Ιδιόγραφη είναι η διαθήκη που γράφεται εξ ολοκλήρου από το χέρι του
διαθέτη, φέρει την ημερομηνία κατά την οποία έχει γραφεί, το όνομα του
διαθέτη, ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτή η ταυτότητά του και στο τέλος
του κειμένου φέρει την υπογραφή του διαθέτη.
Η ιδιόγραφη διαθήκη για να....
αποκτήσει νομική ισχύ στην Ελλάδα
δημοσιεύεται στο δικαστήριο μετά τον θάνατο του διαθέτη. Μέχρι το 2012 η
διαθήκη δημοσιευόταν από το Πρωτοδικείο, αλλά το 2012 η νομοθεσία
άλλαξε και τώρα πλέον η διαθήκη δημοσιεύεται στο Ειρηνοδικείο.
Κάθε διαθήκη που έχει δημοσιευθεί εκτός Ελλάδος, μπορεί να δημοσιευθεί και στην Ελλάδα (στο Ειρηνοδικείο), ώστε να εφαρμοσθεί και επί περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην Ελλάδα.
Κάθε διαθήκη που έχει δημοσιευθεί εκτός Ελλάδος, μπορεί να δημοσιευθεί και στην Ελλάδα (στο Ειρηνοδικείο), ώστε να εφαρμοσθεί και επί περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην Ελλάδα.
Το άρθρο 1774 του Αστικού Κώδικα ορίζει για το πώς δημοσιεύεται από
το δικαστήριο (Ειρηνοδικείο) η ιδιόγραφη διαθήκη: «Όποιος κατέχει
ιδιόγραφη διαθήκη οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί
το θάνατο του διαθέτη να την εμφανίσει για δημοσίευση στον Ειρηνοδίκη
είτε της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη είτε της δικής του
διαμονής. ... ».
Από την ημέρα που η ιδιόγραφη διαθήκη, (όπως άλλωστε και κάθε άλλος
τύπος διαθήκης, δηλ. η δημόσια και η μυστική, δημοσιευθεί στο
δικαστήριο), θεωρείται ότι ισχύει και ακολουθούν οι διαδικασίες αποδοχής
κληρονομίας, με υποβολή της διαθήκης στην αρμόδια εφορία, εάν ο θάνατος
είναι μετά το 1995, αλλά και χρήση της διαθήκης στον συμβολαιογράφο για
την πράξη αποδοχής κληρονομίας, ή στο δικαστήριο για έκδοση
κληρονομητηρίου.
Χρήση της διαθήκης γίνεται και στην τράπεζα για λήψη υπολοίπου τραπεζικού λογαριασμού του διαθέτη, από τους κληρονόμους κλπ.
Για να έχει ισχύ η διαθήκη δεν απαιτείται να κηρυχθεί και κυρία. Εάν όμως ο κληρονόμος επιθυμεί η διαθήκη να κηρυχθεί και κυρία, αυτό μπορεί να γίνει στο δικαστήριο με την παρουσία δύο μαρτύρων, οι οποίοι καταθέτουν ενόρκως ότι γνωρίζουν τον γραφικό χαρακτήρα του διαθέτη και ότι το κείμενο της ιδιογράφου διαθήκης που τους επιδεικνύεται είναι γραμμένο με το χέρι του διαθέτη, διότι αναγνωρίζουν στα γράμματα τον γραφικό του χαρακτήρα.
Για να έχει ισχύ η διαθήκη δεν απαιτείται να κηρυχθεί και κυρία. Εάν όμως ο κληρονόμος επιθυμεί η διαθήκη να κηρυχθεί και κυρία, αυτό μπορεί να γίνει στο δικαστήριο με την παρουσία δύο μαρτύρων, οι οποίοι καταθέτουν ενόρκως ότι γνωρίζουν τον γραφικό χαρακτήρα του διαθέτη και ότι το κείμενο της ιδιογράφου διαθήκης που τους επιδεικνύεται είναι γραμμένο με το χέρι του διαθέτη, διότι αναγνωρίζουν στα γράμματα τον γραφικό του χαρακτήρα.
Από την δεκαετία του 1940 για την κήρυξη ιδιόγραφης διαθήκης ως
κυρίας ο νόμος απαιτούσε τρεις μάρτυρες, αργότερα ο νόμος άφησε τον
αριθμό των μαρτύρων στην διακριτική ευχέρεια του δικαστή και από το 2012
ο νόμος (Ν.4055/2012 που τροποποίησε το άρθρο 1776 του Αστικού Κώδικα)
ορίζει πλέον ότι οι μάρτυρες που απαιτούνται είναι δύο.ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ*
Τι πρέπει να προσέχουμε στις ιδιόγραφες διαθήκες
Σχετικά πρόσφατα άλλαξαν ορισμένα στοιχεία του νόμου που αφορούν στις ιδιόγραφες διαθήκες.Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
"1α. Εξωτικός εγκαθίσταται ως κληρονόμος κληρονομιάς που δεν έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους μόνο με δημόσια διαθήκη.
β. Αν με ιδιόγραφη διαθήκη που δεν είναι εν ζωή κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει εγκατασταθεί εξωτικός ως κληρονόμος κληρονομιάς που δεν έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους, το δικαστήριο διατάσσει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να αποδειχθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη.
Στην περίπτωση αυτή καλείται υποχρεωτικά στη δίκη, τριάντα (30) τουλάχιστον μέρες πριν τη συνεδρίαση, το Ελληνικό Δημόσιο".
Αυτή η διάταξη ανατρέπει την πεποίθηση των κοινωνών του δικαίου ότι μπορούν ελεύθερα να επιλέξουν μεταξύ των διαφόρων τύπων διαθηκών και ότι όλες οι διαθήκες είναι ισοδύναμες μεταξύ τους. Επίσης, η διάταξη αυτή αντίκειται στην αρχή ελευθερίας του διατιθέναι που συνιστά έκφανση της ιδιωτικής αυτονομίας και της ιδιοκτησίας, καθώς και της συνταγματικής προστασίας τους.
Η διατύπωση της νέας διατάξεως δεν είναι ορθή, καθώς δεν υπάρχει κληρονομιά που να μην έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους. Ο κληρονομούμενος είναι αυτός που έχει ή δεν έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους. Το υποκείμενο της κληρονομικής διαδοχής είναι ο κληρονομούμενος και το αντικείμενο είναι η κληρονομιά.
Επίσης, όσον αφορά τη λέξη εξωτικός, στη θεωρία και την πράξη χρησιμοποιείται η λέξη εξωτικός όταν δυνάμει διαθήκης εγκαθίσταται σε μία κληρονομία τρίτο πρόσωπο, πέραν των νόμιμων μεριδούχων και κρίνεται εάν η εγκατάσταση του μη μεριδούχου – θίγει ή μη τη νόμιμη μοίρα επί της κληρονομίας.
Εξάλλου, δεν υπάρχει κληρονομούμενος που να μην έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους, καθώς ο Αστικός Κώδικας ορίζει ότι εφόσον κάποιος δεν έχει συγγενείς να τον κληρονομήσουν εξ αδιαθέτου ή έχει, αλλά αποποιούνται την κληρονομία, τότε καλείται το Δημόσιο στην 6η τάξη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί ν’ αποποιηθεί την κληρονομία. Εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι οι κληρονόμοι που εγκαθίστανται σε μία κληρονομία χωρίς ο κληρονομούμενος να έχει συντάξει διαθήκη.
Με τη διάταξη αυτή του νόμου ικανοί προς δικαιοπραξία και υγιείς άνθρωποι στερούνται του δικαιώματος να συντάξουν μία έγκαιρη ιδιόγραφη διαθήκη μυστική (ή ιδιόγραφη που θα κατατεθεί σε συμβολαιογράφο) αν δεν έχει συγγενείς μέχρι τον 4ο βαθμό και σύζυγο, οι οποίοι θα καλούνται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι.
Η διάταξη 77 του Ν. 4182/2013 καθιερώνεται προκειμένου ν' αποφευχθούν περιπτώσεις πλαστογραφιών, αλλά τελικά καταλήγουμε να καταδικάζονται οι διαθέτες να μην μπορούν να συντάξουν ιδιόγραφη διαθήκη ή αν έχει συνταχθεί μία τέτοια διαθήκη να είναι άκυρη. Δηλαδή όποιος μνημονεύεται ως κληρονόμος κάποιου που δεν έχει συγγενείς εξ αίματος μέχρι τον 4ο βαθμό, αντιμετωπίζεται ως πλαστογράφος και αυτό ισχύει όχι μόνο για τις διαθήκες που θα συνταχθούν στο μέλλον, αλλά και για αυτές τις διαθήκες που έχουν ήδη συναχθεί υπό την προϋπόθεση ότι ο διαθέτης είναι εν ζωή κατά την έναρξη ισχύος του νόμου που αναφέρουμε στο παρόν άρθρο.
Όσοι βρίσκονται εν ζωή και έχουν συντάξει ιδιόγραφες διαθήκες θα πρέπει να ενημερωθούν από τους δικηγόρους τους και τους συμβολαιογράφους προκειμένου να συντάξουν δημόσιες διαθήκες ώστε να εξασφαλίσουν την εγκυρότητα της διαθήκης τους. Πρέπει ν’ απαλειφθούν εντελώς οι περιπτώσεις εκείνων που νομίζουν ότι έχουν εκφράσει έγκυρα την τελευταία βούλησή τους με κάποια ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, θα είναι λόγω ελλείψεως τύπου άκυρη.
Η διάταξη αυτή προσπαθεί να απαλείψει ένα βασικό στοιχείο του νομικού πολιτισμού μας ότι δηλαδή ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να συντάσσει έγκυρη ιδιόγραφη διαθήκη ανεξάρτητα από το εάν έχει συγγενείς ή όχι και το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό και όλοι οφείλουμε να είμαστε ενήμεροι προκειμένου ν’ αποφευχθούν οι περιπτώσεις των άκυρων διαθηκών.
Σύμφωνα με το νέο νόμο 4182/2013 άρθρο 77 "Κώδικας Κοινωφελών περιουσιών, σχολαζουσών κληρονομιών και άλλες διατάξεις":
"1α. Εξωτικός εγκαθίσταται ως κληρονόμος κληρονομιάς που δεν έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους μόνο με δημόσια διαθήκη.
β. Αν με ιδιόγραφη διαθήκη που δεν είναι εν ζωή κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει εγκατασταθεί εξωτικός ως κληρονόμος κληρονομιάς που δεν έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους, το δικαστήριο διατάσσει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να αποδειχθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη.
Στην περίπτωση αυτή καλείται υποχρεωτικά στη δίκη, τριάντα (30) τουλάχιστον μέρες πριν τη συνεδρίαση, το Ελληνικό Δημόσιο".
Αυτή η διάταξη ανατρέπει την πεποίθηση των κοινωνών του δικαίου ότι μπορούν ελεύθερα να επιλέξουν μεταξύ των διαφόρων τύπων διαθηκών και ότι όλες οι διαθήκες είναι ισοδύναμες μεταξύ τους. Επίσης, η διάταξη αυτή αντίκειται στην αρχή ελευθερίας του διατιθέναι που συνιστά έκφανση της ιδιωτικής αυτονομίας και της ιδιοκτησίας, καθώς και της συνταγματικής προστασίας τους.
Η διατύπωση της νέας διατάξεως δεν είναι ορθή, καθώς δεν υπάρχει κληρονομιά που να μην έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους. Ο κληρονομούμενος είναι αυτός που έχει ή δεν έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους. Το υποκείμενο της κληρονομικής διαδοχής είναι ο κληρονομούμενος και το αντικείμενο είναι η κληρονομιά.
Επίσης, όσον αφορά τη λέξη εξωτικός, στη θεωρία και την πράξη χρησιμοποιείται η λέξη εξωτικός όταν δυνάμει διαθήκης εγκαθίσταται σε μία κληρονομία τρίτο πρόσωπο, πέραν των νόμιμων μεριδούχων και κρίνεται εάν η εγκατάσταση του μη μεριδούχου – θίγει ή μη τη νόμιμη μοίρα επί της κληρονομίας.
Εξάλλου, δεν υπάρχει κληρονομούμενος που να μην έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους, καθώς ο Αστικός Κώδικας ορίζει ότι εφόσον κάποιος δεν έχει συγγενείς να τον κληρονομήσουν εξ αδιαθέτου ή έχει, αλλά αποποιούνται την κληρονομία, τότε καλείται το Δημόσιο στην 6η τάξη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί ν’ αποποιηθεί την κληρονομία. Εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι οι κληρονόμοι που εγκαθίστανται σε μία κληρονομία χωρίς ο κληρονομούμενος να έχει συντάξει διαθήκη.
Με τη διάταξη αυτή του νόμου ικανοί προς δικαιοπραξία και υγιείς άνθρωποι στερούνται του δικαιώματος να συντάξουν μία έγκαιρη ιδιόγραφη διαθήκη μυστική (ή ιδιόγραφη που θα κατατεθεί σε συμβολαιογράφο) αν δεν έχει συγγενείς μέχρι τον 4ο βαθμό και σύζυγο, οι οποίοι θα καλούνται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι.
Η διάταξη 77 του Ν. 4182/2013 καθιερώνεται προκειμένου ν' αποφευχθούν περιπτώσεις πλαστογραφιών, αλλά τελικά καταλήγουμε να καταδικάζονται οι διαθέτες να μην μπορούν να συντάξουν ιδιόγραφη διαθήκη ή αν έχει συνταχθεί μία τέτοια διαθήκη να είναι άκυρη. Δηλαδή όποιος μνημονεύεται ως κληρονόμος κάποιου που δεν έχει συγγενείς εξ αίματος μέχρι τον 4ο βαθμό, αντιμετωπίζεται ως πλαστογράφος και αυτό ισχύει όχι μόνο για τις διαθήκες που θα συνταχθούν στο μέλλον, αλλά και για αυτές τις διαθήκες που έχουν ήδη συναχθεί υπό την προϋπόθεση ότι ο διαθέτης είναι εν ζωή κατά την έναρξη ισχύος του νόμου που αναφέρουμε στο παρόν άρθρο.
Όλα τα παραπάνω τα αναφέρουμε διότι θέλουμε να επισημάνουμε τα εξής:
Όσοι βρίσκονται εν ζωή και έχουν συντάξει ιδιόγραφες διαθήκες θα πρέπει να ενημερωθούν από τους δικηγόρους τους και τους συμβολαιογράφους προκειμένου να συντάξουν δημόσιες διαθήκες ώστε να εξασφαλίσουν την εγκυρότητα της διαθήκης τους. Πρέπει ν’ απαλειφθούν εντελώς οι περιπτώσεις εκείνων που νομίζουν ότι έχουν εκφράσει έγκυρα την τελευταία βούλησή τους με κάποια ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, θα είναι λόγω ελλείψεως τύπου άκυρη.
Η διάταξη αυτή προσπαθεί να απαλείψει ένα βασικό στοιχείο του νομικού πολιτισμού μας ότι δηλαδή ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να συντάσσει έγκυρη ιδιόγραφη διαθήκη ανεξάρτητα από το εάν έχει συγγενείς ή όχι και το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό και όλοι οφείλουμε να είμαστε ενήμεροι προκειμένου ν’ αποφευχθούν οι περιπτώσεις των άκυρων διαθηκών.
ΑΠΟΦΑΣΗ 34873/2011
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 70 Κ.Πολ.Δ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να
αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας σχέσης, μπορεί να εγείρει
σχετική αγωγή. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι αντικείμενο της
αγωγής αυτής μπορεί να αποτελέσει, εφόσον υπάρχει προς τούτο έννομο
συμφέρον, η απλή αναγνώριση εννόμου σχέσεως. Ως έννομη σχέση νοείται η
βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία
ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο ( βλ ΑΠ 127/90 ΔΕΝ 47.277, ΑΠ
919/75 ΝοΒ 24.255, ΑΠ 959/72 ΝοΒ 21. 475). Περαιτέρω, από την παρ. 1 του
άρθρου 1721 ΑΚ προκύπτει ότι επί ιδιογράφου διαθήκης απαιτείται η καθ’
ολοκληρία ιδιόγραφη γραφή του διαθέτη, χρονολόγηση και υπογραφή αυτής.
Επομένως αυτός που επικαλείται την διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει την
γνησιότητα της υπογραφής που έχει τεθεί σ’ αυτή, αλλά πρέπει ν’
αποδείξει και ότι όλο το περιεχόμενο έχει γραφεί ιδιοχείρως από τον
διαθέτη.
Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας αυτής υπέρ αυτού ο οποίος την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο γνησιότητας μέχρι ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της έχει παρέλθει πενταετία, χωρίς εν τω μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της σε δίκη μεταξύ κάποιου από αυτούς που έλκουν δικαιώματα από αυτήν (διαθήκη) και κάποιου ο οποίος βλάπτεται από την ύπαρξη της (αρθ. 1777 ΑΚ). Τα ίδια ισχύουν και επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με την οποία ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση ως άκυρης ιδιόγραφης διαθήκης, για το λόγο ότι αυτή δεν έχει γραφεί ιδιοχείρως από το διαθέτη και δεν έχει υπογραφεί από τον ίδιο. Συνεπώς στην περίπτωση ασκήσεως της άνω αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με την οποία ο ενάγων αντιτάσσει γενική άρνηση κατά του προσβαλλόμενου δικαιώματος του εναγομένου, δεν έχει υποχρέωση αυτός ( ενάγων) να αποδείξει την αλήθεια αυτών , ήτοι την ιδιόχειρη γραφή και υπογραφή της διαθήκης από τον διαθέτη (ΑΠ 105/2011, βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ).
Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας αυτής υπέρ αυτού ο οποίος την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο γνησιότητας μέχρι ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της έχει παρέλθει πενταετία, χωρίς εν τω μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της σε δίκη μεταξύ κάποιου από αυτούς που έλκουν δικαιώματα από αυτήν (διαθήκη) και κάποιου ο οποίος βλάπτεται από την ύπαρξη της (αρθ. 1777 ΑΚ). Τα ίδια ισχύουν και επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με την οποία ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση ως άκυρης ιδιόγραφης διαθήκης, για το λόγο ότι αυτή δεν έχει γραφεί ιδιοχείρως από το διαθέτη και δεν έχει υπογραφεί από τον ίδιο. Συνεπώς στην περίπτωση ασκήσεως της άνω αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με την οποία ο ενάγων αντιτάσσει γενική άρνηση κατά του προσβαλλόμενου δικαιώματος του εναγομένου, δεν έχει υποχρέωση αυτός ( ενάγων) να αποδείξει την αλήθεια αυτών , ήτοι την ιδιόχειρη γραφή και υπογραφή της διαθήκης από τον διαθέτη (ΑΠ 105/2011, βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 του ΑΚ,
προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή να
απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της
κληρονομιάς, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την
απόδοση της κληρονομιάς κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της
κληρονομιάς, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να
απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα
επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου είχε την
κυριότητα ή την νομή ή και απλά κατοχή. Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής,
η οποία αποσκοπεί στην προστασία του καθολικού κληρονομικού
δικαιώματος, είναι α) ο θάνατος του κληρονομουμένου β) το κληρονομικό
δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον
κληρονομούμενο ή από διαθήκη γ) ότι ο κληρονομούμενος είχε στην
κυριότητα ή και μόνο στην νομή ή κατοχή του κατά το χρόνο του θανάτου
του τα κληρονομιαία πράγματα και δ) ότι ο εναγόμενος κατακρατεί τα
κληρονομιαία αντικείμενα, ως κληρονόμος, αντιποιούμενος κληρονομικό
δικαίωμα (ΑΠ 400/2009, ΑΠ 788/2005, ΕφΑθ 1396/2010, ΝΟΜΟΣ).
IIΙ.
Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 983, 984, 1710,
1712 επ., 1846 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, σε αντίθεση με την ως άνω
αγωγή περί κλήρου, στην οποία εναγόμενος μπορεί να είναι μόνο εκείνος
που κατακρατεί ως κληρονόμος (pro herede) αντικείμενο της κληρονομίας
(νομέας της κληρονομίας), σε περίπτωση αδικαιολόγητης κατοχής
κληρονομιαίου ακινήτου χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος ή με
βάση ειδικό τίτλο αμφισβητουμένου κύρους ή ακόμη και σε περίπτωση απλής
αμφισβήτησης από κάποιον του κληρονομικού δικαιώματος του κληρονόμου σε
κληρονομιαίο ακίνητο, μπορεί ν`ασκηθεί από τον κληρονόμο κατ`αυτού
αναγνωριστική για το κληρονομικό δικαίωμα στο συγκεκριμένο ακίνητο
αγωγή. Για την ευδοκίμηση της αγωγής αυτής αρκεί ο ενάγων κληρονόμος
αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τον θάνατο του κληρονομουμένου, τη
συγγενική του σχέση προς αυτόν ή την εγκατάσταση του ως κληρονομουμένου
στο επίδικο πράγμα κατά τον χρόνο του θανάτου του, που περιέρχεται
αυτοδικαίως στους κληρονόμους του και την αδικαιολόγητη κατοχή του
πράγματος από τον εναγόμενο ή την αμφισβήτηση του κληρονομικού του
δικαιώματος (ΑΠ 729/2011, ΑΠ 355/2007, βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ).
Με
την κρινόμενη αγωγή τους, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, οι ενάγοντες
εκθέτουν ότι την 1-1-2009 απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, η θεία τους (=
αδελφή του πατέρα τους.................... ............. του
................... και της ................), ............. χήρα
.............. ......................... το γένος ...................και
............ ................. Οτι η αποβιώσασα, η οποία με την από
15-12-2004 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία,
εγκατέστησε κληρονόμους της την αδελφή της .................... σύζυγο
............................... ............ (μη διάδικο) και την
εναγόμενη, στις οποίες κατέλειπε το περιγραφόμενο στην αγωγή διαμέρισμα
με ΚΑΕΚ 19 047 10 07 007/0/3, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου σε κάθε μία.
Οτι η διαθήκη αυτή είναι άκυρη, γιατί δεν έχει γραφεί καθ’ ολοκληρία
ιδιοχείρως από την διαθέτιδα και η υπογραφή που έχει τεθεί σ’ αυτή
(διαθήκη), δεν ετέθη απ’ αυτήν ιδιοχείρως. Οτι οι ίδιοι είναι εξ
αδιαθέτου κληρονόμοι, καθώς ο σύζυγος της κληρονομούμενης είχε
προαποβιώσει και δεν είχαν αποκτήσει τέκνα, σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου
ο καθένας της άνω κληρονομιαίας περιουσίας, που αποτελείται ιδίως από
το περιγραφόμενο λεπτομερώς στην αγωγή ακίνητο, συνολικής αξίας 350.000
ευρώ. Οτι η εναγόμενη παρακρατεί την περιουσία αυτή ως μοναδική
κληρονόμος της ως άνω αποβιώσασας και αρνείται να αποδώσει σ’ αυτούς
(ενάγοντες) το άνω ποσοστό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής τους.
Με βάση αυτά τα περιστατικά ζητούν οι ενάγοντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να αναγνωρισθεί με απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ότι η ως άνω διαθήκη είναι άκυρη και να αναγνωρισθεί το κληρονομικό δικαίωμα τους επί της κληρονομίας της πιο πάνω κληρονομουμένης, καθώς και να υποχρεωθεί η εναγόμενη και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτήν να τους αποδώσει τη νομή και κατοχή του ανωτέρω διαμερίσματος κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς το αμέσως προηγούμενο αίτημα της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ότι στο αυτό δικόγραφο σωρεύονται παραδεκτά κατ’ άρθρο 218 του ΚΠολΔ, α) αρνητική αναγνωριστική περί της ακυρότητας της επίδικης διαθήκης αγωγή, β) αναγνωριστική αγωγή του κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων και γ) περί κλήρου αγωγή, αρμοδίως, δε, οι σωρευόμενες αγωγές εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1,7,8,9,10,11 αριθμ. 1, 12 παρ 1,18 παρ.1, 31 παρ. 2 και 29 του ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώ για το παραδεκτό της συζητήσεώς τους τηρήθηκε και η απαιτούμενη από το άρθρο 214Α ΚΠολΔ προδικασία, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες από 21.1.2010 και 16.4.2010 πρακτικά αποτυχίας συμβιβασμού που υπογράφουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ……………….., ενώ καταχωρήθηκε αυτή νόμιμα την 16.12.2009 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό καταχώρισης 14083 (βλ. υπ’ αριθμόν 53/27/14083/16.12.2009 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς, νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες) και έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ ΕΤΑΑ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. το υπ’ αριθ. 12343135/2-6-2011 Διπλότυπο Εισπράξεως της Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και την υπ’ αριθ. 28007879/2.6.2011 απόδειξη της Ε.Τ.Ε.). Η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά ασκείται και από την πρώτη ενάγουσα, η οποία είναι φυσικό τέκνο του ................. ............... του ............... και της ................. και επειδή είχε ατελώς υιοθετηθεί πριν
Με βάση αυτά τα περιστατικά ζητούν οι ενάγοντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να αναγνωρισθεί με απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ότι η ως άνω διαθήκη είναι άκυρη και να αναγνωρισθεί το κληρονομικό δικαίωμα τους επί της κληρονομίας της πιο πάνω κληρονομουμένης, καθώς και να υποχρεωθεί η εναγόμενη και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτήν να τους αποδώσει τη νομή και κατοχή του ανωτέρω διαμερίσματος κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς το αμέσως προηγούμενο αίτημα της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ότι στο αυτό δικόγραφο σωρεύονται παραδεκτά κατ’ άρθρο 218 του ΚΠολΔ, α) αρνητική αναγνωριστική περί της ακυρότητας της επίδικης διαθήκης αγωγή, β) αναγνωριστική αγωγή του κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων και γ) περί κλήρου αγωγή, αρμοδίως, δε, οι σωρευόμενες αγωγές εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1,7,8,9,10,11 αριθμ. 1, 12 παρ 1,18 παρ.1, 31 παρ. 2 και 29 του ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώ για το παραδεκτό της συζητήσεώς τους τηρήθηκε και η απαιτούμενη από το άρθρο 214Α ΚΠολΔ προδικασία, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες από 21.1.2010 και 16.4.2010 πρακτικά αποτυχίας συμβιβασμού που υπογράφουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ……………….., ενώ καταχωρήθηκε αυτή νόμιμα την 16.12.2009 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό καταχώρισης 14083 (βλ. υπ’ αριθμόν 53/27/14083/16.12.2009 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς, νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες) και έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ ΕΤΑΑ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. το υπ’ αριθ. 12343135/2-6-2011 Διπλότυπο Εισπράξεως της Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και την υπ’ αριθ. 28007879/2.6.2011 απόδειξη της Ε.Τ.Ε.). Η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά ασκείται και από την πρώτη ενάγουσα, η οποία είναι φυσικό τέκνο του ................. ............... του ............... και της ................. και επειδή είχε ατελώς υιοθετηθεί πριν
από
την έναρξη εφαρμογής του ν. 2447/1996 διατηρεί το κληρονομικό της
δικαίωμα έναντι των εξ αίματος συγγενών της (βλ. αντί άλλων ΑΠ 451/2011,
ΝΟΜΟΣ) και είναι ορισμένη και νόμιμη τόσο ως προς τη σωρευόμενη σ’ αυτή
αρνητική αναγνωριστική περί της ακυρότητας της επίδικης διαθήκης αγωγή,
στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ, 174, 180, 1718, 1721
ΑΚ, όσο και ως προς τη σωρευόμενη θετική αναγνωριστική περί του
κληρονομικού τους δικαιώματος αγωγή, στηριζομένη στις διατάξεις των
άρθρων που μνημονεύονται στην υπό ΙΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς
και των άρθρων 70 και 176 ΚΠολΔ, αλλά και ως προς τη σωρευόμενη αγωγή
περί κλήρου στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 ΑΚ,
907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει οι ανωτέρω αγωγές να ερευνηθούν
περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Η
εναγόμενη με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της συνομολογεί τη
συγγενική της σχέση προς την διαθέτιδα, τον θάνατο αυτής, το περιεχόμενο
της διαθήκης, αρνείται όμως κατά τα λοιπά την αγωγή, επικαλούμενη ότι η
επίδικη διαθήκη συντάχθηκε καθ’ ολοκληρία από την άνω διαθέτιδα και
υπογράφηκε από αυτήν.
Από
τη διάταξη του άρθρου 368 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των
αποδείξεων με τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην
κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά
την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση
την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη
διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται
όχι απλώς ειδικές, αλλά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε
οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (ΑΠ 525/2000
ΕλλΔνη 41.1368 ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 270 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως
ισχύει, το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει πραγματογνωμοσύνη,
με προφορική ανακοίνωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση
αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων,
το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της
γνωμοδότησης, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες καθώς
και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Οπως δε γίνεται πάγια δεκτό, μπορεί να
διαταχθεί με παρεμπίπτουσα απόφαση, πραγματογνωμοσύνη, αν προκύψει ότι
αυτή είναι αναγκαία, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και
κατά τη μελέτη αυτής, παρόλο που κατά την τακτική διαδικασία ισχύει ο
κανόνας της απαγόρευσης έκδοσης απόφασης περί αποδείξεων, ο οποίος όμως
κάμπτεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, και στην περίπτωση, που υπάρχει
ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, λύση η οποία επιβάλλεται από το
πνεύμα του νόμου και συντελεί στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας (ΑΠ
1320/1988 ΝοΒ 37.439, ΕΘ 2295/2000 Αρμ. 55.507, ΕΑ 5271/1999 ΕλλΔνη
40.624).
Δεδομένης, όμως, της κατάργησης της προδικαστικής απόφασης, στην περίπτωση αυτή, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, ιδίως δε στις υποθέσεις με ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, που, κατά τη σε βάθος μελέτη του δικαστή, για την έκδοση της απόφασης μετά τη δικάσιμο, ανακύπτουν κενά ή ασάφειες, μόνη δυνατότητα παραμένει η επανάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που μπορεί να καλύψει πλήρως τις σχετικές ανάγκες. Την επανάληψη δε της συζήτησης στο ακροατήριο μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και όταν κρίνει ότι πρέπει να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη και να προσκομιστεί, κατά την επαναληπτική συζήτηση, η έγγραφη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, αν δεν διέταξε τη διενέργειά της, με προφορική ανακοίνωσή του (ΕΘ 2295/2000, ό.π., ΕΘ 1960/1996 Αρμ 50.1234). Σημειώνεται ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση περιορίζεται μόνο στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπου υπάρχει ασάφεια ή κενό, δηλαδή δεν θα γίνει συζήτηση πάλι εφ΄όλης της ύλης.
Δεδομένης, όμως, της κατάργησης της προδικαστικής απόφασης, στην περίπτωση αυτή, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, ιδίως δε στις υποθέσεις με ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, που, κατά τη σε βάθος μελέτη του δικαστή, για την έκδοση της απόφασης μετά τη δικάσιμο, ανακύπτουν κενά ή ασάφειες, μόνη δυνατότητα παραμένει η επανάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που μπορεί να καλύψει πλήρως τις σχετικές ανάγκες. Την επανάληψη δε της συζήτησης στο ακροατήριο μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και όταν κρίνει ότι πρέπει να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη και να προσκομιστεί, κατά την επαναληπτική συζήτηση, η έγγραφη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, αν δεν διέταξε τη διενέργειά της, με προφορική ανακοίνωσή του (ΕΘ 2295/2000, ό.π., ΕΘ 1960/1996 Αρμ 50.1234). Σημειώνεται ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση περιορίζεται μόνο στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπου υπάρχει ασάφεια ή κενό, δηλαδή δεν θα γίνει συζήτηση πάλι εφ΄όλης της ύλης.
Στην
προκείμενη περίπτωση κατά τη μελέτη της υπόθεσης, μετά τη συζήτηση
αυτής στο ακροατήριο, παρουσιάζονται κενά και αμφίβολα σημεία, ως προς
το αν η άνω διαθήκη έχει γραφεί ιδιοχείρως από την διαθέτιδα και έχει
υπογραφεί από την ίδια, καθόσον από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων
των διαδίκων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα
πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, την γραφολογική έκθεση του
............. ..................., που προσκομίζουν οι ενάγοντες, καθώς
και από την εκτίμηση των νόμιμα προσκομιζομένων με επίκληση από τους
διαδίκους εγγράφων δεν μπορεί το Δικαστήριο να αχθεί με ασφάλεια σε
πλήρη δικανική πεποίθηση για την αλήθεια των ισχυρισμών των διαδίκων,
σχετικά με το κρίσιμο και εντόνως αμφισβητούμενο αυτό ζήτημα της υπό
κρίση υπόθεσης, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Επομένως, για το παραπάνω θέμα και ενόψει του ότι το ζήτημα αυτό απαιτεί
ειδικές γνώσεις (άρθρο 368 ΚΠολΔ), οι οποίες δεν εισφέρθηκαν, κατά
ικανοποιητικό τρόπο, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με συνέπεια να
μην είναι δυνατή η δημιουργία πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, κρίνεται
αναγκαίο, για την πλήρη διακρίβωση και την ορθή διάγνωση της διαφοράς να
διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, με σκοπό να
διαταχθεί η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και να διορισθεί
πραγματογνώμονας με σχετικές γνώσεις, που θα βοηθήσει με τη γνωμοδότησή του στο εν λόγω ζήτημα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ
την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί, με πρωτοβουλία
του επιμελέστερου από τους διαδίκους, γραφολογική πραγματογνωμοσύνη.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ
πραγματογνώμονα από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στο
Δικαστήριο αυτό τη ................, γραφολόγο, κάτοικο Θεσσαλονίκης,
..............., η οποία αφού ορκισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 385 και 408
Κ.Πολ.Δ , ενώπιον του Εισηγητή - Πρωτοδίκη Π. Αλικάκου ή του νόμιμου
αναπληρωτή του, σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σ’
αυτήν της παρούσας αποφάσεως, αφού συμβουλευθεί τα κρίσιμα για τη
διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία θα
παραδοθούν σ’ αυτή από τους διαδίκους, θα αποφανθεί αν η από 15-12-2004
ιδιόγραφη διαθήκη της .............. χήρας ........................., το
γένος ................... και ................, που δημοσιεύθηκε και
κηρύχθηκε κυρία, όπως προαναφέρεται, έχει γραφεί καθ’ ολοκληρία
ιδιοχείρως από την άνω διαθέτιδα και η υπογραφή στο τέλος του κειμένου
της, έχει τεθεί επίσης από την ίδια ιδιοχείρως. Η άνω έγγραφη
γνωμοδότηση της θα κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα
σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την όρκιση της και θα συνταχθεί η
σχετική έκθεση κατάθεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ
και αποφασίσθηκε στις 18.11.2011 στη Θεσσαλονίκη και δημοσιεύθηκε σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13.12.2011.
===============================================
Αδικαιολόγητη
κατοχή κληρονομιαίου ακινήτου - αναγνωριστική από τον κληρονόμο για το
κληρονομικό δικαίωμα στο συγκεκριμένο ακίνητο αγωγή -
Αριθμός : 729
Έτος : 2011
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος
Μελέτη :
Διάταξη :
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1'...----- ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:..., Αντιπρόεδρο του...,...,...,...και..., Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2011, με την παρουσία και της..., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Μ. θυγ....και 2...., κατοίκων αμφοτέρων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους..., με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ...αναιρεσιβλήτων: 1....Β., ατομικά και ως καθολικού διαδόχου της αρχικά πρώτης εναγομένης μητέρας του..., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε και 2. Η. -...Ν. συζ...., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της.... Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5 Οκτωβρίου 2004 αγωγή της ήδη πρώτης των αναιρεσειόντων η οποία κατατέθηκε στο.... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 725/2008 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 7386/2009 του.... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο..., ανέγνωσε την από 13 Ιανουαρίου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του μοναδικού λόγου της από 3 Φεβρουαρίου 2010 αίτησης αναίρεσης και την αναίρεση της υπ' αριθμ. 7386/2009 απόφασης του.... Ο πληρεξούσιος της παραστάσας αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες υπ' αριθμ. 8244/25.5.2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο...Ε., προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη δικάσιμο της 24-1-2011, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο αναιρεσίβλητο.... Ο τελευταίος όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν εμφανίσθηκε ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την παραπάνω συνεδρίαση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του πινακίου στο οποίο μεταφέρθηκε και εγγράφηκε μετά την προαναφερθείσα αναβολή. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του αναιρεσίβλητου...υ (άρθρα 576 παρ. 2, 575 εδαφ.1 και 2, 226 παρ.3 εδ. γ' και δ' του ΚΠολΔ). 1. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 974, 983, 1710, 1813 επ., 1846 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ, σε αντίθεση με την κατ' άρθρο 1871 του ΑΚ αγωγή περί κλήρου, στην οποία εναγόμενος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που κατακρατεί ως κληρονόμος (pro herede) αντικείμενο της κληρονομίας (νομέας της κληρονομίας), σε περίπτωση αδικαιολόγητης κατοχής κληρονομιαίου ακινήτου χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος ή με βάση ειδικό τίτλο αμφισβητουμένου κύρους ή ακόμη και σε περίπτωση απλής αμφισβήτησης από κάποιον του κληρονομικού δικαιώματος του κληρονόμου σε κληρονομιαίο ακίνητο, μπορεί ν' ασκηθεί από τον κληρονόμο κατ' αυτού αναγνωριστική για το κληρονομικό δικαίωμα στο συγκεκριμένο ακίνητο αγωγή. Για την ευδοκίμηση της αγωγής αυτής, αρκεί ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει το θάνατο του κληρονομουμένου, τη συγγενική του σχέση προς αυτόν, εφόσον το κληρονομικό του δικαίωμα το στηρίζει στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, το δικαίωμα του κληρονομουμένου στο ακίνητο, το οποίο μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε κυριότητα, αλλά και σε νομή του κληρονομουμένου στο ακίνητο κατά το χρόνο του θανάτου του, η οποία περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του, καθώς και την εκ μέρους του εναγομένου αδικαιολόγητη κατοχή του ακινήτου ή και απλή αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος (ΑΠ 355/2007). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 παρ. 1 εδ. α' και 180 ΑΚ συνάγεται ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, είναι άκυρη. Την ακυρότητα δε αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, ασκώντας (κατ' άρθρο 70, 72 ΚΠολΔ) αναγνωριστική αγωγή και όχι μόνο ο κληρονόμος, διότι η αγωγή δεν είναι προσωποπαγής όπως είναι η αγωγή του άρθρου 1787 ΑΚ για ακύρωση ακυρωσίμου διαθήκης για κάποιο από τους λόγους των άρθρων 1782 - 1786 δηλ. απειλή, δόλος, πλάνη κλπ (ΑΠ 1591/1997). Έννομο δε συμφέρον για άσκηση αναγνωριστικής αγωγής ακύρωσης διαθήκης έχει και ο δανειστής του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, όταν ο τελευταίος δεν ασκεί τα δικαιώματά του, οπότε ο δανειστής ασκεί πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 του ..., ναι μεν η δήλωση για την αποδοχή της κληρονομίας, η οποία είναι μονομερής δικαιοπραξία, που δεν έχει ανάγκη ανακοίνωσης σε άλλον, τελειούται με τη δήλωση και δεν υπόκειται ανάκληση. Η δήλωση όμως αυτή είναι άκυρη: 1) αν έγινε από ανίκανο για δικαιοπραξία, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες γι' αυτό διατυπώσεις, 2) αν έγινε από πλάνη για το λόγο της επαγωγής, 3) αν έγινε πριν από την επαγωγή και 4) αν έγινε με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς, ενώ ακόμη μπορεί να ακυρωθεί για πλάνη, απάτη ή απειλή βάσει των διατάξεων που ισχύουν γενικώς για τις δικαιοπραξίες (άρθρα 1526, 1527, 1625, 1851, 1857, 140 επ., 150 επ. ΑΚ), ενώ η σχετική δήλωση για την αποδοχή της κληρονομίας μπορεί επίσης να προσβληθεί και για εικονικότητα αυτής. Όμως, η ακυρότητα διαθήκης ιδιόγραφης που είναι πλαστή γιατί δεν έχει γραφεί με το χέρι του διαθέτη ως αιτία επαγωγής κληρονομίας, καίτοι δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 180 του ΑΚ και την ακυρότητα της αποδοχής κληρονομίας που επήχθη με την ίδια διαθήκη, εν τούτοις, εφόσον η ίδια πλαστή διαθήκη θεωρείται ως μηδέποτε συνταχθείσα κατ' άρθρ. 180 του ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομίας δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της, και η εκ διαθήκης διαδοχή και επαγωγή ανατρέπονται αναδρομικά, επέρχεται δε η εκ του νόμου εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή (άρθρ. 1710 ΑΚ), και στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος διαθέτη επάγεται αναδρομικά η κληρονομία από το χρόνο του θανάτου του διαθέτη. Περαιτέρω, ναι μεν από τις διατάξεις των άρθρων 293, 513 επ., 1033 ΑΚ προκύπτει ότι η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης (ΑΠ 1199/1989). Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται (άρθρο 1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος και συνεπώς εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάσθηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάσθηκε από μη κύριο. Εν όψει αυτών, η αποδοχή της κληρονομίας εκ μέρους κληρονόμου, δυνάμει άκυρης ιδιόγραφης διαθήκης δεν προσπορίζει στο δηλούντα την αποδοχή το ανύπαρκτο κληρονομικό δικαίωμα και η τυχόν περαιτέρω συμβατική μεταβίβαση του ίδιου κληρονομιαίου ακινήτου σε τρίτο δε μετάγει στον αντισυμβαλλόμενο το ανύπαρκτο κληρονομικό δικαίωμα, το οποίο δεν είχε αποκτήσει ο μεταβιβάζων. Στην περίπτωση αυτή, ο θιγόμενος από τις πράξεις αυτές στο κληρονομικό του δικαίωμα εξ αδιαθέτου κληρονόμος νομιμοποιείται κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη σκέψη των νομικών παραδοχών της παρούσας, να ασκήσει την περί κλήρου αγωγή και να ζητήσει δικαστικά την αναγνώριση του ότι η αποδοχή της κληρονομίας εκ της άκυρης διαθήκης και η περαιτέρω μεταβίβαση του κληρονομιαίου ακινήτου είναι ανίσχυρες ως προς αυτόν κατά το μέρος που συμπεριλαμβάνουν το δικό του εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο, ακόμη και αν ο ίδιος δεν έχει αποκτήσει την κυριότητα του κληρονομιαίου λόγω της παράλειψης αυτού να αποδεχθεί και τυπικά την κληρονομία και να μεταγράψει αρμοδίως τη σχετική πράξη, πράγμα το οποίο θα ήταν απαραίτητο μόνο εάν ασκούσε εμπράγματη αγωγή με βάση το κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου. Έννομο δε συμφέρον για την άσκηση της αναγνωριστικής περί κλήρου αγωγής συνδυαζόμενης με επικαλούμενη ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης, έχει και ο δανειστής του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, όταν ο τελευταίος δεν ασκεί το κληρονομικό του εξ αδιαθέτου δικαίωμα, οπότε ο δανειστής ασκεί πλαγιαστική αγωγή του άρθρ. 72 του ΚΠολΔ (ΑΠ 562/1986). Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, το δικόγραφο της οποίας επισκοπείται από το δικαστήριο του...για την έρευνα του προτεινόμενου αναιρετικού λόγου, η αρχική ενάγουσα ατομικά αλλά και ο υιός της ….., ο οποίος μετά την ενηλικίωσή του, στις 15-7-2005, συνεχίζει ο ίδιος τη δίκη και για λογαριασμό της θανούσας μητέρας του, εκθέτουν ότι ο αποβιώσας στις 19-12-2002...Λ., σύζυγος της πρώτης εναγομένης και πατέρας του δευτέρου εναγομένου, εν διαστάσει συζύγου (του τελευταίου) της πρώτης ενάγουσας και πατέρας του δευτέρου ενάγοντος, κατά το χρόνο του θανάτου του δεν άφησε διαθήκη. Ότι η πρώτη εναγομένη δημοσίευσε με τα υπ' αριθμ. 1787/2003 πρακτικά του...από 30-3-2000 φερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω αποβιώσαντος συζύγου της σύμφωνα με την οποία η πρώτη εναγομένη, μεταξύ άλλων, εγκαθίστατο κληρονόμος επί του αναφερομένου στην αγωγή διαμερίσματος μετά της αποθήκης αυτού, με τον όρο ότι μετά το θάνατό της, εάν δεν είχε παραστεί ανάγκη να πωληθεί, το διαμέρισμα να περιέλθει στον δεύτερο εναγόμενο γιο της. Ότι η ανωτέρω διαθήκη είναι πλαστή, για το λόγο δε αυτό η πρώτη ενάγουσα άσκησε την από 10-2-2004 αγωγή ενώπιον του...κατά της πρώτης εναγομένης με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της εν λόγω διαθήκης. Ότι η πρώτη εναγομένη με βάση την ανωτέρω πλαστή διαθήκη, αποδέχθηκε την κληρονομία με το υπ' αριθμ. .../2003 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Καλλιθέας …… και στη συνέχεια αυτή και ο δεύτερος εναγόμενος, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος (με την ιδιότητα του καταπιστευματοδόχου από την άκυρη διαθήκη) μεταβίβασαν το κληρονομιαίο με την ανωτέρω διαθήκη ακίνητο στην τρίτη εναγομένη. Ότι τόσο η ενάγουσα, όσο και ο δεύτερος ενάγων, γιος της, έχουν τις αναφερόμενες στην αγωγή χρηματικές απαιτήσεις κατά των δύο πρώτων εναγομένων. Ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, οι οποίοι δεν διαθέτουν άλλα περιουσιακά στοιχεία, από κοινού ενεργούντες με την τρίτη εναγομένη, και γνωρίζοντας και οι τρεις την προαναφερθείσα πλαστότητα, προέβησαν στην ανωτέρω μεταβίβαση προκειμένου να ματαιώσουν την ικανοποίηση των ανωτέρω απαιτήσεων. Ότι εάν δεν υπήρχε η πλαστή διαθήκη ο δεύτερος εναγόμενος θα είχε κληρονομήσει τον ανωτέρω αποβιώσαντα πατέρα του κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου ως εκ αδιαθέτου κληρονόμος του και θα καθίστατο δυνατή η ικανοποίηση των απαιτήσεων των αρχικά εναγόντων. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά οι ενάγοντες ζητούν, λόγω της πλαστότητας της διαθήκης, την οποία προσβάλλουν πλαγιαστικά, ασκούντες παράλληλα πλαγιαστικά αναγνωριστικά και την περί κλήρου αγωγή για το κληρονομικό δικαίωμα των εναγομένων εξ αδιαθέτου, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί το ανίσχυρο της υπ' αριθμ. .../2003 πράξεως αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Καλλιθέας ……, καθώς και του υπ' αριθμ. .../2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου σε σχέση με το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα των δύο πρώτων εναγομένων, λόγω της προαναφερθείσας ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, και να αναγνωρισθεί ότι η τρίτη εναγομένη αγοράστρια οφείλει να αποδώσει στην πρώτη και δεύτερο των εναγομένων το επίδικο κληρονομιαίο ακίνητο κατά ποσοστό 1/4 και 3/4 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, με βάση το κληρονομικό τους εξ αδιαθέτου δικαίωμα, λόγω της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, που χωρεί ενόψει της ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης. Με το περιεχόμενό της αυτό η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις. Επομένως, το Εφετείο που δεχόμενο την έφεση των αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει νόμιμη την ίδια αγωγή και την απέρριψε στη συνέχεια ως μη νόμιμη, παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, που βάσιμα προβάλλεται με το μοναδικό λόγο του αναιρετηρίου. Μετά τα παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την αριθ. 7386/2009 απόφαση του.... Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10...2011. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 17...2011. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
===========================================
======
- Ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης. Αρνητική αναγνωριστική αγωγή.
- Ο επικαλούμενος ιδιόγραφη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της σ' αυτή υπογραφής, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ του επικαλουμένου αυτήν. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριον, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου, που αντλεί δικαιώματα από αυτήν και κάποιου από τους βλαπτομένους.
- Στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας της διαθήκης, λόγω της μη ιδιοχείρου γραφής και υπογραφής αυτής, όπως και η ένδικη, αρκεί μόνον η με αυτήν (αγωγή) αντιτασσομένη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου αλλά ο τελευταίος (εναγόμενος) υποχρεούται να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, ήτοι την ιδιόχειρη, από το διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν, εκτός άλλων, και τα εξής: Αν έγινε ή όχι επίκληση του αποδεικτικού μέσου κρίνεται από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αν δεν προσκομίζονται οι προτάσεις ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΟλΑΠ 498/1978). Ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται, επίσης, ως κατ' ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως δε αρκεί, προς τούτο, η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποιά μέσα προκύπτει άμεση και από ποιά έμμεση απόδειξη.
Διατάξεις:
ΑΚ: 1721, 1777
ΚΠολΔ: 553, 559 αριθ. 11, 562 Δώρα
Αριθμός : 729
Έτος : 2011
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος
Μελέτη :
Διάταξη :
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1'...----- ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:..., Αντιπρόεδρο του...,...,...,...και..., Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2011, με την παρουσία και της..., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Μ. θυγ....και 2...., κατοίκων αμφοτέρων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους..., με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ...αναιρεσιβλήτων: 1....Β., ατομικά και ως καθολικού διαδόχου της αρχικά πρώτης εναγομένης μητέρας του..., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε και 2. Η. -...Ν. συζ...., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της.... Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5 Οκτωβρίου 2004 αγωγή της ήδη πρώτης των αναιρεσειόντων η οποία κατατέθηκε στο.... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 725/2008 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 7386/2009 του.... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο..., ανέγνωσε την από 13 Ιανουαρίου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του μοναδικού λόγου της από 3 Φεβρουαρίου 2010 αίτησης αναίρεσης και την αναίρεση της υπ' αριθμ. 7386/2009 απόφασης του.... Ο πληρεξούσιος της παραστάσας αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες υπ' αριθμ. 8244/25.5.2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο...Ε., προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη δικάσιμο της 24-1-2011, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο αναιρεσίβλητο.... Ο τελευταίος όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν εμφανίσθηκε ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την παραπάνω συνεδρίαση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του πινακίου στο οποίο μεταφέρθηκε και εγγράφηκε μετά την προαναφερθείσα αναβολή. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του αναιρεσίβλητου...υ (άρθρα 576 παρ. 2, 575 εδαφ.1 και 2, 226 παρ.3 εδ. γ' και δ' του ΚΠολΔ). 1. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 974, 983, 1710, 1813 επ., 1846 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ, σε αντίθεση με την κατ' άρθρο 1871 του ΑΚ αγωγή περί κλήρου, στην οποία εναγόμενος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που κατακρατεί ως κληρονόμος (pro herede) αντικείμενο της κληρονομίας (νομέας της κληρονομίας), σε περίπτωση αδικαιολόγητης κατοχής κληρονομιαίου ακινήτου χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος ή με βάση ειδικό τίτλο αμφισβητουμένου κύρους ή ακόμη και σε περίπτωση απλής αμφισβήτησης από κάποιον του κληρονομικού δικαιώματος του κληρονόμου σε κληρονομιαίο ακίνητο, μπορεί ν' ασκηθεί από τον κληρονόμο κατ' αυτού αναγνωριστική για το κληρονομικό δικαίωμα στο συγκεκριμένο ακίνητο αγωγή. Για την ευδοκίμηση της αγωγής αυτής, αρκεί ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει το θάνατο του κληρονομουμένου, τη συγγενική του σχέση προς αυτόν, εφόσον το κληρονομικό του δικαίωμα το στηρίζει στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, το δικαίωμα του κληρονομουμένου στο ακίνητο, το οποίο μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε κυριότητα, αλλά και σε νομή του κληρονομουμένου στο ακίνητο κατά το χρόνο του θανάτου του, η οποία περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του, καθώς και την εκ μέρους του εναγομένου αδικαιολόγητη κατοχή του ακινήτου ή και απλή αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος (ΑΠ 355/2007). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 παρ. 1 εδ. α' και 180 ΑΚ συνάγεται ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, είναι άκυρη. Την ακυρότητα δε αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, ασκώντας (κατ' άρθρο 70, 72 ΚΠολΔ) αναγνωριστική αγωγή και όχι μόνο ο κληρονόμος, διότι η αγωγή δεν είναι προσωποπαγής όπως είναι η αγωγή του άρθρου 1787 ΑΚ για ακύρωση ακυρωσίμου διαθήκης για κάποιο από τους λόγους των άρθρων 1782 - 1786 δηλ. απειλή, δόλος, πλάνη κλπ (ΑΠ 1591/1997). Έννομο δε συμφέρον για άσκηση αναγνωριστικής αγωγής ακύρωσης διαθήκης έχει και ο δανειστής του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, όταν ο τελευταίος δεν ασκεί τα δικαιώματά του, οπότε ο δανειστής ασκεί πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 του ..., ναι μεν η δήλωση για την αποδοχή της κληρονομίας, η οποία είναι μονομερής δικαιοπραξία, που δεν έχει ανάγκη ανακοίνωσης σε άλλον, τελειούται με τη δήλωση και δεν υπόκειται ανάκληση. Η δήλωση όμως αυτή είναι άκυρη: 1) αν έγινε από ανίκανο για δικαιοπραξία, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες γι' αυτό διατυπώσεις, 2) αν έγινε από πλάνη για το λόγο της επαγωγής, 3) αν έγινε πριν από την επαγωγή και 4) αν έγινε με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς, ενώ ακόμη μπορεί να ακυρωθεί για πλάνη, απάτη ή απειλή βάσει των διατάξεων που ισχύουν γενικώς για τις δικαιοπραξίες (άρθρα 1526, 1527, 1625, 1851, 1857, 140 επ., 150 επ. ΑΚ), ενώ η σχετική δήλωση για την αποδοχή της κληρονομίας μπορεί επίσης να προσβληθεί και για εικονικότητα αυτής. Όμως, η ακυρότητα διαθήκης ιδιόγραφης που είναι πλαστή γιατί δεν έχει γραφεί με το χέρι του διαθέτη ως αιτία επαγωγής κληρονομίας, καίτοι δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 180 του ΑΚ και την ακυρότητα της αποδοχής κληρονομίας που επήχθη με την ίδια διαθήκη, εν τούτοις, εφόσον η ίδια πλαστή διαθήκη θεωρείται ως μηδέποτε συνταχθείσα κατ' άρθρ. 180 του ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομίας δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της, και η εκ διαθήκης διαδοχή και επαγωγή ανατρέπονται αναδρομικά, επέρχεται δε η εκ του νόμου εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή (άρθρ. 1710 ΑΚ), και στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος διαθέτη επάγεται αναδρομικά η κληρονομία από το χρόνο του θανάτου του διαθέτη. Περαιτέρω, ναι μεν από τις διατάξεις των άρθρων 293, 513 επ., 1033 ΑΚ προκύπτει ότι η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης (ΑΠ 1199/1989). Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται (άρθρο 1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος και συνεπώς εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάσθηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάσθηκε από μη κύριο. Εν όψει αυτών, η αποδοχή της κληρονομίας εκ μέρους κληρονόμου, δυνάμει άκυρης ιδιόγραφης διαθήκης δεν προσπορίζει στο δηλούντα την αποδοχή το ανύπαρκτο κληρονομικό δικαίωμα και η τυχόν περαιτέρω συμβατική μεταβίβαση του ίδιου κληρονομιαίου ακινήτου σε τρίτο δε μετάγει στον αντισυμβαλλόμενο το ανύπαρκτο κληρονομικό δικαίωμα, το οποίο δεν είχε αποκτήσει ο μεταβιβάζων. Στην περίπτωση αυτή, ο θιγόμενος από τις πράξεις αυτές στο κληρονομικό του δικαίωμα εξ αδιαθέτου κληρονόμος νομιμοποιείται κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη σκέψη των νομικών παραδοχών της παρούσας, να ασκήσει την περί κλήρου αγωγή και να ζητήσει δικαστικά την αναγνώριση του ότι η αποδοχή της κληρονομίας εκ της άκυρης διαθήκης και η περαιτέρω μεταβίβαση του κληρονομιαίου ακινήτου είναι ανίσχυρες ως προς αυτόν κατά το μέρος που συμπεριλαμβάνουν το δικό του εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο, ακόμη και αν ο ίδιος δεν έχει αποκτήσει την κυριότητα του κληρονομιαίου λόγω της παράλειψης αυτού να αποδεχθεί και τυπικά την κληρονομία και να μεταγράψει αρμοδίως τη σχετική πράξη, πράγμα το οποίο θα ήταν απαραίτητο μόνο εάν ασκούσε εμπράγματη αγωγή με βάση το κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου. Έννομο δε συμφέρον για την άσκηση της αναγνωριστικής περί κλήρου αγωγής συνδυαζόμενης με επικαλούμενη ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης, έχει και ο δανειστής του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, όταν ο τελευταίος δεν ασκεί το κληρονομικό του εξ αδιαθέτου δικαίωμα, οπότε ο δανειστής ασκεί πλαγιαστική αγωγή του άρθρ. 72 του ΚΠολΔ (ΑΠ 562/1986). Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, το δικόγραφο της οποίας επισκοπείται από το δικαστήριο του...για την έρευνα του προτεινόμενου αναιρετικού λόγου, η αρχική ενάγουσα ατομικά αλλά και ο υιός της ….., ο οποίος μετά την ενηλικίωσή του, στις 15-7-2005, συνεχίζει ο ίδιος τη δίκη και για λογαριασμό της θανούσας μητέρας του, εκθέτουν ότι ο αποβιώσας στις 19-12-2002...Λ., σύζυγος της πρώτης εναγομένης και πατέρας του δευτέρου εναγομένου, εν διαστάσει συζύγου (του τελευταίου) της πρώτης ενάγουσας και πατέρας του δευτέρου ενάγοντος, κατά το χρόνο του θανάτου του δεν άφησε διαθήκη. Ότι η πρώτη εναγομένη δημοσίευσε με τα υπ' αριθμ. 1787/2003 πρακτικά του...από 30-3-2000 φερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω αποβιώσαντος συζύγου της σύμφωνα με την οποία η πρώτη εναγομένη, μεταξύ άλλων, εγκαθίστατο κληρονόμος επί του αναφερομένου στην αγωγή διαμερίσματος μετά της αποθήκης αυτού, με τον όρο ότι μετά το θάνατό της, εάν δεν είχε παραστεί ανάγκη να πωληθεί, το διαμέρισμα να περιέλθει στον δεύτερο εναγόμενο γιο της. Ότι η ανωτέρω διαθήκη είναι πλαστή, για το λόγο δε αυτό η πρώτη ενάγουσα άσκησε την από 10-2-2004 αγωγή ενώπιον του...κατά της πρώτης εναγομένης με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της εν λόγω διαθήκης. Ότι η πρώτη εναγομένη με βάση την ανωτέρω πλαστή διαθήκη, αποδέχθηκε την κληρονομία με το υπ' αριθμ. .../2003 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Καλλιθέας …… και στη συνέχεια αυτή και ο δεύτερος εναγόμενος, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος (με την ιδιότητα του καταπιστευματοδόχου από την άκυρη διαθήκη) μεταβίβασαν το κληρονομιαίο με την ανωτέρω διαθήκη ακίνητο στην τρίτη εναγομένη. Ότι τόσο η ενάγουσα, όσο και ο δεύτερος ενάγων, γιος της, έχουν τις αναφερόμενες στην αγωγή χρηματικές απαιτήσεις κατά των δύο πρώτων εναγομένων. Ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, οι οποίοι δεν διαθέτουν άλλα περιουσιακά στοιχεία, από κοινού ενεργούντες με την τρίτη εναγομένη, και γνωρίζοντας και οι τρεις την προαναφερθείσα πλαστότητα, προέβησαν στην ανωτέρω μεταβίβαση προκειμένου να ματαιώσουν την ικανοποίηση των ανωτέρω απαιτήσεων. Ότι εάν δεν υπήρχε η πλαστή διαθήκη ο δεύτερος εναγόμενος θα είχε κληρονομήσει τον ανωτέρω αποβιώσαντα πατέρα του κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου ως εκ αδιαθέτου κληρονόμος του και θα καθίστατο δυνατή η ικανοποίηση των απαιτήσεων των αρχικά εναγόντων. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά οι ενάγοντες ζητούν, λόγω της πλαστότητας της διαθήκης, την οποία προσβάλλουν πλαγιαστικά, ασκούντες παράλληλα πλαγιαστικά αναγνωριστικά και την περί κλήρου αγωγή για το κληρονομικό δικαίωμα των εναγομένων εξ αδιαθέτου, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί το ανίσχυρο της υπ' αριθμ. .../2003 πράξεως αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Καλλιθέας ……, καθώς και του υπ' αριθμ. .../2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου σε σχέση με το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα των δύο πρώτων εναγομένων, λόγω της προαναφερθείσας ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, και να αναγνωρισθεί ότι η τρίτη εναγομένη αγοράστρια οφείλει να αποδώσει στην πρώτη και δεύτερο των εναγομένων το επίδικο κληρονομιαίο ακίνητο κατά ποσοστό 1/4 και 3/4 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, με βάση το κληρονομικό τους εξ αδιαθέτου δικαίωμα, λόγω της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, που χωρεί ενόψει της ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης. Με το περιεχόμενό της αυτό η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις. Επομένως, το Εφετείο που δεχόμενο την έφεση των αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει νόμιμη την ίδια αγωγή και την απέρριψε στη συνέχεια ως μη νόμιμη, παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, που βάσιμα προβάλλεται με το μοναδικό λόγο του αναιρετηρίου. Μετά τα παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την αριθ. 7386/2009 απόφαση του.... Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10...2011. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 17...2011. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
===========================================
Στοιχεία
του κύρους ιδιόγραφης διαθήκης. Ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης. Αρνητική
αναγνωριστική αγωγή για ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης.
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 105/2011
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η
ιδιόγραφη διαθήκη, απαιτείται πλην άλλων, να γράφεται ολόκληρη με το
χέρι του διαθέτη, να χρονολογείται και να υπογράφεται από αυτόν.
Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος.
Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης.
Απλές
προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη,
διαφορετικά θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές,
ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το
δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν, κατά την κρίση του
δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης.
Την
ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης μπορεί να προτείνει καθένας που έχει
έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο
συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους
οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται ολόκληρη η
κληρονομιά του.
Ο
επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της
υπογραφής σ' αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο
γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη.
Τα
ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για
ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής
αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του
ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου από τη διαθήκη δικαιώματος του
εναγομένου.
Στην
περίπτωση δηλαδή αυτή, δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την
αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το δικαίωμα του
εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την
αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη
γραφή και υπογραφή της διαθήκης.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για ευθεία
παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί,
ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ
δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην
ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα
πραγματικά περιστατικά, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα
στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου, για την
επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην
περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών
που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της
υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι
πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση.
Ο
από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ιδρύεται,
αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου
αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές, ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που
ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης,
κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της
απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού,
δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα
πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για
την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της
διάταξης που εφαρμόσθηκε, ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της.
Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης
δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη
ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες
αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται,
όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και,
ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που
έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς
αντιφάσεις.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 105/2011
Απόσπασμα
……..Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1718 και 1821 παρ. 1, 3 και 4
ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη, απαιτείται πλην άλλων, να γράφεται ολόκληρη με
το χέρι του διαθέτη, να χρονολογείται και να υπογράφεται από αυτόν. Από
τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Ψευδής ή
εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης
διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από
το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές,
παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από
το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν, κατά την κρίση του
δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης.
Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο
συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον
έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω
της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομιά του (AΠ
1063/2006). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη
γνησιότητα της υπογραφής σ' αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο
το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Τα ίδια ισχύουν και
στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της
διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί
μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του
προβαλλόμενου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην
περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την
αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του
εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την
αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη
γραφή και υπογραφή της διαθήκης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559
αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση
ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν
έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην
ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα
πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα
στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου, για την
επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην
περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών
που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της
υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι
πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά
δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η
απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή
έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια
της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν
κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά,
τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση, στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που
εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται,
δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται
αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη
νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση
του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις
αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση,
στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές,
αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Στην
προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του,
αναφορικά με την ένδικη από 1-6-2000 αγωγή της ενάγουσας και ήδη
αναιρεσείουσας, με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί άκυρη η από 18-9-1998
ιδιόγραφη διαθήκη του πατέρα της, δέχτηκε: "Ο …..του ……κάτοικος εν ζωή
…..απεβίωσε στην Αθήνα στις 18.12.1998. Αυτός ήταν πατέρας της ενάγουσας
(ήδη αναιρεσείουσας) και αδελφός των εναγομένων (ήδη αναιρεσιβλήτων).
Με την από 18.9.1998 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νομίμως με
το ………πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……., εγκατέστησε ως
κληρονόμους του τους παραπάνω διαδίκους , ήτοι τη θυγατέρα του και τους
αδελφούς του, όπως ειδικότερα αναφέρεται σ' αυτή. Η ενάγουσα ισχυρίζεται
ότι η διαθήκη αυτή δεν είναι γραμμένη από το χέρι του πατέρα της ούτε η
υπογραφή είναι δική του και είναι εξ ολοκλήρου πλαστή. Από τα
προαναφερόμενα όμως αποδεικτικά μέσα πλήρως αποδείχθηκε ότι η παραπάνω
διαθήκη γράφηκε καθ' ολοκληρία και υπογράφηκε από τον συντάκτη της,
πατέρα της αναιρεσείουσας. Ειδικότερα, συνεχίζει το Εφετείο, αποδείχθηκε
ότι από το νόμιμο γάμο του ……με την……ο οποίος δεν ευδοκίμησε και λύθηκε
αμετακλήτως με διαζύγιο λίγα έτη μετά την τέλεση του, γεννήθηκε η
θυγατέρα του ……Λόγω του διαζυγίου και των κακών σχέσεων μεταξύ των πρώην
συζύγων ο……..δεν είχε σχέσεις με την αναιρεσείουσα θυγατέρα του. Το
έτος 1995 ο……… προσβλήθηκε από καρκίνο της κύστης, ο οποίος στη συνέχεια
έκανε μεταστάσεις και μετά από πολλές χειρουργικές επεμβάσεις και
νοσηλείες σε διάφορα νοσοκομεία της…….και των Αθηνών αποβίωσε στις
18.12.1998 στο νοσοκομείο……..όπου και νοσηλευόταν. Στο διάστημα αυτό την
εν γένει φροντίδα του είχαν αναλάβει οι εναγόμενοι και ήδη
αναιρεσίβλητοι αδελφοί του. Η ενάγουσα θυγατέρα του τον είχε επισκεφθεί
αρκετές φορές κατά τη νοσηλεία του της τελευταίας περιόδου στο
νοσοκομείο…Ο ….. νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο……της Αθήνας από 28.9.1998
μέχρι και τον επισυμβάντα θάνατό του στις 18.12.1998. Τον Οκτώβριο του
1998, λίγες ημέρες πριν την τελευταία χειρουργική επέμβαση αποφάσισε να
κάνει διαθήκη. Προς το σκοπό αυτό ζήτησε τις νομικές συμβουλές του φίλου
του δικηγόρου………..ο οποίος προσήλθε στο παραπάνω νοσοκομείο, παρέσχε
συμβουλές σ' αυτόν και μάλιστα του έδωσε ένα λευκό χαρτί, στο οποίο ο
προαναφερόμενος έγραψε τη διαθήκη του, παρουσία του……..και της
αποκλειστικής νοσοκόμου…….Στη συνέχεια, τοποθέτησε αυτή σε φάκελο που
του έδωσε ο…….και, αφού ο ίδιος τον έκλεισε, τον παρέδωσε στον τελευταίο
προς φύλαξη. Τα παραπάνω αποδεικνύονται ιδίως από τις σαφείς και
αξιόπιστες καταθέσεις των προαναφερομένων μαρτύρων ……και…….οι οποίες από
κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν αναιρούνται ή αμφισβητούνται.
Αντίθετα, επιβεβαιώνονται από την από 25.7.2002 έκθεση γραφολογικής
πραγματογνωμοσύνης της…..που διενεργήθηκε με απόφαση του πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου. Ειδικότερα, η παραπάνω πραγματογνώμονας αιτιολογημένα
αποφαίνεται, ότι η προαναφερόμενη από 18-9-1998 διαθήκη του……."γράφηκε,
χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από τον ίδιο και είναι καθόλα γνήσια". Το
συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει και ο τεχνικός σύμβουλος των αναιρεσιβλήτων
…….Αντίθετα, ο τεχνικός σύμβουλος της αναιρεσείουσας…….ο οποίος είχε
διενεργήσει προηγουμένως γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, κατέληξε σε
εντελώς αντίθετο συμπέρασμα, ήτοι ότι η επίδικη διαθήκη "δεν γράφηκε
ούτε υπογράφηκε από αυτόν αλλά είναι εξ ολοκλήρου πλαστή με αποτυχημένη
ζωγραφική απομίμηση άλλου προσώπου….....". Οι αιτιάσεις του γραφολόγου
αυτού στα συμπεράσματα της γραφολόγου …….εστιάζονται κυρίως στην
"τρομώδη" γραφή του κειμένου της διαθήκης και σε μικροδιαφορά με τα μη
αμφισβητούμενα (γνήσια) συγκριτικά στοιχεία. Όμως η "τρομώδης" γραφή
ήταν αποτέλεσμα της κατάστασης της υγείας του διαθέτη, ενώ οι
μικροδιαφορές στο σχηματισμό μερικών μόνο γραμμάτων είναι φαινομενικές ,
διότι στην πραγματικότητα τα γράμματα αυτά απαντώνται με την ίδια δομή
και μορφή σε άλλα κείμενα του διαθέτη, ενώ όλα τα γενικά χαρακτηριστικά
και οι ιδιομορφίες στη γραφή της διαθήκης ομοιάζουν με τα αντίστοιχα της
γνήσιας γραφής του. Ειδικότερα, όπως βεβαιώνει ο μάρτυρας ………η σύνταξη
της επίδικης διαθήκης έγινε προς το τέλος Οκτωβρίου 1998 και στην Αθήνα,
στο νοσοκομείο……και όχι στις 28.9.1998 και στη……..όπως αναγράφεται στη
διαθήκη. Σε παρατήρηση του ……για τις παραπάνω ανακρίβειες του απάντησε
"δεν θέλω να φαίνεται, ότι την έκανα εδώ στην Αθήνα και στο νοσοκομείο"
όπως μετά λόγου γνώσης καταθέτει ο …….Τέλος Οκτωβρίου, όμως, η κατάσταση
της υγείας του διαθέτη ήταν ήδη πολύ επιβαρυμένη. Και είναι αληθές ότι
δεν έπασχε από την ασθένεια "πάρκινσον", πλην όμως λόγω της εξάντλησης
του οργανισμού του δυσκολευόταν πολύ να χρησιμοποιήσει τις σωματικές του
δυνάμεις. Όπως αναφέρει η …….αναπληρώτρια Διευθύντρια του Ιπποκράτειου
Νοσοκομείου στο από 1.12.2000 ιατρικό σημείωμά της, αυτός παρουσίαζε
"ελαφρά κινητική δυσπραγία άνω και κάτω άκρων, η οποία εξεδηλώνετο με
ελαφρά δυσκολία στο βάδισμα και ελαφρύ τρόμο χειρών (τύπου παρκισωνικού)
π.χ. κατά τη λήψη τροφής έτρεμε ελαφρώς….....". Επομένως, η "τρομώδης"
γραφή της διαθήκης δικαιολογείται από την προπεριγραφόμενη κατάσταση της
υγείας του διαθέτη. Άλλωστε, η δυσκολία στη γραφή της επιβεβαιώνεται
και από τους προαναφερόμενους παρόντες μάρτυρες, οι οποίοι καταθέτουν
ότι χρειάστηκε αρκετός χρόνος για την ολοκλήρωσή της, ενώ από ένα
φυσιολογικό άνθρωπο θα συντασσόταν σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα".
Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο δέχτηκε, ότι η
επίδικη διαθήκη γράφηκε και υπογράφηκε από τον ίδιο το διαθέτη και
κατόπιν τούτου απέρριψε την αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση,
που είχε κρίνει όμοια. Με αυτά, που δέχτηκε, και, έτσι, που έκρινε, το
Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1721
ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή
του νόμιμης βάσης, διότι διέλαβε σ' αυτή πλήρεις σαφείς και χωρίς
αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τα
ουσιώδη ζητήματα, ότι η ιδιόγραφη διαθήκη του διαθέτη ………γράφηκε εξ
ολοκλήρου, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από τον ίδιο και ότι η τρομώδης
γραφή ήταν αποτέλεσμα της κατάστασης της υγείας του διαθέτη, ενώ οι
μικροδιαφορές στο σχηματισμό μερικών μόνο γραμμάτων είναι φαινομενικές.
Επίσης, δεν είναι αντιφατική η παραδοχή του Εφετείου, ότι ο αποβιώσας
διαθέτης δεν είχε σχέσεις με την αναιρεσείουσα κόρη του και ότι η
τελευταία τον είχε επισκεφθεί αρκετές φορές κατά τη νοσηλεία του της
τελευταίας περιόδου στο νοσοκομείο. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1
και 19 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα
αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ======
Ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης.
- Ο επικαλούμενος ιδιόγραφη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της σ' αυτή υπογραφής, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ του επικαλουμένου αυτήν. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριον, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου, που αντλεί δικαιώματα από αυτήν και κάποιου από τους βλαπτομένους.
- Στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας της διαθήκης, λόγω της μη ιδιοχείρου γραφής και υπογραφής αυτής, όπως και η ένδικη, αρκεί μόνον η με αυτήν (αγωγή) αντιτασσομένη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου αλλά ο τελευταίος (εναγόμενος) υποχρεούται να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, ήτοι την ιδιόχειρη, από το διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν, εκτός άλλων, και τα εξής: Αν έγινε ή όχι επίκληση του αποδεικτικού μέσου κρίνεται από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αν δεν προσκομίζονται οι προτάσεις ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΟλΑΠ 498/1978). Ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται, επίσης, ως κατ' ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως δε αρκεί, προς τούτο, η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποιά μέσα προκύπτει άμεση και από ποιά έμμεση απόδειξη.
Διατάξεις:
ΑΚ: 1721, 1777
ΚΠολΔ: 553, 559 αριθ. 11, 562 Δώρα
Αριθμός 1595/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλέξανδρο Κασιώλα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Βασίλειο Νικόπουλο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Δημήτριο Κανελλόπουλο και Γεώργιο Καπερώνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαΐου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Κ. χήρας Α.Μ., το γένος Γ. Ο., κατοίκου Νάξου και 2) Γ. θυγατέρας Α.Μ., συζύγου Ν.Δ., κατοίκου Νάξου. Η μεν 1η εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Βασίλειο Καπερνάρο και Ηλία Κωνσταντόπουλο, η δε 2η παραστάθηκε με τους ανωτέρω πληρεξούσιους δικηγόρους της.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. θυγατέρας Γ.Μ., χήρας Γ.Μ., κατοίκου Νάξου, ατομικώς και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της Αντωνίου Μαργαρίτη του Γεωργίου, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόρη-Ευάγγελο Καλαβρό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-7-2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8/2001 μη οριστική,32/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 310/2005 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση των ανωτέρω αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 10-10- 2005 αίτησή τους και τους από 10-12-2005 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Καπερώνης ανέγνωσε την από 20-1-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των από 10-10- 2005 αιτήσεως αναιρέσεως και από 10-12-2005 προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή των, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι αν γίνει δεκτή κατά τύπους η έφεση και απορριφθεί κατ΄ ουσία ή αν γίνει δεκτή κατ΄ ουσία και εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη, διότι με αυτή περατώνεται οριστικά η δίκη.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη εφετειακή απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε κατά τύπους την έφεση των ήδη αναιρεσειουσών κατά των συμπροσβαλλομένων πρωτοδίκων αποφάσεων και την απέρριψε κατ΄ ουσία. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως προς το μέρος της, που στρέφεται κατά των πρωτοδίκων αποφάσεων (η πρώτη από τις οποίες μάλιστα είναι προδικαστική), που ενσωματώθηκαν στην απόφαση του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 1 ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ' αυτόν και από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Επομένως ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της σ' αυτή υπογραφής, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ του επικαλουμένου αυτήν. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριον, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου, που αντλεί δικαιώματα από αυτήν και κάποιου από τους βλαπτομένους (άρθρ. 1777 ΑΚ). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας της διαθήκης, λόγω της μη ιδιοχείρου γραφής και υπογραφής αυτής, όπως και η ένδικη, όπου αρκεί μόνον η με αυτήν (αγωγή) αντιτασσομένη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου αλλά ο τελευταίος (εναγόμενος) υποχρεούται να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, ήτοι την ιδιόχειρη, από το διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινομένης αιτήσεως, από τον αριθ. 13 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένως το δικαστήριο επέβαλε σ' αυτές το βάρος αποδείξεως στις γνησιότητας της γραφής και υπογραφής του φερομένου ως διαθέτη στην ένδικη διαθήκης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Για το ορισμένο του, από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγου αναιρέσεως, πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η πλημμέλεια του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς τη διατύπωση του θέματος αποδείξεως, προτάθηκε στο Εφετείο, αφού δεν πρόκειται για παράβαση, που δεν μπορούσε να προβληθεί ενώπιον του, ούτε για σφάλμα, που προκύπτει από την προσβαλλομένη, ούτε τέλος για ισχυρισμό, που αφορά τη δημόσια τάξη (άρθρ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες στον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως, υποστηρίζουν, κατά λέξη, μόνο τα εξής «Η πληττόμενη απόφαση παρά το νόμο εδέχθη πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, αφού δεν διετάχθη απόδειξη για την πλαστότητα, την οποία εδέχθη ως υφισταμένη (άρθρ. 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ.)», δεν ισχυρίζονται δε ότι προέβαλαν τέτοιο λόγο στο Εφετείο. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος. Σε κάθε περίπτωση, αφενός, από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως των ήδη αναιρεσειουσών, προκύπτει ότι οι τότε εκκαλούσες δεν προέτειναν όμοιο λόγο εφέσεως και αφετέρου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγουμένη σκέψη της παρούσας, το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο και δεν μπορούσε να υποχρεώσει την ενάγουσα ήδη αναιρεσίβλητη να αποδείξει την «πλαστότητα» της διαθήκης, δέχθηκε δε τελικώς ότι οι εναγόμενες (αναιρεσείουσες) δεν απέδειξαν τη γνησιότητα της γραφής και υπογραφής του φερομένου ως διαθέτη στην ένδικη διαθήκη Γ.Μ., σύμφωνα με το ταχθέν σ΄αυτές θέμα αποδείξεως (τα ίδια είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και κατά λογική ακολουθία ότι η διαθήκη αυτή είναι πλαστή. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως (από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.) είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος.
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν, εκτός άλλων, και τα εξής: Αν έγινε ή όχι επίκληση του αποδεικτικού μέσου κρίνεται από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αν δεν προσκομίζονται οι προτάσεις ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος (Ολ.ΑΠ 498/1978). Ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται, επίσης, ως κατ' ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως δε αρκεί, προς τούτο, η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποιά μέσα προκύπτει άμεση και από ποιά έμμεση απόδειξη.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες με τους πρώτο και δεύτερο προσθέτους λόγους αναιρέσεως, επικαλούνται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια των διατάξεων των εδαφ. γ' και β' , αντιστοίχως, του αριθ. 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι αφενός δεν έλαβε υπόψη «τις καταθέσεις των εξετασθέντων νόμιμα μαρτύρων και τις νόμιμα προσκομισθείσες ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες» και αφετέρου «έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν νόμιμα και συγκεκριμένως τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων Ι.Π., Δ.Π. και Μ. – Μ.Κ. (κατ' αντίφαση προς τον προηγούμενο λόγο) και: το από 8-2-2000 περιληπτικό σημείωμα εξόδου του Διαγνωστικού Κέντρου «ΥΓΕΙΑ», το πρόχειρο έντυπο ιστορικό του ίδιου Κέντρου, καθώς και την από 10-7-2000 γνωμάτευση του Κέντρου Υγείας Νάξου». Και οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως, ο πρώτος, από τους οποίους μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί και αόριστος, αφού δεν μνημονεύονται συγκεκριμένως τίνων μαρτύρων, οι καταθέσεις και ποιές ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες (είχαν προσκομισθεί συνολικώς τέσσερις) δεν λήφθηκαν υπόψη, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, αφού όσον αφορά τον πρώτο, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει αδιστάκτως ότι το δικάσαν Εφετείο έλαβε υπόψη και τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αφού, εκτός της γενικής βεβαιώσεώς του ότι, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, προέβη σε «επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (δυο από κάθε πλευρά), που περιέχονται στην εισηγητική έκθεση…..», το Εφετείο μνημονεύει ειδικά «τις καταθέσεις των μαρτύρων» (σελ. 8ης προσβαλλομένης αποφάσεως) και διεξοδικά τις επισημάνσεις και τα «συμπεράσματα» όλων των «πραγματογνωμόνων» (σελ. 8-19 προσβαλλομένης) και ειδικότερα των προμνημονευομένων Π., Π. και Κ. (βλ. αντιστοίχως στις σελ. 10, 17 και 18). Όσο δε αφορά τον δεύτερο και τελευταίο πρόσθετο λόγο, από τις προτάσεις των αναιρεσειουσών στο Εφετείο (βλ. σελ. 37-39), προκύπτει ότι οι ίδιες είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, τα αναφερόμενα στο λόγο αυτό έγγραφα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την, από 10.10.2005, αίτηση των Κ. και Γ. Μ. για αναίρεση των 310/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου και των 8/2001 και 32/2004 αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου.
Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις ΧΧΧ 2006.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλέξανδρο Κασιώλα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Βασίλειο Νικόπουλο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Δημήτριο Κανελλόπουλο και Γεώργιο Καπερώνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαΐου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Κ. χήρας Α.Μ., το γένος Γ. Ο., κατοίκου Νάξου και 2) Γ. θυγατέρας Α.Μ., συζύγου Ν.Δ., κατοίκου Νάξου. Η μεν 1η εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Βασίλειο Καπερνάρο και Ηλία Κωνσταντόπουλο, η δε 2η παραστάθηκε με τους ανωτέρω πληρεξούσιους δικηγόρους της.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. θυγατέρας Γ.Μ., χήρας Γ.Μ., κατοίκου Νάξου, ατομικώς και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της Αντωνίου Μαργαρίτη του Γεωργίου, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόρη-Ευάγγελο Καλαβρό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-7-2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8/2001 μη οριστική,32/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 310/2005 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση των ανωτέρω αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 10-10- 2005 αίτησή τους και τους από 10-12-2005 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Καπερώνης ανέγνωσε την από 20-1-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των από 10-10- 2005 αιτήσεως αναιρέσεως και από 10-12-2005 προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή των, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι αν γίνει δεκτή κατά τύπους η έφεση και απορριφθεί κατ΄ ουσία ή αν γίνει δεκτή κατ΄ ουσία και εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη, διότι με αυτή περατώνεται οριστικά η δίκη.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη εφετειακή απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε κατά τύπους την έφεση των ήδη αναιρεσειουσών κατά των συμπροσβαλλομένων πρωτοδίκων αποφάσεων και την απέρριψε κατ΄ ουσία. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως προς το μέρος της, που στρέφεται κατά των πρωτοδίκων αποφάσεων (η πρώτη από τις οποίες μάλιστα είναι προδικαστική), που ενσωματώθηκαν στην απόφαση του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 1 ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ' αυτόν και από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Επομένως ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της σ' αυτή υπογραφής, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ του επικαλουμένου αυτήν. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριον, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου, που αντλεί δικαιώματα από αυτήν και κάποιου από τους βλαπτομένους (άρθρ. 1777 ΑΚ). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας της διαθήκης, λόγω της μη ιδιοχείρου γραφής και υπογραφής αυτής, όπως και η ένδικη, όπου αρκεί μόνον η με αυτήν (αγωγή) αντιτασσομένη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου αλλά ο τελευταίος (εναγόμενος) υποχρεούται να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, ήτοι την ιδιόχειρη, από το διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινομένης αιτήσεως, από τον αριθ. 13 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένως το δικαστήριο επέβαλε σ' αυτές το βάρος αποδείξεως στις γνησιότητας της γραφής και υπογραφής του φερομένου ως διαθέτη στην ένδικη διαθήκης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Για το ορισμένο του, από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγου αναιρέσεως, πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η πλημμέλεια του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς τη διατύπωση του θέματος αποδείξεως, προτάθηκε στο Εφετείο, αφού δεν πρόκειται για παράβαση, που δεν μπορούσε να προβληθεί ενώπιον του, ούτε για σφάλμα, που προκύπτει από την προσβαλλομένη, ούτε τέλος για ισχυρισμό, που αφορά τη δημόσια τάξη (άρθρ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες στον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως, υποστηρίζουν, κατά λέξη, μόνο τα εξής «Η πληττόμενη απόφαση παρά το νόμο εδέχθη πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, αφού δεν διετάχθη απόδειξη για την πλαστότητα, την οποία εδέχθη ως υφισταμένη (άρθρ. 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ.)», δεν ισχυρίζονται δε ότι προέβαλαν τέτοιο λόγο στο Εφετείο. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος. Σε κάθε περίπτωση, αφενός, από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως των ήδη αναιρεσειουσών, προκύπτει ότι οι τότε εκκαλούσες δεν προέτειναν όμοιο λόγο εφέσεως και αφετέρου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγουμένη σκέψη της παρούσας, το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο και δεν μπορούσε να υποχρεώσει την ενάγουσα ήδη αναιρεσίβλητη να αποδείξει την «πλαστότητα» της διαθήκης, δέχθηκε δε τελικώς ότι οι εναγόμενες (αναιρεσείουσες) δεν απέδειξαν τη γνησιότητα της γραφής και υπογραφής του φερομένου ως διαθέτη στην ένδικη διαθήκη Γ.Μ., σύμφωνα με το ταχθέν σ΄αυτές θέμα αποδείξεως (τα ίδια είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και κατά λογική ακολουθία ότι η διαθήκη αυτή είναι πλαστή. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως (από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.) είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος.
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν, εκτός άλλων, και τα εξής: Αν έγινε ή όχι επίκληση του αποδεικτικού μέσου κρίνεται από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αν δεν προσκομίζονται οι προτάσεις ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος (Ολ.ΑΠ 498/1978). Ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται, επίσης, ως κατ' ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως δε αρκεί, προς τούτο, η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποιά μέσα προκύπτει άμεση και από ποιά έμμεση απόδειξη.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες με τους πρώτο και δεύτερο προσθέτους λόγους αναιρέσεως, επικαλούνται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια των διατάξεων των εδαφ. γ' και β' , αντιστοίχως, του αριθ. 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι αφενός δεν έλαβε υπόψη «τις καταθέσεις των εξετασθέντων νόμιμα μαρτύρων και τις νόμιμα προσκομισθείσες ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες» και αφετέρου «έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν νόμιμα και συγκεκριμένως τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων Ι.Π., Δ.Π. και Μ. – Μ.Κ. (κατ' αντίφαση προς τον προηγούμενο λόγο) και: το από 8-2-2000 περιληπτικό σημείωμα εξόδου του Διαγνωστικού Κέντρου «ΥΓΕΙΑ», το πρόχειρο έντυπο ιστορικό του ίδιου Κέντρου, καθώς και την από 10-7-2000 γνωμάτευση του Κέντρου Υγείας Νάξου». Και οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως, ο πρώτος, από τους οποίους μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί και αόριστος, αφού δεν μνημονεύονται συγκεκριμένως τίνων μαρτύρων, οι καταθέσεις και ποιές ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες (είχαν προσκομισθεί συνολικώς τέσσερις) δεν λήφθηκαν υπόψη, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, αφού όσον αφορά τον πρώτο, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει αδιστάκτως ότι το δικάσαν Εφετείο έλαβε υπόψη και τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αφού, εκτός της γενικής βεβαιώσεώς του ότι, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, προέβη σε «επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (δυο από κάθε πλευρά), που περιέχονται στην εισηγητική έκθεση…..», το Εφετείο μνημονεύει ειδικά «τις καταθέσεις των μαρτύρων» (σελ. 8ης προσβαλλομένης αποφάσεως) και διεξοδικά τις επισημάνσεις και τα «συμπεράσματα» όλων των «πραγματογνωμόνων» (σελ. 8-19 προσβαλλομένης) και ειδικότερα των προμνημονευομένων Π., Π. και Κ. (βλ. αντιστοίχως στις σελ. 10, 17 και 18). Όσο δε αφορά τον δεύτερο και τελευταίο πρόσθετο λόγο, από τις προτάσεις των αναιρεσειουσών στο Εφετείο (βλ. σελ. 37-39), προκύπτει ότι οι ίδιες είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, τα αναφερόμενα στο λόγο αυτό έγγραφα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την, από 10.10.2005, αίτηση των Κ. και Γ. Μ. για αναίρεση των 310/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου και των 8/2001 και 32/2004 αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου.
Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις ΧΧΧ 2006.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου