ΕΦ ΠΕΙΡ 798/10: Ελληνοαλβανική σύμβαση δικαστικής συνδρομής. Μη αναγνώριση δεδικασμένου αλβανικής απόφασης λύσης γάμου λόγω της μη προσήκουσας κλήσης της εναγομένης με θυροκόλληση
Αριθμός 798/2010
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές...
Παρασκευά
Ξηρουχάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου -Εισηγητή και
Βασίλειο Μπάση, Εφέτες και από τη Γραμματέα Kαλλιόπη Δερμάτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Σεπτεμβρίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ του:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ...................... ,
κατοίκου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του
δικηγόρου Αναστασίου Μπουγιούκα και της
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: .................... κατοίκου Καλλιθέας Aττικής, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας) την από 19-5-2009
και με αριθ. εκθ. καταθ. 4902/2009 εξαίρεση 468 αίτησή του, επί της
οποίας εκδόθηκε η 4161/2009 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που
απέρριψε την αίτηση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου ο αιτών και ήδη εκκαλών με την από 19-8-2009 και με
αριθ. εκθ. καταθ. 1014/2009 έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η
19-11-2009 και κατόπιν αναβολής αυτή που αναφέρεται στην αρχή της
παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
MΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οπως προκύπτει από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 761, 748 § 3, 752 και 753 § 1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία
της εκούσιας δικαιοδοσίας την ιδιότητα του διαδίκου δεν αποκτά κάποιος
με μόνη την απεύθυνση της αιτήσεως εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε
ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε
παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη
(ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔνη 37:638). Ο ίδιος μάλιστα δεν έχει ούτε δικαίωμα
εφέσεως κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί αλλά, αν αυτή προκαλεί σ'
αυτόν βλάβη ή εκθέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του, έχει δικαίωμα
τριτανακοπής (ΑΠ 41/2003 ΕλλΔνη 44:434, ΑΠ 1305/1994 όπ.π., ΑΠ 646/1975
ΝοΒ 24:50).
Στην προκειμένη περίπτωση η έφεση
απαραδέκτως απευθύνεται κατά της.......... ), εφόσον αυτή κλητεύθηκε με
πρωτοβουλία του ήδη εκκαλούντος, ενώ κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης
(υπ' αριθμ. 4161/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,
που δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας) δεν απέκτησε
την ιδιότητα του διαδίκου στον πρώτο βαθμό (δηλ. δεν είχε κλητευθεί με
διαταγή του δικαστηρίου ούτε προσεπικλήθηκε ούτε άσκησε παρέμβαση) ώστε
να πρέπει στραφεί η έφεση εναντίον της και συνεπώς το γεγονός της μη
παρουσίας της στην παραπάνω συζήτηση είναι νομικά αδιάφορο, αφού δεν
τίθεται θέμα ερημοδικίας της (πρβλ. ΑΠ 802/1977 ΝοΒ 26:508). Εξ άλλου η
έφεση αυτή έχει ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι
εμπρόθεσμη (αφού δεν τίθεται θέμα επίδοσης της εκκαλουμένης), πρέπει δε
να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό
και το βάσιμο του μοναδικού της λόγου (ΚΠολΔ 761, 741 και 533 § 1).
2. Ο αιτών και ήδη εκκαλών με την από
19-5-2009 αίτησή του ζήτησε να αναγνωριστεί ότι ισχύει και στην Ελληνική
επικράτεια με δύναμη δεδικασμένου η υπ' αριθμ. 38/2009 απόφαση του
Πρωτοδικείου της δικαστικής περιφέρειας των Αγίων Σαράντα Αλβανίας,
δυνάμει της οποίας απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ αυτού και της ......
γάμου. Δεδομένου δε ότι αυτός ο γάμος είχε τελεστεί μετά τη λύση του
προηγουμένου μεταξύ των ιδίων προσώπων γάμου, ζήτησε επίσης να
αναγνωριστεί ότι ισχύει στην ίδια επικράτεια η υπ' αριθμ. 326/1996
απόφαση του Πρωτοδικείου Δελβίνου Αλβανίας, δυνάμει της οποίας είχε
απαγγελθεί η λύση του γάμου εκείνου, που τα πρόσωπα αυτά είχαν τελέσει
στις 10-5-1975.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την
εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αίτηση ως ουσία αβάσιμη, με την
αιτιολογία της μη συνδρομής όλων των κατά τη διεθνή σύμβαση μεταξύ
Ελλάδος και Αλβανίας προϋποθέσεων για την αναγνώριση του δεδικασμένου.
Κατ' αυτής της αποφάσεως παραπονείται ήδη ο εκκαλών με την έφεσή του και
ζητεί να εξαφανιστεί αυτή ώστε να γίνει δεκτή η αίτησή του.
3. Επειδή, από τις συνδυασμένες
διατάξεις των άρθρων 323 και 905 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, με επιφύλαξη
αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού πολιτικού
δικαστηρίου ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα, εφόσον
πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 323. Το
μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία εκείνου
που ζητεί την αναγνώριση του δεδικασμένου, που απορρέει από απόφαση του
αλλοδαπού δικαστηρίου και αφορά την προσωπική κατάσταση του προσώπου
αυτού (π.χ. λύση του γάμου με διαζύγιο), ερευνά τις προϋποθέσεις αυτές
και προβαίνει στην αναγνώριση με απόφαση κατά τη διαδικασία των άρθρων
740 έως 781.
Τότε μόνο το δικαστήριο οφείλει να μην
αναγνωρίσει το δεδικασμένο, πλην των άλλων, και όταν ο ηττηθείς διάδικος
στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη
δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη που ισχύει και για
τους υπηκόους του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε
την απόφαση.
Τέτοια στέρηση επέρχεται και όταν ο
διάδικος δικάστηκε ερήμην είτε γιατί δεν κλητεύθηκε καθόλου, είτε γιατί
δεν κλητεύθηκε προσηκόντως, τουτέστιν κατά τρόπο που να διασφαλίζεται το
δικαίωμά του προς υπεράσπιση και να μη παραβιάζεται η εκ του άρθρου 110
ΚΠολΔ θεμελιώδης δικονομική αρχή του "μηδένα δικάζειν ανήκουστον".
Προκειμένου περί ερήμην αποφάσεων, η κοινοποίηση του εισαγωγικού
δικογράφου, και αν ακόμα έγινε νομίμως, σύμφωνα με το δίκαιο της
Πολιτείας όπου έγινε η επίδοση, πρέπει να μη γεννά καμία αμφιβολία ως
προς την έγκαιρη και πραγματική περιέλευσή του στο διάδικο (ΑΠ 688/2003
Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ-ΑρχΝ 2004:565, πρβλ. και απόφαση ΔΕΚ C-123/1991 Δίκη
1993:482 για τη ΣυμβΒρ). Εξ άλλου κατά την από 17 Μαΐου 1993 Διμερή
Σύμβαση δικαστικής αρωγής μεταξύ Ελλάδας-Αλβανίας, που κυρώθηκε με το ν.
2311/19-6-1995 (ΦΕΚ Α 119) και τέθηκε σε ισχύ από 15-9-1995, σύμφωνα με
την υπ' αριθμ. Φ.0544/4232/1995 (ΦΕΚ Α 194) ανακοίνωση του Υπ.Εξ., υπό
τους όρους που προβλέπονται στη Σύμβαση αυτή κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα
αναγνωρίζει και θα εκτελεί στο έδαφός του αποφάσεις που εκδόθηκαν στο
έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους σχετικά με αστικές, οικογενειακές
και εμπορικές υποθέσεις (άρθρο 23 § 1).
Ειδικότερα οι αποφάσεις που αναφέρονται
στο άρθρο 23 θα αναγνωρίζονται και θα εκτελούνται, αν πληρούν τις
ακόλουθες προϋποθέσεις: α)... β)... γ) Αν ο διάδικος που ερημοδίκησε και
που δεν μετέσχε στη διαδικασία είχε κληθεί εμπρόθεσμα και με τον
προσήκοντα τρόπο ή αν ο διάδικος που δεν εμφανίσθηκε και που δεν είχε
την ικανότητα να παρίσταται σε δικαστήριο μπόρεσε να αντιπροσωπευθεί
νόμιμα. Η κλήση με θυροκόλληση δεν θα λαμβάνεται υπόψη...(άρθρο 24). Η
αγνόηση της με τον τρόπο αυτό κλητεύσεως προκύπτει και από τη διάταξη
του άρθρου 10 της Συμβάσεως αυτής, που καθιερώνει την αρχή της
πραγματικής περιελεύσεως του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη (ΑΠ
1840/2008 Α΄ δημοσ. ΝΟΜΟΣ). Γίνεται φανερό ότι η τελευταία αυτή ρήτρα, η
οποία μάλιστα περιέχεται σε αρκετές διμερείς συμβάσεις που έχει συνάψει
η Ελλάδα με κράτη του πρώην ανατολικού "block",
υποδηλώνει την ανασφάλεια που θα μπορούσε να προξενήσει η εναλλακτική
αυτή επίδοση σε περίπτωση νομιμοποιήσεώς της στη διεθνή επικοινωνία (Απ.
Ανθίμου, Αναγνώριση και εκτέλεση ερήμην αλλοδαπών αποφάσεων, 2002 σελ.
62). Από την άλλη πλευρά τίθεται το γενικότερο ερώτημα αν οι διατάξεις
των διεθνών συμβάσεων, οι οποίες δεν προσφέρουν πάντοτε ουσιώδεις
διευκολύνσεις για την αναγνώριση ή κήρυξη της εκτελεστότητας των
αποφάσεων, εκτοπίζουν το ημεδαπό δίκαιο, αν συμβαίνει το τελευταίο να
είναι ευνοϊκότερο.
Κατά την ορθότερη άποψη μπορεί να
εφαρμοστεί το κοινό ελληνικό δίκαιο που επικαλείται ο διάδικος, ο οποίος
επιδιώκει την αναγνώριση ή κήρυξη της εκτελεστότητας, όταν είναι
ευνοϊκότερο (Gunstigkeitsprinzip), αφού ο σκοπός των σχετικών διμερών
συμβάσεων είναι να διευκολύνουν και όχι να επιβαρύνουν την αναγνώριση
και εκτέλεση των αλλοδαπών αποφάσεων, με την διευκρίνιση ότι δεν μπορεί
να γίνει σύμμιξη του κοινού και του συμβατικού δικαίου, ώστε ο
ενδιαφερόμενος να επιλέγει ό,τι από το κοινό και ό,τι από το συμβατικό
δίκαιο θεωρεί περισσότερο ευνοϊκό (Πελ. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο
Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμ. ΙΙΙ, Η Διεθνής Αναγκαστική Εκτέλεση, 2006 §
92 ΙΙΙ π. αριθ. 7-8 σ. 882-884, Απ. Ανθίμου, όπ.π. σ. 60,
Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας [-Κουσούλης] Ερμ ΚΠολΔ Ι [2000] άρθρο 323 αρ.
10).
4. Στην κρινόμενη υπόθεση από την
εκτίμηση των εγγράφων, τα οποία επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών
και συγκεκριμένα από την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση υπ' αριθμ.
38/14-1-2009 απόφαση του Πρωτοδικείου της δικαστικής περιφέρειας των
Αγίων Σαράντα Αλβανίας, που εκδόθηκε μετά από αίτηση του ίδιου,
προκύπτει ότι με αυτήν απαγγέλθηκε η λύση του γάμου που τέλεσε ο ήδη
εκκαλών με τη .......... στις 16-7-2007 στην Κοινότητα της επαρχίας
Φοινικίου Δελβίνου Αλβανίας. Εξ άλλου από την προσκομιζόμενη σε επίσημη
μετάφραση υπ' αριθμ. 326/14-6-1996 απόφαση του Πρωτοδικείου Δελβίνου
Αλβανίας, που εκδόθηκε μετά από αίτηση του ίδιου, προκύπτει ότι με αυτήν
απαγγέλθηκε η λύση του γάμου που τα ίδια πρόσωπα είχαν τελέσει στην
Κοινότητα Βρυώνι στις 10-5-1975.
Αμφότερες οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν
ερήμην της .......... και ειδικότερα στη μεν πρώτη από αυτές το
εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο κοινοποιήθηκε σ' αυτήν με θυροκόλληση
(στο κείμενο της αποφάσεως αναφέρεται ως "κοινοποίηση", ο δε εκκαλών με
τις προτάσεις του επικαλείται το άρθρο 133 της αλβανικής πολιτικής
δικονομίας [σε μετάφραση από την έκδοση του Εθνικού Κέντρου
Δημοσιεύσεων], το οποίο ρητώς αναγράφει ότι η κοινοποίηση γίνεται με
θυροκόλληση αντιγράφου της κλητεύσεως στην εισαγγελική αρχή του τόπου
όπου θα εκδικαστεί η υπόθεση, καθώς και στην κοινότητα της τελευταίας
διευθύνσεως κατοικίας του κλητευομένου ή, αν αυτή είναι άγνωστη, του
τόπου της γεννήσεώς του), ενώ για τη δεύτερη δεν προκύπτει από
οποιοδήποτε στοιχείο ο τρόπος της κλητεύσεως της εναγομένης. Επίσης
πρέπει να επισημανθεί ότι η εναγομένη στην πιο πρόσφατη δίκη που
διεξήχθη στην αλλοδαπή (επί της οποίας η υπ' αριθμ. 38/2009 απόφαση)
κατά το χρόνο εκδόσεώς της είχε γνωστή στον αιτούντα κατοικία και
συγκεκριμένα ήταν κάτοικος Καλλιθέας Αττικής (όπως αναγράφεται στην αρχή
της παρούσας) και στην οποία ο αιτών και ήδη εκκαλών επέδωσε στις
26-5-2009 την υπό κρίση αίτηση για την αναγνώριση δεδικασμένου, ήταν δε
απαραίτητο κατά την προμνημονευόμενη Σύμβαση να γίνει επίδοση στη γνωστή
αυτή κατοικία και όχι κοινοποίηση κατά τον τρόπο που προαναφέρεται, με
συνέπεια ότι το Δικαστήριο εκείνο, διαπιστώνοντας την παράλειψη, θα
έπρεπε να είχε κηρύξει τη συζήτηση απαράδεκτη (βλ. ad hoc ΑΠ 1840/2008).
Εξ άλλου στην παλαιότερη δίκη (επί της οποίας η υπ' αριθμ. 326/1996
απόφαση) η εναγομένη φέρεται ότι ήταν κάτοικος Αλβανίας (Κοινότητας .), ο
δε αιτών δεν προσκομίζει κάποιο έγγραφο (π.χ. επιδοτήριο) ή άλλο
στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει ότι επιδόθηκε το εισαγωγικό της
δίκης εκείνης δικόγραφο.
Συνεπώς, αφού δεν διαπιστώνεται ότι η
διάδικος που ερημοδίκησε είχε κληθεί εμπρόθεσμα και με τον προσήκοντα
τρόπο (μη λαμβανομένης υπόψη της θυροκολλήσεως), δεν πληρούται μία από
τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 24 (και συγκεκριμένα αυτή του
σημείου γ΄) της προαναφερόμενης διμερούς Συμβάσεως, στην οποία
παραπέμπει το άρθρο 905 ΚΠολΔ και το Δικαστήριο κωλύεται εξ αυτού του
λόγου να προβεί στην αναγνώριση του δεδικασμένου αμφοτέρων των αποφάσεων
του αλλοδαπού δικαστηρίου, για τις οποίες γίνεται λόγος. Ακόμη όμως και
αν θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του ημεδαπού δικαίου είναι ευνοϊκότερες
από τη Σύμβαση αυτή και τυγχάνουν εφαρμοστέες με βάση την αρχή της
διευκολύνσεως της αναγνωρίσεως ξένων αποφάσεων, σύμφωνα με όσα
αναπτύσσονται στη μείζονα σκέψη, και πάλι το Δικαστήριο δεν μπορεί
ασφαλώς να αχθεί στο συμπέρασμα ότι η εναγομένη που ερημοδίκησε δεν
στερήθηκε του δικαιώματος υπερασπίσεως (κρίση μάλιστα που κατά την ΑΠ
688/2003 είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη), ώστε να προβεί σε θετική περί
αυτού διαπίστωση και να χωρήσει η αναγνώριση του δεδικασμένου των
αποφάσεων αυτών.
5. Κατ' ακολουθία όσων αναπτύχθηκαν
ουδόλως έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη
απόφαση και με αιτιολογίες που συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας
(ΚΠολΔ 534) απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την αίτηση και το παράπονο που
διατυπώνεται με το μοναδικό λόγο εφέσεως είναι αβάσιμο. Πρέπει λοιπόν η
έφεση αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-8-2009 έφεση.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις
18 Νοεμβρίου 2010 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου
στις 30 Νοεμβρίου 2010, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του
πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου