2192/2013 ΑΠ ( 618199)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Δημόσια κτήματα. Δάση. Κτήση κυριότητας επί αυτών από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία κατά το
προϊσχύσαν δίκαιο. Προϋποθέσεις. Διεκδικητική ή αναγνωριστική της κυριότητας ακινήτου αγωγή ....
λόγω έκτακτης χρησικτησίας. Στοιχεία για το ορισμένο αυτής. Συμπλήρωση στο πρόσωπο των
δικαιοπαρόχων των χρησιδεσπόζοντων της 30ετούς νομής για την πριν της 11.9.1915
τριακονταετία. Το Δημόσιο παρά τις επιφυλάξεις περί χαρακτηρισμού της επίδικης δασικής έκτασης
ως δημόσιας και εθνικής έκτασης δεχόταν ως ισχυρές τις μισθώσεις που κατάρτιζαν οι
δικαιοπάροχοι των χρησιδεσπόζοντων με τρίτους, δεν αρνούνταν να εκδώσει άδειες υλοτομίας
στους μισθωτές τους, ούτε αρνούνταν να χορηγήσει τις άδειες αυτές ως μη αναγνωρίζον αυτούς
ως νόμιμους μισθωτές μέχρι τον χρόνο κατά τον οποίο αναγνώρισε το επίδικο ως ιδιόκτητο, χωρίς
να δημιουργεί την πεποίθηση στους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των
χρησιδεσπόζοντων περί αμφισβητήσεως. Πολιτική δικονομία. Ποιοτική ή ποσοτική αοριστία της
αγωγής. Έννοια. Απλή ομοδικία. Χωρισμός της υπόθεσης όταν κάποιος από τους απλούς
ομοδίκους είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο. Νόμιμη η
συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς εκείνους που εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο
δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κήρυξη αυτής απαράδεκτης ως προς τους λοιπούς.
Χορήγηση δικαστικής πληρεξουσιότητας. Ένδικα μέσα. Αναίρεση. Δεν απευθύνεται κατά του
προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει
όμως να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως. Το δικαστήριο απορρίπτει αναίρεση της υπ` αριθμ.
872/2010 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας.
Αριθμός 2192/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη
Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της
γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό
Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, o οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό
του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του
άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ο. Γ. του Χ., 2) Κ. Γ. του Χ., 3) Ε. Γ. του Χ., 4) Ι. Τ. του Σ., 5) Ν. Τ. του Σ.,
6) Α. Α. του Σ., 7) Β. Α. του Σ., 8) Ν. Α. του Σ., 9) Σ. Ν. του Π., 10) Μ. Ν. του Π., 11) Η. Κ. του Θ.,
12) Α. Κ. του Θ. και 13) Β. Η. του Α., κατοίκων ... Οι 9η και η 10η δεν παραστάθηκαν, ούτε
εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο τους Παναγιώτη Παπαδημητρίου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/9/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε
στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 49/2007 του ίδιου Δικαστηρίου
και 872/2010 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον
Ελληνικό Δημόσιο με την από 14/12/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε
την από 19/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του
αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι αν κάποιος από
τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος,
με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη
συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν
παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός τους, τότε ερευνάται αν ο
απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα
και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου
που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΑΠ
1185/2013, ΑΠ 190/2013). Κατά την παρ. 3 εδ. β` του ίδιου άρθρου (που προστέθηκε σ` αυτό με
το άρθρο 62 του Ν.4139/20.3.2013), αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή
ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο
δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς
όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται
απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς (ΑΠ 842/2013). Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.,
στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Κατά το άρθρο 96 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη,
είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104,
για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει
κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε
δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας,
καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι
διάδικοι (ΑΠ 181/2013, ΑΠ 190/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα
πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής:
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο το αναιρεσείον
Δημόσιο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασίλειο
Κορκίζογλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. (άρθρο 573 παρ. 1 ιδίου κώδικα)
καθώς και οι αναιρεσίβλητοι πλην της ένατης και δέκατης, με τον ειδικώς προς τούτο
εξουσιοδοτηθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Παπαδημητρίου. Οι προαναφερθέντες
ένατη και δέκατη από τους αναιρεσίβλητους δεν παραστάθηκαν, από δε τον φάκελλο της
δικογραφίας δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως,
γεγονός το οποίο δεν προσδιορίζουν ούτε οι παριστάμενοι και συνακόλουθα βαρυνόμενοι προς
τούτο διάδικοι, είτε με την προσκομιδή οικείων εκθέσεως επιδόσεως, είτε της αιτήσεως αναιρέσεως
με τη επ` αυτής επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, που διενήργησε τη επίδοση, κατά το
άρθρο 193 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ. Εφόσον όμως δεν αποδεικνύεται η κλήτευση των απολιπομένων
αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους και με τους παριστάμενους αναιρεσιβλήτους με
το δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.), καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά σε
αναγνώριση συγκυριότητος των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων επί δασικής έκτασης, πρέπει, κατά τις
αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 και 3 Κ.Πολ.Δικ., να χωρισθεί η
υπόθεση και αφού κηρυχθεί η συζήτηση απαράδεκτη ως προς τους απολιπομένους
αναιρεσιβλήτους, να προχωρήσει νομίμως ως προς τους παρισταμένους νομίμως διαδίκους (ΑΠ
842/2013).
Επειδή κατά το άρθρο 82 εδ. γ του Κ.Πολ.Δικ. αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους
κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τη
διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 81 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, η οποία ορίζει ότι
ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη
συζήτηση, καθώς και του άρθρου 558 Κ.Πολ.Δικ., κατά την οποία η αναίρεση απευθύνεται κατά
εκείνων, οι οποίοι ήσαν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση,
προκύπτει ότι η αναίρεση δεν απευθύνεται μεν κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη κατά
την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει όμως να καλείται στη συζήτηση της
αναιρέσεως, χωρίς δε την κλήτευση αυτού, παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως,
ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις, και δημιουργείται
απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο, ως αναφερόμενο στην προδικασία
λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Αρειο Πάγο (ΑΠ 569/2013, ΑΠ 1049/2010). Αν
όμως η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ή κηρύχθηκε (χωρίς να επαναληφθεί) απαράδεκτη η
συζήτησή της, ο παρεμβάς δεν καλείται στις περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις (ΑΠ 1117/2003).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της
προσβαλλομένης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), η δευτεροβάθμια συνεταιριστική ένωση
με την επωνυμία ".........................." άσκησε πρώτον ενώπιον του Εφετείου την από 25-11-2009
πρόσθετη παρέμβασή του υπέρ του εκκαλούντος-εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, η συζήτηση
της οποίας κηρύχθηκε (χωρίς να επαναληφθεί) απαράδεκτη ελλείψει νομίμου κλητεύσεως των
καθών. Ενόψει όμως τούτου η προσθέτως παρεμβάσα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη
δεν έλαβε μέρος στη δίκη, τα υποκειμενικά όρια της οποίας δεν διευρύνθηκαν, αφού δεν
ερευνήθηκε το παραδεκτό και βάσιμο της παρεμβάσεως και γι` αυτό δεν χρειαζόταν να κληθεί και
ορθά δεν κλήθηκε κατά τη συζήτηση της ένδικης αναίρεσης.
Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν
αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση
εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση
αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση, ελέγχεται αναιρετικά, με τη
διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της
δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δικ., παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του
δικογράφου (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 834/2013, ΑΠ 1021/2013). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων
1094 ΑΚ και 216 Κ.Πολ.Δικ., συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής
της κυριότητας ακινήτου αγωγής, είναι μεταξύ άλλων, ο ενάγων να αναφέρει ότι κατέστη κύριος
για ορισμένη αιτία, παράγωγη ή πρωτότυπη και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του, ήταν κύριος του
ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση,
έκταση και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του (ΑΠ 1024/2013). Αν
η αγωγή έχει ως βάση την έκτακτη χρησικτησία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει ο
ενάγων, εκτός από τα παραπάνω στοιχεία να αναφέρει τις πράξεις νομής στο ακίνητο του ίδιου και
αν συντρέχει περίπτωση προσμέτρησης νομής και εκείνες των δικαιοπαρόχων του, τέτοιες δε
πράξεις, εφόσον πρόκειται για χρησικτησία επί δασικής έκτασης, για την πριν της 11-9-1915
30ετία, αποτελούν η βοσκή, η υλοτομία, η εκμίσθωση σε τρίτους για βοσκή ή υλοτομία, η
οριοθέτηση, η επίβλεψη, η καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων,
χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο
χρησικτησίας (ΑΠ 991/2012 - το ότι η βοσκή δεν συνιστά πράξη νομής καθιερώθηκε με τις
παρακάτω επέκεινα του 1924 διατάξεις - ΑΠ 923/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως
προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2
Κ.Πολ.Δικ.), διαλαμβάνεται σ` αυτήν ότι οι ενάγοντες έχουν γίνει κύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι,
κατά τα αναφερόμενα σ` αυτή, για τον καθένα τους, ποσοστά εξ αδιαιρέτου, του λεπτομερώς
περιγραφομένου δασολίβαδου, με την ονομασία "Δύο Κέδρα ή Μικρός Κέδρος - Μεγάλος Κέδρος"
της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Καταφύτου, με παράγωγο τρόπο, με ειδική και καθολική
διαδοχή των αρχικών κυρίων, που είχαν καταστεί (κατά την αγωγική βάση που ενδιαφέρει στην
προκειμένη περίπτωση) κύριοι, με έκτακτη, υπερτριακονταετή καλόπιστη χρησικτησία από το
1860 μέχρι το 1915, με συνυπολογισμό στο χρόνο νομής των εκάστοτε δικαιοδόχων, του χρόνου
χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, ο τρόπος ειδικής ή καθολικής διαδοχής των οποίων
περιγράφεται επαρκώς, ενώ προσδιορίζονται και οι πράξεις αναμείξεως στην κληρονομία και νομής
μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Επομένως η αγωγή, τόσο κατά τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας
των εναγόντων, όσο και των δικαιοπαρόχων τους, καθώς και ως προς την απόκτηση της
κυριότητας των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων τους, με τα προσόντα της έκτακτης
χρησικτησίας κατά το ΒΡΔ (βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο), τον προσδιορισμό του ακινήτου και των επ`
αυτού πράξεων νομής, περιείχε τα κατά νόμον αναγκαία στοιχεία και ήταν ορισμένη. Ενόψει
τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, που με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του
άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της μη κηρύξεως
του δικογράφου της αγωγής απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτοδίκως
και με λόγο εφέσεως (ΑΠ 1021/2013), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή στα δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά, εκτός αυτών που
διαλαμβάνονται στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1.12.1836 Β. Δ/τος, που θεωρούνται ιδιωτικά,
υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 του ίδιου Β. Δ/τος, καθώς και τα λειβάδια για
την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί), που να έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, τα
οποία επίσης θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο
1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα Εθνικοϊδιόκτητα
λειβάδια εγγείου φόρου, κατά τα έτη 1833-1834" ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη
με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν. 9 παρ. 1 Πανδ
(50.14), ν. 2 παρ. 2 Πανδ. (41-4), ν. 6 πρ. Πανδ (44.3), ν. 76 παρ. 1 (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ
(23.3), που είχαν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για τον χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος
του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη, ήτοι με την
ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν το
δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Πανδ (5.8), 27 Πανδ
(18.1), 10, 17 και 48 Πανδ (41.3), 3 Πανδ (41.10) και 109 Πανδ (50.16), καθώς και με διάνοια
κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που
χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του
δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ
κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί
από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν. 18, 24 παρ. 1 (41.3), παρ. 9 Εισ (2-9) ν.2
Κωδ. (7.30), Βασ. 50.10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το μεταγενέστερο από
21.6.1837 νόμο "περί διακρίσεως κτημάτων", στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον
τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων, εφαρμόζονται αι εν
τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις", επομένως και οι προαναφερόμενες του
βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18
και 21 του ν. της 21.6/3,7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι η έκτακτη
χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η
τριακονταετής νομή επ` αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ (7.39), Βασ 9 παρ. 1
(50.14) είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις
διατάξεις αφενός του ν. ΔΖΗ`/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν με
βάση αυτόν από 19.9.1915 μέχρι και της 16.5.1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της
22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", που
επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων",
διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, με το άρθρο 53 του ΕισΝ αυτού, με τις
οποίες διατάξεις, έχει ανασταλεί κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και
απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα
και η χρησικτησία πάνω σ` αυτά. Επί της έκτακτης χρησικτησίας που, κατά τα ανωτέρω,
συμπληρώθηκε μέχρι και τις 11.9.1915, δεν είχαν εφαρμογή και δεν ασκούν έννομη επιρροή επί
της κυριότητας που αποκτήθηκε με αυτή, οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 117 του
ν.3077/1924 "περί δασικού κώδικος" και του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως
τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 37 του α.ν. 1539/1938 και το άρθρο 16 του
α.ν. 192/1946 και επαναλήφθηκαν στο άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969 "περί δασικού κώδικος", με τις
οποίες ορίζεται ότι "στα δημόσια εν γένει δάση θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν δεν
ενήργησε επ` αυτών καμία πράξη νομής και ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ ουδέποτε
θεωρείται ως πράξη νομής ή οιονεί νομής" (ΑΠ 923/2012, ΑΠ 309/2012, 501, 1167, 1294,
1871/2011, 267, 840, 1416/2010, 623, 1271, 1738, 2054/2007). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του
άρθρου 62 παρ. 1 εδ. α του Ν.998/1979 επί αμφισβήτησης ή διένεξης ή δικών μεταξύ Δημοσίου και
φυσικού ή νομικού προσώπου, σε σχέση με εμπράγματα δικαιώματα επί δασών ή δασικών
εκτάσεων, τα τελευταία οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη των δικαιωμάτων τους, πλην όμως
από τις προαναφερθείσες διατάξεις (περί δικαιοστασίου, περί διοικητικής αποβολής, περί
προστασίας δημοσίων κτημάτων) προκύπτει ότι κατά την απόδειξη αυτή ο ιδιώτης (φυσικό ή
νομικό πρόσωπο) δεν είναι υποχρεωμένος να αναχθεί σε χρόνο προγενέστερο του 1885. Εξάλλου
επί τουρκοκρατίας οι δημόσιες γαίες (εραζίι εμ ριέ ) δηλαδή αγροί, λειμώνες (τσαΐρ), χειμαδιά,
θέρετρα, (χειμερινές και θερινές βοσκές), δάση και παρόμοια εδάφη, που ανήκαν στο Δημόσιο,
εξουσιάζονταν από ιδιώτες μόνον κατόπιν αδείας και παραχωρήσεως του επί τούτο ειδικού
υπαλλήλου του κράτους, που εφοδιάζει τους εξουσιαστές με "τάπια", που φέρουν τη σουλτανική
"τούγρα" (υπογραφή), τα οποία είναι ειδικοί έγγραφοι τίτλοι, με τους οποίους έναντι ποσού
(μοατζελέ), παραχωρούνταν το δικαίωμα της "διηνεκούς εξουσιάσεως" (χάι -ι - τεσσαρούφ), που
αντιστοιχεί σε δικαίωμα οιονεί (ανώμαλης) μισθώσεως ή χρήσεως και καρπώσεως κατά
παραχώρηση του εξουσιαστή (επικαρπία), τούτο δε (ταπί) δεν μπορούσε να επιφέρει την κατάλυση
της κυριότητας του Δημοσίου, η οποία (κυριότητα) ανήκε πάντοτε στο Τουρκικό κράτος.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση
δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή
ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω
διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος,
προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση
του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή
όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την
άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το
κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε
εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται
πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται
αμφιβολίες (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Τέλος η απόφαση που αναγνωρίζει
κυριότητα σε ακίνητο από χρησικτησία για να μη στερείται νόμιμης βάσης και να δημιουργείται έτσι
ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρει στο
αιτιολογικό της μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νομέα ή του
δικαιοπαρόχου του, του οποίου τον χρόνο χρησικτησίας προσμετράει στον δικό του, χωρίς να
απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της
χρησικτησίας (ΑΠ 847/2013, ΑΠ 92/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την
παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.) το
Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ` αυτό,
αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ` ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά,
ως προς την αναγνωριστική κυριότητας δασικής εκτάσεως αγωγή, που αποκτήθηκε από
χρησιδεσπόσαντες δικαιοπαρόχους των εναγόντων, κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ, για την πριν της
11.9.1915 τριακονταετία (οι περί παραγώγου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας των εν λόγω
δικαιοπαρόχων - λόγω κατοχής ταπίου και κατά το άρθρο 78 του νόμου "περί γαιών" της 7ης
Ραμαζάν του Οθωμανικού Κράτους, - βάσεις της αγωγής, απορρίφθηκαν τελεσίδικα λόγω μη
εκκλήσεως από τους ενάγοντες των οικείων κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης): "Το επίδικο
ακίνητο είναι ένα δασολίβαδο, εκτάσεως 9.658.028 τετραγ. μέτρων, που βρίσκεται εντός της
κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Καταφύτου (πρώην κοινότητας Ασπροποτάμου) Τρικάλων,
της επαρχίας Καλαμπάκας, έχει την ονομασία "..................... ...................................", εμφαίνεται
στο από 30-5-2001 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Σ. Σ. με τα στοιχεία 100 -
101 - 102 - 103 - 104 - 105 - 106 - 107 - 108 - 109 - 110 - 111 - 112 - 113 -114 - 115 - 116-117 -
118 - 153 - 154 - 155 - 156 - 157 - 158 - 159 - 160-161...186 - 133 - 134 - 135 - 136...152 και
συνορεύει ανατολικά με κοινοτική έκταση της πρώην Κοινότητας Στεφανίου και ήδη οικισμού της
διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου, δυτικά με κοινοτική έκταση της πρώην Κοινότητας
Κατάφυτου και ήδη οικισμού της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου, βόρεια με κοινοτική
έκταση της πρώην Κοινότητας Ανθούσας και ήδη οικισμού της Διευρυμένης Κοινότητας
Ασπροποτάμου και νότια με συνιδιόκτητο δάσος Λόγγος. Η ανωτέρω έκταση ανήκει στο Δασικό
Σύμπλεγμα Ασπροποτάμου της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου. Από τη συνολική έκταση
2.000 στρέμματα περίπου αποτελούν χέρσα έκταση (βοσκοτόπια): και, καταλαμβάνουν την
υψηλότερη θέση προς τις κορυφογραμμές κυρίως προς τα όρια Στεφανίου και Καλλιρόης, η δε
λοιπή έκταση αποτελεί μη συνεχόμενο δάσος, διακοπτόμενο, από διάκενα συνολικού εμβαδού 800
περίπου στρεμμάτων. Το έδαφος έχει γενική έκθεση ορίζοντος νοτιοδυτική, οι κλίσεις κυμαίνονται
από 40 - 100%, το δάσος συγκροτείται κυρίως από ελάτη και μαύρα πεύκα στις υψηλότερες
θέσεις, ενώ στις χαμηλότερες θέσεις υπάρχουν σε μικρή αναλογία δρύες και άλλα φυλλοβόλα
πλατύφυλλα, όπως σφένδαμος. Περαιτέρω από τα ως άνω αποδεικτικά αποδείχθηκε ότι την 9η
Τζιμαζιαλαιβέλ 92 εκδόθηκαν από τη Διεύθυνση του Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου (Τμήμα εκ
των τίτλων) τρεις τίτλοι, ταπία και συγκεκριμένα: 1) το με αύξοντα αριθμό 64 για ένα θέρετρο στη
θέση Νανές, Παλαιομάνδρι, Στουρνάρα εκ στρεμμάτων 8.000, οριζόμενο από Στούρτζα Ματσούκι
και Ασπροπόταμο, στο όνομα των Ν. Λ., Β. Μ., Ξ. Λ., Κ. Ά., Τ. Ά., Π. Μ. και Α. Κ., 2) το με αύξοντα
αριθμό 65 για ένα θέρετρο στη θέση "Δούβλι", εκ στρεμμάτων 9.000, οριζόμενο με Λεπενίτσα,
Καλουτά, Καλαρίτες και Παλαιομάνδρι στο όνομα των Γ. Ζ., Γ. Π., Ν. Μ., Γ. Μ., Ι. Α., Ι. Τ. και Α. Ν.
και 3) το με αύξοντα αριθμό 66 για ένα θέρετρο στη θέση Κουζά εκ στρεμμάτων 8.000 οριζόμενο
από Παλιομηλιά, Βελιοτάνα και Ασκληνάτσα στο όνομα των Ν. Τ., Γ. και Ι. Μ., Γ. υιού Γ. (Δ.), Σ. Γ.
και Μ. Ν. Το έτος 1882, ήτοι μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, συντάχθηκε το με
αριθμ. …συμβόλαιο του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Καστανέας, το οποίο μεταγράφηκε στα
βιβλία μεταγραφών του Δήμου Λάκμονος στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …, με το οποίο οι Β.
Λ., Ν. Γ., Γ. Γ., Δ. Π., Ν. Σ., Γ. Π., Ι. Π., Μ. Ν., Α. Μ., Τ. Λ., Γ. Ζ., Γ. Ζ.,.Ι. Μ., Α. Κ., Σ. Σ., Ι. Α., ως
ιδιοκτήτες δυνάμει εκδοθέντων ταπίων των στην περιφέρεια του χωριού Κόττορι βοσκησίμων
γαιών και λειβαδϊων με την ονομασία Δύο Κέδρα, Κατσάνασα και Σκλίβα, που συνορεύουν με τα
χωριά Σκληνιάσα, Λεπενίτσα, Καλλαρύτη, Τζούρτζια, Παλαιομηλιά και Βελίτσανα, αναγνωρίζουν ως
συγκυρίους κατά ποσοστό 1/26 εξ αδιαιρέτου επί των ανωτέρω βοσκήσιμων εκτάσεων και
λειβαδϊων τους Ι. Κ., Ν. Σ., Χ. Λ., Α. Γ. και Η. Μ. Το ανωτέρω - συμβόλαιο στη σύνταξη του οποίου
δεν συμβλήθηκαν όλοι οι δικαιούχοι του με αριθμό 66 ταπίου, πλην του Ν. Γ. (ή Τ.) και του Μ. Ν.,
που διαλαμβάνει δήλωση περί αναγνωρίσεως συγκυρίων, δεν αποτελεί νόμιμο τρόπο μεταβίβασης
κυριότητας ακινήτου, και επομένως δεν δύναται να επιφέρει αυτή, αλλά δύναται να αποτελέσει
πράξη νομής επί της εκτάσεως στην οποία αφορά. Από το έτος αυτό ήτοι από το έτος 1882, οι
απώτατοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων εγκαταστάθηκαν στην ανωτέρω έκταση καλόπιστα, με
την πεποίθηση ότι δυνάμει του ανωτέρω ταπίου και του με αριθμό …/1882 συμβολαίου,
κατέστησαν κύριοι του επιδίκου, ασκώντας από το χρόνο αυτόν πράξεις νομής που προσιδιάζουν
στη φύση αυτού, ήτοι αρχικά με την βόσκηση των ποιμνίων τους και στη συνέχεια με την
εκμίσθωση των δασικών εκτάσεων για τη διενέργεια υλοτομίας και την εκμίσθωση προς βόσκηση
των λοιπών εκτάσεων έχοντας την πεποίθηση ότι ταυτίζεται με τη θέση Κουζάς, αποτελώντας
απλώς διαφορετική ονομασία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι θεωρούν τη θέση Κουζά
ανύπαρκτη. Περί του χρόνου εγκατάστασης αυτών γίνεται αναφορά και στο με αριθμό 997/10-9-
1905 έγγραφο του Δασάρχη Βόλου προς το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο ειδικότερα
αναφέρεται ότι μίσθωναν οι διεκδικούντες δικαιώματα κυριότητας επί της δασικής θέσεως "Δύο
Κέδρα" από την οθωμανική επικράτεια θέρετρο παρακείμενο αυτής ήδη πριν από την προσάρτηση
της Θεσσαλίας για τη θερινή χορτονομή και βόσκηση των ποιμνίων τους, πράξεις τις οποίες
εξακολούθησαν και μετά την προσάρτηση, έχοντας μάλιστα ιδρύσει εκεί και ποιμνιοστάσιο με την
ονομασία "...........". Το έτος 1894 εγκρίθηκε η έκδοση αδείας υλοτομίας στις θέσεις
Μεγάλος Κέδρος και Μικρός Κέδρος προς τον υλοτόμο Ματζούκα για μία τριετία άνευ
χαρακτηρισμού του δάσους ως δημοσίου ή ιδιωτικού, ενώ από το με αριθμό 48/20-1-1895
έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προκύπτει ότι το έτος 1892 άδειες υλοτομίας
εκδόθηκαν για το δάσος Κόττορι υπέρ των υλοτόμων Γ. Α., Α. Μ. και Ι. Μ., κατόπιν υπουργικής
διαταγής. Το έτος 1895 εκδόθηκε άδεια υλοτομίας υπέρ του Β. Κ. ως μισθωτή των Β. και Δ. Γ.,
δυνάμει του με αριθμό ...10-1-1895 συμβολαιογραφικού εγγράφου του συμβολαιογράφου
Τρικάλων ................. και των υπεκμισθωτών αυτού δυνάμει του με αριθμ. …και …/7-2-1981
συμβολαίων του ίδιου ως ανω συμβολαιογράφου, ........... και Γ. Α.. Το έτος 1895 κλήθηκαν οι Δ.
και Β. Γ., να προσκομίσουν τους τίτλους τους, προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητα αυτών,
πράξη στην οποία προέβησαν οι τελευταίοι, οπότε και άρχισε η διαδικασία αποστολής τους αρχικά
προς το Υπουργείο Εξωτερικών και στη συνέχεια στην Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης (βλ. τα με
αριθμ. πρωτ. 65761/16-11-1899 και 116801/8-1900 έγγραφα του Υπουργείου Οικονομικών). Κατά
τη διάρκεια της χρονοβόρας διαδικασίας ελέγχου, εξακολούθησε η έκδοση αδειών υλοτομίας στο
δάσος Κόττορι, με βεβαίωση του δικαιώματος του δημοσίου ως αυτού που επιβάλλεται στα
ιδιωτικά δάση, άνευ, όμως, χαρακτηρισμού αυτού και με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του
δημοσίου. Σύμφωνα με το με αριθμ. 578/1896 έγγραφο του Οικονομικού Έφορου Καλαμπάκας, το
1896 χορηγήθηκε άδεια υλοτομίας στον Β. Κ. ως υπεκμισθωτού άνευ χαρακτηρισμού του δάσους
και με την επιφύλαξη παντός του δικαιώματος του Δημοσίου. Από το με αριθμ. 61908/14-8-1898
έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας προκύπτει ότι το
έτος 1898 εγκρίθηκε άδεια ετήσιας παράτασης υλοτομίας υπέρ του μισθωτή Β. Κ., μόνο για
οικοδομήσιμη ξυλεία και όχι για κούτσουρα και κολώνες, διότι δεν ηδυνήθη να υλοτομήσει κατά
τα έτη 1897 - 1898.
Προς τούτο δε ζητήθηκε από το Β. Κ. να προσκομίσει επίσημη κάρπωση των επιδίκων δασικών
θέσεων από τους ιδιοκτήτες και μισθωτές του, ενώ στο ανωτέρω έγγραφο υπάρχει αναφορά για
ενέργεια της υλοτομίας από τον Γ. Π., ως υπόμισθωτή του Β. Κ., δυνάμει αντίστοιχης
συμβολαιογραφικά καταρτισθείσης σύμβασης υπομίσθωσης, έγγραφα τα οποία προκύπτει ότι
προσκομίστηκαν, καθόσον στη συνέχεια εγκρίθηκε η αιτουμένη άδεια όπως προκύπτει από το με
αριθμ. 89739/21-9-1898 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών προς τον Οικονομικόν Έφορο
Καλαμπάκας, στο οποίο αναφέρεται ότι μετά την πάροδο του χρόνου της υλοτομίας, το δάσος θα
χαρακτηρίζεται ως Εθνικό. Μετά την επιστροφή των τίτλων (ταπίου) και τη διαπίστωση διάστασης
μεταξύ της αναγραφόμενης στο ταπίο θέσης Κουζάς και της θέσης "Δύο Κέδρα" διατάχθηκε από το
Υπουργείο Οικονομικών η σύνταξη εκθέσεως και διαγράμματος μετά από επιτόπια μετάβαση, προς
διαπίστωση της σχέσεως ως προς τα όρια των δύο αυτών θέσεων (βλ. το με αριθμ. 30366/19-5-
1901 έγγραφο του Υπουργού προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας). Κατά τη διάρκεια αυτών
των ενεργειών ήτοι επιτόπιας μετάβασης, καταμέτρησης και σύνταξης αναφορών, εκθέσεων και
διαγραμμάτων, στις 10-9-1901 με τις με αριθμ. 84868, 84869/10-9-1901 διαταγές του Υπουργείου
Οικονομικών εγκρίθηκαν δύο πίνακες υλοτομίας του επιδίκου δάσους "επί καταβολή του
νενομισμένου δικαιώματος του Δημοσίου ως επί δάσους ιδιοκτήτου". Το έτος 1902 με τα με αριθμ.
...27-11-1902 και .../16-10-1902 συμβολαιογραφικά μισθωτήρια του συμβολαιογράφου Τρικάλων
............................. οι Β. Ι. Σ. ως πληρεξούσιος της συζύγου του Σ. Β. Σ., Γ. Μ. Γ. ως μισθωτής, Κ.
Τ., Α. Ν., οι αδελφοί Δ. και Β. Γ. και Σ. Μ. Ν., εκμίσθωσαν στους υλοτόμους Λ. Σ. και Χ. Α. επί μία
τετραετία τη θέση "Μεγάλος Κέδρος" προς υλοτομία και ίδρυση υδροπρίονος, εφόσον εκδοθούν
άδειες υλοτομίας και προς τους όρους αυτών, ενώ παρέχουν δικαίωμα, άνευ αμοιβής, βοσκήσεως
των ζώων που θα χρησιμεύουν στη μεταφορά των υλοτομηθέντων. Τα έτη 1903 και 1904
εγκρίθηκαν από τον Υπουργό Οικονομικών δύο άδειες υλοτομίας για το δάσος Κόττορι "επί
καταβολή του νενομισμένου δικαιώματος του δημοσίου ως επί δάσους ιδιόκτητου" (βλ. τις με
αριθμ. 76425/11-1993 και 82140/14-9-1994 διαταγές του Υπουργού Οικονομικών προς το
Δασάρχη Καλαμπάκας). Κατά το έτος 1904 ζητήθηκε από τον μισθωτή υλοτόμο Λ. Σ. η σύνταξη
συμβολαίου για την ίδρυση υδροπρίονος στη θέση Κουζά, πράξη στην οποία αρνήθηκε να προβεί ο
τελευταίος, ισχυριζόμενος ότι η μίσθωση που έχει συνάψει με τους ιδιοκτήτες του δάσους Κόττορι
αφορά στις θέσεις "Μεγάλος και Μικρός Κέδρος" (βλ. το με αριθμ. 1147/27-11-1904 έγγραφο του
Οικονομικού Έφορου Καλαμπάκας προς τον Υπουργό Οικονομικών). Κατόπιν τούτου ο Υπουργός
Οικονομικών με το με αριθμ. 124872/3-12-1904 έγγραφο του προς το Δασάρχη Καλαμπάκας,
ζήτησε να του αποσταλούν στοιχεία βάσει. των έως τότε εκδοθέντων πινάκων υλοτομίας, ώστε να
διακριβωθεί η ζημία την οποία υπέστη το δημόσιο, προκειμένου να εγείρει αγωγή αποζημίωσης,
χωρίς, όμως, τελικά να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια. Με την από 5-3-1905 αίτηση τους
οι Κ. Τ., Α. Σ., Σ. Σ., Σ. και Κ. Ν., απευθυνόμενοι σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, διαμαρτύρονται
για τη μη χορήγηση ιδρύσεως υδροπρίονος επί του επιδίκου υπέρ των υλοτόμων Λ. Σ. και Σ. Χ. Α.,
ζητώντας, την χορήγηση εγκρίσεως και εκθέτοντας ότι σε περίπτωση αρνήσεως να προβούν σε
επιδίωξη των δικαιωμάτων τους δια της δικαστικής οδού. Με το με αριθμό 85753/30-11-1905
έγγραφο ο Υπουργός Οικονομικών παράγγειλε το Δασάρχη Τρικάλων και το Γεωμέτρη Λαρίσης κ.
Χ. όπως μεταβούν στο δάσος Κόττορι και διαχωρίσουν έκταση 8.000 στρεμμάτων, όση δηλαδή
έκταση αναφέρεται στο με αριθμό 66 τάπιο, κατά το βορειοδυτικό μέρος της περιφέρειας Κόττορι
και μετά από εντοπισμό φυσικών ορίων να αναγνωριστεί αυτή ως ιδιόκτητη αδιαφόρως αν αυτή
είναι δάσος ή χερσώδης τόπος και οποιοδήποτε όνομα και να φέρει η ειδική αυτή θέση. Στη
συνέχεια και μετά την εκτέλεση των παραγγελθέντων ενεργειών ο Υπουργός Οικονομικών με το με
αριθμό 85863/22-9-1906 έγγραφο του απευθυνόμενο στο Δασάρχη Καλαμπάκας, αναφέρει ότι οι
δασικές θέσεις Μέγας και Μικρός Κέδρος της περιφέρειας Κόττορι, στις οποίες περιλαμβάνεται και η
χέρσος έκταση που βρίσκεται παρά των ορίων των χωριών Λεπενίτσης, Ασληνιάσης και Βελιτσαίνης
και αποτελούν έκταση λίγο μικρότερη της αναφερόμενης των 8.000 στρεμμάτων στους τίτλους
της Κοινότητας Κόττορι συμπεριλαμβάνονται στην έκταση που αναφέρονται οι υποβληθέντες και
αποδειχθέντες έγκυροι οθωμανικοί τίτλοι και παραγγέλλει την αναγνώριση τους ως ιδιοκτήτων. Με
το ίδιο έγγραφο εγκρίνονται οι υποβληθέντες πίνακες υλοτομίας για τις θέσεις αυτές από τον Α. Ν.
και λοιπών κατοίκων Κόττορι επί καταβολή του δικαιώματος του Δημοσίου ως επί δάσους
ιδιοκτήτου. Με τα με αριθμούς .../10-10-1906 και .../3-11-1906 μισθωτήρια συμβόλαια του
συμβολαιογράφου Τρικάλων ............. .................... εκμισθώνεται από τους Β. Γ. ως πληρεξούσιο
του Κ. Δ., Κ. Τ., Σ. Μ. Ν., Σ., Γ. Σ. Γ. ή Σ., Ε. σύζυγο Τ. Α., Δ. Ν. Τ. ή Γ. και Α. Ν. προς τον υλοτόμο Χ.
Σ. για μία τριετία το δάσος Μεγάλος και Μικρός Κέδρος Με το με αριθμ. 57003/20- 6-1906 έγγραφο
του Υπουργείου Οικονομικών διατάχθηκε ο Δασάρχης και ο Έφορος Καλαμπάκας να αναφέρουν αν
επί των δασικών θέσεων Μεγάλος και Μικρός Κέδρος περιφέρειας Κόττορι εξεδόθησαν άδειες
υλοτομίας ως επί δημοσίου δάσους. Ο Οικονομικός Έφορος Καλαμπάκας με το με αριθμ. 347/1906
τηλεγράφημα προς το Υπουργείο Οικονομικών απάντησε ότι πλην των αδειών του έτους 1900
εκδοθεισών ως επί εθνικού, ουδεμία υλοτομία έγινε ως επί εθνικού και όλες έγιναν επί των θέσεων
αυτών ως ιδιόκτητων. Το έτος 1906 με το με αριθμ. 120482/28-11-1906 έγγραφο του Υπουργού
Οικονομικών προς το Διευθυντή και Οικονομικό Εφορο Καλαμπάκας, εγκρίνεται η διενέργεια
τετραπλάσιας υλοτομίας επί τριετία υπό τον όρο της συγκατάθεσης σε αυτό των ιδιοκτητών του
δάσους Κόττορι "Δύο Κέδρα" καθώς και υπό τον όρο της συγκατάθεσής τους να μην ενεργηθεί
υλοτομία επί εννέα συνεχή έτη, ήτοι μέχρι τέλους της δασικής περιόδου του έτους 1918,
απαιτουμένης συμβολαιογραφικής δηλώσεως περί τούτου. Με τις με αριθμούς .../25-5-1907, .../14-
5-1907 και .../7-5-1907 συμβολαιογραφικές δηλώσεις του συμβολαιογράφου Τρικάλων ..............
......... , οι Β. Γ. ή Τ., Κ. Τ., Σ. Μ. Ν. ή Σ., Ε. σύζυγος Τ. Α., Δ. Ν., Τ. ή Γ., Α. Ν. και Σ. Γ. ή Σ., ανέλαβαν
τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες υποχρεώσεις, ήτοι τη διενέργεια τετραπλάσιας ποσότητας υλοτομίας
υπέρ του υλοτόμου Χ. Σ., καθώς και την υποχρέωση περί μη διενέργειας υλοτομίας έως το έτος
1918. Κατά τα έτη 1908 - 1909, εκδόθηκαν δύο πίνακες υλοτομίας υπέρ του υλοτόμου Λ. Σ. και
για τα έτη 1909 - 1910 ένας πίνακας υλοτομίας, όλοι ως επί του δάσους ιδιόκτητου. Στο χρονικό
διάστημα των ετών που ακολούθησαν δεν εγκρίθηκαν πίνακες υλοτόμησης λόγω της ανωτέρω
αναληφθείσης από τους ιδιοκτήτες δεσμεύσεως. Το έτος 1917, με το με αριθμ. 32035/13-12-1917
έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς το Δασάρχη Καλαμπάκας ζητήθηκε λόγο πυρκαγιάς στο
δάσος Κόττορι, η εγκατάσταση σ` αυτό υδροπρίονα υπέρ του Γ. Π., προκειμένου να γίνει η
κατεργασία των κεκαυμένων κορμών του δάσους. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι η έκδοση των
αδειών θα γίνει επ` ονόματι όλων των συνιδιοκτητών και αναλόγως των δικαιωμάτων εκάστου και
ότι απεστάλησαν συνημμένα τα υποβληθέντα από τον Γ. Π. μισθωτήρια συμβόλαια. Από τα
ανωτέρω προκύπτει ότι οι απώτατοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων νέμονται το
επίδικο καλόπιστα, ήτοι με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων επί του
επιδίκου, για χρόνο μεγαλύτερο της τριακονταετίας, ο οποίος συμπληρώθηκε έως τις 11-9-1915
και ειδικότερα από το 1882, με συνυπολογισμό στο χρόνο νομής τους και του χρόνου νομής των
δικαιοπαρόχων τους, των οποίων κατέστησαν ειδικοί και καθολικοί διάδοχοι. Το Ελληνικό Δημόσιο
παρά τις επιφυλάξεις περί χαρακτηρισμού της επίδικης δασικής έκτασης ως δημόσιας και εθνικής
έκτασης δεχόταν ως ισχυρές τις μισθώσεις που κατάρτιζαν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων με
τρίτους, δεν αρνούνταν να εκδώσει άδειες υλοτομίας στους μισθωτές τους, ούτε αρνούνταν να
χορηγήσει τις άδειες αυτές ως μη αναγνωρίζον αυτούς ως νόμιμους μισθωτές έως και το έτος 1906
οπότε και αναγνώρισε το επίδικο ως ιδιόκτητο, χωρίς έτσι να δημιουργεί την πεποίθηση στους
απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων περί αμφισβητήσεως, λαμβανομένου
υπόψη του γεγονότος ότι ζητούσε τη συμβολαιογραφικά διατυπωμένη συγκατάθεση τους για τη
διενέργεια ή μη υλοτομίας. Οι επικαλούμενες δε δικαστικές αποφάσεις και ειδικότερα η με αριθμό
90/1910 απόφαση του Πρωτοδικείου Τρικάλων (η οποία δεν προσκομίζεται) που εκδόθηκε επί της
από 10-6-1906 προσκλήσεως σε αγωγή των δικαιοπαρόχων των εναγόντων κατά του Ελληνικού
Δημοσίου και η με αριθμ. 7/1911 απόφαση του Εφετείου Λάρισας με την οποία απορρίφθηκε ως
ανυποστήρικτη η εκ μέρους των δικαιοπαρόχων των εναγόντων έφεση κατά της ανωτέρω
απόφασης του Πρωτοδικείου Τρικάλων, δεν καθιστούν κακής πίστεως τους δικαιοπαρόχους των
εναγόντων καθόσον αποδεικνύεται ότι και μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων δεν υπήρξε
αμφισβήτηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά αντίθετα αυτό αναγνώριζε ως
συνιδιοκτήτες τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων όπως τούτο προκύπτει: 1) από το με αριθμό
πρωτ. 7754/23-4-1913 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας με το οποίο διατάχθηκε ο
Δασάρχης Καλαμπάκας όπως ανακοινώσει αρμοδίως στον Α. Ν. ότι η από 1-2-1913 υποβληθείσα
αίτηση του περί υλοτομίας στο δάσος "δύο Κέδρα" απορρίφθηκε "καθόσον οι συνιδιοκτήτες του εν
λόγω δάσους ανέλαβαν την υποχρέωση δια του υπ` αριθμ. ... του 1907 συμβολαίου του
συμβολαιογράφου Τρικάλων ..................... να μη ενεργήσουν ουδεμίαν υλοτομίαν από τα έτη
1909 - 1918 δια να αναλάβει το δάσος, το οποίον εξηντλήθη τα μέγιστα εκ της ενεργηθεϊσης εν
αυτώ υπέρμετρου υλοτομίας κατά τα προ του 1909 έτη", 2) Από το με αριθμό πρωτ. 1005/23-6-
1915 έγγραφο του Δασαρχείου Καλαμπάκας το οποίο απαντά προς το Υπουργείο Εθνικής
Οικονομίας "Επί της υπ` αριθμ. 10281 ε.ε. διαταγής αφορώσης την προς ίδρυσιν υδροπρίονος εν
τω ιδιοκτήτω δάσει "δύο κέδρα" περιφέρειας Κόττορης" και 2) από το με αριθμό 32035/13-12-
1917 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας με το οποίο διατάχθηκε ο Δασάρχης Καλαμπάκας να
επιτρέψει στον Γ. Π., μισθωτή, δυνάμει των υποβληθέντων σ` αυτό (Υπουργείο) μισθωτηρίων
εγγράφων, την εγκατάσταση υδροπρίονος στο δάσος Κόττορι προς κατεργασία των καμένων
κορμών του δάσους και ότι η έκδοση των αδειών θα γίνει "επ` ονόματι όλων των συνιδιοκτητών
και αναλόγως των δικαιωμάτων εκάστου, επομένως επ` ονόματι του ως άνω Π. θέλουσιν εκδοθεί
άδειαι αντιπροσωπεύουσαι τόσον ποσόν όσον αναλογεί εις τους ιδιοκτήτες μεθ` ών συνεβλήθη".
Ούτε εξάλλου η αναφερόμενη κατά το έτος 1891 εκμίσθωση του δάσους από την κοινότητα
Κόττορι (Κατάφυτου), για την οποία (εκμίσθωση) δεν προσκομίζεται μισθωτήριο συμβόλαιο
δύναται να καταλύσει την χρησικτησία, καθόσον αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων
ήταν νομείς του επιδίκου κατά τον ανωτέρω χρόνο βόσκοντας τα ποίμνια τους επ` αυτού, η δε
Κοινότητα Κατάφυτου ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι ήταν νομέας του επιδίκου, και ούτε κατά τη
διάρκεια των ετών διεκδίκησε δικαιώματα κυριότητας επ` αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί
ότι η επίδικη έκταση περιλήφθηκε μεν με την με αριθμό 9/19-11-1965 απόφαση της Πρωτοβάθμιας
Επιτροπής Καταρτίσεως Κτηματολογίου, στο κτηματολόγιο της Κοινότητας Κατάφυτου, όμως, η
απόφαση αυτή τροποποιήθηκε με την με αριθμό 2/7-3-1966 απόφαση της Δευτεροβάθμιας
Επιτροπής, η οποία δέχθηκε ότι οι ιδιοκτήτες του δασολίβαδου Δύο Κέδρα με το με αριθμό .../1902
συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων ...... ...... .............. εκμίσθωσαν αυτό το έτος 1902
στον κτηνοτρόφο Ν. Τ. και ότι ανήκει σε αυτούς δεδομένου ότι ανέκαθεν ασκούσαν και ασκούν
μέχρι και την έκδοση της ανωτέρω απόφασης επ` αυτού δικαιώματα κατοχής, νομής και
κυριότητας, εκμισθώνοντας αυτό προς βοσκή σε κτηνοτρόφους, εισπράττοντας το μίσθωμα
αναλόγως των ιδανικών μεριδίων τους, χωρίς η κοινότητα να εναντιωθεί σε αυτό. Το επίδικο
συμπεριλήφθηκε στις διαχειριστικές μελέτες του Δασαρχείου Καλαμπάκας ως ανήκον στο Δημόσιο
Δασικό Σύμπλεγμα Ασπροποτάμου από το έτος 1963 και μετά, ενώ οι δικαιοπάροχοι των
εναγόντων εξακολούθησαν να διεκδικούν δικαιώματα επ` αυτού με την υποβολή αιτήσεων προς τη
Γενική Διεύθυνση Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, ενώ το έτος 1969 κατέθεσαν ενώπιον του
Πρωτοδικείου Τρικάλων αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και του
Δασαρχείου Καλαμπάκας, ενόψει υλοτομίας που είχε διενεργήσει το τελευταίο στο επίδικο, αίτηση
που απερρίφθη ελλείψει κατεπείγοντος λόγω περατώσεως της διενεργηθείσης υλοτομίας. Επίσης,
όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. 42/97/14-11-1942 έγγραφο του Νομικού Τμήματος της
Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, καλουμένου να αποφανθεί περί του δασικού
χαρακτήρα των θέσεων Δύο Κέδρα, Κούτσουρο, Ξηροβούνι, Σκλήβα και Σελίτσα, ως προς τα Δύο
Κέδρα απαντά ότι αυτό έχει αναγνωρισθεί με την με αριθμό 85863/22-9-1906 απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών ως ιδιωτικό και συνεπώς δεν δύναται να γεννηθεί περί αυτού ζήτημα
ιδιοκτησίας, ενώ επίσης παραγγέλλει το Δασάρχη Καλαμπάκας να ενεργήσει προσωρινή οριοθέτηση
του δημοσίου δάσους Κατάφυτου σε σχέση με το ιδιωτικό δάσος "Δύο Κέδρα". Ακόμη το
Υπουργείο Δασών με το από 29-12-1954 έγγραφο του απαντώντας στο με αριθμ. 191689/14-12-
1954 έγγραφο της Β. Δ/νσης Δασών 1° Τμήμα με θέμα "περί δάσους Δύο Κέδρα περ. Καλαμπάκας,
αναφέρει ότι οι δασικές θέσεις Μέγας και Μικρός Κέδρος της περιφέρειας Κόττορι αναγνωρίστηκαν
ως ιδιωτικές με την με αριθμό 85863/21-9-1906 απόφαση του τότε Υπουργού των Οικονομικών
και "ως τέτοιες πρέπει να διαχειρίζονται".
Περαιτέρω, λόγω της αύξησης του αριθμού των συγκυρίων του επιδίκου μετά από κληρονομικές
διαδοχές και της ανακύψασας εξ αυτού δυσκολίας στη λήψη αποφάσεων, μετά από αίτηση τους
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, εκδόθηκε η με αριθμό 69/1959 απόφαση του
ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία διορίστηκε πενταμελής διαχειριστική επιτροπή. Εξάλλου, καθόλη
την πάροδο των ετών, παρά τις μεταβιβάσεις μεριδίων λόγω ειδικής ή καθολικής διαδοχής οι
αιτήσεις υποβάλλονταν και για λογαριασμό των λοιπών ιδιοκτητών, χωρίς να αποδεικνύεται ότι
ανέκυψε μεταξύ τους αμφισβήτηση της συγκυριότητας ή των ανηκόντων σε καθένα απ` αυτούς
μεριδίων. Οι απώτατοι δικαιοπάροχοι που άρχισαν να νέμονται το ακίνητο ήταν οι Ν. Τ. ( Γ.), Γ. Μ.,
Γ. Μ., Γ. υιός Γ., Σ. Γ. και Μ. Ν.. Το έτος 1905, ως τούτο προκύπτει από την από 05-03-1905 αίτηση
των Κ. Τ., Α. Ν., Β. Γ. ή Τ., Σ. Σ., Σ. Σ., Σ. και Κ. αδελφού Ν., στους ανωτέρω είχαν περιέλθει μερίδια
εξ αδιαιρέτου επί της επίδικης εκτάσεως ως εξής: Σ. Κ. Τ. τα 2/7 εξ αδιαιρέτου από τους Γ. Μ. Γ. και
Γ. Μ. Γ., στην Σ. Σ. από τον Γ. υιού Γ. ή Σ., στους Σ. και Κ. Ν. ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του
αποβιώσαντος πατρός τους Μ. Ν., στον Β. Γ. από τον Ν. Τ. ή Γ. και στον Α. Ν. από το Ν. Σ.. Στους
τρεις πρώτους των εναγόντων περιήλθε κατ` ισομοιρία" ποσοστό 1/2 επί ποσοστού 1/26 εξ
αδιαιρέτου λόγω κληρονομικής διαδοχής της κατά το έτος 1988 αποβιωσάσης μητέρας τους Μ.
χήρας Χ. Π., δυνάμει της υπ` αριθμό .../ 2002 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του
Συμβολαιογράφου Τρικάλων ............... , νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του
Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο … υπ` αύξοντα αριθμό …ους έκτο, έβδομο και όγδοο
των εναγόντων περιήλθε ποσοστό 1/2 του 1/26 εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομικής διαδοχής του
κατά το έτος 1967 αποβιώσαντος πατέρα τους Σ. Α. του Θ. δυνάμει της υπ` αριθμό .../2002
δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Πειραιά ... , νομίμως μεταγεγραμμένης,
διευκρινιζομένου όμως ότι κατά το αγωγικό αίτημα ζητούν την αναγνώριση τους ως συγκυρίων
κατ` ισομοιρία επί ποσοστού 1/2 επί του 1/52. Στους Μ. Π. και Σ. Α. περιήλθε το ποσοστό του 1/26
εξ αδιαιρέτου κατά το 1/2 στον καθένα από κληρονομιά του πατρός τους και αποβιώσαντος κατά
το έτος 1926 Θ. Α. του Τ., στον δε δικαιοπάροχο αυτών περιήλθε λόγω αγοράς δυνάμει του υπ`
αριθμό .../1915 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Τρικάλων ............. , από τον Σ. Α. του Τ.,
νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο
και υπ` αύξοντα αριθμό …στους τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων περιήλθε λόγω κληρονομικής
διαδοχής του αποβιώσαντος κατά το έτος 1999 παππού τους Ν. Σ. του Β., στον οποίο είχε
περιέλθει λόγω δωρεάς εν ζωή από τη μητέρα του Σ. σύζυγο Β. Σ. το έτος 1928, δυνάμει
δωρητηρίου συμβολαίου, το οποίο δεν σώζεται λόγω καταστροφής των αρχείων του
Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας το έτος 1942. Στην τελευταία είχε περιέλθει λόγω αγοράς από
τους Α. και Β. Ι. Σ. δυνάμει του υπ` αριθμό .../1899 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Τρικάλων
................., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας
στον τόμο 1 και υπ` αύξοντα αριθμό …και σε αυτούς λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατέρα
τους. Την καταληφθείσα σε αυτούς κληρονομιά αποδέχτηκαν με την υπ` αριθμό ... δήλωση
αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Χαλκίδας ... , νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο …και υπ` αύξοντα αριθμό .... Στους
πέντε τελευταίους των εναγόντων περιήλθε κατ` ισομοιρία ποσοστό 1/2 του 1/26 εξ αδιαιρέτου
λόγω κληρονομιάς του αποβιώσαντος κατά το έτος 1992 παππού τους Α. Ν., δυνάμει της υπ`
αριθμό .../2002 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Χαλκίδος .....................,
νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο
… και υπ` αύξοντα αριθμό ... ενώ στον τελευταίο περιήλθε από κληρονομιά του κατά το έτος 1926
αποβιώσαντος πατρός του Σ. Ν., στον οποίο επίσης είχε περιέλθει δυνάμει κληρονομικής διαδοχής
του κατά το έτος 1895 πατέρα του Μ. Ν.. Επομένως οι ενάγοντες κατέστησαν κατά, τα ανωτέρω
αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του επιδίκου, αποκτώντες παρά κυρίων. Δεν
αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε
στο Ελληνικό Δημόσιο από το Οθωμανικό Δημόσιο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881,
σύμφωνα με τη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως της 20 Ιουνίου/ 2 Ιουλίου 1881, η οποία
κυρώθηκε με το Ν. ΠΛΖ της 11/13-3-1882 και ότι έκτοτε το νεμόταν συνεχώς." Με βάση τις
παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ` ουσίαν βάσιμη την προαναφερθείσα αναγνωριστική,
δασικής εκτάσεως, αγωγή των αναιρεσιβλήτων, ως αποκτησάντων κυριότητα με καθολική ή
ειδική διαδοχή, από χρησιδεσπόσαντες κατά το ΒΡΔ για την πριν της 11.9.1915 τριακονταετία και
στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του οικείου κεφαλαίου της
πρωτοβάθμιας απόφασης και είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το
Εφετείο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συμπλήρωσης στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των
εναγόντων 30ετούς νομής για την πριν της 11.9.1915 τριακονταετία επί του επιδίκου, που κατά τα
2000 στρέμματα είναι βοσκότοπος και κατά την υπόλοιπη έκτασή του, με διάκενα 800 στρέμματα,
δάσος, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το
προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ` αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες,
οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο και την ορθή εφαρμογή των
προαναφερθεισών περί χρησικτησίας ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ΒΡΔ. Ειδικότερα έγινε
δεκτό ότι οι απώτατοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων από το 1882 εγκαταστάθηκαν
στο επίδικο, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την εγκατάσταση αυτή δεν προσβάλλουν το
δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου και ότι έχουν αποκτήσει κυριότητα με βάση το 66/9
Τζεμαζηλεβεέλ 1292 Εγείρας (1874) ταπί και το υπ` αριθμ. …/1882 μεταγεγραμμένο συμβόλαιο του
Ειρηνοδίκη Καστανέας Ιωάννη Βουρλιώτη και άσκησαν τις προσδιοριζόμενες πράξεις νομής που
προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου μέχρι τη 11.9.1915 και έτσι κατέστησαν κύριοι, με τον
συνυπολογισμό το χρόνο νομής τους και εκείνου των δικαιοπαρόχων τους, των οποίων
κατέστησαν καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι, οι δε ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα αυτή από
καταστάντες με έκτακτη χρησικτησία κυρίους και με βάση τους προσδιοριζόμενους στην απόφαση
νόμιμους και επαρκώς προσδιορισμένους τρόπους. Οι πράξεις νομής κατά την επίμαχη 30ετία
προσδιορίζονται επαρκώς, χωρίς δε να είναι απαραίτητο (κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη)
προσδιορίζονται και ημερολογιακά οι μέσα στην 30ετία πράξεις νομής, που ήταν η βόσκηση
ποιμνίων (που για τον πριν τους ν.3077/24 και α.ν.1539/1938 χρόνο θεωρούνται πράξεις νομής), η
εκμίσθωση δασικών εκτάσεων (μετά από άδεια της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας) για τη διενέργεια
υλοτομίας, εκμίσθωση των βοσκοτόπων, εκμίσθωση για τη βοσκή των ζώων που μετέφεραν τα
υλοτομηθέντα, ενώ δεν ήταν απαραίτητο για τη νομική πληρότητα της απόφασης ο
προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων που ο κάθε απώτερος και απώτατος δικαιοπάροχος των
εναγόντων ενεργούσε μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, αφού τις επαρκώς προσδιοριζόμενες
πράξεις νομής ο κάθε δικαιοπάροχος τις ασκούσε και για λογαριασμό των λοιπών συννομέων, ενώ
η τυχόν πριν από το 1885 κυριότητα επί του επιδίκου του αναιρεσείοντος, που κατ` ανέλεγκτη
κρίση και μάλιστα από το 1882 δεν αποδείχθηκε, δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού και αν ακόμη
υφίστατο έχει καταλυθεί με την προαναφερθείσα 30ετή καλόπιστη και με διάνοια κυρίου νομή των
δικαιοπαρόχων των εναγόντων, οι οποίοι (ενάγοντες), κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, δεν
υποχρεούνται για την απόδειξη της νομής τους, με τα προαναφερθέντα προσόντα, για τον πριν το
1885 διάστημα. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τον αριθμό 19 του άρθρου
559 Κ.Πολ.Δικ. τέταρτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ ο από την
ίδια διάταξη πέμπτος λόγος της αναιρέσεως, που αναφέρεται στην παραδοχή της προσβαλλομένης
αποφάσεως περί μη αποδείξεως κυριότητας του Δημοσίου, ως διαδόχου του Οθωμανικού
Δημοσίου, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 (σύμφωνα με τη σύμβαση της Κων/λεως
της 20.6/27-1881 που κυρώθηκε με το Ν.ΠΛΖ της 11/13.3.1882) είναι ως προς όλες τις αιτιάσεις
του, που αφορούν στην προαναφερθείσα διαδοχή, κατά τα έτη 1881-1882 αλυσιτελής, καθόσον
κατά τα προαναφερθέντα, εφόσον έγινε δεκτή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία κατά το
ΒΡΔ, η πριν το 1885, τυχόν, κυριότητα του Δημοσίου, δεν αφορά σε ζήτημα που ασκεί έννομη
επιρροή στην έκβαση της προκειμένης δίκης, ούτε υφίσταται αντίστοιχο δικονομικό βάρος για τους
ενάγοντες. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι αυτοί λόγοι (4ος και 5ος) πρέπει να απορριφθούν.
Περαιτέρω, για τους ίδιους λόγους, απορριπτέος ως αλυσιτελής, είναι και ο τρίτος λόγος, κατά τον
οποίο και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., το Εφετείο
δεν έλαβε υπόψη το παρακάτω και νόμιμα κατά το άρθρο 240 Κ.Πολ.Δικ. επαναφερθέν στο
Εφετείο έγγραφο (Ολ. ΑΠ 23/2008), με το οποίο αποδεικνυόταν, κατά τους ισχυρισμούς του
αναιρεσείοντος, η βασιμότητα του περιεχομένου στον τρίτο λόγο της εφέσεως ισχυρισμού του ότι
το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του από το Οθωμανικό Δημόσιο μετά την προσάρτηση της
Θεσσαλίας το 1881, σύμφωνα με τη σύμβαση της Κων/λεως της 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881, η
οποία κυρώθηκε με το Ν. ΠΛΖ της 11/13.3.1882. Ειδικότερα το έγγραφο αυτό είναι το
δημοσιευθέν στο ΦΕΚ 512/7.12.1883 "Περί των διατυπωθεισών υπό των Οθωμανών
αντιπροσώπων αποζημιώσεων ως επιβαρυνουσών το Ελληνικό Κράτος", στο οποίο παρατίθεται
πίνακας "των κτήσεων του Οθωμανικού Κράτους των κειμένων εν αις Χώραις ταις
παραχωρηθείσας τη Ελλάδι δια της Συμβάσεως της Κων/λεως 24 Μαΐου 1883", που υποβλήθηκε
στην Ελληνοτουρκική επιτροπή από τους Οθωμανούς επιτρόπους, στον οποίο πίνακα και στο
κεφάλαιο "Καζάς Αλμυρού", αναφέρεται με αριθμό 114 "το δάσος Κόταρι, τουρκικά στρέμματα
15000". Η πλημμέλεια αυτή είναι αλυσιτελής, καθ` όσον μετά την παραδοχή της προσβαλλομένης
περί ασκήσεως από τους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων πράξεων
νομής στο επίδικο από το 1882 μέχρι το 1915, η οποιαδήποτε κυριότητα του αναιρεσείοντος και
αν ακόμη ήταν υπαρκτή καταλύθηκε και συνακόλουθα δεν ασκεί επιρροή αν την είχε ως διάδοχος
του Οθωμανικού Δημοσίου, όταν μάλιστα γίνεται δεκτό από την προσβαλλομένη ότι το
επικαλούμενο ταπί του 1764 δικαιολογεί την καλή πίστη των εν λόγω δικαιοπαρόχων και την
εγκατάστασή τους στο επίδικο από το 1882 και επέκεινα, ήτοι κατά τον ίδιο χρόνο (1881-1882)
που επικαλείται και το αναιρεσείον. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του Κ.Πολ.Δικ.
αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι
επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335,
338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να
σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων,
που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως
προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων
αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ
87/2013, ΑΠ 179/2013). Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης
μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των
προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη
επίκληση του αποδεικτικού μέσου (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 483/2013). Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν
επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που
επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος
αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις) - ενώ από το
ότι γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε κάποιο αποδεικτικό μέσο, δεν συνάγεται χωρίς άλλο ότι τα λοιπά
δεν λήφθηκαν υπόψη, αφού η απόδοση σε κάποιο αποδεικτικό μέσο από το δικαστήριο
μεγαλύτερης βαρύτητας από ότι σε κάποιο άλλο ισοδύναμο με αυτό, ανήκει στην ανέλεγκτη ως
προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή
ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο
αναμφίβολο ή κατ` άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο
συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη
περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του
αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια,
ότι δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, με επίκληση, στον πρώτο βαθμό και
επαναφερθέντα νόμιμα, κατ` άρθρο 240 Κ.Πολ.Δικ. στο δεύτερο βαθμό, παρακάτω αποδεικτικά
μέσα, από τα οποία προέκυπτε η ουσιαστική βασιμότητα του δεύτερου λόγου της εφέσεως του
αναιρεσείοντος Δημοσίου, κατά τον οποίο οι ενάγοντες αναιρεσίβλητοι και οι δικαιοπάροχοί τους
δεν είχαν αποκτήσει την κυριότητα της επίδικης έκτασης με έκτακτη κατά το ΒΡΔ χρησικτησία,
αφού το αναιρεσείον αμφισβητούσε τα δικαιώματά τους και ως εκ τούτου δεν υπήρχε αδιάλειπτη
και συνεχής καλόπιστη και διάνοια κυρίου νομή. Ειδικότερα αποδίδεται στην προσβαλλομένη ότι
δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα: 1. την με αριθμό 64683/28-7-1892 διαταγή του
Υπουργού Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 2. την με αριθμό 56058/7/1892
τηλεφωνική διαταγή του Υπουργού Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 3. την
με αριθμό 54872/10-6-1893 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο
Τρικάλων, 4. το με αριθμό 3871/16-1-1895 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς τον
Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 5. την με αριθμό 7630/17-2-1895 εντολή του Υπουργείου
Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 6. την με αριθμό 175/27-3-1895 αναφορά
του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προς το Υπουργείο των Οικονομικών, 7. την με αριθμό ΔΥ
/29-10-1896 εντολή του Ανακριτή Τρικάλων προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 8. την με
αριθμό 972/1896 τηλεγραφική αναφορά του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προς τον Υπουργό
Οικονομικών, 9. τις με αριθμούς 54900/6-8- 1897 και 57388/18-6-1897 διαταγές του Υπουργείου
Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Άρτης, 10. το με αριθμό 65761/16-9-1899 έγγραφο του
Υπουργείου Οικονομικών προς το επί των Εξωτερικών, 11. το με αριθμό 116801/8-1900 έγγραφο
του Υπουργείου Οικονομικών προς το Υπουργείο Εξωτερικών, 12. τις με αριθμούς 1/ 4-2-1900 και
2/ 5-2-1900 άδειες υλοτομίας της Δασονομικής Αρχής, 13. το με αριθμό 93718/16-9-1900 έγγραφο
του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δασάρχη Καλαμπάκας, 14. το με αριθμό 761/12-7-1901
κοινό έγγραφο του Δασάρχη Καλαμπάκας και του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προς το
Υπουργείο Οικονομικών, 15. την με αριθμό 937/30-9-1904 αναφορά του Οικονομικού Εφόρου
Καλαμπάκας προς το Υπουργείο των Οικονομικών, 16. την με αριθμό 100524/6-10-1904
επισημειωματική διαταγή του Υπουργού Οικονομικών προς το Δασάρχη Καλαμπάκας, 17. την με
αριθμό 98464/6-10-1904 διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δασάρχη Καλαμπάκας,
18. τα με αριθμούς 1026/7-11-1904 και 1027/7-11-1904 έγγραφα του Δασαρχείου Καλαμπάκας
προς το Υπουργείο Οικονομικών, 19.το με αριθμό 118148, 118218/18-11-1904 έγγραφο του
Υπουργείου Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο και Δασάρχη Καλαμπάκας 20. το με αριθμό
1139/26-11-1904 έγγραφο του Δασάρχη Καλαμπάκας προς το Υπουργείο των Οικονομικών , 21.
το με αριθμό 23821/28-3-1905 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών προς το Δασάρχη
Καλαμπάκας 22. το με αριθμό 140/30-8-1906 έγγραφο του Γεωμέτρη Λαρίσης προς το Υπουργείο
των Οικονομικών, 23. την 511/29-11-1906 αναφορά του Δασάρχη Καλαμπάκας προς το
Υπουργείο Οικονομικών, 24. την με αριθμό 105093/662/22-11-62 διαταγή του Υπουργείου
Γεωργίας προς το Δασαρχείον Πρωτ. Δασοπονίας Καλαμπάκας για τη δεκαετία 1962-1971 25. την
με αριθμό 62261/2669/30-7-1973 εγκριτική διαταγή Υπ. Εθν. Οικονομίας για την δεκαετία 1972-
1981 26. την με αριθμό 155786/18-7-1983 εγκριτική διαταγή Υπ. Γεωργίας για την δεκαετία 1982-
1991 27. την με αριθμό 293/10-2-1993 εγκριτική διαταγή της Δ/νσης Δασών Νομ. Τρικάλων για
την δεκαετία 1992-2001 28. το με αριθμό 270/188/1-7-1920 έγγραφο του Δικαστικού
Αντιπροσώπου του Δημοσίου προς το Υπουργείο Οικονομικών, 29. το με αριθμό 21354/5960/1942
έγγραφο της Δ/νσης Νομ. Υπηρεσιών της Γενικής Δ/νσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών,
30. την με αριθμό 764/43 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, επί ερωτήματος
του Υπουργείου Γεωργίας 31. την με αριθμό 38916/2854/22-7-1969 Διαταγή του Υπουργείου
Γεωργίας, 32. την με αριθμό 99478/2622/3-11- 1972 απόφαση του Νομικού Τμήματος του
Υπουργείου Γεωργίας, με θέμα "Απόρριψις αιτήσεως περί αναθεωρήσεως της υπ` αριθ.
38916/2854/22-7-69 αποφάσεως.
33. την με αριθμό 56α/9/6-5-1969 γνωμοδότηση του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών,
34. τον από Ιούνιο 2006 Δασοπονικό χάρτη του Δημοσίου δασικού Συμπλέγματος Ασπροποτάμου
(κλίμακα 1:20.000) που συντάχθηκε από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης "....... ....", με
υπόμνημα σ` αυτόν που συντάχθηκε από τον Δασολόγο Π. Χ. και θεωρήθηκε από τον Δασάρχη
Καλαμπάκας Σ. Γ. και, 35. το με αριθμό 100/12.1.2006 έγγραφο του Δασαρχείου Καλαμπάκας. Ο
λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της
προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), όπου ρητά αναφέρει (10η σελίδα) ότι
λήφθηκαν υπόψη "όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι", σε
συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ρητή αναφορά σε κάποια από τα
έγγραφα αυτά (φύλλο 15), δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα
λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού
πορίσματος του δικαστηρίου και την απόρριψη των περιεχομένων στον επικαλούμενο λόγο
εφέσεως ισχυρισμών του αναιρεσείοντος. Η άποψη του τελευταίου ότι η διαφορετική εκτίμηση των
επίμαχων αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο
σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης
αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της
ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θεμελιώδη
επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 495/2013). Ενόψει τούτων ο λόγος
αυτός (2ος) πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της
ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς
διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνον όταν
το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο
στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά
προδήλως διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο
του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο
που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο
αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.
ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με
την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά με την παράλειψη ανάγνωσης
κρίσιμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού, δηλαδή φράσεων που μπορούν να
οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής, ενώ
για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την
έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δικ. εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της
ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο,
το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς
συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο
οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1258/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω
διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση
η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ` αριθμ. 997/10 Σεπτεμβρίου 1905
εγγράφου, του Δασαρχείου Βόλου προς το Υπουργείο Οικονομικών-Τμήμα Δασών, από το οποίο
δεν προκύπτει, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η άσκηση πράξεων νομής
στην επίδικη έκταση από τους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων, πριν από την προσάρτηση
της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός, αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό λάθος,
ως προς την ανάγνωση του εγγράφου, από την ορθή ανάγνωση του οποίου το δικαστήριο
συνήγαγε δικαστικό τεκμήριο, ως προς τον χρόνο εγκαταστάσεως στο επίδικο των
προαναφερθέντων δικαιοπαρόχων των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, ενώ από δε την
προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο
το πόρισμά του, ως προς το ζήτημα του χρόνου εγκαταστάσεως στο επίδικο των εν λόγω
δικαιοπαρόχων στο έγγραφο αυτό, αλλά το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, όπως μεταξύ
άλλων το υπ` αριθμ. 66/9 Τζεμεζηλεβεέλ 1292 Εγείρας (1874) ταπί και το υπ` αριθμ …/24.8.1882
συμβόλαιο του Ειρηνοδίκη Καστανέας Ιωάννη Βουρλάκη. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται ο
ερευνώμενος έκτος αναιρετικός λόγος, ο οποίος ως απαράδεκτος πρέπει να απορριφθεί, εφόσον δε
δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος, η αναίρεση πρέπει στο σύνολό της να απορριφθεί. Το
αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρο 183 και 176 Κ.Πολ.Δικ.) πρέπει να
καταδικασθεί στα έξοδα των παραστάντων και εχόντων κοινή δικαστική εκπροσώπηση
αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του
Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ Κ.Πολ.Δικ. και όπως
τούτο ισχύει μετά την υπ` αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και
Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β` 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του
Ν.1738/1987 (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 1023/2013.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Χωρίζει την υπόθεση ως προς τους απολιπομένους και τους παρισταμένους διαδίκους.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τις απολιπόμενες αναιρεσίβλητες Σ. Ν. του Π. και Μ.
Ν. του Π..
Απορρίπτει την από 14-12-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ` αριθμό
872/2010 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε
τριακόσια (300) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου
2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
Παρασκευή 11 Απριλίου 2014
Δημόσια κτήματα. Δάση. Κτήση κυριότητας επί αυτών από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία κατά το προϊσχύσαν δίκαιο. Προϋποθέσεις. Διεκδικητική ή αναγνωριστική της κυριότητας ακινήτου αγωγή λόγω έκτακτης χρησικτησίας. Στοιχεία για το ορισμένο αυτής. Συμπλήρωση στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των χρησιδεσπόζοντων της 30ετούς νομής για την πριν της 11.9.1915 τριακονταετία. Το Δημόσιο παρά τις επιφυλάξεις περί χαρακτηρισμού της επίδικης δασικής έκτασης ως δημόσιας και εθνικής έκτασης δεχόταν ως ισχυρές τις μισθώσεις που κατάρτιζαν οι δικαιοπάροχοι των χρησιδεσπόζοντων με τρίτους, δεν αρνούνταν να εκδώσει άδειες υλοτομίας στους μισθωτές τους, ούτε αρνούνταν να χορηγήσει τις άδειες αυτές ως μη αναγνωρίζον αυτούς ως νόμιμους μισθωτές μέχρι τον χρόνο κατά τον οποίο αναγνώρισε το επίδικο ως ιδιόκτητο, χωρίς να δημιουργεί την πεποίθηση στους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των χρησιδεσπόζοντων περί αμφισβητήσεως. Πολιτική δικονομία. Ποιοτική ή ποσοτική αοριστία της αγωγής. Έννοια. Απλή ομοδικία. Χωρισμός της υπόθεσης όταν κάποιος από τους απλούς ομοδίκους είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο. Νόμιμη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς εκείνους που εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κήρυξη αυτής απαράδεκτης ως προς τους λοιπούς. Χορήγηση δικαστικής πληρεξουσιότητας. Ένδικα μέσα. Αναίρεση. Δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει όμως να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως. Το δικαστήριο απορρίπτει αναίρεση της υπ` αριθμ. 872/2010 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. Αριθμός 2192/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ` Πολιτικό Τμήμα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου