Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Κτήση νομής. Φυσική εξουσίαση επί του πράγματος. Έννοια. Για τη διατήρηση της νομής δεν είναι ανάγκη να διατελεί ο νομέας συνεχώς σε σωματική επαφή με το πράγμα ή να είναι σε συνεχή εγρήγορση και να έχει διαρκώς στραμμένη τη διάνοια κυρίου προς αυτό, αλλά αρκεί να έχει την εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης της φυσικής εξουσίας πάνω σ` αυτό κάθε στιγμή. Μη απόκτηση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία από την αναιρεσείουσα, λόγω της μη κτήσης από αυτήν με ειδική διαδοχή της νομής του επιδίκου και μη άσκησης από μέρους της νομής σ’ αυτό κατά το χρονικό διάστημα μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής της. Πολιτική δικονομία. Απόδειξη. Ένορκες βεβαιώσεις. Μη λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο χωρίς τη τήρηση των εκ του νόμου επιβαλλόμενων διατυπώσεων, γιατί στερούνται κύρους και θεωρούνται ανυπόστατες, μη δυνάμενες να ληφθούν υπόψη ούτε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη. Δυνατότητα του δικαστηρίου να λάβει υπόψη του προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων οι οποίες ελήφθησαν στο πλαίσιο προηγηθείσας δίκης και οι οποίες δεν αποτελούν ίδιο αποδεικτικό μέσο διάφορο των εγγράφων, ώστε να μην απαιτείται εκ του λόγου αυτού η ειδική μνεία τους στην απόφαση. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 353/2010 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Αριθμός 1237/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ` Πολιτικό Τμήμα

https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
1237/2013 ΑΠ ( 616014)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Κτήση νομής. Φυσική εξουσίαση επί του πράγματος. Έννοια. Για τη διατήρηση της νομής δεν είναι ανάγκη να διατελεί ο νομέας συνεχώς σε σωματική επαφή με το πράγμα ή να είναι σε συνεχή εγρήγορση και να έχει διαρκώς στραμμένη τη διάνοια κυρίου προς αυτό, αλλά αρκεί να έχει την εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης της φυσικής εξουσίας πάνω σ` αυτό κάθε στιγμή. Μη...
απόκτηση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία από την αναιρεσείουσα, λόγω της μη
κτήσης από αυτήν με ειδική διαδοχή της νομής του επιδίκου και μη άσκησης από μέρους της
νομής σ’ αυτό κατά το χρονικό διάστημα μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής της. Πολιτική
δικονομία. Απόδειξη. Ένορκες βεβαιώσεις. Μη λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο χωρίς τη
τήρηση των εκ του νόμου επιβαλλόμενων διατυπώσεων, γιατί στερούνται κύρους και θεωρούνται
ανυπόστατες, μη δυνάμενες να ληφθούν υπόψη ούτε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη. Δυνατότητα
του δικαστηρίου να λάβει υπόψη του προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ένορκες βεβαιώσεις
μαρτύρων οι οποίες ελήφθησαν στο πλαίσιο προηγηθείσας δίκης και οι οποίες δεν αποτελούν ίδιο
αποδεικτικό μέσο διάφορο των εγγράφων, ώστε να μην απαιτείται εκ του λόγου αυτού η ειδική
μνεία τους στην απόφαση. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 353/2010
απόφασης του Εφετείου Κρήτης.

 Αριθμός 1237/2013

 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 Γ` Πολιτικό Τμήμα

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη
υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο
Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της
γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

 Της αναιρεσείουσας: Γ. συζ. Ι. Ζ., κατοίκου ..... .. , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του Βασίλη Σπανουδάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

 Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Ρ. του Α., κατοίκου ..... .. , ο οποίος δεν παραστάθηκε.

 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/3/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου και την από
14/11/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, οι οποίες κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο
Ηρακλείου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 235/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και
353/2010 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με
την από 8/1/2011 αίτησή της.

 Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης
ανέγνωσε την από 24/2/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης
αίτησης αναίρεσης.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ.4 εδ.α` και γ` , 568 παρ.4 και 576
ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο
πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο
Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή
είχε κλητευθεί σ` αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μία ή η άλλη από τις
προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ` αναβολή, διαδίκου.

 Στην προκείμενη περίπτωση, από τη 10.397Β` /5.9.2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Κρήτης ... προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας
του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας Βασίλη Σπανουδάκη, δυνάμει του ... /5-3-2012
πληρεξούσιου της συμβολαιογράφου Ηρακλείου ...................... , που επισπεύδει τη συζήτηση,
ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχική
δικάσιμο της 7.3.2012 και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης, κατά την αρχική αυτή δικάσιμο,
επιδόθηκε νόμιμως και εμπροθέσμως στον αναιρεσίβλητο. Κατ` αυτήν, η συζήτηση της αναίρεσης,
με σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, αναβλήθηκε - μετά από αίτημα της αναιρεσείουσας - για
τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

 Κατά τη νέα μετ` αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το
οικείο πινάκιο, ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξουσίου
δικηγόρου της, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εφόσον, όμως, κατά τα
εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση, πρέπει, παρά την απουσία του, να
προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ.2 εδ.α` και β` ΚΠολΔ).

 ΙΙ. Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή
ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος
απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή), είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή
με διάνοια κυρίου. Φυσική εξουσίαση υπάρχει, όταν ασκούνται πάνω στο πράγμα πράξεις που
προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, έτσι ώστε το πράγμα, κατά την αντίληψη των
συναλλαγών, να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Η νομή,
αφότου αποκτηθεί, διατηρείται χωρίς να είναι ανάγκη να διατελεί ο νομέας συνεχώς σε σωματική
επαφή με το πράγμα ή να είναι σε συνεχή εγρήγορση και να έχει διαρκώς στραμμένη τη διάνοια
κυρίου προς αυτό, αλλ` αρκεί να έχει την εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης της φυσικής
εξουσίας πάνω σ` αυτό κάθε στιγμή (ΑΠ 184/2006 ΕλλΔνη 48.184). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη
του άρθρου 976 εδ.α` ΑΚ, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής, σε πράγμα που
βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα.

 Από δε τη διάταξη του άρθρου 983 του ΑΚ προκύπτει, ότι με το θάνατο του κληρονομουμένου η
νομή ακινήτου του μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης
του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που
συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή
αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικό περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της
ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι
δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα
ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.

 Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του,
δέχτηκε τα εξής: "Ο εφεσίβλητος (και ήδη αναιρεσίβλητος) έχει στην πλήρη κυριότητα και νομή
του χέρσο ακίνητο έκτασης 2.953 τ.μ το οποίο βρίσκεται στη θέση " ... " ή " ... " της κτηματικής
περιφέρειας του ... Νομού Ηρακλείου και το οποίο συνορεύει γύρωθεν με ιδιοκτησίες κληρονόμων
Α. Φ., Γ. Σ. και Ζ. Α.. Το ακίνητο αυτό, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, απέκτησε κατά παράγωγο
τρόπο και συγκεκριμένα με κληρονομική διαδοχή από το θείο του Κ. Φ., ο οποίος πέθανε στις 22-
9-2002 και κατέλιπε τούτο στον εφεσίβλητο και τον αδελφό του Σ. Ρ. κατά ποσοστό 1/2 εξ
αδιαιρέτου με την από 4-6-96 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύτηκε με το με αριθμ.
410/2002 πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Την επαχθείσα
κληρονομιά αποδέχθηκε ο εφεσίβλητος και ο αδερφός του, με την με αριθμ. 21186/15-10-2003
δήλωση αποδοχής του συμβολαιογράφου Χερσονήσου .................. , η οποία μεταγράφηκε νόμιμα
στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Χερσονήσου, στον τόμο 734 και με αριθμ. μεταγρ. ... . Το
έτερο ποσοστό χ/τ εξ αδιαιρέτου, απέκτησε ο εφεσίβλητος με ειδική διαδοχή και συγκεκριμένα με
μεταβίβαση λόγω δωρεάς εν ζωή από τον αδελφό του, δυνάμει του με αριθμ. ... /30-9-2005
συμβολαίου της συμβολαιογράφου ................................... , νομίμως μεταγεγράμμένου στα οικεία
βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Χερσονήσου, στον τόμο 758 και με αριθμ. μεταγραφής ... . Το
επίδικο ακίνητο, ο δικαιοπάροχος του εφεσίβλητου θείος του, το απέκτησε επίσης με παράγωγο
τρόπο, από το έτος 1940, γεγονός που δεν αμφισβητεί η εκκαλούσα και το νεμόταν έως και το
θάνατο του το 2002, συνεχώς και αδιατάρακτα, έχοντας ως βοηθούς νομής τους συγγενείς.
Ειδικότερα, ο διαθέτης συμπεριέλαβε το επίδικο ακίνητο, ως κληρονομιαίο, στην από 9-6-1987
μυστική ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύτηκε με το με αριθ. 466/13- 11-2002 πρακτικό
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, καθώς και στην από 4-6-1996 συμπληρωματική
ιδιόγραφη διαθήκη του, καθώς επίσης το δήλωσε και στο Ε9 του έτους 1997.

 Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος του εφεσίβλητου Κ. Φ.
παραχώρησε με άτυπη δωρεά τη νομή του επιδίκου ακινήτου στην εκκαλούσα (και ήδη
αναιρεσείουσα) το έτος 1960 και ότι η τελευταία έκτοτε ασκούσε διάνοια κυρίας τη φυσική
εξουσίαση του επιδίκου ακινήτου. Εξάλλου το επίδικο ακίνητο ήταν βραχώδες και ουδέποτε
καλλιεργήθηκε, ενώ περιφράχθηκε με έξοδα του δικαιοπαρόχου του εφεσίβλητου το έτος 1987. Ο
ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι κατ` εντολήν της καλλιεργούσε το επίδικο ο σύζυγος της σιτηρά,
ήδη από το έτος 1970, ενώ από τα έτη 1976, 1981 και 1983 γίνονταν κατ` εντολήν της βαθιές
αρόσεις δεν είναι αληθής, καθόσον όπως φαίνεται από όλες τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες,
υπάρχουν πολλές πέτρες διασκορπισμένες στο ακίνητο καθώς και συγκεντρώσεις αυτών στο
μέσον του ακινήτου, ενώ προϋπόθεση της βαθιάς άροσης είναι το μη βραχώδες έδαφος, καθώς
επίσης προηγείται πάντα η απομάκρυνση των πετρών, στο δε επίδικο υπήρχαν μόνο χαρουπιές.

 Τέλος, η εκκαλούσα δεν δήλωσε ποτέ το ακίνητο στο Ε9, καθώς επίσης δεν προσέβαλε τη διαθήκη
και το με βάση αυτήν εκδοθέν κληρονομητήριο. Τα ίδια με ορθή εκτίμηση των αποδείξεων
δέχθηκε και η εκκαλούμενη κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή της εκκαλούσας ως κατ`
ουσίαν αβάσιμη και επομένως τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα για εσφαλμένη
εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα". Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε
πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τη μη απόκτηση από την αναιρεσείουσα με
ειδική διαδοχή της νομής του επιδίκου το έτος 1960 και τη μη άσκηση από μέρους της νομής σ`
αυτό κατά το χρονικό διάστημα 1960 έως και την άσκηση της ένδικης - από 14.11.2007 - αγωγής
της και της μη απόκτησης έτσι από αυτήν κυριότητας στο επίδικο με έκτακτη χρησικτησία, που
καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των περί νομής και περί έκτακτης
χρησικτησίας πιο πάνω διατάξεων, γι` αυτό και ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 19
του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως
αβάσιμος. Οι περιλαμβανόμενες στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτιάσεις επίσης, από τον αριθμό 19 του
άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις οποίες η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο για ελλείψεις ως προς την
αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος και συγκεκριμένα διότι "δεν εκτίθεται αν έλαβαν ή όχι
χώρα οι κατά την αγωγή υλικές πράξεις (της), ήτοι: α)η επανειλημμένη όργωση του επιδίκου ... β)η
κατά τη δεκαετία 1960 περίφραξή του ... γ) η εκχέρσωσή (του) και δ)η απόκρουση επεμβάσεων
τρίτων" και "δεν γίνεται αξιολόγηση ούτε ενός αποδεικτικού μέσου ούτε γίνεται στοιχειώδης
λειτουργικός συσχετισμός αυτών", πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού οι ελλείψεις
αυτές, ενόψει του ότι το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν συνιστούν ανεπαρκείς
αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984 ΝοΒ 34, 88, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 49.509).

 ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ.9 περ.γ` του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο
άφησε αίτηση αδίκαστη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης η
αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 9 περ.γ` του
άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί, ενώ με την ένδικη αγωγή της ζήτησε να αναγνωριστεί - εκτός από
κυρία, και - νομέας του επίδικου ακινήτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο άφησε αδίκαστο το αίτημά
της αυτό, το δε Εφετείο, στο οποίο παραπονέθηκε με την έφεσή της για το σφάλμα αυτό της
εκκαλούμενης 235/2008 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απέρριψε το σχετικό - πρώτο
- λόγο της έφεσής της. Όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου),
όπως προκύπτει από την ως άνω - 235/2008 - απόφασή του, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή έχει ως
αίτημα "να αναγνωριστεί η κυριότητα, νομή και κατοχή της (ήδη αναιρεσείουσας) ενάγουσας επί
του επίδικου ακινήτου" και δέχτηκε ότι αυτή - ένδικη αγωγή - είναι νόμιμη και ως προς το
αναγνωριστικό για τη νομή αίτημά της, απέρριψε δε αυτήν και ως προς το αίτημά της αυτό κατ`
ουσίαν. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεν άφησε την ως άνω αίτηση αδίκαστη, γι` αυτό και
ερευνώμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 IV. Από τη διάταξη του άρθρου 270 παρ.2 εδ.γ` ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στη διαδικασία
της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων
336 παρ.3, 339, 395, 398 και 406-409 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται, ότι το Εφετείο δεν μπορεί να
λάβει υπόψη του ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου που
έχουν ληφθεί για να χρησιμοποιηθούν σε υπάρχουσα δίκη χωρίς να τηρηθούν οι υπό των ως άνω
διατάξεων επιβαλλόμενες διατυπώσεις, γιατί στερούνται κύρους και θεωρούνται ανυπόστατες, μη
δυνάμενες να ληφθούν υπόψη ούτε προς άμεση ούτε προς έμμεση απόδειξη. Μπορεί όμως το
Εφετείο να λάβει υπόψη του προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων
οι οποίες έχουν ληφθεί στα πλαίσια δίκης που προηγήθηκε και οι οποίες δεν αποτελούν ίδιο
αποδεικτικό μέσο διάφορο των εγγράφων, γι` αυτό και δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύονται
ειδικώς στην απόφαση (ΑΠ 700/1999 ΕλλΔνη 41.366). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό
11 περ.γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν
έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται
ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της
ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι
προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του
αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την
ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα
προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη.

 Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το πρώτο και τρίτο μέρη του, λόγο της
αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ.γ` του άρθρου
559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στη δικανική του κρίση περί
της απόρριψης ως ουσιαστικά αβάσιμης της ένδικης αναγνωριστικής νομής και κυριότητας
ακινήτου αγωγής της αναιρεσείουσας, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές
αποδείξεις τα αμέσως παρακάτω αποδεικτικά μέσα, δηλαδή: α)τις ένορκες καταθέσεις ενώπιον του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου των μαρτύρων Ε. Ζ. και Α. Ρ. (που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την
εκκληθείσα απόφασή του πρακτικά), β)την ... /7.2.2007 ένορκη βεβαίωση του Δ.Μ., που δόθηκε
στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων νομής που προηγήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου
Χερσονήσου, η οποία, κατά τα άνω, δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο διάφορο των εγγράφων,
γι` αυτό και δεν ήταν απαραίτητο να μνημονευόταν ειδικώς στην απόφαση, γ)την ένορκη
κατάθεση του μάρτυρος και συγγενούς του αναιρεσιβλήτου Γ.Φ., που δόθηκε σε δίκη
ασφαλιστικών μέτρων νομής που προηγήθηκε και ανοίχθηκε με αίτηση του αναιρεσιβλήτου κατά
του βοηθού στη νομή της αναιρεσείουσας Ι. Ζ. και περιέχεται στα 51/2007 πρακτικά του
Ειρηνοδικείου Χερσονήσου, και δ)πέντε τον αριθμό φωτογραφίες του επιδίκου, που έχουν ληφθεί
τον Οκτώβρη 2008, ήτοι μετά την άσκηση της έφεσης, οπότε και πάλι η αναιρεσείουσα είχε
οργώσει το επίδικο, θεωρούνται δε, κατά το άρθρο 448 αριθ.3 ΚΠολΔ, ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία
η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε με τις προτάσεις της της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη των ουσιωδών ισχυρισμών της, ότι ο δικαιοπάροχος του
αναιρεσιβλήτου Κ. Φ. είχε παραχωρήσει σ` αυτήν με άτυπη δωρεά τη νομή του επίδικου ακινήτου
το έτος 1960 και ότι έκτοτε ασκούσε με διάνοια κυρίας τη φυσική εξουσία αυτού -επιδίκου-. Ο
ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, από την
υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν
δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των
διαδίκων αποδείχθηκαν "από τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με
την εκκαλούμενη πρακτικά, την υπ` αριθμ. ... /2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του
συμβολαιογράφου Ηρακλείου ........... και των λοιπών με επίκληση προσκομιζόμενων
εγγράφων", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει
κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο
έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις, ένορκες βεβαιώσεις
και φωτογραφίες - έγγραφα), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο,
προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των
διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, από τα οποία γίνεται μνεία
στο αιτιολογικό της απόφασης των φωτογραφιών, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική
μνεία των λοιπών ή χωριστή αξιολόγηση καθενός.

 V. Από τα άρθρα 339 και 352 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι, όχι κάθε ομολογία αποτελεί δικαστική
τοιαύτη, αλλά εκείνη που γίνεται από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επίκλησης και
απόδειξης του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος προς το
δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση με σκοπό αποδοχής του και είναι σαφής και ορισμένη (ΑΠ
1775/2011).

 Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης από
το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ` ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα ψέγες την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί το
Εφετείο δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία του αντίδικού της αναιρεσιβλήτου, την οποία
επικαλέστηκε με το εφετήριο και τις έγγραφες προτάσεις της της συζήτησης μετά την οποία
εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που αποτελεί πλήρη απόδειξη αναφορικά με τον ουσιώδη
αγωγικό ισχυρισμό της περί της εκ μέρους της άσκησης διακατοχικών πράξεων με διάνοια κυρίας
από το έτος 1960 και έκτοτε και της εκ τούτου εκ μέρους της κτήσης κυριότητας με τα προσόντα
της έκτακτης χρησικτησίας και συνίσταται στο ότι α)"τα σύρματα (περίφραξης) τα έβαλε (το έτος
1960) ο Ι. Ζ. (σύζυγος της αναιρεσείουσας) ... (το) ότι (δε) η προσθήκη ότι η περίφραξη "έγινε με
χρήματα Κ.Φ. (δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου)", πέραν της αναληθείας της, δεν μεταβάλλει το
πράγμα", β) "το ακίνητο αυτό ... τουλάχιστο τριάντα έτη είχε να καλλιεργηθεί ....... από τις
φωτογραφίες αποδεικνύεται ... η επί χρόνια μη καλλιέργεια αυτού" από την οποία προκύπτει, "ότι
το επίδικο δεν ήταν βραχώδες" και γ) "η περίφραξη έγινε πριν από 30 και πλέον έτη", περιέχεται δε
στις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (υπό τα στοιχεία α` και β` ) και στο Εφετείο (υπό
το στοιχείο γ` ). Όμως, τα ανωτέρω περιστατικά δεν συνιστούν δικαστική ομολογία του
αναιρεσιβλήτου, μάλιστα δε σαφή και ορισμένη, γι` αυτό και ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι
απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το Εφετείο έλαβε
υπόψη όλα τα έγγραφα που η αναιρεσείουσα κατά τα άνω νόμιμα επικαλέστηκε και επομένως και
τη συνεκδικασθείσα στον πρώτο βαθμό από 21.3.2007 αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατά του
συζύγου της της αναιρεσείουσας - Ι. Ζ., στην οποία αυτή - η αναιρεσείουσα - ισχυρίζεται ότι
περιέχεται εξώδικη ομολογία του αναιρεσιβλήτου, που συνίσταται στο ότι το επίδικο "εκαλλιεργείτο
από τη δεκαετία του 1940". Αυτό σημαίνει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και την περιεχόμενη στην
εν λόγω αγωγή εξώδικη αυτή ομολογία (βλ. και ΑΠ 545/1993), την οποία και εκτίμησε ελεύθερα
(άρθρο 352 παρ.2 ΚΠολΔ), γι` αυτό και η περί του αντιθέτου περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό
λόγο αιτίαση, επίσης από το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ` ΚΠολΔ, ως ερειδώμενη επί εσφαλμένης
προϋπόθεσης, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

 VI. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση
του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό
λάθος, αναγόμενο δηλαδή στη ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά
προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει. Για να θεμελιωθεί ο
προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το
αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του
οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα
αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για
την ύπαρξη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008).

 Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται την
προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το
Εφετείο, με το να δεχθεί ότι το επίδικο είναι βραχώδες και ως εκ τούτου ανεπίδεκτο όργωσης και
καλλιέργειας και να κρίνει, έτσι, ότι ήταν αντικειμενικώς αδύνατες οι προβαλλόμενες από αυτήν -
αναιρεσείουσα - υλικές πράξεις της όργωσης και καλλιέργειας του επιδίκου με διάνοια κυρίας,
παραμόρφωσε το περιεχόμενο πέντε (5) φωτογραφιών που είχαν ληφθεί τον Οκτώβριο 2008 και
εμφανίζουν το επίδικο οργωμένο, όπως δε προεκτέθηκε, κατά το άρθρο 444 αριθ.3 ΚΠολΔ,
θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα, τις οποίες επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις της της
συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο λόγος, όμως, αυτός πρέπει να
απορριφθεί ως αβάσιμος, επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο
στην προεκτιθέμενη κρίση του κατέληξε ύστερα από συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων,
μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και "όλες οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες", δηλαδή και οι
φωτογραφίες που λήφθηκαν εννέα το έτος 2003 και δέκα επτά το έτος 2006, τις οποίες
επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσίβλητος, και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τις
παραπάνω φωτογραφίες που λήφτηκαν από την αναιρεσείουσα τον Οκτώβρη 2008. Κατ`
ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, αλλά εις βάρος της
αναιρεσείουσας η οποία ηττάται, να μην επιδικασθούν έξοδα, προεχόντως, ελλείψεις αιτήματος εκ
μέρους του μη εμφανισθέντος αναιρεσιβλήτου.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 8.1.2011 αίτηση της Γ. συζ. Ι. Ζ., για αναίρεση της 353/2010 απόφασης του
Εφετείου Κρήτης.

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013.

 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2013.

 Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 Ρ.Κ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: