμφερόντων των λοιπών πιστωτών ικανοποίηση του ούτω
ενεργούντος συγκεκριμένου πιστωτού.ΚΠολΔ: 975, 976, 977, 978, 979, 1007
Νόμοι: 1386/1983 άρθ. 1, 2, 7, 8, 9
ΝΔ: 3562/1956 άρθ. 18, 19, 20, 21
Αριθμός 3233/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2005 με την εξής σύνθεση: Ν. Ντούβας, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 31 Οκτωβρίου 1997 αίτηση:
των: 1) Υπουργού Οικονομικών και 2) Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, οι οποίοι παρέστησαν με την Ε. Μ., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Ανώνυμης Εταιρεας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ΧΧΧ αρ. ΧΧΧ, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χρήστο Μπότη (Α.Μ. 2341), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, και ο οποίος δήλωσε προφορικά στο ακροατήριο ότι διορθώνεται η επωνυμία της εταιρείας στη σωστή "ΕΤΒΑ FINANCE Α.Ε. Παροχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών".
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1101/1997 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παπαμεντζελόπουλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο των αναιρεσειόντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρίας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή τελών και παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1101/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, γενομένης δεκτής εφέσεως της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας υπό την ιδιότητά της ως εκκαθαρίστριας της "Α.Ε. Επιχειρήσεων Μ., Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών", κατά της 12841/1995 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίσθηκε η απόφαση αυτή και στη συνέχεια έγινε δεκτή η απορριφθείσα πρωτοδίκως ανακοπή της πιο πάνω υπό εκκαθάριση εταιρείας και ακυρώθηκαν τα προσβληθέντα με αυτήν επτά (7) διπλότυπα συμψηφισμού της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών.
2. Επειδή, μετά από σχετική τροποποίηση του Καταστατικού της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1413/5.4.1996 (τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), νομίμως παρέστη αυτή στο ακροατήριο με τη νέα επωνυμία της ("ΕΤΒΑ FINANCE A.Ε. Παροχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών").
3. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 1386/1983 (Α΄ 107) ιδρύθηκε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Οργανισμός Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.)", έχουσα ως σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων, την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων που έχουν αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία τους για οικονομικούς λόγους ή είναι σε κατάσταση παύσης των πληρωμών τους ή έχουν πτωχεύσει κ.λπ., κατά τα ειδικότερα στο άρθρο 5 του νόμου αυτού οριζόμενα. Οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου νόμου, είναι α) η ανάληψη της διοίκησής τους από τον Ο.Α.Ε., β) η αναδιάρθρωση των υφιστάμενων υποχρεώσεών τους και γ) η εκκαθάρισή τους κατά το άρθρο 9. Με το τελευταίο αυτό άρθρο (όπως τροποποιήθηκε) ορίσθηκε, ειδικότερα, ότι εφόσον δεν επιτευχθεί η κατά το άρθρο 8 συμφωνία (μεταξύ του Ο.Α.Ε. και των μετόχων και πιστωτών σχετικά με την επιβίωση της επιχείρησης) ή δεν εκπληρωθούν οι όροι της, ζητείται από το πολιτικό εφετείο της περιφέρειας της έδρας της επιχείρησης ο διορισμός εκκαθαριστή, ο οποίος προβαίνει στην εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης (παρ. 1), ότι η εκκαθάριση διέπεται από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου (1386/1983) και από τα άρθρα 18-21 του ν.δ. 3562/1956 (παρ. 2), ότι με τη δημοσίευση της απόφασης του εφετείου που διορίζει τον εκκαθαριστή παύει αυτόματα η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εταιρίας ή η τυχόν προσωρινή διοίκηση του Ο.Α.Ε., αναστέλλεται η περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη προσωρινών, συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων και αναστέλλονται οι τυχόν εκκρεμείς σχετικές διαδικασίες, η δε διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης περιέρχεται στον εκκαθαριστή (παρ. 3) και ότι για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της επιχείρησης ο εκκαθαριστής συντάσσει πίνακα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975-979 και 1007 του Κ.Πολ.Δ. και του άρθρου 61 του Κ.Ε.Δ.Ε., μετά από αναγγελία των πιστωτών, που γίνεται μέσα σε ορισμένη προθεσμία (παρ. 5).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως γίνεται δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη (σε συνδυασμό με την πρωτόδικη) απόφαση, με τις 712/1992, 7823/1992 και 9437/1992 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών η "Α.Ε. Επιχειρήσεων Μ., Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών", η οποία με βάση την 1979/30.11.1983 απόφαση του Υπουργού Εικής Οικονομίας είχε υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1386/1983, τέθηκε από 28.1.1992 υπό την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 9 του νόμου αυτού και ως ειδική εκκαθαρίστρια διορίσθηκε αρχικά η εταιρεία "ΑΛΦΑ Α.Ε. Παροχής Οικονομικών Υπηρεσιών και Συμβουλών" και στη συνέχεια (με την 4009/1994 απόφαση του Εφετείου Αθηνών) η ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία "Α.Ε. Ελληνικές Εξαγωγές". Η πιο πάνω υπό εκκαθάριση εταιρεία είχε κατά του Ελληνικού Δημοσίου απαιτήσεις από επιστροφές φόρου εισοδήματος, τελών χαρτοσήμου κ.λπ. συνολικού ποσού 58.883.688 δραχμών, την καταβολή του οποίου ζήτησε με αιτήσεις της προς τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών από 8.5.1990, 13.5.1991, 18.6.1991, 8.5.1992 και 15.10.1998. Αντίστοιχα, η εταιρεία είχε προς το Ελληνικό Δημόσιο οφειλές από φόρους που βεβαιώθηκαν κατά τα έτη 1990 και 1991. Τις οφειλές της αυτές γνώρισε στην εταιρεία ο Προϊστάμενος της πιο πάνω Δ.Ο.Υ. ότι τις συμψήφισε με ισόποσες απαιτήσεις της με βάση τα 1333, 1334, 1336, 8847, 8853, 8854 και 8856 διπλότυπα είσπραξης τύπου Α΄που εξέδωσε στις 9.6.1993 και 8.11.1993. Κατά των διπλοτύπων αυτών ασκήθηκε η από 20.12.1983 κοινή ανακοπή, η οποία με την 12841/1995 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε ως προς μεν την υπό εκκαθάριση ανακόπτουσα εταιρία ως απαράδεκτη, ως προς δε την εκκαθαρίστρια εταιρεία ("ΑΛΦΑ Α.Ε.") ως αβάσιμη, με τη σκέψη ότι ο συμψηφισμός δεν αποτελεί απαγορευόμενο από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 1386/1983 μέσο ικανοποίησης απαιτήσεων κατά επιχείρησης τελούσας υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 9 του νόμου αυτού. Κατά της αποφάσεως αυτής οι πιο πάνω εταιρίες άσκησαν την από 10.4.1996 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, αντίθετα, ότι ο συμψηφισμός στον οποίο προέβη κατά τ’ ανωτέρω ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών δεν είναι νόμιμος, γιατί συνιστά μονομερή ενέργεια δανειστή μη εντασσόμενη στο πλαίσιο που διαγράφεται από το νόμο, με συνέπεια, κατόπιν αυτού, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και ακολούθως να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθούν τα προσβαλλόμενα με αυτή διπλότυπα συμψηφισμού.
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, μετά τη θέση προβληματικής επιχείρησης υπό το καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 9 του ν. 1386/1988, αναστέλλεται η τυχόν περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία και απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση καθώς και η λήψη κατά της επιχείρησης παντός προσωρινού, συντηρητικού ή προφυλακτικού μέτρου, ανασταλλομένων των σχετικών εκκρεμών διαδικασιών, ενώ η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης περιέρχεται στον διοριζόμενο από το δικαστήριο εκκαθαριστή, έργο του οποίου είναι η εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης και η σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών αυτής από το προϊόν της εκκαθάρισης, με βάση σχετικό πίνακα που συντάσσει αυτός κατά τα άρθρα 975-979 και 1007 του Κ.Πολ.Δ. και 61 του Κ.Ε.Δ.Ε., ύστερα από αναγγελία των πιστωτών. Ενόψει του σκοπού αυτού της κατά τ’ ανωτέρω εκκαθάρισης, πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστρατευόμενη το σκοπό του νόμου και άρα ως απαγορευόμενη η λήψη κάθε μέτρου που αποσκοπεί στην κατά προτίμηση και εις βάρος των λοιπών πιστωτών ικανοποίηση συγκεκριμένου πιστωτού της υπό εκκαθάριση τελούσας επιχείρησης. Ως τέτοιο δε απαγορευόμενο μέτρο πρέπει να θεωρηθεί και ο συμψηφισμός απαιτήσεων πιστωτού με αντίστοιχες οφειλές του προς την επιχείρηση, ανεξάρτητα από το χρόνο κατά τον οποίο γεννήθηκαν οι απαιτήσεις του αυτές. Τούτο δε γιατί και ο συμψηφισμός αυτός αποτελεί μονομερή ενέργεια του πιστωτού που δεν εναρμονίζεται με το πνεύμα και το σκοπό των πιο πάνω διατάξεων, αλλά αποβλέπει στην προνομιακή και σε βάρος των συμφερόντων των λοιπών πιστωτών ικανοποίηση του ούτω ενεργούντος συγκεκριμένου πιστωτού.
6. Επειδή, κρίνοντας όπως ανωτέρω το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, τα περί του εναντίου δε με την κρινόμενη αίτηση προβαλλόμενα, στηριζόμενα στην αντίληψη ότι ο συμψηφισμός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των ρητώς και περιοριστικώς απαγορευομένων από το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 1386/1983 μέτρων και ότι πάντως οι απαιτήσεις του αναιρεσείοντος Δημοσίου, έχοντας γεννηθεί σε χρόνο προγενέστερο της υπαγωγής της οφειλέτιδος εταιρείας στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης, δεν κατελαμβάνοντο από την πιο πάνω απαγόρευση, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση και
Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2005
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος
Ν. Ντούβας Β. Μανωλόπουλος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 2006.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ν. Ντούβας Ο. Κουτεντάκη
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2005 με την εξής σύνθεση: Ν. Ντούβας, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 31 Οκτωβρίου 1997 αίτηση:
των: 1) Υπουργού Οικονομικών και 2) Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, οι οποίοι παρέστησαν με την Ε. Μ., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Ανώνυμης Εταιρεας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ΧΧΧ αρ. ΧΧΧ, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χρήστο Μπότη (Α.Μ. 2341), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, και ο οποίος δήλωσε προφορικά στο ακροατήριο ότι διορθώνεται η επωνυμία της εταιρείας στη σωστή "ΕΤΒΑ FINANCE Α.Ε. Παροχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών".
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1101/1997 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παπαμεντζελόπουλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο των αναιρεσειόντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρίας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή τελών και παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1101/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, γενομένης δεκτής εφέσεως της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας υπό την ιδιότητά της ως εκκαθαρίστριας της "Α.Ε. Επιχειρήσεων Μ., Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών", κατά της 12841/1995 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίσθηκε η απόφαση αυτή και στη συνέχεια έγινε δεκτή η απορριφθείσα πρωτοδίκως ανακοπή της πιο πάνω υπό εκκαθάριση εταιρείας και ακυρώθηκαν τα προσβληθέντα με αυτήν επτά (7) διπλότυπα συμψηφισμού της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών.
2. Επειδή, μετά από σχετική τροποποίηση του Καταστατικού της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1413/5.4.1996 (τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), νομίμως παρέστη αυτή στο ακροατήριο με τη νέα επωνυμία της ("ΕΤΒΑ FINANCE A.Ε. Παροχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών").
3. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 1386/1983 (Α΄ 107) ιδρύθηκε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Οργανισμός Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.)", έχουσα ως σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων, την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων που έχουν αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία τους για οικονομικούς λόγους ή είναι σε κατάσταση παύσης των πληρωμών τους ή έχουν πτωχεύσει κ.λπ., κατά τα ειδικότερα στο άρθρο 5 του νόμου αυτού οριζόμενα. Οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου νόμου, είναι α) η ανάληψη της διοίκησής τους από τον Ο.Α.Ε., β) η αναδιάρθρωση των υφιστάμενων υποχρεώσεών τους και γ) η εκκαθάρισή τους κατά το άρθρο 9. Με το τελευταίο αυτό άρθρο (όπως τροποποιήθηκε) ορίσθηκε, ειδικότερα, ότι εφόσον δεν επιτευχθεί η κατά το άρθρο 8 συμφωνία (μεταξύ του Ο.Α.Ε. και των μετόχων και πιστωτών σχετικά με την επιβίωση της επιχείρησης) ή δεν εκπληρωθούν οι όροι της, ζητείται από το πολιτικό εφετείο της περιφέρειας της έδρας της επιχείρησης ο διορισμός εκκαθαριστή, ο οποίος προβαίνει στην εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης (παρ. 1), ότι η εκκαθάριση διέπεται από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου (1386/1983) και από τα άρθρα 18-21 του ν.δ. 3562/1956 (παρ. 2), ότι με τη δημοσίευση της απόφασης του εφετείου που διορίζει τον εκκαθαριστή παύει αυτόματα η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εταιρίας ή η τυχόν προσωρινή διοίκηση του Ο.Α.Ε., αναστέλλεται η περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη προσωρινών, συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων και αναστέλλονται οι τυχόν εκκρεμείς σχετικές διαδικασίες, η δε διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης περιέρχεται στον εκκαθαριστή (παρ. 3) και ότι για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της επιχείρησης ο εκκαθαριστής συντάσσει πίνακα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975-979 και 1007 του Κ.Πολ.Δ. και του άρθρου 61 του Κ.Ε.Δ.Ε., μετά από αναγγελία των πιστωτών, που γίνεται μέσα σε ορισμένη προθεσμία (παρ. 5).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως γίνεται δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη (σε συνδυασμό με την πρωτόδικη) απόφαση, με τις 712/1992, 7823/1992 και 9437/1992 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών η "Α.Ε. Επιχειρήσεων Μ., Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών", η οποία με βάση την 1979/30.11.1983 απόφαση του Υπουργού Εικής Οικονομίας είχε υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1386/1983, τέθηκε από 28.1.1992 υπό την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 9 του νόμου αυτού και ως ειδική εκκαθαρίστρια διορίσθηκε αρχικά η εταιρεία "ΑΛΦΑ Α.Ε. Παροχής Οικονομικών Υπηρεσιών και Συμβουλών" και στη συνέχεια (με την 4009/1994 απόφαση του Εφετείου Αθηνών) η ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία "Α.Ε. Ελληνικές Εξαγωγές". Η πιο πάνω υπό εκκαθάριση εταιρεία είχε κατά του Ελληνικού Δημοσίου απαιτήσεις από επιστροφές φόρου εισοδήματος, τελών χαρτοσήμου κ.λπ. συνολικού ποσού 58.883.688 δραχμών, την καταβολή του οποίου ζήτησε με αιτήσεις της προς τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών από 8.5.1990, 13.5.1991, 18.6.1991, 8.5.1992 και 15.10.1998. Αντίστοιχα, η εταιρεία είχε προς το Ελληνικό Δημόσιο οφειλές από φόρους που βεβαιώθηκαν κατά τα έτη 1990 και 1991. Τις οφειλές της αυτές γνώρισε στην εταιρεία ο Προϊστάμενος της πιο πάνω Δ.Ο.Υ. ότι τις συμψήφισε με ισόποσες απαιτήσεις της με βάση τα 1333, 1334, 1336, 8847, 8853, 8854 και 8856 διπλότυπα είσπραξης τύπου Α΄που εξέδωσε στις 9.6.1993 και 8.11.1993. Κατά των διπλοτύπων αυτών ασκήθηκε η από 20.12.1983 κοινή ανακοπή, η οποία με την 12841/1995 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε ως προς μεν την υπό εκκαθάριση ανακόπτουσα εταιρία ως απαράδεκτη, ως προς δε την εκκαθαρίστρια εταιρεία ("ΑΛΦΑ Α.Ε.") ως αβάσιμη, με τη σκέψη ότι ο συμψηφισμός δεν αποτελεί απαγορευόμενο από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 1386/1983 μέσο ικανοποίησης απαιτήσεων κατά επιχείρησης τελούσας υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 9 του νόμου αυτού. Κατά της αποφάσεως αυτής οι πιο πάνω εταιρίες άσκησαν την από 10.4.1996 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, αντίθετα, ότι ο συμψηφισμός στον οποίο προέβη κατά τ’ ανωτέρω ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών δεν είναι νόμιμος, γιατί συνιστά μονομερή ενέργεια δανειστή μη εντασσόμενη στο πλαίσιο που διαγράφεται από το νόμο, με συνέπεια, κατόπιν αυτού, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και ακολούθως να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθούν τα προσβαλλόμενα με αυτή διπλότυπα συμψηφισμού.
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, μετά τη θέση προβληματικής επιχείρησης υπό το καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 9 του ν. 1386/1988, αναστέλλεται η τυχόν περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία και απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση καθώς και η λήψη κατά της επιχείρησης παντός προσωρινού, συντηρητικού ή προφυλακτικού μέτρου, ανασταλλομένων των σχετικών εκκρεμών διαδικασιών, ενώ η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης περιέρχεται στον διοριζόμενο από το δικαστήριο εκκαθαριστή, έργο του οποίου είναι η εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης και η σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών αυτής από το προϊόν της εκκαθάρισης, με βάση σχετικό πίνακα που συντάσσει αυτός κατά τα άρθρα 975-979 και 1007 του Κ.Πολ.Δ. και 61 του Κ.Ε.Δ.Ε., ύστερα από αναγγελία των πιστωτών. Ενόψει του σκοπού αυτού της κατά τ’ ανωτέρω εκκαθάρισης, πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστρατευόμενη το σκοπό του νόμου και άρα ως απαγορευόμενη η λήψη κάθε μέτρου που αποσκοπεί στην κατά προτίμηση και εις βάρος των λοιπών πιστωτών ικανοποίηση συγκεκριμένου πιστωτού της υπό εκκαθάριση τελούσας επιχείρησης. Ως τέτοιο δε απαγορευόμενο μέτρο πρέπει να θεωρηθεί και ο συμψηφισμός απαιτήσεων πιστωτού με αντίστοιχες οφειλές του προς την επιχείρηση, ανεξάρτητα από το χρόνο κατά τον οποίο γεννήθηκαν οι απαιτήσεις του αυτές. Τούτο δε γιατί και ο συμψηφισμός αυτός αποτελεί μονομερή ενέργεια του πιστωτού που δεν εναρμονίζεται με το πνεύμα και το σκοπό των πιο πάνω διατάξεων, αλλά αποβλέπει στην προνομιακή και σε βάρος των συμφερόντων των λοιπών πιστωτών ικανοποίηση του ούτω ενεργούντος συγκεκριμένου πιστωτού.
6. Επειδή, κρίνοντας όπως ανωτέρω το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, τα περί του εναντίου δε με την κρινόμενη αίτηση προβαλλόμενα, στηριζόμενα στην αντίληψη ότι ο συμψηφισμός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των ρητώς και περιοριστικώς απαγορευομένων από το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 1386/1983 μέτρων και ότι πάντως οι απαιτήσεις του αναιρεσείοντος Δημοσίου, έχοντας γεννηθεί σε χρόνο προγενέστερο της υπαγωγής της οφειλέτιδος εταιρείας στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης, δεν κατελαμβάνοντο από την πιο πάνω απαγόρευση, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση και
Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2005
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος
Ν. Ντούβας Β. Μανωλόπουλος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 2006.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ν. Ντούβας Ο. Κουτεντάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου