(Περίληψη) Οι ασκούντες πράξεις νομής τρίτοι
κατέλαβαν το επίδικο κληροτεμάχιο μετά από άτυπη γονική παροχή εκ μέρους
του πατέρα τους και κληρούχου. Αμέσως μετά άρχισαν να καλλιεργούν και
αξιοποιούν οικονομικά ο καθένας αυτοτελές και διακριτό τμήμα του
κληροτεμαχίου με άτυπη συμφωνία τους, χωρίς να το διανείμουν με...
(έστω
άκυρη) συμβολαιογραφική πράξη. Όταν ανέκυψε η
διαφωνία ανάμεσά τους, ισχυρίστηκαν ωστόσο κάποιοι από αυτούς -πράγμα
που δέχθηκε η απόφαση- ότι οι ενέργειες της αδιάλειπτα και έμπρακτα
χωριστής επενέργειάς τους σε μέρη του ακινήτου δεν συνιστούσαν εν
τούτοις άτυπη διαίρεση, αλλά ήταν απόρροια μίας ενοχικής συμφωνίας
χρήσης ανάμεσά τους, που αφορούσε στην επωφελέστερη αξιοποίηση του
αγρού. Το πρωτόδικο δικαστήριο που αναγνώρισε τους ως άνω συγκυρίους του
επίδικου κληροτεμαχίου δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Απορρίπτεται η έφεση.
Διατάξεις: άρθρα 1045 AK, 26, 74, 79, 180, 189, 193, 203, 207, 208 Αγροτικού Κώδικα
[...] Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για
οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι
αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί
νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να
κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου είτε της γραμματείας
του δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάξει να
επαναληφθεί η συζήτηση. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις οι κλήσεις για
συζήτηση και τα αποδεικτικά της επίδοσης συντάσσονται ατελώς. Οι
διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στην περίπτωση που
για οποιανδήποτε λόγο δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες από τη
συζήτηση πολιτικής υπόθεσης. Μόλις συμπληρωθεί το οκτάμηνο, ο Πρόεδρος
του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων επιλαμβάνεται και
ερευνά αν είναι δικαιολογημένη, παρέχεται στο Δικαστή προθεσμία δυο
μηνών για τη δημοσίευση τον αποφάσεων που καθυστερούν πέραν του
οκταμήνου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, όπως και όταν
παρέλθει η προθεσμία των δυο μηνών που χορηγήθηκε, κατά το προηγούμενο
εδάφιο, χωρίς να έχουν δημοσιευθεί οι αποφάσεις που καθυστερούν, ο
δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται
αμέσως, με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του Προέδρου
του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης αυτού. Κατά την ορθότερη γνώμη, η
επαναλαμβανόμενη κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από
το άρθρο 254 ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα
συζήτηση (ΕφΑθ 4175/2009 αδημ. σε νομικά περιοδικά, ΕφΑθ 7196/2007,
ΕφΛαρ 519/2007, ΕφΠατρ 1135/2007, ΕφΠατρ 1253/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» και εκεί
παραπομπές Μαυρίδου σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκας Ερμ. ΚΠολΔ). Και ναι
μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254
ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της
προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος να
αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, διότι οι δύο
διατάξεις διαφέρουν μόνο ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος
συνεπώς στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν είναι δυνατό να
οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου, ο οποίος (διάδικος) και δεν
μπορεί να αποτρέψει την επανάληψη, ώστε να υφίσταται δικαιολογητικός
λόγος στην τελευταία περίπτωση να έχει, αν δεν εμφανιστεί ή δεν
εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη
μεταχείριση, δικαζόμενος δηλαδή ερήμην με τις σχετικές συνέπειες (ΕφΑθ
7196/2007 ό.π.).
Συνακόλουθα η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση
συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος, ο οποίος δεν παρίσταται στην
επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο
διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν
χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση με
την υπ’ αριθ. 200/2011 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου
Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Δημητρίου Ευθυμιάδη, Προέδρου
Εφετών, νομοτύπως φέρεται προς νέα συζήτηση, κατ’ άρθρο 307 του ΚΠολΔ,
λόγω αφαιρέσεως της δικογραφίας από την Εισηγήτρια, εξ αιτίας του ότι
δεν εκδόθηκε απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες από τη συζήτηση αυτής
(25.9.2009), η κρινόμενη έφεση (αριθ. κατάθ. 36/24.4.2008), η οποία
στρέφεται κατά της 60/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Χαλκιδικής που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι
διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε
αντίθετο προκύπτει από το φάκελλο της δικογραφίας και από τη δημοσίευσή
της μέχρι το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως (24.4.2008) δεν παρήλθε τριετία
(άρθρα 511 επ., 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά
δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της
κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη
απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην από 8.3.2000 και με αριθμό καταθέσεως 73/9.3.2000
αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής οι ενάγοντες
και νυν εφεσίβλητοι εξέθεταν ότι στον Κ.Ζ., πατέρα του πρώτου, πεθερό
της δεύτερης και παππού του τρίτου από αυτούς, παραχωρήθηκε από το
Ελληνικό Δημόσιο προς αγροτική αποκατάστασή του το περιγραφόμενο με κάθε
λεπτομέρεια σ’ αυτήν (αγωγή) κατά θέση, έκταση και όρια κληροτεμάχιο
και εκδόθηκε σχετικά ο υπ’ αριθ. 153852/1959 οριστικός τίτλος κυριότητας
που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι δυνάμει άτυπης γονικής παροχής που
συνέστησε ο παραπάνω κληρούχος υπέρ των τέκνων του, Γ. (πρώτου
ενάγοντα), Α. (ο οποίος απεβίωσε το έτος 1966 και κληρονομήθηκε από τη
δεύτερη ενάγουσα – σύζυγό του και τον τρίτο ενάγοντα – γιο του) και Γε.
και κατόπιν άτυπης συμφωνίας μεταξύ του τέκνου αυτών, που έλαβαν χώρα το
έτος 1961, περιήλθε το κληροτεμάχιο στη συννομή τους, κατά τα
αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εξ αδιαιρέτου. Ότι έκτοτε ο πρώτος ενάγων
και οι υπόλοιποι ενάγοντες από το θάνατο του δικαιοπαρόχου τους Α.
(1966), κατείχαν και νέμονταν με διάνοια συγκυρίων το όλο ακίνητο, κατά
τα δικά τους ποσοστά εξ αδιαιρέτου και συγκεκριμένα 54% για τον πρώτο,
5,75% για τη δεύτερη και 17,25% για τον τρίτο από αυτούς, ασκώντας σ’
αυτό τις αναφερόμενες αναλυτικά πράξεις νομής, εν γνώσει και με τη
θέληση του κληρούχου, Κ.Ζ. του Γ., σε κάθε περίπτωση από 23.5.1968,
ημερομηνία έναρξης ισχύος του ΑΝ 431/1968 , έως το έτος 1992, με
συνέπεια να καταστούν συγκύριοι του κληροτεμαχίου με έκτακτη
χρησικτησία. Ότι ο τρίτος συννομέας του επιδίκου ακινήτου, Γ.Ζ.,
κάνοντας χρήση του με αριθμό 3007/1992 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου,
που απέσπασε με δόλια μέσα από τον κληρούχο πατέρα του, προέβη με το με
αριθμό 24319/1992 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Η. Μ., στην
πώληση του ανήκοντος πλέον στους ενάγοντες ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί
του όλου ακινήτου στους πρώτο και δεύτερο εναγόμενους και στον Π.Γ.,
δικαιοπάροχο των λοιπών εναγομένων. Κατόπιν τούτων, ζήτησαν, λόγω
διεκδίκησης του επιδίκου από τους εναγομένους αγοραστές του, να
αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους σ’ αυτό κατά τα προαναφερόμενα επί
μέρους ποσοστά εξ αδιαιρέτου και να καταδικαστούν οι αντίδικοί τους στην
πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε
αρχικά η 157/2001 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Χαλκιδικής, με την οποία, αφού κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, τέθηκαν θέματα
απόδειξης και στη συνέχεια η 60/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Χαλκιδικής με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως βάσιμη και
κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής οι εναγόμενοι άσκησαν την με
αριθμό καταθέσεως 36/24.4.2008 έφεσή τους, με την οποία παραπονούνται
για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των
αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί αυτή και να απορριφθεί η αγωγή των
αντιδίκων τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 26, 74, 79, 180, 189, 193,
203, 207 και 208 του Αγροτικού Κώδικα, ενόψει και του άρθρου 1 παρ. 1
του ΑΝ 431/1968, κατά το οποίο από την έναρξη ισχύος του επιτρέπεται
στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους ή δια δικαιοπραξιών εν
ζωή εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση των κάθε φύσεως κλήρων τους, υπό μόνο
τον περιορισμόν της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, η
κυριότητα των κλήρων περιέρχεται αυτοδικαίως στους αναφερόμενους στο
κτηματολόγιο κληρούχους, στο όνομα των οποίων εκδίδονται οι τίτλοι
κυριότητας (παραχωρητήρια) κα ότι η εγκατάσταση στον κλήρο θεωρείται
γενομένη από την παραχώρησή του, αφότου ο κληρούχος θεωρείται ως μόνος
καλής πίστεως νομέας αυτού και συνεπώς ο παραχωρηθείς κλήρος είναι
ανεπίδεκτος χρησικτησίας, αφού προς τούτο απαιτείται νομή, την οποία δεν
μπορεί να έχει άλλος εκτός του κληρούχου, την ίδια δε πλασματική επί
του κλήρου νομή του κληρούχου έχουν κατ’ επέκταση και οι κληρονόμοι του
και έτσι ούτε σ’ αυτόν μπορεί άλλος κληρονόμος να χρησιδεσπόσει, εκτός
αν, μετά την κτήση από τον κληρούχο της κυριότητας του, επί του κλήρου
μεριδίου του, χώρισε νόμιμη μεταβίβασή του προς άλλο συγκληρονόμο κατ’
άρθρο 228 Αγρ. Κώδικα. Μετά όμως την έναρξη ισχύος του άνω ΑΝ 431/1968
(23.5.1968) ο κληρούχος ή ο κληρονόμος του δεν λογίζεται κατά πλάσμα
δικαίου νομέας του κλήρου αν δεν κατέχει πράγματι αυτόν, με συνέπεια να
είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση από τρίτο της νομής του
κληροτεμαχίου που μπορεί, αν συντρέξουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, να
οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας τούτου με τακτική ή έκτακτη
χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο αναγκαίος για κάθε μία χρόνος από την
ισχύ του άνω ΑΝ, όχι όμως σε τμήμα του κληροτεμαχίου, γιατί στην
περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Η απαγόρευση της
κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του
κληροτεμαχίου, αλλά και στην κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η
κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής
του τμήματος του κληροτεμαχίου και της έκτοτε διαρκή προστασία της
έναντι τρίτων. Ο τρίτος, που επιλήφθηκε της νομής τμήματος και όχι του
όλου, δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου, ούτε κατά
οποιουδήποτε άλλου όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου, που
νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία που θα επέφερε κατάτμηση.
Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση κυριότητας από τρίτο σε
βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με
τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου
παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος τους κλήρου (άρθρο 272 ΑΚ) ,
αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από τον νόμο φυσική
κατάτμηση του κλήρου (ΑΠ Ολ 15/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ Ολ 8/2001 ΕλλΔνη
42,382). Συνεπεία της απαγορεύσεως με τον ΑΝ 431/1968 της κατατμήσεως
των τεμαχίων της οριστικής διανομής που απόβλεπε στη διατήρηση ακεραίων
των κληροτεμαχίων προς το σκοπό της επωφελέστερης εκμεταλλεύσεώς τους,
δεν επιτρέπεται η κτήση κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος
του κληροτεμαχίου, όχι όμως και επί ποσοστού του εξ αδιαιρέτου,
δεδομένου ότι αυτή δεν άγει αναγκαίως στην κατάτμηση, αφού και σε
περίπτωση διανομής του επίκοινου κληροτεμαχίου, εφόσον απαγορεύεται η
κατάτμηση και είναι, επομένως, αδύνατη από το νόμο η αυτούσια διανομή
του, θα διαταχθεί κατ’ άρθρο 484 ΚΠολΔ η πώληση με πλειστηριασμό (ΑΠ
267/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή με το
ως άνω περιεχόμενο της είναι, σύμφωνα με την μείζονα πρόταση, νόμιμη,
στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και σ’ αυτές των άρθρων 994,
1045, 1113 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε νόμιμη
την αγωγή, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα από
τους εκκαλούντες με το σχετικό λόγο εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως
αβάσιμα.
Δυνάμει της οριστικής διανομής του
αγροκτήματος … Χαλκιδικής έτους 1932 που κυρώθηκε με το ΝΔ 3784/1957 και
στη συνέχεια εκδόθηκε ο υπ’ αριθμ. 155852/10.7.1959 οριστικός τίτλος
κυριότητας της Διεύθυνσης Εποικισμού – Νομαρχίας Χαλκιδικής, που
μεταγράφηκε στις 20.4.1960, νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του
Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, παραχωρήθηκε μεταξύ άλλων στον Κ. Ζ. του
Γ., πατέρα του πρώτου εφεσιβλήτου, πεθερό της δεύτερης εφεσίβλητης και
παππού του τρίτου εφεσιβλήτου, προς αγροτική του αποκατάσταση, το με
αριθμό 133 κληροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση «…» της κοινότητας …
Χαλκιδικής, εκτάσεως 17.500 τ.μ. και συνορεύει ολόγυρα με τα
αγροτεμάχια, ιδιοκτησίας Β. Κ. (αριθ. κληροτεμαχίου 132), Α. Κ. και ήδη
των εκκαλούντων (αριθ. κληροτεμαχίου 134) και με δασικές εκτάσεις (υπ’
αριθ. 131 και 129 αγροτεμάχια).
Το έτος 1961 ο ως άνω κληρούχος, ο οποίος
εργαζόταν κυρίως ως οικοδόμος, προκειμένου να ενισχύσει οικονομικά τα
τρία άρρενα τέκνα του, Γ., Α., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1966 και
κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του και τον γιο του Κ. (2η και 3ος
εφεσίβλητοι) και Γε., παραχώρησε άτυπα τη νομή και κατοχή του ως άνω
κληροτεμαχίου, κατά ποσοστό 68% εξ αδιαιρέτου στον πρώτο εξ αυτών και
στους άλλους δυο γιούς του κατά ποσοστό 16% εξ αδιαιρέτου στον καθένα
από αυτούς. Το γεγονός ότι ο ως άνω κληρούχος παραχώρησε εξ αδιαιρέτου
μερίδια του επιδίκου ακινήτου (κληροτεμαχίου) στα τρία τέκνα του,
προκύπτει και από το με ημερομηνία 10.2.1969 ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο
φέρει τον τίτλο «παραχωρητήριο», το οποίο απέκτησε βέβαιη χρονολογία την
ίδια ημερομηνία (10.2.1969) με τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής
του «παραχωρούντος» κληρούχου από τον Πρόεδρο της Κοινότητας …, Β. Α.,
και στο οποίο αναφέρεται ότι παραχωρεί στον γιο του Γ., έκταση 12
στρεμμάτων (όλου 17.500 τ.μ.), χωρίς να προσδιορίζει όρια αυτού. Εάν
ήθελε να παραχωρήσει σ’ αυτόν διαιρετό τμήμα, ο ως άνω κληρούχος, θα το
είχε οριοθετήσει, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Αμέσως, μετά την ως άνω
άτυπη παραχώρηση, τα τέκνα του κληρούχου αναδιένειμαν τα εξ αδιαιρέτου
ποσοστά του παραπάνω κληροτεμαχίου, προκειμένου να αποκτήσουν ο Α. και ο
Γ. μεγαλύτερα ποσοστά εξ αδιαιρέτου στο κληροτεμάχιο, με την προοπτική,
στην περίπτωση που επιτρεπόταν η κατάτμηση του κληροτεμαχίου,
προχωρήσουν, μελλοντικά, στη λύση της συγκυριότητάς τους επί του
κληροτεμαχίου και δημιουργήσουν αυτοτελή για τον καθένα τμήματα, και
αξιοποιήσουν αυτά ως άρτια και οικοδομήσιμα, έλαβε στη συννομή του
ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου, ο δικαιοπάροχος των λοιπών εφεσιβλήτων, Α.
Ζ., έλαβε στη συννομή του ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου, και ο μικρότερος
αδελφός τους, Γ., έλαβε στη συννομή του ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου του
όλου κληροτεμαχίου. Το ίδιο έτος (1961) τα παραπάνω αδέλφια, ρύθμισαν,
ταυτόχρονα, τη χρήση του κληροτεμαχίου και άρχισαν να εκτελούν πράξεις
συννομής κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου. Συγκεκριμένα ο
πρώτος εφεσίβλητος έκανε χρήση 9.500 τ.μ. από το όλο κληροτεμάχιο που
αντιστοιχεί στο 54% περίπου, και ο καθένας από τους άλλους δύο αδελφούς,
Α. και Γ. έκανε χρήση 4.000 τ.μ. που αντιστοιχεί 23% περίπου του όλου
κληροτεμαχίου. Η ρύθμιση της ως άνω χρήσης έλαβε χώρα προκειμένου να
καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον
καθένα. Έκτοτε οι τρεις γιοι του αρχικού κληρούχου, που ήταν μόνιμοι
κάτοικοι … Χαλκιδικής, και μετά το θάνατο του Α. Ζ. το έτος 1966, οι β’
και γ’ των εφεσιβλήτων (σύζυγος και γιος του), ως εξ αδιαθέτου
κληρονόμοι του κατά ποσοστό 5,75% και 17,25% εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα,
ασκούσαν τις προσιδιάζουσες σ’ αυτό πράξεις σύννομης με διάνοια
συγκυρίων, κατά τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου και συγκεκριμένα
καλλιεργούσαν στο επίδικο σιτηρά, δημητριακά, ψυχανθή και ελαιόδενδρα,
εισπράττοντας ως δικαιούχοι, από το έτος 1987 την εξισωτική αποζημίωση
για τον ελαιόκαρπο των ελαιοδένδρων που βρίσκονται στο επίδικο. Από την
23.5.1968 μέχρι και την 23.5.1988 οι εφεσίβλητοι και ο Γε. Ζ., εν γνώσει
του κληρούχου Κ. Ζ. και με τη θέλησή του, ασκούσαν τις πράξεις
συννομής, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, προσωπικώς και
δια της μητέρας του ο τρίτος εφεσίβλητος. Τα έσοδα της καλλιέργειας
χρησιμοποιούσαν οι εφεσίβλητοι για τη συντήρηση της οικογένειάς τους,
καθώς, την 23.5.1968, ο πρώτος εφεσίβλητος, ο οποίος είχε
επαναπατριστεί, από το έτος 1958, από την Αυστραλία, και είχε
δημιουργήσει, από το έτος 1960, αυτοτελή οικογένεια, η δεύτερη
εφεσίβλητη εσόδευε για τον εαυτό της και για λογαριασμό του τρίτου
εφεσιβλήτου, ως ανηλίκου, τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους, και ο Γε.
Ζ. ήταν σε ηλικία γάμου, τον οποίο τέλεσε το έτος 1969, και από τα
έσοδα από τις καλλιέργειες συντηρούσε την οικογένειά του. Ασκώντας
λοιπόν πράξεις συννομής οι εφεσίβλητοι και ο Γε. Ζ., κατά τα
προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, από 23.5.1968,
ημερομηνία έναρξης ισχύος του ΑΝ 431/1968, για χρόνο περισσότερο από
είκοσι (20) έτη κατέστησαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό 54% εξ
αδιαιρέτου ο πρώτος εφεσίβλητος, 17,25% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη
εφεσίβλητη και 5,75% εξ αδιαιρέτου ο τρίτος εφεσίβλητος, με τα προσόντα
της έκτακτης χρησικτησίας (άρθρα 1045 ΑΚ κατ’ άρθρο 79 του ΑΝ 431/1968).
Ο Κ. Ζ. του Γ. – αρχικώς κληρούχος, από την 23.5.1968 μέχρι την
23.5.1988 ήτοι επί μία εικοσαετία, αποξενώθηκε από το επίδικο με τη
θέλησή του, όπως και από τα άλλα κληροτεμάχια που είχε παραχωρήσει κατά
τον ίδιο τρόπο στα παιδιά του, γνωρίζοντας ότι τα τέκνα του, Γ. και Γε.
καθώς και οι κληρονόμοι του τρίτου τέκνου του, Α. (β’ και γ’
εφεσίβλητοι), νέμονταν τούτο με διάνοια συγκυρίων κατά τα προαναφερόμενα
ποσοστά, μάλιστα δε με τη συναίνεσή του.
Εξάλλου, γι’ αυτό το λόγο, το έτος 1961,
αν και δεν επιτρεπόταν από το νόμο, ο ίδιος είχε παραχωρήσει τότε στα
τρία τέκνα του τον επίδικο αγρό για τη δημιουργία δικών τους
οικογενειών. Πρέπει να σημειωθεί ότι το χρονικό διάστημα από το έτος
1961 μέχρι 23.5.1968 δεν υπολογίζεται για την απόκτηση της κυριότητας
του επιδίκου από τους εφεσίβλητους και το Γε. Ζ., με έκτακτη
χρησικτησία, διότι, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, μέχρι την 23.5.1968 το
επίδικο ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Οι εφεσίβλητοι και μετά την
23.5.1988 συνέχισαν να νέμονται και να κατέχουν το επίδικο κληροτεμάχιο
κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, καλλιεργώντας
αυτό με διάφορα δημητριακά προϊόντα ή εκμισθώνοντας τούτο σε τρίτους,
εισπράττοντας για δικό τους λογαριασμό τα μισθώματα. Το γεγονός ότι το
έτος 1989 ο κληρούχος Κ. Ζ., φέρεται να υπογράφει ο ίδιος ως εκμισθωτής
του επιδίκου κληροτεμαχίου στο από 1.9.1989 ιδιωτικό συμφωνητικό
μίσθωσης, δεν σημαίνει ότι νεμόταν και κατείχε τούτο. Αυτό έγινε για
καθαρά τυπικούς λόγους και συγκεκριμένα, επειδή οι εφεσίβλητοι δεν είχαν
έγγραφο τίτλο κυριότητας, υπέγραψε το εν λόγω συμφωνητικό ο ως άνω
κληρούχος, στο όνομα του οποίου είχε εκδοθεί και ο τίτλος κυριότητας και
με τον τρόπο αυτό ο μισθωτής, προσκομίζοντας το συμφωνητικό μίσθωμα
στην αρμόδια αρχή, εισέπραξε την εξισωτική αποζημίωση. Την επόμενη
χρονιά (1990) που διευκρινίστηκε ότι ο εκμισθωτής δεν χρειάζεται να έχει
και έγγραφο τίτλο κυριότητας για το μίσθιο, οι εφεσίβλητοι εκμίσθωσαν
οι ίδιοι το επίδικο κληροτεμάχιο στον Α.Μ., ενώ η μίσθωση συνεχίσθηκε
για το διάστημα από 10.8.1993 μέχρι με το από 10.8.1993 ιδιωτικό
συμφωνητικό που υπογράφεται από τον πρώτο εφεσίβλητο και τη δεύτερη
εφεσίβλητη, κατά άτυπη εντολή του τρίτου εφεσιβλήτου. Το έτος 1992 ο Γε.
Ζ. αποφάσισε να πωλήσει το ποσοστό συγκυριότητας που απέκτησε, με
έκτακτη χρησικτησία, στο επίδικο ακίνητο. Επειδή όμως, δεν είχε έγγραφο
τίτλο, μεταγεγραμένο για την κυριότητά του, ο πατέρας του Κ. Ζ., παρέσχε
σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα, με την εντολή, μεταξύ των άλλων, την πώληση
σε τρίτο του 23% εξ αδιαιρέτου του ως άνω κληροτεμαχίου, με το υπ’ αριθ.
2678/24.1.1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου … Α. Κ. Με βάση
το ειδικό αυτό πληρεξούσιο ο Γε. Ζ., με το υπ’ αριθ. 24159/3.4.1992
οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου του
συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Η. Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία
Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, ενεργώντας, σύμφωνα με το
προαναφερθέν 2678/1992 ειδικό πληρεξούσιο, ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος
και αντίκλητος του πατέρα του, Κ. Ζ. του Γ., μεταβίβασε την κυριότητα,
νομή και κατοχή, ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου του υπ’ αριθ. 133 επιδίκου
κληρομεταχίου, που αντιστοιχούσε στο παραχωρηθέν σ’ αυτόν ποσοστό και το
οποίο νεμόταν εξ αδιαιρέτου μέχρι τότε (1992) με διάνοια συγκυρίου,
στους αδελφούς Γαϊταντζή, αντί αναγραφέντος τιμήματος 3.000.000 δρχ. Ο
ίδιος, Γε. Ζ., λίγους μήνες αργότερα, με το υπ’ αριθ. 24319/3.7.1992
οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου του
ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, ενεργώντας, με το με αριθμό
3007/8.6.1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου … Α. Κ., και πάλι
ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του Κ. Ζ.,
προχώρησε, εν αγνοία των εφεσιβλήτων, στη μεταβίβαση της κυριότητας,
νομής, κατοχής και του υπολοίπου ποσοστού 77% εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω
κληροτεμαχίου στους δύο πρώτους εκκαλούντες, Β. και Χ. Γ., και στο
δικαιοπάροχο των γ’, δ’ και ε’ των εκκαλούντων, Π. Γ., αντί αναγραφέντος
τιμήματος 10.170.000 δρχ. Όμως από την 23.5.1968 κα ι εντεύθεν, δηλαδή
μετά την ισχύ του ΑΝ 431/1968, που επιτράπηκε η διάθεση των κλήρων, οι
εφεσίβλητοι, νέμονταν με διάνοια συγκυρίου εν γνώσει και με τη θέληση
του κληρούχου Κ. Ζ., σύμφωνα με τα παραπάνω, τα ως άνω ποσοστά εξ
αδιαιρέτου, για χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι (20) ετών και,
συνεπώς, κατέστησαν συγκύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης
χρησικτησίας, ο μεν πρώτος εφεσίβλητος κατά ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου, η
δε δεύτερη εφεσίβλητη κατά ποσοστό 5,75% εξ αδιαιρέτου και ο τρίτος
εφεσίβλητος κατά ποσοστό 17,25% εξ αδιαιρέτου, και κατά το χρόνο
σύνταξης του ως άνω με αριθμό 3007/8.6.1992 συμβολαίου μεταβίβασης
κυριότητας, το ποσοστό αυτό είχε εκφύγει από την κυριότητα του Κ. Ζ.,
αρχικού, κληρούχου.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι από το μήνα
Μάϊο του έτους 1992, ανέκυψαν διαφωνίες στην ευρύτερη οικογένεια του
κληρούχου Κ. Ζ., ο οποίος, τότε διήγε το 87° έτος της ηλικίας του, και
ειδικότερα, μεταξύ των εφεσιβλήτων και του Γ. Ζ., ως προς τη φροντίδα
του Κ. Ζ., ο οποίος απεβίωσε στις 13.11.1994, και με την ευκαιρία αυτή
ανακινήθηκαν περιουσιακά ζητήματα. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν λόγο να
διαμαρτυρηθούν για την πώληση του επιδίκου κληροτεμαχίου από τον Γε. Ζ.
στους ως άνω αγοραστές, του ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου της συγκυριότητάς
του σ’ αυτό, έστω και με τον τρόπο που επέλεξε ο τελευταίος, εφόσον δεν
είχε έγγραφο τίτλο κυριότητας, γι’ αυτό, εξάλλου δεν διαμαρτυρήθηκαν.
Ούτε είναι τυχαίο το ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου που μεταβιβάσθηκε κατά
κυριότητα στους αγοραστές. Το ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου είναι αυτό που
είχε λάβει ο Γε. Ζ. κατά την ως άνω διανομή του επιδίκου μεταξύ των
τριών αδελφών (Γαρύφαλλου, Αστερίου, Γεωργίου) και στη συνέχεια απέκτησε
συγκυριότητα σ’ αυτό με τα στοιχεία της έκτακτης χρησικτησίας κατά το
προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Στη συνέχεια όμως οι εφεσίβλητοι
μόλις πληροφορήθηκαν τη μεταβίβαση του 77% εξ αδιαιρέτου
διαμαρτυρήθηκαν, τόσο προς τον Γε. Ζ., όσο και προς τον κληρούχο πατέρα
του πρώτου εφεσιβλήτου, πεθερό της δεύτερης εφεσίβλητης και παππού του
τρίτου εφεσιβλήτου, Κ. Ζ. του Γ. Ο τελευταίος κατά τον χρόνο που τον
φρόντιζε ο πρώτος εφεσίβλητος γιός του, προέβη σε σύνταξη της με αριθμό
1814/9.11.1992 δημόσιας διαθήκης ενώπιον της συμβολαιογράφου Νέων
Μουδανιών, με την οποία αναγνώρισε ότι από το έτος 1961 είχε προβεί σε
άτυπη παραχώρηση του 77% εξ αδιαιρέτου, με τον προαναφερθέντα τρόπο,
στον πρώτο εφεσίβλητο και στον δικαιοπάροχο των λοιπών εφεσιβλήτων, Α.
Ζ. Επίσης, αναγνώρισε με αυτήν, την άσκηση πράξεων σύννομης από τους
εφεσίβλητους και επικαλέσθηκε ότι ο Γε. Ζ., απέσπασε το ως άνω με αριθμό
3007/8.6.1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου … Α. Κ., με το
οποίο μεταβίβασε στους πρώτο και δεύτερο των εκκαλούντων και στον
δικαιοπάροχο της τρίτης, του τετάρτου και του πέμπτου των εκκαλούντων με
δόλιο τρόπο. Στη συνέχεια τον επόμενο μήνα, Δεκέμβριο, του ιδίου έτους
(1992), χορήγησε την από 28.12.1992 υπεύθυνη δήλωσή του, με την οποία
ανέφερε ότι τα χρήματα από την πώληση του με αριθμό 133 κληροτεμαχίου
έδωσε στον Γε. Ζ., γιατί τον αδίκησε κατά τη διάθεση της περιουσίας του
στα τέκνα του. Ακολούθησε η από 9.2.1993 επιστολή του Κ. Ζ., την περίοδο
που τον φρόντιζε ο γιος του Γε., με την οποία αναγνώρισε, εμμέσως, ως
έγκυρο το ως άνω ειδικό πληρεξούσιό του, με βάση το οποίο συντάχθηκε το
προαναφερθέν με αριθμό 24319/3.7.1992 οριστικό συμβόλαιο, επικαλούμενος
ότι τα χρήματα από την πώληση του με αριθμό 133 κληροτεμαχίου δώρισε
στον γιο του, Γε. Ζ., ως αντιστάθμιση για μείωση αξίας ακινήτου του
τελευταίου από την ανέγερση διώροφης οικοδομής του τρίτου εφεσιβλήτου
μπροστά από την οικοδομή του Γε. Ζ. Ανεξάρτητα από τους λόγους και την
αιτία χορήγησης του ως άνω με αριθμό 3007/8.6.1992 πληρεξουσίου και τις
αιτίες των διενέξεων της ευρύτερης οικογένειας Κ. Ζ. του Γ., ο
τελευταίος στις 9.11.1992 που συνέταξε τη διαθήκη του και στη συνέχεια
ακολούθησαν οι προαναφερόμενες επιστολές του, αλλά και η υπ’ αριθ.
5058/31.5.1994 ένορκη βεβαίωσή του, που δόθηκε στα πλαίσια άλλης αγωγής,
στην οποία αυτός ήταν ένας από τους εναγόμενους, δεν ήταν κύριος του ως
άνω μεταβιβασθέντος ποσοστού 77% εξ αδιαιρέτου, κατά το οποίο συγκύριοι
είχαν γίνει οι εφεσίβλητοι κατά τα προαναφερθέντα. Τέλος αποδείχθηκε
ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν αναγνωριστική αγωγή κυριότητας στο
προαναφερθέν ποσοστό συγκυριότητας του κληροτεμαχίου, επικαλούμενοι,
όμως, διαφορετικά περιστατικά, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα, ενώ η
αναφορά στην ως άνω αγωγή ότι καλλιεργούσαν διαιρετά τμήματα του
κληροτεμαχίου και στη συνέχεια ζητούσαν την αναγνώριση συγκυριότητας δε
συνιστά εξώδικη ομολογία των εναγόντων ότι είχαν προβεί σε απαγορευόμενη
από το νόμο κατάτμηση, αλλά ότι είχαν ρυθμίσει τη χρήση του όλου
κληροτεμαχίου με τη διαίρεση του τμήματα για να καταστεί ευχερής η
επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και αναγνώρισε
τους ενάγοντες και νυν εφεσίβλητους συγκύριους, κατά τα παραπάνω
ποσοστά εξ αδιαιρέτου, του επιδίκου κληροτεμαχίου, δεν έσφαλε στην
ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε και στην εκτίμηση των αποδείξεων
και όλοι οι λόγοι εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι
και πρέπει να απορριφθούν, καθώς και η έφεση στο σύνολό της, ως αβάσιμη
κατ’ ουσίαν. Τέλος τα έξοδα των εφεσιβλήτων, που αφορούν τον παρόντα
βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω
της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο
διατακτικό της παρούσας απόφασης. [...]
Παρατηρήσεις [1]
Το εμπράγματο καθεστώς των μη επιδεκτικών
κατατμήσεως κληροτεμαχίων που παραχωρήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο σε
ακτήμονες καλλιεργητές, απασχολεί έντονα τα ελληνικά δικαστήρια (βλ.
αναλυτική και εποπτική παρουσίαση της σχετικής νομολογίας από Μπεκάρη
στην ΝΟΜΟΣ, έτος 2010). Από την άποψη της νομοθετικής μεταχείρισης, δύο
φαίνεται να είναι εδώ εκείνα τα σημεία, τα οποία λαμβάνει υπόψη το
αιτιολογικό και της εδώ σχολιαζόμενης απόφασης και τα οποία χρήζουν
προσοχής: Αφενός μεν, ότι εξακολουθεί να είναι αδύνατη η κατάτμηση των
συγκεκριμένων αγροτικών κλήρων (άρθρ. 208-212 ΑγροτΚωδ)? αφ’ ετέρου δε,
ότι η αρχική πρόβλεψη του άρθρ. 79 παρ. 2 ΑγροτΚωδ, κατά την οποία ο
κληρούχος θεωρούνταν κατά πλάσμα δικαίου ως καλόπιστος νομέας, ακόμη κι
αν δεν ήταν πραγματικός ποτέ κάτοχος ή απώλεσε τη νομή – παραδοχή που
αποκλείει την κτήση εμπράγματου δικαιώματος τρίτου πάνω στο
κληροτεμάχιο, συνεπώς de facto εισάγονταν έτσι η απαγόρευση διάθεσης –
έχει πλέον αρθεί. Λόγω του άρθρ. 1 παρ. 1 του ΑΝ 431/1968 είναι πλέον
δυνατή η κτήση εμπραγμάτου δικαιώματος από τρίτο είτε στο πλαίσιο
ειδικής διαδοχής είτε με τα προσόντα της τακτικής ή έκτακτης
χρησικτησίας, υπό τον όρο όμως ότι η τελευταία εκτείνεται σε όλο το
αγροτεμάχιο. Αδύνατη είναι μόνο ακόμη η άτυπη διανομή (όχι όμως για τους
αγρούς που εντάχθηκαν σε σχέδια πόλεως ή αυτούς για τους οποίους
κρίθηκε με διοικητική πράξη ότι εμφανίζουν τουριστική αξία). Η τελευταία
δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε συμβατικά ούτε ex lege – με άλλα λόγια,
πρωτότυπα – σε κτήση εμπράγματου δικαιώματος σε διακριτό τμήμα του
αγρού, καθώς αυτό θα συνιστούσε απαγορευμένη κατάτμηση.
ΕφΘεσ 236/2012(παρατ. Απ. Χελιδόνης, Ε. Ζέρβα, Π. Φαρμάκη) |
Πηγή: EφΑΔ 12/2012, 1071
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου