Η τακτική καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσεως ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 669 παρ. 2 ΑΚ.
Η καταγγελία αυτή, που προκαλεί τη λύση της εργασιακής σχέσης, γίνεται
ατύπως με οποιονδήποτε τρόπο είτε ρητώς είτε σιωπηρώς, αρκεί βέβαια να...
συνάγεται σαφώς η βούληση του δηλούντα για τη λύση της εργασιακής
σχέσης. Ο εργοδότης είναι μάλιστα υποχρεωμένος, ανεξαρτήτως του τύπου
της καταγγελίας, να αναγγείλει στο ΙΚΑ και στο αρμόδιο γραφείο ευρέσεως
εργασίας του ΟΑΕΔ την καταγγελία μέσα σε προθεσμία 8 ημερών (άρθρο 9
παρ.1 του ν. 3198/1955), χωρίς όμως η παράλειψη αυτών των παρεπόμενων
υποχρεώσεων να επιφέρει ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας. Για την
τακτική καταγγελία – σε αντίθεση με την έκτακτη καταγγελία που
γίνεται απρόθεσμα όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος κατά άρθρο 672ΑΚ-
απαιτείται τήρηση προθεσμίας, η οποία αν δε συμφωνηθεί από τα μέρη είναι
ίση με 15 μέρες, κατά τους ορισμούς του άρθρου 669 παρ.2 ΑΚ, μετά την
πάροδο των οποίων επέρχεται οριστική λήξη της συμβάσεως.
Τακτική δηλαδή καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης με προειδοποίηση (με προμήνυση)
είναι εκείνη η οποία γίνεται ορισμένο διάστημα πριν από την ημερομηνία
κατά την οποία επιθυμεί ο καταγγέλλων να λήξει η σχέση και το αποτέλεσμά
της επέρχεται μετά την πάροδο του εν λόγω διαστήματος. Από το χρόνο της προειδοποίησης καταγγέλλεται η σχέση και προκαλείται η λύσης της εργασιακής σχέσης.
Όμως το αποτέλεσμα αυτό της λύσης δεν επέρχεται με την πραγματοποίηση
της καταγγελίας, ήτοι με την περιέλευση της σχετικής δήλωσης του
καταγγέλλοντα στον αντισυμβαλλόμενο του, αλλά μετά την πάροδο του
χρονικού διαστήματος της προμηνύσεως, που μεσολαβεί μεταξύ της
καταγγελίας και της οριστικής λύσεως. Η καταγγελία δηλαδή θεωρείται ότι γίνεται κατά την ημερομηνία της προειδοποίησης (ΜονΠρΧαν 264/2012).
Η πάροδος του χρόνου προειδοποίησης δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της
καταγγελίας. πρόκειται απλώς για υποχρέωση του καταγγέλλοντα. Αν δηλαδή
δεν τηρηθεί η προθεσμία προμήνυσης, η καταγγελία συνεχίζει να είναι
ισχυρή και έγκυρη και επιφέρει τα αποτελέσματά της, αλλά μετατρέπεται
πλέον σε απρόθεσμη, ήτοι σε «άτακτη» καταγγελία (Βλαστός Στυλ., Ατομικό
Εργατικό Δίκαιο αρ.306). Σύμφωνα με το ν.2112/1920 και το βδ 16/18
Ιουλίου 1920 ο χρόνος προειδοποίησης δεν είναι σταθερός αλλά κυμαίνεται
αναλόγως προς τον χρόνο προϋπηρεσίας του εργαζομένου στον ίδιο εργοδότη.
Σύμφωνα
με το άρθρο 6 του ν.3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού πηγάζουσα από άκυρη
καταγγελία της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτη, εφ` όσον η σχετική
αγωγή δεν έχει κοινοποιηθεί εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από
της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνον
επί καταγγελίας σχέσεων εξηρτημένης εργασίας. Η τρίμηνη αυτή προθεσμία
που τάσσεται από τον ως άνω νόμο για την προσβολή του κύρους της
καταγγελίας-απόλυσης ξεκινά από την επόμενη μέρα που αυτή έλαβε χώρα,
εφόσον περιέλθει σε γνώση του εργαζομένου κατά το άρθρο 167 ΑΚ (θεωρία
της λήψεως), δηλαδή από την επόμενη ημέρα της ανακοίνωσης στον
εργαζόμενο της βούλησης του εργοδότη για τη λύση της σύμβασης εργασίας
και την άρνησή του να δεχθεί την εργασία και όχι από την κοινοποίηση του
εγγράφου της καταγγελίας ή την καταβολή της αποζημίωσης (ΕφΔυτΜακ
92/2004, ΑΠ 363/1979 ΔΕΝ 35.689, ΑΠ 213/1979 ΕΕργΔ 36.501). Στην
περίπτωση της τακτικής καταγγελίας με προθεσμία προμηνύσεως, οπότε
ορίζεται στο έγγραφο η λύση της σύμβασης εργασίας σε μεταγενέστερο
χρόνο, το τρίμηνο της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας ξεκινά από τη λήξη
της οριζόμενης προθεσμίας (Ζερδελής Δ., Εργατικό Δίκαιο. Ατομικές Εργασιακές σχέσεις, σ.581).
Αρχίζει
δηλαδή από την επόμενη μέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία με
την περιέλευσή της στον εργαζόμενο και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης
της ημέρας του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με
εκείνη την οποία άρχισε (άρθρο 243ΑΚ). Χαρακτηριστική είναι η υπ’ αριθμ. 1171/2006 ΑΠ
στην οποία γίνεται δεκτό ότις «την τακτική καταγγελία η σχέση λύεται
αφότου περάσει το διάστημα της προμηνύσεως (προειδοποιήσεως) στη
χρονολογία που ορίζεται, αφού στο διάστημα αυτό η σχέση λειτουργεί και
οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών παραμένουν ακέραια. Επομένως,
αφετηρία της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για τις αξιώσεις του
μισθωτού, που ως γενεσιουργό αιτία έχουν την ακυρότητα της γενόμενης
καταγγελίας της έγκυρης σύμβασης εργασίας, είναι η επόμενη ημέρα της
κοινοποιήσεως του εγγράφου της καταγγελίας και εφόσον πρόκειται για
άμεση, τακτική, καταγγελία με προειδοποίηση, η τρίμηνη αποσβεστική
προθεσμία έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας οπότε και
ολοκληρώνεται η καταγγελία». Συνεπώς, στην τακτική καταγγελία με
προειδοποίηση αξιώσεις από την τυχόν άκυρη καταγγελία της σχέσεως
εργασίας και η σχετική αγωγή ασκούνται εντός τριμήνου από την πάροδο του
χρόνου προμηνύσεως, διότι η σχέση λύεται αφότου παρέλθει το διάστημα
αυτό, κατά τη διάρκεια του οποίου η σχέση λειτουργεί κανονικά και τα
δικαιώματα των μερών παραμένουν ακέραια. Θεώνη ΚάδραΆκυρη και Καταχρηστική Απόλυση - Περιληπτικά περιπτώσεις - Λήξη σύμβασης, δικαιώματα απολυμένου - Λύση σύμβασης αορίστου χρόνου - Απόλυση και οικειοθελής αποχώρηση |
Δευτέρα 7 Απριλίου 2014
ΤΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ (ΠΡΟΜΗΝΥΣΗ) KAI ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΛΟΓΩ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΑΥΤΗΣ - Άκυρη και Καταχρηστική Απόλυση - Περιληπτικά περιπτώσεις - Λήξη σύμβασης, δικαιώματα απολυμένου - Λύση σύμβασης αορίστου χρόνου - Απόλυση και οικειοθελής αποχώρηση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου