Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Πολιτική δικονομία. Απόδειξη. Ενορκες βεβαιώσεις. Προϋπόθεση για τη νομότυπη λήψη τους αποτελεί η πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Δεν αρκεί η αναφορά στην ένορκη βεβαίωση από τον Συμβολαιογράφο, περί νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου, δεδομένου ότι ο έλεγχος της κλήτευσης και του χρόνου αυτής ανήκει στο δικαστήριο. Προθεσμίες. Το Σάββατο δεν είναι εργάσιμη ημέρα και όταν ο νόμος για την επιχείρηση ορισμένης διαδικαστικής πράξεως τάσσει προθεσμία, που αναφέρεται σε εργάσιμες ημέρες δεν πρέπει στην προθεσμία αυτή να προσμετράται το Σάββατο, όπως ακριβώς και η Κυριακή. Αδικοπραξία. Τραυματισμός προσώπου από κατάρρευση τμημάτων κτιρίου κυριότητας, νομής και κατοχής της εναγόμενης εταιρείας. Πλημμελής συντήρηση αυτού, οφειλόμενη σε υπαιτιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρείας. Ένδικα μέσα. Αναίρεση. Σφάλμα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου το οποίο έλαβε υπόψη του ένορκη βεβαίωση η οποία δόθηκε χωρίς προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της αναιρεσείουσας. Μη επιτρεπόμενο, από το νόμο αποδεικτικό μέσο. Στοιχειοθέτηση της αναιρετικής πλημμέλειας κατ’ άρθρου 559 αριθμ. 11α’ ΚΠολΔ. Το δικαστήριο αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 2846/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει. Αριθμός 1520/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1` Πολιτικό Τμήμα

https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
1520/2013 ΑΠ ( 616201)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Πολιτική δικονομία. Απόδειξη. Ενορκες βεβαιώσεις. Προϋπόθεση για τη νομότυπη λήψη τους
αποτελεί η πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που....

τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της
κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Δεν
αρκεί η αναφορά στην ένορκη βεβαίωση από τον Συμβολαιογράφο, περί νόμιμης κλήτευσης του
αντιδίκου, δεδομένου ότι ο έλεγχος της κλήτευσης και του χρόνου αυτής ανήκει στο δικαστήριο.
Προθεσμίες. Το Σάββατο δεν είναι εργάσιμη ημέρα και όταν ο νόμος για την επιχείρηση ορισμένης
διαδικαστικής πράξεως τάσσει προθεσμία, που αναφέρεται σε εργάσιμες ημέρες δεν πρέπει στην
προθεσμία αυτή να προσμετράται το Σάββατο, όπως ακριβώς και η Κυριακή. Αδικοπραξία.
Τραυματισμός προσώπου από κατάρρευση τμημάτων κτιρίου κυριότητας, νομής και κατοχής της
εναγόμενης εταιρείας. Πλημμελής συντήρηση αυτού, οφειλόμενη σε υπαιτιότητα των νομίμων
εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρείας. Ένδικα μέσα. Αναίρεση. Σφάλμα του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου το οποίο έλαβε υπόψη του ένορκη βεβαίωση η οποία δόθηκε χωρίς προηγούμενη
νομότυπη κλήτευση της αναιρεσείουσας. Μη επιτρεπόμενο, από το νόμο αποδεικτικό μέσο.
Στοιχειοθέτηση της αναιρετικής πλημμέλειας κατ’ άρθρου 559 αριθμ. 11α’ ΚΠολΔ. Το δικαστήριο
αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 2846/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει.

 Αριθμός 1520/2013

 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 A1` Πολιτικό Τμήμα

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη,
Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες.

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της
Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 Της αναιρεσείουσας: Δ. Λ. του Γ. , κατοίκου ...... ... , η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σαμψών.

 Της αναιρεσιβλήτου: Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... ", κατά νεώτερη δε επωνυμία "...
" και με τον διακριτικό τίτλο "...... ", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Δέσποινα Καλογήρου.

 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31 Δεκεμβρίου 2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που
κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4502/2005
προδικαστική, 6544/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 2846/2011 του Εφετείου Αθηνών.

 Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19 Μαρτίου 2012 αίτησή
της.

 Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Αυγουλέας,
ανέγνωσε την από 8 Φεβρουαρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή εν
μέρει των 5ου, και 6ου λόγων της αίτησης και την εν μέρει αναίρεση της απόφασης, για τα
κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης: 1) της απώλειας των εισοδημάτων της αναιρεσείουσας,
για το χρονικό διάστημα από τις 6-3-2000 και μέχρι τις 31-3-2000 και 2) της απώλειας των
εισοδημάτων της, εξαιτίας της μόνιμης μερικής αναπηρίας της, μετά τις 31-12-2002 και μέχρι τη
συνταξιοδότησή της (για τα επόμενα 36 έτη και 8 μήνες).

 Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξουσία της
αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική
δαπάνη του.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 1. Με την από 31-12-2002 αγωγή της, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η αναιρεσείουσα,
η οποία είναι δικηγόρος, εξέθετε ότι στις 7.9.1999 και ώρα 15.00 περίπου, οδηγώντας τη με
αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα της επί της οδού ... στην …με κατεύθυνση από προς
πλατεία …βρέθηκε για λίγο ακινητοποιημένη στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της οδού, η οποία
είναι μονόδρομος μπροστά σε παλαιό ημιτριόροφο κτίσμα που βρίσκεται στον οικοδομικό αριθμό
… της εν λόγω οδού, του οποίου (κτίσματος) κυρία, νομέας και κάτοχος ήταν κατά τον παραπάνω
χρόνο και συνεχίζει να είναι και σήμερα η εναγόμενη εταιρία. Οτι εκείνη τη στιγμή που βρισκόταν
ακινητοποιημένη μπροστά από το προαναφερόμενο κτίσμα, έγινε σεισμός με επίκεντρο την περιοχή
νότια της Πάρνηθας οπότε ένα τμήμα μήκους 4 μ., ύψους 0,50 μ. και πάχους 0,20 μ. από το
στηθαίο του κτιρίου, μαζί με ένα ίσου μήκους περίπου τμήμα της ευρισκόμενης κάτω από το
στηθαίο μαρκίζας του, αποσπάστηκαν και καταπλάκωσαν την ίδια και άλλα δύο άτομα, τα οποία
οδηγώντας επίσης δίκυκλα οχήματα βρίσκονταν ακινητοποιημένα το ένα μπροστά και το άλλο
πίσω από αυτήν, επιφέροντας το θάνατο του ενός το σοβαρό τραυματισμό της ίδιας με πολλαπλά
κατάγματα στη σπονδυλική της στήλη και τον ελαφρύτερο τραυματισμό του τρίτου οδηγού. Οτι
αμέσως μετά τον τραυματισμό της μεταφέρθηκε σε θεραπευτήριο του Ι.ΚΑ που βρίσκεται κοντά
στον τόπο του ατυχήματος και στη συνέχεια, αυθημερόν, στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας
όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη μέχρι την 1.10.1999, αρχικά στη μονάδα εντατικής θεραπείας στη
συνέχεια στη Νευροχειρουργική Κλινική του νοσοκομείου και στο τέλος στην Ορθοπεδική κλινική.
Οτι μετά τη νοσηλεία της παρέμεινε επί πολλούς μήνες κλινήρης στην κατοικία της υποφέροντας
από αφόρητους πόνους στη σπονδυλική στήλη, προς ανακούφιση των οποίων υποβαλλόταν
συνεχώς σε φυσικοθεραπεία και κινησιοθεραπεία, επειδή όμως δεν κατέστη δυνατό να απολήγει
από τους πόνους αυτούς υποχρεώθηκε να μεταβεί στις HΠA, στο Ιατρικό Κέντρο "........"
του Ρότσεστερ της Μινεσότα, τον Απρίλιο του 2001, προκειμένου να εντοπιστεί η αιτία τους,
υποβληθείσα εκεί σε νέες εξετάσεις και θεραπευτική αγωγή. Οτι καθ` όλο το χρονικό διάστημα από
τον τραυματισμό της μέχρι και την άσκηση της αγωγής η επαγγελματική της απασχόληση στο
δικηγορικό γραφείο που διατηρεί, λόγω της παραπάνω κατάστασης της υγείας της ήταν πολύ
περιορισμένη. Οτι τα προαναφερόμενα τραύματά της παρά την επιμελημένη θεραπευτική αγωγή
που ακολούθησε, της έχουν επιφέρει μόνιμες πλέον σωματικές και ψυχικές βλάβες όπως αυτές
ειδικότερα περιγράφονται στην αγωγή και ότι λόγω αυτών των μόνιμων βλαβών η απόδοσή της
στην εργασία της θα είναι με βεβαιότητα στο μέλλον μειωμένη σε ποσοστό 50%. Τέλος η ενάγουσα
εκθέτει ότι η κατάρρευση των προαναφερόμενων τμημάτων του κτιρίου και ο τραυματισμός της
προκλήθηκαν αιτιωδώς από την πλημμελή συντήρηση του, οφειλόμενη σε υπαιτιότητα των
νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρίας καθώς και στην υπαίτια εκ μέρους τους παράλειψη
λήψης μέτρων προστασίας της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των διερχομένων από τον
ιδιαιτέρως πιθανό κίνδυνο πτώσης των αρχιτεκτονικών στοιχείων του κτίσματος τα οποία είχαν
από καιρό υποστεί φθορές και διαβρώσεις. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζήτησε, όπως το
αίτημα της αγωγής παραδεκτώς περιορίσθηκε εν μέρει με τις προτάσεις της και με δήλωση της στο
ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (αρθρ. 223, 294,295 § 1,297 ΚΠολΔ) από
καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να της καταβάλει το ποσό
των 75.465 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως αποζημίωση για τη θετική
ζημία που υπέστη από τον ένδικο τραυματισμό της και για τα διαφυγόντα κέρδη της μέχρι και το
χρόνο άσκησης της αγωγής και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη εταιρία είναι υποχρεωμένη να της
καταβάλλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, επιπλέον και το ποσό των 300.000
ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης καθώς και το ποσό των 615.000 ευρώ, στο
οποίο ανέρχονται τα 2/3 των εισοδημάτων που θα απολέσει με βεβαιότητα στο μέλλον από τη
μειωμένη κατά 50% απόδοση της στην εργασία της κατά το χρονικό διάστημα των 36 ετών και 8
μηνών που μεσολαβεί από την άσκηση της αγωγής μέχρι και τη συνταξιοδότηση της καταβλητέο
σε εφάπαξ κεφάλαιο, άλλως το σύνολο των εισοδημάτων που θα απολέσει, δηλαδή το ποσό των
921.584 ευρώ, καταβλητέο σε μηνιαίες δόσεις την πρώτη ημέρα κάθε μήνα κατά τα περαιτέρω
ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο για κάθε μηνιαία δόση από την
καθυστέρηση πληρωμής της. Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ` αριθ. 6544/2008 οριστική απόφαση
με την οποία, έγινε δεκτή ως εν μέρει κατ` ουσίαν βάσιμη η αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής
άσκησαν αντίθετες εφέσεις οι διάδικοι. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη
απόφασή του, μετά την παραδοχή των αντιθέτων εφέσεων και την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας
απόφασης, δέχτηκε ως εν μέρει κατ` ουσίαν βάσιμη την αγωγή της αναιρεσείουσας και επιδίκασε
αντίστοιχα: 1) για την φθορά του δικύκλου της το ποσό των 144.500 δρχ., 2) για την
καταστροφή των ενδυμάτων της (κοστούμι, μπλούζα και παπούτσια), το ποσό των 50.000 δρχ. 3)
για τις αναγκαίες μετακινήσεις της με ταξί, μέχρι τις 15-2-2000, το ποσό των 15.000 δρχ. 4) για
την απώλεια των εισοδημάτων της, εξαιτίας της ολικής ανικανότητάς της προς εργασία, το χρονικό
διάστημα από 7-9-1999 μέχρι 6-3-2000 το ποσό των 3.000.000 δρχ. 5) για την απώλεια των
εισοδημάτων της στο μέλλον και μέχρι τη συνταξιοδότησή της ( για 36 έτη και 8 μήνες) μετά το
2002, εξαιτίας της μερικής αναπηρίας της το ποσό των 5.000 ευρώ, και 6) για την αποκατάσταση
της ηθικής βλάβης το ποσό των 30.000 ευρώ. Και Β) απέρριψε ως κατ` ουσίαν αβάσιμα τα αγωγικά
αιτήματα: 1) για τα κονδύλια που αφορούσαν τα έξοδα μετακινήσεως αυτής και του πατέρα της
στις ΗΠΑ καθώς και τις δαπάνες νοσηλείας της εκεί και 2) για την απώλεια των εισοδημάτων, από
την ολική ανικανότητά της προς εργασία, μετά το χρονικό διάστημα από τις 6-3-2000 και μέχρι τις
31-12-2002.

 2. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α` ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο της
ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου,
κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12
του ν. 2145/2001, επιτρέπεται η χρήση ενόρκων βεβαιώσεων και κατά την τακτική διαδικασία,
δικονομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται και η ένδικη υπόθεση με βάση το χρόνο έναρξης της
ισχύος του από 1-1-2002 (άρθρο 15 του ν. 2943/2001) και προσδιοριστικό κριτήριο την ενώπιον
του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης (άρθρο 22 του ν.... /2001), η οποία στην
ερευνώμενη υπόθεση έλαβε χώρα κατά τη δικάσιμο της 21-3 -2006. Σύμφωνα δε με την ως άνω
διάταξη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη η συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνον
αν έχουν συνταχθεί πριν από τη δικάσιμο και μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου δύο
τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση.

 Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση των, κατ` άρθρο 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ,
ενόρκων βεβαιώσεων από το δικαστήριο της ουσίας αποτελεί η λήψη τους μετά από προηγούμενη
πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις
επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της
κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Δεν
αρκεί, όμως, η αναφορά στην ένορκη βεβαίωση (από τον Συμβολαιογράφο), περί νόμιμης
κλήτευσης του αντιδίκου, δεδομένου ότι η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων
ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο και προσκομίζοντα τη βεβαίωση, με
την προσκομιδή της σχετικής έκθεσης επιδόσεως, που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει
πλήρη απόδειξη και όχι με την ένορκη βεβαίωση αυτή καθεαυτή (ΑΠ 651/2012). Αν το δικαστήριο
της ουσίας λάβει υπόψη του ένορκη βεβαίωση χωρίς να έχει νομίμως κλητευθεί ο αντίδικος, (που
δεν παρέστη κατά τη λήψη της), λαμβάνει υπόψη του ανεπίτρεπτο από το νόμο αποδεικτικό μέσο
(ΑΠ 991/2012). Τέλος, με το άρθρο 1 § 1 της από 29-12-1980 πράξης νομοθετικού περιεχομένου,
που κυρώθηκε με το ν. 1157/1981, καθιερώθηκε από 1 Ιανουαρίου 1981 πενθήμερη εβδομάδα
εργασίας, αρχόμενη από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή για το προσωπικό του Δημοσίου, των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ακολούθως,
στην παρ. 10 του ίδιου άρθρου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το Σάββατο δεν θεωρείται ως ημέρα
αργίας, (εξαιρέσιμη), και δεν καταβάλλονται στο απασχολούμενο προσωπικό οι προβλεπόμενες από
το νόμο προσαυξήσεις, στη δε επόμενη παρ. 11 ορίζεται ποιες είναι οι ημέρες αργίας και ημιαργίας
των ανωτέρω υπηρεσιών. Κατά την διάταξη δε της παρ. 12 του ίδιου άρθρου, η διαδρομή των
προθεσμιών, που τάσσονται από το νόμο ή τα δικαστήρια, αρχίζει από την επόμενη ημέρα της
επιδόσεως ή του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της και λήγει τη 19.00 ώρα της τελευταίας
ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο λήγει την ίδια ώρα της επομένης
εργάσιμης ημέρας. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το Σάββατο, χωρίς να είναι αργία ή
εξαιρετέα, δεν είναι εργάσιμη ημέρα και όταν ο νόμος για την επιχείρηση ορισμένης διαδικαστικής
πράξεως τάσσει προθεσμία, που αναφέρεται σε εργάσιμες ημέρες δεν πρέπει στην προθεσμία αυτή
να προσμετράται το Σάββατο, όπως ακριβώς και η Κυριακή, εφόσον κατά το Σάββατο δεν είναι
δυνατή η επιχείρηση των πράξεων για τις οποίες η προθεσμία τίθεται με κριτήριο την εργάσιμη
ημέρα, η οποία δεν μπορεί παρά να νοηθεί και σε σχέση με τη λειτουργία των δικαστηρίων και τη
δυνατότητα επιχειρήσεως διαδικαστικών πράξεων που απευθύνονται στο δικαστήριο. Ο
νομοθέτης έχει γνώση των εννοιών και με σαφή διάκριση χρησιμοποιεί τους όρους "εργάσιμες
ημέρες" όπως στα άρθρα 237 παρ. 3, 268 παρ. 4, 270 παρ. 2, 632 παρ. 1, 633 παρ. 2, 929 παρ. 1,
979 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ή "ημέρες αργίας ή εξαιρετέες" όπως στα άρθρα 125 παρ. 1, 144 παρ. 1, 145
παρ. 4 κλπ. του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 320/2012). Ν Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από
την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δικάζοντας
κατά την τακτική διαδικασία, σχημάτισε την προαναφερθείσα κρίση του, για την αλήθεια των
πραγματικών περιστατικών, από τα οποία οδηγήθηκε, όσον αφορά τις συνέπειες από τον
τραυματισμό της αναιρεσείουσας, την ανάγκη θεραπείας της στο εξωτερικό την ολική, από τα
τραύματά της για 2 έτη ανικανότητά της προς εργασία, στη συνέχεια δε την μερική ανικανότητά
της προς εργασία για το υπόλοιπο του επαγγελματικού της βίου καθώς και τον καθορισμό της
επιδικαστέας αποζημίωσής της προς ανόρθωση της ηθικής βλάβης, στην εν μέρει παραδοχή τη
αγωγής, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων και από την ειδικά μνημονευόμενη, και παρά τις
προβληθείσες από την αναιρεσείουσα αντιρρήσεις, υπ` αριθ. ... /2005 ένορκη βεβαίωση του ιατρού-
νευρολόγου Ε. Κ. , ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε η
αναιρεσίβλητη. Στην προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο διαλαμβάνει, σχετικά με την κλήτευση
της αναιρεσείουσας, πριν από τη σύνταξή της τα εξής: "... της ... /11-1-¬2005 ένορκης βεβαίωσης
ενώπιον του ειρηνοδίκη Αθηνών, που συντάχθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, από την οποία και
προσκομίζεται μετ` επικλήσεως, ύστερα από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ, την ... /7-1-2005
έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), καθόσον η ημέρα του
Σαββάτου ως μη εξαιρετέα συνυπολογίζεται στην προθεσμία των δυο εργασίμων ημερών κατά τη
διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ..". Από την επισκόπηση της ως άνω έκθεσης επιδόσεως
προκύπτει ότι η κλήση προς την αναιρεσείουσα, επιδόθηκε ημέρα Παρασκευή. Η ένορκη βεβαίωση,
όπως προκύπτει απ` αυτήν, δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών στις 11-1-2005, ημέρα Τρίτη,
δηλαδή χωρίς να μεσολαβούν δυο εργάσιμες ημέρες, υπό την προεκτεθείσα έννοια, ενώ κατ` αυτήν
δεν παρέστη η αναιρεσείουσα. Το Εφετείο, κατέληξε, σε επιζήμιο για την αναιρεσείουσα
αποτέλεσμα, όσον αφορά τα αγωγικά της αιτήματα, λαμβάνοντας υπόψη και την, ως άνω, ένορκη
βεβαίωση, για κρίσιμα ζητήματα που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας και ήταν ευνοϊκή
όσον αφορά τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς των αναιρεσίβλητων. Αφού λοιπόν, η
ένορκη αυτή βεβαίωση, δόθηκε χωρίς προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της αναιρεσείουσας, ήταν
μη επιτρεπόμενο, από το νόμο, αποδεικτικό μέσο και συνακόλουθα το δικαστήριο της ουσίας που
το έλαβε υπόψη, υπέπεσε στην πλημμέλεια του από τον αριθ. 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κατά
συνέπεια, οι σχετικές αιτιάσεις, που περιέχονται στην κρινόμενη αίτηση, είναι βάσιμες. Επομένως,
πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τα αντίστοιχα κεφάλαιά της, ενώ παρέλκει η
έρευνα των λοιπών λόγων που αφορούν τα ίδια πιο πάνω κεφάλαια. 5. Ο λόγος αναίρεσης από τον
αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος
(άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ), ιδρύεται
όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα
διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561 §2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν
προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης είτε δεν έλαβε υπόψη του
πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Νοούνται
δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή
παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού
δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να
διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος
αναιρέσεως, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε
λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός,
ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς
αυτά που τον συγκροτούν. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με επί μέρους αιτιάσεις
που περιέχονται στον 4ο λόγο της κρινόμενης αίτησης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση
την πλημμέλεια από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα ότι κατά τον καθορισμό της
αξίας των καταστραφέντων προσωπικών αντικειμένων της, δεν έλαβε υπό ότι τα αντικείμενα αυτά
ήταν επτά και όχι τρία, με αποτέλεσμα να της επιδικάσει μειωμένη αποζημίωση. Οι αιτιάσεις, όμως,
αυτές είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν. Τούτο διότι, με το να δεχτεί το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο ότι καταστράφηκαν μόνο τα τρία προσωπικά της αντικείμενα, για τα οποία και
επιδίκασε αποζημίωση, προκύπτει ότι έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό της και για τα
υπόλοιπα, και εκ των πραγμάτων τον απέρριψε μη επιδικάζοντας γι` αυτά αποζημίωση. 6. Κατά το
άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως
αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το ουσιώδες στοιχείο αυτού του λόγου αναίρεσης
αποτελεί η έλλειψη νόμιμης βάσης σε "ζήτημα", ήτοι ισχυρισμό που έχει αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή
τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε ως
επιθετικό ή αμυντικό μέσο, το οποίο "ζήτημα" ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,
ενώ τα αναφερόμενα σχετικά με τις αιτιολογίες αποτελούν επεξηγηματικά στοιχεία του ουσιώδους
στοιχείου. Εκ τούτων παρέπεται ότι η ελαττωματικότητα των αιτιολογιών, η σχετική με την
εκτίμηση των αποδείξεων, δεν δημιουργεί τον υπό εξέταση λόγο αναιρέσεως αν το αποδεικτικό
πόρισμα εκτίθεται σαφώς. Ωσαύτως, ο ίδιος λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν οι αιτιολογίες είναι
ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς τα γενόμενα δεκτά ή απορριπτόμενα επιχειρήματα των διαδίκων
που δεν είναι ουσιώδεις ισχυρισμοί , αλλά αντλούνται από το νόμο ή το πραγματικό υλικό για την
ενίσχυση, την παραδοχή ή απόκρουση των αιτήσεων ή ενστάσεων. Στην κρινόμενη υπόθεση, με
επί μέρους αιτίαση που περιέχεται στον 4ο λόγο της κρινόμενης αίτησης, αποδίδεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια για έλλειψη νόμιμης βάσης, που συνίστανται στο ότι με
αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες, δέχτηκε ότι καταστράφηκαν τρία από τα επτά αναφερόμενα,
ως καταστραφέντα, με την αγωγή προσωπικά της αντικείμενα, επιδικάζοντας παράλληλα και
μειωμένη αποζημίωση. Οι αιτιάσεις, όμως αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι η
επικαλούμενη ελαττωματικότητα των αιτιολογιών σχετίζεται με την εκτίμηση των αποδείξεων και
επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, αντλούμενα από το αποδεικτικό υλικό προς υποστήριξη της
αγωγής της, που δεν ιδρύουν σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, την από τον αριθ.
19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβλεπόμενη πλημμέλεια. Περαιτέρω, όταν, κατά παραδοχή ως
βασίμου λόγου αναιρέσεως, αναιρείται στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη
απόφαση, η αναίρεση περιλαμβάνει και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης στο σύνολό της και
για τις δυο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση επέρχεται ως αναγκαίο επακόλουθο της αναίρεσης
της απόφασης ως προς την απαίτηση στην οποία στηρίζεται. Στη δεύτερη, λόγω της
αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού της δικαστικής δαπάνης, για όλα τα κεφάλαια της απόφασης.

Ενόψει αυτών, η έρευνα του 8ου λόγου της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο υποβάλλεται
παράπονο για την επιδικασθείσα στην αναιρεσείουσα μειωμένη δικαστική δαπάνη, από το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εν μέρει αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται
χωρίς αντικείμενο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα βαρύνουν την αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη διάδικο,
τα οποία, όμως θα κατανεμηθούν αναλόγως, με την έκταση της νίκης και ήττας, καθενός των
διαδίκων, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση.

 Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθ. 2846/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, για τα κεφάλαια της: 1)
της απώλειας των εισοδημάτων της αναιρεσείουσας, από την εργασία της, για το χρονικό διάστημα
από τις 6-3-2000 και μέχρι τις 31-12-2002, 2) των εξόδων μετακινήσεών της με ταξί το ίδιο
χρονικό διάστημα, 3) των εξόδων μετάβασης και επιστροφής αυτής και του πατέρα της στις ΗΠΑ,
των εξόδων διαμονής τους εκεί, καθώς και των δαπανών νοσηλείας που υποβλήθηκε στην
αλλοδαπή 4) της μερικής απώλειας των εισοδημάτων της, εξαιτίας της μόνιμης μερικής αναπηρίας
της, μετά τις 31-12-2002 και μέχρι τη συνταξιοδότησή της (για τα επόμενα 36 έτη και 8 μήνες) και
5) της αποκατάστασης της ηθικής βλάβης, συνεπεία του τραυματισμού της.

 Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους
δικαστές.

 Επιβάλλει μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας σε βάρος της αναιρεσίβλητης, την
οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 2013.

 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιουλίου 2013.

 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Ρ.Κ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: