- Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" της 7ης Παμαζάν 1274, του οποίου οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως σ΄ αυτές, διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.
-
Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" της 7ης
Παμαζάν 1274, του οποίου οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα
ιδιωτικής.... φύσεως σ΄ αυτές, διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες, με τη
διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 147/1914, η κυριότητα των αγρών
ανήκει στο δημόσιο, η παραχώρησή τους δε στους ιδιώτες γίνεται με τη
χορήγηση τίτλου (ταπίου), με το οποίο παρέχεται σ΄ αυτούς δικαίωμα, όχι
κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Από δε τη διάταξη
του άρθρου 78 του ίδιου νόμου "περί γαιών", σε συνδυασμό προς το άρθρο 8
των οδηγιών "περί εγγράφων ταπίων" της 7 Σαμπάν 1276, συνάγεται ότι,
για την κτήση του δικαιώματος εξουσιάσεως, αρκεί μόνη η πραγματική
κατάσταση της κατοχής και καλλιέργειας του αγρού από εκείνον, που
εξουσιάζει αυτόν, για χρονικό διάστημα δέκα ετών, χωρίς δικαστική
αμφισβήτηση, και χωρίς να απαιτείται και η έκδοση, επ' ονόματι αυτού,
τίτλου (ταπίου), ο οποίος (τίτλος) είναι απλώς αποδεικτικό μέσο και όχι
συστατικό στοιχείο. Την κτήση αυτή του δικαιώματος εξουσιάσεως με
δεκαετή κατοχή του αγρού αναγνώρισε και το 2468 διάταγμα της προσωρινής
Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρο 2 αυτού), το οποίο κυρώθηκε με το ν.
1072/1917 και ο νόμος 2052/1920 (άρθρο 50), εφόσον η δεκαετία είχε
συμπληρωθεί μέχρι 20 Μαΐου 1917. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων
974, 976, 979, 980, 981, 982, 983, 986 και 1045 ΑΚ, που ορίζουν,
αντιστοίχως: α) Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα
(κατοχή) είναι νομέας του αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου
(άρθρο 974), β) σε πράγμα, που βρίσκεται στη νομή άλλου, η νομή
αποκτάται με παράδοση, που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Η συμφωνία,
όμως, του έως τώρα νομέα μ' εκείνον, που αποκτά, αρκεί για την κτήση της
νομής όταν ο τελευταίος είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο
πράγμα (άρθρο 976), γ) η νομή αποκτάται με αντιπρόσωπο όταν αυτός
αποκτήσει τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, με σκοπό να καταστήσει
νομέα του τον αντιπροσωπευόμενο (άρθρο 979), δ) η νομή ασκείται
αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου. Όποιος άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου,
τεκμαίρεται, όσο διατηρεί την κατοχή, ότι κατέχει στο όνομα του άλλου
(άρθρο 980), ε) η νομή χάνεται μόλις πάψει η φυσική εξουσία πάνω στο
πράγμα ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα. Παροδικό από τη φύση του
κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει απώλεια της νομής (άρθρο
981), στ) αν ο αντιπρόσωπος του νομέα ακινήτου θελήσει να αντιποιηθεί
τη νομή, αυτή δεν χάνεται για το νομέα προτού λάβει γνώση της
αντιποιήσεως (άρθρο 982), ζ) η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του
νομέα (άρθρο 983), η) τα δικαιώματα του προηγουμένου άρθρου έχει, αντί
για το νομέα, και εκείνος, που ασκεί γι' αυτόν την εξουσία πάνω στο
πράγμα, εφόσον βρίσκεται σε σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξάρτησης από
το νομέα και οφείλει να ακολουθεί τις οδηγίες του ως προς το πράγμα
(άρθρο 986) και θ) εκείνος, που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία
πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος (άρθρο 1045), προκύπτουν, εκτός
άλλων, και τα ακόλουθα: 1) Την φυσική εξουσία του πράγματος (νομή σε
ευρεία έννοια) διακρίνει ο νόμος σε κατοχή και νομή (σε στενή έννοια).
Κατοχή είναι η απλή φυσική εξουσία του πράγματος με θέληση κατοχής, ενώ
νομή η φυσική εξουσία, που ασκείται με "διάνοια κυρίου". Η έννοια δηλαδή
της νομής συγκροτείται από δύο στοιχεία, το υλικό (corpus) και το
πνευματικό (animus), 2) για να επέλθει υλική παράδοση του αντικειμένου
της νομής (πράγματος κινητού ή ακινήτου) πρέπει να συντρέξουν οι εξής
προϋποθέσεις: α) ο μέχρι τώρα νομέας να αποξενωθεί από κάθε μορφή
φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα, β) ο αποκτών να καταλάβει τη φυσική
εξουσία του πράγματος και γ) η μετακίνηση αυτή της φυσικής εξουσίας από
τον μεταβιβάζοντα στον αποκτώντα να γίνει με τη θέληση και των δύο. Αν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές είναι ζήτημα πραγματικό, που εξετάζεται
σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, 3) όταν στη διάταξη του άρθρου 979 ΑΚ,
γίνεται λόγος για αντιπρόσωπο πρόκειται για την άμεση αντιπροσώπευση,
διότι η έμμεση δεν ρυθμίζεται ρητώς από το νόμο, η διάταξη, όμως, αυτή
αναφέρεται όχι μόνο στην εκούσια αλλά και στη νόμιμη αντιπροσώπευση, 4) η
νομή ασκείται "μέσω άλλου" όταν ο νομέας έχει παραχωρήσει σε άλλον την
κατοχή του πράγματος, οπότε ασκεί τη νομή διαμέσου του κατόχου (μισθωτή,
χρησαμένου, θεματοφύλακα κλπ), 5) αφού τα στοιχεία, που συνιστούν την
έννοια της νομής είναι η φυσική εξουσία και η διάνοια κυρίου, εύλογο
είναι να χάνεται η νομή ευθύς μόλις εκλείψει ένα (ή και τα δύο) από τα
στοιχεία αυτά και συνεπώς απώλεια της νομής επέρχεται όταν είτε
απολεσθεί η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα είτε παύσει η διάνοια κυρίου,
6) αντιποίηση της νομής υπάρχει όταν ο κάτοχος εξωτερικεύσει τη θέλησή
του να έχει εφεξής το πράγμα όχι για το νομέα, αλλά για τον εαυτό του ή
για κάποιο τρίτο, 7) το νόημα της διατάξεως του άρθρου 983 ΑΚ είναι ότι
με το θάνατο του νομέα η νομή των κληρονομιαίων μεταβαίνει αυτοδικαίως
στον κληρονόμο, χωρίς να χρειάζεται να αποκτήσει αυτός φυσική εξουσία
πάνω στα πράγματα (ακόμη και αν αγνοεί το θάνατο του κληρονομουμένου ή
την ύπαρξη των πραγμάτων ή την ιδιότητά του ως κληρονόμου), για δε την
κτήση της νομής (από τον κληρονόμο) και την προσμέτρηση του χρόνου αυτής
στον χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, κατ' άρθρο 1051 ΑΚ, δεν
είναι αναγκαίες η αποδοχή της κληρονομίας με συμβολαιογραφικό έγγραφο
και η μεταγραφή, γιατί οι διατυπώσεις αυτές απαιτούνται μόνο για την
κτήση της κυριότητας των κληρονομιαίων και όχι και για την κτήση της
νομής τους, 8) εννοιολογικά στοιχεία του βοηθού νομής είναι αφενός ότι
βρίσκεται σε σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξαρτήσεως από το νομέα και
αφετέρου ότι οφείλει να ακολουθεί, ως προς το πράγμα, τις οδηγίες του
νομέα, σ' αυτό δε το τελευταίο, κυρίως, διαφέρει ουσιωδώς (ο βοηθός
νομής) από τον κάτοχο (μισθωτή, θεματοφύλακα, χρησάμενο κλπ), του οποίου
η θέση είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, ενώ ο βοηθός νομής δεν έχει
αυτός την κατοχή του πράγματος, αλλά βοηθεί τον νομέα, ο οποίος ασκεί
αυτοπροσώπως την κατοχή. Στην περίπτωση του βοηθού νομής η κατοχή δεν
αποχωρίζεται από τη νομή αλλά ασκείται από τον νομέα, του οποίου όργανο
είναι ο βοηθός, και 9) εκείνος, που νέμεται (ακόμη και επιληψίμως) το
πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται κύριος αυτού, χωρίς να απαιτείται καλή
πίστη και νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος.
- Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικό ή διεθνούς δικαίου. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, που αφορά την παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού και όχι και του δικονομικού δικαίου, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως (ΟλΑΠ 36/1988). Η παραβίαση αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή, λαμβάνει δε χώρα (η παραβίαση) και επί παραλείψεως ανάλογης εφαρμογής του κανόνα. Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός, που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην απόφαση, συγκροτούμενος από τη μείζονα πρόταση (νομικές διατάξεις), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα (διατακτικό). Με τον προκείμενο λόγο ελέγχεται το σφάλμα στη μείζονα πρόταση ή στην υπαγωγή της ελάσσονος στη μείζονα, εφόσον υπάρχει σφάλμα και στο διατακτικό. Δεν ελέγχεται η απόφαση λόγω παραβιάσεως κανόνα, που χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα, ενισχυτικό του συλλογισμού της αποφάσεως. Αν το σφάλμα εντοπίζεται στην ελάσσονα πρόταση, δηλαδή όταν η περιγραφή των περιστατικών είναι τόσο "ατελής", "ελλιπής" ή "αντιφατική", ώστε να μη μπορεί να διαγνωσθεί αν τα περιστατικά υπάγονται στον εφαρμοστέο νομικό κανόνα, η παραβίαση ελέγχεται με τον λόγο του αριθ. 19 του πιο πάνω άρθρου 559 ΚΠολΔ. Για να αναιρεθεί δε η προσβαλλομένη απόφαση, πρέπει το σχετικό σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να επέδρασε στο διατακτικό της, διότι διαφορετικά ο Άρειος Πάγος θα περιορισθεί μόνο στην αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας (άρθρο 578 ΚΠολΔ). Εξάλλου, σύμφωνα μεν με τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ, οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και 173, 200 του ΑΚ) προκύπτει ότι παραβίαση των κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ υπάρχει όταν: α) το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε κενό ή ασάφεια, έστω και εμμέσως και εντούτοις δεν προσέφυγε σ' αυτούς, ή μολονότι βεβαιώνεται στην απόφαση ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής, προέβη σε ερμηνεία της δικαιοπραξίας, όχι, όμως, και όταν δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής, η κρίση δε αυτή είναι ανέλεγκτη αναιρετικώς, β) διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία και προσέφυγε στους εν λόγω κανόνες, με τη δοθείσα, όμως, ερμηνεία παραβίασε τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και γ) δεν αναφέρονται στην απόφαση οι δηλώσεις των μερών και δεν αιτιολογείται η έλλειψη αμφιβολίας (εκ πλαγίου παραβίαση). Δεν απαιτείται η εξειδίκευση στην απόφαση των αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, υπόκειται, όμως, σε έλεγχο η ορθότητα ή μη της δοθείσας ερμηνείας. Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν εφαρμόζονται στην ερμηνεία των νόμων και συνεπώς είναι απαράδεκτος ο λόγος περί παραβιάσεως των διατάξεων αυτών κατά την ερμηνεία του νόμου.
Διατάξεις: ΑΚ: 173, 200,ΚΠολΔ: 559 αριθ. 19,
- Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικό ή διεθνούς δικαίου. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, που αφορά την παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού και όχι και του δικονομικού δικαίου, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως (ΟλΑΠ 36/1988). Η παραβίαση αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή, λαμβάνει δε χώρα (η παραβίαση) και επί παραλείψεως ανάλογης εφαρμογής του κανόνα. Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός, που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην απόφαση, συγκροτούμενος από τη μείζονα πρόταση (νομικές διατάξεις), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα (διατακτικό). Με τον προκείμενο λόγο ελέγχεται το σφάλμα στη μείζονα πρόταση ή στην υπαγωγή της ελάσσονος στη μείζονα, εφόσον υπάρχει σφάλμα και στο διατακτικό. Δεν ελέγχεται η απόφαση λόγω παραβιάσεως κανόνα, που χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα, ενισχυτικό του συλλογισμού της αποφάσεως. Αν το σφάλμα εντοπίζεται στην ελάσσονα πρόταση, δηλαδή όταν η περιγραφή των περιστατικών είναι τόσο "ατελής", "ελλιπής" ή "αντιφατική", ώστε να μη μπορεί να διαγνωσθεί αν τα περιστατικά υπάγονται στον εφαρμοστέο νομικό κανόνα, η παραβίαση ελέγχεται με τον λόγο του αριθ. 19 του πιο πάνω άρθρου 559 ΚΠολΔ. Για να αναιρεθεί δε η προσβαλλομένη απόφαση, πρέπει το σχετικό σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να επέδρασε στο διατακτικό της, διότι διαφορετικά ο Άρειος Πάγος θα περιορισθεί μόνο στην αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας (άρθρο 578 ΚΠολΔ). Εξάλλου, σύμφωνα μεν με τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ, οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και 173, 200 του ΑΚ) προκύπτει ότι παραβίαση των κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ υπάρχει όταν: α) το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε κενό ή ασάφεια, έστω και εμμέσως και εντούτοις δεν προσέφυγε σ' αυτούς, ή μολονότι βεβαιώνεται στην απόφαση ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής, προέβη σε ερμηνεία της δικαιοπραξίας, όχι, όμως, και όταν δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής, η κρίση δε αυτή είναι ανέλεγκτη αναιρετικώς, β) διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία και προσέφυγε στους εν λόγω κανόνες, με τη δοθείσα, όμως, ερμηνεία παραβίασε τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και γ) δεν αναφέρονται στην απόφαση οι δηλώσεις των μερών και δεν αιτιολογείται η έλλειψη αμφιβολίας (εκ πλαγίου παραβίαση). Δεν απαιτείται η εξειδίκευση στην απόφαση των αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, υπόκειται, όμως, σε έλεγχο η ορθότητα ή μη της δοθείσας ερμηνείας. Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν εφαρμόζονται στην ερμηνεία των νόμων και συνεπώς είναι απαράδεκτος ο λόγος περί παραβιάσεως των διατάξεων αυτών κατά την ερμηνεία του νόμου.
Αριθμός 1777/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ
από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καπερώνη,
Ιωάννη Ιωαννίδη, Μίμη Γραμματικούδη και Λεωνίδα Ζερβομπεάκο,
Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του,
στις 18 Απριλίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής
Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:Του αναιρεσείοντος:
XXX, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο
Αντωνιάδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.Της αναιρεσίβλητης: XXX το γένος Ζ2, κατοίκου XXX, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τζαρίδη.Η
ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-10-2002 αγωγή της ήδη
αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 26289/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και
1916/2005 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας
απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 31-1-2006 αίτησή του. Κατά τη
συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος
Καπερώνης ανέγνωσε την από 30-3-2007 έκθεσή του, με την οποία
εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος
της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του
αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΙ.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α΄ Κ.Πολ.Δ, αναίρεση
επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον
οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών,
αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικό ή
διεθνούς δικαίου. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, που αφορά την
παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού και όχι και του δικονομικού δικαίου, ο
κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι
προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και
αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως (ΟλΑΠ 36/1988). Η παραβίαση αυτή εκδηλώνεται
είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή,
λαμβάνει δε χώρα (η παραβίαση) και επί παραλείψεως ανάλογης εφαρμογής
του κανόνα. Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικανικός
συλλογισμός, που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην απόφαση,
συγκροτούμενος από τη μείζονα πρόταση (νομικές διατάξεις), την ελάσσονα
πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα (διατακτικό). Με τον
προκείμενο λόγο ελέγχεται το σφάλμα στη μείζονα πρόταση ή στην υπαγωγή
της ελάσσονος στη μείζονα, εφόσον υπάρχει σφάλμα και στο διατακτικό. Δεν
ελέγχεται η απόφαση λόγω παραβιάσεως κανόνα, που χρησιμοποιήθηκε ως
επιχείρημα, ενισχυτικό του συλλογισμού της αποφάσεως. Αν το σφάλμα
εντοπίζεται στην ελάσσονα πρόταση, δηλαδή όταν η περιγραφή των
περιστατικών είναι τόσο "ατελής", "ελλιπής" ή "αντιφατική", ώστε να μη
μπορεί να διαγνωσθεί αν τα περιστατικά υπάγονται στον εφαρμοστέο νομικό
κανόνα, η παραβίαση ελέγχεται με τον λόγο του αριθ. 19 του πιο πάνω
άρθρου 559 ΚΠολΔ. Για να αναιρεθεί δε η προσβαλλομένη απόφαση, πρέπει το
σχετικό σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να επέδρασε στο διατακτικό
της, διότι διαφορετικά ο Άρειος Πάγος θα περιορισθεί μόνο στην
αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας (άρθρο 578 ΚΠολΔ). Εξάλλου,
σύμφωνα μεν με τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, κατά την ερμηνεία της
δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις
λέξεις, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ, οι συμβάσεις
ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα
συναλλακτικά ήθη. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων (άρθρο
559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και 173, 200 του ΑΚ) προκύπτει ότι παραβίαση των
κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ υπάρχει όταν: α) το δικαστήριο της
ουσίας δέχθηκε κενό ή ασάφεια, έστω και εμμέσως και εντούτοις δεν
προσέφυγε σ' αυτούς, ή μολονότι βεβαιώνεται στην απόφαση ότι η δήλωση
βουλήσεως είναι σαφής, προέβη σε ερμηνεία της δικαιοπραξίας, όχι, όμως,
και όταν δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής, η κρίση δε
αυτή είναι ανέλεγκτη αναιρετικώς, β) διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία και
προσέφυγε στους εν λόγω κανόνες, με τη δοθείσα, όμως, ερμηνεία παραβίασε
τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και γ) δεν
αναφέρονται στην απόφαση οι δηλώσεις των μερών και δεν αιτιολογείται η
έλλειψη αμφιβολίας (εκ πλαγίου παραβίαση). Δεν απαιτείται η εξειδίκευση
στην απόφαση των αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών,
υπόκειται, όμως, σε έλεγχο η ορθότητα ή μη της δοθείσας ερμηνείας. Οι
διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν εφαρμόζονται στην ερμηνεία των
νόμων και συνεπώς είναι απαράδεκτος ο λόγος περί παραβιάσεως των
διατάξεων αυτών κατά την ερμηνεία του νόμου. Τέλος, κατά τη διάταξη του
άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας
πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, δεν
υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες
δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει
λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και 20 Κ.Πολ.Δ., Εξάλλου,
κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" της 7ης
Παμαζάν 1274, του οποίου οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα
ιδιωτικής φύσεως σ΄ αυτές, διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες, με τη
διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 147/1914, η κυριότητα των αγρών
ανήκει στο δημόσιο, η παραχώρησή τους δε στους ιδιώτες γίνεται με τη
χορήγηση τίτλου (ταπίου), με το οποίο παρέχεται σ΄ αυτούς δικαίωμα, όχι
κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Από δε τη διάταξη
του άρθρου 78 του ίδιου νόμου "περί γαιών", σε συνδυασμό προς το άρθρο 8
των οδηγιών "περί εγγράφων ταπίων" της 7 Σαμπάν 1276, συνάγεται ότι,
για την κτήση του δικαιώματος εξουσιάσεως, αρκεί μόνη η πραγματική
κατάσταση της κατοχής και καλλιέργειας του αγρού από εκείνον, που
εξουσιάζει αυτόν, για χρονικό διάστημα δέκα ετών, χωρίς δικαστική
αμφισβήτηση, και χωρίς να απαιτείται και η έκδοση, επ' ονόματι αυτού,
τίτλου (ταπίου), ο οποίος (τίτλος) είναι απλώς αποδεικτικό μέσο και όχι
συστατικό στοιχείο. Την κτήση αυτή του δικαιώματος εξουσιάσεως με
δεκαετή κατοχή του αγρού αναγνώρισε και το 2468 διάταγμα της προσωρινής
Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρο 2 αυτού), το οποίο κυρώθηκε με το ν.
1072/1917 και ο νόμος 2052/1920 (άρθρο 50), εφόσον η δεκαετία είχε
συμπληρωθεί μέχρι 20 Μαΐου 1917. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων
974, 976, 979, 980, 981, 982, 983, 986 και 1045 ΑΚ, που ορίζουν,
αντιστοίχως: α) Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα
(κατοχή) είναι νομέας του αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου
(άρθρο 974), β) σε πράγμα, που βρίσκεται στη νομή άλλου, η νομή
αποκτάται με παράδοση, που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Η συμφωνία,
όμως, του έως τώρα νομέα μ' εκείνον, που αποκτά, αρκεί για την κτήση της
νομής όταν ο τελευταίος είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο
πράγμα (άρθρο 976), γ) η νομή αποκτάται με αντιπρόσωπο όταν αυτός
αποκτήσει τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, με σκοπό να καταστήσει
νομέα του τον αντιπροσωπευόμενο (άρθρο 979), δ) η νομή ασκείται
αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου. Όποιος άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου,
τεκμαίρεται, όσο διατηρεί την κατοχή, ότι κατέχει στο όνομα του άλλου
(άρθρο 980), ε) η νομή χάνεται μόλις πάψει η φυσική εξουσία πάνω στο
πράγμα ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα. Παροδικό από τη φύση του
κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει απώλεια της νομής (άρθρο
981), στ) αν ο αντιπρόσωπος του νομέα ακινήτου θελήσει να αντιποιηθεί
τη νομή, αυτή δεν χάνεται για το νομέα προτού λάβει γνώση της
αντιποιήσεως (άρθρο 982), ζ) η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του
νομέα (άρθρο 983), η) τα δικαιώματα του προηγουμένου άρθρου έχει, αντί
για το νομέα, και εκείνος, που ασκεί γι' αυτόν την εξουσία πάνω στο
πράγμα, εφόσον βρίσκεται σε σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξάρτησης από
το νομέα και οφείλει να ακολουθεί τις οδηγίες του ως προς το πράγμα
(άρθρο 986) και θ) εκείνος, που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία
πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος (άρθρο 1045), προκύπτουν, εκτός
άλλων, και τα ακόλουθα: 1) Την φυσική εξουσία του πράγματος (νομή σε
ευρεία έννοια) διακρίνει ο νόμος σε κατοχή και νομή (σε στενή έννοια).
Κατοχή είναι η απλή φυσική εξουσία του πράγματος με θέληση κατοχής, ενώ
νομή η φυσική εξουσία, που ασκείται με "διάνοια κυρίου". Η έννοια δηλαδή
της νομής συγκροτείται από δύο στοιχεία, το υλικό (corpus) και το
πνευματικό (animus), 2) για να επέλθει υλική παράδοση του αντικειμένου
της νομής (πράγματος κινητού ή ακινήτου) πρέπει να συντρέξουν οι εξής
προϋποθέσεις: α) ο μέχρι τώρα νομέας να αποξενωθεί από κάθε μορφή
φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα, β) ο αποκτών να καταλάβει τη φυσική
εξουσία του πράγματος και γ) η μετακίνηση αυτή της φυσικής εξουσίας από
τον μεταβιβάζοντα στον αποκτώντα να γίνει με τη θέληση και των δύο. Αν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές είναι ζήτημα πραγματικό, που εξετάζεται
σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, 3) όταν στη διάταξη του άρθρου 979 ΑΚ,
γίνεται λόγος για αντιπρόσωπο πρόκειται για την άμεση αντιπροσώπευση,
διότι η έμμεση δεν ρυθμίζεται ρητώς από το νόμο, η διάταξη, όμως, αυτή
αναφέρεται όχι μόνο στην εκούσια αλλά και στη νόμιμη αντιπροσώπευση, 4) η
νομή ασκείται "μέσω άλλου" όταν ο νομέας έχει παραχωρήσει σε άλλον την
κατοχή του πράγματος, οπότε ασκεί τη νομή διαμέσου του κατόχου (μισθωτή,
χρησαμένου, θεματοφύλακα κλπ), 5) αφού τα στοιχεία, που συνιστούν την
έννοια της νομής είναι η φυσική εξουσία και η διάνοια κυρίου, εύλογο
είναι να χάνεται η νομή ευθύς μόλις εκλείψει ένα (ή και τα δύο) από τα
στοιχεία αυτά και συνεπώς απώλεια της νομής επέρχεται όταν είτε
απολεσθεί η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα είτε παύσει η διάνοια κυρίου,
6) αντιποίηση της νομής υπάρχει όταν ο κάτοχος εξωτερικεύσει τη θέλησή
του να έχει εφεξής το πράγμα όχι για το νομέα, αλλά για τον εαυτό του ή
για κάποιο τρίτο, 7) το νόημα της διατάξεως του άρθρου 983 ΑΚ είναι ότι
με το θάνατο του νομέα η νομή των κληρονομιαίων μεταβαίνει αυτοδικαίως
στον κληρονόμο, χωρίς να χρειάζεται να αποκτήσει αυτός φυσική εξουσία
πάνω στα πράγματα (ακόμη και αν αγνοεί το θάνατο του κληρονομουμένου ή
την ύπαρξη των πραγμάτων ή την ιδιότητά του ως κληρονόμου), για δε την
κτήση της νομής (από τον κληρονόμο) και την προσμέτρηση του χρόνου αυτής
στον χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, κατ' άρθρο 1051 ΑΚ, δεν
είναι αναγκαίες η αποδοχή της κληρονομίας με συμβολαιογραφικό έγγραφο
και η μεταγραφή, γιατί οι διατυπώσεις αυτές απαιτούνται μόνο για την
κτήση της κυριότητας των κληρονομιαίων και όχι και για την κτήση της
νομής τους, 8) εννοιολογικά στοιχεία του βοηθού νομής είναι αφενός ότι
βρίσκεται σε σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξαρτήσεως από το νομέα και
αφετέρου ότι οφείλει να ακολουθεί, ως προς το πράγμα, τις οδηγίες του
νομέα, σ' αυτό δε το τελευταίο, κυρίως, διαφέρει ουσιωδώς (ο βοηθός
νομής) από τον κάτοχο (μισθωτή, θεματοφύλακα, χρησάμενο κλπ), του οποίου
η θέση είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, ενώ ο βοηθός νομής δεν έχει
αυτός την κατοχή του πράγματος, αλλά βοηθεί τον νομέα, ο οποίος ασκεί
αυτοπροσώπως την κατοχή. Στην περίπτωση του βοηθού νομής η κατοχή δεν
αποχωρίζεται από τη νομή αλλά ασκείται από τον νομέα, του οποίου όργανο
είναι ο βοηθός, και 9) εκείνος, που νέμεται (ακόμη και επιληψίμως) το
πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται κύριος αυτού, χωρίς να απαιτείται καλή
πίστη και νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος. Στην προκειμένη περίπτωση
το Εφετείο δέχθηκε, όπως, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης
αποφάσεως, προκύπτει, τα ακόλουθα: "Το επίδικο, διεκδικούμενο από την
ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση "XXX" ή
"XXX" της κτηματικής περιοχής ήδη του Δήμου XXX, έχει έκταση 1679 τ.μ.
περίπου και συνορεύει XXX. Το εν λόγω ακίνητο επί Τουρκοκρατίας ανήκε
στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, είχε δε την ιδιότητα του
καλλιεργήσιμου αγρού και συγκεκριμένα ήταν αμπέλι. Το εξουσίαζε, με το
υπ' αριθ. XXX ταπί του καθ' ημάς έτους 1875 του βιβλίου Γιοκλαμά Γ4 του
Οθωμανικού Κτηματολογίου, ο Φ1, υιός του Φ2, καλλιεργώντας το ως αμπέλι,
χωρίς δικαστική αμφισβήτηση. Για το επίδικο αυτό ακίνητο, στο Οθωμανικό
Κτηματολόγιο δεν υφίσταται άλλη εγγραφή, πλην αυτής του εξουσιαστή Φ1
υιού Φ2. Ο εξουσιαστής αυτός παρέδωσε άτυπα στο γιο του Φ3, ο οποίος το
εξουσίαζε, χωρίς αμφισβήτηση, με συνεχόμενο αυτού τμήμα, καλλιεργώντας
το ως αμπέλι, έως το 1908 που πέθανε. Μετά το θάνατο αυτού περιήλθε,
κατά δικαίωμα προτιμήσεως, που ίσχυε στο Οθωμανικό δίκαιο, στη μόνη εξ
αδιαθέτου κληρονόμο αυτού αδελφή του (ήταν άγαμος και δεν είχε άλλους
συγγενείς) Ζ1, στην οποία άτυπα το υποσχέθηκε να της το δωρίσει. Η Ζ1,
το γένος Ζ2, γιαγιά της ενάγουσας εκ της πατρικής γραμμής, συνέχισε να
το εξουσιάζει, ήτοι να το καλλιεργεί, όπως και ο αδελφός της, ως αμπέλι,
αδιαμφισβήτητα, έως το έτος 1917. Για την άσκηση του ανωτέρω
δικαιώματος συνεχούς και χωρίς αμφισβήτηση εξουσιάσεως του επιδίκου
ακινήτου, ο Φ3, υιός του Φ1, κατέβαλλε στο Τουρκικό Δημόσιο τους
προβλεπόμενους φόρους, όπως προκύπτει από τα επίσημα μεταφρασμένα
αντίγραφα του Β' Βασικού Φορολογικού Βιβλίου (Εσάς), έτους 1323 (καθ'
ημάς 1907), του χωρίου XXX, με αύξ. αριθμό εγγραφής XXX και αριθμό
μετώπου XXX που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, στα οποία ρητά
αναφέρεται το είδος του ακινήτου (καλλιεργήσιμος τόπος) και τα σύνορα
αυτού (ανατολικά XXX, δυτικά XXX, βόρεια δρόμος, νότια Φ2). Έτσι, αφού
οι απώτατοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας Φ3 και Ζ1, επί μία συνεχή
δεκαετία πριν από την 20.5.1917 κατείχαν και καλλιεργούσαν το επίδικο
ακίνητο χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, η τελευταία υπό την ισχύ του
Οθωμανικού Δικαίου εξουσιαστής Ζ1, έγινε κυρία αυτού βάσει των διατάξεων
των άρθρων 78 του Οθωμανικού Νόμου "περί Γαιών", 8 των οδηγιών της 7
Σαμπάν 1276, άρθρο 2 του διατάγματος 2468 της Προσωρινής Κυβέρνησης
Θεσσαλονίκης που κυρώθηκε με το ν. 1072/1917, άρθρα 49, 50 του ν.
2052/1920, 101-104 του διατάγματος της 11/12.11.1929, όπως τροποποιήθηκε
με τα άρθρα 17, 18 και 19 του ν. 1540/1938, έκτοτε δε αυτό ήταν δεκτικό
χρησικτησίας, καθόσον πρόκειται για ακίνητο στο οποίο απέκτησε δικαίωμα
εξουσίασης (τεσσαρούφ), το οποίο μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους
κυριότητας, οπότε αυτό, μη περιερχόμενο στην κυριότητα του Ελληνικού
Δημοσίου, μπορούσε να χρησιδεσποθεί. Η ανωτέρω Ζ1 καλλιεργούσε το
επίδικο ως αμπέλι, περίπου μέχρι και το 1940, οπότε καταστράφηκε η
καλλιέργεια αυτή λόγω της φυλλοξήρας, που ενέσκηψε τότε και έκτοτε έπαψε
να καλλιεργείται ως αμπέλι ο αγρός και έμεινε χέρσος μέχρι και το έτος
1998, οπότε, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, οργώθηκε για πρώτη φορά από
τον εναγόμενο. Το 1944 πέθανε η ανωτέρω μνημονευμένη γιαγιά της
ενάγουσας, η Ζ1, η οποία, με την υπ' αριθ. XXX δημόσια διαθήκη αυτής,
συνταγείσα ενώπιον του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γ. Κ., και
δημοσιευθείσα με το υπ' αριθ. 993/1983 πρακτικό του Μονομελούς
Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, εγκατέστησε ως κληρονόμο της το γιο της Ζ2
(τον πατέρα της ενάγουσας). Ο τελευταίος αυτός υπεισήλθε στην κληρονομία
και αναμείχθηκε ενεργά, ως κληρονόμος, επιβλέποντας ως νομέας διανοία
κυρίου, τακτικά το επίδικο ακίνητο μέχρι και τον επελθόντα, το έτος
1962, θάνατό του. Ο ανωτέρω έγινε κύριος του επιδίκου αυτού ακινήτου με
παράγωγο τρόπο, ήτοι με κληρονομική διαδοχή, ως υπεισελθών στην
κληρονομία της θανούσας το 1944 μητέρας του, κατά τα άνω, η οποία ήταν
κυρία του επιδίκου κληρονομιαίου, ως εκ διαθήκης κληρονόμος και οικείος,
χωρίς αποδοχή και μεταγραφή. Ο Ζ2, πατέρας της ενάγουσας, που πέθανε
στις 24.6.1962, με την υπ' αριθ. XXX δημόσια διαθήκη του, συνταγείσα
ενώπιον του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γ. Κ. και δημοσιευθείσα
νομίμως (υπ' αριθ. 430/1962 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου)
εγκατέστησε ως κληρονόμο του εφ' όλης της περιουσίας του, τη σύζυγό του
Ζ3. Η εν λόγω, όμως διαθήκη, συνταγείσα σε χρόνο, που δεν είχε γεννηθεί η
ενάγουσα (θυγατέρα του διαθέτη Ζ2 και της εγκαταστάτου με τη διαθήκη
του, από το 1942, συζύγου του), ήταν άκυρη, καθ' ό μέρος έθιγε τη νόμιμη
μοίρα της θυγατέρας του (ενάγουσας), ήτοι κατά τα 3/8 εξ αδιαιρέτου,
εφόσον πλησιέστεροι εκείνου (διαθέτη) συγγενείς ήταν η εγκατάστατος
σύζυγός του Ζ3 και η θυγατέρα του XXX (η ενάγουσα δηλαδή). ΄Ετσι η
ενάγουσα, ως νόμιμη μεριδούχος στα 3/8 εξ αδιαιρέτου και η μητέρα της ως
κληρονόμος στα 5/8 εξ αδιαιρέτου, έγιναν συγκύριες του επιδίκου
ακινήτου κατά τα παραπάνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου η κάθε μία, μετά και την
αποδοχή της κληρονομιαίας περιουσίας με την υπ' αριθ. XXX δήλωση
αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αργυρώς Νικόλτσου
που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Νεάπολης Θεσσαλονίκης στον τόμο XXX και με αριθμό XXX, σε συνδυασμό με
την υπ' αριθ. XXX διορθωτική πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, που
μεταγράφηκε νόμιμα στα ανωτέρω βιβλία στον τόμο XXX και με αριθμό XXX.
Τέλος, στις 24.12.1990 πέθανε η μητέρα της ενάγουσας Ζ3, η οποία,
δυνάμει της υπ' αριθ. XXX δημόσιας διαθήκης της που συντάχθηκε ενώπιον
του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νικολάου Τσαμούδη και
δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθ. 157/1991 πρακτικά του Μονομελούς
Πρωτοδικείου, εγκατέστησε ως κληρονόμο της στο ποσοστό της από 5/8 εξ
αδιαιρέτου στο επίδικο την ενάγουσα κόρη της, η οποία, ως εκ διαθήκης
κληρονόμος της, έγινε κυρία του εξ αδιαιρέτου ποσοστού της επί του
επιδίκου ακινήτου, κατά ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου, μετά και την αποδοχή
της κληρονομιαίας περιουσίας με την προαναφερόμενη υπ' αριθ. XXX πράξη
αποδοχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αργυρώς Νικόλτσου, που
μεταγράφηκε νόμιμα, σε συνδυασμό και με την υπ' αριθ. XXX διορθωτική
πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα κατά τα άνω και
με τις οποίες πράξεις η ενάγουσα δήλωσε ότι αποδέχεται: α) για
λογαριασμό της μητέρας της Ζ3 την κληρονομιά του συζύγου της Ζ2 και β) η
ίδια την κληρονομιά του πατέρα της και την κληρονομιά της μητέρας της
Ζ3. Μάλιστα, το περιγραφόμενο στους ανωτέρω τίτλους της ενάγουσας, ήτοι
την υπ' αριθ. XXX πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης
Αργυρώς Νικόλτσου και υπ' αριθ. XXX διορθωτική αυτής πράξη, ακίνητο,
ταυτίζεται πλήρως με το επίδικο ακίνητο, το οποίο περιλαμβάνεται εξ
ολοκλήρου στους επικαλούμενους από την ενάγουσα τίτλους, όπως συνάγεται
από την προαναφερθείσα (υπ' αριθ. XXX) πραγματογνωμοσύνη, λαμβανομένη
υπόψη σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Εκ παραλλήλου, από
τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται και τα ακόλουθα: Ο
πατέρας της ενάγουσας, Ζ2, από το 1946 μέχρι το θάνατό του, το έτος 1962
και εν συνεχεία η ενάγουσα και η μητέρα της Ζ3, κατά ποσοστό 3/8 η
πρώτη και 5/8 η δεύτερη, μέχρι και το θάνατο της τελευταίας, που επήλθε
το 1990, και εν συνεχεία μόνη η ενάγουσα, έως το 1998, ενέμοντο και
κατείχαν με διάνοια κυρίου το εν λόγω ακίνητο, ασκώντας επ' αυτού
πράξεις νομής, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, και δη το
επέβλεπαν και το προφύλασσαν από καταπατήσεις τρίτων, είχαν δε
παραχωρήσει τη χρήση αυτού στον XXX, αδελφό της Ζ3 και θείο της
ενάγουσας, ο οποίος είχε κτηνοτροφική μονάδα στην περιοχή και το
χρησιμοποιούσε προς βόσκηση των ζώων του, μέχρι και το 1987. Επίσης το
έτος 1983, όταν το τότε Κοινοτικό Συμβούλιο της Κοινότητας XXX ηθέλησε
να προβεί στην επέκταση του δικτύου ύδρευσης στην περιοχή, παρέστη
ανάγκη να διέλθουν οι σωλήνες μεταξύ των ορίων του επιδίκου και της
δυτικά αυτού ευρισκόμενης ιδιοκτησίας XXX. Τότε ο μάρτυς της ενάγουσας
XXX, που ήταν τότε στην τοπική αυτοδιοίκηση της Κοινότητας XXX,
επικοινώνησε με τη μητέρα της ενάγουσας, η οποία μετέβη επί τόπου και με
άδεια αυτής, διήλθαν οι σωλήνες ύδρευσης μεταξύ των ορίων των δύο άνω
ακινήτων και μέσω του ακινήτου της ενάγουσας σήμερα. Καθ' όλη δε τη
διάρκεια των εργασιών εκσκαφής και τοποθέτησης των σωλήνων, παρ' ουδενός
ενοχλήθηκαν και ουδείς άλλος ανεγνωρίζετο ως έχων δικαιώματα στο
επίδικο, πλην της ενάγουσας και της μητρός αυτής, ή ενεφανίσθη,
προβάλλων επ' αυτού δικαιώματα, καίτοι οι εργασίες διήρκεσαν επί πολλές
εβδομάδες. Τούτο μαρτυρεί την αναγνώριση φυσικής εξουσίασης του επιδίκου
από την ενάγουσα και η μητέρα της, που συνέχιζαν την νομή του πατέρα
της πρώτης και συζύγου της δεύτερης Ζ2 και ούτω καθεξής, κατά τα άνω
εκτεθέντα". Στη συνέχεια δε, το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσία την, από
20.12.2004, έφεση του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης. Με αυτά,
που δέχθηκε και έτσι, που έκρινε, το Εφετείο: α)δεν διαπίστωσε αμέσως ή
εμμέσως, την ύπαρξη οποιουδήποτε κενού ή αμφιβολίας στις αναφερόμενες
στο σκεπτικό του δικαιοπραξίες και δεν κατέφυγε, ούτε χρειαζόταν να
καταφύγει στους παραπάνω ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών και
συνεπώς είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης
αιτήσεως, β) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις
(άρθρα 3 και 78 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" και 974, 976, 978,
979, 980, 981, 982, 983, 986 και 1045 ΑΚ), και γ)διέλαβε ,στην
αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις
αιτιολογίες και κατέληξε σε σαφές και πλήρες, επίσης, αποδεικτικό
πόρισμα, γι΄ αυτό και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, και ο δεύτερος
λόγος της υπό κρίση αιτήσεως, από τις διατάξεις των αριθ. 1 και 19 του
άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ΙΙ. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559
αριθ. 11 περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως, για μη λήψη υπόψη από το
Δικαστήριο αποδεικτικών μέσων, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι
διάδικοι, απορρίπτεται, ως κατ' ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την
προσβαλλομένη απόφαση ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά
μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν με επίκληση. Συνήθως δε αρκεί προς τούτο η
γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα
κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός από αυτά και χωρίς
διάκριση από ποιά μέσα προκύπτει άμεση και από ποιά έμμεση απόδειξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τη, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση,
βεβαίωση ότι το Εφετείο κατέληξε στο σαφές και πλήρες αποδεικτικό
πόρισμά του περί του ότι κυρία του επιδίκου ακινήτου, με παράγωγο και
πρωτότυπο τρόπο, έγινε και ήταν και κατά τον κρίσιμο χρόνο η εφεσίβλητη -
αναιρεσίβλητη, μετά από συνεκτίμηση "των καταθέσεων των ενόρκως,
ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εξετασθέντων μαρτύρων XXX των
επικαλουμένων και προσκομιζομένων εγγράφων, της υπ' αριθ. 5543/2003
ένορκης βεβαίωσης XXX και της XXX εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης", (ενώ δεν
έλαβε υπόψη μόνο τις 4565 και 4566 της 22.12.2003 ένορκες βεβαιώσεις
"γιατί δεν προηγήθηκε έγκυρη κλήτευση του εναγομένου"), συνάγεται
αδιστάκτως ότι το εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση Εφετείο έλαβε υπόψη
και τα, στον τρίτο λόγο αναιρέσεως, αναφερόμενα έγγραφα και επομένως
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο τρίτος μέρος πρώτο, λόγος της υπό
κρίση αιτήσεως. Τέλος, ο αναιρεσείων επικαλείται, στο δεύτερο μέρος του
τρίτου αυτού λόγου αναιρέσεως, και τη διάταξη του αριθ. 8 του άρθρου
559 Κ.Πολ.Δ, παραπονούμενος διότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του "την
ένστασή του περί ιδίας κυριότητας αυτού και των δικαιοπαρόχων του, στο
επίδικο, με πρωτότυπο, άλλως παράγωγο τρόπο", που συνιστά πράγμα κατά
την έννοια της ως άνω διατάξεως, ως αυτοτελής ισχυρισμός, καταλυτικός
του αγωγικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997). Ο λόγος αυτός πρέπει να
απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι τον ισχυρισμό αυτό έλαβε υπόψη και
απέρριψε κατ΄ ουσία το Εφετείο, εμμέσως, πλην σαφώς, με την παραδοχή ότι
το επίδικο νέμονταν διανοία κυρίων, συνεχώς και αδιαλείπτως, από την
εποχή της τουρκοκρατίας μέχρι και το Νοέμβριο του 1998, μόνο οι
δικαιοπάροχοι της αναιρεσίβλητης και στη συνέχεια η ίδια, αλλά και ρητώς
με τη φράση "όσα αντίθετα υποστηρίζονται με την έφεση XXX κρίνονται
αβάσιμα και απορριπτέα, απορριπτέα δε και η έφεση στο σύνολό της".ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την, από 31 Ιανουαρίου 2006, αίτηση του XXX, για αναίρεση της 1916/2005 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Ιουλίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου