134/2012 ΑΠ ( 569253)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Πράξεις που συνιστούν άσκηση νομής επί ακινήτου. Διαδοχή στη νομή. Προϋποθέσεις κτήσεως της νομής με παράδοση. Οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν νομότυπα στο πλαίσιο άλλης δίκης μπορούν να εκτιμηθούν ως δικαστικά....
τεκμήρια. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 134/2009 απόφαση ΕφΚρήτης).
Αριθμός 134/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο
Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Ερωτόκριτο Καλούδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2011, με την παρουσία
και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Δ. Κ. του Ι. και Σ., 2. Α. Κ. του Ι. και Σ., 3. Σ. Κ. του Ι. και Σ., 4. Μ. συζ. Ι.
Μ., φυσικού τέκνου Ι. και Σ. Κ., θετού τέκνου Μ. και Μ. Τ., κατοίκων ..., απάντων ως εξ αδιαθέτου
κληρονόμων της αποβιωσάσης αρχικής διαδίκου Σ. χας Ι. Κ., 5. Γ. Τ. του Ε., κατοίκου ... και 6. Α. Τ.
του Ε., κατοίκου ........... Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο
Ορφανίδη.
Των αναιρεσίβλητων: 1. Ε. Χ. του Δ., 2. Π. Χ. του Ε., 3. Ι. Χ. του Ε. και 4. Δ. Χ. του Ε., κατοίκων ...,
οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαρίλαο Βερβενιώτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-6-1994 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε
στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 387/1997 μη οριστική,
182/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 254/2004 του Εφετείου Κρήτης. Κατά της ανωτέρω
εφετειακής απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 1631/2006 απόφαση του Αρείου
Πάγου η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση
στο Εφετείο Κρήτης. Το Εφετείο Κρήτης εξέδωσε την 134/2009 απόφαση, την αναίρεση της οποίας
ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21-7-2009 αίτησή τους και με τους από 14-10-2010
πρόσθετους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης
ανέγνωσε την από 12-9-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης
αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων
λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του
αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ, συνάγεται, ότι, για τη κτήση της
κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με
τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να
συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του.
Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που
προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα
να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 976 εδ. α` ΑΚ, σε πράγμα που βρίσκεται
στη νομή άλλου ή νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Από τη
διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής, με ειδική διαδοχή, η οποία
συντελείται με απλή παράδοση της νομής, σύμφωνα με τη βούληση του μέχρι τη μεταβίβαση
νομέα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι: α) η ύπαρξη της
ιδιότητας του νομέα, κατά το χρόνο παράδοσης της νομής, σ` αυτόν που μεταβιβάζει τη νομή, β) η
κτήση της φυσικής εξουσίας από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση
και των δύο, δηλαδή και εκείνου που μεταβιβάζει τη νομή. Εξάλλου, για μεν την ίδρυση του από το
άρθρο 559 αριθμ. 1α ΚΠολΔ λόγω αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου,
πρέπει το δικαστήριο να απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή να αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από
εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ή να προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την
αληθινή, ενώ για την ίδρυση του από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγου
αναιρέσεως, για στέρηση της απόφασης από τη νόμιμη βάση της και ιδίως αν δεν έχει καθόλου
αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης, πρέπει από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα
πρόταση του δικανικού συλλογισμού, να μην προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του
επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν,
στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που
εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του,
δέχθηκε τα ακόλουθα: " Η Μ. σύζυγος Ε. Π. το 1949 παραχώρησε άτυπα τα παρακάτω ακίνητα,
ιδιοκτησίας της, παραδίδοντας τη νομή και κατοχή αυτών στη θυγατέρα της Δ. σύζυγο Ε. Χ. για να
τα έχει για να τα έχει για δικά της λόγω του γάμου της τη 17-1-1949 και για αποκατάστασή της,
αφού δημιούργησε οικογένεια και διέμενε όχι πλέον στο πατρικό αλλά στο δικό της σπίτι:
(ακολουθεί η περιγραφή δέκα -10- ακινήτων, η ταυτότητα των οποίων, άλλωστε, δεν
αμφισβητείται) . Η προαναφερόμενη μητέρα της Δ. Χ. στο διάστημα από το 1949 μέχρι το 1967 είχε
παραχωρήσει και στα άλλα τέκνα της δικά της ακίνητα με τον ίδιο τρόπο και σκοπό σε άλλες
περιοχές και συγκεκριμένα στις Χοχλακιές στο Γ. και Α. Τ. και στα Φαβριανά στη Σ. Τ. (σύζυγο Ι. Κ.),
γεγονός που αναφέρεται και στην ίδια την αγωγή, ένας δε από τους λόγους πού συνετέλεσαν να
παραχωρήσει στη Δ. Χ. τα ακίνητα στην παραπάνω ευρύτερη περιοχή ήταν το ότι στην περιοχή
αυτή είχε ακίνητα και ο σύζυγος της. Όλα τα παραπάνω ακίνητα η Δ. Χ. από το 1949, που τα
παρέλαβε στη νομή και κατοχή της, τα νεμόταν για δικό της λογαριασμό, αποκλειστικά και όχι για
λογαριασμό της μητέρας της, ούτε η παραχώρηση και η εν συνεχεία κατοχή έγιναν με σύμβαση
μίσθωσης αγροτικών ακινήτων με μίσθωμα σε ποσοστό επί των καρπών(επίμορτη αγροληψία) που
ισχυρίζονται οι ενάγοντες στην αγωγή. Ειδικότερα η προαναφερομένη σε όλο το χρονικό διάστημα
από το 1949 μέχρι το θάνατο της την 23-11-1984 νεμόταν συνεχώς τα παραπάνω ακίνητα,
ασκώντας όλες τις πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό καθενός των ακινήτων
αυτών. Από το θάνατο της προαναφερομένης μέχρι την άσκηση, της αγωγής τα ακίνητα αυτά
νέμονταν οι εναγόμενοι, ήτοι ο πρώτος εξ αυτών που ήταν ο σύζυγος της και οι λοιποί, τέκνα της,
οι οποίοι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της απέκτησαν τη νομή επί των ακινήτων αυτών, και
ασκούσαν ομοίως όλες τις πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό καθενός των
ακινήτων αυτών. Ειδικότερα οι πράξεις νομής που άσκησε η Δ. Χ. στα επίδικα ακίνητα στο
παραπάνω διάστημα είναι: Καλλιεργούσε αυτά με δημητριακά και κηπευτικά, δενδροφύτευσε αυτά
και προέβη σε οριοθετήσεις με σταθερά ορόσημα, περιφράξεις, βελτιώσεις και αξιοποιήσεις αυτών
και ασκούσε όλα τα σχετικά με την καλλιέργεια δικαιώματα. Στο ακίνητο στη θέση Εκκλησιά εκτός
του οικισμού Ανάληψης (με α.α. 1 παραπάνω) τοποθέτησε περίφραξη, κατασκεύασε υπόστεγα για
ζώα και επέτρεψε διάβαση πλάτους 5 μέτρων στο νότιο μέρος του με συμφωνία με τον ιδιοκτήτη
του γειτονικού ακινήτου. Στο. με α.α. 2 παραπάνω ακίνητο, πλησίον του οικισμού Ανάληψης,
φύτεψε αμπέλι, μέσα σ` αυτό ελιές και περιμετρικά αγκινάρες, στα με α.α.3 ακίνητο στη θέση
Λιόφυτο φύτεψε ελιές πριν από το 1960 και στη δυτική πλευρά του διάνοιξε δρόμο. Στο με αα 4
ακίνητο στη θέση Αποσελέμι φύτεψε ελιές πριν από το 1960. Στο με αριθμό 5 ακίνητο στη θέση
Πρινολάγκαδο μπόλιασε χαρουπιές και μάζευε τον καρπό από το 1955. Στο με αα 6 ακίνητο στη
θέση Αγκισαρά ή Λούρα φύτεψε ελιές, στο με αα 7, ακίνητο, οικόπεδο, εντός του οικισμού
Αναλήψεως φύτεψε και καλλιεργούσε ελιές και μυγδαλιά και περιμετρικά αγκινάρες, στο με αα 8
ακίνητο στη θέση Άγιος Ιωάννης φύτεψε αμπέλι σουλτανί, στη συνέχεια το έβγαλε και φύτεψε
ελιές, στην ανατολική δε πλευρά του επέτρεψε και έγινε δρόμος με άσφαλτο πλάτους 8 μέτρων,
στο με αα.9 ακίνητο στη θέση Ρεστέμι φύτεψε ελιές και στο με αα 10 ακίνητο στη θέση Γούβες
καλλιεργούσε τις ελιές. Οταν, αυτή προέβαινε στις παραπάνω πράξεις νομής δεν υπήρξε καμιά
διαμαρτυρία από τη μητέρα της. Αν δεν είχε γίνει η παραχώρηση κατά τα παραπάνω για την
αποκατάσταση της Δ. Χ. και υπήρχε συμφωνία μόνο για χρήση, των ακινήτων και απόδοση αυτών
όταν θα ζητούνταν, τότε αφενός μεν η Δ. Χ. δεν θα προέβαινε σε αξιοποίηση των ακινήτων με
δαπάνες και κόπο για δενδροφυτεύσεις, περιφράξεις κτλ αλλά θα είχε αρκεστεί μόνο στην
καλλιέργεια και συγκομιδή των καρπών εν γένει, αφετέρου δε η μητέρα αυτής Μ. Τ. θα είχε
αντιδράσει στις βελτιώσεις, δενδροφυτεύσεις των ακινήτων και δημιουργία, δρόμων με
παραχώρηση των αναγκαίων λωρίδων εδάφους, αφού αυτές καταδεικνύουν πράξεις νομέα και
κυρίου των ακινήτων και όχι μισθωτή ή απλώς χρήστη αυτών. Σημειωτέον ότι σε τέτοιες
αξιοποιήσεις είχαν προβεί και τα άλλα τέκνα της Μ. Τ. και ειδικά η Σ. Κ. στα ακίνητα που της είχαν
παραχωρηθεί αν όμως της είχαν παραχωρηθεί μόνο προσωρινά, τότε ούτε αυτή θα προέβαινε σε
τέτοια αξιοποίηση. Όλες οι άτυπες αυτές παραχωρήσεις προς τα τέκνα της Μ. Τ. με συγκεκριμένα
ακίνητα σε καθένα έγιναν από αυτή με σκοπό να περιέλθουν κατά κυριότητα σε καθένα των
τέκνων από το χρόνο της παραχώρησης και όχι να διατηρείται η κυριότητα στη μητέρα και να έχει
αυτή τη δυνατότητα να παραχωρήσει σε μεταγενέστερο καθένα των ακινήτων σε άλλο τέκνο ή
άλλο άτομο ή να τα διαθέσει με άλλο τρόπο με διαθήκη ή να περιέλθουν τα ακίνητα στους εξ
αδιαθέτου κληρονόμους της στην περίπτωση που δεν υπάρξει διαθήκη στο χρόνο θανάτου της. Αν
συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα υπήρχε ανασφάλεια σε καθένα των τέκνων και την οικογένεια που
δημιουργούσε όχι μόνο κατά την παραχώρηση των ακινήτων για την αποκατάσταση τους αλλά
και σε μεγάλο διάστημα μετά από αυτή εξαρτώμενο κατά τη διάρκεια του από απροσδιόριστους
παράγοντες. Η Μ. Τ. με την κατά τα παραπάνω άτυπη παραχώρηση των συγκεκριμένων ακινήτων
στα τέκνα της, και δη στη Δ. Χ. το 1949, επιδίωκε την ασφάλεια των τέκνων της για τα
δικαιώματα αυτών στα παραχωρούμενα ακίνητα και την πέτυχε για διάστημα 18 περίπου ετών
από το 1949 μέχρι το 1967, δίδοντας, έτσι, τη δυνατότητα στα τέκνα της να αξιοποιήσουν
επωφελώς για τις οικογένειες τους τα ακίνητα καθιστώντας τα αποδοτικότερα, ώστε, εν τέλει, να
επιτευχθεί η σκοπούμενη από το 1949 αποκατάσταση των τέκνων, η οποία διαφορετικά και με
άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί. Οι πράξεις νομής στις οποίες ειδικότερα προέβησαν
οι εναγόμενοι από το θάνατο της μητέρας τους μέχρι την άσκηση της αγωγής το 1994(κατάθεση
την 27-7-1994) είναι ομοίως καλλιέργεια των ακινήτων με δημητριακά και κηπευτικά, καλλιέργεια
των δένδρων σ` αυτά και συγκομιδή των καρπών. Οι εναγόμενοι κατείχαν και νέμονταν τα
ακίνητα αυτά στο χρόνο άσκησης της αγωγής αλλά και μεταγενέστερα μέχρι σήμερα. Την 20-11-
1967 το πρώτον η Μ. Τ. και Ε. Τ. μητέρα και πατέρας των εναγόντων και της Δ. Χ., επέδωσαν στην
τελευταία την από 19-11-1967 "εξώδικη πρόσκληση διαμαρτυρία καταγγελία και δήλωση" στην
οποία αναφέρεται ότι αυτοί της παραχώρησαν πριν από δέκα χρόνια περίπου για απλή καλλιέργεια
και χρήση ακίνητα ιδιοκτησίας τους σε εννιά θέσεις της κτηματικής περιφερείας των χωρίων
Χερσονήσου και Γουβών με επιφύλαξη να τα διανείμουν οριστικά σε όλα τα τέκνα τους, ότι η Δ. Χ.
αντιποιείται τα δικαιώματα αυτών και αρνείται να εγκαταλείψει τη χρήση και την κάρπωση των
ακινήτων, ότι καταγγέλλουν τη σύμβαση χρήσης και κάρπωσης και ζήτησαν να τους δηλώσει
εγγράφως σε προθεσμία 10 ημερών ότι εγκαταλείπει την κατοχή, νομή, χρήση και κάρπωση όλων
των ακινήτων, να προσέλθει για εξώδικη διανομή, διαφορετικά θα ασκηθεί αγωγή εναντίον της. Η
Δ. Χ. δεν προέβη σε καμιά απόδοση των ακινήτων αυτών και συνέχισε να νέμεται αυτά ως και
πρότερον, η δε μητέρα της δεν άσκησε αγωγή απόδοσης των ακινήτων, για τα οποία το εξώδικο.
Αν πράγματι η μητέρα της προαναφερομένης δεν είχε παραδώσει το 1949 τα ακίνητα αυτά στην
κόρη της με τον παραπάνω σκοπό, για την αποκατάσταση της, αλλά μόνο για απλή καλλιέργεια
και χρήση μέχρι να κάνει οριστική διανομή αυτών στα τέκνα της, τότε, μετά την πάροδο της
προθεσμίας που τάχθηκε με το εξώδικο για την απόδοση και οπωσδήποτε πριν το 1969 που
συμπληρωνόταν η εικοσαετία, θα ασκούσε αγωγή αποδόσεως των ακινήτων ή διεκδικητική
αγωγή, δεν άσκησε δε τέτοια αγωγή γιατί η .... είχε και ασκούσε τη νομή των ακινήτων από
τότε που της την είχε παραδώσει. Η παραπάνω εξώδικη δήλωση είχε ως αιτία το ότι τα ακίνητα,
αγροτεμάχια, που είχαν παραχωρηθεί στη Δ. Χ. απέκτησαν μεγάλη αξία, οικοπεδική αξία, λόγω της
ξαφνικής και μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής που βρίσκονταν και της κατασκευής
του εθνικού δρόμου Ηρακλείου-Λασιθίου, ενώ το 1949 και μέχρι τότε είχαν μικρή αξία, ενώ
αντίστοιχα η αξία των .ακινήτων που είχαν μέχρι τότε παραχωρηθεί στους ενάγοντες από τη
μητέρα τους σε άλλες περιοχές δεν αυξήθηκε κατά το ίδιο ποσοστό, αν και αυτά είχαν μεγαλύτερη
αξία το 1949 σε σχέση με αυτά που είχαν παραχωρηθεί στη Δ. Χ.. Η σημαντική αύξηση της αξίας
των ακινήτων της Δ. Χ. από το 1967 και μεταγενέστερα ήταν ο λόγος που οι ενάγοντες ζήτησαν
από τη μητέρα τους την αναδιανομή σε όλα τα τέκνα της όλης της περιουσίας που είχε μέχρι το
1949, μεταξύ δε των ακινήτων αυτών και εκείνων που είχαν παραχωρηθεί στη Δ. Χ. κατά το γάμο
της, και παρά το γεγονός της παρόδου σημαντικού χρόνου από το 1949. Την 25-6-1971, οι γονείς
της προαναφερομένης επέδωσαν, σ` αυτήν την με ιδία ημερομηνία εξώδικη πρόσκληση, με την
οποία την καλούσαν να συμμετάσχει με τα αδέλφια της σε εξώδικη διανομή της περιουσίας των
γονέων της και επιπλέον να εγκαταλείψει τα ακίνητα τους στο μετόχιον Σβούρου Χερσονήσου,
άλλως θα ασκήσουν εναντίον της αγωγές στα αρμόδια δικαστήρια. Η Δ. Χ. δεν προέβη σε καμιά
απόδοση των ακινήτων αυτών και συνέχισε να νέμεται αυτά ως και πρότερον, η δε μητέρα της για
τον ίδιο παραπάνω λόγο δεν άσκησε αγωγή απόδοσης, των ακινήτων, για τα οποία το εξώδικο. Η
Μ. Τ. με το .../1972 συμβόλαιο μεταβίβασης κυριότητας αιτία δωρεάς εν ζωή που συντάχθηκε από,
το συμβολαιογράφο Τζερμιάδων Λασιθίου Γεώργιο Κοντογιάννη δώρησε στα τέκνα της Σ., Ι., Γ. και
Α. Τ. στην μεν πρώτη το ακίνητο στη θέση Λιόφυτο και στους λοιπούς τα ακίνητα στη θέση
Αγκισαρά Λούρα και στη θέση Εκκλησία Ανάληψης περιφερείας Σβούρου Μετόχι Χερσονήσου κατά
το 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Με το συμβόλαιο αυτό δεν μεταβιβάστηκε, όμως, η κυριότητα
και η νομή και η κατοχή των ακινήτων αυτών, καθόσον η δωρήτρια δεν είχε τότε κανένα
δικαίωμα στα ακίνητα αυτά, ούτε νομή ούτε κατοχή, αφού αυτά ανήκαν ήδη στη Δ. Χ. από το
1969 με τη συμπλήρωση εικοσαετούς τουλάχιστον άσκησης νομής στα ακίνητα αυτά από το έτος
1949 και μέχρι το 1969 κατά τα προαναφερθέντα. Η τελευταία και μετά τη σύναψη του
συμβολαιογραφικού αυτού εγγράφου συνέχισε να νέμεται τα προαναφερθέντα ακίνητα ως και
πρότερον. Το παραπάνω συμβόλαιο δωρεάς ανακλήθηκε τρία χρόνια αργότερα με το .../1975
συμβόλαιο του ιδίου συμβολαιογράφου, έγινε δε αυτό για το λόγο ότι τα ακίνητα που αφορούσε
βρίσκονταν στην κατοχή και νομή της Δ. Χ. από το 1949 και της ανήκαν κατά κυριότητα, γι` αυτό
και οι δωρεοδόχοι δεν είχαν αποκτήσει με το συμβόλαιο δωρεάς κανένα δικαίωμα. Ο δεύτερος
ενάγων στις 20-11-1973, ενεργώντας χωρίς δικαίωμα, αφού γνώριζε ότι η μητέρα του δεν είχε
κανένα δικαίωμα στα παραπάνω ακίνητα, ούτε νομή ούτε κατοχή, και ότι αυτός δεν απέκτησε με
το .../1972 συμβόλαιο κυριότητα, νομή και κατοχή, έσπειρε δημητριακά στα ακίνητα της Δ. Χ. στη
θέση Σβούρο Εκκλησία και Αγκούσακας (Αγκισαρά). Στη δίκη για αυτοδικία που έγινε τη 2-4-1974
ο ενάγων αυτός αναγνώρισε ότι η προαναφερομένη είναι νομέας των ακινήτων και ότι δεν θέλει
αποζημίωση για τα καλλιεργητικά του και η ποινική δίωξη έπαυσε λόγω ανακλήσεως και
αποδοχής. Τη 16-4-1974, ήτοι λίγες ημέρες μετά την παραπάνω δίκη, οι γονείς και όλα τα αδέλφια
της προαναφερομένης επέδωσαν σ` αυτήν και τον πρώτο εναγόμενο, σύζυγο της, εξώδικη δήλωση
και την καλούσαν να προσέλθει σε συμβολαιογράφο για να γίνει από τους γονείς διανομή της
περιουσίας των γονέων στα τέκνα τους, σε περίπτωση δε που δεν προσέλθουν τους καλούσαν,
μεταξύ των άλλων, να εγκαταλείψουν τα ακίνητα στις θέσεις Αγκισαρά και Εκκλησία, άλλως θα
ασκήσουν εναντίον τους διεκδικητική αγωγή. Η Δ. Χ. και ο σύζυγός της δεν εγκατέλειψαν κανένα
ακίνητο αλλά εξακολούθησαν να κατέχουν, και να νέμονται τα ακίνητα ως και πρότερον. Η Δ. Χ.
και ο σύζυγος της, τα αδέλφια της και ο σύζυγος της πρώτης των εναγόντων, την 4-8-1975, και
κατόπιν της ανάκλησης του .../1972 προαναφερόμενου συμβολαίου δωρεάς με το .../1975
συμβόλαιο ακύρωσης δωρεάς εν ζωή του ιδίου συμβολαιογράφου, προέβησαν ενώπιον του ιδίου
συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου Γεωργίου Κοντογιάννη στη σύνταξη του .../1975
συμβολαιογραφικού εγγράφου με τίτλο "δηλωτικό", με το οποίο δήλωσαν ότι οι αξιοποιήσεις, και
βελτιώσεις που έχουν γίνει από αυτούς σε ακίνητα κτήματα των γονέων τους στις αγροτικές
περιοχές Αναλήψεως Χερσονήσου, Χοχλακιές, Επισκοπής Πεδιάδος και Φαβριανών Μονοφατσίου
Ηρακλείου θεωρούνται ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί και παραιτούνται από κάθε απαίτησή τους
για αποζημίωση για τις αξιοποιήσεις αυτές κατά οποιουδήποτε και ότι οι γονείς τους δικαιούνται να
διαθέσουν τα ακίνητα αυτά κατά πλήρες δικαίωμα. Δεν περιέχεται στο έγγραφο αυτό δήλωση, ότι
κανένα από τα τέκνα της Μ. Τ. δεν απέκτησε ή δεν διατήρησε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στα
ακίνητα της περιουσίας αυτής, ούτε ότι κάθε προηγούμενη διαφορά ή διένεξη εξώδικη ή δικαστική
καταργήθηκε και θεωρήθηκε ότι δεν έγινε ποτέ. Κατά συνέπεια ο αντίθετος ισχυρισμός των
εκκαλούντων στον πρώτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμος. Η Δ. Χ. και μετά τη σύναψη του
συμβολαιογραφικού αυτού εγγράφου συνέχισε να νέμεται τα προαναφερθέντα ακίνητα ως και στο
προηγούμενο από το 1949 χρονικό διάστημα, με την παραπάνω δε δήλωση της ότι οι γονείς της
έχουν δικαίωμα να διαθέσουν τα ακίνητα τους κατά πλήρες δικαίωμα δεν αναγνώρισε ότι η
παραχώρηση σ` αυτήν των ακινήτων το 1949 ήταν προσωρινή, όπως αβάσιμα αναφέρεται στο
δικόγραφο της αγωγής, ούτε απέδωσε στη μητέρα της τη νομή των ακινήτων που είχε από το
1949, ούτε απώλεσε αυτήν ούτε αναγνώρισε νομέα τη μητέρα της. Με το .../1981 συμβόλαιο της
συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου Μαρίας συζύγου Εμμανουήλ Πενταράκη η Μ. χήρα Ε. Τ.
δώρησε σε όλα τα τέκνα της (τους τρεις ενάγοντες, τον Ι. Τ. και τη Δ. Χ.) τα αναφερόμενα στο
συμβόλαιο ακίνητα, μεταξύ των οποίων και τα επίδικα, στη σύναψη δε του συμβολαίου αυτού
συμμετείχαν τα τέκνα της πλην της Δ. Χ., η οποία δεν συμμετείχε, γιατί από την αναδιανομή στην
οποία προέβη η μητέρα της δεν έλαβε τα ακίνητα που είχε λάβει το 1949, τα είχε αξιοποιήσει, τα
νεμόταν και είχε ήδη καταστεί κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία. Στο συμβόλαιο αυτό
αναφέρεται ότι η δωρήτρια μεταβιβάζει τα ακίνητα αυτά στα τέκνα της παραδίδοντας τη νομή και
την κατοχή αυτών. Ομως με το συμβόλαιο αυτό δεν επήλθε καμιά μεταβίβαση των επίδικων
ακινήτων στους ενάγοντες, καθόσον η δωρήτρια το 1981 δεν είχε δικαίωμα κυριότητας σ` αυτά,
ούτε νομή ούτε κατοχή, ανήκαν δε αυτά στη Δ. Χ. κατά τα προαναφερθέντα. Η τελευταία και μετά
τη σύναψη του συμβολαιογραφικού αυτού εγγράφου συνέχισε να νέμεται τα προαναφερθέντα
ακίνητα ως και πρότερον και δεν προέβη σε απόδοση της νομής κανενός των ακινήτων ούτε στη
μητέρα της ούτε στα αδέλφια της. Οι ενάγοντες την 7-11-1983 επέδωσαν ομοίως στη Δ. Χ. και το
σύζυγο της εξώδικη δήλωση, με την οποία, αναφερόμενοι στο .../1981 συμβόλαιο δωρεάς της
συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασηθίου, ζήτησαν να τους δηλώσουν εγγράφως ότι θέλουν να
εγκαταλείψουν τα επίδικα ακίνητα και να τους παραδώσουν την κατοχή αυτών. Οι
προαναφερόμενοι δεν εγκατέλειψαν κανένα ακίνητο, αλλά εξακολούθησαν να κατέχουν και να
νέμονται τα ακίνητα ως και πρότερον. Κατόπιν όλων των προαναφερομένων, οι εναγόμενοι
νέμονταν συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής τα παραπάνω ακίνητα επί χρόνο μεγαλύτερο της
εικοσαετίας με συνυπολογισμό και της νομής της δικαιοπαρόχου τους Δ. Χ., ειδικότερα αυτή
νεμόταν συνεχώς τα ακίνητα από το 1949 μέχρι το θάνατο της την 23-11-1984 και αυτοί στη
συνέχεια μέχρι την, άσκηση της αγωγής, ήτοι επί 45 χρόνια τη νομή στα ακίνητα αυτά την
ασκούσαν οι προαναφερόμενοι. Η μητέρα των αρχικώς εναγόντων και οι ενάγοντες δεν άσκησαν
καμιά πράξη νομής από το έτος 1949 και μέχρι την άσκηση της αγωγής το 1994, αλλά ούτε και
μεταγενέστερα μέχρι σήμερα, ούτε είχαν ποτέ στο ίδιο διάστημα την κατοχή σε κάποιο από τα
ακίνητα αυτά. Κατά συνέπεια πριν ακόμη ασκηθεί η αγωγή είχε συμπληρωθεί εικοσαετής άσκηση
νομής ήδη στο πρόσωπο της Δ. Χ. αυτοτελώς από το 1969, αλλά και των εναγομένων στη
συνέχεια μετά το θάνατο της, και απέκτησαν αυτοί με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητα όλων
των ακινήτων αυτών και κατά τα ποσοστά που αντιστοιχούν στον καθένα των εναγομένων ως εξ
αδιαθέτου κληρονόμων της προαναφερομένης, της οποίας η νομή προσμετράται στη δική τους
νομή. Για την απόκτηση αυτή με έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται ως προϋπόθεση η καλή πίστη
κατά την άσκηση της νομής, ο δε ισχυρισμός στους λόγους εφέσεως ότι η Δ. Χ. και οι εναγόμενοι
δεν τελούσαν σε καλή πίστη όταν προέβαιναν σε καλλιέργειες των επιδίκων είναι αβάσιμος".Με
βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε βάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας επί
των επίδικων ακινήτων που πρόβαλαν οι εναγόμενοι αναιρεσίβλητοι, αβάσιμη δε την ένδικη
διεκδικητική αγωγή των εναγόντων αναιρεσειόντων, ακολούθως δε απέρριψε ως αβάσιμη την
έφεση των τελευταίων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει
όμοια κρίση. Με αυτά που δέχτηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις
προεκτιθέμενες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 ΑΚ, τις οποίες ορθά
ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να αξιώσει λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από όσα απαιτούν οι
διατάξεις αυτές σε σχέση με την απόκτηση της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τους
αναιρεσιβλήτους με έκτακτη χρησικτησία. Η προεκτιθέμενη- του έτους 1967- καταγγελία της
σύμβασης για μεταβίβαση της νομής των επιδίκων δεν επέφερε αναστολή ή διακοπή της
χρησικτησίας (ΑΚ 1047 και 1048) και το Εφετείο ορθά δέχτηκε, ότι μετά το θάνατο της Δ. Χ.- στο
πρόσωπο της οποίας " είχε συμπληρωθεί εικοσαετής άσκηση νομής αυτοτελώς από το 1969"
απέκτησαν οι αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητα όλων των -
επίδικων- ακινήτων και "κατά τα ποσοστά που αντιστοιχούν στον καθένα.. ως κληρονόμοι της εξ
αδιαθέτου..., της οποίας η νομή προσμετράται στη δική τους νομή (ΑΚ 1051). Περαιτέρω, το
Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού ως προς τα ουσιώδη
ζητήματα, του τρόπου περιέλευσης, με ειδική διαδοχή, στη δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων
εναγομένων της νομής και κατοχής των επιδίκων στις 17-1-1949 και της άσκησης έκτοτε επ`
αυτών νομής από αυτήν και μετά το θάνατό της -την 23-11-1984- από τους εξ αδιαθέτου
κληρονόμους της αναιρεσιβλήτους εναγομένους, οι οποίοι και απέκτησαν την κυριότητα των
επίδικων ακινήτων με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, η οποία αποτελούσε και
τη βάση της ένστασής τους ιδίας κυριότητας, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς
αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την εφαρμογή των
διατάξεων του ΑΚ που αναφέρθηκαν. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης, τρίτος, κατά το δεύτερο
μέρος του, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, και πρώτος και τέταρτος πρόσθετοι,
από το άρθρο 559 αριθμ. 19 και 1, αντίστοιχα, του ίδιου κώδικα, με τους οποίους, υπό τις
αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις
που προβάλλονται με τον τρίτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559
αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο έκρινε, ότι η κτήση της κυριότητας των επίδικων
ακινήτων από τη δικαιοπάροχο των αναιρεσίβλητων εναγομένων- με αφετήριο γεγονός την άτυπη
παραχώρηση της νομής αυτών το 1949- είχε ήδη επέλθει με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη
χρησικτησία) με τη συμπλήρωση εικοσαετίας πριν από τη σύνταξη της .../4.8.1975 πράξης του
συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου, Γεωργίου Κοντογιάννη, αν και στην πράξη αυτή είχε
περιληφθεί δήλωση της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων εναγομένων, με την οποία αυτή
δήλωνε, ότι τα ακίνητα ανήκουν στη μητέρα τους, Μ. Τ. πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες,
διότι, υπό την επίκληση των παραπάνω αιτιάσεων, πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη
από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). II.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το
δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε
υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα,
υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση
της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής
τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης
ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση
της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και
αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την
εκτίμηση των αποδείξεων (ολ ΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο
πρόσθετο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την από τον αριθμό 8 περ. β` του άρθρου
559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα,
με βάση το οποίο έκρινε ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι απέκτησαν την κυριότητα των
επίδικων ακινήτων πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, δεν έλαβε υπόψη του αυτοτελή
ισχυρισμό τους που θεμελίωνε τη βασιμότητα της ένδικης αγωγής τους, αλλά και την αβασιμότητα
της ένστασης ιδίας κυριότητας επί των επιδίκων των αναιρεσιβλήτων, ότι τη δωρεά προς αυτούς
από τη μητέρα τους, Μ. Τ., των επίδικων ακινήτων, με το .../1981 συμβόλαιο της
συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου, Μαρίας συζύγου Εμμανουήλ Πενταράκη, που
επικαλέστηκαν με την αγωγή ότι αποτελεί και τον κτητικό τίτλο του δικαιώματος της κυριότητάς
τους, την είχε αποδεχθεί (και) η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, Δ. Χ., αφού η αποδοχή της
αυτή επιβεβαιώνει, ότι σ` αυτήν -Δ. Χ.- είχε παραχωρηθεί από τη μητέρα της το 1949 μόνο η χρήση
και όχι η νομή των επίδικων ακινήτων. Ο πρόσθετος αυτός λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί,
προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι ο προεκτιθέμενος ισχυρισμός αποτελεί πραγματικό επιχείρημα
αντλούμενο από τις αποδείξεις, δηλαδή δεν είναι αυτοτελής με την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8
ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε.
III. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν
το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και
προσκόμισαν. Σ` αυτά περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή
συμβολαιογράφου, κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδάφ. β` ΚΠολΔ, όταν έχουν ληφθεί μετά από
προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου. Όταν, όμως, αυτές έχουν ληφθεί στα πλαίσια
άλλης δίκης δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλά έγγραφα, που εκτιμώνται για τη
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η
ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφτηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας όλα τα
αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία το δικαστήριο έχει
υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338,
339, 340 και 346 ΚΠολΔ. Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και την ειδική
αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της
ουσίας ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ` είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από
τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καθίσταται
αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφτηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, θεμελιώνεται ο
λόγος αυτός αναίρεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και τον τρίτο των προσθέτων, οι
αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ`
του ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενοι, ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του
πορίσματος, με βάση το οποίο έκρινε, ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι απέκτησαν την
κυριότητα των επίδικων ακινήτων πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, και ακολούθως
απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων εκκαλούντων κατά της απόφασης του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε κρίνει ομοίως, δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι
αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν προς απόδειξη της βάσης της ένδικης αγωγής, ότι
οι αρχικοί ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων ακινήτων με παράγωγο τρόπο- με
δωρεά, με το πιο πάνω .../1981 συμβόλαιο, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, της μητέρας τους προς
αυτούς, η οποία και τα είχε αποκτήσει με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείσα αυτά επί χρονικό
διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας- και συγκεκριμένα τα πιο κάτω έγγραφα, ήτοι 1) τη με
χρονολογία 21.3.1975 έκθεση εισήγησης του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, στην οποία περιέχεται η
κατάθεση του μάρτυρα Ε. Α. Α., αδελφού της αρχικής διαδίκου Σ. χας Ι. Κ., 2) τη με αριθμό
.../4.10.1993 ένορκη βεβαίωση της ως άνω δωρήτριας Μ. χας Ε. Τ., που συνιστά απλό έγγραφο,
αφού συντάχθηκε στα πλαίσια προηγούμενης δίκης με τους αναιρεσίβλητους για τα ίδια ακίνητα,
με την παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων, και σύμφωνα με την
οποία η προαναφερόμενη δωρήτρια κατέθεσε ενώπιον της συμβολαιογράφου Τζερμιάδων
Εμμανουέλας- Καμπάνη,ότι τα παιδιά της " για να μην μαλώνουν τα φτιάξανε και στη συνέχεια
κάθισαν και μοίρασαν την περιουσία (της) και την έκαναν πέντε πάρτες. Έπειτα έκαναν πέντε
κλήρους και τράβηξε καθένας τον κλήρο του και στη συνέχεια έκαναν τα συμβόλαια", και 3) το
.../1975 συμβόλαιο (δηλωτικό) του τότε συμβολαιογράφου Τζερμιάδων Λασιθίου Γεωργίου
Κοντογιάννη, στο οποίο εμπεριέχεται δήλωση της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, Δ. Χ., ότι "
οι γονείς (αυτής και των αρχικά εναγόντων) δικαιούνται να διαθέτουν τα ακίνητα κατά πλήρες
δικαίωμα κυριότητας", ήτοι " έστω κατά συνεκδοχή, δήλωση ότι τα ακίνητα είχαν παραχωρηθεί σε
αυτή κατά χρήση και κάρπωση και ότι δεν είχε λάβει χώρα παράδοση της νομής". Οι ερευνώμενοι
αυτοί αναιρετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην
προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο
πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν
και " από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε
αναφέρονται παρακάτω ρητά είτε όχι", από τα οποία μάλιστα το πιο πάνω .../1975 συμβόλαιο
ρητά αναφέρεται και σχολιάζεται, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης
δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το
αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμιά
αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως
προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα
αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση των λοιπών.
Ειδικότερα, το Εφετείο, αφού εκτίμησε- ανέλεγκτα από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ)
το περιεχόμενο του πιο πάνω- .../1975- συμβολαίου, έκρινε, ότι η δικαιοπάροχος των
αναιρεσιβλήτων, Δ. Χ., με την περιεχόμενη σ` αυτό δήλωσή της, ότι " οι γονείς της έχουν δικαίωμα
να διαθέτουν τα ακίνητά τους κατά πλήρες δικαίωμα, δεν αναγνώρισε ότι η παραχώρηση σ` αυτήν
των ακινήτων το 1949 ήταν προσωρινή, όπως αβάσιμα αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής,
ούτε απέδωσε στη μητέρα της τη νομή των ακινήτων που είχε από το 1949, ούτε απώλεσε αυτήν
ούτε αναγνώρισε νομέα τη μητέρα της", και συνεπώς η περιλαμβανόμενη στον τρίτο των
προσθέτων λόγο αναίρεσης αιτίαση, επίσης από τον αριθμό 11 περ. γ`του άρθρου 559, ΚΠολΔ, ότι
το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία των αναιρεσιβλήτων "περί ανυπαρξίας ιδίου
δικαιώματος κυριότητας επί των επιδίκων της δικαιοπαρόχου αυτών, Δ. Χ.", η οποία, κατά την
αναιρετική αυτή αιτίαση, συνάγεται από την ως άνω δήλωσή της στο προεκτιθέμενο -.../1975-
συμβόλαιο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
IV. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για
παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της
ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου
καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για
τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την
εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα,
καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε
πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο
Πάγο. Πρέπει δε την παρακάτω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το
δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο,
προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα
αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή
αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή
η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (ολ ΑΠ 2/208).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης μέμφονται οι αναιρεσείοντες την
προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το
Εφετείο παραμόρφωσε το προεκτιθέμενο περιεχόμενο του πιο πάνω .../1975 συμβολαίου
(δηλωτικού), με το να δεχθεί ότι η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων εναγομένων, Δ. Χ., συνέχισε
και μετά τη σύνταξή του να νέμεται τα επίδικα ακίνητα και ότι με τη δήλωση της, η οποία
εμπεριέχεται στο συμβόλαιο αυτό, δεν αναγνώρισε- όπως υποστηρίζεται με την ένδικη αγωγή- ότι
η παραχώρηση σ` αυτήν των ακινήτων το 1949 ήταν προσωρινή. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης
πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως
προς το αληθινό περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά
σφάλμα ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-7-2009 αίτηση των Δ. Κ. κ.α. για αναίρεση της 134/2009 απόφασης του
Εφετείου Κρήτης, καθώς και τους από 14.10.2010 πρόσθετους λόγους.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο
χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 2011.
Και,
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2012.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παρασκευή 11 Απριλίου 2014
Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Πράξεις που συνιστούν άσκηση νομής επί ακινήτου. Διαδοχή στη νομή. Προϋποθέσεις κτήσεως της νομής με παράδοση. Οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν νομότυπα στο πλαίσιο άλλης δίκης μπορούν να εκτιμηθούν ως δικαστικά τεκμήρια. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 134/2009 απόφαση ΕφΚρήτης). Αριθμός 134/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ` Πολιτικό Τμήμα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου