Αριθμός απόφασης 1427/2014
(Αριθμός κατάθεσης αγωγής 29785/2012)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(τακτική διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Αργύριο Εκκλησίαρχο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Αναστασία Πηλίτση.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ........... , 2) ........ , 3) .......... , 4) ......... , 5) ................. , οδός ......... αριθ. .. , οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν τρίτος (3ος) από αυτούς μετά οι δε λοιποί (1ος, 2ος, 4ος και 5η) δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Δημητρίου Αλβανού (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 6532), που κατέθεσε προτάσεις (για τις οποίες εκδόθηκε το 324437/2013 γραμμάτιο είσπραξης Δ.Σ.Θ.).
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ................ , κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός .................. αριθ. .. , η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Βασιλείου Χαρίση (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 7374), που κατέθεσε προτάσεις (για τις οποίες εκδόθηκε το ..../2013 γραμμάτιο είσπραξης Δ.Σ.Θ.). Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 2-10-2012 αγωγή τους, με αντικείμενο την προστασία της προσωπικότητας - ευθύνη από αδικοπραξία, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης ..../9-10-2012, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις
περιστάσεις. Ειδικότερα, ως προς τις αξιώσεις που κατά τα ανωτέρω γεννώνται από την προσβολή της προσωπικότητας, γίνεται δεκτό ότι ως άρση της προσβολής νοείται ο άμεσος παραμερισμός της πράξης που συνιστά την προσβολή, ώστε να επανέλθει η προηγούμενη κατάσταση. Η άρση επομένως προϋποθέτει ότι η πράξη της προσβολής είναι παρούσα και ενεργή. Αν η πράξη έχει συντελεστεί και παραμένουν τα αποτελέσματα της προσβολής , δεν νοείται άρση της προσβολής με την έννοια του άρθρου 57 ΑΚ, αλλά γεννώνται αξιώσεις με αποκαταστατικό χαρακτήρα (ικανοποίηση ηθικής βλάβης, αποζημίωση). Τα μέσα για την άρση της προσβολής εξαρτώνται από
το είδος της προσβολής και το αγαθό που προσβάλλεται και μπορούν να καθορίζονται από το δικαστήριο, με την εκτέλεση να γίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 945 - 946 ΑΚ. Όταν η προσβολή έχει γίνει με δημοσίευμα (που έγινε μία φορά και δεν επαναλήφθηκε), είναι ήδη συντελεσμένη και ως εκ τούτου η διάψευση ή ανασκευή του δημοσιεύματος δεν συνιστά περιεχόμενο της αξίωσης για άρση της προσβολής. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και η διατύπωση του άρθρου 59 εδ. β΄ ΑΚ, που φαίνεται να εντάσσει το μεταγενέστερο δημοσίευμα στην ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η αξίωση παράλειψης στο μέλλον αναφέρεται σε μελλοντική προσβολή, δηλαδή συνιστά προληπτικό μέτρο και προϋποθέτει απειλούμενη προσβολή. Από τη
διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι για την αξίωση παράλειψης απαιτείται να έχει ήδη προηγηθεί προσβολή (και να απειλείται επανάληψή της), δηλαδή ότι δεν αρκεί μόνη η απειλή μέλλουσας προσβολής. Ουσιαστικοί, ωστόσο, λόγοι συνηγορούν υπέρ της αντίθετης ερμηνείας, ότι δηλαδή αρκεί η απειλή μέλλουσας - επικείμενης προσβολής γενικότερα για την αξίωση παράλειψης. Η απόφαση που διατάσσει την παράλειψη της προσβολής εκτελείται σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 947 ΚΠολΔ. Οι αξιώσεις αυτές για άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον δεν είναι αποτιμητές σε χρήμα και οι σχετικές δίκες υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Αναφορικά με τις αξιώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα επισημαίνεται ότι εκεί δεν γίνεται λόγος αποκλειστικά για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Είναι αποδεκτά και άλλα μέσα (από τα οποία κατονομάζεται μόνο το δημοσίευμα), που έχουν τη δύναμη να εξαλείψουν την ηθική βλάβη αυτού που προσβλήθηκε. Ως τέτοια μέσα νοούνται η αίτηση συγγνώμης, η ανάκληση πραγματικών ισχυρισμών, η επανόρθωση ανακριβούς δημοσιεύματος ή η δημοσίευση απάντησης σε αυτό, η δημοσίευση δικαστικής απόφασης στον τύπο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει έναν ή περισσότερους τρόπους ικανοποίησης σωρευτικά, π.χ. δημοσίευση διάψευσης και χρηματική ικανοποίηση (Αικ. Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδης, ΣυντΕρμΑΚ, εκδ. 2010, 57 αριθ. 36 - 38 και 59 αριθ. 24 - 26, και εκεί παραπομπές).
2. Από δε τη διάταξη του άρθρου 218 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ που ορίζει ότι περισσότερες αιτήσεις του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο μπορούν
να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αν στο σύνολο τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται, υπονοεί ότι πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κρίνεται στο ποσό. Από την εφαρμογή αυτών των διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης δύο αγωγών, όταν από την έρευνα της φύσης των αξιώσεων, οι οποίες αθροιστικώς σωρεύονται, προκύπτει ότι και στις δύο ή μία από αυτές δεν μπορεί να γίνει συνυπολογισμός, προκειμένου να κριθεί η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, τότε το δικαστήριο πρέπει να εξετάσει, την αρμοδιότητα του αυτοτελώς ως προς κάθε σωρευόμενη αξίωση και αν μεν είναι αρμόδιο ως προς κάθε μία από τις αθροιστικώς σωρευόμενες αξιώσεις τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Εάν όχι, τότε θα πρέπει να εξετάσει τον χωρισμό των υποθέσεων κατ’ άρθρο 218 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως θα κρατήσει την υπόθεση για την οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδιο και θα παραπέμψει την άλλη υπόθεση στο μετά τον χωρισμό καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με
τα άρθρα 46 και 47 ΚΠολΔ. Η ύπαρξη καθ’ ύλην αρμοδιότητας ως προς μία από τις σωρευόμενες αξιώσεις δεν καθιδρύει αρμοδιότητα και για τις άλλες (ΕφΑθ 6197/2009 ΕλλΔνη 2010. 512, ΕφΑθ 922/2008 ΕφΑΔ 2009. 196, ΠολΠρΘεσ 624/2009 ΕΠολΔ 2009. 229, ΠολΠρΘεσ 18605/2003 Αρμεν 2004. 579, Κ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ Ι, 218 αριθ. 10, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, εκδ. 2012, 218 αριθ. 5). Ειδικότερα, τέτοια περίπτωση ανεπίτρεπτης από το άρθρο 218 ΚΠολΔ αντικειμενικής σώρευσης συντρέχει, κατά την προκρινόμενη και από το παρόν Δικαστήριο άποψη, επί αντικειμενικής σώρευσης στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο αξίωσης για μη επανάληψη της προσβολής της προσωπικότητας και αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω της αυτής προσβολής - αδικοπραξίας (ΕφΑθ 1711/1991 Αρμεν 1991. 484, ΠολΠρΑιγ 113/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αντιθ. ΠολΠρΗρ 109/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑθ 3432/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010. 919, ότι, δηλαδή, ακόμα και αν το αιτούμενο ποσό χρηματικής ικανοποίησης είναι της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου αρμόδιο για την κρίση της όλης αγωγής, με αίτημα και μη επανάληψης της προσβολής της προσωπικότητας στο μέλλον, είναι το πολυμελές πρωτοδικείο).
3. Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ "περί δικαστικών ενσήμων", όπως μεταγενέστερα ερμηνεύθηκε αυθεντικά, τροποποιήθηκε και ισχύει, ο ενάγων, εάν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο, πράγμα που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1337/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1107/2005 ΕλλΔνη 2007. 803). Περαιτέρω, κατά την αρχική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 7 § 3 του ν.δ. 1544/1942 «Η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΠΟΗ΄ είναι ότι είς
το δι’ αυτού επιβαλλόμενον τέλος δέν υπόκεινται αί απλώς αναγνωριστικαί αγωγαί ώς και αί περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Με το άρθρο 70 § 3 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-7-2011), η άνω παράγραφος αντικαταστάθηκε ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού».
Παράλληλα η διάταξη του άρθρου 72 § 14 του ίδιου νόμου προέβλεψε ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Ακολούθως, με το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄
51/12-3-2012), έγιναν οι ακόλουθες προβλέψεις περί δικαστικού ενσήμου: «-1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α΄ 189) που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165) αντικαθίσταται ως εξής: ‘‘3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού’’. -2. Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού».
Ήδη, η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΓ΄ «Ρυθμίσεις Θεμάτων Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» περ. 6 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222/12-11-2012), ορίζει ότι: «1. Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 ‰) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ». Με τις ανωτέρω διατάξεις εντός χρονικού διαστήματος δεκαέξι (16) μηνών (Ιούλιος 2011 - Νοέμβριος 2012) έγιναν σημαντικές τροποποιήσεις σε όσα ίσχυαν περί δικαστικού ενσήμου, καθώς θεσπίστηκε ότι και οι αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (άρθρο 70 § 3 ν. 3994/2011), υποχρέωση από την οποία μετέπειτα εξαιρέθηκαν οι αναγνωριστικές αγωγές αναφορικά με εργατικές διαφορές, διαφορές από αμοιβή για παροχή εργασίας, αυτοκινητιστικές διαφορές και διαφορές για διατροφή (άρθρο 21 § 1 ν. 4055/2012), εν τέλει δε αυξήθηκε - διπλασιάστηκε και το ποσοστό του δικαστικού ενσήμου (άρθρο πρώτο παράγραφος ΙΓ΄ περ. 6 ν. 4093/2012), ενώ διευκρινίστηκε και ότι δεν υπόκεινται σε καταβολή δικαστικού ενσήμου οι περιπτώσεις καταψηφιστικών αγωγών που είχαν ασκηθεί μέχρι και τις 24-7-2011 και ακολούθως «μετατράπηκαν» σε αναγνωριστικές αγωγές (άρθρο 21 § 2 ν. 4055/2012). Ενόψει των ανωτέρω τροποποιήσεων υποστηρίχθηκε ότι η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών είναι ανίσχυρη ως αντίθετη με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., με το σκεπτικό ότι τίθεται ένας ανεπίτρεπτος περιορισμός που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας (ΜονΠρΧαν 3/2013 ΝοΒ 2013. 415 = Αρμεν 2013. 480 = ΕΠολΔ 2013. 251, ΜονΠρΑθ 669/2013 Αρμεν 2013. 2108). Πριν τις τροποποιήσεις αυτές είχε γίνει δεκτό αναφορικά με το δικαίωμα του διαδίκου να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του δικαστηρίου ότι αμφότερες οι διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος, ήτοι τόσο το 20 § 1 του Συντάγματος, όσο και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, δεν αποκλείουν παράλληλα στον
κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις
για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και
την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα
όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου
από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας, και ότι
στα πλαίσια αυτά επιτρεπτώς επιβάλλεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912 η υποχρέωση καταβολής
αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου επί των αποτιμητών σε χρήμα καταψηφιστικών αγωγών,
χωρίς από αυτό το λόγο να αναιρείται ή περιορίζεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης
προστασίας και ακρόασης του διαδίκου από τη δικονομική συνέπεια της ερημοδικίας του, σε
περίπτωση παράλειψής του να ανταποκριθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του (άρθρα 2 ν.
ΓΠΟΗ/1912 και 7 § 1 του ν.δ. 1544/1942), λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι το εν λόγω
δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής και
παράλληλα αποτελεί δαπάνη που περιλαμβάνεται στα δικαστικά έξοδα που επιδικάζονται στο
διάδικο που νίκησε (ΑΠ 675/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα δύο τελευταία
επιχειρήματα δεν τίθενται προς επίρρωση της προηγούμενης κρίσης, όπως συνάγεται από τη χρήση
του επιρρήματος «επιπροσθέτως», αλλά, κατά τη μη προκρινόμενη από το παρόν Δικαστήριο
άποψη, προς θεμελίωση αυτής, η ισοβαρής παράθεση αυτών («παράλληλα») υποδηλώνει ότι, μετά
τις πρόσφατες τροποποιήσεις περί δικαστικού ενσήμου, και μόνη η επιδίκαση της δικαστικής
δαπάνης στο νικητή διάδικο δεν επιτρέπει την κρίση ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί
αναγνωριστικών αγωγών αντίκειται στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της
ΕΣΔΑ. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011, αναφορικά με το κρίσιμο άρθρο 70 που
τροποποίησε τα περί δικαστικού ενσήμου, εκτίθενται τα ακόλουθα: «Με την άσκηση και συζήτηση
μιας αγωγής ο πολίτης κινητοποιεί ένα πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό. Οφείλει συνεπώς να
καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο
τρόπο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Κατά τη συζήτηση των αγωγών τα καταψηφιστικά
αιτήματα τούτων, ως επί τω πλείστον τρέπονται σε αναγνωριστικά, με συνέπεια να αποφεύγεται η
καταβολή δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της δικής (αιτουμένου κεφαλαίου και των επ’
αυτού τόκων). Η πρακτική αυτή στερεί το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους φορείς (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και
άλλα ασφαλιστικά ταμεία) από σημαντικά έσοδα, ενώ οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση
δικονομικών δυνατοτήτων. Με την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών
αγωγών στις οποίες περιλαμβάνονται βεβαίως και οι καταψηφιστικές μετά τον περιορισμό του
αιτήματός τους σε μόνο το αναγνωριστικό, θα επέλθει αύξηση των δημοσίων εσόδων, ενώ θα
αποτραπεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών. Σημειώνεται εδώ ότι το τέλος δικαστικού
ενσήμου συνυπολογίζεται στη δικαστική δαπάνη που θα επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντος και εις
βάρος του αιτηθέντος εναγομένου». Από τα ανωτέρω συνάγεται, μεταξύ άλλων, όχι μόνο ότι ο
νομοθέτης κατά την πρόσφατη τροποποίηση έλαβε υπόψη του την προηγούμενη απόφαση του
Αρείου Πάγου επί της συνταγματικότητας και συμβατότητας με την ΕΣΔΑ της υποχρέωσης
καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου (βλ. ιδίως τελευταία πρόταση της άνω αιτιολογίας), αλλά
προεχόντως ότι επεδίωξε μια μετάθεση του χρονικού σημείου καταβολής του εν λόγω τέλους,
εξισώνοντας τις προϋποθέσεις απονομής δικαιοσύνης κατά το κύριο στάδιο της διαγνωστικής
δίκης. Ειδικότερα, και πριν την άνω τροποποίηση η πλήρης παροχή έννομης προστασίας υπέκειτο
σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι τελικό στάδιο της δικαστικής προστασίας
αποτελεί η αναγκαστική εκτέλεση και προκειμένου μια αναγνωριστική απόφαση να κατέληγε σε
εκτελεστό τίτλο ήταν αναγκαία η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση αυτή (απόφαση), στάδιο
κατά το οποίο ήταν απαραίτητη η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, στο οποίο ωστόσο, όπως
είναι γνωστό από την πράξη, δεν ήταν δεδομένο ότι θα κατέληγε μια δικαστική αντιπαράθεση,
αφού αρκετές υποθέσεις αποτιμητές σε χρήμα έκλειναν με την εκούσια συμμόρφωση του
εναγόμενου με το διατακτικό της αναγνωριστικής απόφασης, κάτι που δεν είναι ασυνήθιστο και σε
περιπτώσεις καταψηφιστικών αποφάσεων, όταν ο εναγόμενος δέχεται να συμμορφωθεί εκούσια με
το διατακτικό τους, ακριβώς για να αποφύγει την επιβάρυνση με τα έξοδα εκτέλεσης. Σε
αμφότερες, μάλιστα, τις περιπτώσεις, τόσο, δηλαδή, με την έκδοση μιας αναγνωριστικής όσο και με
την έκδοση μιας καταψηφιστικής απόφασης επί διαφοράς αποτιμητής σε χρήμα ο «μηχανισμός»
απονομής δικαιοσύνης έχει κινηθεί εξίσου, αφού ελάχιστη είναι η πρακτική διαφοροποίηση του
σκεπτικού και διατακτικού μιας καταψηφιστικής από μια αναγνωριστική απόφαση. Πρακτικά,
λοιπόν, με τις ανωτέρω πρόσφατες ρυθμίσεις μετατίθεται το στάδιο κατά το οποίο επιβάλλεται
νομικά η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί δικαστικής προστασίας με αναγνωριστικό αίτημα και
αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία, από άποψη δικαστικού ενσήμου, η διαγνωστική δίκη, με την
προβλεπόμενη από το άρθρο 21 § 1 του ν. 4055/2012 εξαίρεση σημαντικού αριθμού υποθέσεων
για τις οποίες ο νομοθέτης προφανώς εξέλαβε ως πιθανή μια δυσχέρεια στην καταβολή του τέλους
δικαστικού ενσήμου (για τις οποίες διατηρείται η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου
προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση αναγνωριστική απόφαση). Σε κάθε περίπτωση,
διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 3226/2004 με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε
να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή
από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 § 2 ν. 3226/2004). Ο δε προσδιορισμός
των δικαιούχων αυτής, κατ’ άρθρο 1 § 2 του νόμου αυτού, ως εκείνων των οποίων το ετήσιο
οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ετήσιων ατομικών αποδοχών που
προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε
πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους. Επίσης, οι τροποποιήσεις αυτές πληρούν τα κριτήρια που κατά τη
νομολογία του ΕΔΔΑ απαιτούνται προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής
προστασίας να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και δη εάν με αυτόν επιδιώκεται ένας
νόμιμος σκοπός και εάν τηρείται ένας εύλογος (“reasonable”) βαθμός αναλογικότητας ανάμεσα
στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό [βλ. σκέψη υπ’ αριθ. 36 της από 24-5-2006 απόφασης του
ΕΔΔΑ στην υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας (63945/00)]. Αυτό συμβαίνει διότι, όπως
προκύπτει από την άνω διατύπωση της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης, με το τέλος δικαστικού
ενσήμου επιδιώκεται προεχόντως ο νόμιμος σκοπός ενίσχυσης της δυνατότητα της πολιτείας να
οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, και δεν μπορεί να
θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε και με τους λοιπούς
αναφερόμενους στην ίδια έκθεση και συνεπιδιωκόμενους σκοπούς, μη εύλογη μια επιβάρυνση του
ενάγοντος με τέλος το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του
χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά
νόμο προσαυξήσεων το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δεν είναι 8‰, αλλά 11,0304‰, ήτοι
1,10304%). Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την
προσφυγή στη δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της
διαφοράς. Συναφώς, ο διπλασιασμός του τέλους από 4‰ σε 8‰ δεν μπορεί να θεωρηθεί μη
αναγκαίος, διότι αν πράγματι συνέβαινε ο επί πολλές δεκαετίες υπολογισμός του δικαστικού
ενσήμου με βασικό ποσοστό 4‰ να κάλυπτε τις λειτουργικές ανάγκες της δικαιοσύνης, δεν θα
υφίστατο ανάγκη για αύξηση του αριθμού των υπηρετούντων στα δικαστήρια (Δικαστικών
Λειτουργών και Δικαστικών Υπαλλήλων) και για συνεχή βελτίωση των κτιριακών υποδομών και εν
γένει της υλικοτεχνικής υποδομής. Μάλιστα, αν σε κάποιες περιπτώσεις έχει γίνει διόγκωση του
αιτούμενου ποσού για λόγους αρμοδιότητας του δικαστηρίου (ιδίως επί περιπτώσεων που διώκεται
η επιδίκαση ηθικής βλάβης) και π.χ. γνωρίζει ο διάδικος ότι πιθανότατα δεν θα επιδικαστεί
χρηματική ικανοποίηση 100.000,00 ευρώ, αλλά 10.000,00 ευρώ (οπότε εν τοις πράγμασι το τέλος
δικαστικού ενσήμου με βάση το αγωγικά αιτούμενο ποσό, ανερχόμενο με τις επ’ αυτού
προσαυξήσεις σε 1.103,04 ευρώ, ισούται με περίπου το 10% του μάλλον αναμενόμενου
επιδικαστέου ποσού), και πάλι δεν τίθεται θέμα «δυσβάσταχτου οικονομικά» μέτρου. Αυτό
συμβαίνει διότι ακόμα και ένας τέτοιος διάδικος, χαρακτηριζόμενος από την αιτιολογική έκθεση
«προπετής», δύναται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης να περιορίσει το κονδύλιο ηθικής βλάβης
στο μάλλον αναμενόμενο επιδικαστέο ποσό (10.000,00 ευρώ) και έτσι τελικά να καταβάλει για
τέλος δικαστικού ενσήμου το ποσό των 110,30 ευρώ και να αποκατασταθεί με ενέργειες του ιδίου
η άνω θεμιτή αναλογία (περίπου 1,1%), έχοντας μάλιστα ο διάδικος αυτός επιτύχει τον
επιδιωκόμενο σκοπό της εκδίκασης της διαφοράς από ανώτερο δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της
διάταξης του άρθρου 221 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος
δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο που με την αμφισβήτησή του (επί
αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής
δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντος σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής,
οπότε εκ του αποτελέσματος η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται
αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω και «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού
ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού άλλωστε αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος».
Είναι ορθή η παρατήρηση ότι η είσπραξη του τέλους αυτού από τον εναγόμενο προϋποθέτει
δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης που εκδίδεται σε βάρος του, κάτι που δεν είναι πάντοτε
δεδομένο (ΜονΠρΑθ 669/2013 Αρμεν 2013. 2110), πλην όμως αυτή η επισήμανση δεν μπορεί να
λειτουργήσει ως κριτήριο αντίθεσης των πρόσφατων τροποποιήσεων με τις παραπάνω διατάξεις
του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, διότι υπό τον ίδιο κίνδυνο, αδυναμίας αναγκαστικής εκτέλεσης,
τον οποίο αναλαμβάνει ο κάθε ενάγων, τελεί η οποιαδήποτε προσφυγή στη δικαιοσύνη. Η δε μη
επιβολή του τέλους αυτού και επί των ανεπίδεκτων χρηματικής αποτίμησης διαφορών (για τις
οποίες θα μπορούσε π.χ. να προβλεφθεί ένα πάγιο ποσό) αποτελεί προφανώς νομοθετική επιλογή
και δεν μπορεί εξ αυτής να αντληθεί επιχείρημα υπέρ αντίθεσης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ της
επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου επί χρηματικά αποτιμητών διαφορών. Προς τούτο λαμβάνεται
υπόψη ότι μπορεί όλες οι διαφορές να κινητοποιούν το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, αλλά δεν
πρόκειται για όμοιες περιπτώσεις, αφού το ένα είδος υποθέσεων είναι αποτιμητό σε χρήμα και το
άλλο μη αποτιμητό, με τις διαφορές που είναι μη αποτιμητές σε χρήμα να είναι πολύ λιγότερες από
τις αποτιμητές σε χρήμα και με αδυναμία τήρησης μιας σύμμετρης ανταποδοτικότητας επί
διαφορών μη αποτιμητών σε χρήμα, με σύστοιχη αδυναμία προπετούς διόγκωσης του
αντικειμένου της διαφοράς. Εξάλλου, δεν μπορεί να ελέγχεται δικαστικά ο νομοθέτης για
αντισυνταγματικότητα του συγκεκριμένου μέτρου - μέσου, επειδή επέλεξε να εξαιρέσει της
εφαρμογής του μια κατηγορία υποθέσεων (τις ανεπίδεκτες χρηματικής αποτίμησης), όπως
γενικότερα δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά ο νομοθέτης για αντισυνταγματική επιβολή ενός
τέλους, με μόνο το σκεπτικό ότι εξαίρεσε κάποιους πολίτες της καταβολής του, ανεξάρτητα του
πολιτικού ελέγχου για μια τέτοια επιλογή του. Εξάλλου, στο ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα θα
μπορούσε να καταλήξει ο νομοθέτης αν με το ν. 3994/2011 προέβλεπε ότι επιτρέπεται η άσκηση
αναγνωριστικών αγωγών μόνο επί διαφορών μη αποτιμητών σε χρήμα και μετέπειτα επέκτεινε τη
δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικών αγωγών στον κύκλο περιπτώσεων που ήδη δεν απαιτείται η
καταβολή δικαστικού ενσήμου. Μια τέτοια νομοθετική επιλογή, ως μέσο εξειδίκευσης του τρόπου
της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας δεν θα μπορούσε να κριθεί αντίθετη με τις κρίσιμες
υπερνομοθετικές διατάξεις, καθόσον στο νομοθέτη απόκειται να εξειδικεύει τα μέσα με τα οποία ο
πολίτης δύναται να ζητήσει δικαστική προστασία. Ως εκ τούτου, αφού το ίδιο αποτέλεσμα
επέρχεται με τις πρόσφατες τροποποιήσεις στις διατάξεις περί δικαστικού ενσήμου, δεν μπορεί να
εγερθεί ζήτημα παραβίασης του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, όταν
το ίδιο αποτέλεσμα δικαστικής προστασίας θα μπορούσε να επέλθει και με άλλον τρόπο. Σύμφωνα,
λοιπόν, με όσα εκτέθηκαν, οι νέες ρυθμίσεις ενταγμένες στο όλο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την
απονομή δικαιοσύνης, κατά την προκρινόμενη από το παρόν Δικαστήριο άποψη, δεν είναι
αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ζήτημα παραβίασης των
υπερνομοθετικών αυτών διατάξεων θα εγειρόταν σε περίπτωση που αξιωνόταν η καταβολή τέλους
δικαστικού ενσήμου και σε περιπτώσεις αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο αποτιμητό
σε χρήμα, κάτι όμως που δεν προβλέπεται ρητά ακόμα και από τις πρόσφατες τροποποιήσεις, ούτε
μπορεί να συναχθεί από τη διατύπωση «κάθε άλλου δικογράφου», διότι, όπως εύστοχα έχει
παρατηρηθεί, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εκ της φύσης της δεν οδηγεί σε οριστική κρίση επί
της ένδικης διαφοράς, αλλά παρέχει προσωρινή δικαστική προστασία και ακολουθεί η άσκηση
αγωγής, οπότε και καταβάλλεται το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο και για το λόγο αυτό ρητά είχε
εξαιρεθεί η συγκεκριμένη διαδικασία από την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου
(ΜονΠρΑθ 136/2013 ΕλλΔνη 2013. 225). Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι ένα επί
ασφαλιστικών μέτρων καταβλητέο δικαστικό ένσημο θα ήταν συνυπολογιστέο στο κατά την
τακτική διαδικασία οφειλόμενο δικαστικό ένσημο. Πλην όμως ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί να
γίνει ανεκτό ενόψει της φύσης των ασφαλιστικών μέτρων, ως μέτρου επείγοντος και αποτελούντος
το πρώτο στάδιο παροχής δικαστικής προστασίας, κατά το οποίο δίνεται βαρύνουσα σημασία στη
δυνατότητα του πολίτη να ζητήσει δικαστική προστασία [βλ. σχ. σκέψη υπ’ αριθ. 42 της από 24-5-
2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας (63945/00)]. Εξάλλου και από
την ίδια τη διατύπωση της αιτιολογικής έκθεσης είναι προφανές ότι ο νομοθέτης είχε υπόψη του τις
αγωγές και όχι τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Ωστόσο, υπό την ισχύ των νέων διατάξεων
γεννάται ζήτημα αντισυνταγματικότητας εφόσον απαιτηθεί η καταβολή τέλους δικαστικού
ενσήμου προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση αναγνωριστική απόφαση για την
οποία έχει ήδη καταβληθεί το τέλος αυτό. Σε μία τέτοια περίπτωση θα πρόκειται για διπλή
καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου επί ουσιαστικά μίας και αυτής διαφοράς, κάτι που είναι
αντίθετο με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 § 1 και 20 του Συντάγματος, αφού όσοι
πολίτες διώκουν την παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας με πρώτο στάδιο οριστικής κρίσης
την αναγνώριση της απαίτησής τους θα τίθενται σε αδικαιολόγητα δυσμενέστερη θέση σε σχέση με
τους πολίτες που θα διώκουν απευθείας την καταψήφιση της αυτής έκτασης απαίτησής τους,
συναξιολογώντας προς τούτο ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση προηγούμενη τελεσίδικη
αναγνωριστική απόφαση είναι όλως διαδικαστικού χαρακτήρα. Όσο, λοιπόν, το ενδεχόμενο αυτό
παραμένει χωρίς ειδική νομοθετική ρύθμιση, με την ανωτέρω ερμηνευτική κρίση περί
αντισυνταγματικότητας σε μια δεύτερη εφαρμογή του νόμου για τον ίδιο διάδικο, αποτρέπεται μια
τέτοια διπλή καταβολή δικαστικού ενσήμου επί ουσιαστικά μίας και αυτής διαφοράς,
εξασφαλίζοντας έτσι τη θεμιτή ισότητα στην παρεχόμενη πλήρη δικαστική προστασία, αφού άλλως
θα ήταν συνταγματικώς μη ανεκτό π.χ. ένας πολίτης που διώκει την καταβολή ποσού 30.000,00
ευρώ να πρέπει να καταβάλει μία φορά δικαστικό ένσημο και ένας άλλος πολίτης που θα ζητούσε
σε πρώτη φάση να αναγνωριστεί η υποχρέωση του αντιδίκου του σε καταβολή ποσού 30.000,00
ευρώ να κατέβαλε δύο φορές τέλος δικαστικού ενσήμου, μία φορά για την έκδοση αναγνωριστικής
απόφασης και μία φορά για την έκδοση σχετικής διαταγής πληρωμής.
4. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή τους, ισχυρίζονται ότι κατά
τη χρονική περίοδο από τις 2-3-2007 έως τις 3-11-2008 η εναγόμενη συμμετείχε στη σύνταξη
συνολικά δώδεκα ανακοινώσεων συκοφαντικών και εξυβριστικών για τους ίδιους, οι οποίες έλαβαν
δημοσιότητας με αποτέλεσμα να προσβληθεί παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητά τους, ως
προς τις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψης, και έτσι να υποστούν ηθική βλάβη. Με βάση το
ιστορικό αυτό, ζητούσαν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η
εναγόμενη να καταβάλει στον καθένα από αυτούς το ποσό των 60.000,00 ευρώ, με το νόμιμο
τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπως και να
παραλείπει στο μέλλον παρόμοιες πράξεις προσβλητικές της προσωπικότητάς τους, με απειλή
χρηματικής ποινής 1.000,00 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτος για κάθε μία
παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί. Ήδη, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους που
καταχωρίστηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο, έτρεψαν το χρηματικά αποτιμητό αίτημα από καταψηφιστικό σε
αναγνωριστικό για το σύνολο του αιτούμενου ποσού.
5. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, κύρια και παρεπόμενα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν
στις σκέψεις υπ’ αριθ. 1 και 2 ανωτέρω της παρούσας, στο αυτό δικόγραφο ανεπίτρεπτα
σωρεύονται αντικειμενικά αξίωση για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον, που είναι μη
αποτιμητή σε χρήμα και υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, και
αξίωση αποκατάστασης της ηθικής βλάβης, που είναι αποτιμητή σε χρήμα με αξία διαφοράς,
υπαγόμενη στην υλική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού. Ως εκ τούτου πρέπει αυτεπαγγέλτως,
κατά τις διατάξεις των άρθρων 218 § 2 και 46 ΚΠολΔ, να διαταχθεί ο χωρισμός των αιτήσεων
αυτών και από αυτές η μεν πρώτη, με αίτημα την υποχρέωση παράλειψης, με απειλή χρηματικής
ποινής και προσωπικής κράτησης, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση ενώπιον του κατά τόπο και
καθ’ ύλην αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που θα δικάσει αυτήν κατά την
τακτική διαδικασία, η δε δεύτερη, να κρατηθεί και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο.
Δεδομένου, μάλιστα, ότι σε περιπτώσεις παραπομπής πρέπει να διαλαμβάνεται και διάταξη περί
δικαστικών εξόδων (βλ. ΕφΑθ 2340/2002 ΕλλΔνη 2002. 1442, ΕφΘεσ 1824/1994 ΑρχΝ 1995. 769,
Μ. Μαργαρίτης, ό.π., 46 αριθ. 11), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176 και 191 § 2
ΚΠολΔ, οι ενάγοντες που κατά το μέρος αυτό θεωρούνται ότι ηττήθηκαν, πρέπει να
καταδικαστούν στην πληρωμή των αντίστοιχων προς αυτό δικαστικών εξόδων της εναγόμενης
που νομότυπα, με τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, υπέβαλε
σχετικό αίτημα, όπως αυτά ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.
6. Κατά το διακρατούμενο από το παρόν Δικαστήριο μέρος της, η ένδικη αγωγή φέρεται αρμοδίως
ενώπιον αυτού κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 14 § 2, 22 και 35 ΚΠολΔ), ωστόσο, καθώς
πρόκειται για αγωγή που κατατέθηκε μετά τις 25-7-2011, ακόμα και μετά την τροπή του
αιτήματος σε αναγνωριστικό υπόκειται σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και όσα περί του
αντιθέτου ισχυρίζονται οι ενάγοντες, περί αντίθεσης της πρόβλεψης αυτής με το άρθρο 20 § 1 του
Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα
σκέψη υπ’ αριθ. 3 ανωτέρω της παρούσας. Παρά μάλιστα και την κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ κλήση
τους να συμπληρώσουν την τυπική αυτή παράλειψη (βλ. σημείωση της Γραμματέως στο
εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας περί σχετικής ενημέρωσης του πληρεξουσίου των
εναγόντων την 13-1-2014), η προθεσμία που τάχθηκε προς τούτο παρήλθε άπρακτη.
Συνακόλουθα, κατά τα εκτιθέμενα στην αρχή της σκέψης υπ’ αριθ. 3 ανωτέρω, η ένδικη αγωγή
(κατά το διακρατούμενο από το παρόν Δικαστήριο μέρος της) πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν,
λόγω μη καταβολής του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου, ωστόσο, σύμφωνα με το
άρθρο 179 ΚΠολΔ, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων,
λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που συνέχονται με την απόρριψή της, αφού
διατυπώνονται διαφορετικές γνώμες για τη συνταγματικότητά τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Διατάσσει το χωρισμό της σωρευόμενης στο ένδικο από 2-10-2012 και με αριθμό κατάθεσης
29785/9-10-2012 αγωγικό δικόγραφο, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αίτησης περί
παράλειψης στο μέλλον πράξεων προσβλητικών της προσωπικότητας των εναγόντων παρόμοιων
με τις διαλαμβανόμενες στην αγωγή, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, από
το έτερο κύριο αγωγικό αίτημα.
Παραπέμπει την αμέσως προαναφερόμενη αίτηση ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλη και κατά τόπο
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που θα δικάσει αυτήν κατά την τακτική διαδικασία.
Καταδικάζει τους ενάγοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης που
συνέχονται με την παραπάνω αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00)
ευρώ.
Διακρατεί κατά τα λοιπά την αγωγή.
Απορρίπτει αυτήν.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, που συνέχονται με το
διακρατούμενο μέρος της.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση,
στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους,
στις 23 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου