336/2010 ΑΠ: Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου. Η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου και παραίτηση από το δικαίωμα αυτό είναι άκυρη, εκτός αν το διαζύγιο εκδόθηκε συναινετικά.
Με την κρινόμενη 57/10-11-2008 αίτηση...
αναιρέσεως προσβάλλεται η 180/5-6-2008 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου
(Μεταβατική έδρα Χίου), κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής,
κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών
εγγράφων. Ειδικότερα, με τις α) 1147/ΤΠ39/9-6-2006 και β) 2202/ΤΠ
66/21-12-2005 αγωγές εφέροντο προς διάγνωση αξιώσεις των δι' αυτών
εναγόντων, απορρέουσες από τη συμβολή εκάστου τούτων στην κατά την
διάρκεια του γάμου τους επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Επί των εν
λόγω και με στοιχ. (α) και (β) χαρακτηριζομένων αγωγών,
συνεκδικαζομένων, εκδόθηκε, κατά μερική παραδοχή τους, η 13/2007 απόφαση
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από τις
(α) 118/20-6-2007 και (β) από 18-5-2007 αντίστοιχες εφέσεις των
διαδίκων, η 180/2008 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, με απορριπτική κατ'
ουσίαν κρίση επί της με στοιχ. (α) εφέσεως. Αντίθετα, κατά παραδοχή της
με στοιχ. (β) εφέσεως, εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δι' αυτής
πρωτοβάθμιας αποφάσεως και εξέταση κατ' ουσίαν της υποθέσεως,
απορρίφθηκε η με στοιχ. (α) αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και έγινε
μερικώς δεκτή η με στοιχ. (β) αγωγή, κρίση της, την οποία στήριζε στις
ακόλουθες αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της, κατ' ακριβή
κατά τούτο αντιγραφή της
"Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό
γόμο κατά τους θείους και ιερούς κανόνες τής Ανατολικής και Ορθόδοξης
Εκκλησίας στη ... στις 27.12.1987, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. ν
Όμως, η έγγαμη συμβίωση τους διακόπηκε οριστικά στις 19-7-1999 και ο
γάμος τους λύθηκε με την υπ' αριθ. 96/2003 απόφαση τού Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Χίου, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 24.6.2004. Κατά τη
διάρκεια τής έγγαμης συμβίωσής τους ο ενάγων εργάσθηκε ώς ασυρματιστής
αρχικά σε διάφορα ποντοπόρα πλοία και, ακολούθως, σε επιβατικά τής
γραμμής .... Από την εργασία του δε αυτή, όπως προκύπτει από τις
φορολογικές δηλώσεις, είχε τα ακόλουθα εισοδήματα: Το έτος 1988,
2.032.377 δρχ., το έτος 1989, 1.468.861 δρχ., το έτος 1990, 3.230.332
δρχ., το έτος 1991, 3.614.440 δρχ., το έτος 1992, 2.180.590 δρχ., το
έτος 1993, 4.332.847 δρχ., το έτος 1994, 4.047.522 δρχ., το έτος 1995,
1.381.454 δρχ., το έτος 1996, 4.915.337 δρχ., το έτος 1997, 6.119.160
δρχ.. Τέλος δε, το έτος 1998 εισέπραξε το ποσό των 9.433.085 δρχ. από
την εργασία του στο πλοίο "Τ...". Επίσης, από μισθώματα εισέπραξε τα
ακόλουθα χρηματικά ποσά: Το έτος 1988, 6ο.οοο δρχ., το έτος 1991"
180.000 δρχ., το έτος 1992, 180.000 δρχ., το έτος 1993, 180.000 δρχ., το
έτος 1994, 910.000 δρχ., το έτος 1995, 485.500 δρχ., το έτος 1996,
945.000 δρχ., το έτος 1997, 648.000 δρχ. και το έτος 1998, 882.000 δρχ..
Ήτοι, το συνολικό εισόδημα τού ενάγοντος κατά τη διάρκεια τών παραπάνω
ετών ανήλθε συνολικά στο ποσό τών 48.468.505 δρχ. ή 142.240,66 ευρώ
(δηλαδή, 42.758.005 δρχ. από μισθούς και 5.710.500 δρχ. από τα
μισθώματα). Εξάλλου, η εναγομένη κατά την τέλεση τού γάμου της και μέχρι
την οριστική διάσπαση τής έγγαμης συμβίωσης εργαζόταν αρχικά ώς
εργάτρια με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και, μετά ταύτα, ώς
συντηρήτρια σε μόνιμη οργανική θέση στην Κ' Εφορεία Προϊστορικών και
Κλασικών Αρχαιοτήτων τής .... Από την εργασία της δε αυτή έλαβε τα
ακόλουθα χρηματικά ποσά: Το έτος 1988, 1.021.359 δρχ., το έτος 1989,
1.287-959 δρχ., το έτος 1990, 2.040.278 δρχ., το έτος 1991, 2.074.645
δρχ, το έτος 1992, 1.854-558 δρχ., το έτος 1993, 2.286.429 δρχ., το έτος
1994, 2.524. 720 δρχ., το έτος 1995, 2.752.878 δρχ., το έτος 1996,
3.556.699 δρχ., το έτος 1997, 3.825.607 δρχ., και το έτος 1998,
4.077.142 δρχ.. Επίσης, από μισθώματα εισέπραξε αυτή τα ακόλουθα
χρηματικά ποσά: Το έτος 1988, 125.000 δρχ., το έτος 1989, 200.000 δρχ,
το έτος 1990, 154.000 δρχ., το έτος 1991, 154.000 δρχ., το έτος 1992,
108.000 δρχ., το έτος 1993, 324.000 δρχ., το έτος 1994, 336.000 δρχ., το
έτος 1995, 372.000 δρχ., το έτος 1996, 390.000 δρχ., το έτος 1997,
448.000 δρχ. και, τέλος, το έτος 1998, 528.000 δρχ.. Ήτοι, το συνολικό
εισόδημα τής εναγομένης κατά τη διάρκεια τών παραπάνω ετών ανήλθε
συνολικά σε 30.441.274 δρχ. ή 89.336,09 ευρώ (δηλαδή, 27.302.274 δρχ.
από μισθούς και 3.139.000 δρχ. από τα μισθώματα). Έτσι, οι διάδικοι,
κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, κέρδισαν αμφότεροι συνολικά το ποσό
τών 78.909.779 δρχ. (ήτοι, 48.468.505 δρχ. + 30.441-274 δρχ.) ή
231.576,75 ευρώ. Με τα παραπάνω δε ετήσια χρηματικά ποσά οι διάδικοι
αντιμετώπιζαν τις τρέχουσες οικογενειακές ανάγκες τους μόνοι, αφού
στερούνταν τέκνων.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι στις
24.6.2004, οπότε κατέστη αμετάκλητη η απόφαση λύσεως τού γάμου, η
περιουσία της εναγομένης αυξήθηκε κατά τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία,
τα οποία απέκτησε και συγκεκριμένα: 1) Ένα περιβολοχώραφο, εκτάσεως
5115,50 τ.μ. με την υπάρχουσα σ' αυτό διώροφη αγροικία εμβαδού 153,85
τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση ... στον ..., 2) ένα αγροτεμάχιο,
εκτάσεως 700 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση "... τής τέως Κοινότητας
..., 3) ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 700 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση
... τής τέως Κοινότητας ..., 4) μία ερειπωμένη οικία, εμβαδού 30 τ.μ., η
οποία βρίσκεται στην περιοχή τής τέως Κοινότητας ..., 5) ένα
αγροτεμάχιο, το οποίο βρίσκεται στη θέση ...τής τέως Κοινότητας ..., 6)
ένα αγροτεμάχιο, το οποίο βρίσκεται στη θέση ... τής τέως Κοινότητας
..., 7) ένα αγροτεμάχιο, το οποίο βρίσκεται στη θέση ... τής τέως
Κοινότητας ..., 8) ένα αγροτεμάχιο, το οποίο βρίσκεται στη θέση ... τής
τέως Κοινότητας ..., 9) ένα αγροτεμάχιο, το οποίο βρίσκεται στη θέση ...
τής τέως Κοινότητας ..., 10) ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 1.271,50 τ.μ.,
το οποίο βρίσκεται στη θέση ..., 11) ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 400 τ.μ.,
το οποίο βρίσκεται στη θέση..., 12) ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 300
τ.μ.,το οποίο βρίσκεται στη θέση .. τού Δήμου ..., 13) ένα αγροτεμάχιο,
εκτάσεως 1.50 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση ... τού Δήμου ... και
14) ένα αγροτεμάχιο, το οποίο βρίσκεται στη θέση ...τού Δήμου ...,
εκτάσεως 300 τ.μ. Τα ανωτέρω ακίνητα περιήλθαν στην εναγομένη το μεν
πρώτο με γονική παροχή από τη μητέρα της, τα δε υπόλοιπα από κληρονομιά
τής θείας της, γεγονός, άλλωστε, το οποίο δεν αμφισβητείται. Επίσης,
αυτή απέκτησε α) ένα επιβατικό αυτοκίνητο, μάρκας ...... και β) μία
διώροφη κατοικία, εμβαδού 125,82 τ.μ. Το εν λόγω επιβατικό αυτοκίνητο
αγοράσθηκε από την ίδια την εναγομένη στις 7-1-1999, οπότε καταβλήθηκε
ώς προκαταβολή το ποσό των 1.040.216 δρχ., ενώ τις υπόλοιπες μηνιαίες
δόσεις τών 58.000 δρχ. η καθεμία κατέβαλε αυτή. Άλλωστε, ουδέποτε ο
ενάγων είχε υποστηρίξει, ότι το παραπάνω αυτοκίνητο είχε αγορασθεί με
δικά του χρήματα, ενώ αξίζει να σημειωθεί, ότι η αγορά του έγινε περίπου
πριν από τα πρώτα συμπτώματα τής διασπάσεως τής έγγαμης συμβίωσής τους.
Αναφορικά δε με το ακίνητο πρέπει να
σημειωθούν τα ακόλουθα: Αυτό βρίσκεται στην περιοχή ... και στις αρχές
τής έγγαμης συμβίωσής τους οι διάδικοι απεφάσισαν να ανοικοδομήσουν
κατοικία, την οποία θα χρησιμοποιούσαν ώς εξοχική. Προς τούτο εκδόθηκε η
υπ' αριθ. ... άδεια και άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης τής
προϋπάρχουσας ερειπωμένης οικίας και ανοικοδόμησης τής νέας.
Αποτελούνταν δε αυτή από τον ισόγειο όροφο και τών ανώγειο, εμβαδού
62,91 τ.μ. ο καθένας. Η ανοικοδόμηση έγινε εξ ολοκλήρου με δαπάνες τού
ενάγοντος, ο οποίος για το σκοπό αυτό κατέβαλε το συνολικό ποσό τών
10.000.000 δρχ. περίπου. Η συμβολή αυτή, η οποία, σημειωτέον, υπερβαίνει
το κατ' αρθ. 1389 ΑΚ, όριο υποχρεώσεώς του, δεν αμφισβητήθηκε από την
εναγομένη, αφού στις 19-7-1999 και μετά την επελθούσα οριστική διάσπαση
της έγγαμης συμβίωσής τους, οι διάδικοι συνέταξαν ένα ιδιωτικό
συμφωνητικό, στο οποίο διέλαβαν τους κατ' ιδίαν όρους επιλύσεως τών
περιουσιακών τους διαφορών. Eτσι, στον τέταρτο όρο η εναγομένη
αναγνωρίζει τη συμβολή τού ενάγοντος στην ανέγερση τής ανωτέρω κατοικίας
στο οικόπεδό της. Συνομολόγησαν δε αμφότεροι, ότι η αξία τού ισογείου
ανερχόταν τότε στο ποσό τών 10.000.000 δρχ., ενώ η εναγομένη ανέλαβε την
υποχρέωση εντός έτους από τη σύνταξη τού ώς άνω συμφωνητικού να
μεταβιβάσει τον όροφο αυτό στον ενάγοντα, πράγμα, όμως, που δεν έλαβε
χώρα μέχρι την άσκηση της παραπάνω αγωγής του, γεγονός, άλλωστε, το
οποίο δεν αμφισβητείται. Η αξία τού ανωτέρω ακινήτου οικοπέδου μετά τής
ερειπωμένης κατοικίας ανερχόταν κατά την τέλεση τού γάμου στο ποσό τών
5.000.000 δρχ. και κατά την άσκηση της αγωγής σε 30.000.000 δρχ.,
λαμβανομένης πάντοτε υπόψη τής συνομολογούμενης αξίας τού ισογείου
ορόφου το έτος 1999 σε 10.000.000 δρχ. Έτσι, μεταξύ αρχικής και τελικής
περιουσίας υπάρχει μία διαφορά τής τάξεως τών 30.000.000 δρχ. (ωφέλεια),
εκ των οποίων ο ενάγων δικαιούται τα 2/3, που ανέρχονται στα 20.000.000
δρχ. και αναλογούν στο ποσοστό συμμετοχής του στην επαύξηση τής
περιουσίας και στην εναγομένη τα υπόλοιπα και όχι σε ποσοστό 100%, όπως
αβάσιμα αυτός υποστηρίζει, δεδομένου, ότι υπήρχε το οικόπεδο και το
αρχικό κτίσμα. Το ποσοστό δε αυτό συμμετοχής του ανέρχεται στο ποσό τών
58.694 ευρώ. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι το μοναδικό περιουσιακό
στοιχείο, το οποίο είχε ο ενάγων, ήταν ένα οικόπεδο, εκτάσεως 304,80
τ.μ., που βρίσκεται στην οδό ... τής πόλεως τής .... Το εν λόγω ακίνητο
απέκτησε αυτός με γονική παροχή, δυνάμει τού υπ' αριθ. ... συμβολαίου
τού τότε συμβολαιογράφου Χίου Παναγιώτη Γανιάρη. Όμως, το ακίνητο αυτό
είχε παραχωρηθεί άτυπα από τους γονείς του σ' αυτόν από το έτος 1983 και
επ' ονόματι τού ενάγοντος είχε εκδοθεί από την Πολεοδομία τής ... η υπ'
αριθ. ... οικοδομική άδεια, με την οποία αυτός είχε τη δυνατότητα να
ανεγείρει οικοδομή συνολικής επιφάνειας ορόφων 300 τ.μ. Η άδεια αυτή
εκδόθηκε σε αναθεώρηση τής προηγούμενης, υπ' αριθ. ...., άδειας, την
οποία είχαν λάβει οι γονείς του για την ανοικοδόμηση κατοικίας. Μάλιστα,
ο πατέρας τού ενάγοντος είχε αναθέσει την κατασκευή στον εργολάβο ...,
σύμφωνα με το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο σχετικό ιδιωτικό
συμφωνητικό. Από τις αποδείξεις τών τεχνιτών, που εργάστηκαν και τις
οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων (σοφατίσματα, ξυλουργικές
εργασίες, πλακόστρωση, υδραυλικές εργασίες) ενισχύεται η κατάθεση τού
μάρτυρα τού ενάγοντος και αποδεικνύεται, ότι το υπόγειο ολοκληρώθηκε
μετά την επελθούσα μεταξύ των διαδίκων διάσταση και όχι κατά τη διάρκεια
τού γάμου. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι από τα έντυπα Ε9
που είχαν υποβληθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ...., δεν προκύπτει εκμίσθωση
μέχρι το έτος 1999, που να αφορούν τις γκαρσονιέρες. Η πρώτη εκμίσθωση
τμήματος τού υπογείου (αποθήκη) έλαβε χώρα στις 4.6.1999 στον ....
Επίσης, από τη σχετική βεβαίωση τού Ι.Κ.Α. προκύπτει, ότι μέχρι στις
27.12.1987 είχαν γίνει συνολικά 490 μεροκάματα στην οικοδομή και μετά
ταύτα μόνο 36, που σημαίνει, ότι, κατά τη διάρκεια τού γάμου δεν έλαβαν
χώρα σοβαρές οικοδομικές εργασίες, οι οποίες να δικαιολογούν συνέχιση
και ολοκλήρωση τού έργου που να έγινε υπό την επίβλεψη τής ενάγουσας
τότε συζύγου, όπως αβάσιμα αυτή υποστηρίξει.
Συνεπώς, δεν υπήρξε επαύξηση τής
περιουσίας τού ενάγοντος και ούτε συμμετοχή τής ενάγουσας, όπως αβάσιμα
αυτή ισχυρίζεται. Τούτο συνδυάζεται και με το γεγονός, ότι το έτος 1991
άρχισε η ανέγερση από τον ενάγοντα στο οικόπεδο τής συζύγου του στην
περιοχή .... Πρέπει να επισημανθεί, ότι για την ανέγερση τής κατοικίας
στο ακίνητο τού ενάγοντος στην ... ο πατέρας του στις 27.5-1983 πώλησε
ένα οικόπεδο στη ..., ενώ ο ίδιος ο ενάγων πώλησε στις 22.10.1986 ένα
οικόπεδο στην ... και ένα διαμέρισμά του στον ...την τέλεση δε τού γάμου
τών διαδίκων αποδεικνύεται, ότι το ισόγειο και ο πρώτος όροφος ήσαν
ολοκληρωμένοι. Το γεγονός, ότι το παραπάνω ακίνητο τού ενάγοντος δεν
αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια τού γάμου ενισχύεται και από το
προαναφερόμενο από 19-7-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συνέταξαν οι
διάδικοι ενόψει τής λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Ως
περιουσιακό απόκτημα κατά τη διάρκεια τού γάμου συμφωνούν αμφότεροι, ότι
είναι μόνο αυτό τής εναγομένης στη θέση ..., η επί τού οποίου κατοικία,
όπως ήδη παραπάνω εκτέθηκε, ανεγέρθηκε με δαπάνες τού ενάγοντος τότε
συζύγου της. Oπως δε διαλαμβάνουν οι διάδικοι στον πέμπτο όρο τού ίδιου
συμφωνητικού "οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο (ακίνητο) βρίσκεται
σήμερα αποκλειστικά στην ιδιοκτησία εκάστου, ο έτερος δηλώνει και
αναγνωρίζει, ότι τού ανήκει αποκλειστικά και δεν θεωρείται απόκτημα εκ
τού γάμου, καθόσον αυτός στον οποίο δεν ανήκει, θεωρείται και
αναγνωρίζεται, ότι ουδόλως συνέβαλε στην απόκτησή του...". Η δήλωση αυτή
τών αντισυμβαλλομένων διαδίκων είναι σοβαρή και έγινε ελευθέρως από
αυτούς και με σκοπό τη ρύθμιση τών περιουσιακών τους ζητημάτων, εν όψει
λύσεως τού γάμου τους, χωρίς, κατά την κρίση τού Δικαστηρίου να ασκεί
επιρροή ο τρόπος λύσεως, δηλαδή, αν πρόκειται για συναινετικό ή κατ'
αντιδικίαν διαζύγιο, όπως αβάσιμα εκθέτει η ενάγουσα. Στο σημείο αυτό
πρέπει να εκτεθεί, ότι στο ίδιο έγγραφο δεν γίνεται καμία αναφορά για το
επιβατικό αυτοκίνητο τής εναγομένης, ότι, δηλαδή, αγοράσθηκε από τον
ενάγοντα σύζυγό της". Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται η
ηττηθείσα με στοιχ. (α) εκκαλούσα-ενάγουσα και με στοιχ. (β) εφεσίβλητη
- εναγομένη με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και με την έννοια αυτή
ερευνώνται στη συνέχεια κατά αξιολογική σειρά οι διατυπούμενοι δι' αυτής
λόγοι αναιρέσεως. Ειδικότερα: (i) Με στοιχ. (β) κεφάλαιο της
προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Η νομική αοριστία της αγωγής, που
συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού
δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1, ΚΠολΔ, εάν το
δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής
κρίσεώς του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη
θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή
ποιοτική αοριστία, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία
που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής,
ελέγχεται ως παραβίαση από τους αριθμούς 8 ή 14 ΚΠολΔ. περαιτέρω, κατά
την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία
παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί,
ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν
έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα. Εξάλλου, από το άρθρο 1400
Α.Κ. προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή
στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ'
ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η
αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η
συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτής
της περιουσίας του υπόχρεου. Για την τελευταία είναι αναγκαίο να
προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση το είδος της
συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της
περιουσίας του υπόχρεου.
Περαιτέρω, ο χρόνος της λύσεως ή της
ακυρώσεως του γάμου ή της συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση
είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας, υπό την
έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Για
την περαιτέρω όμως αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων,
προς εξεύρεση της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος παροχής
έννομης προστασίας και ειδικότερα εκείνος της ασκήσεως της αγωγής σε
συνέπεια με τον γενικό κανόνα του ουσιαστικού (ΑΚ 297, 298) και του
δικονομικού δικαίου (ΚΠολΔ 69, 216 παρ. 1α, 226 παρ. 1β, 223 εδ. τελ.
ΚΠολΔ). Κατά τους διατυπούμενους με το με στοιχ. (β) δικόγραφο αγωγής
ισχυρισμούς, κατ' επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ εκτίμηση αυτής,
όπως δέχθηκε και το Εφετείο, το σύνολο των οικογενειακών αναγκών των
διαδίκων κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεώς τους ανήλθε στο ποσό
των 8.083.289 δρχ (23722,05 Ευρώ), το οποίο αποκλειστικά καλύφθηκε από
τα εισοδήματα του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος επιπρόσθετα διέθεσε (αα)
εξολοκλήρου τα χρηματικά κεφάλαια της δαπάνης ανεγέρσεως οικίας επί
ακινήτου της κυριότητος της αναιρεσείουσας και (ββ) σε ποσοστό 59,17/οο
την δαπάνη αγοράς από την δι' αυτής εναγομένη αυτοκινήτου, στην αξία των
οποίων και συνίστατο η κατά την διάρκεια του γάμου τους επαύξηση της
περιουσίας της τελευταίας. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά δικαιολογούν
την εκτίμηση για το κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής,
χωρίς να απαιτείται προς τούτο να προσδιορισθεί το μέγεθος της νόμιμης
υποχρεώσεώς τους συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών
αναγκών. Και τούτο για το λόγο ότι η διάθεση χρηματικού κεφαλαίου για
την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου δεν εμπίπτει στο
πραγματικό των άρθρων 1389, 1390 ΑΚ και με την έννοια αυτή δεν
περιλαμβάνεται στις οικογενειακές ανάγκες και την επιβαλλόμενη υποχρέωση
από κοινού συνεισφοράς στην αντιμετώπισή τους. Επομένως υποστηρίζων τα
αντίθετα ο πρώτος κατά σειρά λόγος, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο
559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη δι' αυτής απόφαση ότι
παρέλειψε παρά το νόμο να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη και άρα
απαράδεκτη, ελέγχεται ως αβάσιμος. (ii) Με στοιχ (α) και (β) κεφάλαια
της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Ι. Η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του
συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και
προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα Λυθεί ή θα ακυρωθεί
αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των
συζύγων. Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των
άρθρων 3, 174, 178, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ
έχει το χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς παραίτηση του
δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή
γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη. Κατ' εξαίρεση
είναι ισχυρή η αντίθετη προς τον κανόνα του άρθρου 1400 ΑΚ συμφωνία πριν
από τη γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, όταν αυτή
περιεχόμενο έχει ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων
των συζύγων ενόψει συναινετικού διαζυγίου (αρθρ. 1441 ΑΚ), οπότε τελεί
υπό την αναβλητική αίρεση της εκ του λόγου τούτου διαζυγίου λύσεως του
γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά
αυτοτελή και δεσμευτικό για το δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο
θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτά της ενοχικής
αξιώσεως για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη
συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της
δηλώσεως βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Η
ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η
αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με
συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ
τούτου να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.11 ΚΠολΔ,
ιδρύεται λόγος αναιρέσεως (περ. α') αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε
υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και (περ. β') δεν έλαβε
υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν,
είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,
προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αγωγικού ισχυρισμού, που έχει ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής
διατάξεως για τη στοιχειοθέτηση του αναιρετικού αυτού λόγου αρκεί και
μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας
προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία έχει υποχρέωση
να λάβει υπόψη κατά τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 348 ΚΠολΔ
(Β' Ολ ΑΠ 2/2008).
Μη λήψη, πάντως, δεν σημαίνει από μόνο
το γεγονός ότι μνημονεύονται όλα τα έγγραφα, πλην εκείνου, στο οποίο
αναφέρεται η αναιρετική αιτίαση. Για τον έλεγχο όμως της ουσιαστικής
βασιμότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως είναι αναγκαία η προσκόμιση των
αποδεικτικών μέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση,
προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με το
οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας.
Κατά τις ενδιαφέρουσες τους ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως
παραδοχές της αποφάσεως. "Η ανοικοδόμηση έγινε εξ ολοκλήρου με δαπάνες
του ενάγοντος, ο οποίος για το σκοπό αυτό κατέβαλε το συνολικό ποσό τών
10.000.000 δρχ. περίπου. Η συμβολή αυτή, η οποία, σημειωτέον, υπερβαίνει
το κατ' αρθ. 1389 ΑΚ, όριο υποχρεώσεώς του, δεν αμφισβητήθηκε από την
εναγομένη, αφού στις 19-7-1999 και μετά την επελθούσα οριστική διάσπασης
της έγγαμης συμβίωσής τους, οι διάδικοι συνέταξαν ένα ιδιωτικό
συμφωνητικό, στο οποίο διέλαβαν τους κατ' ιδίαν όρους επιλύσεως τών
περιουσιακών τους διαφορών. Έτσι, στον τέταρτο όρο η εναγομένη
αναγνωρίζει τη συμβολή τού ενάγοντος στην ανέγερση τής ανωτέρω κατοικίας
στο οικόπεδό της. Συνομολόγησαν δε αμφότεροι, ότι η αξία τού ισογείου
ανερχόταν τότε στο ποσό τών 10.000.000 δρχ., ενώ η εναγομένη ανέλαβε την
υποχρέωση εντός έτους από τη σύνταξη του ως άνω συμφωνητικού να
μεταβιβάσει τον όροφο αυτό στον ενάγοντα, πράγμα, όμως, που δεν έλαβε
χώρα μέχρι την άσκηση της παραπάνω αγωγής του, γεγονός, άλλωστε, το
οποίο δεν αμφισβητείται (με στοιχ. β' κεφάλαιο)" και περαιτέρω "Το
γεγονός, ότι το παραπάνω ακίνητο του ενάγοντος δεν αποκτήθηκε κατά την
διάρκεια του γάμου ενισχύεται και από το προαναφερόμενο από 19-7-1999
ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συνέταξαν οι διάδικοι ενόψει της λύσεως
του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Ως περιουσιακό απόκτημα κατά την
διάρκεια του γάμου συμφωνούν αμφότεροι, ότι είναι μόνο αυτό της
εναγομένης στη θέση ...... , η επί του οποίου κατοικία, όπως ήδη
παραπάνω εκτέθηκε, ανεγέρθηκε με δαπάνες του ενάγοντος τότε συζύγου της.
Όπως δε διαλαμβάνουν οι διάδικοι στον πέμπτο όρο του, ίδιου
συμφωνητικού "οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο (ακίνητο) βρίσκεται
σήμερα αποκλειστικά στην ιδιοκτησία εκάστου, ο έτερος δηλώνει και
αναγνωρίζει, ότι τού ανήκει αποκλειστικά και δεν θεωρείται απόκτημα εκ
τού γάμου, καθόσον αυτός στον οποίο δεν ανήκει, θεωρείται και
αναγνωρίζεται, ότι ουδόλως συνέβαλε στην απόκτηση του...". Η δήλωση αυτή
τών αντισυμβαλλομένων διαδίκων είναι σοβαρή και έγινε ελευθέρως από
αυτούς και με σκοπό τη ρύθμιση τών περιουσιακών τους ζητημάτων, ενόψει
λύσεως τού γάμου τους, χωρίς, κατά την κρίση τού Δικαστηρίου να ασκεί
επιρροή ο τρόπος λύσεως, δηλαδή, αν πρόκειται για συναινετικό ή κατ'
αντιδικίαν διαζύγιο, όπως αβάσιμα εκθέτει η ενάγουσα. Στο σημείο αυτό
πρέπει να εκτεθεί, ότι στο ίδιο έγγραφο δεν γίνεται καμία αναφορά για το
επιβατικό αυτοκίνητο τής εναγομένης, ότι. δηλαδή, αγοράσθηκε από τον
ενάγοντα σύζυγό της". (με στοιχ. α' κεφάλαιο). Από τις αιτιολογίες αυτές
της αποφάσεως προκύπτει ότι η απόρριψη της με στοιχ. (α) αγωγή της
αναιρεσείουσας και η μερική παραδοχή της με στοιχ. (β) αγωγής του
αναιρεσίβλητου δεν στηρίχθηκε στην εγκυρότητα της διατυπούμενης στο από
19-7-1999 ιδιωτικό έγγραφο συμφωνίας των διαδίκων συζύγων, λαμβανομένου
επιπροσθέτως υπόψη ότι, κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο, προηγούμενη,
1130/46/2002, αγωγή του τελευταίου, με θεμελίωσή της στην αυτοτελή
αγωγική βάση της εκπληρώσεως από την αναιρεσείουσα της απορρέουσας από
την εν λόγω σύμβαση υποχρεώσεώς της, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την
τελεσίδικη ήδη 32/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου.
Επομένως η προσβαλλόμενη με το δεύτερο
κατά σειρά λόγο και το πρώτο σκέλος του τρίτου κατά σειρά λόγου
αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με την έννοια
αντίστοιχα ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3, 174,
178, 871, 1400, 1441 και 369,159 εδ. α' ΑΚ" δέχθηκε την εγκυρότητα της
εν λόγω συμβάσεως, παρά το γεγονός ότι δεν πληρώθηκε η αίρεση της λύσεως
του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, αλλά κατά παραδοχή αγωγής του
αναιρεσίβλητου, θεμελιούμενης στον προβλεπόμενο από τη διάταξη του
άρθρου 1439 § 3 ΑΚ λόγο διαζυγίου της τετραετούς διαστάσεως (δεύτερος
λόγος) και μη τηρήσεως του απαιτούμενου συμβολαιογραφικού τύπου, με
παράλληλη αναφορά στο κατά το άρθρο 305 ΑΚ δικαίωμα επιλογής του
οφειλέτη επί διαζευκτικής ενοχής (πρώτο σκέλος τρίτου κατά σειρά λόγου),
ελέγχεται, ερειδόμενη επί αναληθούς από ουσιαστική άποψη προϋποθέσεως,
ως αβάσιμη. Οι διατυπούμενες στο από 19-7-1999 ιδιωτικό έγγραφο δηλώσεις
των διαδίκων αναφορικά με την κατά την διάρκεια του γάμου τους
περιουσιακή τους κατάσταση, αποτελούσες εξώδικη αυτών ομολογία ως προς
τα εκτιθέμενα στο εν λόγω ιδιωτικό έγγραφο πραγματικά περιστατικά (ΚΠολΔ
352 § 2), ορθώς λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και
συνεκτιμήθηκαν κατ' ελεύθερη εκτίμησή τους κατά το σχηματισμό του
αποδεικτικού του πορίσματος. Επομένως η προσβαλλόμενη με το δεύτερο
σκέλος του τρίτου κατά σειρά λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559
αρ. 11 ΚΠολΔ, με την έννοια της λήψεως υπόψη από το δικαστήριο της
ουσίας του από 19-7-1999 ιδιωτικού εγγράφου, μη αποτελούντος κατά το
αναιρετήριο επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, λόγω της ακυρότητας της
συνομολογηθείσης δι' αυτού συμβάσεως, ελέγχεται ως αβάσιμη. Όμοια
αρνητικά αξιολογείται ως αβάσιμος, ο πέμπτος και τελευταίος κατά σειρά
λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 11 γ ΚΠολΔ,
προσάπτεται στην προσβαλλόμενη δι' αυτής απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη
(α) τις κάρτες ασφαλίσεως του ΙΚΑ των εργατών ... των ετών 1988-1991,
από τις οποίες προκύπτει ότι οι ασφαλιζόμενοι εργάσθηκαν επί (25) και
(13) ημέρες αντίστοιχα και παρείχαν συνολικά (38) ημερομίσθια, με
αντικείμενο εργασίας του επιχρίσεις, (β) τις ... ανακεφαλαιωτικές
καταστάσεις εντολών ασφαλίσεως οικονομικών και τεχνικών εργασιών του ΙΚΑ
πέντε (5) διαφόρων εργατών, που αφορούν την ασφάλιση αυτών για την
τοποθέτηση πλακιδίων στην οικία του αναιρεσίβλητου κατά τα από 1 έως
28-2-1994 και από 1 έως 31-8-1994 χρονικά διαστήματα και (γ) τις κοινές
φορολογικές δηλώσεις των διαδίκων, από τις οποίες προκύπτει ότι για
πρώτη φορά ο αναιρεσίβλητος περιέλαβε στην φορολογική του δήλωση
εισοδήματα από μισθώματα κατά το οικονομικό έτος 1995, έγγραφα τα οποία
επικαλέσθηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς βεβαίωση του
διατυπωθέντος με τη με στοιχ. (α) αγωγή της ισχυρισμού περί
αποπερατώσεως του υπογείου και ισογείου της οικίας του αναιρεσιβλήτου
κατά την διάρκεια του γάμου τους, με συμβολή της κατά τούτο στην
επαύξηση της περιουσίας του, θεμελιωτικού της φερόμενης δι' αυτής προς
διάγνωση αξιώσεώς της. Και τούτο για τον λόγο ότι από την βεβαίωση της
προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το δικαστήριο της ουσίας κατά το σχηματισμό
του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα
ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι
διάδικοι, εκτιμώμενη σε συνδυασμό προς τις λοιπές αιτιολογίες της και
την ειδική αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών, ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία,
αλλ' αντιθέτως καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθησαν υπόψη και
συνεκτιμήθηκαν και τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται η ερευνώμενη
αναιρετική αιτίαση.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559
αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη
βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες
αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην
έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της
παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο
προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα
πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά
περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν
όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου
κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή
την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους
(αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η
απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά
νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον
εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το
πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης
στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες.
Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών
μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού
πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς
αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι
ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί
αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του
δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν
συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό
πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε
στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ να
επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν
δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ.19 του άρθρου 559 του
Κ.Πολ.Δ. ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και
διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των
διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561
παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας
των πραγματικών περιστατικών, εφ' όσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά
κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή,
εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19
και 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε
λόγος αναίρεσης εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν
συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις
απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της
υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στις σημειούμενες στην
αρχή της παρούσης αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της
προσβαλλόμενης αποφάσεως με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες διαλαμβάνει
(i) στο με στοιχ. (α) κεφάλαιο αυτής ότι το ισόγειο και ο πρώτος υπέρ το
ισόγειο όροφος της οικοδομής του αναιρεσίβλητου ήταν ολοκληρωμένοι πριν
από την τέλεση του γάμου των διαδίκων και περαιτέρω ότι το υπόγειο
αποπερατώθηκε μετά την διάσταση των διαδίκων συζύγων και επιπρόσθετα
(ii) αναφορικά με τη με στοιχ. (β) αγωγή του αναιρεσίβλητου "Η αξία του
ανωτέρω ακινήτου, οικοπέδου μετά της ερειπωμένης κατοικίας, ανερχόταν
κατά την τέλεση του γάμου στο ποσό των 5.000.000 δρχ. και κατά την
άσκηση της αγωγής σε 30.000.000 δρχ." και παράλληλα, στη συνέχεια,
"έτσι, μεταξύ της αρχικής και τελικής περιουσίας υπάρχει μία διαφορά της
τάξεως των 30.000.000 δρχ.", ποσό με βάση το οποίο υπολόγισε τη συμβολή
του αναιρεσίβλητου στην κατά τούτο επαύξηση της περιουσίας της
αναιρεσείουσας και προσδιόρισε σε εκείνο των (30.000.000 Χ 2/3)
20.000.000 δρχ. κατά μερική ισόποση παραδοχή της με στοιχ. (β) αγωγής
του αναιρεσίβλητου. Η ασαφής πράγματι διατύπωση των με στοιχ. (ii)
αιτιολογιών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δημιουργεί δικαιολογημένα την
εσφαλμένη εκτίμηση ότι τη συμβολή του αναιρεσίβλητου υπολόγισε στο
συνολικό ποσό των 30.000.000 δρχ. αντί της, με βάση τις παραδοχές της,
προκύπτουσας διαφοράς των (30.000.000 - 5.000.000) 25.000.000 δρχ. Στην
πραγματικότητα όμως από τη συνολική αξία του ακινήτου (οικόπεδο με
ισόγειο κτίσμα), ποσού 30.000.000 δρχ. κατά τον χρόνο ασκήσεως της
αγωγής αφαίρεσε την αξία κατά τον αυτό χρόνο της αξίας του οικοπέδου,
ποσού 10.000.000 δρχ., και την εντεύθεν προκύπτουσα διαφορά των
(30.000.000 - 10.000.000) 20.000.000 δρχ. αξιολόγησε ως συμβολή του
αναιρεσίβλητου στην κατά τούτο επαύξηση της περιουσίας της
αναιρεσείουσας, σε συνέπεια με την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κυρίαρχή
κρίση της ότι το σύνολο της δαπάνης ανεγέρσεως του κτίσματος καλύφθηκε
από ίδια χρηματικά κεφάλαια, σε ποσοστό 100/οο, του αναιρεσίβλητου, με
ορθή αναγωγή στον χρόνο ασκήσεως της αγωγής της αξίας του οικοπέδου της
αναιρεσείουσας από το ποσό των 50.000.000 δρχ. κατά την τέλεση του γάμου
τους (27-12-1987) σε εκείνο των 10.000.000 δρχ. και της δαπάνης
ανεγέρσεως του κτίσματος, με έναρξη των οικοδομικών εργασιών το έτος
1991, από το ποσό των 10.000 δρχ., που καλύφθηκε εξολοκλήρου από ίδια
χρηματικά κεφάλαια του αναιρεσίβλητου, σε εκείνο των 20.000.000 δρχ. της
αξίας αυτού. Η αξιολόγηση αυτή των αιτιολογιών της αποφάσεως
επιβεβαιώνεται και από την παράλληλη παραδοχή της, αναφορικά με τον
προσδιορισμό της συμβολής του αναιρεσίβλητου σε ποσοστό 2/3, και
αναλογούν στο ποσοστό συμμετοχής του στην επαύξηση της περιουσίας, και
στην εναγομένη τα υπόλοιπα και όχι σε ποσοστό 100/οο, όπως αβάσιμα αυτός
υποστηρίζει, δεδομένου ότι υπήρχε το οικόπεδο και το αρχικό κτίσμα".
Τα πραγματικά αυτά και με στοιχ. (i) και
(ii) περιστατικά δικαιολογούσαν την κατ' ορθή εφαρμογή του άρθρου 1400
ΑΚ κατ' ουσίαν απόρριψη της με στοιχ. (α) αγωγής της αναιρεσείουσας και
τη μερική παραδοχή της με στοιχ (β) αγωγής του αναιρεσίβλητου, με άμεση
δικονομική συνέπεια η προβαλλόμενη με τον αναιρεσείοντα προς έρευνα
τέταρτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ
με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 1400
ΑΚ, συνισταμένης στην ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών κατά
τούτο της αποφάσεως ελέγχεται ως αβάσιμη. Αντίθετα απαραδέκτως
προσβάλλεται παράλληλα η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου
της ουσίας αναφορικά με την αξία του ακινήτου της αναιρεσείουσας κατά
τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής. Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η
ένδικη αίτηση αναιρέσεως, με παράλληλη καταδίκη της αναιρεσείουσας στα
δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, τα οποία
ορίζει στο ποσό των 2.700,00 ευρώ (ΚΠολΔ 183).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 57/10-11-2008 αίτηση για αναίρεση της 180/5-6-2008 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική Εδρα Χίου) και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα
δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο
χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Φεβρουαρίου 2010 και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου