Αριθμός 1515/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη,
Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της
Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. θυγ. Α. Γ., συζ. Α. Μ. (πρώην συζ. Π. Π.), κατοίκου ..., η οποία
παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αυγερινό Ανδρέου, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Π. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία
δικηγόρο του Ανδριάνα Νάκκα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 23 Φεβρουαρίου 2001 και 11 Απριλίου 2001 αγωγές των ήδη
αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητου αντίστοιχα που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο
Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3762/2003, 5736/2003 μη οριστικές, 1052/2008 οριστική του
ιδίου Δικαστηρίου και 4157/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15 Απριλίου 2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Δημήτριος Κράνης,
ανέγνωσε την από 19 Δεκεμβρίου 2012 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν ο
πρώτος, ο τρίτος και τέταρτος των λόγων της αίτησης αναίρεσης κατά της υπ` αριθ. 4157/2009
απόφασης του Εφετείου Αθηνών, να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αίτησης αυτής και να
αναιρεθεί η ως άνω απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε στην ουσία την έφεση της
αναιρεσείουσας σε σχέση με την ένδικη αγωγή της.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξουσία του
αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στην δικαστική
δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά
την τακτική διαδικασία υπ` αριθ. 4157/2009 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία
απέρριψε κατ` ουσίαν την από 20.6.2008 έφεση της αναιρεσείουσας, ενώ δέχθηκε την από
23.6.2008 αντίθετη έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της υπ` αριθ. 1052/2008 οριστικής απόφασης
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή, κατά το μέρος
που είχε δεχθεί την από 11.4.2001 αγωγή του αναιρεσιβλήτου για ποσό 100.000 ευρώ, δέχθηκε
ακολούθως την αγωγή αυτή για το μεγαλύτερο ποσό των 130.000 ευρώ, στο οποίο αποτίμησε
την συνεισφορά του στην αύξηση της περιουσίας της αναιρεσείουσας κατά τη διάρκεια της
έγγαμης σχέσης τους, αναγνωρίζοντας ότι το ποσό αυτό οφείλει να του καταβάλει νομιμοτόκως η
αντίδικός του. Με την εκκαλούμενη απόφαση, που εκδόθηκε μετά τις υπ` αριθ. 3762/2003 και
5736/2003 μη οριστικές αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου, έγινε κατά τα λοιπά εν μέρει δεκτή και η
από 23.2.2001 αγωγή της αναιρεσείουσας και αναγνωρίσθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος οφείλει σ` αυτή
νομιμοτόκως το ποσό των 158.833,33 ευρώ ως συνεισφορά της στην αύξηση της δικής του
περιουσίας κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα
και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553,556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ.
577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
2. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 309εδ.β ΚΠολΔ, όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε
αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της
συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το
δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Από τη διάταξη αυτή σε
συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 513§§1 περ.β εδ.γ & 2, 539§§1εδ.β & 2 και 553§§
1 περ.β εδ.β & 2 ΚΠολΔ, που ορίζουν ότι αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν
επιτρέπεται έφεση, αναψηλάφηση ή αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν να εκδοθεί
στη δίκη οριστική απόφαση, η οποία, όμως, αν εκδοθεί και προσβληθεί με τα ένδικα αυτά μέσα,
θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν προηγουμένως,
έστω και αν δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους το συγκεκριμένο ένδικο μέσο, συνάγεται ότι η
ανάκληση των μη οριστικών αποφάσεων δεν λειτουργεί ως αυτοτελές ένδικο βοήθημα, έτσι ώστε
οι αποφάσεις αυτές, παρόλο που μόνον από κοινού με την αντίστοιχη οριστική απόφαση μπορούν
να προσβληθούν με τα ως άνω ένδικα μέσα, να μπορούν ωστόσο να ελεγχθούν ως προς την
ορθότητά τους και αναλόγως να ανακληθούν ανεξάρτητα από την ύπαρξη στάσης της δίκης, αλλά
ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η ανάκληση των μη οριστικών αποφάσεων είναι δυνατή και με
πρόταση, δηλαδή με αίτηση, κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται όμως όχι αυτοτελώς, αλλά στη
διάρκεια μόνον της δίκης, απαιτεί την ύπαρξη πάντοτε στάσης της δίκης, που δημιουργεί και η
κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον όμως η υπόθεση φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση
για άλλο νόμιμο λόγο και όχι με μοναδικό αίτημα την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης, αφού
τότε δεν πρόκειται για νόμιμη στάση της δίκης (ΑΠ 250/1974). Η αίτηση, δηλαδή, ανάκλησης της
μη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από μόνη της ικανό λόγο για τη δημιουργία νόμιμης στάσης
της δίκης και παραδεκτής συζήτησης της υπόθεσης, η οποία αν παρόλα αυτά συζητηθεί, ιδρύεται
λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έτσι
επήλθε κατά την έννοια του άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ βλάβη στον αντίδικο αυτού που ζήτησε και
πέτυχε την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης. Ειδικότερα με την απαγόρευση της αυτοτελούς
ανάκλησης των μη οριστικών δικαστικών αποφάσεων εξυπηρετείται η οικονομία και η ταχύτερη
διεξαγωγή της δίκης, ο σκοπός όμως αυτός δεν βλάπτεται και συνεπώς δεν ισχύει η ως άνω
απαγόρευση στις περιπτώσεις που ορίσθηκε μέτρο ανέφικτο ή η πρόοδος της διαδικασίας
εξαρτήθηκε από την άρση εμποδίου, η οποία όμως (άρση) κρίνεται τελικά μάταιη, η δε αναμονή γι`
αυτή θα προκαλέσει άσκοπη μόνον επιβράδυνση στη διεξαγωγή της δίκης (ΑΠ 649/1996). Έτσι
στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατή, με τελολογική ερμηνευτική συστολή της διάταξης του άρθρ.
309 ΚΠολΔ, η δημιουργία με κλήση διαδίκου στάσης της δίκης με βασικό αίτημα την ανάκληση μη
οριστικής απόφασης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης ότι η
συζήτηση της ένδικης από 11.4.2001 αγωγής του αναιρεσιβλήτου αναβλήθηκε με την υπ` αριθ.
3762/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρι την έκδοση τελεσίδικης
απόφασης επί της εκκρεμούς στο ίδιο Δικαστήριο ένδικης από 23.2.2001 αγωγής της
αναιρεσείουσας. Η χρονικά προηγούμενη αυτή αγωγή μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, που
τάχθηκαν σχετικά με την υπ` αριθ. 5736/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
επαναφέρθηκε προς συζήτηση στο Δικαστήριο εκείνο με την από 17.7.2006 κλήση της
αναιρεσείουσας και ορίστηκε χρόνος συζήτησής της η 4.6.2007, στην οποία με την από 7.2.2007
κλήση του αναιρεσιβλήτου ορίστηκε να συζητηθεί και η ένδικη αγωγή του. Προς το σκοπό αυτό
σωρεύτηκε στην εν λόγω κλήση του και αίτηση ανάκλησης της υπ` αριθ. 3762/2003 αναβλητικής
απόφασης του Δικαστηρίου, η οποία και ανακλήθηκε με την υπ` αριθ. 1052/2008 οριστική
απόφασή του. Ακολούθως το Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι παραδεκτά
σωρεύτηκε στην κλήση του αναιρεσιβλήτου η αίτηση ανάκλησης της παραπάνω μη οριστικής
απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και παραδεκτά κατ` επέκταση συζητήθηκε στο
Δικαστήριο εκείνο η ένδικη αγωγή του. Ετσι το Εφετείο απέρριψε τον αντίθετο λόγο έφεσης της
αναιρεσείουσας και μάλιστα ανακάλεσε και το ίδιο την αυτή μη οριστική απόφαση του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκειμένου να ερευνήσει την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου μετά
τη μερική ως προς την αγωγή αυτή εξαφάνιση της οριστικής πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με
τα παραπάνω η από 7.2.2007 κλήση του αναιρεσιβλήτου, με την οποία ζητήθηκε η ανάκληση της
υπ` αριθ. 3762/2003 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προκειμένου
να συζητηθεί ακολούθως η ένδικη αγωγή του, δεν δημιούργησε η ίδια αυτοτελή στάση της δίκης,
αφού μ` αυτή επαναφέρθηκε προς συζήτηση η αγωγή του σε δικάσιμο που είχε ήδη προσδιορισθεί
να συζητηθεί η αντίθετη αγωγή της αναιρεσείουσας. Με δεδομένη έτσι τη συνεκδίκαση των δυο
αγωγών δεν υπήρχε πλέον και ο κίνδυνος έκδοσης στην όλη υπόθεση αντιφατικών αποφάσεων,
για την αντιμετώπιση ακριβώς του οποίου αναβλήθηκε με την υπ` αριθ. 3762/2003 απόφαση του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η συζήτηση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου μέχρι την έκδοση
τελεσίδικης απόφασης επί της από 23.1.2001 αγωγής της αναιρεσείουσας, οπότε και από την
άποψη αυτή δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη η διατήρηση σε ισχύ της παραπάνω μη οριστικής
απόφασης. Αντίθετα το εμπόδιο που αυτή έθεσε για την εκδίκαση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου,
θα προκαλούσε, αν διατηρείτο, άσκοπη μόνον επιβράδυνση στη διεξαγωγή της, για την οποία η
αναιρεσείουσα δεν δικαιολογούσε και ούτε επικαλέσθηκε ιδιαίτερο έννομο συμφέρον της.
Συνεπώς τόσο η από 7.2.2007 κλήση του αναιρεσιβλήτου όσο και η σωρευόμενη σ` αυτή αίτηση
ανάκλησης της παραπάνω μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
υπήρξαν παραδεκτές, όπως ορθά έκρινε και το Εφετείο, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που
υποστηρίζονται με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης και πρέπει έτσι να απορριφθεί ο λόγος
αυτός, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον
αριθμό 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και μάλιστα χωρίς να συνδέει με δικονομική βλάβη της τη
σύγχρονη εκδίκαση των ένδικων αγωγών σε πρώτο ή και σε δεύτερο βαθμό.
3. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της
ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά
επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς
διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών,
δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το
διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική
παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η
προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να
προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή δεν αρκεί ο ισχυρισμός να είχε προταθεί
παραδεκτά μόνο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά θα πρέπει να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με
λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό,
εφόσον αναιρεσιβαλλόμενη είναι απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Για την ίδρυση πάντως
του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το
δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε
αυτό να λάβει υπόψη του. Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται
ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο
από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που
επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη
αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας
κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου. Για την πληρότητα όμως του ίδιου λόγου αναίρεσης
πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το
δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση
και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου,
κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με
παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας. Εξ άλλου
κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν
έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν
από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού
της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή
αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση
του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να
ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που
εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα
αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το
αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των
διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται
μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας κατ` αυτόν τον τρόπο την κρίση της
απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης.
Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα
περιστατικά, που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού
δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και
όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων,
εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006).
Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη
αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν
αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα
επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν
συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία
της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για αντιφατικότητα ή
ανεπάρκεια, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε
ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς
τους. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο
αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της απόφασης,
δηλαδή εφόσον προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που
εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο
δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην
απόφαση νομική πλημμέλεια (ΟλΑΠ 20/2005).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης
απόφασης (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι αυτή, διαβεβαιώνοντας ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά
μέσα, που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της
υπόθεσης και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στην
Αθήνα, στις 31.10.1971, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα ..., ήδη ενήλικα. Η έγγαμη συμβίωσή
τους διακόπηκε οριστικά στις 2.12.1995 ... και η τριετής διάστασή τους συμπληρώθηκε στις
2.12.1998. Με την υπ` αριθ. 4572/2001 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, ο γάμος τους λύθηκε λόγω τετραετίας. Κατά το χρόνο
τελέσεως του γάμου τους οι διάδικοι δεν είχαν περιουσία και κατά τη διάρκεια αυτού απέκτησαν
δυνάμει του υπ` αριθ. .../ 24.6.1975 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ........, κατά πλήρη
κυριότητα και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ένα
οικόπεδο εκτάσεως 542 τ.μ., στη θέση "..." ..., στο οποίο ανεγέρθηκε σταδιακά οικοδομή,
αποπερατωθείσα πλήρως το έτος 1988, η οποία αποτελείται από υπόγειο διαμέρισμα 85 τ.μ.,
ισόγειο διαμέρισμα 85 τ.μ. και πρώτο όροφο επιφάνειας 45,90 τ.μ. Η αξία του εν λόγω ακινήτου
(οικοπέδου - κτίσματος) κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (23.2.2001) ανερχόταν, εν όψει και
της παλαιότητάς του, σε 260.000 ευρώ. Την κρίση αυτή το Δικαστήριο στηρίζει στο προσκομισθέν
αποδεικτικό υλικό, κυρίως δε στην υπ` αριθ. .../21.11.2007 έκθεση δικαστικού πλειστηριασμού
του εν λόγω ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών ...................... , σύμφωνα με την
οποία το έτος 2007 το εν λόγω ακίνητο εκτιμήθηκε στον ποσό των 280.000 ευρώ ως τιμή πρώτης
προσφοράς, για την οποία και κατακυρώθηκε στον πλειοδότη. Επομένως στο ανήκον στην
ενάγουσα - εναγομένη (αναιρεσείουσα) ιδανικό μερίδιο (1/2 εξ αδιαιρέτου ) αντιστοιχεί το ποσό
των 130.000 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία της τελικής περιουσίας αυτής, που απέκτησε
συνεστώτος του γάμου και η οποία αποτελείται από το παραπάνω περιουσιακό στοιχείο (ιδανικό
μερίδιο), καθόσον τούτο υπήρχε και κατά το χρόνο συμπληρώσεως της τριετούς διαστάσεώς τους
(2.12.1998), αλλά και κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ... Περαιτέρω ... αποδείχθηκε ότι ο
ενάγων - εναγόμενος (αναιρεσίβλητος) πριν από την τέλεση του γάμου του εργαζόταν ως
υπάλληλος υδραυλικός, ενώ μετά από αυτόν, κατά το έτος 1972, με τη βοήθεια του πατέρα του,
άνοιξε το πρώτο κατάστημά του για υδραυλικές εργασίες στην οδό ... αριθ. 40, το οποίο
διατήρησε μέχρι το έτος 1974. Στη συνέχεια άνοιξε άλλο κατάστημα στην περιοχή του ..., με τη
βοήθεια και πάλι του πατέρα του, το οποίο διατήρησε μέχρι το έτος 1982, συγχρόνως δε άνοιξε και
άλλο κατάστημα στην ίδια περιοχή, όπου συνεχίζει μέχρι και σήμερα να διατηρεί την επιχείρησή
του, που έχει ως αντικείμενο τις πωλήσεις υδραυλικών ειδών, πλακιδίων, ειδών υγιεινής, κεντρικής
θερμάνσεως και επίπλων κουζίνας ... Η ενάγουσα-εναγομένη εργάστηκε στην οικογενειακή αυτή
επιχείρηση μόνον από το έτος 1989 έως τον Απρίλιο του έτους 1996 ως υπάλληλος,
αποκομίζοντας συνολικό εισόδημα 10.000.000 δραχμών περίπου ..., το οποίο διέθεσε για την
κάλυψη των οικογενειακών αναγκών των διαδίκων και των τέκνων τους, απασχολείτο δε από τη
σύναψη του γάμου της, το έτος 1971, μέχρι τη διακοπή της έγγαμης συμβιώσεώς τους το έτος
1995, συνεχώς και αποκλειστικά μετά του οίκου της και με την ανατροφή των τέκνων της,
επιδεικνύοντας αφοσίωση και υπευθυνότητα ..., διότι ο σύζυγός της ως ελεύθερος επαγγελματίας
είχε άστατο ωράριο, ώστε ήταν αδύνατη η απασχόλησή του με όλα αυτά ... Ο τελευταίος,
ευρισκόμενος σε τέτοια κατάσταση, είχε τη δυνατότητα και πράγματι εργάστηκε όλα αυτά τα έτη
αμέριμνος και δημιούργησε την παραπάνω ανθούσα επιχείρηση, από τα κέρδη της οποίας
απέκτησε ... και το ακίνητο στην ..., το οποίο αγοράστηκε ως οικόπεδο αποκλειστικά με χρήματα
του ενάγοντος - εναγομένου και στη συνέχεια με δικά του χρήματα ανεγέρθηκε σ` αυτό η
προαναφερόμενη οικοδομή, που αποπερατώθηκε το έτος 1988, όταν ακόμη η ενάγουσα -
εναγομένη δεν εργαζόταν. Οποιαδήποτε συμβολή αυτής στην απόκτηση του οικοπέδου και στην
ανέγερση της οικοδομής του ακινήτου στην ... δεν αποδείχθηκε".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού έκρινε ότι οφείλεται αποκλειστικά στον
αναιρεσίβλητο, κατά ποσοστό 100%, η αύξηση της περιουσίας της αναιρεσείουσας κατά τη
διάρκεια του γάμου τους με την απόκτηση απ` αυτή του ιδανικού μεριδίου της στο παραπάνω
ακίνητο, αξίας 130.000 ευρώ κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής του, εξαφάνισε ως προς την
αγωγή αυτή την πρωτόδικη απόφαση, που είχε αποτιμήσει την αξία του ιδανικού μεριδίου της
αντιδίκου του στο μικρότερο ποσό των 100.000 ευρώ, και ακολούθως, δεχόμενο εν μέρει την
ένδικη αγωγή του, αναγνώρισε ότι η αναιρεσείουσα οφείλει να καταβάλει σ` αυτόν έναντι της
"συμβολής" του στην απόκτηση του ιδανικού μεριδίου της το ως άνω ποσό των 130.000 ευρώ, με
το νόμιμο τόκο από την επίδοση σ` αυτή αντιγράφου της αγωγής του. Έτσι που έκρινε το Εφετείο
δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αλλά με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις
αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, κατέληξε στο ως άνω αποδεικτικό πόρισμά
του, δηλαδή ότι η περιουσία που απέκτησε η αναιρεσείουσα κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης
της με τον αναιρεσίβλητο, αποκτήθηκε με χρήματα αποκλειστικά δικά του και ότι η αξία της κατά
τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής του ήταν 130.000 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει
από το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και κυρίως από την υπ` αριθ. .../2007
έκθεση πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Ειρήνης Θωμοπούλου.
Συνεπώς είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον πρώτο και τον τρίτο των λόγων
της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για
πλημμέλειες από τους αριθμούς αντίστοιχα 11γ και 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το
Εφετείο αφενός μεν δεν έλαβε υπόψη το υπ` αριθ. .../2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου
Αθηνών ........................ από το οποίο προκύπτει ότι η φορολογητέα αξία του ιδανικού μεριδίου
της στο κοινό με τον αναιρεσίβλητο ακίνητο τους, στην ..., ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης
των ένδικων αγωγών τους 12.865.145 δραχμές ή 37.755,37 ευρώ, αφετέρου δε με ανεπαρκείς
αιτιολογίες δέχθηκε ότι το ιδανικό της μερίδιο στο παραπάνω ακίνητο αποκτήθηκε με χρήματα
αποκλειστικά του αναιρεσιβλήτου. Όμως η προσβαλλόμενη απόφαση ρητά αναφέρεται στο ως άνω
συμβόλαιο, με το οποίο ο αναιρεσίβλητος μεταβίβασε στη θυγατέρα του Φ. Π. το ιδανικό του
μερίδιο στο ακίνητο αυτό, το γεγονός δε ότι η απόφαση προσδιόρισε την αγοραία αξία του
αντίστοιχου ιδανικού μεριδίου της αναιρεσείουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο σε ποσό διαφορετικό
από την αντίστοιχη φορολογητέα αξία του, δεν σημαίνει ότι το Εφετείο αγνόησε το παραπάνω
συμβόλαιο, αλλά ορθά απέβλεψε στην αγοραία αξία του, την οποία, με συνεκτίμηση όλων των
αποδεικτικών στοιχείων, προσδιόρισε στο ποσό των 130.000 ευρώ, κατά την αναιρετικά
ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, αφού πρόκειται για κρίση περί τα πράγματα (άρθρ. 561§1
ΚΠολΔ). Είναι έτσι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, ενώ
απορριπτέος πρωταρχικά ως αόριστος είναι ο τρίτος λόγος της ίδιας αίτησης, αφού η
αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να έχει η προσβαλλόμενη
απόφαση, ώστε να μην είναι ανεπαρκώς κατά την άποψή της αιτιολογημένη.
4. Από τις διατάξεις του άρθρ. 1400 ΑΚ, που εφαρμόζονται και για γάμους που τελέσθηκαν ή για
περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν και πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1329/1983 (άρθρ.
12 ν. 1649/1986), συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του ενός των συζύγων για συμμετοχή
στα αποκτήματα του άλλου συζύγου είναι: α) η αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή η
διάσταση των συζύγων για χρόνο μεγαλύτερο της τριετίας, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός
των συζύγων (υποχρέου) κατά τη διάρκεια του γάμου και γ) η συμβολή του άλλου συζύγου
(δικαιούχου) στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο, η οποία συμβολή θα πρέπει και να
προσδιορίζεται ως προς το είδος και την αξία της. Αντικείμενο δηλαδή της παραπάνω αξίωσης, η
οποία συνιστά κατ` αρχήν χρηματική ενοχή (ΟλΑΠ 28/1996), είναι η απόδοση της περιουσιακής
αύξησης του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου που προέρχεται από τη συμβολή του
δικαιούχου, νοείται δε ως αύξηση όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά το σύνολο των δικαιωμάτων
που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν και συνιστούν τα αποκτήματα με την ευρεία έννοια του όρου,
επομένως ως απόκτημα θεωρείται και η αποφυγή μείωσης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου
με τη συμβολή και πάλι του δικαιούχου (ΑΠ 1223/2007, 460/2009). Για τη διαπίστωση έτσι
αυξητικής διαφοράς στην περιουσιακή κατάσταση του ενός των συζύγων, που είναι και η
αποδοτέα, συγκρίνεται η περιουσία του κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) με αυτή
που υπάρχει κατά το χρόνο που γεννιέται από το νόμο η αξίωση του άλλου συζύγου για
συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Εφόσον από τη σύγκριση αυτή, με αναγωγή της
αξίας των δυο περιουσιών σε τιμές του χρόνου άσκησης της αγωγής, προκύπτει ότι η τελική
περιουσία του εναγόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση συζύγου υπερβαίνει την αρχική περιουσία
του, υπάρχει υποχρέωσή του για απόδοση στον άλλο σύζυγο όσων απέκτησε με τη συμβολή του
και κρίσιμος χρόνος για τη γέννηση της αντίστοιχης αξίωσης του δικαιούχου είναι, στην περίπτωση
που η αξίωση αυτή βασίζεται στην τριετή διάσταση των συζύγων, όχι ο χρόνος έναρξης της
διάστασής τους ή αυτός της άσκησης της σχετικής αγωγής, αλλά αυτός της συμπλήρωσης της
τριετούς διάρκειας της διάστασής τους (ΑΠ 1223/2007, 460/2009, 1260/2011). Εξ άλλου η
συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου μπορεί να συνίσταται
όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίων με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών
αποτιμώμενων σε χρήμα, όπως είναι και οι υπηρεσίες που παρέχονται στο συζυγικό οίκο, εφόσον
όμως αυτές υπερβαίνουν το μέτρο που επιβάλλεται από τα άρθρ. 1389 και 1390 ΑΚ για την
εκπλήρωση της υποχρέωσης συμβολής των συζύγων στις οικογενειακές τους ανάγκες.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση δέχθηκε αναφορικά με την
ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας ότι το ιδανικό μερίδιο του αναιρεσιβλήτου στο κοινό ακίνητό
τους, στη θέση "..." ..., δεν υπήρχε στην περιουσία του κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της,
δηλαδή στις 23.2.2001, και συνεπώς δεν υπολογίζεται σ` αυτή προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη
κατά το χρόνο αυτό αυξητικής διαφοράς σε σχέση με την περιουσία του κατά την τέλεση του
γάμου του με την αναιρεσείουσα, οφειλόμενη στη συμβολή της, αφού, όπως ανέλεγκτα δέχθηκε το
Εφετείο (άρθρ. 561§1 ΚΠολΔ), ο αναιρεσείων μεταβίβασε με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ` αριθ.
.../3.8.2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αμαλίας Τσουμάνη το ως άνω ιδανικό του
μερίδιο στη θυγατέρα του Φ. Π.. Συνακόλουθα το Εφετείο αποτίμησε χωρίς το περιουσιακό αυτό
στοιχείο σε 476.500 ευρώ την περιουσία του αναιρεσιβλήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο, με
αποτέλεσμα να περιορίσει στο 1/3 της αξίας της, δηλαδή σε 158.833,33 ευρώ, τη συμβολή σ` αυτή
της αναιρεσείουσας και να απορρίψει έτσι από ουσιαστικής πλευράς την έφεσή της κατά το μέρος
που πλήττεται μ` αυτή η όμοια κρίση της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την ένδικη αγωγή
της. Δηλαδή το Εφετείο θεώρησε το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής της αναιρεσείουσας ως
τον κρίσιμο χρόνο για τη διαπίστωση αυξητικής διαφοράς μεταξύ της περιουσίας του
αναιρεσιβλήτου κατά το χρόνο αυτό και της αρχικής περιουσίας του κατά την τέλεση του γάμου
του με την αναιρεσείουσα, ενώ θα έπρεπε, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, να
θεωρήσει ως κρίσιμο χρόνο αυτόν της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασής τους στις 2.12.1998.
Ωστόσο κατά το χρόνο αυτό ναι μεν δεν είχε ακόμη μεταβιβασθεί από τον αναιρεσίβλητο το
ιδανικό του μερίδιο στο παραπάνω ακίνητο και θα μπορούσε συνεπώς το ιδανικό αυτό μερίδιό του
να συμπεριληφθεί, κατ` αρχήν, στην αποτίμηση της περιουσίας του για τον υπολογισμό της
συμβολής της αναιρεσείουσας στην αύξησή της κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους, όμως
το Εφετείο, μολονότι δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος εξ αιτίας ακριβώς της αποκλειστικής
ενασχόλησης της αναιρεσείουσας με τη φροντίδα του συζυγικού οίκου τους και την ανατροφή των
τέκνων τους είχε τη δυνατότητα να εργάζεται συνεχώς αμέριμνος και να δημιουργήσει έτσι την
επιχείρησή του υδραυλικών κ.λ.π. ειδών, από τα κέρδη της οποίας απέκτησε μάλιστα και το
ακίνητο στην ..., εντούτοις ρητά απέκλεισε την οποιαδήποτε συμβολή της συζύγου του στην
απόκτηση και την ανοικοδόμηση του ακινήτου αυτού. Επομένως μετά τη ρητή αυτή παραδοχή
του Εφετείου, το παραπάνω σφάλμα της απόφασής του δεν επηρέασε τελικά την ουσιαστική
έκβαση της δίκης και είναι έτσι συνεπής η χωρίς το ιδανικό μερίδιο του αναιρεσιβλήτου στο ως άνω
ακίνητο αποτίμηση της περιουσίας του σε 476.500 ευρώ κατά τον κρίσιμο χρόνο. Αντίστοιχα είναι
αλυσιτελής ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη
το αυτό σφάλμα της εφετειακής απόφασης, την αιτιάται για πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του
άρθρ. 559 ΚΠολΔ και πρέπει, σε συνδυασμό και με το άρθρ. 578 ΚΠολΔ, να απορριφθεί ο λόγος
αυτός. Συνακόλουθα η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να
καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου της, κατά το
σχετικό νόμιμο αίτημα του (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό
ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15.4.2011 αίτηση της Μ. Γ. για αναίρεση της υπ` αριθ. 4157/2009 απόφασης
του Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα
οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2013, όπου και δημοσιεύθηκε, σε δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιουλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου