Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΕιρΘεσσαλ 8444/2014 : ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ - ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ- ΕΥΘΥΝΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΛΟΓΩ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ - ΚΑΛΥΨΗ

ΕιρΘεσσαλ 8444/2014
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ - ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ- ΕΥΘΥΝΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΛΟΓΩ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ - ΚΑΛΥΨΗ ...ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗΣ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ ΑΠΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΦΟΡΕΑ (ΓΝΗΣΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ) - ΕΥΘΕΙΑ ΑΞΙΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ - Ανάγκη εισαγωγής ενάγουσας δικηγόρου στην εναγομένη κλινική για διενέργεια χειρουργείου - Σύμβαση ταμείου ενάγουσας με κλινική για παροχή ιατρικής περίθαλψης (πλην αμοιβής ιατρού και αναισθησιολόγου) - Παράνομη απαίτηση των υπαλλήλων της κλινικής για καταβολή ποσού κατά την εισαγωγή της ενάγουσας - Η εναγομένη, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, ζήτησε και έλαβε από την ενάγουσα, αδικαιολόγητα, παράνομα και εκβιαστικά, ωφελήματα, τα οποία η τελευταία (ενάγουσα) δεν είχε καμία συμβατική και νομική υποχρέωση να της καταβάλει, με αντίστοιχη και ισόποση ζημία της (ενάγουσας) - Ορθώς επιδικάστηκε αποζημίωση και για ηθική βλάβη της ενάγουσας (914, 932, 297, 298, 411 ΑΚ)

ΕιρΘεσσαλ 8444/2014 (Εφαρμ.Αστ.Δικ. 2015, σελ. 321)
Πρόεδρος: Μ. Τζιώρτζη
Δικηγόροι: Χ. Χατζηπαναγιώτου, Π. Επεσλίδης

[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 297, 298 ΑΚ. Με βάση τη διάταξη αυτή απαιτείται για την ύπαρξη αδικοπραξίας και την από αυτήν υποχρέωση του δράστη σε αποζημίωση του παθόντος, εκτός από την επέλευση της ζημίας, όπως: α) η ζημία να επήλθε οπό το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας, η οποία συντρέχει όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλονται με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη) δικαιώματα ή συμφέροντα του παθόντος προστατευόμενα από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά αξίωση αποζημίωσης σε βάρος του όταν αυτός έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προφυλάξει το προσβληθέν δικαίωμα ή συμφέρον και να αποτρέψει το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (άρθρα 281, 288 ΑΚ) υποχρέωση προστασίας του εν λόγω δικαιώματος. (ΑΠ 831/2005 ΕλλΔνη 47,94, ΑΠ 821/2004 ΕλλΔνη 45,1600, ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 44,419).

Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. α ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Τα κριτήρια του καθορισμού της χρηματικής ικανοποίησης δεν καθορίζονται στο νόμο, λόγω της εγγενούς αδυναμίας του εκ των προτέρων καθορισμού των. Έτσι ο δικαστής με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής έχει την εξουσία να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά και λαμβάνοντας υπόψη του την έκταση της βλάβης και γενικότερα το είδος της προσβολής, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος, τις ιδιαίτερες προσωπικές και οικονομικές συνθήκες ζημιώσαντος και ζημιωθέντος, το βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, τη συμπεριφορά του ζημιώσαντος μετά την τέλεση της αδικοπραξίας, καθώς και κάθε άλλο συναφές στοιχείο. Η σχετική δε αξίωση περί ηθικής βλάβης δεν προϋποθέτει την πρόκληση παράλληλα και περιουσιακής ζημίας. Δηλαδή ο παθών μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης χωρίς να έχει υποστεί περιουσιακή ζημία (ΑΠ Ολ 6/2009 ΑΠ 543/2009, ΑΠ Ολ 13/2002, ΑΠ 1735/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2011 Αρμ 2011,721, ΑΠ 674/2004 ΕλλΔνη 47,744, ΑΠ 1256/2004 ΕλλΔνη 45,1349, ΑΠ 350/1999 ΕλλΔνη 40,1515, ΠΠρΘεσ 13945/2004 Αρμ 2005,1206). Άλλωστε όταν πρόκειται να προσδιοριστεί το ως άνω ποσό με το οποίο θα κληθεί ο δικαιούχος να ξεπεράσει και να απαλύνει την αναστάτωση και την ταραχή που υπέστη, το δικαστήριο δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό και καθιστώντας έτσι χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 918/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2006 ΝοΒ 2006,825).

Με την κρινόμενη αγωγή και σύμφωνα με όσα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά εκτίθενται σ’ αυτή, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει τα εξής ποσά: α) 1.000,00 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της παράνομης, αντισυμβατικής και υπαίτιας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης, όπως τα συνιστώντα αυτήν (αδικοπρακτική συμπεριφορά) πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν και ποινικά αδικήματα, λεπτομερώς εκτίθενται στην αγωγή, νομιμότοκα δε το παραπάνω ποσό, από 1.2.2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, β) 10.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη (ενάγουσα) από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης.

Η αγωγή αυτή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα υπέρ τρίτων ποσοστά, αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον, φέρεται για εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1α, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία. Είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298, 341, 345 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1δ΄ και 176 ΚΠολΔ.

Εξάλλου η προβαλλόμενη ένσταση της εναγόμενης περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της ενάγουσας πρέπει ν’ απορριφθεί. Ειδικότερα από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη με ημερομηνία 1.7.2011 σύμβαση παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης, τριετούς διάρκειας, δηλαδή που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του ασφαλιστικού ταμείου της ενάγουσας και της εναγόμενης, προκύπτει ότι η εν λόγω σύμβαση, ως εκ της φύσεως και του σκοπού της είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρο 411 ΑΚ) και συνεπώς η ενάγουσα δικαιούται ως άμεσα ασφαλισμένη του Ταμείου της, να απαιτήσει, απευθείας από την εναγόμενη, την παροχή υπηρεσιών νοσηλείας, αφού προκύπτει τέτοια θέληση των μερών που συμβλήθηκαν και αυτό συνάγεται, όπως προαναφέρθηκε, από τη φύση και το σκοπό της σύμβασης. Εξάλλου η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της σε συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Συνεπώς εφόσον επικαλείται συμπεριφορά της εναγόμενης που εκτός από την παράβαση των υποχρεώσεων της τελευταίας, που απορρέουν από την άνω γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, συνιστά και αδικοπραξία σε βάρος της (εναγόμενης) και μάλιστα συμπεριφορά τέτοια που συνιστά ποινικά αδικήματα, η ενάγουσα δικαιούται στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής της, άρα και νομιμοποιείται ενεργητικά. Άλλωστε η νομιμοποίηση των διαδίκων ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης ελέγχεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και μάλιστα σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ). Βλ. ΑΠ 413/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27,1427, ΕφΑθ 2640/2001 ΔΕΕ 2001,744.

Περαιτέρω πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από τις ένορκες στο ακροατήριο καταθέσεις των μαρτύρων, απόδειξης-ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από την με αρ. 650/25.2.2014 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη, που λήφθηκε σύννομα (άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ, 339 ΚΠολΔ) και τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρο 261 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής: Η ενάγουσα - δικηγόρος Θεσσαλονίκης, είναι ασφαλισμένη για την ιατροφαρμακευτική και Νοσοκομειακή περίθαλψη της στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ (Ε.Τ.Α.Α.)», «ΤΟΜΕΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Τ.Υ.Δ.Θ.)», ήδη υπαχθέν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., καταβάλλοντας (ενάγουσα) τις ασφαλιστικές της εισφορές και δικαιούμενη οε λήψη παροχών υγείας. Η εναγόμενη διατηρεί Γενική Κλινική, με το διακριτικό τίτλο «…», στην ... Θεσσαλονίκης, επί της οδού … Το προαναφερόμενο Ταμείο, στο οποίο είναι ασφαλισμένη η ενάγουσα, υπό την προηγούμενη νομική του μορφή, ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης και παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης στα μέλη του, σύναψε με την εναγόμενη, την από 1.7.2011 τριετή σύμβαση παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης στα αμέσως και εμμέσως ασφαλισμένα δικαιούμενα πρόσωπα, κατά τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή όρους και συμφωνίες.
Ειδικότερα στο κεφάλαιο Δ΄ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΡΟΙ της άνω σύμβασης, που ίσχυε μέχρι και την 30.6.2014, είχαν συμφωνηθεί τα ακόλουθα:
α) Με τον όρο 6: «Η κλινική δηλώνει ρητά ότι δεν έχει καμία άλλη αξίωση προς καταβολή νοσηλίων ή άλλων δαπανών πέρα των προβλεπομένων στην παρούσα σύμβαση».
β) Με τον όρο 8: «απαγορεύεται στην κλινική να απαιτεί από τον ασφαλισμένο να αναλαμβάνει προσωπικά την πληρωμή δαπάνης νοσηλείας και φαρμάκων, ή διαφοράς μεταξύ των νοσηλίων που καταβάλλονται από το Ταμείο και εκείνων που χρεώνονται από την κλινική, η δε τυχόν ανάληψη τέτοιας ευθύνης εκ μέρους του ασφαλισμένου είναι παντελώς άκυρη και αποτελεί ουσιώδη λόγο καταγγελίας της σύμβασης».
γ) Με τον όρο 13: Δεν καταβάλλεται ουδεμία δαπάνη στην κλινική, ούτε από το Ταμείο, ούτε από τους ασφαλισμένους για τα αναγκαία νοσηλευτικά είδη ή για κάθε μορφή υγειονομικού υλικού που χρησιμοποιείται κατά την νοσηλεία του ασφαλισμένου (σύριγγες, επιδεσμικό υλικό, φλεβοκαθετήρες κ.λπ.)
δ) Με τον όρο 14: «Η δαπάνη των υλικών που χρησιμοποιούνται σε χειρουργικές επεμβάσεις εντάσσονται στο σύνολο των δαπανών νοσηλείας που κατατίθενται στο ΤΑΜΕΙΟ. Σε καμία περίπτωση η δαπάνη υλικών χειρουργείων δεν αφαιρείται από την δαπάνη συνολικής νοσηλείας που κατατίθεται στο ΤΑΜΕΙΟ και δεν απαιτείται ξεχωριστά από τους νοσηλευόμενους ασφαλισμένους» (βλ. προσκομιζόμενη σύμβαση).

Την 1.12.2011, η ενάγουσα, πάσχουσα από πλάγια και κεντρική οοφυϊκή δισκοκήλη στα διαστήματα 05/11, η οποία τον τελευταίο καιρό είχε επιδεινωθεί, προσήλθε με έντονους πόνους και πτώση ποδός, συνοδευόμενη από τον σύζυγό της, στην προαναφερόμενη κλινική της εναγόμενης, προκειμένου να υποβληθεί σε επείγουσα χειρουργική επέμβαση την επομένη (2.12.2011), από τον θεράποντα χειρουργό-ιατρό της, ..., ο οποίος συνεργαζόταν, ως εξωτερικός ιατρός, με την εναγόμενη. Πράγματι η ενάγουσα την επομένη (2.12.2011) υποβλήθηκε σε οσφυϊκή δισκεκτομή και νοσηλεύθηκε στη κλινική της εναγόμενης, σε τρίκλινο δωμάτιο, μέχρι τις 4.12.2011, οπότε έλαβε εξιτήριο, καταβάλλοντας την αμοιβή του θεράποντος ιατρού της και του αναισθησιολόγου, όπως άλλωστε, είχε υποχρέωση, με βάση την άνω σύμβαση.

Όπως όμως αποδείχθηκε, όταν την 1.12.2011 προσήλθε η ενάγουσα στην άνω κλινική της εναγόμενης, για τον λόγο που προαναφέρθηκε, η τελευταία (εναγομένη), παρά το γεγονός ότι το άνω Ταμείο κάλυπτε όλες τις δαπάνες νοσοκομειακής περίθαλψης και χειρουργείου, εκτός από την αμοιβή του χειρουργού-ιατρού της επιλογής της ενάγουσας που θα τη χειρουργούσε και την αμοιβή του αναισθησιολόγου, δαπάνη που βάρυνε αποκλειστικά την ίδια (ενάγουσα), την οποία και κατέβαλε σ’ αυτούς η ενάγουσα, απαίτησε (εναγόμενη), δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, από αυτήν (ενάγουσα) προκαταβολικά, το ποσό των 1,000,00 ευρώ, για έξοδα νοσηλείας, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσουν στην ενάγουσα τι επακριβώς αφορούσε το ως άνω ποσό και πώς προέκυπτε το ύψος αυτού, τη στιγμή μάλιστα που κατά την είσοδο της ασθενούς δεν ήταν εκ των προτέρων γνωστό τα έξοδα που θα προέκυπταν. Η διεκδίκηση του εν λόγω ποσού γινόταν επίμονα, με άρνηση του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγόμενης να επιτρέψει στην ενάγουσα την είσοδο της ενάγουσας στην κλινική, εν γνώσει του τελευταίου (υπαλλήλου της υποδοχής-προστηθέντα υπάλληλο), ότι ουδεμία τέτοια υποχρέωση βάρυνε την ενάγουσα, καθόσον αυτή (ενάγουσα) απευθυνόμενη προς τον εν λόγω υπάλληλο προσκόμισε το βιβλιάριο υγείας της και τον ενημέρωσε ότι είναι ασφαλισμένη στο Ε.Τ.Α.Α. και τον τομέα υγείας Δικηγόρων και συνεπώς δεν είχε υποχρέωση καταβολής του παραπάνω ποσού. Η ενάγουσα, προκειμένου να της επιτραπεί και να ολοκληρωθεί η εισαγωγή της στην κλινική και να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση της επείγουσας χειρουργικής επέμβασης την επόμενη, όπως είχε πρόγραμματισθεί με τον θεράποντα ιατρό της, επειδή εκείνη τη στιγμή δεν είχε μαζί της το ποσό των 1.000,00 ευρώ, αναγκάσθηκε να καταβάλει το άνω ποσό σε δύο δόσεις, ήτοι ποσό 400,00 ευρώ, την 1.12.2011, ώστε να επιτραπεί η εισαγωγής της και ποσό 600,00 ευρώ κατά την ημερομηνία εξόδου της, ώστε να της χορηγηθεί το εξιτήριο (βλ. υπ’ αρ. .../1.12.2011 απόδειξη είσπραξης ποσού 400.00 ευρώ και .../3.12.2011 απόδειξη είσπραξης ποσού 600,00 ευρώ).

Επίσης η ενάγουσα αναγκάσθηκε, για τον προαναφερόμενο λόγο, να υπογράψει και την από 1.12.2011 δήλωση κατά την εισαγωγή της με την οποία δήλωσε ότι, πέραν των όσων καταβάλει ο ασφαλιστικός της Οργανισμός, αναγνώρισε και αποδέχθηκε να επιβαρυνθεί, βάσει του τιμολογίου της κλινικής, και να καταβάλει προσωπικά κάθε εν γένει δαπάνη νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρα 8, του κεφαλαίου Δ' ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΡΟΙ η ανάληψη τέτοιας ευθύνης από μέρους της ενάγουσας (και μάλιστα κατόπιν επίμονης απαιτήσεως της εναγόμενης), είναι παντελώς άκυρη και ως τέτοια (άκυρη) θεωρείται μη γενομένη (άρθρο 180 ΑΚ) και συνεπώς δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της, αποτελεί δε και ουσιώδη λόγο καταγγελίας της σύμβασης. Ειδικότερα η ενάγουσα αναγκάσθηκε να υπογράψει την άνω δήλωση και να καταβάλει το παραπάνω ποσό των 1.000,00 ευρώ, προκειμένου, όπως προαναφέρθηκε, να καταστεί εφικτή η εισαγωγή της στην κλινική της εναγόμενης και να χειρουργηθεί από τον θεράποντα ιατρό της λόγω της επείγουσας περίπτωσης που συνέτρεχε στο πρόσωπό της. Συγκεκριμένα η ενάγουσα -η οποία ένοιωθε έντονο πόνο, λόγω της επιδείνωσης της κατάστασής της και του κινδύνου που διέτρεχε η σωματική της υγεία, σε συνδυασμό και με τη νεαρή ηλικία της- έπρεπε να χειρουργηθεί άμεσα και μάλιστα από τον θεράποντα ιατρό της, ο οποίος συνεργαζόταν με την άνω κλινική της εναγόμενης, και όπως ο ίδιος της είχε δηλώσει, κατά τον προγραμματισμό του χειρουργείου «θα χειρουργηθείς μόνο εδώ», δηλαδή μόνο στην κλινική της εναγομένης.

Για τις παραπάνω καταβολές, από μέρους της ενάγουσας, εκδόθηκε η υπ’ αρ. .../6.12.2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της εναγόμενης, η οποία χρέωνε το ποσό των 170,71 ευρώ για υγειονομικό υλικό, το ποσό των 1,31 ευρώ για φάρμακα και το ποσά των 712,94 ευρώ ως πρόσθετες υπηρεσίες ήτοι συνολικά 884,96 ευρώ με την επιπλέον επιβολή ΦΠΑ 13% 115,04 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 1.000,00 ευρώ. Επίσης η εναγομένη της χορήγησε και την από 16.1.2012 βεβαίωση στην οποία ανέφερε ότι η δαπάνη της νοσηλείας της ανήλθε στο ποσό των 1.535,52 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε από την ίδια (ενάγουσα) το ποσό των 1.000,00 ευρώ και το ποσό των 535,52 ευρώ επιβαρύνει τον ασφαλιστικό φορέα Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Υ.Δ.Θ.

Η ενάγουσα στη συνέχεια με την από 19.1.2012 εξώδικη διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 26.1.2012, διαμαρτυρήθηκε προς την εναγομένη για την άνω συμπεριφορά της τελευταίας (εναγόμενης) η οποία κατά παράβαση της προαναφερόμενης σύμβασης που είχε συνάψει με τον ασφαλιστικό της φορέα, και υπαιτίως και παρανόμως είχε εισπράξει από αυτήν, το άνω ποσό των 1.000,00 ευρώ, ταυτόχρονα δε ζήτησε να της επιστρέφει, η εναγομένη, το προαναφερθέν ποσό των 1.000,00 ευρώ εντός πέντε (5) ημερών από της λήψεως της εξωδίκου. Η εναγομένη με την από 31.1.2012 εξώδικη απάντηση της προς την ενάγουσα, αρνήθηκε την υποχρέωσή της, να της επιστρέψει το άνω ποσό των 1.000,00 ευρώ, εμμένουσα στο γεγονός ότι η ενάγουσα είχε αντίστοιχη υποχρέωση καταβολής του εν λόγω ποσού σύμφωνα με τη δήλωση προσωπικής της ευθύνης που είχε υπογράψει, ότι δηλαδή αποδέχθηκε η ενάγουσα να επιβαρυνθεί βάσει του τιμολογίου της κλινικής που της γνωστοποιήθηκε, σχετικά με κάθε εν γένει δαπάνη νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (βλ. προσκομιζόμενη εξώδικο απάντηση). Όπως όμως προαναφέρθηκε, η ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης από μέρους της ενάγουσας είναι παντελώς άκυρη (βλ. όρο «8» της προαναφερόμενης σύμβασης στο κεφάλαιο Δ΄ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΡΟΙ). Εξάλλου η εναγομένη ουδόλως επικαλέσθηκε με την άνω εξώδικο απάντησή της ότι το ποσό αυτό των 1.000,00 ευρώ αφορά χειρουργική επέμβαση «νευρόλυσης ριζών», ισχυρισμό τον οποίον προέβαλε για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής. Όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η καταβολή του άνω ποσού έγινε για την αιτία που αναφέρει (νευρόλυση ριζών).

Αντίθετα μάλιστα από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν προκύπτει με σαφήνεια ότι το ποσό αυτό των 1.000,00 ευρώ αφορά υγειονομικό υλικό κ.λπ., δηλαδή αφορά δαπάνη η καταβολή της οποίας από μέρους της ενάγουσας, έρχεται σε ευθεία παράβαση με τους όρους της σύμβασης μεταξύ της εναγόμενης και του ασφαλιστικού φορέα της ενάγουσας. Άλλωστε κατά την είσοδο της ενάγουσας και προτού ακόμη ολοκληρωθεί η εισαγωγή της τελευταίας (ενάγουσας) στην άνω κλινική της εναγομένης, η προστηθείσα υπάλληλος της εναγόμενης, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει για το επικαλούμενο αυτό δεύτερο χειρουργείο της «νευρόλυσης ριζών», που κατά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης προέκυψε κατά τη διάρκεια του πρώτου χειρουργείου (οσφυϊκή δισκεκτομή) και ακόμη, έστω εκ των υστέρων ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα ότι είχε υποβληθεί και στη δεύτερη αυτή χειρουργική επέμβαση, με αποτέλεσμα η τελευταία να αγνοεί για το υποτιθέμενο αυτό χειρουργείο της νευρόλυσης και ως εκ τούτου να εκτίθεται σε κίνδυνο η υγεία της.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω προέκυψε ότι η καταβολή του ποσού των 1.000,00 ευρώ δεν αποτελούσε νόμιμη υποχρέωση της ενάγουσας ασφαλισμένης. Η αξίωση αυτή της εναγόμενης ρητά απαγορεύονταν από συγκεκριμένους και σαφείς όρους της σύμβασης που είχε συνάψει με το Ταμείο της ενάγουσας, υπέρ αυτής, ως ασφαλισμένης του, τους οποίους, αν και γνώριζε η εναγόμενη, εν τούτοις όμως η τελευταία (εναγόμενη) αξίωσε από την ενάγουσα, με τρόπο εκβιαστικό, και πέτυχε την είσπραξη του άνω ποσού των 1.000,00 ευρώ, δηλαδή η εναγόμενη με τις προαναφερόμενες ενέργειές της, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, ζήτησε και έλαβε από την ενάγουσα, αδικαιολόγητα, παράνομα και εκβιαστικά, ωφελήματα, τα οποία η τελευταία (ενάγουσα) δεν είχε καμία συμβατική και νομική υποχρέωση να της καταβάλει, με αντίστοιχη και ισόποση ζημία της (ενάγουσας).

Εξάλλου από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συνετέλεσε στην πρόκληση της άνω ζημίας της, δηλαδή δεν αποδείχθηκαν στοιχεία τέτοια που να θεμελιώνουν οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα της ενάγουσας στην επέλευση της ζημίας της και κατά συνέπεια η προβαλλόμενη, από την εναγόμενη ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας (άρθρο 300 ΑΚ) πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Περαιτέρω εξαιτίας της άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, δια των προστηθέντων υπαλλήλων αυτής, η ενάγουσα-δικηγόρος υπέστη ηθική βλάβη. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι άνω άδικες πράξεις σε βάρος της ενάγουσας, σε συνδυασμό και με τον σκοπό και τη λειτουργία της κλινικής της εναγόμενης, την έκταση της βλάβης της, το βαθμό του πταίσματος της εναγόμενης, την αποκλειστική υπαιτιότητα της τελευταίας, την ηλικία της παθούσας (32 ετών κατά την τέλεση της αδικοπραξίας), τη συμπεριφορά της εναγόμενης μετά την τέλεση της άνω αδικοπραξίας και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, καθορίζει (Δικαστήριο) το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης στο ποσό των 600,00 ευρώ.

Συνακόλουθα πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, όπως στο διατακτικό. Ειδικότερα ως προς το ποσό των 1.000,00 ευρώ (θετική ζημία), τόκοι να επιδικασθούν από την παρέλευση της άνω ταχθείσας, με την εξώδικο, πενθήμερης προθεσμίας, ήτοι από 1.2.2012 (χρόνος υπερημερίας οφειλέτου). Ως προς το ποσό των 600,00 ευρώ (χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) τόκοι δεν επιδικάζονται, καθόσον σύμφωνα με τη δικονομική αρχή του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση του διαδίκου, στην προκειμένη δε περίπτωση δεν υποβλήθηκε αίτημα περί επιδικάσεως τόκων και ως προς αυτό το ποσό (βλ. αιτητικό αγωγής). Η παρούσα να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή διότι η επιβράδυνσή της μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρο 908 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας να επιβληθούν, κατά ένα μέρος, σε βάρος της εναγόμενης σύμφωνα με τα άρθρα 178 παρ. 1, 74 και 130 παρ. 3 ΚΠολΔ. [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: