Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου. Στοιχεία του παραδεκτού και του ορισμένου της αγωγής - 164/2010 ΑΠ

https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit

164/2010 ΑΠ: Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου. Στοιχεία του παραδεκτού και του ορισμένου της αγωγής.

Με την κρινόμενη 164/3-12-2008 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 670/9-9-2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατάληξη της ακόλουθης.....
διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, με την 6544/6-8-2004 αγωγή εφέρετο προς διάγνωση αξίωση του δι' αυτής ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, απορρέουσα από τη συμβολή του στα κατά την διάρκεια του μετά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας γάμου τους αποκτήματα της τελευταίας. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά μερική παραδοχή της κατά το τεκμαιρόμενο ποσοστό του 1/3 η 5088/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από τις (i) 34/14-1-2008 και (ii) 1456/20-12-2007 εφέσεις των διαδίκων αντίστοιχα, η 670/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με απορριπτική επ' αυτών κατ' ουσίαν κρίση, την οποία στήριξε στις ακόλουθες αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της, κατ' ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της:
"Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο (πολιτικό) γάμο στον ... την 30η Ιουνίου 1991, ο οποίος ιερολογήθηκε, επίσης στον ..., την 13η Απριλίου 1997. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, τη Ζ1 και τον Ζ2, που γεννήθηκαν κατά τα έτη 1991 και 1997 αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωσή τους διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2000, οπότε αυτή διασπάσθηκε με την αποχώρηση της εναγομένης μετά των ανηλίκων τέκνων του ζεύγους από τη συζυγική οικία, που βρισκόταν μέχρι τότε επί της οδού . και την εγκατάστασή τους σε διαμέρισμα επί της οδού ..... Επομένως, κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής (23.9.2004) είχε συμπληρωθεί τριετία συνεχούς διασπάσεως της έγγαμης συμβιώσεως. Ήδη, με την υπ' αριθμ. 3211/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της οποίας δεν προκύπτει το αμετάκλητο, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων συνεπεία ισχυρού κλονισμού του από λόγους αφορώντες στο πρόσωπο του εδώ ενάγοντος. Κατά το χρόνο τελέσεως του γάμου των διαδίκων ο ενάγων δεν διέθετε επ' ονόματί του κάποιο περιουσιακό στοιχείο, ενώ η εναγόμενη είχε στην κυριότητά της ένα διαμέρισμα, εμβαδού 108 τετρ. μέτρων, ευρισκόμενο στην πολυκατοικία επί της οδού ..., το οποίο απέκτησε με αγορά δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ειρήνης Κατσίκη και απετέλεσε τη συζυγική κατοικία. Ομοίως, κατά το χρόνο συμπληρώσεως τριετίας από της διασπάσεως της έγγαμης συμβιώσεως (23.9.2004), ο ενάγων δεν διέθετε κάποιο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. Αντίθετα, η εναγομένη απέκτησε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεως, με αγορά, δυνάμει του νόμιμα μεταγραφέντος υπ' αριθμ. ...... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Γιαννίτσας Σκαρίμπα-Κουτσογιάννη, το υπό στοιχεία ΑΕ-1 διαμέρισμα της νεόδμητης πολυκατοικίας, επί της οδού ..., ευρισκόμενο στην πρώτη εσοχή του πέμπτου ορόφου, εμβαδού 133,40 τετρ. μέτρων, αποτελούμενο από σαλοτραπεζαρία, τρία υπνοδωμάτια, κουζίνα, οφφίς, λουτρό, βοηθητικό WC, ημιϋπαίθριο χώρο εμβαδού 20,80 τετρ. μέτρων και μικρή αποθήκη, συνοδευόμενο από τον υπό στοιχεία Ρ-2 περίκλειστο χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτου στο ισόγειο, εμβαδού 25,67 τετρ. μέτρων και από την υπό στοιχεία Υ-2 αποθήκη του υπογείου, εμβαδού 2,30 τετρ. μέτρων. Ως συνολικό τίμημα για την απόκτηση του παραπάνω περιουσιακού στοιχείου συμφωνήθηκε το ποσό των 39.000.000 δραχμών, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου (38.930.000 δρχ.) πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί σταδιακά, σύμφωνα με την πρόοδο των εργασιών αποπερατώσεως της πολυκατοικίας, όπως και πράγματι έγινε, δια της ολοσχερούς αποπληρωμής του στις 7.10.1998. Η συνολική αξία του παραπάνω περιουσιακού στοιχείου (διαμερίσματος, κλειστού χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου και αποθήκης) ανέρχεται κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, σύμφωνα με το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, στο ποσό των 148.986,71€ (ήτοι 145.002,71€ για το διαμέρισμα, 3.559,00€ για τον χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτου και 425,00€ για την αποθήκη), ενώ η εμπορική του αξία κατά τον ίδιο χρόνο, με βάση τη θέση, την παλαιότητα, την ποιότητα κατασκευής, αλλά και τις γενικότερες συνθήκες της αγοράς ακινήτων στην περιοχή του, υπολογίζεται στο ποσό των 235.000,00€ (ήτοι 225.000,00€ για το διαμέρισμα, 8.500,00€ για τον χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτου και 1.500,00€ για την αποθήκη).
Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο ενάγων, κατά το χρόνο τελέσεως του γάμου του με την εναγόμενη, ήταν δήμαρχος ..., ενώ από το έτος 1990 μέχρι τον Δεκέμβριο του έτους 1998 διετέλεσε δήμαρχος .... Η εναγόμενη ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και εργαζόταν στο Τελωνείο .... Ο ενάγων, σύμφωνα με το υπ' αυτού επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ' αριθμ.... πιστοποιητικό της Γ' Δ.Ο.Υ...., δήλωσε α') για το οικονομικό έτος 1995 εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα 110.916 δρχ., από δωρεάν παραχώρηση ακινήτου 180.000 δρχ. και απαλλασσόμενο εισόδημα 4.188.200 δρχ., β') για το οικονομικό έτος 1996 εισόδημα από δωρεάν παραχώρηση ακινήτου 161.250 δρχ. και απαλλασσόμενο εισόδημα 5.495.040 δρχ., γ') για το οικονομικό έτος 1997 απαλλασσόμενο εισόδημα 5.495.050 δρχ., καθώς και ακίνητη περιουσία στη ..., ήτοι την επικαρπία μιας μονοκατοικίας εμβαδού 140 τετρ. μέτρων σε οικόπεδο 370 τετρ. μέτρων, με ποσοστό 37,5%, εντός οικισμού, οικόπεδο 380 τετρ. μέτρων κατά πλήρη κυριότητα ποσοστού 100% και αγροτεμάχιο εμβαδού 380 τετρ. μέτρων κατά πλήρη κυριότητα ποσοστού 75% και δ') για το οικονομικό έτος 1998 απαλλασσόμενο εισόδημα 4.860.270 δρχ. Υποστηρίζει βεβαίως ο ενάγων ότι, παράλληλα με τους μισθούς του ως δημάρχου, είχε κατά τη διάρκεια των δημαρχιακών θητειών του και εισοδήματα από την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος ως διπλωματούχος χημικός μηχανικός του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, αναλαμβάνοντας έναντι αμοιβής την εκτέλεση διαφόρων μελετών. Ο ισχυρισμός αυτός, εν τούτοις, δεν ευρίσκει κάποιο αξιόλογο και πειστικό έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό και ελέγχεται ως αβάσιμος κατ' ουσία, λαμβανομένου ιδίως υπ' όψη ότι, για τον κρίσιμο παραπάνω χρόνο, δεν προσκομίζεται κάποια απόδειξη πληρωμής της αμοιβής του για τέτοια μελέτη, αλλά μόνο γιααντίστοιχες, που ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο, χωρίς να αποδεικνύεται ο πρόσθετος διευκρινιστικός ισχυρισμός του ότι πρόκειται για μελέτες που πραγματοποιήθηκαν εντός του κρίσιμου χρόνου, αλλ' η πληρωμή της αμοιβής έγινε μεταγενέστερα. Ο ενάγων, στις 29.5.1998, αναγκάσθηκε να καταβάλει ποσό 20.000.000 δρχ. ως εγγύηση για την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεώς του, η οποία είχε υποβληθεί πρόσφατα τότε με διάταξη του αρμόδιου ανακριτή του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η είσπραξη απ' αυτόν ποσού 24.000.000 δρχ. ως αποζημιώσεως από τις εφημερίδες ... , όπως ο ίδιος υποστηρίζει, με τον πρόσθετο ισχυρισμό ότι το ποσό αυτό κατέβαλε για την αποπληρωμή του τιμήματος του παραπάνω, αγορασθέντος επ' ονόματι της εναγόμενης συζύγου του, διαμερίσματος, δεν αποδείχθηκε, αφού δεν προσκομίζονται αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής, που ασφαλώς θα υπήρχαν σε περίπτωση τέτοιας καταβολής. Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε δάνεια από φιλικά πρόσωπα για τον ίδιο σκοπό, της αποπληρωμής δηλαδή του τιμήματος του παραπάνω διαμερίσματος, αφού ούτε οι δανειακές αυτές συμβάσεις συγκεκριμενοποιούνται κατά τα κύρια προσδιοριστικά τους στοιχεία (πρόσωπα δανειστών, επί μέρους ποσά, χρόνος αποδόσεως, ενδεχόμενη συμφωνία τόκων). Μόνο κατ' έτος 1999 έχει εγγραφεί υποθήκη σε ακίνητο του ενάγοντος στην Αίγινα, προς ασφάλεια δανείου ποσού 12.000.000 δραχμών, αλλά το γεγονός αυτό ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της αποπληρωμής του τιμήματος του διαμερίσματος και δεν μπορεί να συνδεθεί με αυτό το σκοπό, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων. Αναπόδεικτος παρέμεινε επίσης ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι από την πώληση ακίνητης περιουσίας της μητέρας του και από την υποθήκευση άλλης εξασφάλισε χρήματα, τα οποία διέθεσε προς εξόφληση του τιμήματος του παραπάνω διαμερίσματος, ενώ, τέλος, δεν αποδείχθηκε κάποια άλλη πηγή εισοδήματός του, πλην των κατ' έτος χορηγηθέντων σ' αυτόν εξόδων παραστάσεως στη διάρκεια των δημαρχιακών θητειών του, τα οποία, εν όψει των ιδιαίτερων απαιτήσεων της θέσεως του Δημάρχου ..., ασφαλώς αναλώθηκαν σύμφωνα με το σκοπό, για τον οποίο χορηγήθηκαν και δεν αποταμιεύθηκαν από τον ενάγοντα. Από την άλλη πλευρά η εναγόμενη αποκόμιζε εκ της εργασίας της ως υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών (τελωνειακός) εισοδήματα, τα οποία κυμαίνονταν στο ίδιο περίπου ύψος με αυτά του ενάγοντος, ενώ σημαντική συνδρομή στη φροντίδα των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, αλλά και του συζυγικού οίκου γενικότερα, πρόσφερε η μητέρα της. Για την εξόφληση μέρους του τιμήματος του παραπάνω διαμερίσματος η εναγόμενη έλαβε οικονομική ενίσχυση, με τη μορφή άτοκου δανείου, που ακόμη δεν έχει αποδοθεί, ποσού 25.000.000 δραχμών, από τον αδελφό της ... δια τραπεζικών επιταγών εκδόσεώς του. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι επιταγές αυτές (τα πλήρη στοιχεία των οποίων σημειωτέον ότι δεν προκύπτουν) εκδόθηκαν από τον αδελφό της εναγόμενης για την απόδοση δανείου, που ο ίδιος είχε χορηγήσει σ' αυτόν, ουδέν αξιόλογο και πειστικό ουσιαστικό έρεισμα ευρίσκει στο παραπάνω αποδεικτικό υλικό και ελέγχεται ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ούτε ο χρόνος συνομολογήσεως αυτού του δανείου αναφέρεται ούτε οι ειδικότερες περιστάσεις, που δικαιολογούσαν τον επικαλούμενο δανεισμό. Αντίθετα, μάλιστα, προκύπτει ότι ο παραπάνω αδελφός της ενάγουσας και η σύζυγός του, αμφότεροι μηχανικοί στο επάγγελμα, είναι καλής οικονομικής καταστάσεως, ώστε ενισχύεται η άποψη περί ανυπαρξίας τέτοιου δανείου, όπως το επικαλείται ο ενάγων. Προκύπτει, εν τούτοις, η έμμεση αλλά σαφής ομολογία του τελευταίου ότι πράγματι υπήρξε η παραπάνω οικονομική ενίσχυση του αδελφού της εναγόμενης προς αυτή. Άλλα εισοδήματα της εναγόμενης δεν αποδείχθηκαν, ενώ τις δαπάνες του συζυγικού οίκου κάλυπταν αμφότεροι οι διάδικοι. Σημειωτέον εδώ επιπρόσθετα ότι δεν είναι ορθή η άποψη της εναγόμενης ότι πρέπει η παραπάνω οφειλή της, προς απόδοση του δανείου στον αδελφό της, να καταλογισθεί στο παθητικό της περιουσίας της, διότι ενδεχόμενος τέτοιος καταλογισμός θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτο διπλό, ευεργετικό για την εναγόμενη, υπολογισμό του οικονομικού αυτού μεγέθους, δηλαδή τόσον ως δική της συμβολή στην απόκτηση του επίδικου περιουσιακού στοιχείου, όσο και ως παθητικό της περιουσίας της, που θα μείωνε αντίστοιχα τα αποκτήματά της κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον ενάγοντα. Υπ' αυτά τα δεδομένα δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συμβολή του ενάγοντος στην απόκτηση από την εναγόμενη σύζυγό του παραπάνω περιουσιακού στοιχείου υπερβαίνουσα το κατά νόμο τεκμήριο του ενός τρίτου. Ούτε, από την άλλη πλευρά, μπόρεσε η εναγόμενη να αποδείξει τον ισχυρισμό (ένσταση) ότι ουδεμία συμβολή είχε ο ενάγων στην απόκτηση εκ μέρους της του ίδιου περιουσιακού στοιχείου ή ότι η συμβολή του ήταν μικρότερη από το κατά νόμο τεκμήριο του ενός τρίτου. Έχει, επομένως, ο ενάγων αξίωση κατά της εναγόμενης περί αποδόσεως ποσού ισάξιου με το ένα τρίτο της αξίας του επίδικου διαμερίσματος κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ήτοι ποσού (235.000 δια 3 ίσον) 78.333,33€, την οποία άσκησε με αυτή (αγωγή) κατά τρόπο σαφή και δικονομικά ορισμένο, αφού, πλην των λοιπών αναγκαίων στοιχείων, ανέφερε επί λέξει στο οικείο δικόγραφο (βλ. τη σελίδα 2 τούτου) ότι "... κατέβαλα όλα τα έξοδα διατροφής και συντηρήσεως της οικογενείας μας", ώστε η σχετική περί αοριστίας ένσταση της εναγόμενης ελέγχεται ως αβάσιμη κατ' ουσία. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων εμμένει καταχρηστικά στην ικανοποίηση της ένδικης αξιώσεώς του με σκοπό να την ταλαιπωρήσει, αν και γνωρίζει ότι ήδη τον Ιανουάριο του έτους 2006 μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του επίδικου διαμερίσματος στην ανήλικη θυγατέρα τους, δεν είναι επαρκής για τη στοιχειοθέτηση της κατ' άρθρο 281 Α.Κ. ενστάσεως, αφού μόνα τα παραπάνω περιστατικά δεν συνιστούν υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, από τα χρηστά ήθη και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του ασκούμενου δικαιώματος. Έτσι, η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Με βάση όλα τα παραπάνω η ένδικη αγωγή αποδεικνύεται εν μέρει ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη για ποσό 78.333,33 €, που πρέπει να αναγνωρισθεί ως οφειλόμενο από την εναγόμενη προς τον ενάγοντα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως". Κατά της τελευταίας αυτής εναντιώνεται η ηττηθείσα εκκαλούσα με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και με την έννοια αυτή ερευνώνται στη συνέχεια κατ' αξιολογική σειρά οι διατυπούμενοι δι' αυτής λόγοι αναιρέσεως.
Ειδικότερα: Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ.19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφ' όσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή, εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Εξάλλου, από το άρθρο 1400 Α.Κ. προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ' ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υποχρέου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτής της περιουσίας του υποχρέου. Για την τελευταία είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υποχρέου. Η συμβολή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτές οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε, κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό, στην αύξηση της περιουσίας του υποχρέου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας.
Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδάφ. β' του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης (της περιουσίας του δικαιούχου), εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ' ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλ' απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος.
Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε ότι η συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγόμενου) είναι μηδενική ή σε μικρότερο ποσοστό. Στις σημειούμενες στην αρχή της παρούσης αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαλαμβάνεται (α) ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διήρκεσε από την τέλεση του γάμου τους (30-6-1991) μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2000, οπότε και οριστικά διακόπηκε με την αποχώρηση της αναιρεσείουσας από τη συζυγική οικία, (β) ότι ο αναιρεσίβλητος από το έτος 1990 μέχρι τον Δεκέμβριο του έτους 1998 διετέλεσε δήμαρχος ..., (γ) ότι δήλωσε εισοδήματα κατά τα οικονομικά έτη 1995-1998 ποσού 1) 4.299.116 2) 5.495.040, 3) 5.495.050 και 4) 4.860.270 δρχ., αντίστοιχα, που προήρχοντο από την αποζημίωσή του από το αξίωμα του δημάρχου πλέον 110.916 δρχ. από ελευθέρια επαγγέλματα για το έτος 1995) και παράλληλα ότι ισόποσες περίπου αποδοχές απεκόμιζε η αναιρεσείουσα από την προσφορά των υπηρεσιών της ως τελωνειακός υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, (δ) ότι τις δαπάνες του συζυγικού οίκου κάλυπταν αμφότεροι οι διάδικοι, ενώ ήταν σημαντική η προσφορά στα του συζυγικού οίκου και την ανατροφή των τέκνων των διαδίκων της μητέρας της αναιρεσείουσας (ε) ότι ο αναιρεσίβλητος δεν διέθετε άλλη πηγή εισοδήματος ή χρηματική παροχή, εκτός από τα κατ' έτος χορηγούμενα εις αυτόν έξοδα παραστάσεως στην διάρκεια των δημαρχιακών θητειών του, τα οποία, ενόψει των ιδιαίτερων απαιτήσεων της θέσεως του Δημάρχου ..., ασφαλώς αναλώθηκαν σύμφωνα με τον σκοπό, για τον οποίο χορηγήθηκαν και δεν αποταμιεύθηκαν από τον αναιρεσίβλητο, πλέον του άνω ποσού των δρχ. 110.916 για το έτος 1995. (στ) Ότι ο αναιρεσίβλητος στις 29-5-1998 κατέβαλε το ποσό των 20.000.000 δρχ. ως εγγύηση για την αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως η οποία είχε επιβληθεί με διάταξη του αρμόδιου ανακριτή του Πρωτοδικείου ..., (ζ) ότι για την απόκτηση από την εκκαλούσα-αναιρεσείουσα του διαμερίσματος, χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτου και υπόγεια αποθήκη, με την διατυπούμενη στο ... συμβόλαιο της συμ/φου Πειραιώς Γιαννίτσας Σκαρίμπα-Κουτσογιάννη σύμβαση πωλήσεως συνομολογήθηκε, ως συνολικό τίμημα, το ποσό των 39.000.000 δρχ., το μεγαλύτερο μέρος του οποίου (38.930.000 δρχ.) πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί σταδιακά, σύμφωνα με την πρόοδο των εργασιών αποπερατώσεως της πολυκατοικίας, όπως και πράγματι έγινε, δια της ολοσχερούς αποπληρωμής του στις 7-1-1998, (η) ότι για την εξόφληση μέρους του συνομολογηθέντος τιμήματος η αναιρεσείουσα έλαβε οικονομική ενίσχυση, με τη μορφή άτοκου δανείου, που ακόμα δεν έχει αποδοθεί, ποσού 25.000.000 δρχ., από τον αδελφό της ..., με τραπεζικές επιταγές επιδόσεώς του. Οι αιτιολογίες αυτές της προσβαλλόμενης αποφάσεως αξιολογούνται ως αντιφατικές με την έννοια ότι αυτές οδηγούν στην παραδοχή και, όχι στην απόρριψη της άνω ένστασης της αναιρεσείουσας και έτσι δεν δικαιολογούν το κατ' εφαρμογή του άρθρου 1400 ΑΚ αντιφατικό προς εκείνες καταληκτικό αποδεικτικό της πόρισμα ότι η αναιρεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε στο (αντικειμενικό) βάρος αποδείξεως των θεμελιωτικών της προταθείσης από εκείνη ενστάσεως προς απόκρουση (ολική ή μερική) του μαχητού τεκμηρίου για τη συμβολή του αναιρεσίβλητου στην αύξηση της περιουσίας της, διάταξη την οποία, με τον τρόπο, ευθέως και εκ πλαγίου παραβίασε, κατά τις βάσιμα περί τούτου διατυπούμενες με τους δεύτερο και τρίτο κατά σειρά λόγους και εν πολλοίς εννοιολογικώς ταυτόσημες αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, η τελευταία από τις οποίες, από προφανή παραδρομή, αναφέρεται στην διάταξη του άρθρου 559 αρ. 17 ΚΠολΔ.
Η αναιρετική εμβέλεια των λόγων αυτών αναιρέσεως στο σύνολο της προσβαλλόμενης δι' αυτής αποφάσεως καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των διατυπούμενων λοιπών λόγων αναιρέσεως. Συνακόλουθα αυτών πρέπει κατά παραδοχή των δεύτερου και τρίτου κατά σειρά λόγων αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη δι' αυτής απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο αυτό Εφετείο Πειραιώς, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (ΚΠολΔ 580 § 3).
Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των 2000,00 Ευρώ (ΚΠολΔ 183).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 670/9-9-2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο αυτό Εφετείο Πειραιώς, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίσβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: