1261/2011 ΑΠ ( 571455)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Δικονομία πολιτική. Οριστική ερήμην απόφαση. Υπόκειται τόσο σε έφεση όσο και σε ανακοπή
ερημοδικίας. Οι προθεσμίες των δύο ενδίκων μέσων συντρέχουν. Προϋποθέσεις με τις οποίες η
άσκηση εφέσεως κατά της ερήμην απόφασης δηλώνει...
σιωπηρή παραίτηση της ανακοπής (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Δικονομία πολιτική. Οριστική ερήμην απόφαση. Υπόκειται τόσο σε έφεση όσο και σε ανακοπή
ερημοδικίας. Οι προθεσμίες των δύο ενδίκων μέσων συντρέχουν. Προϋποθέσεις με τις οποίες η
άσκηση εφέσεως κατά της ερήμην απόφασης δηλώνει...
ερημοδικίας. Πότε η άσκηση της εφέσεως κρίνεται απαράδεκτη, εφόσον έγινε δεκτή η ανακοπή
ερημοδικίας. Πότε τελεσιδικεί η ερήμην οριστική απόφαση. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση,
γιατί απέρριψε παρανόμως ως απαράδεκτη την ένδικη έφεση. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 4169/2008
απόφαση ΕφΑθ).
Αριθμός 1261/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,
Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 2011, με την παρουσία και της
Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Β. του Α., κατοίκου ....... .. , ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξουσία
δικηγόρο του Ευανθία Κατσίγιαννη.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Τ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του Δημήτριο Μπούκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Ιουνίου 1991 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ως και την
από 4 Απριλίου 1992 ομοία του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο
Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 82/1994 προδικαστική και 6748/2000
οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και η 2126/2002 του Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε
η ασκηθείσα από 24.5.2001 έφεση κατά της 6748/2000 πρωτόδικης απόφασης. Ακολούθως
εκδόθηκε η 1889/2006 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της από
11/12/2000 ανακοπής ερημοδικίας κατά της ως άνω 6748/2000 απόφασης που άσκησε ο ήδη
αναιρεσείων. Κατά της 1889/2006 πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή της
ερημοδικίας ο αναιρεσείων άσκησε την από 15.06.2006 έφεσή του ενώπιον του Εφετείου Αθηνών.
Εκδόθηκε η 4169/2008 απόφαση του Ιδίου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο
αναιρεσείων με την από 5 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κράνης,
ανέγνωσε την από 21 Απριλίου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση
αναίρεσης.
Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του
αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική
δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά
την τακτική διαδικασία υπ` αριθ. 4169/2008 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που
απέρριψε ως απαράδεκτη την από 15.6.2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθ.
1889/2006 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε απορρίψει ως
μη νόμιμη την από 11.12.2000 ανακοπή του ερημοδικίας κατά της ερήμην αυτού υπ` αριθ.
6748/2000 απόφασης του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η από
4.4.1992 αγωγή του, ενώ είχε γίνει δεκτή η αντίθετη από 20.6.1991 αγωγή του ήδη
αναιρεσιβλήτου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556,
558, 564, 566§1 ΚΠολΔ ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί
ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ ).
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 513§1 εδ. β περ. β ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το
ν.2207/1994 και ισχύει από 25.4.1994, κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην έφεση
επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους. Κατά των ίδιων όμως αποφάσεων επιτρέπεται κατά το άρθρ.
501 ΚΠολΔ και ανακοπή ερημοδικίας, οπότε η προθεσμία της έφεσης, που ορίζεται στο άρθρ. 518
ΚΠολΔ, συντρέχει με την οριζόμενη στο άρθρ. 503 ΚΠολΔ προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας.
Ενδέχεται έτσι να ασκηθεί από τον ερημοδικασθέντα πρωτοδίκως διάδικο έφεση κατά παράλειψη
της ανακοπής ερημοδικίας και ενώ διαρκεί η προθεσμία της. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση
έφεσης υποδηλώνει συνήθως σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής
ερημοδικίας, η οποία είναι επιτρεπτή και έγκυρη, εφόσον ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο
της έφεσης έχει ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα κατά το άρθρ. 98 περ. β ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ
1983/2006). Αντίθετα η άσκηση έφεσης από τον ερημοδικασθέντα σε χρόνο που έχει ήδη ασκήσει
κατά της αυτής ερήμην απόφασης ανακοπή ερημοδικίας δεν ισχύει ως σιωπηρή παραίτηση απ`
αυτή, αφού η παραίτηση από ασκημένο ένδικο μέσο απαιτείται να είναι ρητή κατά τις διατάξεις των
άρθρ. 297 και 299 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 1738/2002). Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση της έφεσης,
ακόμη και αν η άσκησή της δεν θεωρηθεί ως επικουρική (άρθρ. 219 ΚΠολΔ αναλόγως), δηλαδή
υπό την αίρεση απόρριψης της ανακοπής ερημοδικίας, είναι απαράδεκτη όσο εκκρεμεί η ανακοπή
σε πρώτο ή και σε δεύτερο βαθμό, ενώ αν η ανακοπή γίνει δεκτή και εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη
απόφαση, η έφεση κατά της ερήμην πρωτόδικης απόφασης στερείται πλέον αντικειμένου και είναι
απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1782/2002). Τα ίδια ισχύουν και όταν η άσκηση έφεσης από τον
ερημοδικασθέντα δεν μπορεί να ισχύσει ως σιωπηρή εκ των προτέρων παραίτηση από το δικαίωμα
της ανακοπής ερημοδικίας που άσκησε μεταγενέστερα, καθώς και όταν η έφεση ασκήθηκε από τον
αντιμωλία δικασθέντα πρωτοδίκως διάδικο, επακολούθησε όμως η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας
από τον ερημοδικασθέντα διάδικο, αφού και πάλι η κατάτμηση της αυτής βασικά διαφοράς μεταξύ
δικαστηρίων πρώτου και δεύτερου βαθμού ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων
και είναι αντίθετη προς την οικονομία της δίκης. Εξ άλλου αν για οποιοδήποτε λόγο προηγηθεί η
εκδίκαση της έφεσης και εξαφανισθεί η ερήμην πρωτόδικη απόφαση, είναι άνευ αντικειμένου η
εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας και αυτή απορρίπτεται, ενώ αν απορριφθεί για τυπικούς ή
ουσιαστικούς λόγους η έφεση ή καταστεί εντωμεταξύ ανέκκλητη η απόφαση, δεν εμποδίζεται στη
συνέχεια η εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει την έφεση
κατά της ερήμην πρωτόδικης απόφασης δεν καθιστά τελεσίδικη την απόφαση αυτή, αν έχει
ασκηθεί παράλληλα κατ` αυτής και εκκρεμεί παραδεκτή ανακοπή ερημοδικίας ή διαρκεί η
προθεσμία για την άσκησή της, αφού αποφάσεις τελεσίδικες που δεσμεύουν με το δεδικασμένο
τους είναι κατά το άρθρ. 321 ΚΠολΔ μόνον οι οριστικές αποφάσεις που δεν μπορούν να
προσβληθούν με έφεση ή ανακοπή ερημοδικίας. Συνεπώς δεν προσκρούει σε δεδικασμένο και δεν
εμποδίζεται έτσι για το λόγο αυτό η εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας από την ύπαρξη
απόφασης απορριπτικής της έφεσης κατά της πρωτόδικης ερήμην απόφασης. Αντίστοιχα
παραδεκτή είναι και η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που απέρριψε σε πρώτο βαθμό την
ανακοπή ερημοδικίας, αφού η απόρριψη προηγουμένως της έφεσης κατά της πρωτόδικης ερήμην
απόφασης δεν καθιστά χωρίς αντικείμενο την εκκρεμή κατ` αυτής ανακοπή ερημοδικίας, εφόσον
αυτή επιτρεπτώς μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση της ερήμην πρωτόδικης απόφασης που
δικαιολογεί ακριβώς και το έννομο συμφέρον για την άσκηση της έφεσης κατά της απορριπτικής
της ανακοπής ερημοδικίας απόφασης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, επισκοπώντας τα διαδικαστικά
έγγραφα, δέχθηκε τα ακόλουθα: Επί της από 20.6.1991 αγωγής του εφεσιβλήτου Α. Τ. (ήδη
αναιρεσιβλήτου) κατά του εκκαλούντος Ν. Β. (ήδη αναιρεσείοντος), η οποία συζητήθηκε μετ`
αναβολήν ερήμην του τελευταίου στις 16.1.1992, εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1589/1992 απόφαση του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία σε εφαρμογή του άρθρ. 271§3 ΚΠολΔ, όπως τότε
ίσχυε, έκανε δεκτή την πιο πάνω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκησε την από
2.4.1992 ανακοπή ερημοδικίας, όπως επίσης την από 4.4.1992 αντίθετη αγωγή ενώπιον του ως
άνω Δικαστηρίου, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ` αριθ. 82/1994 προδικαστική απόφαση του
αυτού Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την ανακοπή, εξαφάνισε την πιο πάνω απόφαση (1589/1992)
και διέταξε αποδείξεις, μετά τη διεξαγωγή των οποίων ... η υπόθεση επαναφέρθηκε σε μετ`
απόδειξη συζήτηση στις 3.2.2000, το δε Δικαστήριο εξέδωσε ερήμην του εκκαλούντος, αλλά σαν
να ήταν και αυτός παρών (άρθρ. 279§1 ΚΠολΔ), την υπ` αριθ. 6748/2000 οριστική απόφασή του,
με την οποία απέρριψε την αγωγή του και δέχθηκε την αντίθετη αγωγή του εφεσιβλήτου. Κατά της
παραπάνω απόφασης ο εκκαλών άσκησε : α) την από 11.12.2000 ανακοπή ερημοδικίας και β) την
από 22.12.2000 έφεση, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε κατά τη δικάσιμο της
24.5.2001 και στη συνέχεια γ) την από 24.5.2001 επικουρικώς ασκούμενη (όπως αναγράφεται στο
δικόγραφό της) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην του ως άνω εκκαλούντος η υπ` αριθ.
2126/13.3.2002 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία ... απέρριψε την ως άνω έφεση ως
ανυποστήρικτη, παρόλο που αναφερόταν στο δικόγραφό της η εκκρεμούσα πιο πάνω ανακοπή
ερημοδικίας. Η 2126/2002 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις
4.2.2003 ..., από δε το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ... πιστοποιητικό της γραμματέως του
παρόντος Δικαστηρίου αποδεικνύεται ότι από 13.3.2002 μέχρι 8.4.2003 δεν ασκήθηκε κανένα
ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής ..., με συνέπεια η απόφαση αυτή να καταστεί αμετάκλητη
και επίσης αμετάκλητη κατέστη και η προαναφερθείσα υπ` αριθ. 6748/2000 απόφαση του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω όσον αφορά την από 11.12.2000 ανακοπή
ερημοδικίας ... συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στη δικάσιμο της 17.11.2005 και εκδόθηκε η
υπ` αριθ. 1889/2006 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε
την ανακοπή ερημοδικίας του ως μη νόμιμη. Η παραπάνω απόφαση επιδόθηκε στον ανακόπτοντα
στις 22.5.2006. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την
από 15.6.2006 έφεσή του ..., ζητώντας την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να
γίνει εκ νέου και κατ` ουσίαν συζήτηση της υπόθεσης, να απορριφθεί η από 20.6.1991 αγωγή του
αντιδίκου του και να γίνει δεκτή η από 4.4.1992 δική του αγωγή. Ομως κατά το χρόνο κατάθεσης
της υπό κρίση έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (20.6.2006), ο εκκαλών
δεν είχε έννομο συμφέρον προς άσκησή της, καθόσον ήδη η υπ` αριθ. 6748/2000 απόφαση του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (η οποία απέρριψε την αγωγή του εκκαλούντος και δέχθηκε
την αντίθετη αγωγή του εφεσιβλήτου) είχε ήδη καταστεί όχι μόνο τελεσίδικη, αλλά και αμετάκλητη
και συνεπώς η παραλλήλως ασκηθείσα κατ` αυτής ανακοπή ερημοδικίας παρίσταται ως άνευ
αντικειμένου, αφού τυχόν παραδοχή της θα οδηγούσε στην εξαφάνιση της εν λόγω απόφασης και
στην εκ νέου έρευνα της ουσίας της διαφοράς (άρθρ. 509 ΚΠολΔ), πράγμα που δεν είναι δυνατόν
να γίνει, αφού θα προσέκρουε στο αμετάκλητο της υπ` αριθ. 6748/2000 απόφασης του ίδιου ως
άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου". Με βάση τις σκέψεις αυτές το Εφετείο απέρριψε με την
προσβαλλόμενη ήδη απόφασή του ως απαράδεκτη την από 15.6.2006 έφεση του αναιρεσείοντος
κατά της υπ` αριθ. 1889/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε
απορρίψει ως μη νόμιμη την από 11.12.2000 ανακοπή του ερημοδικίας κατά της υπ` αριθ.
6748/2000 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου. Ετσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα και παρά το
νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη έφεση και είναι επομένως βάσιμος ο κύριος λόγος της
αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αφού σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις
που προηγήθηκαν, η έκδοση της υπ` αριθ. 2126/2002 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που
απέρριψε λόγω της ερημοδικίας του αναιρεσείοντος την έφεσή του κατά της ερήμην αυτού υπ`
αριθ. 6748/2000 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν κατέστησε τελεσίδικη
ούτε πολύ περισσότερο αμετάκλητη την πρωτόδικη αυτή απόφαση, ώστε να είναι άνευ
αντικειμένου και χωρίς έννομο συμφέρον η ένδικη από 15.6.2006 έφεσή του κατά της υπ` αριθ.
1889/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά παραδοχή συνεπώς του
παραπάνω λόγου της αίτησης αναίρεσης πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η
προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε ακολούθως η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο
ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί όμως υπό άλλη σύνθεση (άρθρ. 580§3 ΚΠολΔ). Ο αναιρεσίβλητος
που ηττήθηκε, πρέπει, τέλος, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα του αναιρεσείοντος (άρθρ. 176, 183,
189§1, 191§2 ΚΠολΔ), να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, όπως στο
διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθ. 4169/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από
άλλους δικαστές σε σχέση με αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε
τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2011.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουλίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου