Εφετείο Λαρίσης 96/2012
Σύνθεση :Δήμητρα Τσουτσάνη (Πρόεδρος), Γεώρ. Αποστολάκης, Βαρβάρα Πάπαρη (Εισηγήτρια)
Επειδή, γενομένης
συζητήσεως επί της κρινομένης από 21-7-2005 με αρ. εκθ. κατ. 103/2005
(έκθ. κατ. εφετ. 897/2005) εφέσεως των εναγόντων ήδη εκκαλούντων κατά
της υπ` αριθ. 57/2004 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Τρικάλων και της....
συμπροσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 40/2002 μη οριστικής αποφάσεως του αυτού Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν επί της υπαρ.εκθ.κατ.326/2000 αγωγής τους (εναγόντων ήδη εκκαλούντων) κατά του εναγομένου ήδη εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, διά της οποίας διώκεται η αναγνώριση της κυριότητος αυτών επί της σ’ αυτή αναφερομένης και περιγραφομένης δασικής εκτάσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.228/2007 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία: α) η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και β) χωρίς να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προς διαπίστωση των σ αυτή θεμάτων. Ήδη, αφού διενεργήθηκε η διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη, νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση, διά της από 15-4-2011 κλήσεως των εκκαλούντων, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
συμπροσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 40/2002 μη οριστικής αποφάσεως του αυτού Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν επί της υπαρ.εκθ.κατ.326/2000 αγωγής τους (εναγόντων ήδη εκκαλούντων) κατά του εναγομένου ήδη εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, διά της οποίας διώκεται η αναγνώριση της κυριότητος αυτών επί της σ’ αυτή αναφερομένης και περιγραφομένης δασικής εκτάσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.228/2007 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία: α) η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και β) χωρίς να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προς διαπίστωση των σ αυτή θεμάτων. Ήδη, αφού διενεργήθηκε η διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη, νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση, διά της από 15-4-2011 κλήσεως των εκκαλούντων, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Επειδή, από την διάταξη του
άρθρου 51 του Εισαγ. Ν.ΑΚ, συνάγεται ότι γιά την κτήση κυριότητος μέχρι
της ισχύος του Αστικού Κώδικος (23-2-1946), εφαρμογή έχουν οι διατάξεις
του προϊσχύσαντος Βυζαντιρρωμαϊκού Δικαίου. Από καμμία δε διάταξη του
προϊσχύσαντος Β.Ρ.Δικαίου ή άλλου νεωτέρου νόμου, από αυτές που ίσχυσαν
μέχρι την 26-11-1926, όταν άρχισε η ισχύς του Ν.Δ. της 22-4/16-5/1926
«Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης»,
συνάγεται ότι τα δημόσια δάση και οι δημόσιες εν γένει δασικές εκτάσεις
ήταν πράγματα ανεπίδεκτα χρησικτησίας, ούτε ότι το Δημόσια θεωρείτο κατά
πλάσμα του νόμου, ότι διατηρεί επ' αυτών νομή, παρά την υλική εξουσίασή
τους από τρίτα πρόσωπα (το οποίο συνέβαινε επί των εθνικών βοσκησίμων
εκτάσεων, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 2, 3 επ. του Ν. ΝΘ/1864 και 3
του Ν.ΦΠΖ/1888) (ΑΠ 551/1994 Ελ.Δ/νη 36 (1995), 336). Αντιθέτως, από τις
διατάξεις του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις
των άρθρων 18, 21 του Ν. 21-6/3-7/1837 «Περί διακρίσεως των δημοσίων
κτημάτων», συνάγεται ότι στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται
και τα δημόσια δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις, χωρεί έκτακτη
χρησικτησία, όταν ασκείται νομή επ’ αυτών καλοπίστως και με διάνοια
κυρίου, επί συνεχή τριακονταετία, ο νομέας δε ο οποίος απέκτησε την νομή
διά καθολικής ή ειδικής διαδοχής δύναται να προσμετρήσει στον χρόνο της
δικής του νομής και εκείνον της νομής του δικαιοπαρόχου του.
Ειδικότερα, γιά τον υπολογισμό αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων
2 § 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 § 1 (Πανδ. 18.1) και 7 § 3
Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου, απαιτείται νόμιμη αιτία,
ήτοι καθολική ή ειδική διαδοχή. Η ειδική δε διαδοχή, επί ακινήτου,
συνιστάται μόνον με έγκυρη εν ζωή δικαιοπραξία, με την οποία,
υποβαλλομένη στον συμβολαιογραφικό τύπο, κατά την ισχύουσα πριν από τον
Αστικό Κώδικα διάταξη του άρθρου 45 του Νόμου περί χαρτοσήμου,
μεταβιβάζεται το δικαίωμα του προκτήτορα επί του ακινήτου στον ειδικό
διάδοχο και η οποία αποτελεί απαραίτητο κατά νόμο σύνδεσμο μεταξύ του
ήδη νομέα και των προκτητόρων του, για τον, ως άνω, συνυπολογισμό του
χρόνου της χρησικτησίας. Αν ελλείπει ο σύνδεσμος αυτός, αποκλείεται ο
συνυπολογισμός του χρόνου χρησικτησίας των προκτητόρων στον χρόνο του
ήδη νομέα του ακινήτου (ΑΠ 13/1980 ΝοΒ 28.1133, ΑΠ 1007/1976 ΝοΒ
25.369). Όμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του Ν.Δ. από
22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της
Αεροπορικής Αμύνης»,τα επί του ακινήτου δικαιώματα του Δημοσίου εις
ουδεμία υπόκεινται εφεξής παραγραφή, η δε αρξαμένη ουδεμία έχει
συνέπεια, εάν μέχρι την δημοσίευση δεν συμπληρώθηκε η τριακονταετής,
κατά τους προϊσχύσαντες νόμους, παραγραφή. Διά της διατάξεως αυτής
αποκλείσθηκε έκτοτε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και η κτητική
παραγραφή, ήτοι η έκτακτη χρησικτησία. Λαμβανομένου δε υπ’ όψιν ότι η
λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος αστικού δικαίου ανεστάλη, διά των
διαταγμάτων που εκδόθηκαν εις εκτέλεση του Ν.Δ. ΔΞΗ/1912, μέχρι και της
χρονολογίας εκδόσεως του ανωτέρω Ν.Δ., έπεται ότι επί δημοσίου κτήματος η
απόκτηση κυριότητος δι’ εκτάκτου χρησικτησίας πρέπει να έχει
συμπληρωθεί μέχρι την 12-9-1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 1526/1997 Ελ.Δικ/νη
39 (1998) 597, ΑΠ 76/1987 Ελ.Δικ/νη 30 (1990) 324). Οι από της
ημερομηνίας αυτής και εφεξής πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος ουδεμία
έχουν εφεξής αξία, ως προς την διά χρησικτησίας κτήση κυριότητας, εφ’
όσον, αν δεν έχει επέλθει μέχρι της ανωτέρω ημερομηνίας, δεν δύναται να
συμπληρωθεί ο προς χρησικτησία χρόνος και να αποκτηθεί κυριότητα κατά
τον μετέπειτα χρόνο (ΑΠ 76/1987 όπου ανωτ., ΑΠ 784/1977 Αρχ.Νομ. ΚΘ΄,
207). Ειδικότερα, επί της κτήσεως κυριότητας δασικής έκτασης με έκτακτη
χρησικτησία, η οποία συμπληρώθηκε μέχρι και τις 11-9-1915, δεν έχουν
εφαρμογή και δεν ασκούν νόμιμη επιρροή οι μεταγενέστερες διατάξεις του
άρθρου 117 του ν. 3077/1924 «περί δασικού κώδικος» και του άρθρου 215
του 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 37 του
α.ν. 1539/1938 και το άρθρο 16 του α.ν. 192/1946 και επαναλήφθηκαν στο
άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969 «περί δασικού κώδικος», με τις οποίες ορίζεται
ότι στα δημόσια εν γένει δάση θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν
δεν ενήργησε επ’ αυτών καμία πράξη νομής και ότι μόνη η βοσκή σε δημόσιο
δάσος ουδέποτε θεωρείται ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και μόνη η
ύπαρξη οποιουδήποτε τίτλου δε θεωρείται καθεαυτή διακατοχική πράξη (βλ.
ΑΠ 1271/2007 ΝΟΜΟΣ). Το περιεχόμενο της νομής δάσους ως ιδιωτικού
συνίσταται στη σύμφωνα με τον προορισμό του υλοτομία, εκτελούμενη κατά
τους περί δασών νόμους, η οποία αποτελεί την κύρια εκδήλωση ιδιοκτησίας,
χωρίς όμως να αποκλείεται και η ενέργεια άλλων πράξεων που αποτελούν
μερική εκμετάλλευση, εφόσον αυτές ενεργούνται ως πράξεις κατοχής με τη
διάνοια κυρίου, όπως βοσκής σε δασική έκταση ή ξύλευσης με κοπή
καυσόξυλων, στην περίπτωση που οι διακατοχικές αυτές πράξεις έγιναν πριν
από την έναρξη της εφαρμογής του άρθρου 2 παρ.2 του α.ν. 1539/1938,
αφού η δικαιολογητική σχέση κρίνεται κατά το νόμο του χρόνου σύστασης
αυτής. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 του Ν.
ΑΞΝ/1888 «Περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιελήφθη
ως άρθρο 57 στον Ν. 3077/1924 «Περί Δασικού Κώδικος», ως δάσος θεωρείται
κάθε έκταση, η οποία καλύπτεται μερικώς ή εξ ολοκλήρου από άγρια ξυλώδη
φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για
την παραγωγή ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων, δασικά δε εδάφη οι εντός
των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστον και
συστατικό μέρος αυτών. Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 45, 46 του
Ν.4178/1929, 1 του Α.Ν.86/1969 και 3 του Ν.998/1979, που ίσχυσαν
μεταγενεστέρως, στην έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων
περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, οι οποίες καλύπτονται υπό αραιάς ή
πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε δασικής
διαπλάσεως, καθώς και οι εντός αυτών οιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις
χορτολιβαδικές ή μη.
Επειδή,
προκειμένου περί των στη Θεσσαλία δασών, η κυριότητα αυτών επί
Τουρκοκρατίας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο, όπως συνάγεται από τις
διατάξεις του άρθρου 3 του, από 7 Ραμαζάν 1274 (1854), Τουρκικού Νόμου
περί γαιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των οδηγιών
της 13 Μουχαρέμ 1293 περί εξελέγξεως τίτλων δασών. Από τις εν λόγω
διατάξεις συνάγεται ότι μόνον με ταπί, στο οποίο αναφέρεται ότι το
παραχωρούμενο ήταν δάσος, συντελείτο η εκ μέρους του Τουρκικού Δημοσίου
προς ιδιώτες παραχώρηση της διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) και η υπό
τούτων περαιτέρω μεταβίβαση αυτής. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας,
κατά το έτος 1881, στο Ελληνικό Κράτος, δια της συμβάσεως της 20 Ιουνίου
(2 Ιουλίου) 1881 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία κυρώθηκε με το ν.
ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, η κυριότητα αυτών περιήλθε στο Ελληνικό
Δημόσιο, από του ανωτέρω, όμως, χρόνου υπόκεινται σε έκτακτη
χρησικτησία, εφόσον έχει συμπληρωθεί τριακονταετής νομή μέχρι την
12.9.1915 (ΑΠ 418/1971 ΝοΒ 19, 1117, Εφ. Λαρ. 182/2002 ΝΟΜΟΣ, βλ. και
Γιάννη Καραγιάννη "Νομικά Προβλήματα από τη Δασική Νομοθεσία", ΝοΒ
26,1133-1139). Εξάλλου με την σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κυρωθείσα με
το ν. ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, «Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και
Τουρκίας Συμβάσεως της Κωνσταντινουπόλεως της 20ης Ιουνίου /2ας Ιουλίου
1881» (βλ. Εφημερίδα Κυβερνήσεως, Φ 14/13-3-1882 σελ.59 επ.)
προσαρτήθηκε στο Ελληνικό Κράτος και ο νομός Τρικάλων (επαρχίες
Τρικάλων, Καλαμπάκας και Καρδίτσας). Με το άρθρο 4 παρ. 1 της άνω
συμβάσεως ορίζεται ότι «Η Ελληνική Κυβέρνηση θέλει αναγνωρίσει εν ταις
παραχωρουμέναις χώραις το της ιδιοκτησίας δικαίωμα επί των αγροκηπίων,
βοσκών, λειμώνων, νομών (γρασιδότοπων),δασών και παντός είδους γαιών ή
ακινήτων, κατεχομένων υπό ιδιωτών ή κοινοτήτων δυνάμει φιρμανίων,
χοζτετίων, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει των οθωμανικών νόμων». Από
τη διάταξη του άρθρου αυτού συνάγεται ότι 1) αναγνωρίζεται δικαίωμα
ιδιοκτησίας επί των γαιών που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, 2) οι εν λόγω
γαίες πρέπει να κατέχονται πράγματι από ιδιώτες ή κοινότητες κατά το
χρόνο συνομολόγησης της Σύμβασης (20 Ιουνίου 1881) και 3) η κατοχή των
γαιών αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με την οθωμανική νομοθεσία
περιλαμβάνει δε και την κατηγορία των δημοσίων οθωμανικών γαιών σύμφωνα
με τα αναφερόμενα στον Οθωμανικό Νόμο περί Γαιών της 7ης Ραμαζάν έτους
Εγίρας 1274. Οι διατάξεις, δηλαδή, του Τούρκικου νόμου περί γαιών
καταργήθηκαν με την προσάρτηση και τα με την συνθήκη αναγνωρισθέντα
δικαιώματα μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας, υπαγόμενα
πλέον στο κοινό δίκαιο, γι’ αυτό και κρίθηκε ότι δεν είχαν εφαρμογή οι
διατάξεις του από 17-11-1836 δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» (βλ. ΑΠ
97/1958 ΝοΒ 6,680).Έτσι αναγνωρίσθηκαν τα δικαιώματα των ιδιωτών που
αποκτήθηκαν νόμιμα κατά την Τούρκικη νομοθεσία, μετά δε την εισαγωγή,
στη Θεσσαλία, της Ελληνικής Νομοθεσίας(Ν.ΠΛΖ/1882), η τελευταία ρυθμίζει
τις εφεξής δημιουργούμενες έννομες σχέσεις, ενώ οι προϋπάρχουσες
ρυθμίζονται από τον Οθωμανικό νόμο(ΑΠ 418/1971 ΝοΒ 19,1117). Πίνακας
ιδιοκτησιών του Τούρκικου δημοσίου, που περιήλθαν στο Δημόσιο, στις
οποίες περιλαμβάνονται και τα δάση και η έκταση αυτών στη Θεσσαλία, Άρτα
και Μέτσοβο, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 512 της 7/12/1883. Κατά το άρθρο 1
του Οθωμανικού νόμου περί δασών της 11 Σεβάλ 1286 (1869 για εμάς), τα
δάση που κείνται στην αυτοκρατορική επικράτεια διαιρούνται σε 4
κατηγορίες: α)σε δημόσια, τα οποία ανήκουν απευθείας στην Κυβέρνηση, β)
σε βακουφικά, αφιερωμένα σε κάποιον κοινωφελή σκοπό, γ) σε μπαλταλίκια,
τα οποία ανήκουν σε κωμοπόλεις και κώμες και δ) σε κουρού, τα οποία
ανήκουν σε ιδιώτες. Εξάλλου, ο θεσμός της χρησικτησίας, ως τρόπος
κτήσεως κυριότητος, ήταν άγνωστος τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής
ιδιοκτησίας όσον και ως προς τις δημόσιες γαίες (άρθρ.1248 και 1614 του
Οθωμ. ΑΚ) και επομένως δεν υπολογίζεται ο διαδραμών χρόνος, υπό το
κράτος της Τουρκικής Νομοθεσίας, για την κτήση κυριότητας με
χρησικτησία(ΑΠ 787/2001 Ελ.Δικ/νη 2002, 1373).
Επειδή, με το άρθρο 10 παρ.1 εδ. Ι του ν. 3208/2003, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 289 Α` της 23/24.12.2003, «προστασία των δασικών οικοσυστημάτων - κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις», ορίζεται ότι το δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση και δασικές εν γένει εκτάσεις που: 1) Αναγνωρίστηκαν με τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, του Κτηνοτροφικού Κώδικα, του Ν.Δ. 2185/1952 «Περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Κτημάτων Προς Αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων» (ΦΕΚ 217 Α΄) και του άρθρου 26 του Ν.2040/1992 σε ό,τι αφορά τις δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις της παρ.7 του άρθρου 3 του Ν.998/1979,όπως αυτή προστίθεται με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου.
Επειδή,
σύμφωνα με το άρθρο 104 Συντάγματος 1952 προβλέφθηκε η αναγκαστική
απαλλοτρίωση ή εκμίσθωση των αγροτικής φύσεως κτημάτων των ευαγών
ιδρυμάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία θα ρυθμιζόταν με πολιτειακή
πράξη κοινού νομοθετικού περιεχομένου. Σε εκτέλεση της συνταγματικής
αυτής επιταγής εκδόθηκε το ν.δ. 2185/1952 «περί αναγκαστικής
απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών» και
μέσα στις προθεσμίες, που αυτό πρόβλεψε συνομολογήθηκε μεταξύ Δημοσίου
και Εκκλησίας της Ελλάδος η από 18.9.1952 Σύμβαση, κυρωθείσα με το από
26.9/8.10.1952 Β.Δ. και παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο η ακίνητη
εκκλησιαστική περιουσία που αναφέρεται στον Πίνακα Α΄ παραχωρουμένων
εκτάσεων, συνημμένο στη Σύμβαση. Είναι αληθές ότι δυνάμει της ανωτέρω
Συμβάσεως, η οποία (κυρωθείσα με β.δ.) απέκτησε ισχύ νόμου, η Εκκλησία
της Ελλάδος και τα οικεία εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (ιερές μονές,
ιεροί ναοί κ.λπ.) αποξενώθηκαν οριστικά από την κυριότητα των κτημάτων
που αναφέρονται στον Πίνακα Α΄, το δε Δημόσιο κατέστη έκτοτε,
αυτοδικαίως ex lege κύριος αυτών (αντί για άλλον βλ. Π. Παναγιωτάκο,
Σύστημα Εκκλησιαστικού Δικαίου, Το δίκαιο των μοναχών, 4ος τόμος, Αθήναι
1957, σελ. 549 επ., 565). Εάν ωστόσο στον Πίνακα των μεταβιβαζομένων
προς το Δημόσιο ακινήτων περιλήφθηκε από παραδρομή ή άλλη αίτια δάσος,
το δάσος αυτό δεν μετήχθη στην κυριότητα του Δημοσίου, αλλά εξακολουθεί
να παραμένει στην κυριότητα του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου,
διότι η ανωτέρω "Σύμβαση", ως νόμος πλέον, κείται εκτός των ορίων της
συνταγματικής εξουσιοδοτήσεως, εντός των οποίων όφειλε να περιορισθεί,
δεδομένου ότι το άρθρο 104 του Συντάγματος 1952 πρόβλεψε την
απαλλοτρίωση μόνο αγροτικών εκτάσεων. Πράγματι το ν.δ. 2185/1952 που
εκδόθηκε σε εκτέλεση της συνταγματικής επιταγής καθόριζε στο άρθρο 36
αποκλειστική προθεσμία 2 μηνών από την 15.8.1952 για την κατάρτιση και
υπογραφή της προβλεπόμενης συμβάσεως μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας με
την απειλή, σε αντίθετη περίπτωση, υπαγωγής «της εξ αγροτικών ακινήτων
συγκειμένης εκκλησιαστικής περιουσίας εις αναγκαστικήν μέχρι ποσοστού
των 4/5 αυτής απαλλοτρίωσιν». Δηλαδή τα όρια της νομοθετικής
εξουσιοδοτήσεως, που καθόριζαν ανάλογα το περιεχόμενο της Συμβάσεως,
περιορίζονταν μόνο στα αγροτικά ακίνητα και δεν περιλαμβάνουν τα δάση.
Επίσης και το άρθρο 13α΄ της ανωτέρω Συμβάσεως, που εκδόθηκε κατ’
εφαρμογή του προαναφερόμενου άρθρου 36 ν.δ. 2185/1952, εξαίρεσε από τα
όρια της Σύμβασης τα δάση. Επομένως, η καταχώριση ενός μοναστηριακού
δάσους στον Πίνακα Α` της Συμβάσεως, δηλαδή μεταξύ των ακινήτων, που
περιέρχονται στο Δημόσιο, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική (ειδικότερα
κείμενη εκτός των ορίων τόσο της συνταγματικής προβλέψεως, όσο και της
προαναφερομένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως) και δεν επιφέρει το
αποτέλεσμα της ex lege μεταβιβάσεως της κυριότητας του στο Δημόσιο, η
οποία παραμένει στην οικεία Μονή (βλ. την υπ` αριθ. 331/1999 γνωμοδότηση
του Ν.Σ.Κ. (2ο τμήμα), αδημοσίευτη, που αφορά στο δάσος «Πυρωστιά»
Βλαχάβας Ι.Μ. Αγίας Τριάδος Μετεώρων, το οποίο, αν και δάσος,
καταχωρίσθηκε στον πίνακα των μεταβιβαζόμενων στο Δημόσιο ακινήτων).
Μάλιστα, το ανωτέρω αποτέλεσμα επέρχεται ανεξάρτητα από το πώς
χαρακτηρίζεται στη Σύμβαση το συγκεκριμένο ακίνητο (δάσος, λιβάδι,
αγροτική ή κτηνοτροφική έκταση), διότι για την έρευνα της
συνταγματικότητας της μεταβιβάσεως ενδιαφέρει ο ουσιαστικά δόκιμος
χαρακτηρισμός του ακινήτου και όχι αυτός, που από οποιαδήποτε αιτία,
περιλήφθηκε στη Σύμβαση (βλ. σχετ. Κ. Ραμιώτη, Η Εκκλησία μέσα στην
Ελληνική Πολιτεία, Αθήνα 1997, σελ. 239). Συμπληρωματικά σημειώνεται,
ότι ο θεσμός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως αντλούσε αρχικά το κύρος
και την υπόσταση του από το συνταγματικό έθιμο, που είχε επικρατήσει υπό
το καθεστώς των προϊσχυσάντων του έτους 1952 Συνταγμάτων. Αναγνωρίσθηκε
για πρώτη φορά από το Σύνταγμα 1952 (άρθρο 59 παρ. 2) και ήδη έχει
καθιερωθεί ρητά με το άρθρο 43 του ισχύοντος Συντάγματος. Αν παρά ταύτα
μία υ.α. (ή β.δ., όπως εν προκειμένω το από 26.9/8.10.1952 Β.Δ., που
κύρωσε τη Σύμβαση) υπερβεί τα όρια της εξουσιοδοτήσεως, που χάραξε ο
νόμος (εν προκειμένω το άρθρο 36 ν.δ. 2185/1952), είναι ανίσχυρη και δεν
μπορεί με την μορφή αυτή να ισχυροποιηθεί, ούτε με αναδρομική κύρωσή
της με νόμο. Τα δικαστήρια (πολιτικά ή διοικητικά) οφείλουν
παρεμπιπτόντως (Βασ. Σκουρή - Ευαγ. Βενιζέλου, Ο δικαστικός έλεγχος της
συνταγματικότητας των νόμων, έκδ. 1998, σελ. 54 επ.) να ελέγξουν το
ανίσχυρο της και να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις της. Επειδή κατά τη
διάταξη του άρθ. 388 Κ.Πολ.Δ, η οποία έχει εφαρμογή και στην εκκλητή
δίκη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δύναται, χωρίς την εξαφάνιση της
εκκαλούμενης αποφάσεως (ΟλΑΠ 1285/82 ΝοΒ 31/219 Α.Π. 827/1985 ΝοΒ 34
σελ. 196, ΕΑ 2710/1988 Δίκη 20 σελ. 100, 6974/1985 ΝοΒ 33 σελ. 1435), αν
κατά τη κρίση του συντρέχει προς τούτο λόγος και αυτεπαγγέλτως ακόμη,
να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη και από άλλο πραγματογνώμονα
προκειμένου να διασταυρωθεί το πόρισμα της αρχικής, εφόσον καταλείπονται
αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης του σχετικού πορίσματος.
Eιδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 368,387 και 388 του ΚΠολΔ
συνάγεται ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή
η διάταξη νέας ή επαναλήψεως ή συμπληρώσεως της αρχικής από τους ίδιους
ή άλλους πραγματογνώμονες εν απόκειται στην διακριτική ευχέρεια του
δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 867/1988 623 Δικ. 31 σελ.327). Η επανάληψη
διατάσσεται όταν η αρχική πραγματογνωμοσύνη έχει ατέλειες ή ασάφειες,
που δεν μπορούν να θεραπευθούν με την παροχή διευκρινήσεων κατά το άρθρο
384 του ίδιου κώδικα. Η νέα πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται ως προς τα
ίδια θέματα, για τα οποία έχει διαταχθεί η αρχική, αλλά από καινούργιους
πραγματογνώμονες, όταν το δικαστήριο δεν έχει τις αναγκαίες
επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για να ελέγχει το περιεχόμενο της
αρχικής γνωμοδοτήσεως, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται κατά τρόπο
που κλονίζει το δικαστήριο. Τέλος, συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης
διατάσσεται, όταν, μετά την αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει η ανάγκη
της επεκτάσεως αυτής και σε άλλα συναφή θέματα, στην εν λόγω δε
περίπτωση μπορεί να διεξαχθεί αυτή (συμπληρωματική, πραγματογνωμοσύνη)
είτε από τους αρχικούς πραγματογνώμονες, είτε από καινούργιους (Κ. Μπέη
Πολ.Δικ. κάτω από το άρθρο 388 σελ. 1689, Εφ.Πειρ. 1026/1986 Ελ.Δνη.29
σελ. 710).
Στην
ένδικη αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η συμπροσβαλλόμενη
υπ’ αριθμ.40/2002 μη οριστική(προδικαστική) απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Τρικάλων και στη συνέχεια η εκκαλουμένη υπ' αριθμ.57/2004
απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες ιστορούσαν τα εξής: Στην
περιφέρεια του χωριού (συνοικισμού) Μ. που υπάγεται διοικητικά στη
διευρυμένη κοινότητα Α. (πρώην Κ.) του τέως δήμου Λ. της επαρχίας Κ.-Τ.,
βρίσκονται 3 δασοτεμάχια, τα οποία αποτελούν διαιρετά τμήματα του
άλλοτε ενιαίου κτήματος της περιοχής αυτής, γνωστού με την επωνυμία Π.,
όπως αυτά διαχωρίστηκαν με πρωτόκολλα της Επιτροπής Διαχωρισμού,
καταχωρίστηκαν στον κτηματολογικό πίνακα οριστικού διαχωρισμού με
αριθμούς 1-α, 1-δ, 45 και εικονίζονται στο συνημμένο στην ένδικη αγωγή
τοπογραφικό διάγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας. Τα διαιρετά αυτά
δασοτεμάχια, εμβαδού 2.351,438 στρεμμάτων, 19,000 στρεμμάτων και 3,062
στρεμμάτων αντίστοιχα, τα οποία περιγράφονται στην αγωγή λεπτομερώς,
ανήκουν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στους κληρονόμους Δ. Κ., ήδη
ενάγοντες, κατά ποσοστό 1/8 (ή 8/64) εξ αδιαιρέτου, και ειδικότερα στην
Γ' ενάγουσα κατά ποσοστό 2/64 εξ αδιαιρέτου και σε καθένα από τους
λοιπούς ενάγοντες κατά ποσοστό 3/64 εξ αδιαιρέτου. Το κτήμα Π. ήταν
ανέκαθεν ιδιωτικό ακίνητο. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κτήματος αυτού
επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το κτήμα αυτό δεν περιλαμβάνεται στον
πίνακα κτημάτων και δασών του Οθωμανικού Κράτους, περιοχής νομού
Τρικάλων, τα οποία περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του πρώτου.
Τα 8/12 (ή 2/3) εξ αδιαιρέτου αυτού του κτήματος είχε αγοράσει ο
ιερομόναχος Ι. Μ. και τα αφιέρωσε στην Ιερά Μονή Π. Η. Χ. Α. Τα υπόλοιπα
4/12 (ή 1/3) εξ αδιαιρέτου του ίδιου κτήματος ανήκαν κατά κυριότητα,
νομή και κατοχή στους Α. Π. και Γ. Σ., κατά ποσοστό 3/12 και 1/12
αντίστοιχα, από αγορές που είχαν κάνει πριν από την κατά το έτος 1881
προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Για τις αγορές 3/12 εξ αδιαιρέτου
δασικής έκτασης που είχε κάνει ο Α. Π., είχε εκδοθεί στο όνομα του ο
οριστικός τίτλος κυριότητας (ταπί) καθαρής ιδιοκτησίας αριθμ. 548 του
Τουρκικού Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου, στο οποίο είχε καταχωριστεί τον
Ιούνιο του τουρκικού έτους 1289 (1873), στη σελίδα 98/3992.Η λέξη
«κοιλάδα» που χρησιμοποιείται στον τίτλο (ταπί) 548 είναι ακριβής
εξαιτίας της μορφολογίας του κτήματος Π. Για τον ίδιο ιδιοκτήτη (Α. Π.)
είχαν εκδοθεί στο όνομα του 31 οριστικοί τίτλοι κυριότητας (ταπιά)
καθαρής ιδιοκτησίας για συνολική αγροτική έκταση του χωριού Π. 102
τουρκικών στρεμμάτων. Για το μερίδιο του Γ. Σ. είχαν εκδοθεί στις 31
Μαρτίου του τουρκικού έτους 1287 (1871) 76 τίτλοι κυριότητας (ταπιά), οι
οποίοι αφορούσαν αγρούς συνολικής έκτασης 147 τουρκικών στρεμμάτων. Για
τον ίδιο ιδιοκτήτη (Γ. Σ.) είχε εκδοθεί στο όνομα του οριστικός τίτλος
κυριότητας (ταπί) καθαρής ιδιοκτησίας για ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου
δασικής έκτασης, εμβαδού 7.000 τουρκικών στρεμμάτων, αλλά δεν είναι
δυνατή η ανεύρεση τίτλου αυτού. Επιπλέον, για το μερίδιο του Γ. Σ. οι
ενάγοντες επικαλούνται κτήση κυριότητας με χρησικτησία από το έτος 1871
μέχρι το έτος 1911.Ο αγοραστής Α. Π. κατείχε και νεμόταν με νόμιμο τίτλο
και καλή πίστη ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος Π. από το έτος
1873 μέχρι το έτος 1882, οπότε, μετά την αναγνώριση των μεριδίων του,
μεταβίβασε άτυπα τα 2/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος στον ομοχώριό του Ν.
Δ. ή Μ. Το υπόλοιπο μερίδιο του, ποσοστού 1/12 εξ αδιαιρέτου, κατείχε
και νεμόταν ο Α. Π. μέχρι το έτος 1893, οπότε απεβίωσε, χωρίς να αφήσει
διαθήκη, και το μερίδιο του περιήλθε ισομερώς στα τέκνα του Δ., Α. και
Θ., τα οποία υπεισήλθαν στην κληρονομιά του και αναμίχθηκαν σε αυτή,
ώσπου καθένα από αυτά μεταβίβασε το ανάλογο ποσοστό του μεριδίου στον Δ.
Κ. Κ. με τον τρόπο, ο οποίος αναφέρεται στην αγωγή λεπτομερώς. Ο
δεύτερος αγοραστής Γ. Σ. κατείχε και νεμόταν με νόμιμο τίτλο και καλή
πίστη ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος Π. από την εποχή της
αγοράς μέχρι το έτος 1901, οπότε, μετά την αναγνώριση του μεριδίου του,
μεταβίβασε αυτό (μεταξύ άλλων πραγμάτων) με πώληση στον Β. Γ. Σ., όπως
αναφέρεται στην αγωγή λεπτομερώς, ο οποίος κατείχε και νεμόταν το
αντικείμενο της αγοράς μέχρι το έτος 1910, οπότε μεταβίβασε αυτό με
πώληση στον Δ. Κ. Κ., όπως αναφέρεται στην αγωγή λεπτομερώς, ο οποίος
κατείχε και νεμόταν το αντικείμενο της αγοράς (και τα λοιπά ιδανικά
μερίδια του ίδιου κτήματος, τα οποία περιήλθαν σ' αυτόν), μέχρι το έτος
1938, οπότε απεβίωσε. Ο Ν. Δ. ή Μ. κατείχε και νεμόταν ποσοστό 2/12 του
κτήματος Π. μέχρι το έτος 1885, οπότε απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη,
και κληρονομήθηκε ισομερώς, κατά ποσοστό 1/10 (των 2/12), από τους εξ
αδιαθέτου κληρονόμους του, δηλαδή τη σύζυγο του και τα 9 τέκνα τους, οι
οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιά και αναμίχθηκαν σε αυτή, μέχρις ότου
όλοι αυτοί μεταβίβασαν το κληρονομιαίο ποσοστό τους στον Δ. Κ. Κ.,
σύζυγο της Ε. Ν. Δ. ή Μ., με τον τρόπο που αναφέρεται στην αγωγή
λεπτομερώς. Έτσι, στον Δ. Κ. Κ. περιήλθε συνολικό ποσοστό 4/12 εξ
αδιαιρέτου του κτήματος Π., το οποίο κατείχε αυτός και νεμόταν χωρίς
διακοπή μέχρι το έτος 1938. Όπως βεβαιώνει το Υπουργείο Γεωργίας με το
από 19.10.1927 έγγραφο του, κατά τα έτη 1882-1899 εκδόθηκαν άδειες
υλοτομίας για τη θέση Π. της περιφέρειας Κ. με τον χαρακτηρισμό του
δάσους ως ιδιωτικού. Με την απόφαση αριθμ. 50.674/1923 του Υπουργού
Γεωργίας το κτήμα Π., ως τσιφλίκι, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, αλλά οι
δικαιοπάροχοι των εναγόντων αντέδρασαν με προσφυγή ενώπιον του
Συμβουλίου Επικρατείας, το οποίο ακύρωσε την απαλλοτρίωση με την απόφαση
του αριθμ 55/1933. Από το έτος 1909 μέχρι το έτος 1927 τουλάχιστον
ανεστάλησαν οι άδειες υλοτομίας για εμπορία ως καταστρεπτικές. Εκτός από
τα πιο πάνω στοιχεία υπάρχουν 10 καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι
εξετάστηκαν ένορκα στις 31.08.1927 ενώπιον του Δασάρχη Κ. και κατέθεσαν
ότι το κτήμα Π. ανήκει κατά τα 4/12 στον Δ. Κ. και κατά τα 8/12 στη Ιερά
Μονή Δ. (και μετέπειτα Α. Σ. Μ.). Μετά τον θάνατο του Δ. Κ. Κ.,η
κληρονομιά του περιήλθε στη σύζυγο του Ε., η οποία υπεισήλθε και
αναμίχθηκε σε αυτή μέχρι το έτος 1939, οπότε απεβίωσε, χωρίς να αφήσει
διαθήκη, και το μερίδιο της, ποσοστού 4/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος
Π., περιήλθε ισομερώς, κατά ποσοστό 1/8 (των 4/12) εξ αδιαιρέτου, στα 8
τέκνα της Κ., Γ., Ν., Μ., Ε., Α., Ι. και Α., τα οποία υπεισήλθαν στην
κληρονομιά και αναμίχθηκαν σε αυτή, ώσπου ακολούθησαν καθολικές ή
ειδικές διαδοχές. Από τους πιο πάνω κληρονόμους ο Κ. Δ. Κ. κατείχε και
νεμόταν το κληρονομιαίο μερίδιο του, ποσοστού 1/8 των 4/12 εξ
αδιαιρέτου, του κτήματος Π., χωρίς διακοπή μέχρι τις 13.11.1943, οπότε
απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τη σύζυγο του Ο. και τον γιο του Δ.,
δικαιοπάροχο των ήδη εναγόντων, οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιά και
αναμίχθηκαν σε αυτή. Μετά τον θάνατο της Ο. χήρας Κ. Κ., ο οποίος
επήλθε στις 26.08.1958, το μερίδιο αυτής στο κτήμα Π. περιήλθε με
κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου στον γιο της Δ., ο οποίος αποδέχθηκε
την κληρονομιά της μητέρας του, αναμίχθηκε σε αυτή, και κατείχε έκτοτε
και νεμόταν συνολικά ποσοστό 8/64 των 4/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος Π.
μέχρι τις 11.12.1969, οπότε απεβίωσε αυτός, χωρίς να αφήσει διαθήκη, με
αποτέλεσμα να περιέλθει το πιο πάνω μερίδιο του στους ενάγοντες ως
μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, κατά ποσοστό 2/64 των 4/12 εξ
αδιαιρέτου στην 1η ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/64 των 4/12 εξ αδιαιρέτου
σε καθένα των λοιπών εναγόντων. Οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την κληρονομιά
του Δ. Κ. νόμιμα, και επίσης, για λογαριασμό αυτού την κληρονομιά της
μητέρας αυτού Ο., όπως αναφέρεται στην αγωγή λεπτομερώς, αναμίχθηκαν σε
αυτή, υπέβαλαν δήλωση φόρου κληρονομιάς, κατέβαλαν τον ανάλογο φόρο
κληρονομιάς και έκτοτε κατέχουν και νέμονται συνεχώς τα πιο πάνω μερίδια
του κτήματος Π.. Στη διάρκεια του 2ου παγκόσμιου πολέμου πυρπολήθηκε
και καταστράφηκε η οικία του Δ. Κ. Κ., όπου υπήρχαν πολλά αποδεικτικά
στοιχεία για το κτήμα Π. και μεταξύ αυτών το τουρκικό ταπί αριθμ 548 που
αναφερόταν στη δασική έκταση του κτήματος. Κατά το έτος 1954 ο Υπουργός
Γεωργίας, με σύμφωνη γνώμη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, αναγνώρισε την
ιδιοκτησία των εναγόντων, όπου περιλαμβανόταν και το δάσος. Παράλληλα,
το Ελληνικό Δημόσιο προχώρησε σε διαχωρισμό του κτήματος, όπως
αναφέρεται στην αγωγή λεπτομερώς και για τα μερίδια (4/12 εξ αδιαιρέτου)
των κληρονόμων Κ. διαχωρίστηκαν τα τρία δασοτεμάχια με αριθμούς 1-α,
1-δ, 45 , για τα οποία έγινε ήδη λόγος. Το από 24.10.1978 πρωτόκολλο της
Επιτροπής οριστικού διαχωρισμού του κτήματος Π. οριστικοποιήθηκε, διότι
παρήλε άπρακτη η τριετής προθεσμία προσβολής του. Έτσι, οι ενάγοντες,
οι οποίοι είναι αντίστοιχα συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι των 2/64 ,
3/64 και 3/64 των 4/12 του κτήματος Π., μετά τον διαχωρισμό του
κτήματος έγιναν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι των πιο πάνω τριών
δασοτεμαχίων (1-α, 1-δ, 45 ) κατά ποσοστό 2/64, 3/64 και 3/64 εξ
αδιαιρέτου αντίστοιχα. Επικουρικά, αν κριθεί ότι ο διαχωρισμός του
κτήματος δεν επέφερε διανομή των δασικών εκτάσεων ανάμεσα στους
συγκυρίους του κτήματος, οι ενάγοντες εξακολουθούν να είναι συγκύριοι,
συννομείς και συγκάτοχοι των 2/64, 3/64 και 3/64 αντίστοιχα των 4/12 εξ
αδιαιρέτου των 5 δασοτεμαχίων (με αριθμούς 1-α, 1-δ, 45, 1-β, 1-γ) του
κτήματος, τα οποία περιγράφονται στην αγωγή. Παρόλα αυτά οι υπηρεσίες
του εναγομένου αρνούνται να αποδεχθούν την πραγματική και νομική
κατάσταση και να χορηγήσουν στους ενάγοντες άδεια για εκμετάλλευση των
επίδικων δασοτεμαχίων. Ήδη οι ενάγοντες τήρησαν την προδικασία του
άρθρου 8 Ν1539/1938, αλλά το εναγόμενο απάντησε αρνητικά στη σχετική
αίτηση θεραπείας των εναγόντων. Η αξία των επίδικων ακινήτων ανέρχεται
στο ποσό των 30.000.000 δραχμών. Οι ενάγοντες παραιτούνται από το
δικαίωμα τους να ασκήσουν ένδικα μέσα ενάντια στην οριστική απόφαση
αριθμ 17/2000 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως αόριστη
προγενέστερη αναγνωριστική αγωγή τους για τα ήδη επίδικα δασοτεμάχια.
Για τους λόγους αυτούς ζήτησαν: Να αναγνωριστούν ως κύριοι, νομείς και
κάτοχοι, κατά ποσοστό 2/64 εξ αδιαιρέτου η πρώτη, 3/64 εξ αδιαιρέτου ο
δεύτερος και 3/64 εξ αδιαιρέτου η τρίτη, των τριών επίδικων δασοτεμαχίων
με αριθμούς 1-α, 1-δ, 45, τα οποία βρίσκονται στην περιφέρεια Μ.-Α. του
τέως δήμου Λ. της επαρχίας Κ.-Τ. και αποτελούν διαιρετά τμήματα του
άλλοτε ενιαίου κτήματος με την επωνυμία Π., και να τους επιτραπεί η
εκμετάλλευση αυτών των δασοτεμαχίων. Επικουρικά, ζήτησαν να
αναγνωριστούν ως κύριοι, νομείς και κάτοχοι, κατά ποσοστό 2/64 εξ
αδιαιρέτου η πρώτη, 3/64 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος και 3/64 εξ αδιαιρέτου
η τρίτη, των 4/12 εξ αδιαιρέτου του δάσους Π., ήτοι των πιο πάνω τριών
επίδικων δασοτεμαχίων με αριθμούς 1-α, 1-δ, 45 και, επίσης, των
δασοτεμαχίων με αριθμούς 1-β ,εμβαδού 4.781, 987 στρεμμάτων, και
1-γ,εμβαδού 15,350 στρεμμάτων. Και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη
δικαστική δαπάνη των εναγόντων. Η ένδικη αγωγή, με την εκκαλούμενη
απόφαση, κρίθηκε μη νόμιμη ως προς την κυρία της βάση, διότι ο
διαχωρισμός των επιδίκων δασικών εκτάσεων από την Επιτροπή
Απαλλοτριώσεων ή την Επιτροπή οριστικού Διαχωρισμού δεν επέφερε διανομή
αυτών μεταξύ των συγκυρίων ούτε μεταβίβαση της κυριότητας της κυριότητας
συγκεκριμένων, διαιρετών δασοτεμαχίων προς τους ενάγοντες, αφού η
διάθεση δημοσίου κτήματος προϋποθέτει νομοθετική κύρωση και νόμιμη ως
προς την επικουρική της βάση και το αίτημα δικαστικής δαπάνης, ως
στηριζόμενη, αντίστοιχα: ως προς την παραχώρηση δασών από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία σε ιδιώτες τα άρθρα 1,3, 8, 9, 19, 24, 28, 30, 49, 68, 71
του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), 1 του Νόμου
της 11 Σεβάλ 1286 (1869) περί δασών, 2, 3 των οδηγιών της 23 Μουχαρέμ
1293 (1875) περί εξελέγξεως τίτλων δασών, 1, 13 του Νόμου της 8
Δζεμαζηλ-Αχίρ 1275(1857) περί ταπίων. 2 των διασαφητικών διατάξεων περί
ταπίων της 15 Σαπάν 1276 (1858), 1, 2 Διατάγματος (νόμου) της
17/29.11.1836 « περί ιδιωτικών δασών» ως προς την κτήση κυριότητας με
έκτακτη χρησικτησία πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα τις
σχετικές διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι των ν. 8 παρ. 1
κωδ (7.39), ν. 9 παρ. 1, πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 πανδ. (41.4), ν.6
πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 πανδ., (23.3), ως
προς τη δυνατότητα παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα ακίνητα
κτήματα του μέχρι 11.09.1915 τα διατάγματα περί δικαιοστασίου που
εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν. ΔΞΗ/1912 και τα άρθρα 21 Ν.Δ από
02.04/16.05.1926 περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της
Αεροπορικής Αμύνης, 4 ΑΝ 1539/ 1938, 53 ΕισΝΑΚ, 18, 21 του από
02.06/03.07.1937 Ν. «Περί διακρίσεως κτημάτων», ως προς την κληρονομική
διαδοχή πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα τις σχετικές διατάξεις
του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι των ν. 12 παν. (28.7), Ν .14 παρ.8
πανδ. (11.7), 69 πανδ. (29.2), 92 ΕισΝΑΚ ,ως προς την αυτοδίκαιη
υπεισέλευση των υπεξουσίων στην πατρική κληρονομιά τις διατάξεις των ν. 3
εισ. (3.1), ν. 157, ν. 14 π (38.16), ν. 11 π (28.2), ν. 2 εισ. (2.19),
ως προς την κληρονομική διαδοχή μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα τα
άρθρα 1813, 1820, 1193, 1198 ΑΚ, ως προς τη δικαστική δαπάνη το άρθρο
176 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια με την ίδια απόφαση(εκκαλουμένη) η αγωγή
απορρίφθηκε ως προς την κριθείσα ως νόμιμη επικουρική της βάση ως
ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την
κρινόμενη έφεσή τους οι ενάγοντες για τους αναφερόμενους σ΄ αυτή λόγους,
που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή
εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση
και να γίνει δεκτή η αγωγή τους. Σημειώνεται ότι η αγωγή δεν θα
ερευνηθεί κατά τη κυρία βάση της που απορρίφθηκε, διότι η εν λόγω
διάταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν εκκαλείται. Επίσης, πρέπει να
σημειωθεί αναφορικά με την χρησικτησία, ότι όσον αφορά στο χρονικό
διάστημα προ του έτους 1881, οι επικαλούμενες αγορές και η επί τη βάσει
αυτών άσκηση διακατοχικών πράξεων επί της επιδίκου εκτάσεως, δεν
επάγονται έννομο αποτέλεσμα, δοθέντος ότι στην περιοχή όπου κείται η
επίδικη έκταση, για τον προ του έτους 1881 χρόνο, ίσχυε το οθωμανικό
δίκαιο και δεν ήταν δυνατή η κτήση κυριότητος με χρησικτησία. Εν όψει δε
του χαρακτήρος της επιδίκου εκτάσεως «ως δημοσίας γαίας»,δηλαδή δασικής
εκτάσεως, επ' αυτής ήταν δυνατή μόνον η κτήση δικαιώματος διηνεκούς
εξουσιάσεως, με την χορήγηση ειδικού τίτλου (ταπίου),το οποίο με την
προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους
κυριότητας, μη εφαρμοζομένων στην προκειμένη περίπτωση των διατάξεων του
από 17-11-1836 δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» αλλά του άρθρου 4 παρ. 1
της ανωτέρω συμβάσεως, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Όσον αφορά
δε στο χρονικό διάστημα μετά το έτος 1881, όταν στην, ως άνω, περιοχή
ίσχυσε το Β.Ρ. Δίκαιο, οι αναφερόμενες στην αγωγή άτυπες μεταβιβάσεις
που έλαβαν χώρα υπό την ισχύ του Β.Ρ.Δικαίου, σύμφωνα με όσα
προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, δεν επάγονται έννομο αποτέλεσμα, ήτοι
σύνδεσμο μεταξύ της νομής του μεταβιβάσαντος και της νομής του
αποκτώντος, στην οποία δεν δύναται να προσμετρηθεί η νομή του πρώτου.
Με
τις παραδεκτές έγγραφες προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του
Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, το εναγόμενο-εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο,
αρνήθηκε την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Ειδικότερα ισχυρίστηκε
ότι την κυριότητα επί της δασικής αυτής εκτάσεως, ως τμήματος της
μεγαλυτέρας δημοσίας ομοίας (το δάσος Κ., εκτάσεως 15.000 τουρκικών
στρεμμάτων-19.050 στρεμμάτων για εμάς),η οποία αναφέρεται στον πίνακα
των οθωμανικών κτήσεων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε, ως
διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, από της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας εις
την Ελληνική Επικράτεια. Κατείχε δε και ενέμετο αυτή συνεχώς μέχρι την
άσκηση της αγωγής, ενώ οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των
εναγόντων ουδέποτε είχαν αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας στα επίδικα
δασοτεμάχια, καθόσον ως προς τα επίδικα δασοτεμάχια δεν έχουν εκδοθεί
νόμιμοι τίτλοι κυριότητας (ταπιά) υπέρ των απώτερων δικαιοπαρόχων των
εναγόντων και οι επίδικες πωλήσεις προς τον Δ. Κ. δεν έγιναν από κυρίους
των πωληθέντων αντικειμένων. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι δεν αναγνώρισε με
οποιοδήποτε τρόπο οποιοδήποτε δικαίωμα των εναγόντων ως προς τα επίδικα
δασοτεμάχια. Σημειώνεται ότι δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην
προκείμενη περίπτωση οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 10 του ν.
3208/2003, ο οποίος ίσχυε ήδη κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης
απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες το δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει
εμπράγματα δικαιώματα, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, εφόσον
τα εμπράγματα δικαιώματα του εφεσίβλητου ελληνικού δημοσίου προβάλλονται
στα πλαίσια της τακτικής διαδικασίας των πολιτικών δικαστηρίων, που
είναι αρμόδια να αναγνωρίσουν τέτοια δικαιώματα(πρβλ ΕφΘεσ 71/2009,
ΝΟΜΟΣ).
Από
την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που
περιέχονται στην προσκομιζόμενη με επίκληση υπ' αριθμ.48/2002 έκθεση
εξετάσεως μαρτύρων ενώπιον του ορισθέντος με την υπ' ριθμ.40/2002
(συμπροσβαλλόμενη) απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Εισηγητή
Δικαστή, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται με
τις εμπρόθεσμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους και νόμιμα
προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου
(άρθρ 529 παρ 1 α του ΚΠολΔ), για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή
αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ 395 του
ΚΠολΔ), όπως μερικά απ΄ αυτά αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω χωρίς να
παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, την έκθεση
πραγματογωμοσύνης του πραγματογνώμονα Σ. Γ., που διορίστηκε με την
προαναφερόμενη υπ' αριθμ.228/2007 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου
τούτου και τις από 26-2-2010 έγγραφες απόψεις του τεχνικού συμβούλου του
εφεσιβλήτου επί της εν λόγω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, αποδείχθηκαν
τα ακόλουθα: Στη δυτική Θεσσαλία, και ειδικότερα στη δυτική περιοχή του
νομού Τρικάλων, κοντά στα όρια των νομών Τρικάλων και Ιωαννίνων, στην
περιφέρεια του χωριού (συνοικισμού) Μ., το οποίο υπαγόταν παλαιότερα
στον τέως δήμο Λ. της επαρχίας Κ.-Τ. και μετέπειτα στην κοινότητα Κ.-Τ.
και υπάγεται πλέον (από 01.01.1999) στη διευρυμένη κοινότητα Α.-Τ.,
υπάρχει εδαφική έκταση, γνωστή ως αγρόκτημα Μ.-Κ. ή ως κτήμα Π., στην
οποία περιλαμβάνονται κυρίως δασικές εκτάσεις αλλά, επίσης,
χορτολιβαδικές αλπικές εκτάσεις, σημαντικού εμβαδού, μικρότερες
εκτάσεις, οι οποίες επιδέχονται γεωργική εκμετάλλευση και
χαρακτηρίζονται ως αγροί και μικρός οικισμός. Παλαιότερα, πριν από το
έτος 1954, η ακριβής καταμέτρηση τοπογράφηση του κτήματος Π. ήταν
εντελώς αδύνατη εξαιτίας της μορφής του και της έλλειψης αναγκαίων μέσων
τοπογράφησης. Στη διάρκεια του έτους 1960 το εμβαδό όλης της
περιφέρειας Μηλιάς υπολογιζόταν σε 9.742,375 στρέμματα και η όλη
περιφέρεια κατανεμόταν, ανάλογα με τη μορφή εκμετάλλευσης: ι) Σε δάση,
εμβαδού 7.101, 326 στρεμμάτων, ιι) Σε αλπικά λιβάδια, εμβαδού 2.205,780
στρεμμάτων, ιιι) Σε αγρούς, εμβαδού 367,294 στρεμμάτων και ιν) Σε
οικισμό, εμβαδού 67,975 στρεμμάτων. Η όλη περιφέρεια Μ. συνορεύει
βορειοδυτικά με την περιφέρεια του χωριού Κ. (πρώην Κ.), νοτιοδυτικά και
νότια με την περιφέρεια του χωριού Α. Π. (πρώην Τ.) και ανατολικά
(νοτιοανατολικά, βορειοανατολικά ) με τον Α. ποταμό (πρώην Α.) και πέραν
αυτού με τις περιφέρειες των χωριών Π. (πρώην Δ.) και Κ. (πρώην Β.)
αντίστοιχα. Ο ειδικότερος προσδιορισμός της όλης περιφέρειας Μ. γίνεται
με τη χάραξη οριογραμμής, η οποία συμπίπτει κατά ένα μέρος
(βορειοδυτικά) με την οριογραμμή Μ.-Κ., διέρχεται (νοτιοδυτικά, νότια)
από τις θέσεις Κ., Δ., Π., Κ., συμπίπτει (νότια) με την οριογραμμή Μ.-Τ.
και διέρχεται ανατολικά από την κοίτη του Α. ποταμού και από τη θέση Τ.
Π., ώσπου καταλήγει στην οριογραμμή Μ.-Κ.. Στις 13.11.1898 καταρτίστηκε
ενώπιον του συμβολαιογράφου Α. Α. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Ε. Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας) και Δ. Κ., εμπόρου, (αγοραστή), με το
οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δεύτερου
(αγοραστή) το 1/6 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π., κειμένου
στον δήμο Λ., έχοντος έκταση γνωστή στον δεύτερο και συνορευομένου
γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό.
Στις 23.10.1899 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου (Α. Α.)
πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Γ. Α. Ζ., ως πληρεξουσίου της
συζύγου του Φ. Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας) και Δ. Κ. εμπόρου, (αγοραστή), με
το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου
(αγοραστή) το 1/7 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π., κειμένου
στον δήμο Λ., έχοντος έκταση γνωστή στον δεύτερο και συνορευομένου
γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό.
Στις 21.03.1902 καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Θ. Τ. πωλητήριο
συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Κ. Ν. Δ. ή Μ., συζύγου Π. Ν., (πωλήτριας),
και Δ. Κ., εμπόρου, (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ
άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου (αγοραστή) το 1/8 των 2/12 εξ
αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π., κειμένου στον δήμο Λ., έχοντος έκταση
γνωστή στον δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των
χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό. Στις 09.05.1903 καταρτίστηκε
ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου (Θ. Τ.) πωλητήριο -συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Μ. ή Μ. Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας), και Δ. Κ., εμπόρου, αγοραστή,
με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου
(αγοραστή),το 1/8 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π., κειμένου
στον δήμο Λ., έχοντος έκταση γνωστή στον δεύτερο και συνορευομένου
γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό.
Στις 07.09.1904 καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Δ. Π. πωλητήριο
συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Ν. και Ο. Δ. Π., μόνων κληρονόμων της
μητέρας τους Α. Ν. Δ. ή Μ., συζύγου Δ. Π., (πωλητών), και Δ. Κ.,
εμπόρου, (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην
κυριότητα του δευτέρου συμβαλλομένου (αγοραστή) το 1/9 των 2/12 εξ
αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π., κειμένου στον δήμο Λ., έχοντος έκταση
γνωστή στον δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των
χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό. Στις 09.04.1909 καταρτίστηκε
ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου (Δ. Π.) πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Γ. χήρας Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας), και Δ. Κ., εμπόρου, (αγοραστή),
με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου
συμβαλλομένου (αγοραστή) το 1/10 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου
Π. του δήμου Λ., έχοντος έκταση γνωστή στον δεύτερο και συνορευομένου
γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό.
Στις 21.10.1910 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου (Δ.Π.)
πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Β. Γ. Σ. (πωλητή), και Δ. Κ.,
εμπόρου, (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε στην κυριότητα: του
δευτέρου συμβαλλομένου (αγοραστή) το 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου
Π. του δήμου Λ., συνισταμένου του κτήματος τούτου από οικίες,
παραρτήματα και προσαυξήματα αυτών, κήπους, αλωνοτόπους, δάση, δέντρα
καρποφόρα και μη, ύδατα, γαίες καλλιεργήσιμες και μη, τόπους βοσκήσιμους
και μη και λοιπά παραρτήματα και παρακολουθήματα και συνορευομένου του
χωρίου τούτου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον
Α. ποταμό. Στις 29.04.1914 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου
συμβολαιογράφου (Δ. Π.) πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Β. Ν. Δ. ή
Μ. (πωλήτριας), και Δ. Κ., εμπόρου, (αγοραστή), με το οποίο
μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου συμβαλλομένου
(αγοραστή) το 1/9 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π. του δήμου
Λ., έχοντος έκταση γνωστή στον δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις
περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό. Στις 21.10.1920
καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου (Δ. Π.) πωλητήριο
συμβόλαιο με αριθμό
μεταξύ Δ. Α. Π. ή Κ., (πωλητή), ως κληρονόμου του
πατέρα του Α. Π. ή Κ. ή Κ., ο οποίος απεβίωσε κατά το έτος 1893, και Δ.
Κ., εμπόρου, (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων
κτημάτων, κυρίως αγρών) στην κυριότητα του δεύτερου (αγοραστή) το 1/3
του 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π. του δήμου Λ., συνισταμένου του
κτήματος τούτου από οικίες, παραρτήματα, εξαρτήματα αυτών, κήπους,
αλωνότοπους, δάση, δέντρα καρποφόρα και μη, ύδατα, γαίες καλλιεργήσιμες
και μη, τόπους βοσκήσιμους και μη και λοιπά παραρτήματα και
παρακολουθήματα αυτών και συνορεύοντος του χωρίου τούτου γύρωθεν με τις
περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό. Εκτός από αυτές
τις μεταβιβάσεις ποσοστών εξ αδιαιρέτου του κτήματος (χωρίου) Π. προς
τον Δ. Κ. δεν αποδεικνύονται άλλες με προσαγωγή συμβολαιογραφικών
εγγράφων. Από το έγγραφο όμως με αριθμ. πρωτοκόλλου
/30.11.1960 του
Δασάρχη Π.Δ. Α. προκύπτει ότι στις 10.11.1958 η Ι. χήρα Δ. Κ. κληρονόμος
του Δ. Κ., επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον αυτού του Δασάρχη
συμβολαιογραφικό έγγραφο (πωλητήριο συμβόλαιο) με αριθμό
/07.04.1920,
με το οποίο ο Θ. Α. Π. ή Κ. πώλησε και μεταβίβασε στον Κ. Κ., για
λογαριασμό του πατέρα του Δ. Κ., το 1/3 των 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου
χωρίου Π. του δήμου Λ.. Οι περισσότεροι από τους πιο πάνω
αντισυμβαλλομένους του Δ. Κ., (με εξαίρεση τους Β. Γ. Σ., Δ. Α. Π. και
Θ. Α. Π.), υπήρξαν κληρονόμοι του Ν. Δ. ή Μ., ο οποίος φέρεται (σύμφωνα
με τους αγωγικούς ισχυρισμούς) ότι είχε αγοράσει άτυπα, στη διάρκεια του
έτους 1882, (δηλαδή μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα),
ποσοστό 2/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος του χωριού Π. Ο Ν. Δ. ή Μ.
απεβίωσε στη διάρκεια του έτους 1885 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγο του
Γ. και από τα 9 τέκνα τους, ήτοι την Μ.-Μ., την Κ., τη Β., τη Φ., την
Ε., την Α., την Ε.-Κ., μετέπειτα σύζυγο Ι. Α., τον Δ. (Ν. Δ.) και την
Ε., μετέπειτα σύζυγο Δ. Κ. Από τους κληρονόμους Ν. Δ. ή Μ., τα τέκνα του
Ε.-Κ. και Δ. δεν μεταβίβασαν τα ποσοστά τους εξ αδιαιρέτου του κτήματος
Π. προς τον Δ. Κ., αλλά τα μερίδια αυτά, συνολικού ποσοστού 2/8 των
2/12 εξ αδιαιρέτου, περιήλθαν, τελικά, στις 22.03.1900, με το πωλητήριο
συμβόλαιο αριθμ.
/1900 του συμβολαιογράφου Σ. Κ. Π., στον Ι. Κ.,
δικηγόρο Τ., αδελφό του Δ. Κ., (και όχι στον Δ. Κ., όπως, ισχυρίζονται
οι ενάγοντες). Επίσης, στον (ίδιο) Ι. Κ. μεταβίβασε ο Α. Α. Π. ή Κ.,
στις 12.09.1911, με το πωλητήριο συμβόλαιο αριθμ.
/1911 του
συμβολαιογράφου Δ. Π., (μεταξύ άλλων κτημάτων, κυρίως αγρών), το 1/3 των
1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π. του δήμου Λ., συνισταμένου του
κτήματος τούτου από οικίες, παραρτήματα, εξαρτήματα αυτών, κήπους,
αλωνοτόπους, δάση, δέντρα καρποφόρα και μη, ύδατα, γαίες καλλιεργήσιμες
και μη, τόπους βοσκήσιμους και μη και λοιπά παραρτήματα και
παρακολουθήματα αυτών και συνορεύοντος του χωρίου τούτου γύρωθεν με τις
περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον Α. ποταμό. Η λεπτομερής αυτή
περιγραφή του κτήματος Π., και κυρίως η αναφορά της λέξης «δασών» ως
συστατικών (μεταξύ άλλων) του κτήματος, διενεργείται για πρώτη φορά στο
πωλητήριο συμβόλαιο αριθμ.
/1910 του συμβολαιογράφου Δ. Π.
Προηγουμένως, η περιγραφή του κτήματος Π. στα λοιπά (επίδικα) πωλητήρια
συμβόλαια, με τα οποία μεταβιβάστηκαν ποσοστά εξ αδιαιρέτου του κτήματος
(χωρίου) Π. προς τον Δ. Κ., ήταν εντελώς συνοπτική, έμμεσα όμως, με την
αναφορά των γύρωθεν συνόρων, ήτοι των περιφερειών των χωριών Τ. και Κ.
και του Α. ποταμού, καθίσταται σαφές ότι αντικείμενο της πώλησης
αποτελούσε οποιοδήποτε ακίνητο, το οποίο περιλαμβανόταν μεταξύ αυτών των
συνόρων. Παρόλα αυτά στο συμβολαιογραφικό έγγραφο (πωλητήριο συμβόλαιο)
με αριθμό
/27.09.1901 συμβολαιογράφου Δ. Π., με το oποίο μεταβίβασε ο
Γ. Σ., (ένας από τους απώτερους κυρίους του κτήματος Π., σύμφωνα με τούς
αγωγικούς -ισχυρισμούς), στον γιο του Β. Σ., (μετέπειτα
αντισυμβαλλόμενο του Δ. Κ.), ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου όλου χωρίου Π.
του δήμου Λ., δεν γίνεται αναφορά της λέξης «δασών» ως συστατικών
(μεταξύ άλλων) του κτήματος, αλλά περιγράφεται το κτήμα ως συνιστάμενο
από οικίες, παραρτήματα και προσαυξήματα αυτών, δέντρα καρποφόρα και μη,
γαίες καλλιεργήσιμες και μη, τόπους βοσκήσιμους και μη και λοιπά
παραρτήματα και παρακολουθήματα αυτού και συνορευόμενο το κτήμα (χωρίο)
αυτό γύρωθεν με τις περιφέρειες, των χωριών Τ., Κ., Δ. και Χ. και με τον
Α.. Πάντως, δεν προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τίτλος, από τον
οποίο να προκύπτει ότι μεταβιβάστηκε οποτεδήποτε στην κυριότητα του Γ.
Σ. ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π., όπως οριοθετείται αυτό
πιο πάνω. Στην αγωγή, βέβαια, ιστορείται ότι παρόλες τις έρευνες δεν
στάθηκε δυνατό να ανευρεθεί τουρκικός τίτλος (ταπί) ως προς τη
μεταβίβαση δασικής έκτασης του κτήματος Π. προς τον Γ. Σ., ο οποίος,
όμως, αναφέρεται σε τίτλους ιδιοκτησίας του απώτερου δικαιοπαρόχου του
Δ.Κ. Α.Π. και λοιπά έγγραφα, όπως ιδιωτικά συμφωνητικά μισθώσεως, ως
όμορος ιδιοκτήτης. Έτσι, μεταξύ των (επίδικων) συμβολαιογραφικών
εγγράφων με αριθμούς
/1901 και
/1910 του συμβολαιογράφου Δ. Π.
διαπιστώνεται σημαντική διαφορά με την αναφορά της λέξης «δασών» στο 2ο
από αυτά τα έγγραφα, ως συστατικών του αντικειμένου της πώλησης. Επίσης,
δεν προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τίτλοι, από τους οποίους να
προκύπτει ότι μεταβιβάστηκε οποτεδήποτε στην κυριότητα του Θ. Α. Π.,
(κληρονόμου του Α.Π. και δικαιοπαρόχου του Δ.Κ.), ποσοστό 1/3 των 1/12
εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π. ή στην κυριότητα του Δ.Α.Π.,
(κληρονόμου του Α.Π. και δικαιοπαρόχου του Δ.Κ.), ποσοστό 1/3 του 1/12
εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου Π. ή στην κυριότητα του Α.Π., (ενός από
τους απώτερους κυρίους του κτήματος Π., σύμφωνα με τους αγωγικούς
ισχυρισμούς), ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος Π., όπως
οριοθετείται αυτό πιο πάνω, και ιδίως των δασικών εκτάσεων, οι οποίες
περιλαμβάνονται στο κτήμα αυτό. Στην αγωγή, βέβαια, ιστορείται ότι για
τις αγορές δασικής έκτασης (δάσους και λιβαδιού) του χωριού Π., ποσοστού
3/12 εξ αδιαιρέτου και εμβαδού 7.000 τουρκικών στρεμμάτων, (ήτοι
εμβαδού 8.890 σημερινών στρεμμάτων), τις οποίες έκανε ο Α.Π., είχε
εκδοθεί στο όνομα του ο οριστικός τίτλος κυριότητας (ταπί) καθαρής
ιδιοκτησίας με αριθμό 548 του Τουρκικού Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου,
όπου είχε καταχωρηθεί στη διάρκεια του Ιουνίου τουρκικού έτους 1289 (για
εμάς 1873), στη σελίδα 98/3992. Από τα σχετικά όμως έγγραφα, τα οποία
προσκόμισαν οι ενάγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου, (ήτοι: απόσπασμα
Τουρκικού Κτηματολογίου και επίσημη μετάφραση αυτού, η οποία
διενεργήθηκε από το Μεταφραστικό Γραφείο του Υπουργείου Εξωτερικών της
Ελλάδας), προκύπτει ότι εξαχθείσα εγγραφή με αριθμό 548, η οποία
διενεργήθηκε στη διάρκεια του Ιουνίου 289 (1873) από τη σελίδα 98 και
τον αριθμό 3992, αφορά (είδος) κοιλάδα, εμβαδού 7.000 τουρκικών
στρεμμάτων(8.890 σημερινών στρεμμάτων), η οποία κείται στον νομό Τ., στο
κτήμα (χωρίο) Π., στην τοποθεσία Ε., (τρία εκ δώδεκα μεριδίων
εκτεταμένης κοιλάδας), μεταξύ των ορίων Κ. και Σ. και κοίτης ποταμού,
και περιήλθε στον Τ. υιό Π., με μεταβίβαση από τον Π. υιό Κ. Σημειώνεται
ότι, κατά τα προαναφερθέντα, το αγρόκτημα Π. υπολογίζεται σε 9.742,375
στρέμματα (ι) Σε δάση, εμβαδού 7.101, 326 στρεμμάτων, ιι) Σε αλπικά
λιβάδια, εμβαδού 2.205,780 στρεμμάτων, ιιι) Σε αγρούς, εμβαδού 367,294
στρεμμάτων και ιν) Σε οικισμό, εμβαδού 67,975 στρεμμάτων). Αξιοσημείωτο,
πάντως, είναι το γεγονός ότι όλες οι άλλες εγγραφές του ίδιου
αποσπάσματος Τουρκικού Κτηματολογίου αφορούν μεταβιβάσεις αγρών, μικρού
εμβαδού, (ήτοι εμβαδού 1 έως 7 στρεμμάτων), οι οποίοι κείνται στο κτήμα
Π., σε διάφορες τοποθεσίες, με ποικίλα όρια (αγρούς, δάσος, πλαγιά,
κοίτη ποταμού, λιθιά κλπ), και φέρεται ότι μεταβιβάστηκαν από τον Π. υιό
Κ. στον Τ. υιό Π. Το εναγόμενο-εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, αμφισβητεί
την ταύτιση του τίτλου αυτού με το δάσος Π., με το επιχείρημα ότι αφενός
η θέση Ε. είναι άγνωστη και αφετέρου η αναφορά γίνεται σε κοιλάδα και
όχι σε δάσος. Επομένως είναι κρίσιμη η διερεύνηση για το εάν στην
ευρύτερη περιοχή Π. υπάρχει άλλη έκταση πλην του δάσους Π., όπου μπορεί
να γίνει εφαρμογή του ταπίου 548. Είναι γεγονός, πάντως, ότι ο Δ. Κ.,
σύζυγος της Ε. Ν. Δ. ή Μ. από το έτος 1885, και ο αδελφός του Ι. Κ.,
προέβαλαν εξαρχής δικαιώματα κυριότητας στην επίδικη δασική έκταση.
Έτσι, στις 28.09.1891, ο Ι. Κ., ενεργώντας ατομικά και ως πληρεξούσιος
του Δ. Κ., εκμίσθωσε στον ξυλέμπορο Σ. Β. Λ. τις «εις αυτούς εξ
αδιαιρέτου αναλογούσας μερίδας εκ του ιδιοκτήτου δάσους Π.,
συνορευομένου κύκλω υπό των περιφερειών των χωρίων Τ., Δ. και Κ.». Ως
προς τη σύμβαση αυτή καταρτίστηκαν αυθημερόν τα συμβολαιογραφικά έγγραφα
με αριθμούς
του συμβολαιογράφου Α.Α.. Όμοια σύμβαση μίσθωσης μεταξύ
των ίδιων προσώπων συνάφθηκε στις 29.10.1892 και καταρτίστηκε ως προς
αυτή το συμβολαιογραφικό έγγραφο με αριθμό
του ίδιου συμβολαιογράφου.
Από έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας με ημερομηνία 19.10.1927 προκύπτει
ότι μεταξύ των ετών 1882 και 1899 εκδόθηκαν 10 άδειες υλοτομίας για τη
θέση Π. Κ., με τον χαρακτηρισμό «ιδιωτικόν» (δάσος), ήτοι: Κατά το έτος
1891 εννιά άδειες υλοτομίας στο όνομα του μισθωτού Σ. Λ. και κατά το
έτος 1892 μια άδεια υλοτομίας στο όνομα του ίδιου μισθωτή για την κοπή
και εξαγωγή πάτερων (δοκών). Η είσοδος του μισθωτή στο δάσος Π. και η
διενέργεια υλοτομικών εργασιών από αυτόν εκεί προκάλεσε την αντίδραση
της Ιεράς Μονής του Τ. Σ. ή Δ. (του δήμου Χ.-Τ.), η οποία πρόβαλλε
δικαιώματα κυριότητας σε ποσοστό 8/12 εξ αδιαιρέτου του δάσους αυτού.
Επακολούθησαν (στις 11.03.1892 και 10.03.1893) δίκες ενώπιον των εν
Τρικάλοις Πρωτοδικών μεταξύ της συγκεκριμένης Ιεράς Μονής (ως
ενάγουσας), του μισθωτή Σ. Λ. (ως εναγομένου-προσεπικαλούντος στην 1η
δίκη) και των Δ.Κ. και Γ.Σ. (ως προσεπικαλουμένων στην 1η δίκη) και,
επίσης, των Δ.Κ., Ι.Κ. και Γ.Σ. (ως εναγομένων στη 2η δίκη), οι οποίες
απέληξαν αντίστοιχα σε απόρριψη της αγωγής (η 1η) και σε αναβολή της
δίκης (η 2η), προκειμένου να προσκομίσει η ενάγουσα (μεταξύ άλλων)
τίτλους κυριότητας και να αποδείξει την έκταση της ζημίας που προξένησαν
οι εναγόμενοι στο δάσος, υλοτομώντας. Στις 25.11.1896 ο Ι.Κ.,
ενεργώντας ως πληρεξούσιος του αδελφού του Δ.Κ. εκμίσθωσε στον ξυλέμπορο
Α.Μ. «την εις τον εντολέα του ανήκουσαν ιδανικήν μερίδα εκ του δάσους
Π.» έως το τέλος Μαρτίου 1897.Το Ελληνικό Δημόσιο αντέδρασε γιά την
εκμετάλλευση του δάσους αυτού από τον Δ.Κ.,με την αποστολή εγγράφου με
αριθμό 9355 και ημερομηνία 05.02.1897 από τον Υπουργό (Γεωργίας) προς
τον Οικονομικό Έφορο Κ., (το οποίο προσκομίζουν και επικαλούνται οι
ενάγοντες), όπου αναγράφονται (μεταξύ άλλων) τα εξής: « Είναι αληθές ότι
διά της υπ' αριθμ 95.979 της 3 Οκτωβρίου 1893 διαταγής ενετάλητε την
χορήγησιν αδειών υλοτομίας επί του δάσους Παλαιομηλιάς, συνεπεία
αιτήσεως του αντιποιουμένου την κυριότητα αυτού Δ. Κ. και ότι έκτοτε
εχορηγήθησαν υπέρ των υλοτόμων αυτού άδειαι υλοτομίας επί του δάσους
τούτου, χαρακτηριζομένου ως ιδιωτικού, τοθ' όπερ και πρότερον εγένετο εν
έτει 1891... καίτοι δεν υπεβλήθησαν ποτέ τίτλοι μαρτυρούντες ότι το
δάσος τούτο τυγχάνει ιδιωτικόν. Συνεπεία τούτων, λαβόντες υπ όψει και το
εν αντιγράφω διά της αυτής αναφοράς σας υποβληθέν ημίν από 26 Οκτωβρίου
1896 συμφωνητικόν μεταξύ του Γ. Σ. και του Δ. Κ., δι' ου ο τελευταίος
ούτος ενοικιάζει προς τον πρώτον επί τριετίαν το έν δωδέκατον του εν
λόγω δάσους προς υλοτομίαν, εγκρίνομεν, όπως εξακολουθήσητε χορηγούντες,
ως και άχρι τούδε επράττετε, αδείας υλοτομίας εις τον μνησθέντα Γ. Σ.,
άχρις ου λήξει ο χρόνος της μισθώσεως ταύτης. Επί της εκδιδομένης όμως
αδείας θέλετε μεν βεβαιοί το δικαίωμα υλοτομίας, το επιβαλλόμενον εις
δάση διακατεχόμενα παρ' ιδιωτών, δεν θέλετε δε χαρακτηρίζει το δάσος ως
δημόσιον ή ιδιωτικόν αλλ' ως διαφιλονικούμενον, αναγράφοντες άμα ρητώς
επί του στελέχους και του φύλλου εκάστης των εκδιδομένων αδειών, ότι το
δημόσιον επιφυλάσσεται παντός δικαιώματος του επί του δάσους τούτου.
Μετά την έκπνευσιν της τριετούς μισθώσεως του δάσους τούτου... δεν
θέλετε χορηγή αδείας επί του δάσους τούτου υπό τους ανωτέρω όρους, αλλά
θέλετε διαχειρίζεσθαι αυτό ως δημόσιον». Από το έγγραφο αυτό προκύπτει
ότι: ι) Μέχρι το έτος 1897 (δηλαδή επί 16 έτη, μετά την απελευθέρωση της
Θεσσαλίας, την ενσωμάτωση αυτής στην Ελλάδα και την έναρξη εφαρμογής σε
αυτή της ελληνικής νομοθεσίας) ο Δ. Κ. δεν είχε υποβάλει νόμιμους
τίτλους, από τους οποίους να αποδεικνύεται δικαίωμα συγκυριότητας αυτού
στο δάσος Π. ιι) Στις 05.02.1897 το Ελληνικό Δημόσιο πρόβαλλε ήδη
δικαιώματα κυριότητας στο συγκεκριμένο δάσος. Στις 20.11.1905 ο
Διευθυντής του Γενικού Αρχείου (του Υπουργείου Οικονομικών) εξέδωσε
έγγραφο, ( το οποίο προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι ενάγοντες), όπου
αναφέρονται (μεταξύ άλλων) τα εξής: «Περί του δάσους Π. (δασικαί θέσεις
Τ., Σ., Κ. και Σ.) της επαρχίας Κ. Υποβάλλω απόσπασμα πινάκων
υλοτομίας... εξ ου προκύπτει ότι από της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας
μέχρι σήμερον το μεν δάσος «Π.» εχαρακτηρίσθη ως ιδιόκτητον, η δε δασική
θέσις «Κ.» ως εθνική και ως ιδιόκτητος, επί δε των δασικών θέσεων Τ.,
Σ. να και Σ. δεν εξεδόθησαν άδειαι υλοτομίας». Από αντίγραφο μηνιαίων
πινάκων υλοτομίας, το οποίο προσκόμισε και επικαλέστηκε το Ελληνικό
Δημόσιο, προκύπτει ότι κατά τα έτη 1905, 1907, 1909 το Δασαρχείο Κ.
εξέδωσε άδειες υλοτομίας στο όνομα των υλοτόμων Μ. Χ., Κ. Α. και Χ. Σ.,
για διενέργεια υλοτομίας στο δάσος Π., με τον χαρακτηρισμό του δάσους ως
εθνικού. Αποδεικνύεται, λοιπόν, συμμόρφωση των αρμοδίων υπηρεσιών προς
το από 05.02.1897 έγγραφο του Υπουργού (Γεωργίας), αμφισβήτηση της
ιδιότητας του δάσους ως ιδιωτικού και ( προσωρινή) διαχείριση αυτού ως
εθνικού (δημόσιου). Ανάλογο περιεχόμενο έχει το έγγραφο αριθμ. πρωτ.
/15.11.1911 του Γραφείου Γενικού Αρχείου του Υπουργείου Οικονομικών, το
οποίο απευθυνόταν προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Προκύπτει,
έτσι, έμμεσα, ότι μετά το έτος 1897 το Ελληνικό Δημόσιο όχι μόνο
αρνούνταν να αναγνωρίσει τον Δ. Κ. ως συγκύριο του δάσους Π., αλλά
διενεργούσε εκεί πράξεις νομής, προκειμένου να αποτραπεί (προφανώς) η
χρησικτησία του δάσους από ιδιώτες. Στις 09.02.1927 ο Δ. Κ. υπέβαλε
αίτηση προς το Υπουργείο Γεωργίας με αίτημα: ι) Την άρση διαφωνίας
μεταξύ αυτού και του Ελληνικού Δημοσίου ως προς την κυριότητα του δάσους
Π. και ιι) Την κύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του αιτούντος στο
δάσος Π. Από την αίτηση αυτή, (την οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν
οι ενάγοντες), συνάγεται αναμφίβολα ότι μέχρι το έτος 1927 το Ελληνικό
Δημόσιο δεν αναγνώρισε τον Δ. Κ. ως κύριο (ή συγκύριο) του δάσους Π. Ήδη
όμως με απόφαση (αριθμ. 50674/21.09.1923) του Υπουργού Γεωργίας το
αγρόκτημα Μ., του οποίου η συνολική έκταση υπολογιζόταν τότε σε 9.464
στρέμματα, (ήτοι: αγροί καλλιεργούμενοι 212 στρέμματα, συνοικισμός και
αυλαγάδες 72 στρέμματα, λιβάδι 1.720 στρέμματα και δάσος 7.460
στρέμματα), κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, και στη συνέχεια με απόφαση (αριθμ.
189/1932) της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Τ. απαλλοτριώθηκε από το κτήμα
αυτό, υπέρ του ομώνυμου συνεταιρισμού καλλιεργητών, όλη η καλλιεργούμενη
έκταση του κτήματος, με τους αυλαγάδες και τα οικόπεδα, συνολικής
έκτασης 284 στρεμμάτων, και επίσης έκταση 200 στρεμμάτων δάσους. Με
ενέργειες όμως όσων πρόβαλλαν δικαιώματα κυριότητας στο αγρόκτημα
Μ.(κτήμα Π.) εκδόθηκε απόφαση (αριθμ. 55/1933) του Συμβουλίου
Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής
Απαλλοτριώσεων Τ. ως προς την απαλλοτρίωση των εκτάσεων αγρών και
δάσους. Στη συνέχεια η ίδια Επιτροπή κήρυξε με απόφαση της (αριθμ.
202/1934) όλο το κτήμα Μηλιάς ως αναπαλλοτρίωτο, διότι αποτελούνταν από
καλλιεργήσιμη έκταση μικρότερη των 300 στρεμμάτων, και στις 16.11.1934 ο
προϊστάμενος του Γραφείου Γεωργικής Περιφέρειας Τρικάλων υπέβαλε προς
το Υπουργείο Γεωργίας αίτηση του Δ. Κ. και της συζύγου του Ε. με αίτημα
τη χορήγηση άδειας πώλησης των 147/154 ιδανικών μεριδίων του
αγροκτήματος Μ. προς διαφόρους καλλιεργητές, η οποία δεν έγινε δεκτή.
Μάλιστα, ο Δ. Κ., προκειμένου να τεκμηριώσει την ύπαρξη δικαιώματος του
κυριότητας στο κτήμα Π. (και στο αντίστοιχο δάσος) επικαλέστηκε την
ένορκη μαρτυρία αρκετών κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι είχαν καταθέσει
στις 31.08.1927 ευνοϊκά υπέρ αυτού ενώπιον του Δασάρχη Κ. Δ.Χ. Όλα όμως
τα στοιχεία, τα οποία προσκόμισε ο Δ. Κ. ενώπιον του Υπουργείου
Γεωργίας, δεν οδήγησαν σε παραδοχή της σχετικής (από 09.02.1927) αίτησής
του και σε αναγνώριση αυτού ως κυρίου ή συγκυρίου του δάσους Π.. Να
σημειωθεί ότι με το ΠΔ της 28-3-1933,που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ
150/15-6-1933 (τεύχος Α΄) έγινε διαχωρισμός της ακίνητης περιουσίας της
Ιεράς Μονής Α.Σ.Μ. και ορίστηκε ως διατηρητέα περιουσία παραμένουσα στη
διαχείριση της Ιεράς Μονής το δάσος και το λειβάδι «Π.» για την
αναλογούσα στη Μονή έκταση 5.500 στρεμμάτων, στοιχείο που ενισχύει τους
ισχυρισμούς των εναγόντων ότι το επίδικο ήταν ιδιωτικό δάσος και ότι
κατά τα υπόλοιπα 8/12 εξ αδιαιρέτου ανήκε στην Ιερά Μονή. Το δικαίωμα
της Ιεράς Μονής αναγνωρίσθηκε εκ νέου είκοσι χρόνια αργότερα, όταν με
την από 18-9-1952 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, περί εξαγοράς κτημάτων προς
αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και μικρών κτηνοτρόφων,
εξαγοράστηκαν από την Ιερά Μονή Α.Σ.Μ. (μεταξύ άλλων) και λιβάδι στη
θέση Π.-Κ., εκτάσεως 15.000 στρεμμάτων (ΒΔ της 26-9-1952). Βέβαια, κατά
τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, παρόλη τη συμπερίληψη στον πίνακα των
μεταβιβαζομένων προς το Δημόσιο ακινήτων και του δάσους, το δάσος αυτό
δεν μετήχθη στην κυριότητα του Δημοσίου, διότι η ανωτέρω "Σύμβαση", ως
νόμος πλέον, κείται εκτός των ορίων της συνταγματικής εξουσιοδοτήσεως,
εντός των οποίων όφειλε να περιορισθεί, δεδομένου ότι το άρθρο 104 του
Συντάγματος 1952 πρόβλεψε την απαλλοτρίωση μόνο αγροτικών εκτάσεων. Ο Δ.
Κ. απεβίωσε στη διάρκεια του έτους 1938 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγο
του Ε. (Ν. Δ. ή Μ.) και τα 8 τέκνα τους, Κ., Ν., Γ., Μ., Α., Α., Ε.,
Ι., σύμφωνα με την από 22.12.1934 δημόσια διαθήκη του με αριθμό
, η
οποία συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Γ. Χ. και δημοσιεύθηκε στις
28.09.1938 με τα πρακτικά συνεδρίασης αριθμ. 53 του Δικαστηρίου των εν
Τρικάλοις Πρωτοδικών. Με αυτή τη διαθήκη ο θανών κατέλιπε στη σύζυγο του
Ε. (μεταξύ άλλων) το εξ αδιαιρέτου μερίδιόν του εκ του χωρίου Π. του
τέως δήμου Λ. Η Ε. Κ. αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομιά του θανόντος
συζύγου της και αναμίχθηκε σε αυτή με πρόθεση κληρονόμου, απεβίωσε όμως
στη διάρκεια του επόμενου έτους (1939), χωρίς να αφήσει διαθήκη, και
κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα 8 τέκνα της που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Μεταξύ των νόμιμων κληρονόμων της Ε. Κ. περιλαμβάνεται και ο (γιος της)
Κ.Δ.Κ., (πεθερός της ήδη 1ης ενάγουσας Ε.Κ. και παππούς των λοιπών
εναγόντων Κ. και Ο. Κ.), ο οποίος απεβίωσε στις 13.11.1943, χωρίς να
αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του Ο. Σ.
Τ. και το μόνο τέκνο τους Δ. Κ., (σύζυγο της ήδη 1ης ενάγουσας και
πατέρα των λοιπών εναγόντων),οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομία δι'
αναμείξεως. Η Ο.Κ.-Τ. απεβίωσε στις 26.08.1958, χωρίς να αφήσει διαθήκη,
και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από το μόνο τέκνο της Δ.Κ., ο οποίος
αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομιά αμφοτέρων των θανόντων γονέων του. Ο
(εγγονός) Δ.Κ., (σύζυγος της ήδη 1ης ενάγουσας και πατέρας των λοιπών
εναγόντων), απεβίωσε στις 11.12.1969, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και
κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ήδη 1η ενάγουσα σύζυγο του Ε.Κ. και
από τα δύο τέκνα τους, Κ. και Ο., ήδη 2ο και 3η ενάγοντες, κατά ποσοστό
2/8,3/8 και 3/8 αντίστοιχα. Οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την κληρονομιά του
θανόντος άμεσου δικαιοπαρόχου τους Δ. Κ. (και, επίσης, για λογαριασμό
αυτού την κληρονομιά της θανούσας μητέρας του Ο. χήρας Κ. Κ.) στις
16.09.1998, με δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον συμβολαιογράφου, ως
προς την οποία καταρτίστηκε το ομώνυμο συμβολαιογραφικό έγγραφο αριθμ.
/1998 της συμβολαιογράφου Δ. Σ.. Περί το έτος 1945 και μετέπειτα, (όπως
συνάγεται από ιδιωτικές επιστολές χωρίς βέβαιη χρονολογία),
διενεργήθηκε δίκη μεταξύ Δ. Κ., (συζύγου της Ι. Δ. και Ε. Κ.), και Κ.
Β., μισθωτή του λιβαδίου του κτήματος Π., και περί το έτρς 1946
προκλήθηκε διαφωνία μεταξύ Δ. Κ. (του Κ. και της Ο.),άμεσου
δικαιοπαρόχου των ήδη ενάγοντων, και των αδελφών Γ.Β., μισθωτών του
λιβαδίου Π., ως προς τον τρόπο καταβολής του μισθώματος του λιβαδίου
αυτού, το οποίο είχε εκμισθωθεί προ πολλών ετών (στις 25.05.1938) από
τον απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων, Δ. Κ., στον κτηνοτρόφο Γ. Ζ. Β.,
πατέρα των μετέπειτα μισθωτών αδελφών Β. Αντίθετα, δεν προκύπτει
οποιαδήποτε ενασχόληση των κληρονόμων Δ. Κ. εμπόρου, (απώτατου
δικαιοπαρόχου των εναγόντων), με το δάσος Π. στη διάρκεια της χρονικής
περιόδου 1938-1956. Τελικά, στις 02.02.1956 η Ι. χήρα Δ. Κ., (θυγατέρα
Δ. Κ., εμπόρου), άρχισε να ενεργεί ατομικά, ώστε να αναγνωριστεί από το
Ελληνικό Δημόσιο ως συγκυρία του δάσους Π. Συγκεκριμένα, στις 16.03.1956
η Ι. Κ. υπέβαλε προς το Υπουργείο Γεωργίας/Διεύθυνση Δασών αίτηση της
με ημερομηνία 02.02.1956 και, αφού ιστόρησε συνοπτικά όσα ιστορούνται
εκτενώς στην ήδη ένδικη αγωγή, υπέβαλε αίτημα να αναγνωριστεί ότι το
δάσος του κτήματος Π. δεν ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο αλλά στους
κληρονόμους Δ. Κ., ως ιδιόκτητο, κατά ποσοστό 1/3, στους οποίους
περιλαμβάνεται και αυτή, η οποία είναι κυρία των 6/8 του 1/3. Στις
10.11.1958 η Ι. Κ. υπέβαλε εκτενή αίτηση προς τον Δασάρχη Κ., και, αφού
εξέθεσε μεταξύ άλλων «ότι είναι αυτόχρημα ακατανόητον να αναγνωρίζονται
ως κύριοι της βοσκής της δασικής εκτάσεως από της απελευθερώσεως της
Θεσσαλίας..., αλλ' ουχί του δάσους...» υπέβαλε αίτημα να εξεταστούν 13
φυσικά πρόσωπα ως μάρτυρες, ώστε να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός της ότι
είναι συγκυρία του δάσους Π. Στις 29.06.1959 η Ι. Κ. υπέβαλε αίτηση προς
τη Διεύθυνση της ΚΕΔ Κ. με αίτημα να παύσει η διενέργεια υλοτομίας από
την ΚΕΔ στο δάσος Π., διότι το δάσος αυτό ανήκει κατά το 1/3 σε αυτή και
κατά τα 2/3 στον ΟΔΕΠ. Από το έγγραφο αυτό συνάγεται έμμεσα ότι στη
διάρκεια του έτους 1959 διενεργούνταν υλοτομία στο δάσος Π. όπως σε
δημόσιο δάσος. Στις 15.07.1963 η Ι. Κ. υπέβαλε (διαμέσου πληρεξουσίου
δικηγόρου) αίτηση προς το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον
Υπουργό Οικονομικών, και, αφού εξέθεσε: εκτενώς τους ισχυρισμούς της ως
προς τον τρόπο περιέλευσης σε αυτή ποσοστού 73,5/360 εξ αδιαιρέτου του
αγροκτήματος Π. και του δάσους, το οποίο περιλαμβάνεται στα όρια αυτού
του αγροκτήματος, υπέβαλε αίτημα να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας
της στο συγκεκριμένο ακίνητο (αγρόκτημα Π.) και να αποδοθεί το ακίνητο
αυτό από το Ελληνικό Δημόσιο σε αυτή. Από το ιστορικό της αίτησης αυτής
προκύπτει (μεταξύ άλλων) ότι κατά το έτος 1956 το Ελληνικό Δημόσιο
κήρυξε το μεγαλύτερο μέρος του δασολιβαδίου Π. ως αναδασωτέα δασική
έκταση, ότι το Ελληνικό Δημόσιο, με απόφαση (αριθμ.
109635/998/20.06.1962) του Υπουργού Γεωργίας, αρνήθηκε στη διάρκεια του
έτους 1962 να αναγνωρίσει το δικαίωμα κυριότητας και νομής της (τότε)
αιτούσας Ι.Κ. στο δάσος Π. και ότι (τουλάχιστον) από το ίδιο έτος (1962)
το Ελληνικό Δημόσιο κατέλαβε ολόκληρο το δάσος Π. με την αιτιολογία ότι
είναι δημόσιο. Οι πιο πάνω ενέργειες της Ι.Κ., οι οποίες είχαν ως
προφανή αιτία την κύρωση και δημοσιοποίηση της από 18.09.1952 σύμβασης
μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος (ΟΔΕΠ) και του Ελληνικού
Δημοσίου για την εξαγορά κτημάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος
προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων μικρών
κτηνοτρόφων και την επακόλουθη διαδικασία προς διαπίστωση, καταμέτρηση
και κτηματογράφηση των κτημάτων αυτών, δεν είχαν τελικά το επιθυμητό
αποτέλεσμα, δηλαδή την αναγνώριση της Ι.Κ. ως συγκυρίας του δάσους Π.
Αντίθετα, το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών του Υπουργείου
Γεωργίας γνωμοδότησε επανειλημμένα ότι τα στοιχεία, τα οποία είχε θέσει
υπόψη του η Ι.Κ. δεν εξαρκούσαν, ώστε να αναγνωριστεί αυτή ως συγκυρία
του δάσους Π. Τελικά, με αποφάσεις του Υφυπουργού Γεωργίας, (οι οποίες
φέρουν ημερομηνία 20.06.1962 και 26.05.1965 αντίστοιχα), απορρίφθηκαν οι
πιο πάνω από 02.02.1956 και 15.07.1963 αιτήσεις της Ι.Κ.Κ. Βέβαια, στη
διάρκεια του μακρού χρονικού διαστήματος, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ
των ετών 1891, οπότε εκδόθηκαν αναμφίβολα άδειες υλοτομίας στο δάσος Π.
με τον χαρακτηρισμό αυτού ως ιδιωτικού δάσους, και 1965, οπότε
απορρίφθηκαν οι αιτήσεις της Ι.Κ., η στάση διαφόρων οργάνων του
Ελληνικού Δημοσίου έναντι των ιδιωτών που πρόβαλαν δικαιώματα κυριότητας
στο δάσος Π., δεν ήταν ενιαία ούτε σταθερά αρνητική. κατά τα ως άνω
εκτεθέντα. Την ισχυρότερη όμως τεκμηρίωση της άποψης ότι το δάσος Μ.
είναι ιδιωτικό και ότι ανήκει κατά το 1/3 στους κληρονόμους Κ. παρέχουν
οι ενέργειες των επιτροπών προσωρινού και οριστικού διαχωρισμού του
κτήματος αυτού. Συγκεκριμένα: ι) Στις 29.08.1957 η Επιτροπή προσωρινού
διαχωρισμού του λιβαδίου Π.-Κ., (η οποία συγκροτήθηκε κατά το άρθρο 23
ΝΔ 2185/1952,"περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς
αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών" στα πλαίσια της από 18.9.1952
συμβάσεως που συνομολογήθηκε μεταξύ Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος,
κυρωθείσας με το από 26.9/8.10.1952 Β.Δ. και), διαχώρισε προσωρινά υπέρ
των κληρονόμων Ι. και Δ. Κ. δασική έκταση 2.367,117 στρεμμάτων,
θεωρώντας αυτούς ως εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτήτες του λιβαδίου αυτού, ιι)
Στις 15.12.1961 η ίδια επιτροπή, συγκροτημένη πλέον από άλλα πρόσωπα,
διαχώρισε προσωρινά υπέρ των κληρονόμων Κ. το 1/3 του λιβαδίου Π.-Κ.
(και μεταξύ άλλων εκτάσεων) δασικές εκτάσεις, εμβαδού 2.375, 500
στρεμμάτων, ως «αναλογούσας εις το ανήκον αυτοίς 1/3 του κτήματος», ιιι)
Στις 24.10.1978 η Επιτροπή οριστικού διαχωρισμού του αγροκτήματος
Μ.-Κ., (η οποία, συγκροτήθηκε σύμφωνα με τις αποφάσεις Ε/34685/1967 του
Υπουργείου Γεωργίας, Στα 4978/1973, Δα 9752/1978 του Νομάρχη Τ.),
διαχώρισε τον βοσκότοπο, τα καλλιεργήσιμα αγροτεμάχια και τον συνοικισμό
του αγροκτήματος Μ., αφού έλαβε υπόψη της το από 24.10.1978 διάγραμμα
οριστικού διαχωρισμού αγροκτήματος Μ.-Κ., το οποίο καταρτίστηκε από το
τοπογραφικό συνεργείο αριθμ. 658 της Επιθεώρησης Τοπογραφικής Κεντρικής
Ελλάδας και υπάρχει συνημμένο στην ήδη ένδικη αγωγή. Μάλιστα, στις
18.11.1986 ο προϊστάμενος του Γραφείου Τοπογραφικής της Νομαρχίας Τ.
απέστειλε έγγραφο (με αριθμό πρωτοκόλλου 1847) προς τον Δ. Κ. Κ., όπου
αναφέρεται ότι ο οριστικός διαχωρισμός που έγινε με το από 24.10.1978
πρωτόκολλο έχει οριστικοποιηθεί, διότι παρήλθε η προθεσμία των 3 ετών
από τη σύνταξη του, και ότι έχει οριστικοποιηθεί επίσης το αντίστοιχο
διάγραμμα οριστικού διαχωρισμού. Με το έγγραφο αυτό διαβιβάστηκε στον
παραλήπτη πιστό, αντίγραφο κτηματολογικού πίνακα οριστικού διαχωρισμού
αγροκτήματος και συνοικισμού Μ.-Κ., όπου αναγράφεται ότι: Α) Υπέρ των
κληρονόμων Κ.-Κ. διαχωρίστηκαν οι δασικές εκτάσεις με αριθμούς: ι) 1-α,
εμβαδού 2.351 στρεμμάτων και 438 μ2, ιι) 1-δ, εμβαδού 19 στρεμμάτων,
ιιι) 45, /εμβαδού 3 στρεμμάτων και 62 μ2, και Β) Υπέρ του Ελληνικού
Δημοσίου διαχωρίστηκαν οι δασικές εκτάσεις με αριθμούς ι) 1-β, εμβαδού
4.781 στρεμμάτων και 987 μ2, ιι) 1-γ, εμβαδού 15 στρεμμάτων και 350 μ2,
όπως εμφαίνονται αυτές στο πιο πάνω διάγραμμα οριστικού διαχωρισμού.
Στις 14.05.1998 οι ήδη ενάγοντες, κάνοντας χρήση των πιο πάνω στοιχείων
της Επιτροπής οριστικού διαχωρισμού αγροκτήματος Μ., υπέβαλαν (διαμέσου
πληρεξουσίου δικηγόρου) αίτηση προς το Υπουργείο Γεωργίας με αίτημα να
αναγνωριστούν ως συγκύριοι δασικής έκτασης, εμβαδού 2.373,500
στρεμμάτων, στη θέση Π. της (τότε) κοινότητας Μ.-Κ.-Τ.. Ως προς την
αίτηση αυτή ο διευθυντής της Διεύθυνσης Προστασίας Δασών εξέδωσε έγγραφο
(με αριθμό πρωτοκόλλου 65535/3168/06.07.1998), όπου αναφέρονται (μεταξύ
άλλων) τα εξής: ι) Ότι για την ίδια έκταση είχε υποβληθεί στη διάρκεια
του έτους 1927 αίτηση από τον Δ. Κ., η οποία δεν έγινε δεκτή από τον
τότε Υπουργό Γεωργίας, ιι) Ότι οι αποφάσεις της επιτροπής οριστικού
διαχωρισμού δεν επιλύουν το ιδιοκτησιακό ζήτημα των εκτάσεων δασικού
χαρακτήρα. ιιι) Ότι για την αναγνώριση των προβαλλομένων δικαιωμάτων
τους οι αιτούντες (ήδη ενάγοντες) πρέπει να προσφύγουν στα τακτικά
δικαστήρια με αγωγή κυριότητας.Το συνολικό εμβαδό του κτήματος Π.,
σύμφωνα με τα στοιχεία της σχετικής δασοπονικής μελέτης, υπολογίζεται
ότι ανέρχεται σε 10.037 στρέμματα και κατανέμεται ως εξής: Δασοσκεπής
έκταση 7.295 στρεμμάτων, μερικώς δασοσκεπής έκταση 650 στρεμμάτων, άγονη
έκταση 691 στρεμμάτων, γεωργική έκταση 177 στρεμμάτων, οικισμοί 24
στρεμμάτων και βοσκότοποι 1.200 στρεμμάτων (βλ. έγγραφο 1619/1999 του
Δασάρχη Κ.). Από το έτος 1964 το Ελληνικό Δημόσιο διαχειρίζεται το δάσος
Π. (διαμέσου του δασαρχείου Κ.) ως εθνικό δάσος και σύμφωνα με τις
αντίστοιχες διαχειριστικές μελέτες, μέχρι το έτος 1998,απολήφθηκαν από
το δάσος αυτό διάφορες ποσότητες ξυλείας. Από τα παραπάνω πραγματικά
περιστατικά, δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα περί του εάν το
δάσος Π. αποτελεί τμήμα του ευρύτερου δάσους Κ., το οποίο περιλαμβάνεται
στο πίνακα των οθωμανικών κτήσεων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο,
στοιχείο κρίσιμο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, διότι εάν το
δάσος αυτό (Π.) αποτελεί τμήμα του δάσους Κ., τότε το Ελληνικό Δημόσιο
απέκτησε την κυριότητα αυτού, ως διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, από
της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας στην Ελληνική Επικράτεια και ως εκ τούτου
υπάρχει περιορισμένη δυνατότητα κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων
(αποκλεισμός τρόπου κτήσης της κυριότητας με ταπί, έλλειψη καλής πίστης
στη χρησιδεσποτεία). Επίσης, με δεδομένη την ύπαρξη του με αριθμό 548
ταπίου, κρίσιμο είναι να διευκρινισθεί αν στο αγρόκτημα Π. ή και στην
ευρύτερη περιοχή υπάρχει έκταση τέτοια, σε εμβαδόν και μορφολογία
εδάφους, ώστε να μπορεί αυτό να τύχει εφαρμογής, διότι εάν δεν υπάρχει,
τότε οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι πρόκειται περί ιδιωτικού δάσους
ενισχύονται σημαντικά και επηρεάζουν και την καλή πίστη των
δικαιοπαρόχων τους, αναφορικά με την χρησιδεσποτεία τους επ αυτού(ενόψει
του ότι η μεταβίβαση του μεριδίου των 2/12 εξ αδιαιρέτου από τον κάτοχο
του ταπίου Α. Π. προς τον Ν. Δ. ή Μ. έγινε το έτος 1882 με άτυπη
πώληση, ενώ κατά τα προαναφερθέντα, η ειδική διαδοχή, επί ακινήτου,
συνιστάται μόνον με έγκυρη εν ζωή δικαιοπραξία, με την οποία,
υποβαλλομένη στον συμβολαιογραφικό τύπο, κατά την ισχύουσα πριν από τον
Αστικό Κώδικα διάταξη του άρθρου 45 του Νόμου περί χαρτοσήμου,
μεταβιβάζεται το δικαίωμα του προκτήτορα επί του ακινήτου στον ειδικό
διάδοχο). Για την διερεύνηση των παραπάνω ζητημάτων ήταν απαραίτητη η
γνώση της δασολογικής και τοπογραφικής επιστήμης. Γι' αυτό το παρόν
Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ.228/2007 απόφασή του, δεχόμενο τυπικώς την
έφεση, ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως και διέταξε την
διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ένα τοπογράφο μηχανικό προκειμένου να
αποφανθεί επί των παραπάνω ζητημάτων. Ο πραγματογνώμονας Σ. Γ., που
διορίστηκε, αναφέρει μεν στην έκθεσή του ότι η συνολική έκταση της
περιοχής Μ. ή Π. ανέρχεται σε 9.724,50 στρέμματα, ενώ του δάσους Π. σε
7.133,425 στρέμματα και ότι η περιοχή αυτή ταυτίζεται με εκείνη που οι
ενάγοντες αποκαλούν κτήμα ή τσιφλίκι Π., πλην όμως δεν απαντά στο
ερώτημα για την θέση και έκταση του δάσους Κ., που αναγράφεται στον
πίνακα Οθωμανικών κτήσεων με έκταση περίπου 15.000 τουρκικών στρεμμάτων,
ελλείψει στοιχείων. Τις παραπάνω διαπιστώσεις του πραγματογνώμονα
αμφισβητεί ο τεχνικός σύμβουλος του εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου,
δασολόγος Π. Π., ο οποίος αναφέρει στο από 26-2-2010 έγγραφό του ότι με
βάση αυστριακό χάρτη του 1914 και ιστορικά στοιχεία, δεν φαίνεται να
υπήρχε διάκριση του δάσους Μ. ή Π. ως ξεχωριστού δάσους από εκείνο της
κοινότητας Κ. (τέως Κ.). Ενόψει της ως άνω αμφισβητήσεως και για την
άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την ορθότητα του πορίσματος του
πραγματογνώμονα αυτού, το οποίο είναι υπέρ των εναγόντων - εκκαλούντων
και συνακόλουθα τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για το εάν το επίδικο
δάσος Π.ς, εκτάσεως περίπου 7.000 στρεμμάτων περιλαμβάνεται στο δάσος
Κ. και για το εάν το 548 ταπί σε κοιλάδα περίπου 7.000 τουρκικών
στρεμμάτων, αναφέρεται στο δάσος Π., το Δικαστήριο κρίνει αναγκαία την
διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης από άλλο, αναφερόμενο στο διατακτικό,
πραγματογνώμονα, οριζόμενο από τον τηρούμενο πίνακα πραγματογνωμόνων του
Πρωτοδικείου Τρικάλων, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κτήμα
Π., κατά παραδοχή και του αιτήματος του εφεσιβλήτου. Το Δικαστήριο
επιφυλάσσεται ν` αποφανθεί για την ουσία των λόγων εφέσεως και συζήτηση
αυτής.
| ||
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου