Α.Π. 162 / 2017 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ - ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΡΩΝ - ΟΜΑΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (ΓΝΗΣΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ) - ΑΜΕΣΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ... ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΟΛΙΣ ΕΠΕΛΘΕΙ Ο Ο ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ - ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ Η ΑΚ 371 (ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ) - ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ - Σύμβαση Τράπεζας με ασφαλιστική (αναιρεσείουσα) για ομαδική ασφάλιση εργαζομένων - Ορος για καταβολή ασφαλίσματος με την συνταξιοδότηση κάθε εργαζομένου και τρόπος υπολογισμού ποσού - Ευθεία αγωγή αναιρεσίβλητου εργαζομένου κατά της ασφαλιστικής - Εσφαλμένος υπολογισμός του καταβλητέου ποσού - Στην περίπτωση που επέλθει ο χρόνος συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων - μελών του Συλλόγου της Τράπεζας, οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας είναι ευθέως εκπληρωτέες προς αυτούς με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αποκτούν άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσουν την παροχή από αυτή σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης, στρεφόμενοι απευθείας εναντίον της δίχως να εξαρτώνται από τη διαμεσολάβηση του συμβαλλομένου Συλλόγου - Υποχρέωση αναιρεσείουσας για διόρθωση λανθασμένων στοιχείων και σωστό υπολογισμό ύψους αποζημίωσης - Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης (αρθρ. 1, 2, 9, 27 του ν. 2496/1997, 173, 200, 361, 371, 410, 411, 412, 713, 717 ΑΚ)
Αριθμός 162/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κράνη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεράσιμο Φουρλάνο, Γεώργιο Λέκκα και Αλτάνα Κοκκοβού, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ..... και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ........, που ανακάλεσε την από 2/10/2015 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος του ως άνω αναιρεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι το πατρώνυμο του αναιρεσιβλήτου είναι "Π." και όχι "Κ." όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο δικόγραφο της αναίρεσης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/7/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3813/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3268/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/1/2015 αίτησή της και τους από 27/8/2015 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αλτάνα Κοκκοβού ανέγνωσε την από 25/9/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 20/1/2015 αίτησης και των από 27/8/2015 πρόσθετων λόγων αυτής, για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3268/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους προσθέτους λόγους αυτής προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 3268/2014 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, αφού δέχθηκε την από 13-12-2010 έφεση της αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 3813/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που είχε εκδοθεί ερήμην της και δέχθηκε την από 8-7-2009 αγωγή του αναιρεσίβλητου κατ’ αυτής. Ειδικότερα με την αγωγή αυτή ο αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι η αναιρεσείουσα υποχρεούται βάσει ασφαλιστικής σύμβασης, καταρτισθείσας μεταξύ αυτής και του Συλλόγου Επιστημονικού Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, του οποίου ετύγχανε μέλος, να καταβάλλει σ’ αυτόν ως δικαιούχο, κατά τη συνταξιοδότηση του, την 1-12-2005, ως εφάπαξ παροχή, το ποσό των 10.115,20 €, το οποίο προέκυπτε, κατά τη σύμβαση, με βάση το μέσο μηνιαίο μισθό του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότησή του, ύψους 4.286,10 € και τα χρόνια υπηρεσίας του και ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να του καταβάλλει νομιμοτόκως τη διαφορά, ποσού 6.375,21 €, δεδομένου ότι αυτή υπολόγισε την άνω παροχή με βάση μηνιαίο μισθό, ύψους 1.584,74 € και του κατέβαλε το ποσό των 3.739,99 €. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής (άρθρ. 569 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 560 του ΚΠολΔ "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου...". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ενώ παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρ. 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ.
Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία μπορεί να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αρκεί όμως να προκύπτει και έμμεσα απ’ αυτή, όπως συμβαίνει όταν παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 9 παρ.1 και 27 παρ.1 του ν. 2496/1997, που έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33§4 και 34 του ίδιου νόμου και επί ασφαλιστικών συμβάσεων, που προϋπήρχαν αυτού και είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του, προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού) είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου.
Εξάλλου, ομαδική ασφάλιση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθρο 29 παρ. 3 του ν.2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος (τρίτο). Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της σύμβασης (άρθρ. 201επ ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (και όχι από τον αντισυμβαλλόμενο- δέκτη της υπόσχεσης), το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πλήρωσης των όρων της σύμβασης.
Πρόκειται περί γνήσιας ομαδικής ασφάλισης, η οποία λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ. 411 Α.Κ.), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσας παροχής (ΑΠ 11/2006, ΑΠ 1895/2008). Τέλος, η διαχειριστική ασφάλιση είναι μια επενδυτικής φύσης εργασία, χωρίς να έχει σχέση με την κλασσική μορφή ομαδικής ασφάλισης με την έννοια της ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 13 κεφ.VII παρ. 2 α ΝΔ 400/1970 "Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως" επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να συμβάλλονται με άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού της.
Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού επιχείρησης ή και των μελών νομικού προσώπου (όπως συλλόγου), η ασφαλιστική επιχείρηση δημιουργεί Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, στον οποίο καταθέτει χρήματα η επιχείρηση ή ο σύλλογος (λήπτης της ασφάλισης), εκείνη δε, έναντι προμήθειας, την οποία λαμβάνει από το λογαριασμό, αναλαμβάνει την υποχρέωση, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί και ειδικότερα όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις της συνταξιοδότησης και οι συμφωνηθέντες, στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, μεταξύ των συμβαλλομένων όροι, να καταβάλλει στον οριζόμενο δικαιούχο (εργαζόμενο της επιχείρησης ή μέλος του συλλόγου) τη συνταξιοδοτική παροχή (ασφάλισμα), την οποία αφαιρεί από το Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, που έχει δημιουργηθεί από τις καταθέσεις του εργοδότη, χωρίς να μετέχει η ίδια (ασφαλιστική εταιρεία), αφού η συμμετοχή της περιορίζεται στη διαχείριση των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και υποχρεούται να προβεί στην καταβολή της συνταξιοδοτικής παροχής στο μέτρο της επάρκειας του λογαριασμού διαχείρισης κεφαλαίων.
Υπό τις συνθήκες αυτές συνάπτεται γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 410, 411 επ. ΑΚ, δηλαδή υπέρ του ασφαλισμένου (εργαζομένου ή μέλος του συλλόγου), καθόσον το δικαίωμα επί του ασφαλίσματος γεννιέται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση απευθείας και αμέσως στο πρόσωπό του, χωρίς να απαιτείται να αποκτηθεί τούτο πρώτα από τον αντισυμβαλλόμενο, λήπτη της ασφάλισης και ύστερα να μεταβιβασθεί από αυτόν στον τρίτο ασφαλισμένο.
Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που έκρινε ως εφετείο, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο ενάγων προσλήφθηκε από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στις 31.5.1976 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με το βαθμό του Λογιστή Β’ (Οικονομικών) και εργάσθηκε σε αυτή έως την 1η. 12.2005, οπότε και αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης με το βαθμό του Διευθυντή (Οικονομικών). Κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της εργασιακής του απασχόλησης στην ως άνω εργοδότρια, υπήρξε μέλος του Συλλόγου Επιστημονικού Προσωπικού αυτής (ήτοι του ....), ο οποίος κατόπιν ενοποιήσεώς του με άλλα δύο σωματεία της ίδιας Τράπεζας, λειτουργούσε από το έτος 1999 με την επωνυμία "..." (....). Μεταξύ του Συλλόγου αυτού (ως ....) και της Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλειών "...", της οποίας καθολική διάδοχος είναι η εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", καταρτίσθηκε το υπ’ αριθμ. .../20.6.1985 ομαδικό ασφαλιστήριο, με έναρξη ισχύος την 1η. 1.1984, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε η καταβολή εφάπαξ παροχής κατά τη συνταξιοδότησή τους στα μέλη του συμβαλλομένου Συλλόγου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτό.
Ειδικότερα, στο άρθρο 1 - Γενικές Διατάξεις του εν λόγω ασφαλιστηρίου προβλεπόταν η δημιουργία "...", που τροφοδοτείτο αποκλειστικά από τις εισφορές του Συμβαλλομένου Συλλόγου, σύμφωνα με τις διατάξεις του συμβολαίου και το Γενικό Κανονισμό του Προγράμματος Προνοίας, που ρυθμίζει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Συλλόγου και των ασφαλισμένων και συνιστά αναπόσπαστο τμήμα του ασφαλιστηρίου. Συγχρόνως οριζόταν ότι ο Συμβαλλόμενος παρείχε το δικαίωμα στην Εταιρεία να αποσύρει από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου τα απαιτούμενα για την καταβολή των προβλεπόμενων παροχών ποσά.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3.1. του εν λόγω συμβολαίου, στην αρχή κάθε ασφαλιστικού έτους, ο Συμβαλλόμενος (ενν. Σύλλογος) διαβιβάζει στην Εταιρεία κατάσταση των εργαζομένων που καλύπτονται από το πρόγραμμα, στην οποία περιλαμβάνονται ο αριθμός μητρώου εκάστου ασφαλισμένου, τα στοιχεία ταυτότητάς του, η ημερομηνία προσλήψεώς του στην Υπηρεσία, οι μηνιαίες αποδοχές και κάθε άλλο στοιχείο αναφορικά με τις ειδικές περιπτώσεις του προγράμματος, ενώ με βάση τις ως άνω πληροφορίες, η Εταιρεία καθορίζει το ποσό της εισφοράς, που οφείλει να καταβάλει ο Συμβαλλόμενος στην αρχή εκάστου ασφαλιστικού έτους για την καλυπτόμενη ομάδα.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, ότι η Εταιρεία εγγυάται το υπόλοιπο του ... κάθε στιγμή και ειδικότερα την καταβολή της σύνταξης, εφόσον προβλέπεται από τον Κανονισμό Προνοίας του προγράμματος, αναλαμβάνοντας από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου το μεικτό ενιαίο ασφάλιστρο που απαιτείται, ενώ αν διαπιστώσει ότι ο ως άνω Λογαριασμός είναι ή τείνει να γίνει ανεπαρκής, οφείλει να ενημερώσει για αυτό τον Συμβαλλόμενο και να του εισηγηθεί τις αναγκαίες αναπροσαρμογές που πρέπει να γίνουν στις εισφορές, ώστε να διατηρηθεί η επάρκεια του Λογαριασμού. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 περί γνωστοποίησης δικαιώματος παροχής, κατά τη διάρκεια ισχύος του εν λόγω συμβολαίου, ο Συμβαλλόμενος είναι υποχρεωμένος, σε διάστημα όχι λιγότερο από 15 ημέρες από την ημερομηνία θεμελίωσης δικαιώματος παροχής εκάστου εργαζομένου, ο οποίος δικαιούται παροχής σύμφωνα με τις διατάξεις του προγράμματος, να το γνωστοποιήσει στην Εταιρεία, με τη μορφή που έχει καθορίσει η τελευταία και με τρόπο ικανοποιητικό για την παροχή όλων των απαιτουμένων για την καταβολή της παροχής πληροφοριών, ενώ επιπρόσθετα προβλεπόταν το δικαίωμα της εταιρείας να απαιτήσει ικανοποιητικές για την ίδια αποδείξεις προς επιβεβαίωση των πληροφοριών που περιέχονται στην ως άνω γνωστοποίηση, δίχως να υπέχει καμία υποχρέωση να καταβάλει παροχή για οιαδήποτε άτομα, χωρίς προηγούμενη κανονική συμπλήρωση της γνωστοποίησης.
Ακολούθως, στην παράγραφο 6.1. του συμβολαίου γινόταν μνεία σχετικά με την καταβολή της παροχής και συγκεκριμένα του ότι με τη λήψη μιας κανονικά συμπληρωμένης γνωστοποίησης και με την προϋπόθεση επάρκειας του ... για την καταβολή, της απαιτούμενης παροχής, η Εταιρεία αναλαμβάνει από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου το ποσό που χρειάζεται για την καταβολή της παροχής σε κάθε δικαιούχο που πληροί τις προϋποθέσεις και η οποία είναι σύμφωνη με τους όρους του προγράμματος και τα στοιχεία του ατόμου που τη δικαιούται, όπως καθορίζονται στη γνωστοποίηση. Επιπλέον, στις διατάξεις των παραγράφων 10.2 & 10.3. αναφερόταν ότι ο Συμβαλλόμενος είναι υποχρεωμένος να στέλνει γραπτή δήλωσή του στην Εταιρεία, η οποία να περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, που αφορούν στην ομάδα που καλύπτεται από το πρόγραμμα, ενώ κάθε πληροφορία σχετική με ασφαλισμένο, η οποία, κατά τη χρονική περίοδο της ασφάλισης ή της αποχώρησης, αποκαλυφθεί ανακριβής, θα διορθωθεί για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου, η δε Εταιρεία θα διορθώσει στη συνέχεια τον υπολογισμό της αξίας των παροχών σε βάρος του κεφαλαίου.
Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθμ. .../19.3.1997 πρόσθετης πράξης, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρω ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, τροποποιήθηκε ο Γενικός Κανονισμός Προγράμματος Προνοίας από 1.1.1996, στον οποίο πλέον προβλέπονταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Ότι ως συντάξιμος μηνιαίος μισθός νοείται ο μέσος μηνιαίος μισθός του τελευταίου 12μήνου πριν από τη συνταξιοδότηση, επί του οποίου υπολογίζεται η ενίσχυση των εξερχομένων μελών του Συλλόγου, ενώ για τα εξερχόμενα μέλη από 1.1.1996 μέχρι 31.12.1997 ορίζεται πλαφόν στο ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού δρχ. 540.000. Επιπρόσθετα, στην ίδια πρόσθετη πράξη οριζόταν ότι το ποσό της εφάπαξ παροχής κάθε ασφαλισμένου υπολογίζεται σε ποσοστό ενίσχυσης ύψους 6,667% για κάθε έτος ταμειακής ενημερότητας, για όσα μέλη έχουν συμπληρώσει από 5 έως 15 έτη ταμειακής ενημερότητας στο .... και σε ποσοστό 8% για κάθε έτος ταμειακής ενημερότητας, για όσα μέλη έχουν συμπληρώσει πάνω από 15 έτη ταμειακής ενημερότητας στον ως άνω Σύλλογο. Την 8η.2.2006 η εναγομένη εταιρεία κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 3.739,99 ευρώ, ως εφάπαξ παροχή λόγω της από 1.12.2005 συνταξιοδότησής του, υπολογίζοντας αυτή βάσει του μέσου μηνιαίου μισθού των τελευταίων δώδεκα (12) μηνών, ύψους 1.584,74 ευρώ, τον οποίο της γνωστοποίησε ο Συμβαλλόμενος Σύλλογος (....). Ο τελευταίος, ωστόσο, εφάρμοζε στο σύνολο των συνταξιοδοτούμενων μελών του την ύπαρξη του πλαφόν, που είχε προβλεφθεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. .../19.3.1997 πρόσθετης πράξης - αναπόσπαστου τμήματος του επιδίκου ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ενώ στον αντίστοιχο όρο αυτής προβλεπόταν ρητά και με σαφήνεια ότι η εφαρμογή του ως άνω πλαφόν των 540.000 δρχ. (άλλως ισόποσου σε 1.584,74 ευρώ) αφορούσε τα μέλη του Συλλόγου, που συνταξιοδοτούνταν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1996 μέχρι 31.12.1997.
Πρέπει δε να επισημανθεί το γεγονός ότι δεν έλαβε χώρα καμία άλλη τροποποίηση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ώστε να καταστεί όρος αυτού η εφαρμογή του εν λόγω πλαφόν για το σύνολο των εξερχομένων μελών του Συλλόγου, ανεξαρτήτως του χρόνου, κατά τον οποίο αποχωρούσαν και συνακόλουθα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ασφαλιστήριο μετά της ανωτέρω πρόσθετης πράξης αυτού, ο περιορισμός του ύψους του μέσου μηνιαίου μισθού κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την αποχώρηση κάθε ασφαλισμένου στο συγκεκριμένο ποσό των 1.584,74 ευρώ, αφορούσε μόνο στα μέλη που εξήλθαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1996 μέχρι 31.12.1997. Επομένως, δεδομένου ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός του ενάγοντος κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από τη συνταξιοδότησή του ανερχόταν στο ποσό των 4.286,10 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ...19.3.2009 προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως βεβαίωση της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού της Α.Τ.Ε., το ύψος της καταβλητέας εφάπαξ παροχής αυτού έπρεπε να υπολογισθεί ως εξής (σύμφωνα με τα συμβατικώς ως άνω προβλεπόμενα): 4.286,10 ευρώ Χ 29 1/2 έτη Χ 8% (καθώς είχε συμπληρώσει πάνω από 15 έτη ταμειακής ενημερότητας) = 10.115,20 ευρώ.
Επομένως, η εναγομένη, η οποία του κατέβαλε το ποσό των 3.739,99 ευρώ, οφείλει σε αυτόν τη διαφορά, ήτοι ποσό ύψους 6.375,21 (=10.115,20 - 3.739,99) ευρώ. Στο σημείο αυτό, χρήζει αναφοράς ότι με το από 3.4.2009 έγγραφό του προς την εναγομένη εταιρεία, ο ενάγων γνωστοποίησε σε αυτήν ότι τα στοιχεία που είχαν χορηγηθεί στην ίδια από το .... αναφορικά με το μέσο μηνιαίο μισθό του, κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν από τη συνταξιοδότησή του, ήταν ανακριβή, δεδομένου ότι αυτός ανερχόταν στο ποσό των 4.286,10 ευρώ και όχι στο ποσό των 1.584,74 ευρώ (πλαφόν), ενώ συγχρόνως ζήτησε να προβεί η εταιρεία σε διόρθωση του υπολογισμού του ύψους της καταβλητέας σε αυτόν εφάπαξ παροχής κατ’ εφαρμογή των άρθρων 10.3 & 3.3. του ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προκειμένου να του καταβληθεί το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό. Η δε εναγομένη εταιρεία, επικαλούμενη ότι αξίωσε από τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο την παροχή πληροφοριών σχετικών με την τυχόν ανακρίβεια των χορηγηθέντων από τον ίδιο στοιχείων για το ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού των προσώπων που δικαιούνταν την εφάπαξ παροχή και ότι ο τελευταίος δεν προέβη σε καμία σχετική διόρθωση των εν λόγω στοιχείων, αρνήθηκε να υπολογίσει διαφορετικά το ύψος της καταβλητέας στον ενάγοντα παροχής.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτής ότι δεν προβλέπεται συμβατικά δικαίωμά της να προβεί μονομερώς σε διόρθωση του ως άνω υπολογισμού, παρά μόνο σε περίπτωση που διορθωθεί η τυχόν ανακριβής πληροφορία ως προς το ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού του δικαιούμενου της παροχής προσώπου από τον ίδιο τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν ερείδεται στον ήδη εκτεθέντα ανωτέρω όρο της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ομαδικού ασφαλιστηρίου, καθώς στον τελευταίο προβλέπεται ότι κάθε πληροφορία σχετική με ασφαλισμένο, η οποία, κατά τη χρονική περίοδο της ασφάλισης ή της αποχώρησης, αποκαλυφθεί ανακριβής, θα διορθωθεί για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου, η δε εταιρεία θα διορθώσει στη συνέχεια τον υπολογισμό της αξίας των παροχών σε βάρος του κεφαλαίου.
Ειδικότερα, στην παραπάνω διάταξη του ομαδικού ασφαλιστηρίου με την αναφορά των όρων "θα διορθωθεί" και "η εταιρεία θα διορθώσει", ουδόλως εξειδικεύεται ότι η εν λόγω διόρθωση δύναται να λάβει χώρα μόνο από τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο. Άλλωστε, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 των Γενικών Όρων του Συμβολαίου ..., που ουσιαστικά διακηρύσσει την υπέρ τρίτου - ασφαλισμένου - δικαιούχου ενέργεια της επίδικης συμβάσεως, οι υποχρεώσεις της εταιρείας προς τον ασφαλισμένο (εργαζόμενο) αρχίζουν από την ημερομηνία που το κατάλληλο ποσό αποσυρθεί από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου για την καταβολή της προβλεπόμενης παροχής.
Στην περίπτωση λοιπόν που επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και εν προκειμένω, ο χρόνος συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων - μελών του Συλλόγου, οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας είναι ευθέως εκπληρωτέες προς αυτούς (κατά τα άρθρα 411 & 412 ΑΚ), με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αποκτούν άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσουν την παροχή από αυτή σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης, στρεφόμενοι απευθείας εναντίον της (άρθρο 411 ΑΚ), δίχως να εξαρτώνται από τη διαμεσολάβηση του συμβαλλομένου (Συλλόγου)...
Περαιτέρω, η ένσταση της εναγομένης περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ύψους των διαθεσίμων του ..., που έληξε με την από 22.1.2013 καταγγελία αυτής και τα οποία κεφάλαια ανέρχονται - σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις έγγραφες προτάσεις της - στο ποσό των 480.663 ευρώ, κρίνεται επίσης απορριπτέα ως αβάσιμη, δεδομένου ότι από τα συμβατικώς οριζόμενα και ειδικότερα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3.3. (περί εγγυήσεων της εταιρείας) και 7.2. (περί δικαιώματος καταγγελίας του συμβολαίου από την εταιρεία), αν πράγματι συνέτρεχε περίπτωση ανεπάρκειας υπολοίπου αποθέματος του κεφαλαίου και θέσης σε κίνδυνο του δικαιώματος για την καταβολή της παροχής των υπολοίπων εργαζομένων - μελών του Συλλόγου, που εξακολουθούν να εργάζονται, η εταιρεία όφειλε να είχε καταγγείλει εγκαίρως τη σύμβαση ασφάλισης.
Εφόσον όμως η ως άνω σύμβαση εξακολουθούσε να ισχύει κατά το χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και δη το χρόνο συνταξιοδότησης του ενάγοντος και συνακόλουθα της υποχρέωσης της ιδίας να καταβάλει το ασφάλισμα, όφειλε η ασφαλίστρια εταιρεία να καταβάλει στον ασφαλισμένο ενάγοντα τη συμφωνημένη ασφαλιστική παροχή, υπολογιζόμενη - σύμφωνα με τις προηγηθείσες ουσιαστικές παραδοχές - βάσει του πραγματικού μέσου μηνιαίου μισθού του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότηση αυτού. Εξάλλου, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 & 3 του άρθρου 3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρεία εγγυάται το υπόλοιπο του ... κάθε στιγμή, καθώς και την καταβολή της σύνταξης, εφόσον προβλέπεται από τον κανονισμό προνοίας του προγράμματος, αναλαμβάνοντας από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου, το μεικτό ενιαίο ασφάλιστρο.
Ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις περί ανεπάρκειας διαθέσιμων κεφαλαίων εκ μέρους της εταιρείας αφορούν σε θέματα υπαγόμενα αποκλειστικά στη σφαίρα της δικής της επιρροής, των οποίων έπρεπε η ίδια να επιμεληθεί εγκαίρως, δίχως αυτά να δύνανται να προταθούν έναντι του δικαιούχου ενάγοντος, που έχει ήδη αποκτήσει δικαίωμα στη συμφωνημένη παροχή από το χρόνο συνταξιοδοτήσεώς του...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πρωτοδικείο, που έκρινε ως Εφετείο, δέχθηκε μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κατά παραδοχή της έφεσης της αναιρεσείουσας, που είχε εκδοθεί ερήμην της, την αγωγή του αναιρεσίβλητου και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα-εναγομένη να καταβάλλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 6.375,21 €.
Η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά τα σχετικά του σκέλη και τον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής ομοίως κατά τα σχετικά του σκέλη, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι αν και θα έπρεπε, με βάση τις πραγματικές παραδοχές της σε σχέση με το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τις οποίες αυτή δεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει παροχή προς τα μέλη του αντισυμβαλλομένου Συλλόγου χωρίς την προηγούμενη γνωστοποίηση των στοιχείων του υπολογισμού της από αυτόν, να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι κατά την εν λόγω σύμβασή τους, που είχε το χαρακτήρα ..., στο πλαίσιο του οποίου η ευθύνη της περιοριζόταν μόνο στη διαχείρισή του, υποχρεούτο στην καταβολή παροχών προς τα μέλη του Συλλόγου, όπως αυτές διαμορφώνονταν ποσοτικά και χρονικά από τη συμβατικώς προβλεπόμενη γνωστοποίηση του Συλλόγου προς αυτή, έστω και αν οι πραγματικές αποδοχές των μελών ήταν διαφορετικές, διότι χωρίς την εντολή αυτή υφίστατο αδυναμία της να αναλάβει ποσό από τον παραπάνω λογαριασμό μεγαλύτερο του καταβληθέντος, εντούτοις κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα και συγκεκριμένα ότι στο πλαίσιο της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης ο αναιρεσίβλητος (τρίτος) απέκτησε άμεσο δικαίωμα κατ’ αυτής (υποσχεθείσας) για ασφαλιστική παροχή μεγαλύτερη από αυτή που της είχε γνωστοποιήσει ο αντισυμβαλλόμενος Σύλλογος (δέκτης της υπόσχεσης), έστω και χωρίς την, κατά τη σύμβαση, προηγούμενη σχετική εντολή προς αυτή από τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο (δέκτη της υπόσχεσης) για την καταβολή της διαφοράς του ασφαλίσματος και ανάληψη εκ μέρους της του σχετικού ποσού από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου, απαιτείτο δε τροποποίηση του ασφαλιστηρίου για να τεθεί ως βάση υπολογισμού της παροχής διαφορετικό ποσό από το προκύπτον με βάση τις πραγματικές αποδοχές του αναιρεσίβλητου.
Ειδικότερα η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι ναι μεν η μεταξύ αυτής και του Συλλόγου σύμβαση χορηγεί δικαίωμα στα μέλη του Συλλόγου να αξιώσουν απευθείας από αυτή τις συμφωνημένες παροχές, δηλαδή ενεργεί ως γνήσια υπέρ τρίτων σύμβαση, μέχρι του ποσού όμως που κάθε παροχή προσδιορίζεται από το Σύλλογο με σχετική γνωστοποίηση προς αυτή, οπότε και υποχρεούται αυτή, συμμορφούμενη προς τη σχετική γνωστοποίηση (εντολή) του Συλλόγου, να αναλάβει από το σχετικό Λογαριασμό το αντίστοιχο ποσό (εφάπαξ παροχή) και να το καταβάλει στα δικαιούμενα μέλη του Συλλόγου, διόρθωση δε τυχόν ανακριβούς γνωστοποίησης μπορεί να γίνει μόνο από το Σύλλογο και όχι από τα μέλη του.
Συνεπώς, ισχυρίζεται περαιτέρω η αναιρεσείουσα, ο αναιρεσίβλητος, αξιώνοντας ως μέλος του Συλλόγου την καταβολή σ’ αυτόν παροχής υπέρτερου ποσού από αυτό που της γνωστοποίησε ο Σύλλογος, ενεργεί χωρίς δικαίωμα και είναι απορριπτέα η αγωγή του, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο ζητεί διαφορετική ως προς το ποσό παροχή από αυτή που συμφώνησαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Οι άνω αιτιάσεις θα μπορούσαν να προσδώσουν στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα σχετικό με την ερμηνεία της επίδικης σύμβασης. Τέτοιος όμως λόγος δεν διατυπώνεται κατά τρόπο ορισμένο, αφού δεν γίνεται, όπως θα έπρεπε, αναφορά στις διατάξεις των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθώς και στο κενό ή στην ασάφεια που υποτίθεται ότι διαπίστωσε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων και στο σφάλμα στο οποίο με την απόφασή του συνακόλουθα υπέπεσε κατά την εφαρμογή των ως άνω ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών.
Αντίθετα με τις αιτιάσεις αυτές επιχειρείται, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΑΚ, να αποδοθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση η με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή παραβίαση των αναφερομένων στην αναίρεση και στους προσθέτους αυτής λόγους διατάξεων των άρθρων 1, 2, 9 και 27 του ν. 2496/1997 336, 338, 361, 380, 410, 411 επ., 713 και 717 ΑΚ και 13 παρ. 2 περίπτωση VII, υποπερ.2α του ΝΔ 400/1970, στην πραγματικότητα όμως πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και γι’ αυτό οι σχετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Ειδικότερα υπό τις παραπάνω εκτιθέμενες παραδοχές, δεν συντρέχει παραβίαση, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, των ως άνω διατάξεων, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η ασφαλιστική σύμβαση, που καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας, με την ιδιότητα του ασφαλιστή και του Συλλόγου Εργαζομένων Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, με την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου, υπέρ των εργαζομένων - μελών του, για την καταβολή εφάπαξ παροχής από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου κατά τη συνταξιοδότησή τους, υπολογιζόμενης, κατά τη σύμβαση, με βάση το μ.ο. των μηνιαίων μισθών του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότηση και τα χρόνια υπηρεσίας, είχε το χαρακτήρα της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, ότι ως εκ τούτου ο εκάστοτε εργαζόμενος, μέλος του Συλλόγου, αποκτούσε άμεσο δικαίωμα κατά του υποσχεθέντος ασφαλιστή από τη στιγμή που ο τελευταίος αναλάμβανε από το κεφάλαιο το αναγκαίο ποσό για το σχηματισμό της εφάπαξ παροχής προς τον εργαζόμενο, ήτοι από τη στιγμή της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, που συνέπιπτε με τη συνταξιοδότησή του, ότι μετά ταύτα από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά τα παραπάνω, ο αναιρεσίβλητος, μέλος του αντισυμβαλλομένου Συλλόγου και δικαιούχος της άνω εφάπαξ παροχής, ως έχων άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα επί της παροχής αυτής νομιμοποιείτο να στραφεί ευθέως κατά του υποσχεθέντος ασφαλιστή και να διεκδικήσει την παροχή του, ώστε να του καταβληθεί η διαφορά, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα κατέβαλε αυτή με βάση μηνιαίο μισθό, ύψους 1.584, 74€, που, κατά παράβαση της ασφαλιστικής σύμβασης, ανακριβώς της γνωστοποίησε ο Σύλλογος και όχι, όπως, σύμφωνα με αυτή (ασφαλιστική σύμβαση), έπρεπε να υπολογισθεί με βάση το μ.ο. των μηνιαίων μισθών αυτού των τελευταίων 12 μηνών πριν από τη συνταξιοδότησή του, που ανερχόταν σε 4.286,10€, ποσό στο οποίο η αναιρεσείουσα έπρεπε και χωρίς εντολή του Συλλόγου να διορθώσει η ίδια την αξία της προς τον αναιρεσίβλητο παροχής, αφού με την αναφορά στο άρθρ. 10§3 της ασφαλιστικής σύμβασης ότι γνωστοποίηση από το Σύλλογο που θα αποκαλυφθεί αναληθής υπόκειται σε διόρθωση, δεν νοείται ότι η διόρθωση μπορεί να γίνει μόνο από το Σύλλογο.
Περαιτέρω απορριπτέοι ως αβάσιμοι είναι οι ίδιοι λόγοι και κατά τα σκέλη τους, ομοίως από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τα οποία η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 201, 202, 410 και 411 ΑΚ, διότι ενόψει του ότι το διαθέσιμο του ... συνιστά το ανώτατο όριο ευθύνης της και η υπόσχεσή της προς το Σύλλογο προς παροχή έγινε υπό την αίρεση της επάρκειάς του, ο ισχυρισμός της περί ανεπάρκειας των διαθεσίμων του Λογαριασμού Διαχείρισης κατά το χρόνο συνταξιοδότησης του αναιρεσίβλητου ήταν βάσιμος και έπρεπε να εξεταστεί κατ’ ουσίαν και όχι να απορριφθεί με την αιτιολογία ότι επρόκειτο περί ζητήματος που ανάγεται στη σφαίρα επιρροής της και ότι δεν μπορεί να προταθεί κατά του αναιρεσίβλητου. Ειδικότερα οι λόγοι αυτοί κατά τα ως άνω σκέλη τους ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο ως άνω ισχυρισμός της αναιρεσίβλητης εξετάστηκε κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκε ως αβάσιμος, υπό την έννοια ότι έγινε δεκτό ότι κατά το χρόνο της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και συγκεκριμένα της συνταξιοδότησης του αναιρεσιβλήτου δεν συνέτρεχε ανεπάρκεια του Λογαριασμού Διαχείρισης για την ικανοποίηση της απαίτησής του, όφειλε δε διαφορετικά κατά τη σύμβαση η εταιρεία να είχε προβεί στην καταγγελία της.
Εξάλλου απορριπτέος ως απαράδεκτος κατά το σχετικό σκέλος του είναι ο πρώτος πρόσθετος λόγος της αίτησης αναίρεσης και κατά την αιτίαση από τον αριθμό και πάλι 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, δηλαδή ότι γνωστοποιώντας ο Σύλλογος στην αναιρεσείουσα για τον προσδιορισμό της προς τον αναιρεσίβλητο παροχής μικρότερο ποσό των πραγματικών αποδοχών του προέβη κατά την έννοια αυτή σε μερική ανάκληση του υπέρ αυτού δικαιώματος στην παροχή και έτσι έπρεπε να αξιολογηθεί από την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η αναιρεσείουσα δεν είχε προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, όπως όφειλε κατά το άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ, τέτοιο ισχυρισμό από το άρθρ. 412 ΑΚ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ "αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει γίνεται από το δικαστήριο". Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, που αποτελεί ειδική έκφραση των αρχών της καλής πίστης, παρέχεται η δυνατότητα, η οποία απορρέει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής σε κάποιον από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, ο οποίος υποχρεούται να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση. Προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και υφίσταται υπό την έννοια ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης και μετά τη σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ’ έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος, βάρος ή κατ’ άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. (ΑΠ 110/2015).
Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει ομοίως αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, παραπονείται για ευθεία παραβίαση της διάταξης του άρθρου 371 ΑΚ, λόγω μη εφαρμογής της, άλλως λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της, αιτιώμενη ειδικότερα ότι το Πρωτοδικείο που έκρινε ως Εφετείο, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε με τη συνταξιοδότησή του άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από αυτή την παροχή, το ύψος της οποίας μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τις πραγματικές μηνιαίες αποδοχές του, δίχως να εξαρτάται από τη διαμεσολάβηση του συμβαλλομένου Συλλόγου, δηλαδή χωρίς να προσδιορίζεται από το ποσό που θα γνωστοποιούσε σ’ αυτή ο Σύλλογος, παρόλο που κατά την ασφαλιστική σύμβαση ήταν αναγκαία για τον προσδιορισμό της παροχής η γνωστοποίηση του ακριβούς ύψους της από τον Σύλλογο, στον οποίο κατά την έννοια αυτή τα μέρη ανέθεσαν τον ειδικότερο προσδιορισμό της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωταρχικά ως απαράδεκτος, αφού συνέχεται με ισχυρισμό που δεν προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, όπως το άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ επιβάλλει, σε κάθε δε περίπτωση βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Ειδικότερα από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρ. 371 ΑΚ, η οποία και δεν ήταν εφαρμοστέα με βάση τις παραδοχές του, αφού σύμφωνα με αυτές η προβλεπόμενη ασφαλιστική παροχή δεν ήταν αόριστη, καθόσον ο υπολογισμός της είχε ορισθεί από τη σύμβαση κατ’ έκταση και χρόνο με βάση το μέσο όρο των 12 μηνιαίων μισθών του αναιρεσιβλήτου πριν από τη συνταξιοδότησή του και τα χρόνια υπηρεσίας του, είχε δε απλώς ανατεθεί η γνωστοποίησή της στην αναιρεσείουσα από το Σύλλογο, οποίος όμως τη γνωστοποίησε ανακριβώς.
Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των τριακοσίων (300) ευρώ, που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 7/2015 έκθεση κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.1.2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3268/2014 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως και τους από 27.8.2015 προσθέτους λόγους αυτής. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου των τριακοσίων (300) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Φεβρουαρίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του σε δημόσια συνεδρίαση στις 30 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ - ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΡΩΝ - ΟΜΑΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (ΓΝΗΣΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ) - ΑΜΕΣΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ... ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΟΛΙΣ ΕΠΕΛΘΕΙ Ο Ο ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ - ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ Η ΑΚ 371 (ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ) - ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ - Σύμβαση Τράπεζας με ασφαλιστική (αναιρεσείουσα) για ομαδική ασφάλιση εργαζομένων - Ορος για καταβολή ασφαλίσματος με την συνταξιοδότηση κάθε εργαζομένου και τρόπος υπολογισμού ποσού - Ευθεία αγωγή αναιρεσίβλητου εργαζομένου κατά της ασφαλιστικής - Εσφαλμένος υπολογισμός του καταβλητέου ποσού - Στην περίπτωση που επέλθει ο χρόνος συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων - μελών του Συλλόγου της Τράπεζας, οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας είναι ευθέως εκπληρωτέες προς αυτούς με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αποκτούν άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσουν την παροχή από αυτή σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης, στρεφόμενοι απευθείας εναντίον της δίχως να εξαρτώνται από τη διαμεσολάβηση του συμβαλλομένου Συλλόγου - Υποχρέωση αναιρεσείουσας για διόρθωση λανθασμένων στοιχείων και σωστό υπολογισμό ύψους αποζημίωσης - Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης (αρθρ. 1, 2, 9, 27 του ν. 2496/1997, 173, 200, 361, 371, 410, 411, 412, 713, 717 ΑΚ)
Αριθμός 162/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κράνη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεράσιμο Φουρλάνο, Γεώργιο Λέκκα και Αλτάνα Κοκκοβού, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ..... και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ........, που ανακάλεσε την από 2/10/2015 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος του ως άνω αναιρεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι το πατρώνυμο του αναιρεσιβλήτου είναι "Π." και όχι "Κ." όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο δικόγραφο της αναίρεσης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/7/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3813/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3268/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/1/2015 αίτησή της και τους από 27/8/2015 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αλτάνα Κοκκοβού ανέγνωσε την από 25/9/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 20/1/2015 αίτησης και των από 27/8/2015 πρόσθετων λόγων αυτής, για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3268/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους προσθέτους λόγους αυτής προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 3268/2014 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, αφού δέχθηκε την από 13-12-2010 έφεση της αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 3813/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που είχε εκδοθεί ερήμην της και δέχθηκε την από 8-7-2009 αγωγή του αναιρεσίβλητου κατ’ αυτής. Ειδικότερα με την αγωγή αυτή ο αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι η αναιρεσείουσα υποχρεούται βάσει ασφαλιστικής σύμβασης, καταρτισθείσας μεταξύ αυτής και του Συλλόγου Επιστημονικού Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, του οποίου ετύγχανε μέλος, να καταβάλλει σ’ αυτόν ως δικαιούχο, κατά τη συνταξιοδότηση του, την 1-12-2005, ως εφάπαξ παροχή, το ποσό των 10.115,20 €, το οποίο προέκυπτε, κατά τη σύμβαση, με βάση το μέσο μηνιαίο μισθό του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότησή του, ύψους 4.286,10 € και τα χρόνια υπηρεσίας του και ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να του καταβάλλει νομιμοτόκως τη διαφορά, ποσού 6.375,21 €, δεδομένου ότι αυτή υπολόγισε την άνω παροχή με βάση μηνιαίο μισθό, ύψους 1.584,74 € και του κατέβαλε το ποσό των 3.739,99 €. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής (άρθρ. 569 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 560 του ΚΠολΔ "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου...". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ενώ παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρ. 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ.
Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία μπορεί να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αρκεί όμως να προκύπτει και έμμεσα απ’ αυτή, όπως συμβαίνει όταν παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 9 παρ.1 και 27 παρ.1 του ν. 2496/1997, που έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33§4 και 34 του ίδιου νόμου και επί ασφαλιστικών συμβάσεων, που προϋπήρχαν αυτού και είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του, προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού) είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου.
Εξάλλου, ομαδική ασφάλιση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθρο 29 παρ. 3 του ν.2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος (τρίτο). Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της σύμβασης (άρθρ. 201επ ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (και όχι από τον αντισυμβαλλόμενο- δέκτη της υπόσχεσης), το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πλήρωσης των όρων της σύμβασης.
Πρόκειται περί γνήσιας ομαδικής ασφάλισης, η οποία λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ. 411 Α.Κ.), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσας παροχής (ΑΠ 11/2006, ΑΠ 1895/2008). Τέλος, η διαχειριστική ασφάλιση είναι μια επενδυτικής φύσης εργασία, χωρίς να έχει σχέση με την κλασσική μορφή ομαδικής ασφάλισης με την έννοια της ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 13 κεφ.VII παρ. 2 α ΝΔ 400/1970 "Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως" επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να συμβάλλονται με άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού της.
Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού επιχείρησης ή και των μελών νομικού προσώπου (όπως συλλόγου), η ασφαλιστική επιχείρηση δημιουργεί Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, στον οποίο καταθέτει χρήματα η επιχείρηση ή ο σύλλογος (λήπτης της ασφάλισης), εκείνη δε, έναντι προμήθειας, την οποία λαμβάνει από το λογαριασμό, αναλαμβάνει την υποχρέωση, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί και ειδικότερα όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις της συνταξιοδότησης και οι συμφωνηθέντες, στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, μεταξύ των συμβαλλομένων όροι, να καταβάλλει στον οριζόμενο δικαιούχο (εργαζόμενο της επιχείρησης ή μέλος του συλλόγου) τη συνταξιοδοτική παροχή (ασφάλισμα), την οποία αφαιρεί από το Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, που έχει δημιουργηθεί από τις καταθέσεις του εργοδότη, χωρίς να μετέχει η ίδια (ασφαλιστική εταιρεία), αφού η συμμετοχή της περιορίζεται στη διαχείριση των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και υποχρεούται να προβεί στην καταβολή της συνταξιοδοτικής παροχής στο μέτρο της επάρκειας του λογαριασμού διαχείρισης κεφαλαίων.
Υπό τις συνθήκες αυτές συνάπτεται γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 410, 411 επ. ΑΚ, δηλαδή υπέρ του ασφαλισμένου (εργαζομένου ή μέλος του συλλόγου), καθόσον το δικαίωμα επί του ασφαλίσματος γεννιέται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση απευθείας και αμέσως στο πρόσωπό του, χωρίς να απαιτείται να αποκτηθεί τούτο πρώτα από τον αντισυμβαλλόμενο, λήπτη της ασφάλισης και ύστερα να μεταβιβασθεί από αυτόν στον τρίτο ασφαλισμένο.
Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που έκρινε ως εφετείο, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο ενάγων προσλήφθηκε από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στις 31.5.1976 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με το βαθμό του Λογιστή Β’ (Οικονομικών) και εργάσθηκε σε αυτή έως την 1η. 12.2005, οπότε και αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης με το βαθμό του Διευθυντή (Οικονομικών). Κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της εργασιακής του απασχόλησης στην ως άνω εργοδότρια, υπήρξε μέλος του Συλλόγου Επιστημονικού Προσωπικού αυτής (ήτοι του ....), ο οποίος κατόπιν ενοποιήσεώς του με άλλα δύο σωματεία της ίδιας Τράπεζας, λειτουργούσε από το έτος 1999 με την επωνυμία "..." (....). Μεταξύ του Συλλόγου αυτού (ως ....) και της Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλειών "...", της οποίας καθολική διάδοχος είναι η εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", καταρτίσθηκε το υπ’ αριθμ. .../20.6.1985 ομαδικό ασφαλιστήριο, με έναρξη ισχύος την 1η. 1.1984, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε η καταβολή εφάπαξ παροχής κατά τη συνταξιοδότησή τους στα μέλη του συμβαλλομένου Συλλόγου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτό.
Ειδικότερα, στο άρθρο 1 - Γενικές Διατάξεις του εν λόγω ασφαλιστηρίου προβλεπόταν η δημιουργία "...", που τροφοδοτείτο αποκλειστικά από τις εισφορές του Συμβαλλομένου Συλλόγου, σύμφωνα με τις διατάξεις του συμβολαίου και το Γενικό Κανονισμό του Προγράμματος Προνοίας, που ρυθμίζει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Συλλόγου και των ασφαλισμένων και συνιστά αναπόσπαστο τμήμα του ασφαλιστηρίου. Συγχρόνως οριζόταν ότι ο Συμβαλλόμενος παρείχε το δικαίωμα στην Εταιρεία να αποσύρει από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου τα απαιτούμενα για την καταβολή των προβλεπόμενων παροχών ποσά.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3.1. του εν λόγω συμβολαίου, στην αρχή κάθε ασφαλιστικού έτους, ο Συμβαλλόμενος (ενν. Σύλλογος) διαβιβάζει στην Εταιρεία κατάσταση των εργαζομένων που καλύπτονται από το πρόγραμμα, στην οποία περιλαμβάνονται ο αριθμός μητρώου εκάστου ασφαλισμένου, τα στοιχεία ταυτότητάς του, η ημερομηνία προσλήψεώς του στην Υπηρεσία, οι μηνιαίες αποδοχές και κάθε άλλο στοιχείο αναφορικά με τις ειδικές περιπτώσεις του προγράμματος, ενώ με βάση τις ως άνω πληροφορίες, η Εταιρεία καθορίζει το ποσό της εισφοράς, που οφείλει να καταβάλει ο Συμβαλλόμενος στην αρχή εκάστου ασφαλιστικού έτους για την καλυπτόμενη ομάδα.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, ότι η Εταιρεία εγγυάται το υπόλοιπο του ... κάθε στιγμή και ειδικότερα την καταβολή της σύνταξης, εφόσον προβλέπεται από τον Κανονισμό Προνοίας του προγράμματος, αναλαμβάνοντας από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου το μεικτό ενιαίο ασφάλιστρο που απαιτείται, ενώ αν διαπιστώσει ότι ο ως άνω Λογαριασμός είναι ή τείνει να γίνει ανεπαρκής, οφείλει να ενημερώσει για αυτό τον Συμβαλλόμενο και να του εισηγηθεί τις αναγκαίες αναπροσαρμογές που πρέπει να γίνουν στις εισφορές, ώστε να διατηρηθεί η επάρκεια του Λογαριασμού. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 περί γνωστοποίησης δικαιώματος παροχής, κατά τη διάρκεια ισχύος του εν λόγω συμβολαίου, ο Συμβαλλόμενος είναι υποχρεωμένος, σε διάστημα όχι λιγότερο από 15 ημέρες από την ημερομηνία θεμελίωσης δικαιώματος παροχής εκάστου εργαζομένου, ο οποίος δικαιούται παροχής σύμφωνα με τις διατάξεις του προγράμματος, να το γνωστοποιήσει στην Εταιρεία, με τη μορφή που έχει καθορίσει η τελευταία και με τρόπο ικανοποιητικό για την παροχή όλων των απαιτουμένων για την καταβολή της παροχής πληροφοριών, ενώ επιπρόσθετα προβλεπόταν το δικαίωμα της εταιρείας να απαιτήσει ικανοποιητικές για την ίδια αποδείξεις προς επιβεβαίωση των πληροφοριών που περιέχονται στην ως άνω γνωστοποίηση, δίχως να υπέχει καμία υποχρέωση να καταβάλει παροχή για οιαδήποτε άτομα, χωρίς προηγούμενη κανονική συμπλήρωση της γνωστοποίησης.
Ακολούθως, στην παράγραφο 6.1. του συμβολαίου γινόταν μνεία σχετικά με την καταβολή της παροχής και συγκεκριμένα του ότι με τη λήψη μιας κανονικά συμπληρωμένης γνωστοποίησης και με την προϋπόθεση επάρκειας του ... για την καταβολή, της απαιτούμενης παροχής, η Εταιρεία αναλαμβάνει από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου το ποσό που χρειάζεται για την καταβολή της παροχής σε κάθε δικαιούχο που πληροί τις προϋποθέσεις και η οποία είναι σύμφωνη με τους όρους του προγράμματος και τα στοιχεία του ατόμου που τη δικαιούται, όπως καθορίζονται στη γνωστοποίηση. Επιπλέον, στις διατάξεις των παραγράφων 10.2 & 10.3. αναφερόταν ότι ο Συμβαλλόμενος είναι υποχρεωμένος να στέλνει γραπτή δήλωσή του στην Εταιρεία, η οποία να περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, που αφορούν στην ομάδα που καλύπτεται από το πρόγραμμα, ενώ κάθε πληροφορία σχετική με ασφαλισμένο, η οποία, κατά τη χρονική περίοδο της ασφάλισης ή της αποχώρησης, αποκαλυφθεί ανακριβής, θα διορθωθεί για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου, η δε Εταιρεία θα διορθώσει στη συνέχεια τον υπολογισμό της αξίας των παροχών σε βάρος του κεφαλαίου.
Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθμ. .../19.3.1997 πρόσθετης πράξης, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρω ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, τροποποιήθηκε ο Γενικός Κανονισμός Προγράμματος Προνοίας από 1.1.1996, στον οποίο πλέον προβλέπονταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Ότι ως συντάξιμος μηνιαίος μισθός νοείται ο μέσος μηνιαίος μισθός του τελευταίου 12μήνου πριν από τη συνταξιοδότηση, επί του οποίου υπολογίζεται η ενίσχυση των εξερχομένων μελών του Συλλόγου, ενώ για τα εξερχόμενα μέλη από 1.1.1996 μέχρι 31.12.1997 ορίζεται πλαφόν στο ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού δρχ. 540.000. Επιπρόσθετα, στην ίδια πρόσθετη πράξη οριζόταν ότι το ποσό της εφάπαξ παροχής κάθε ασφαλισμένου υπολογίζεται σε ποσοστό ενίσχυσης ύψους 6,667% για κάθε έτος ταμειακής ενημερότητας, για όσα μέλη έχουν συμπληρώσει από 5 έως 15 έτη ταμειακής ενημερότητας στο .... και σε ποσοστό 8% για κάθε έτος ταμειακής ενημερότητας, για όσα μέλη έχουν συμπληρώσει πάνω από 15 έτη ταμειακής ενημερότητας στον ως άνω Σύλλογο. Την 8η.2.2006 η εναγομένη εταιρεία κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 3.739,99 ευρώ, ως εφάπαξ παροχή λόγω της από 1.12.2005 συνταξιοδότησής του, υπολογίζοντας αυτή βάσει του μέσου μηνιαίου μισθού των τελευταίων δώδεκα (12) μηνών, ύψους 1.584,74 ευρώ, τον οποίο της γνωστοποίησε ο Συμβαλλόμενος Σύλλογος (....). Ο τελευταίος, ωστόσο, εφάρμοζε στο σύνολο των συνταξιοδοτούμενων μελών του την ύπαρξη του πλαφόν, που είχε προβλεφθεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. .../19.3.1997 πρόσθετης πράξης - αναπόσπαστου τμήματος του επιδίκου ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ενώ στον αντίστοιχο όρο αυτής προβλεπόταν ρητά και με σαφήνεια ότι η εφαρμογή του ως άνω πλαφόν των 540.000 δρχ. (άλλως ισόποσου σε 1.584,74 ευρώ) αφορούσε τα μέλη του Συλλόγου, που συνταξιοδοτούνταν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1996 μέχρι 31.12.1997.
Πρέπει δε να επισημανθεί το γεγονός ότι δεν έλαβε χώρα καμία άλλη τροποποίηση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ώστε να καταστεί όρος αυτού η εφαρμογή του εν λόγω πλαφόν για το σύνολο των εξερχομένων μελών του Συλλόγου, ανεξαρτήτως του χρόνου, κατά τον οποίο αποχωρούσαν και συνακόλουθα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ασφαλιστήριο μετά της ανωτέρω πρόσθετης πράξης αυτού, ο περιορισμός του ύψους του μέσου μηνιαίου μισθού κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την αποχώρηση κάθε ασφαλισμένου στο συγκεκριμένο ποσό των 1.584,74 ευρώ, αφορούσε μόνο στα μέλη που εξήλθαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1996 μέχρι 31.12.1997. Επομένως, δεδομένου ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός του ενάγοντος κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από τη συνταξιοδότησή του ανερχόταν στο ποσό των 4.286,10 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ...19.3.2009 προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως βεβαίωση της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού της Α.Τ.Ε., το ύψος της καταβλητέας εφάπαξ παροχής αυτού έπρεπε να υπολογισθεί ως εξής (σύμφωνα με τα συμβατικώς ως άνω προβλεπόμενα): 4.286,10 ευρώ Χ 29 1/2 έτη Χ 8% (καθώς είχε συμπληρώσει πάνω από 15 έτη ταμειακής ενημερότητας) = 10.115,20 ευρώ.
Επομένως, η εναγομένη, η οποία του κατέβαλε το ποσό των 3.739,99 ευρώ, οφείλει σε αυτόν τη διαφορά, ήτοι ποσό ύψους 6.375,21 (=10.115,20 - 3.739,99) ευρώ. Στο σημείο αυτό, χρήζει αναφοράς ότι με το από 3.4.2009 έγγραφό του προς την εναγομένη εταιρεία, ο ενάγων γνωστοποίησε σε αυτήν ότι τα στοιχεία που είχαν χορηγηθεί στην ίδια από το .... αναφορικά με το μέσο μηνιαίο μισθό του, κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν από τη συνταξιοδότησή του, ήταν ανακριβή, δεδομένου ότι αυτός ανερχόταν στο ποσό των 4.286,10 ευρώ και όχι στο ποσό των 1.584,74 ευρώ (πλαφόν), ενώ συγχρόνως ζήτησε να προβεί η εταιρεία σε διόρθωση του υπολογισμού του ύψους της καταβλητέας σε αυτόν εφάπαξ παροχής κατ’ εφαρμογή των άρθρων 10.3 & 3.3. του ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προκειμένου να του καταβληθεί το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό. Η δε εναγομένη εταιρεία, επικαλούμενη ότι αξίωσε από τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο την παροχή πληροφοριών σχετικών με την τυχόν ανακρίβεια των χορηγηθέντων από τον ίδιο στοιχείων για το ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού των προσώπων που δικαιούνταν την εφάπαξ παροχή και ότι ο τελευταίος δεν προέβη σε καμία σχετική διόρθωση των εν λόγω στοιχείων, αρνήθηκε να υπολογίσει διαφορετικά το ύψος της καταβλητέας στον ενάγοντα παροχής.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτής ότι δεν προβλέπεται συμβατικά δικαίωμά της να προβεί μονομερώς σε διόρθωση του ως άνω υπολογισμού, παρά μόνο σε περίπτωση που διορθωθεί η τυχόν ανακριβής πληροφορία ως προς το ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού του δικαιούμενου της παροχής προσώπου από τον ίδιο τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν ερείδεται στον ήδη εκτεθέντα ανωτέρω όρο της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ομαδικού ασφαλιστηρίου, καθώς στον τελευταίο προβλέπεται ότι κάθε πληροφορία σχετική με ασφαλισμένο, η οποία, κατά τη χρονική περίοδο της ασφάλισης ή της αποχώρησης, αποκαλυφθεί ανακριβής, θα διορθωθεί για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου, η δε εταιρεία θα διορθώσει στη συνέχεια τον υπολογισμό της αξίας των παροχών σε βάρος του κεφαλαίου.
Ειδικότερα, στην παραπάνω διάταξη του ομαδικού ασφαλιστηρίου με την αναφορά των όρων "θα διορθωθεί" και "η εταιρεία θα διορθώσει", ουδόλως εξειδικεύεται ότι η εν λόγω διόρθωση δύναται να λάβει χώρα μόνο από τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο. Άλλωστε, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 των Γενικών Όρων του Συμβολαίου ..., που ουσιαστικά διακηρύσσει την υπέρ τρίτου - ασφαλισμένου - δικαιούχου ενέργεια της επίδικης συμβάσεως, οι υποχρεώσεις της εταιρείας προς τον ασφαλισμένο (εργαζόμενο) αρχίζουν από την ημερομηνία που το κατάλληλο ποσό αποσυρθεί από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου για την καταβολή της προβλεπόμενης παροχής.
Στην περίπτωση λοιπόν που επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και εν προκειμένω, ο χρόνος συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων - μελών του Συλλόγου, οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας είναι ευθέως εκπληρωτέες προς αυτούς (κατά τα άρθρα 411 & 412 ΑΚ), με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αποκτούν άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσουν την παροχή από αυτή σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης, στρεφόμενοι απευθείας εναντίον της (άρθρο 411 ΑΚ), δίχως να εξαρτώνται από τη διαμεσολάβηση του συμβαλλομένου (Συλλόγου)...
Περαιτέρω, η ένσταση της εναγομένης περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ύψους των διαθεσίμων του ..., που έληξε με την από 22.1.2013 καταγγελία αυτής και τα οποία κεφάλαια ανέρχονται - σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις έγγραφες προτάσεις της - στο ποσό των 480.663 ευρώ, κρίνεται επίσης απορριπτέα ως αβάσιμη, δεδομένου ότι από τα συμβατικώς οριζόμενα και ειδικότερα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3.3. (περί εγγυήσεων της εταιρείας) και 7.2. (περί δικαιώματος καταγγελίας του συμβολαίου από την εταιρεία), αν πράγματι συνέτρεχε περίπτωση ανεπάρκειας υπολοίπου αποθέματος του κεφαλαίου και θέσης σε κίνδυνο του δικαιώματος για την καταβολή της παροχής των υπολοίπων εργαζομένων - μελών του Συλλόγου, που εξακολουθούν να εργάζονται, η εταιρεία όφειλε να είχε καταγγείλει εγκαίρως τη σύμβαση ασφάλισης.
Εφόσον όμως η ως άνω σύμβαση εξακολουθούσε να ισχύει κατά το χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και δη το χρόνο συνταξιοδότησης του ενάγοντος και συνακόλουθα της υποχρέωσης της ιδίας να καταβάλει το ασφάλισμα, όφειλε η ασφαλίστρια εταιρεία να καταβάλει στον ασφαλισμένο ενάγοντα τη συμφωνημένη ασφαλιστική παροχή, υπολογιζόμενη - σύμφωνα με τις προηγηθείσες ουσιαστικές παραδοχές - βάσει του πραγματικού μέσου μηνιαίου μισθού του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότηση αυτού. Εξάλλου, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 & 3 του άρθρου 3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρεία εγγυάται το υπόλοιπο του ... κάθε στιγμή, καθώς και την καταβολή της σύνταξης, εφόσον προβλέπεται από τον κανονισμό προνοίας του προγράμματος, αναλαμβάνοντας από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου, το μεικτό ενιαίο ασφάλιστρο.
Ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις περί ανεπάρκειας διαθέσιμων κεφαλαίων εκ μέρους της εταιρείας αφορούν σε θέματα υπαγόμενα αποκλειστικά στη σφαίρα της δικής της επιρροής, των οποίων έπρεπε η ίδια να επιμεληθεί εγκαίρως, δίχως αυτά να δύνανται να προταθούν έναντι του δικαιούχου ενάγοντος, που έχει ήδη αποκτήσει δικαίωμα στη συμφωνημένη παροχή από το χρόνο συνταξιοδοτήσεώς του...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πρωτοδικείο, που έκρινε ως Εφετείο, δέχθηκε μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κατά παραδοχή της έφεσης της αναιρεσείουσας, που είχε εκδοθεί ερήμην της, την αγωγή του αναιρεσίβλητου και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα-εναγομένη να καταβάλλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 6.375,21 €.
Η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά τα σχετικά του σκέλη και τον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής ομοίως κατά τα σχετικά του σκέλη, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι αν και θα έπρεπε, με βάση τις πραγματικές παραδοχές της σε σχέση με το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τις οποίες αυτή δεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει παροχή προς τα μέλη του αντισυμβαλλομένου Συλλόγου χωρίς την προηγούμενη γνωστοποίηση των στοιχείων του υπολογισμού της από αυτόν, να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι κατά την εν λόγω σύμβασή τους, που είχε το χαρακτήρα ..., στο πλαίσιο του οποίου η ευθύνη της περιοριζόταν μόνο στη διαχείρισή του, υποχρεούτο στην καταβολή παροχών προς τα μέλη του Συλλόγου, όπως αυτές διαμορφώνονταν ποσοτικά και χρονικά από τη συμβατικώς προβλεπόμενη γνωστοποίηση του Συλλόγου προς αυτή, έστω και αν οι πραγματικές αποδοχές των μελών ήταν διαφορετικές, διότι χωρίς την εντολή αυτή υφίστατο αδυναμία της να αναλάβει ποσό από τον παραπάνω λογαριασμό μεγαλύτερο του καταβληθέντος, εντούτοις κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα και συγκεκριμένα ότι στο πλαίσιο της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης ο αναιρεσίβλητος (τρίτος) απέκτησε άμεσο δικαίωμα κατ’ αυτής (υποσχεθείσας) για ασφαλιστική παροχή μεγαλύτερη από αυτή που της είχε γνωστοποιήσει ο αντισυμβαλλόμενος Σύλλογος (δέκτης της υπόσχεσης), έστω και χωρίς την, κατά τη σύμβαση, προηγούμενη σχετική εντολή προς αυτή από τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο (δέκτη της υπόσχεσης) για την καταβολή της διαφοράς του ασφαλίσματος και ανάληψη εκ μέρους της του σχετικού ποσού από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου, απαιτείτο δε τροποποίηση του ασφαλιστηρίου για να τεθεί ως βάση υπολογισμού της παροχής διαφορετικό ποσό από το προκύπτον με βάση τις πραγματικές αποδοχές του αναιρεσίβλητου.
Ειδικότερα η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι ναι μεν η μεταξύ αυτής και του Συλλόγου σύμβαση χορηγεί δικαίωμα στα μέλη του Συλλόγου να αξιώσουν απευθείας από αυτή τις συμφωνημένες παροχές, δηλαδή ενεργεί ως γνήσια υπέρ τρίτων σύμβαση, μέχρι του ποσού όμως που κάθε παροχή προσδιορίζεται από το Σύλλογο με σχετική γνωστοποίηση προς αυτή, οπότε και υποχρεούται αυτή, συμμορφούμενη προς τη σχετική γνωστοποίηση (εντολή) του Συλλόγου, να αναλάβει από το σχετικό Λογαριασμό το αντίστοιχο ποσό (εφάπαξ παροχή) και να το καταβάλει στα δικαιούμενα μέλη του Συλλόγου, διόρθωση δε τυχόν ανακριβούς γνωστοποίησης μπορεί να γίνει μόνο από το Σύλλογο και όχι από τα μέλη του.
Συνεπώς, ισχυρίζεται περαιτέρω η αναιρεσείουσα, ο αναιρεσίβλητος, αξιώνοντας ως μέλος του Συλλόγου την καταβολή σ’ αυτόν παροχής υπέρτερου ποσού από αυτό που της γνωστοποίησε ο Σύλλογος, ενεργεί χωρίς δικαίωμα και είναι απορριπτέα η αγωγή του, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο ζητεί διαφορετική ως προς το ποσό παροχή από αυτή που συμφώνησαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Οι άνω αιτιάσεις θα μπορούσαν να προσδώσουν στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα σχετικό με την ερμηνεία της επίδικης σύμβασης. Τέτοιος όμως λόγος δεν διατυπώνεται κατά τρόπο ορισμένο, αφού δεν γίνεται, όπως θα έπρεπε, αναφορά στις διατάξεις των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθώς και στο κενό ή στην ασάφεια που υποτίθεται ότι διαπίστωσε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων και στο σφάλμα στο οποίο με την απόφασή του συνακόλουθα υπέπεσε κατά την εφαρμογή των ως άνω ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών.
Αντίθετα με τις αιτιάσεις αυτές επιχειρείται, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΑΚ, να αποδοθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση η με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή παραβίαση των αναφερομένων στην αναίρεση και στους προσθέτους αυτής λόγους διατάξεων των άρθρων 1, 2, 9 και 27 του ν. 2496/1997 336, 338, 361, 380, 410, 411 επ., 713 και 717 ΑΚ και 13 παρ. 2 περίπτωση VII, υποπερ.2α του ΝΔ 400/1970, στην πραγματικότητα όμως πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και γι’ αυτό οι σχετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Ειδικότερα υπό τις παραπάνω εκτιθέμενες παραδοχές, δεν συντρέχει παραβίαση, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, των ως άνω διατάξεων, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η ασφαλιστική σύμβαση, που καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας, με την ιδιότητα του ασφαλιστή και του Συλλόγου Εργαζομένων Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, με την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου, υπέρ των εργαζομένων - μελών του, για την καταβολή εφάπαξ παροχής από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου κατά τη συνταξιοδότησή τους, υπολογιζόμενης, κατά τη σύμβαση, με βάση το μ.ο. των μηνιαίων μισθών του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότηση και τα χρόνια υπηρεσίας, είχε το χαρακτήρα της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, ότι ως εκ τούτου ο εκάστοτε εργαζόμενος, μέλος του Συλλόγου, αποκτούσε άμεσο δικαίωμα κατά του υποσχεθέντος ασφαλιστή από τη στιγμή που ο τελευταίος αναλάμβανε από το κεφάλαιο το αναγκαίο ποσό για το σχηματισμό της εφάπαξ παροχής προς τον εργαζόμενο, ήτοι από τη στιγμή της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, που συνέπιπτε με τη συνταξιοδότησή του, ότι μετά ταύτα από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά τα παραπάνω, ο αναιρεσίβλητος, μέλος του αντισυμβαλλομένου Συλλόγου και δικαιούχος της άνω εφάπαξ παροχής, ως έχων άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα επί της παροχής αυτής νομιμοποιείτο να στραφεί ευθέως κατά του υποσχεθέντος ασφαλιστή και να διεκδικήσει την παροχή του, ώστε να του καταβληθεί η διαφορά, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα κατέβαλε αυτή με βάση μηνιαίο μισθό, ύψους 1.584, 74€, που, κατά παράβαση της ασφαλιστικής σύμβασης, ανακριβώς της γνωστοποίησε ο Σύλλογος και όχι, όπως, σύμφωνα με αυτή (ασφαλιστική σύμβαση), έπρεπε να υπολογισθεί με βάση το μ.ο. των μηνιαίων μισθών αυτού των τελευταίων 12 μηνών πριν από τη συνταξιοδότησή του, που ανερχόταν σε 4.286,10€, ποσό στο οποίο η αναιρεσείουσα έπρεπε και χωρίς εντολή του Συλλόγου να διορθώσει η ίδια την αξία της προς τον αναιρεσίβλητο παροχής, αφού με την αναφορά στο άρθρ. 10§3 της ασφαλιστικής σύμβασης ότι γνωστοποίηση από το Σύλλογο που θα αποκαλυφθεί αναληθής υπόκειται σε διόρθωση, δεν νοείται ότι η διόρθωση μπορεί να γίνει μόνο από το Σύλλογο.
Περαιτέρω απορριπτέοι ως αβάσιμοι είναι οι ίδιοι λόγοι και κατά τα σκέλη τους, ομοίως από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τα οποία η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 201, 202, 410 και 411 ΑΚ, διότι ενόψει του ότι το διαθέσιμο του ... συνιστά το ανώτατο όριο ευθύνης της και η υπόσχεσή της προς το Σύλλογο προς παροχή έγινε υπό την αίρεση της επάρκειάς του, ο ισχυρισμός της περί ανεπάρκειας των διαθεσίμων του Λογαριασμού Διαχείρισης κατά το χρόνο συνταξιοδότησης του αναιρεσίβλητου ήταν βάσιμος και έπρεπε να εξεταστεί κατ’ ουσίαν και όχι να απορριφθεί με την αιτιολογία ότι επρόκειτο περί ζητήματος που ανάγεται στη σφαίρα επιρροής της και ότι δεν μπορεί να προταθεί κατά του αναιρεσίβλητου. Ειδικότερα οι λόγοι αυτοί κατά τα ως άνω σκέλη τους ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο ως άνω ισχυρισμός της αναιρεσίβλητης εξετάστηκε κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκε ως αβάσιμος, υπό την έννοια ότι έγινε δεκτό ότι κατά το χρόνο της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και συγκεκριμένα της συνταξιοδότησης του αναιρεσιβλήτου δεν συνέτρεχε ανεπάρκεια του Λογαριασμού Διαχείρισης για την ικανοποίηση της απαίτησής του, όφειλε δε διαφορετικά κατά τη σύμβαση η εταιρεία να είχε προβεί στην καταγγελία της.
Εξάλλου απορριπτέος ως απαράδεκτος κατά το σχετικό σκέλος του είναι ο πρώτος πρόσθετος λόγος της αίτησης αναίρεσης και κατά την αιτίαση από τον αριθμό και πάλι 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, δηλαδή ότι γνωστοποιώντας ο Σύλλογος στην αναιρεσείουσα για τον προσδιορισμό της προς τον αναιρεσίβλητο παροχής μικρότερο ποσό των πραγματικών αποδοχών του προέβη κατά την έννοια αυτή σε μερική ανάκληση του υπέρ αυτού δικαιώματος στην παροχή και έτσι έπρεπε να αξιολογηθεί από την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η αναιρεσείουσα δεν είχε προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, όπως όφειλε κατά το άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ, τέτοιο ισχυρισμό από το άρθρ. 412 ΑΚ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ "αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει γίνεται από το δικαστήριο". Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, που αποτελεί ειδική έκφραση των αρχών της καλής πίστης, παρέχεται η δυνατότητα, η οποία απορρέει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής σε κάποιον από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, ο οποίος υποχρεούται να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση. Προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και υφίσταται υπό την έννοια ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης και μετά τη σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ’ έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος, βάρος ή κατ’ άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. (ΑΠ 110/2015).
Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει ομοίως αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, παραπονείται για ευθεία παραβίαση της διάταξης του άρθρου 371 ΑΚ, λόγω μη εφαρμογής της, άλλως λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της, αιτιώμενη ειδικότερα ότι το Πρωτοδικείο που έκρινε ως Εφετείο, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε με τη συνταξιοδότησή του άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από αυτή την παροχή, το ύψος της οποίας μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τις πραγματικές μηνιαίες αποδοχές του, δίχως να εξαρτάται από τη διαμεσολάβηση του συμβαλλομένου Συλλόγου, δηλαδή χωρίς να προσδιορίζεται από το ποσό που θα γνωστοποιούσε σ’ αυτή ο Σύλλογος, παρόλο που κατά την ασφαλιστική σύμβαση ήταν αναγκαία για τον προσδιορισμό της παροχής η γνωστοποίηση του ακριβούς ύψους της από τον Σύλλογο, στον οποίο κατά την έννοια αυτή τα μέρη ανέθεσαν τον ειδικότερο προσδιορισμό της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωταρχικά ως απαράδεκτος, αφού συνέχεται με ισχυρισμό που δεν προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, όπως το άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ επιβάλλει, σε κάθε δε περίπτωση βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Ειδικότερα από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρ. 371 ΑΚ, η οποία και δεν ήταν εφαρμοστέα με βάση τις παραδοχές του, αφού σύμφωνα με αυτές η προβλεπόμενη ασφαλιστική παροχή δεν ήταν αόριστη, καθόσον ο υπολογισμός της είχε ορισθεί από τη σύμβαση κατ’ έκταση και χρόνο με βάση το μέσο όρο των 12 μηνιαίων μισθών του αναιρεσιβλήτου πριν από τη συνταξιοδότησή του και τα χρόνια υπηρεσίας του, είχε δε απλώς ανατεθεί η γνωστοποίησή της στην αναιρεσείουσα από το Σύλλογο, οποίος όμως τη γνωστοποίησε ανακριβώς.
Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των τριακοσίων (300) ευρώ, που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 7/2015 έκθεση κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.1.2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3268/2014 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως και τους από 27.8.2015 προσθέτους λόγους αυτής. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου των τριακοσίων (300) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Φεβρουαρίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του σε δημόσια συνεδρίαση στις 30 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου