Άρειος Πάγος
Η υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, έχει ως βάση το ανώτατο ωράριο της ημερήσιας και όχι της εβδομαδιαίας απασχολήσεως του μισθωτού, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας ....
απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως ή πέραν των εννέα ωρών
ημερησίως, για όσους απασχολούνται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα (άρθρο 6
της από 26- 2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.
133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται
υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας
εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις
ολιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη
εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου και Στην περίπτωση της
υπερεργασίας, δηλαδή της απασχολήσεως του μισθωτού πέρα από τις 40 ώρες
μέσα στην ίδια εβδομάδα μέχρι την συμπλήρωση των 48 ωρών ανωτάτης
εβδομαδιαίας εργασίας, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η
εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που
πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Επομένως, αν ο
μισθωτός, απασχολούμενος μετά την 1-1-1984, δεν υπερβεί κατά τις
εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας το συμβατικό εβδομαδιαίο όριο των 40
ωρών, δεν δικαιούται την οικεία πρόσθετη αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξημένο
κατά 25%) διότι δεν έχει πραγματοποιήσει υπερεργασία.Η υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, έχει ως βάση το ανώτατο ωράριο της ημερήσιας και όχι της εβδομαδιαίας απασχολήσεως του μισθωτού, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας ....
Α.Π. 1158/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ............................ που εδρεύει στον Δήμο ................... Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ................................
Της αναιρεσίβλητης: .........................η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ..........................
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-3-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2010/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5723/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-12-2009 αίτησή της, με τις δε από 3-11-2010 προτάσεις της, ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 29-11-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν εν μέρει δεκτοί οι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως και να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι λόγοι αυτοί και οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέρα από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας, δικαιούνται αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας απασχολήσεως ίσης προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά τα οριζόμενα ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέρα από τον πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία, και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου των. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 1984) που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την υπ' αριθμ. 11770/20-3-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β', 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως την συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή για την υπερεργασία, καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει
1) ότι η υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, έχει ως βάση το ανώτατο ωράριο της ημερήσιας και όχι της εβδομαδιαίας απασχολήσεως του μισθωτού, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως, για όσους απασχολούνται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα (άρθρο 6 της από 26- 2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου και
2) ότι στην περίπτωση της υπερεργασίας, δηλαδή της απασχολήσεως του μισθωτού πέρα από τις 40 ώρες μέσα στην ίδια εβδομάδα μέχρι την συμπλήρωση των 48 ωρών ανωτάτης εβδομαδιαίας εργασίας, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Επομένως, αν ο μισθωτός, απασχολούμενος μετά την 1-1-1984, δεν υπερβεί κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας το συμβατικό εβδομαδιαίο όριο των 40 ωρών, δεν δικαιούται την οικεία πρόσθετη αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξημένο κατά 25%) διότι δεν έχει πραγματοποιήσει υπερεργασία.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο χρόνος της εβδομαδιαίας εργασίας έχει υπερβεί το όριο των ωρών λόγω απασχολήσεως του μισθωτού την Κυριακή ή άλλη ημέρα αναπαύσεως, αφού οι ώρες της εργασίας αυτής, για την οποία υφίσταται ειδική και αυτοτελής νομοθετική πρόνοια, δεν συναριθμούνται με τις ώρες των εργάσιμων ημερών της ίδιας εβδομάδας, στις οποίες και μόνο αποβλέπει η ρύθμιση της υπερεργασίας.
Με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 (όπως ίσχυε έως 30-9-2005, που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005) από 1-4-2001, σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών την εβδομάδα, καταργείται η κατά την κρίση του εργοδότη υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέντε (5) ωρών την εβδομάδα.
Κατά συνέπεια καταργούνται οι 44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρες υπερεργασιακής απασχολήσεως, εφόσον στις επιχειρήσεις αυτές ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας ήταν μέχρι την 31-3-2001 το 48ωρο.
Στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχολήσεως του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) την εβδομάδα.
Η τρίωρη αυτή πέραν των 40 ωρών απασχόληση από 1-4-2001 ονομάζεται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση.
Από 1-4-2001 η πέραν των σαράντα τριών (43) ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση του μισθωτού των ως άνω επιχειρήσεων θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Η έκφραση του νόμου, ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνο η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχολήσεως του μισθωτού, το οποίο και μετά την 1-4-2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρυθμίσεως, εξακολουθεί να είναι το 8ωρο ή το 9ωρο επί πενθημέρου.
Επομένως, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως.
Ο νομοθέτης, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίως υπερεργασιακής απασχόλησης, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 43 (αντί των 48) ώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Από 1-4-2001 οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και για κάθε ώρα νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 435/1976.
Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης (παράνομης) υπερωριακής απασχόλησής του δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας (δηλαδή, για κάθε ώρα, προσαύξηση 150% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου).
Με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1-10- 2005) το παραπάνω άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε ως εξής: 1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η και 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).
2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα.
Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας.
3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%.
4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ' εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%. Εξάλλου, το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της ιστορικής βάσης της, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος για την θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκείται σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά.
Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 559 αριθμό 1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως.
Αν τυχόν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, τα οποία έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονται στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως.
Τέλος, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του προαναφερόμενου άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Στην προκείμενη υπόθεση, από την έρευνα του περιεχομένου της ένδικης αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ζήτησε με αυτή την καταβολή αμοιβής για παράνομη υπερωριακή απασχόλησή της στην επιχείρηση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, επικαλούμενη ότι, καθ` όλο το επίδικο από 1-1-2002 έως 20-11-2006 χρονικό διάστημα, εργαζόταν πέντε ημέρες την εβδομάδα επί 10 ώρες ημερησίως, δηλαδή 50 ώρες εβδομαδιαίως και ειδικότερα ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 31-5-2002 εργάσθηκε 19 ημέρες τον Ιανουάριο, 17 ημέρες τον Φεβρουάριο, 20 ημέρες τον Μάρτιο, 22 ημέρες τον Απρίλιο και 12 ημέρες τον Μάιο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 126 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως παράνομης υπερωριακής εργασίας Χ 90 ημέρες εργασίας κατά το άνω χρονικό διάστημα), κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2002 έως 31-5-2003 εργάσθηκε 19 ημέρες τον Ιούνιο, 21 ημέρες τον Ιούλιο, 20 ημέρες τον Αύγουστο, 10 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 22 ημέρες τον Οκτώβριο, 21 ημέρες τον Νοέμβριο, 15 ημέρες τον Δεκέμβριο, 19 ημέρες τον Ιανουάριο, 19 ημέρες τον Φεβρουάριο, 15 ημέρες τον Μάρτιο, 17 ημέρες τον Απρίλιο και 20 ημέρες τον Μάιο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 305,20 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως Χ 218 ημέρες εργασίας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2003 έως 31-5-2004 εργάσθηκε 21 ημέρες τον Ιούνιο, 22 ημέρες τον Ιούλιο, 17 ημέρες τον Αύγουστο, 14 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 14 ημέρες τον Οκτώβριο, 20 ημέρες τον Νοέμβριο, 20 ημέρες τον Δεκέμβριο, 18 ημέρες τον Ιανουάριο, 19 ημέρες τον Φεβρουάριο, 20 ημέρες τον Μάρτιο, 20 ημέρες τον Απρίλιο και 20 ημέρες τον Μάιο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 315 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως Χ 225 ημέρες εργασίας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2004 έως 31-5-2005 εργάσθηκε 18 ημέρες τον Ιούνιο, 17 ημέρες τον Ιούλιο, 21 ημέρες τον Αύγουστο, 16 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 12 ημέρες τον Οκτώβριο, 4 ημέρες τον Μάρτιο, 18 ημέρες τον Απρίλιο και 18 ημέρες τον Μάιο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 173,60 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως Χ 124 ημέρες εργασίας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2005 έως 30-9-2005 εργάσθηκε 18 ημέρες τον Ιούνιο, 14 ημέρες τον Ιούλιο, 13 ημέρες τον Αύγουστο και 18 ημέρες τον Σεπτέμβριο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 88,20 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως Χ 63 ημέρες εργασίας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 31-5-2006 εργάσθηκε 16 ημέρες τον Οκτώβριο, 19 ημέρες τον Νοέμβριο, 10 ημέρες τον Δεκέμβριο, 13 ημέρες τον Ιανουάριο, 14 ημέρες τον Φεβρουάριο, 20 ημέρες τον Μάρτιο, 14 ημέρες τον Απρίλιο και 20 ημέρες τον Μάϊο, πραγματοποιώντας έτσι κατ` εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή εργασία 126 ωρών (1 ώρα ημερησίως Χ 126 ημέρες εργασίας) και κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2006 έως 20-11-2006 εργάσθηκε 22 ημέρες τον Ιούνιο, 11 ημέρες τον Ιούλιο, 18 ημέρες τον Αύγουστο, 19 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 22 ημέρες τον Οκτώβριο και 14 ημέρες τον Νοέμβριο, πραγματοποιώντας έτσι κατ` εξαίρεση υπερωριακή εργασία 106 ωρών (1 ώρα ημερησίως Χ 106 ημέρες εργασίας). Με το άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, όσον αφορά την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας κατά το επίδικο από 1-1-2002 έως 30-9-2005 χρονικό διάστημα, είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, μη περιέχουσα επαρκή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για την, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, νομική πληρότητα του δικογράφου της, στο οποίο δεν προσδιορίζεται σαφώς και ορισμένως ο χρόνος της υπερωριακής απασχολήσεως της αναιρεσίβλητης κατά το άνω από 1-1-2002 έως 30-9-2005 χρονικό διάστημα, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο καθορισμός της σχετικής αμοιβής αυτής, η οποία ισχυρίζεται ότι (και) κατά το διάστημα αυτό εργαζόταν πέντε ημέρες κάθε εβδομάδα επί 10 ώρες ημερησίως, δηλαδή 50 ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 1,4 ωρών ημερησίως, πλην όμως, όπως προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο, ορισμένους μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος (1-1-2002 έως 30-9-2005), η αναιρεσίβλητη εργάσθηκε 14 ημέρες ή 13 ημέρες ή 12 ημέρες ή ακόμη και 4 ημέρες το μήνα, οπότε είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να εργαζόταν 50 ώρες κάθε εβδομάδα και να πραγματοποιούσε παράνομη υπερωριακή εργασία 1,4 ώρες ημερησίως, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη και ότι, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (όπως στη προκείμενη περίπτωση η αναιρεσίβλητη), και μετά την ισχύ του Ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως.
Συνεπώς, το Εφετείο που έκρινε ορισμένη και παραδεκτή την ένδικη αγωγή, καθ` όσον αφορά την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 1-1- 2002 έως 30-9-2005, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή κατά τούτο και γι` αυτό ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι, κατά το σχετικό μέρος του, βάσιμος. Ενώ, αντιθέτως, η ένδικη αγωγή, όσον αφορά την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-11-2006, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού από το αγωγικό δικόγραφο προκύπτει σαφώς ο αριθμός των ωρών της κατ` εξαίρεση (παράνομης) υπερωριακής εργασίας της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε και έτσι ο ίδιος (πρώτος) λόγος της αναιρέσεως, κατά το υπόλοιπο μέρος του, από τον αριθμό 14 και (επικουρικά) από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα, που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Δεν ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση, συσχετισμό και αξιολόγηση των αποδείξεων και την αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, αναφορικά με την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-11-2006, που ενδιαφέρει εδώ, δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη κατά το χρονικό αυτό διάστημα (1-10-2005 έως 20- 11-2006) εργάσθηκε, ως υπάλληλος γραφείου, στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας. Από 1-10- 2005 έως 31-5-2006 εργάσθηκε 16 ημέρες τον Οκτώβριο, 19 ημέρες το Νοέμβριο, 10 ημέρες τον Δεκέμβριο, 13 ημέρες τον Ιανουάριο, 14 ημέρες τον Φεβρουάριο, 20 ημέρες τον Μάρτιο, 14 ημέρες τον Απρίλιο και 20 ημέρες τον Μάιο, δηλαδή 126 ημέρες, κατά τις οποίες εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας έτσι μία (1) ώρα κατ` εξαίρεση (δεδομένου ότι δεν ετηρούντο οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης) υπερωριακή εργασία την ημέρα και συνολικά 126 ώρες κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας. Ενόψει δε του ότι οι αποδοχές της αναιρεσίβλητης κατά το από 1-10-2005 έως 31-5-2006 χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε 1400 ευρώ μηνιαίως, εδικαιούτο αυτή, ως αποζημίωση, για την παραπάνω κατ` εξαίρεση υπερωριακή απασχόλησή της (126 ώρες) το ποσό των 2.116,80 ευρώ [8,40 ευρώ ωρομίσθιο (1400 ευρώ μηνιαίος μισθός Χ 0,006) Χ 100% Χ 126 ώρες]. Στη συνέχεια δέχθηκε το Εφετείο, ότι από 1-6-2006 έως 20-11-2006, που απολύθηκε, η αναιρεσίβλητη εργάσθηκε 22 ημέρες τον Ιούνιο, 11 ημέρες τον Ιούλιο, 18 ημέρες τον Αύγουστο, 19 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 22 ημέρες τον Οκτώβριο και 14 ημέρες το Νοέμβριο, δηλαδή 106 ημέρες, κατά τις οποίες εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας μία (1) ώρα κατ` εξαίρεση υπερωριακή εργασία την ημέρα και συνολικά 106 ώρες κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας, ενόψει δε του ότι οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν σε 1470 ευρώ, εδικαιούτο αυτή, ως αποζημίωση, για την παραπάνω κατ` εξαίρεση υπερωριακή απασχόλησή της (106 ώρες) το ποσό των 1.869,84 ευρώ [8,82 ευρώ ωρομίσθιο (1470 ευρώ μηνιαίος μισθός Χ 0,006) Χ 100% Χ 106 ώρες]. Και κατέληξε το Εφετείο, ότι η αναιρεσείουσα οφείλει στην αναιρεσίβλητη για την κατ` εξαίρεση (χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής) υπερωριακή απασχόλησή της, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-11-2006, το ποσό των 3.986,64 ευρώ (2116,80 + 1869,84). Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου (με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες) τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις προσδιόρισε την κατ` εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά ημέρα και με βάση τις ημέρες εργασίας αυτής και τις καταβαλλόμενες αποδοχές της κατά το από 1-10-2005 έως 20-11-2006 χρονικό διάστημα υπολόγισε την οφειλόμενη αποζημίωση. Υπό τα δεδομένα αυτά οι σχετικές αιτιάσεις, που αφορούν το παραπάνω χρονικό διάστημα, οι περιεχόμενες στον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και στον από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου τρίτο λόγο της αναιρέσεως είναι αβάσιμες.
Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η αντίδικός της ουδέποτε πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, ούτε της ζητήθηκε να απασχοληθεί υπερωριακώς, ούτε ποτέ δόθηκε σ` αυτή άδεια ή έγκριση για υπερωριακή απασχόληση, άλλως και επικουρικά ότι η τυχόν παραμονή της αναιρεσίβλητης στο χώρο εργασίας, μετά το πέρας του συμβατικού ωραρίου, ήταν αποτέλεσμα δικής της πρωτοβουλίας. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι ο φερόμενος ως μη ληφθείς υπόψη ισχυρισμός αποτελεί άρνηση της αγωγικής απαιτήσεως και όχι αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, δηλαδή "πράγμα" κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ. Όσον αφορά δε τον ως άνω επικουρικώς προβληθέντα ισχυρισμό, το Εφετείο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων τον ισχυρισμό αυτό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996) και ως εκ τούτου δεν συγκροτείται ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως.
Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά την ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου διαδικασία των εργατικών διαφορών, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση, ενώ η μη λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, εφόσον βέβαια είχαν προσκομισθεί και είχε γίνει νόμιμη επίκλησή τους. Σχετικώς με την προσκόμιση με επίκληση των αποδεικτικών μέσων και επομένως και των ενόρκων βεβαιώσεων, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. β` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει από τον συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β`, 346 και 671 παρ. 1γ` ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη επίκληση των ενόρκων βεβαιώσεων υπάρχει όταν αυτή είναι ειδική, δηλαδή όταν στην απόφαση γίνεται μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη οι ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς όμως να είναι αναγκαία η χωριστή μνημόνευση της κάθε μιας από αυτές. Η επίκληση δε αυτή μπορεί να γίνει, είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε με αναφορά, διά των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των ενόρκων βεβαιώσεων, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 9/2000).
Στην προκείμενη υπόθεση, η αναιρεσείουσα με τον πέμπτο, από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του την υπ` αριθμ. .../2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, της οποίας όμως δεν έγινε νόμιμη επίκληση από την αναιρεσίβλητη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως προκύπτει από τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου (σελίδα 3 αυτών), γίνεται με τις προτάσεις αυτές σαφής και ορισμένη επίκληση της συγκεκριμένης ένορκης βεβαιώσεως, καθώς και ότι αυτή ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της αναιρεσείουσας. Με τον έκτο (τελευταίο), κατά το πρώτο μέρος του λόγο της αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα είχε προτείνει ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, αρνηθείσα, ειδικότερα, την ύπαρξη του δικαιώματός της αυτού, αφού ουδέποτε πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, ούτε ποτέ ζήτησε να της καταβληθεί οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για υπερωριακή απασχόληση και ουδέποτε προέβαλε οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη σχετικά με την ένδικη αξίωσή της. Έτσι, όμως, η ένσταση αυτή της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής ασκήσεως ανύπαρκτου δικαιώματος της αναιρεσίβλητης είναι μη νόμιμη, διότι η αναιρεσείουσα αρνείται το δικαίωμα της αντιδίκου της, η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται (απλά ή αιτιολογημένα) να δεχθεί την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007). Επομένως και το Εφετείο, το οποίο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την ένσταση αυτή, αν και για άλλο λόγο, ορθά κατ` αποτέλεσμα έκρινε και δεν παραβίασε την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, ο ίδιος (έκτος) λόγος της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του από το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα και ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι ουδέποτε ζητήθηκε από την αναιρεσίβλητη η χορήγηση άδειας για την πραγματοποίηση υπερωριακής εργασίας, ούτε χρειάσθηκε να χορηγηθεί σ` αυτή τέτοια άδεια, ούτε της χορηγήθηκε ποτέ, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, γιατί ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί επιχείρημα προς στήριξη της αρνήσεως της αγωγικής απαιτήσεως και όχι αυτοτελή ισχυρισμό υπό την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 8 του ΚΠολΔ.
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω αναφερομένων και κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά το σχετικό μέρος του, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και ειδικότερα κατά το μέρος της που αναφέρεται στην αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 1 Ιανουαρίου 2002 έως 30 Σεπτεμβρίου 2005 και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατ` άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ.
Κατά το άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί σχετική αίτηση είτε με το αναιρετήριο, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζητήσεως, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Η αίτηση αυτή με την οποία ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων στον αναιρεσίβλητο ποσών, ήτοι του επιδικασθέντος κεφαλαίου, των τόκων και των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων, πρέπει, κατά τα άρθρα 216 και 217 ΚΠολΔ, να προσδιορίζει τις αιτίες για τις οποίες καταβλήθηκαν και τα επί μέρους ποσά που συνθέτουν το επιδιωκόμενο συνολικό ποσό, ώστε στην περίπτωση που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρείται κατά ένα μέρος να είναι εφικτός ο προσδιορισμός του ποσού που θα αποδοθεί.
Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τις προτάσεις της, που κατέθεσε στις 16-11- 2010, υπέβαλε αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, σε περίπτωση αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ζητώντας να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη σε επιστροφή του ποσού των 26.835,21 ευρώ, το οποίο της κατέβαλε η αναιρεσείουσα σε εκούσια εκτέλεση της υπ` αριθμ. 2010/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή (ως προς την καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 6.000 ευρώ) και προς συμμόρφωση με την προσβαλλόμενη (αναιρούμενη) απόφαση. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση αυτής και για το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-11-2006, καθώς και τόκους επί του κεφαλαίου τούτου της αγωγής, ως προς το οποίο δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται σ` αυτή το ποσό που καταβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη για το επιδικασθέν κεφάλαιο το σχετικό με την αμοιβή της για την υπερωριακή απασχόλησή της κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 30-9-2005 και ποίο είναι το ποσό των τόκων που αναλογούν στο κεφάλαιο αυτό, ώστε να είναι εφικτός ο προσδιορισμός του επιστρεπτέου ποσού.
Συνεπώς, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί για τον ως άνω λόγο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 5723/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση.
Απορρίπτει την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2011.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουλίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ............................ που εδρεύει στον Δήμο ................... Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ................................
Της αναιρεσίβλητης: .........................η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ..........................
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-3-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2010/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5723/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-12-2009 αίτησή της, με τις δε από 3-11-2010 προτάσεις της, ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 29-11-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν εν μέρει δεκτοί οι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως και να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι λόγοι αυτοί και οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέρα από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας, δικαιούνται αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας απασχολήσεως ίσης προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά τα οριζόμενα ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέρα από τον πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία, και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου των. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 1984) που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την υπ' αριθμ. 11770/20-3-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β', 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως την συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή για την υπερεργασία, καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει
1) ότι η υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, έχει ως βάση το ανώτατο ωράριο της ημερήσιας και όχι της εβδομαδιαίας απασχολήσεως του μισθωτού, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως, για όσους απασχολούνται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα (άρθρο 6 της από 26- 2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου και
2) ότι στην περίπτωση της υπερεργασίας, δηλαδή της απασχολήσεως του μισθωτού πέρα από τις 40 ώρες μέσα στην ίδια εβδομάδα μέχρι την συμπλήρωση των 48 ωρών ανωτάτης εβδομαδιαίας εργασίας, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Επομένως, αν ο μισθωτός, απασχολούμενος μετά την 1-1-1984, δεν υπερβεί κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας το συμβατικό εβδομαδιαίο όριο των 40 ωρών, δεν δικαιούται την οικεία πρόσθετη αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξημένο κατά 25%) διότι δεν έχει πραγματοποιήσει υπερεργασία.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο χρόνος της εβδομαδιαίας εργασίας έχει υπερβεί το όριο των ωρών λόγω απασχολήσεως του μισθωτού την Κυριακή ή άλλη ημέρα αναπαύσεως, αφού οι ώρες της εργασίας αυτής, για την οποία υφίσταται ειδική και αυτοτελής νομοθετική πρόνοια, δεν συναριθμούνται με τις ώρες των εργάσιμων ημερών της ίδιας εβδομάδας, στις οποίες και μόνο αποβλέπει η ρύθμιση της υπερεργασίας.
Με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 (όπως ίσχυε έως 30-9-2005, που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005) από 1-4-2001, σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών την εβδομάδα, καταργείται η κατά την κρίση του εργοδότη υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέντε (5) ωρών την εβδομάδα.
Κατά συνέπεια καταργούνται οι 44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρες υπερεργασιακής απασχολήσεως, εφόσον στις επιχειρήσεις αυτές ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας ήταν μέχρι την 31-3-2001 το 48ωρο.
Στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχολήσεως του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) την εβδομάδα.
Η τρίωρη αυτή πέραν των 40 ωρών απασχόληση από 1-4-2001 ονομάζεται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση.
Από 1-4-2001 η πέραν των σαράντα τριών (43) ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση του μισθωτού των ως άνω επιχειρήσεων θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Η έκφραση του νόμου, ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνο η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχολήσεως του μισθωτού, το οποίο και μετά την 1-4-2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρυθμίσεως, εξακολουθεί να είναι το 8ωρο ή το 9ωρο επί πενθημέρου.
Επομένως, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως.
Ο νομοθέτης, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίως υπερεργασιακής απασχόλησης, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 43 (αντί των 48) ώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Από 1-4-2001 οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και για κάθε ώρα νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 435/1976.
Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης (παράνομης) υπερωριακής απασχόλησής του δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας (δηλαδή, για κάθε ώρα, προσαύξηση 150% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου).
Με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1-10- 2005) το παραπάνω άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε ως εξής: 1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η και 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).
2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα.
Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας.
3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%.
4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ' εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%. Εξάλλου, το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της ιστορικής βάσης της, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος για την θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκείται σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά.
Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 559 αριθμό 1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως.
Αν τυχόν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, τα οποία έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονται στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως.
Τέλος, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του προαναφερόμενου άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Στην προκείμενη υπόθεση, από την έρευνα του περιεχομένου της ένδικης αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ζήτησε με αυτή την καταβολή αμοιβής για παράνομη υπερωριακή απασχόλησή της στην επιχείρηση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, επικαλούμενη ότι, καθ` όλο το επίδικο από 1-1-2002 έως 20-11-2006 χρονικό διάστημα, εργαζόταν πέντε ημέρες την εβδομάδα επί 10 ώρες ημερησίως, δηλαδή 50 ώρες εβδομαδιαίως και ειδικότερα ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 31-5-2002 εργάσθηκε 19 ημέρες τον Ιανουάριο, 17 ημέρες τον Φεβρουάριο, 20 ημέρες τον Μάρτιο, 22 ημέρες τον Απρίλιο και 12 ημέρες τον Μάιο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 126 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως παράνομης υπερωριακής εργασίας Χ 90 ημέρες εργασίας κατά το άνω χρονικό διάστημα), κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2002 έως 31-5-2003 εργάσθηκε 19 ημέρες τον Ιούνιο, 21 ημέρες τον Ιούλιο, 20 ημέρες τον Αύγουστο, 10 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 22 ημέρες τον Οκτώβριο, 21 ημέρες τον Νοέμβριο, 15 ημέρες τον Δεκέμβριο, 19 ημέρες τον Ιανουάριο, 19 ημέρες τον Φεβρουάριο, 15 ημέρες τον Μάρτιο, 17 ημέρες τον Απρίλιο και 20 ημέρες τον Μάιο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 305,20 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως Χ 218 ημέρες εργασίας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2003 έως 31-5-2004 εργάσθηκε 21 ημέρες τον Ιούνιο, 22 ημέρες τον Ιούλιο, 17 ημέρες τον Αύγουστο, 14 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 14 ημέρες τον Οκτώβριο, 20 ημέρες τον Νοέμβριο, 20 ημέρες τον Δεκέμβριο, 18 ημέρες τον Ιανουάριο, 19 ημέρες τον Φεβρουάριο, 20 ημέρες τον Μάρτιο, 20 ημέρες τον Απρίλιο και 20 ημέρες τον Μάιο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 315 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως Χ 225 ημέρες εργασίας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2004 έως 31-5-2005 εργάσθηκε 18 ημέρες τον Ιούνιο, 17 ημέρες τον Ιούλιο, 21 ημέρες τον Αύγουστο, 16 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 12 ημέρες τον Οκτώβριο, 4 ημέρες τον Μάρτιο, 18 ημέρες τον Απρίλιο και 18 ημέρες τον Μάιο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 173,60 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως Χ 124 ημέρες εργασίας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2005 έως 30-9-2005 εργάσθηκε 18 ημέρες τον Ιούνιο, 14 ημέρες τον Ιούλιο, 13 ημέρες τον Αύγουστο και 18 ημέρες τον Σεπτέμβριο, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 88,20 ωρών (1,4 ώρες ημερησίως Χ 63 ημέρες εργασίας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 31-5-2006 εργάσθηκε 16 ημέρες τον Οκτώβριο, 19 ημέρες τον Νοέμβριο, 10 ημέρες τον Δεκέμβριο, 13 ημέρες τον Ιανουάριο, 14 ημέρες τον Φεβρουάριο, 20 ημέρες τον Μάρτιο, 14 ημέρες τον Απρίλιο και 20 ημέρες τον Μάϊο, πραγματοποιώντας έτσι κατ` εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή εργασία 126 ωρών (1 ώρα ημερησίως Χ 126 ημέρες εργασίας) και κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2006 έως 20-11-2006 εργάσθηκε 22 ημέρες τον Ιούνιο, 11 ημέρες τον Ιούλιο, 18 ημέρες τον Αύγουστο, 19 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 22 ημέρες τον Οκτώβριο και 14 ημέρες τον Νοέμβριο, πραγματοποιώντας έτσι κατ` εξαίρεση υπερωριακή εργασία 106 ωρών (1 ώρα ημερησίως Χ 106 ημέρες εργασίας). Με το άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, όσον αφορά την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας κατά το επίδικο από 1-1-2002 έως 30-9-2005 χρονικό διάστημα, είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, μη περιέχουσα επαρκή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για την, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, νομική πληρότητα του δικογράφου της, στο οποίο δεν προσδιορίζεται σαφώς και ορισμένως ο χρόνος της υπερωριακής απασχολήσεως της αναιρεσίβλητης κατά το άνω από 1-1-2002 έως 30-9-2005 χρονικό διάστημα, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο καθορισμός της σχετικής αμοιβής αυτής, η οποία ισχυρίζεται ότι (και) κατά το διάστημα αυτό εργαζόταν πέντε ημέρες κάθε εβδομάδα επί 10 ώρες ημερησίως, δηλαδή 50 ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας έτσι παράνομη υπερωριακή εργασία 1,4 ωρών ημερησίως, πλην όμως, όπως προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο, ορισμένους μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος (1-1-2002 έως 30-9-2005), η αναιρεσίβλητη εργάσθηκε 14 ημέρες ή 13 ημέρες ή 12 ημέρες ή ακόμη και 4 ημέρες το μήνα, οπότε είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να εργαζόταν 50 ώρες κάθε εβδομάδα και να πραγματοποιούσε παράνομη υπερωριακή εργασία 1,4 ώρες ημερησίως, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη και ότι, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (όπως στη προκείμενη περίπτωση η αναιρεσίβλητη), και μετά την ισχύ του Ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως.
Συνεπώς, το Εφετείο που έκρινε ορισμένη και παραδεκτή την ένδικη αγωγή, καθ` όσον αφορά την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 1-1- 2002 έως 30-9-2005, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή κατά τούτο και γι` αυτό ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι, κατά το σχετικό μέρος του, βάσιμος. Ενώ, αντιθέτως, η ένδικη αγωγή, όσον αφορά την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-11-2006, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού από το αγωγικό δικόγραφο προκύπτει σαφώς ο αριθμός των ωρών της κατ` εξαίρεση (παράνομης) υπερωριακής εργασίας της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε και έτσι ο ίδιος (πρώτος) λόγος της αναιρέσεως, κατά το υπόλοιπο μέρος του, από τον αριθμό 14 και (επικουρικά) από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα, που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Δεν ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση, συσχετισμό και αξιολόγηση των αποδείξεων και την αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, αναφορικά με την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-11-2006, που ενδιαφέρει εδώ, δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη κατά το χρονικό αυτό διάστημα (1-10-2005 έως 20- 11-2006) εργάσθηκε, ως υπάλληλος γραφείου, στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας. Από 1-10- 2005 έως 31-5-2006 εργάσθηκε 16 ημέρες τον Οκτώβριο, 19 ημέρες το Νοέμβριο, 10 ημέρες τον Δεκέμβριο, 13 ημέρες τον Ιανουάριο, 14 ημέρες τον Φεβρουάριο, 20 ημέρες τον Μάρτιο, 14 ημέρες τον Απρίλιο και 20 ημέρες τον Μάιο, δηλαδή 126 ημέρες, κατά τις οποίες εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας έτσι μία (1) ώρα κατ` εξαίρεση (δεδομένου ότι δεν ετηρούντο οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης) υπερωριακή εργασία την ημέρα και συνολικά 126 ώρες κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας. Ενόψει δε του ότι οι αποδοχές της αναιρεσίβλητης κατά το από 1-10-2005 έως 31-5-2006 χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε 1400 ευρώ μηνιαίως, εδικαιούτο αυτή, ως αποζημίωση, για την παραπάνω κατ` εξαίρεση υπερωριακή απασχόλησή της (126 ώρες) το ποσό των 2.116,80 ευρώ [8,40 ευρώ ωρομίσθιο (1400 ευρώ μηνιαίος μισθός Χ 0,006) Χ 100% Χ 126 ώρες]. Στη συνέχεια δέχθηκε το Εφετείο, ότι από 1-6-2006 έως 20-11-2006, που απολύθηκε, η αναιρεσίβλητη εργάσθηκε 22 ημέρες τον Ιούνιο, 11 ημέρες τον Ιούλιο, 18 ημέρες τον Αύγουστο, 19 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 22 ημέρες τον Οκτώβριο και 14 ημέρες το Νοέμβριο, δηλαδή 106 ημέρες, κατά τις οποίες εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας μία (1) ώρα κατ` εξαίρεση υπερωριακή εργασία την ημέρα και συνολικά 106 ώρες κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας, ενόψει δε του ότι οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν σε 1470 ευρώ, εδικαιούτο αυτή, ως αποζημίωση, για την παραπάνω κατ` εξαίρεση υπερωριακή απασχόλησή της (106 ώρες) το ποσό των 1.869,84 ευρώ [8,82 ευρώ ωρομίσθιο (1470 ευρώ μηνιαίος μισθός Χ 0,006) Χ 100% Χ 106 ώρες]. Και κατέληξε το Εφετείο, ότι η αναιρεσείουσα οφείλει στην αναιρεσίβλητη για την κατ` εξαίρεση (χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής) υπερωριακή απασχόλησή της, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-11-2006, το ποσό των 3.986,64 ευρώ (2116,80 + 1869,84). Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου (με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες) τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις προσδιόρισε την κατ` εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά ημέρα και με βάση τις ημέρες εργασίας αυτής και τις καταβαλλόμενες αποδοχές της κατά το από 1-10-2005 έως 20-11-2006 χρονικό διάστημα υπολόγισε την οφειλόμενη αποζημίωση. Υπό τα δεδομένα αυτά οι σχετικές αιτιάσεις, που αφορούν το παραπάνω χρονικό διάστημα, οι περιεχόμενες στον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και στον από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου τρίτο λόγο της αναιρέσεως είναι αβάσιμες.
Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η αντίδικός της ουδέποτε πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, ούτε της ζητήθηκε να απασχοληθεί υπερωριακώς, ούτε ποτέ δόθηκε σ` αυτή άδεια ή έγκριση για υπερωριακή απασχόληση, άλλως και επικουρικά ότι η τυχόν παραμονή της αναιρεσίβλητης στο χώρο εργασίας, μετά το πέρας του συμβατικού ωραρίου, ήταν αποτέλεσμα δικής της πρωτοβουλίας. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι ο φερόμενος ως μη ληφθείς υπόψη ισχυρισμός αποτελεί άρνηση της αγωγικής απαιτήσεως και όχι αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, δηλαδή "πράγμα" κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ. Όσον αφορά δε τον ως άνω επικουρικώς προβληθέντα ισχυρισμό, το Εφετείο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων τον ισχυρισμό αυτό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996) και ως εκ τούτου δεν συγκροτείται ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως.
Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά την ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου διαδικασία των εργατικών διαφορών, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση, ενώ η μη λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, εφόσον βέβαια είχαν προσκομισθεί και είχε γίνει νόμιμη επίκλησή τους. Σχετικώς με την προσκόμιση με επίκληση των αποδεικτικών μέσων και επομένως και των ενόρκων βεβαιώσεων, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. β` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει από τον συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β`, 346 και 671 παρ. 1γ` ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη επίκληση των ενόρκων βεβαιώσεων υπάρχει όταν αυτή είναι ειδική, δηλαδή όταν στην απόφαση γίνεται μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη οι ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς όμως να είναι αναγκαία η χωριστή μνημόνευση της κάθε μιας από αυτές. Η επίκληση δε αυτή μπορεί να γίνει, είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε με αναφορά, διά των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των ενόρκων βεβαιώσεων, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 9/2000).
Στην προκείμενη υπόθεση, η αναιρεσείουσα με τον πέμπτο, από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του την υπ` αριθμ. .../2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, της οποίας όμως δεν έγινε νόμιμη επίκληση από την αναιρεσίβλητη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως προκύπτει από τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου (σελίδα 3 αυτών), γίνεται με τις προτάσεις αυτές σαφής και ορισμένη επίκληση της συγκεκριμένης ένορκης βεβαιώσεως, καθώς και ότι αυτή ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της αναιρεσείουσας. Με τον έκτο (τελευταίο), κατά το πρώτο μέρος του λόγο της αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα είχε προτείνει ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, αρνηθείσα, ειδικότερα, την ύπαρξη του δικαιώματός της αυτού, αφού ουδέποτε πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, ούτε ποτέ ζήτησε να της καταβληθεί οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για υπερωριακή απασχόληση και ουδέποτε προέβαλε οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη σχετικά με την ένδικη αξίωσή της. Έτσι, όμως, η ένσταση αυτή της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής ασκήσεως ανύπαρκτου δικαιώματος της αναιρεσίβλητης είναι μη νόμιμη, διότι η αναιρεσείουσα αρνείται το δικαίωμα της αντιδίκου της, η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται (απλά ή αιτιολογημένα) να δεχθεί την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007). Επομένως και το Εφετείο, το οποίο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την ένσταση αυτή, αν και για άλλο λόγο, ορθά κατ` αποτέλεσμα έκρινε και δεν παραβίασε την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, ο ίδιος (έκτος) λόγος της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του από το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα και ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι ουδέποτε ζητήθηκε από την αναιρεσίβλητη η χορήγηση άδειας για την πραγματοποίηση υπερωριακής εργασίας, ούτε χρειάσθηκε να χορηγηθεί σ` αυτή τέτοια άδεια, ούτε της χορηγήθηκε ποτέ, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, γιατί ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί επιχείρημα προς στήριξη της αρνήσεως της αγωγικής απαιτήσεως και όχι αυτοτελή ισχυρισμό υπό την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 8 του ΚΠολΔ.
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω αναφερομένων και κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά το σχετικό μέρος του, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και ειδικότερα κατά το μέρος της που αναφέρεται στην αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 1 Ιανουαρίου 2002 έως 30 Σεπτεμβρίου 2005 και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατ` άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ.
Κατά το άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί σχετική αίτηση είτε με το αναιρετήριο, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζητήσεως, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Η αίτηση αυτή με την οποία ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων στον αναιρεσίβλητο ποσών, ήτοι του επιδικασθέντος κεφαλαίου, των τόκων και των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων, πρέπει, κατά τα άρθρα 216 και 217 ΚΠολΔ, να προσδιορίζει τις αιτίες για τις οποίες καταβλήθηκαν και τα επί μέρους ποσά που συνθέτουν το επιδιωκόμενο συνολικό ποσό, ώστε στην περίπτωση που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρείται κατά ένα μέρος να είναι εφικτός ο προσδιορισμός του ποσού που θα αποδοθεί.
Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τις προτάσεις της, που κατέθεσε στις 16-11- 2010, υπέβαλε αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, σε περίπτωση αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ζητώντας να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη σε επιστροφή του ποσού των 26.835,21 ευρώ, το οποίο της κατέβαλε η αναιρεσείουσα σε εκούσια εκτέλεση της υπ` αριθμ. 2010/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή (ως προς την καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 6.000 ευρώ) και προς συμμόρφωση με την προσβαλλόμενη (αναιρούμενη) απόφαση. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση αυτής και για το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-11-2006, καθώς και τόκους επί του κεφαλαίου τούτου της αγωγής, ως προς το οποίο δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται σ` αυτή το ποσό που καταβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη για το επιδικασθέν κεφάλαιο το σχετικό με την αμοιβή της για την υπερωριακή απασχόλησή της κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 30-9-2005 και ποίο είναι το ποσό των τόκων που αναλογούν στο κεφάλαιο αυτό, ώστε να είναι εφικτός ο προσδιορισμός του επιστρεπτέου ποσού.
Συνεπώς, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί για τον ως άνω λόγο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 5723/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση.
Απορρίπτει την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2011.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουλίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου