ΑΠ 1625/2012 (Τμήμα Α1)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ – ΦΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΝΤΟΛΕΑ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΑΣ – ΦΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ- ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ (361,411,806,830, 847 ΑΚ, 10 παρ. 1 του Ν. 5076/1931)- Η ..σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ Τράπεζας και εντολέα αυτής, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος δίδει στην Τράπεζα την εντολή να προβεί στην έκδοση, για λογαριασμό του, εγγυητικής επιστολής προς τρίτο (δανειστή), είναι μία ιδιόμορφη άτυπη σύμβαση, που διέπεται από τις διατάξεις περί παραγγελίας του ΕΝ και εντολής του ΑΚ, διακρίνεται δε από τη σύμβαση εγγυήσεως υπό τον τύπο της παροχής εγγυητικής επιστολής, που καταρτίζεται μεταξύ της εγγυήτριας τράπεζας και του δανειστή του εντολέα της, η οποία διέπεται βασικά από τις διατάξεις περί εγγυήσεως (άρθρο 847 επ. ΑΚ) κατ' αναλογία (ΑΠ 1290/2003). Οι εγγυητικές επιστολές που εκδίδονται από τράπεζες αποτελούν ιδιαίτερο είδος κατά τύπον εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής , χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι, με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους (ΑΠ 80/2004, ΑΠ 737/2001). Με την κατάθεση σε τράπεζα χρημάτων από τον κύριο αυτών σε λογαριασμό τρίτου, η οποία συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, ο τρίτος καθίσταται δικαιούχος των χρημάτων, ανεξάρτητα από την αιτία που έγινε η κατάθεση, η δε τράπεζα κυρία αυτών και βαρύνεται με την ενοχική υποχρέωση, να αποδώσει, κατά τον χρόνο που συμφωνήθηκε ή κατ' άλλον χρόνο, άλλα χρήματα μέχρι του ποσού της γενομένης κατάθεσης, όταν ο δικαιούχος του λογαριασμού θελήσει να κάνει ανάληψη μέρους ή όλων των χρημάτων, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης (Συμβ. ΑΠ 54/2000, ΑΠ 471/1996).
Απόφαση 1625 / 2012 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Αντώνιο Ζευγώλη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία" (ΤΡΑΠΕΖΑ Ι ΕΦ ΤΖΙ ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΕΡΓΚΑΖΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ) και τον διακριτικό τίτλο "Eurobank Ergasias" (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΕΡΓΚΑΖΙΑΣ), που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα (πρώην "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"), ως καθολικής διαδόχου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΤΕΛΕΣΙΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Α.Ε" (πρώην "ΔΩΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε", λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της δεύτερης από την "Τράπεζα EFG Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία", η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ...., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "TRAMAR INTERNASIONAL S.A", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο και νόμιμο εκπρόσωπό της Ν.-Ξ. Β. του Ν., κάτοικο ..., ο οποίος παραστάθηκε και διόρισε στον ακροατήριο τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .......
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2 Φεβρουαρίου 2005 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3636/2008 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 6854/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25 Μαΐου 2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Αντώνιος Ζευγώλης, ανέγνωσε την από 27 Σεπτεμβρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ Τράπεζας και εντολέα αυτής, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος δίδει στην Τράπεζα την εντολή να προβεί στην έκδοση, για λογαριασμό του, εγγυητικής επιστολής προς τρίτο (δανειστή), είναι μία ιδιόμορφη άτυπη σύμβαση, λειτουργούσα στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), που διέπεται από τις διατάξεις περί παραγγελίας του ΕΝ και εντολής του ΑΚ, διακρίνεται δε από τη σύμβαση εγγυήσεως υπό τον τύπο της παροχής εγγυητικής επιστολής, που καταρτίζεται μεταξύ της εγγυήτριας τράπεζας και του δανειστή του εντολέα της, η οποία διέπεται βασικά από τις διατάξεις περί εγγυήσεως (άρθρο 847 επ. ΑΚ) κατ' αναλογία (ΑΠ 1290/2003).
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται και επί των εγγυήσεων, που παρέχονται με τις εγγυητικές επιστολές (ΑΠ 1658/2006), προκύπτει ότι, η εγγύηση που παρέχεται με την εγγυητική επιστολή αποτελεί, κατ' αρχήν, ετεροβαρή σύμβαση καταρτιζόμενη μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή. Με τη σύμβαση αυτή ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την υποχρέωση να του πληρώσει οφειλή τρίτου πηγάζουσα από έγκυρη έννομη σχέση, στην οποία ο τρίτος (οφειλέτης) παραμένει νομικά ξένος. Ειδικότερα, οι εγγυητικές επιστολές που εκδίδονται από τράπεζες αποτελούν ιδιαίτερο είδος κατά τύπον εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι, με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους (ΑΠ 80/2004, ΑΠ 737/2001).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 830 του ΑΚ η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, σε περίπτωση αμφιβολίας, λογίζεται ως δάνειο αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, ενώ, κατά το άρθρο 806 του ίδιου ΑΚ με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλο, κατά κυριότητα, χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 5076/1931 "περί ανωνύμων εταιριών και τραπεζών", τράπεζες είναι επιχειρήσεις οι οποίες, ανεξάρτητα από άλλους σκοπούς, δέχονται κατ' επάγγελμα καταθέσεις χρημάτων ή άλλων αξιών, ενώ κατά το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α' του ΝΔ 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", αν σε τέτοια εταιρία έγινε κατάθεση χρημάτων υπέρ τρίτου, ο τρίτος γίνεται δικαιούχος των κατατεθέντων, αμέσως με την κατάθεση και δεν χρειάζεται να γίνει μνεία της αιτίας της κατάθεσης ούτε αποδοχή του τρίτου. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, με την κατάθεση σε τράπεζα χρημάτων από τον κύριο αυτών σε λογαριασμό τρίτου, η οποία συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρο 411 ΑΚ), ο τρίτος καθίσταται δικαιούχος των χρημάτων, ανεξάρτητα από την αιτία που έγινε η κατάθεση, η δε τράπεζα κυρία αυτών και βαρύνεται με την ενοχική υποχρέωση, να αποδώσει, κατά τον χρόνο που συμφωνήθηκε ή κατ' άλλον χρόνο, άλλα χρήματα μέχρι του ποσού της γενομένης κατάθεσης, όταν ο δικαιούχος του λογαριασμού θελήσει να κάνει ανάληψη μέρους ή όλων των χρημάτων, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης (Συμβ. ΑΠ 54/2000, ΑΠ 471/1996). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005).
Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν.
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση.
Εξάλλου, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής εννοίας των δηλώσεων, καθώς και όταν δέχθηκε κενό ή ασάφεια της ερμηνευομένης δικαιοπραξίας και προσέφυγε στους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, αλλά, με την ερμηνεία που έδωσε παραβίασε τους κανόνες αυτούς. Αντίθετα, δεν παραβιάζονται οι ίδιοι κανόνες όταν το ουσιαστικό δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι σαφής χωρίς κενά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: "Η πρώτη ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία (ήδη αναιρεσίβλητη), με έδρα τον ..., δυνάμει της με αριθμό ΙΕ/51551/1219/11331/14-2-1996 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας εγκρίθηκε η εγκατάσταση γραφείου της στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 86/1967 και 378/1968, με σκοπό και αντι εργασιών την μεταβίβαση μετοχών, σύναψη συμβολαίων, παροχή δανείων, κατασκευή-αγορά-πώληση βιομηχανικού υλικού, διάθεση χώρων αποθήκευσης, καθώς και αγορά-πώληση-διάθεση κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων. Με την ίδια απόφαση η πρώτη ενάγουσα υποχρεώθηκε, να καταθέσει στη διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού και Προσέλκυσης Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, μεταξύ των άλλων δικαιολογητικών, και μια εγγυητική επιστολή Τράπεζας, εσωτερικού ή εξωτερικού, διατυπωμένη κατά το υπόδειγμα της άνω υπηρεσίας, η οποία θα κατέπιπτε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σε περίπτωση παράβασης από την πρώτη ενάγουσα των διατάξεων των παραπάνω νόμων, καθώς και των όρων της υπουργικής απόφασης. Έτσι η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε, στις 6.3.1996, αίτηση προς την τράπεζα με την επωνυμία "ΔΩΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", την οποία διαδέχθηκε η εταιρία με την επωνυμία "Τέλεσις Τράπεζα Επενδύσεων Α.Ε." και σήμερα καθολική διάδοχος είναι η εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα), με την οποία ζητούσε την έκδοση υπέρ αυτής εγγυητικής επιστολής ποσού 50.000 $ ΗΠΑ.
Ενόψει του ότι όμως, η πρώτη ενάγουσα δεν τηρούσε στην ανωτέρω τράπεζα κάποιο λογαριασμό, ώστε να καλύψει το απαιτούμενο για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής ποσό των 50.000 $ ΗΠΑ, απευθύνθηκε προς την εταιρία με την επωνυμία "ΕΡΓΑΣ Α.Ε.", η οποία ήταν του αυτού ομίλου συμφερόντων με την πρώτη ενάγουσα και ως πελάτης ήδη της ανωτέρω τράπεζας, διατηρούσε σ' αυτήν τον με αριθμό ... λογαριασμό όψεως, και ζήτησε να της δώσει το παραπάνω ποσό. Πράγματι η "ΕΡΓΑΣ Α.Ε." έδωσε την έγκρισή της, ώστε να αναληφθεί από τον λογαριασμό της το αιτούμενο ποσό και έτσι, στις 29.3.1996 αναλήφθηκε από τον ανωτέρω λογαριασμό της "ΕΡΓΑΣ Α.Ε." το ποσό των 50.103,23 $ ΗΠΑ, το οποίο και κατατέθηκε στον με αριθμό ... δεσμευόμενο λογαριασμό (μη διαπραγματεύσιμο), που ανοίχθηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας. Κατόπιν αυτού εκδόθηκε η με αριθμό 961090 εγγυητική επιστολή, ποσού 50.000 $ ΗΠΑ, με την οποία η τράπεζα δήλωνε προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ότι, "εγγυώμεθα ανεπιφύλακτα, παραιτούμενοι του ευεργετήματος της διζήσεως, υπέρ της εταιρίας "TRAMAR INTERRNATIONAL S.A." (αναιρεσείουσασας). Για την έκδοση της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής συνήφθη έγγραφη σύμβαση μεταξύ εναγομένης και πρώτης ενάγουσας, για λογαριασμό της οποίας συμβλήθηκε ο τότε νόμιμος εκπρόσωπος αυτής Α. Ε.. Η ισχύς της εν λόγω εγγυητικής επιστολής ορίστηκε για όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του γραφείου της πρώτης ενάγουσας στην Ελλάδα. Ο ανωτέρω μη διαπραγματεύσιμος λογαριασμός τηρήθηκε στη συνέχεια από την, διάδοχο της αρχικώς συμβληθείσας τράπεζας, τράπεζα με την επωνυμία "ΤΕΛΕΣΙΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Α.Ε." με τον τίτλο "ΤΕΛΕΣΙΣ υπέρ "TRAMAR INTERRNATIONAL S.A." και στη συνέχεια από την εναγομένη. Στις 20.8.1998 δυνάμει της με αριθμό ΙΕ/52873/2090/11331/20.8.1998 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ανακλήθηκε η εγκριτική υπουργική απόφαση, με την οποία είχε επιτραπεί η εγκατάσταση του γραφείου της πρώτης ενάγουσας στην Ελλάδα, και επομένως εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο εκδόθηκε η ανωτέρω εγγυητική επιστολή. Κατόπιν αυτού η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε αίτηση προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για επιστροφή της εκδοθείσας εγγυητικής επιστολής, η οποία (αίτηση) εγκρίθηκε δυνάμει της με αριθμό ΙΕ/37442/4270/1133/29.10.2004 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Η απόφαση αυτή καθώς και το σώμα της εγγυητικής επιστολής επιδόθηκαν στην εναγομένη την 1.10.2004. Η τελευταία, όμως, αρνήθηκε να επιστρέψει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 50.000 $ ΗΠΑ, παρά τις συνεχείς προς αυτήν οχλήσεις της και την επίδοση της, με ημερομηνία 19.10.2004, εξώδικης διαμαρτυρίας της, ισχυριζόμενη ότι δικαιούχος του ως άνω ποσού ήταν η εταιρία "ΕΡΓΑΣ Α.Ε.". Μάλιστα στις 21.2.2005 προέβη σε συμψηφισμό του εν λόγω ποσού, με απαίτηση που είχε κατά της εταιρίας με την επωνυμία "ΕΡΓΑΣ Α.Ε.". Ωστόσο, με βάση τα όσα παραπάνω εκτέθηκαν, δικαιούχος του ποσού της εγγυητικής επιστολής ήταν η πρώτη ενάγουσα, στο όνομα της οποίας εκδόθηκε αυτή (επιστολή) αλλά και στο όνομα της οποίας τηρήθηκε ο δεσμευμένος με το ανωτέρω ποσό λογαριασμός. Το γεγονός ότι, το ποσό αυτό αναλήφθηκε από λογαριασμό τρίτης εταιρίας, ήτοι της "ΕΡΓΑΣ Α.Ε." η οποία και έδωσε την έγκρισή της για την ανάληψή του, δεν καθιστά την τελευταία αυτή εταιρία δικαιούχο του χρηματικού ποσού της κάλυψης της εγγυητικής επιστολής. Τούτο διότι το εν λόγω ποσό, δεν δεσμεύθηκε σε λογαριασμό της τρίτης αυτής εταιρίας, ούτε η εγγυητική επιστολή εκδόθηκε στο όνομα της, οπότε μόνον εκείνη ("ΕΡΓΑΣ Α.Ε.") θα δικαιούτο να εισπράξει το κατατεθέν ποσό, αλλά για λογαριασμό της ενάγουσας.
Ούτε, βέβαια, αποδείχθηκε η ύπαρξη εντολής (έγγραφης ή και προφορικής ακόμα) της "ΕΡΓΑΣ Α.Ε." προς την εναγομένη, για έκδοση εγγυητικής επιστολής υπέρ της πρώτης ενάγουσας. Η μόνη εντολή που η εταιρία ΕΡΓΑΣ ΑΕ έδωσε προς την εναγομένη ήταν, να αναληφθεί το ως άνω ποσό από το λογαριασμό της και να δοθεί αυτό στην πρώτη ενάγουσα, όπως και έγινε, με αποτέλεσμα να ανοιχθεί νέος λογαριασμός, δικαιούχος του οποίου ήταν αποκλειστικά η πρώτη ενάγουσα. Το πραγματικό αυτό γεγονός είναι και το μόνο νομικά ενδιαφέρον για την κρινόμενη υπόθεση, αφού το πώς βρέθηκαν τα χρήματα και για ποια αιτία δόθηκαν σ' αυτήν (πρώτη ενάγουσα) αφορά, μόνο την εσωτερική σχέση που συνέδεε τις εν λόγω εταιρίες (εξόφληση χρέους, δάνειο, δωρεά κ.λπ.). Άλλωστε, μετά το άνοιγμα του νέου λογαριασμού στο όνομα της πρώτης ενάγουσας συνήφθη μεταξύ αυτής και της τράπεζας σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, δυνάμει της οποίας η τελευταία υποχρεούτο, μετά τη λήξη της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή και ανοίχθηκε ο παραπάνω δεσμευμένος λογαριασμός, να αποδώσει το κατατεθέν ποσό στην, αντισυμβαλλομένη της και δικαιούχο του λογαριασμού, πρώτη ενάγουσα, αμέσως μόλις αυτή το ζήτησε. Έσφαλε, συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε τη βάση της αγωγής που στηριζόταν στην ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης έναντι της πρώτης ενάγουσας. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης και κατ' ακολουθία και αυτή η ίδια η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του το Εφετείο, έκανε δεκτή την αγωγή της αναιρεσίβλητης, κατά το μέρος που είχε έρεισμα στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, και επεδίκασε σ' αυτήν νομιμοτόκως το αιτούμενο για την παραπάνω αιτία ποσό των 50.000 $ ΗΠΑ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361, 410, 411, 806, 830, 713 επ., 828, 847 επ. του ΑΚ, 10 παρ. 1 του Ν 5076/1931 και 2 παρ. 1 εδ. α' του ΝΔ 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", αφού τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα, ότι με το άνοιγμα στην εναγομένη τράπεζα του άνω λογαριασμού στο όνομά της ενάγουσας και την κατάθεση στον τελευταίο από την πιο πάνω εταιρεία του προρρηθέντος ποσού, χωρίς να τεθεί απ' αυτήν κανένας όρος, εξάρτηση ή περιορισμός της γενομένης κατάθεσης, συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της τράπεζας, σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, η οποία καθιστούσε την τελευταία υπόχρεη να επιστρέψει στην ενάγουσα, ως δικαιούχου του εν λόγω λογαριασμού, το κατατεθέν στον τελευταίο ποσό, αφότου εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο δεσμεύτηκε ο λογαριασμός αυτός, πληρούσαν το πραγματικό των παραπάνω διατάξεων και δικαιολογούσαν την παραδοχή της ένδικης αγωγής, κατά το μέρος που είχε έρεισμα στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης.
Ούτε όμως και τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ παραβίασε το Εφετείο, αναφορικά με τη βούληση της εταιρείας "ΕΡΓΑΣ ΑΕ" να καταστεί η ενάγουσα δικαιούχος του ποσού των 50.000 $ ΗΠΑ, με την ανάληψη του ποσού αυτού από τον λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα και την κατάθεσή του στο λογαριασμό που άνοιξε αυτή (ενάγουσα) στην ίδια τράπεζα, αφού από το της αναιρεσιβαλλομένης και τις κρίσιμες περί τούτου παραδοχές της, όπως αναφέρονται πιο πάνω, δεν προκύπτει ότι διαπίστωσε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, την ύπαρξη αμφιβολίας ή κενού στην άτυπη δήλωση βούλησης προς τούτο της άνω εταιρείας, αλλά θεώρησε ότι αυτή ευθέως και ενσυνειδήτως κατευθύνετο στον να καταστεί η ενάγουσα δικαιούχος του ανωτέρω ποσού.
Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του αρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης.
Ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτικό γεγονός.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι για παραμόρφωση του υπ' αριθ. ... δεσμευμένου λογαριασμού που ανοίχθηκε από τη δικαιοπάροχό της τράπεζα με την επωνυμία "ΔΩΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." και έφερε τον τίτλο/ένδειξη "ΔΩΡΙΚΗ ΥΠΕΡ ΤΡΑΜΑΡ", με το να δεχθεί ότι, "η ΕΡΓΑΣ Α.Ε. έδωσε την έγκρισή της ώστε να αναληφθεί από τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό όψεως που διατηρούσε στην ίδια τράπεζα το ποσό των 50.103,23 $ ΗΠΑ το οποίο στη συνέχεια κατατέθηκε στον ως άνω υπ' αριθ. ... δεσμευμένο λογαριασμό (μη διαπραγματεύσιμο), που ανοίχθηκε στο όνομα της ενάγουσας εταιρείας, για να καταλήξει ακολούθως στο συμπέρασμα, ότι συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της ως άνω τράπεζας σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, δυνάμει της οποίας η τελευταία υποχρεούτο, μετά τη λήξη της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή και ανοίχθηκε ο παραπάνω δεσμευμένος λογαριασμός, να αποδώσει το κατατεθέν ποσό στην, αντισυμβαλλομένη της και δικαιούχο του λογαριασμού, πρώτη ενάγουσα, αμέσως μόλις αυτή το ζήτησε, διαπιστώνοντας δηλαδή, βάσει του ανωτέρω εγγράφου, ότι ο λογαριασμός ανοίχθηκε στο όνομα της ενάγουσας και ότι μόνο αυτή δικαιούται να εισπράξει το κατατεθέν ποσό, ενώ ο τίτλος/ένδειξη ενός λογαριασμού καλύμματος, όπως είναι ο ανωτέρω, που εξυπηρετεί την ταυτοποίησή του με την εκδοθείσα αντίστοιχη εγγυητική επιστολή δεν προσδιορίζει και τον δικαιούχο του ποσού του καλύμματος αυτού εάν το πρόσωπο αυτό είναι διάφορο από τον υπέρ ου η εγγυητική επιστολή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω".
Από την παραπάνω όμως απόφαση προκύπτει, αφενός μεν και κυρίως, ότι το άνω Δικαστήριο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος αναφορικά με τον δικαιούχο του άνω λογαριασμού και συνακόλουθα το δικαιούχο του ποσού της εγγυητικής επιστολής, συνεκτίμησε το παραπάνω έγγραφο, μαζί με τα υπόλοιπα προσκομισθέντα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία (καταθέσεις μαρτύρων, ένορκες βεβαιώσεις), αφετέρου δε δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου αλλά απέδωσε σ' αυτό νόημα διαφορετικό από αυτό που θεωρεί ορθό η αναιρεσείουσα, αναφορικά με το αποδεικτέο πραγματικό γεγονός, πλήττοντας όμως έτσι απαραδέκτως, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, την κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης για εκτιμητικό και όχι διαγνωστικό σφάλμα σε σχέση με το παραπάνω έγγραφο.
Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως (πρώτος), είναι απαράδεκτος. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-05-2010 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. 6854/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ – ΦΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΝΤΟΛΕΑ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΑΣ – ΦΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ- ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ (361,411,806,830, 847 ΑΚ, 10 παρ. 1 του Ν. 5076/1931)- Η ..σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ Τράπεζας και εντολέα αυτής, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος δίδει στην Τράπεζα την εντολή να προβεί στην έκδοση, για λογαριασμό του, εγγυητικής επιστολής προς τρίτο (δανειστή), είναι μία ιδιόμορφη άτυπη σύμβαση, που διέπεται από τις διατάξεις περί παραγγελίας του ΕΝ και εντολής του ΑΚ, διακρίνεται δε από τη σύμβαση εγγυήσεως υπό τον τύπο της παροχής εγγυητικής επιστολής, που καταρτίζεται μεταξύ της εγγυήτριας τράπεζας και του δανειστή του εντολέα της, η οποία διέπεται βασικά από τις διατάξεις περί εγγυήσεως (άρθρο 847 επ. ΑΚ) κατ' αναλογία (ΑΠ 1290/2003). Οι εγγυητικές επιστολές που εκδίδονται από τράπεζες αποτελούν ιδιαίτερο είδος κατά τύπον εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής , χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι, με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους (ΑΠ 80/2004, ΑΠ 737/2001). Με την κατάθεση σε τράπεζα χρημάτων από τον κύριο αυτών σε λογαριασμό τρίτου, η οποία συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, ο τρίτος καθίσταται δικαιούχος των χρημάτων, ανεξάρτητα από την αιτία που έγινε η κατάθεση, η δε τράπεζα κυρία αυτών και βαρύνεται με την ενοχική υποχρέωση, να αποδώσει, κατά τον χρόνο που συμφωνήθηκε ή κατ' άλλον χρόνο, άλλα χρήματα μέχρι του ποσού της γενομένης κατάθεσης, όταν ο δικαιούχος του λογαριασμού θελήσει να κάνει ανάληψη μέρους ή όλων των χρημάτων, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης (Συμβ. ΑΠ 54/2000, ΑΠ 471/1996).
Απόφαση 1625 / 2012 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Αντώνιο Ζευγώλη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία" (ΤΡΑΠΕΖΑ Ι ΕΦ ΤΖΙ ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΕΡΓΚΑΖΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ) και τον διακριτικό τίτλο "Eurobank Ergasias" (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΕΡΓΚΑΖΙΑΣ), που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα (πρώην "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"), ως καθολικής διαδόχου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΤΕΛΕΣΙΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Α.Ε" (πρώην "ΔΩΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε", λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της δεύτερης από την "Τράπεζα EFG Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία", η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ...., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "TRAMAR INTERNASIONAL S.A", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο και νόμιμο εκπρόσωπό της Ν.-Ξ. Β. του Ν., κάτοικο ..., ο οποίος παραστάθηκε και διόρισε στον ακροατήριο τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .......
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2 Φεβρουαρίου 2005 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3636/2008 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 6854/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25 Μαΐου 2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Αντώνιος Ζευγώλης, ανέγνωσε την από 27 Σεπτεμβρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ Τράπεζας και εντολέα αυτής, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος δίδει στην Τράπεζα την εντολή να προβεί στην έκδοση, για λογαριασμό του, εγγυητικής επιστολής προς τρίτο (δανειστή), είναι μία ιδιόμορφη άτυπη σύμβαση, λειτουργούσα στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), που διέπεται από τις διατάξεις περί παραγγελίας του ΕΝ και εντολής του ΑΚ, διακρίνεται δε από τη σύμβαση εγγυήσεως υπό τον τύπο της παροχής εγγυητικής επιστολής, που καταρτίζεται μεταξύ της εγγυήτριας τράπεζας και του δανειστή του εντολέα της, η οποία διέπεται βασικά από τις διατάξεις περί εγγυήσεως (άρθρο 847 επ. ΑΚ) κατ' αναλογία (ΑΠ 1290/2003).
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται και επί των εγγυήσεων, που παρέχονται με τις εγγυητικές επιστολές (ΑΠ 1658/2006), προκύπτει ότι, η εγγύηση που παρέχεται με την εγγυητική επιστολή αποτελεί, κατ' αρχήν, ετεροβαρή σύμβαση καταρτιζόμενη μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή. Με τη σύμβαση αυτή ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την υποχρέωση να του πληρώσει οφειλή τρίτου πηγάζουσα από έγκυρη έννομη σχέση, στην οποία ο τρίτος (οφειλέτης) παραμένει νομικά ξένος. Ειδικότερα, οι εγγυητικές επιστολές που εκδίδονται από τράπεζες αποτελούν ιδιαίτερο είδος κατά τύπον εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι, με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους (ΑΠ 80/2004, ΑΠ 737/2001).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 830 του ΑΚ η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, σε περίπτωση αμφιβολίας, λογίζεται ως δάνειο αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, ενώ, κατά το άρθρο 806 του ίδιου ΑΚ με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλο, κατά κυριότητα, χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 5076/1931 "περί ανωνύμων εταιριών και τραπεζών", τράπεζες είναι επιχειρήσεις οι οποίες, ανεξάρτητα από άλλους σκοπούς, δέχονται κατ' επάγγελμα καταθέσεις χρημάτων ή άλλων αξιών, ενώ κατά το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α' του ΝΔ 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", αν σε τέτοια εταιρία έγινε κατάθεση χρημάτων υπέρ τρίτου, ο τρίτος γίνεται δικαιούχος των κατατεθέντων, αμέσως με την κατάθεση και δεν χρειάζεται να γίνει μνεία της αιτίας της κατάθεσης ούτε αποδοχή του τρίτου. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, με την κατάθεση σε τράπεζα χρημάτων από τον κύριο αυτών σε λογαριασμό τρίτου, η οποία συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρο 411 ΑΚ), ο τρίτος καθίσταται δικαιούχος των χρημάτων, ανεξάρτητα από την αιτία που έγινε η κατάθεση, η δε τράπεζα κυρία αυτών και βαρύνεται με την ενοχική υποχρέωση, να αποδώσει, κατά τον χρόνο που συμφωνήθηκε ή κατ' άλλον χρόνο, άλλα χρήματα μέχρι του ποσού της γενομένης κατάθεσης, όταν ο δικαιούχος του λογαριασμού θελήσει να κάνει ανάληψη μέρους ή όλων των χρημάτων, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης (Συμβ. ΑΠ 54/2000, ΑΠ 471/1996). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005).
Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν.
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση.
Εξάλλου, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής εννοίας των δηλώσεων, καθώς και όταν δέχθηκε κενό ή ασάφεια της ερμηνευομένης δικαιοπραξίας και προσέφυγε στους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, αλλά, με την ερμηνεία που έδωσε παραβίασε τους κανόνες αυτούς. Αντίθετα, δεν παραβιάζονται οι ίδιοι κανόνες όταν το ουσιαστικό δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι σαφής χωρίς κενά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: "Η πρώτη ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία (ήδη αναιρεσίβλητη), με έδρα τον ..., δυνάμει της με αριθμό ΙΕ/51551/1219/11331/14-2-1996 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας εγκρίθηκε η εγκατάσταση γραφείου της στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 86/1967 και 378/1968, με σκοπό και αντι εργασιών την μεταβίβαση μετοχών, σύναψη συμβολαίων, παροχή δανείων, κατασκευή-αγορά-πώληση βιομηχανικού υλικού, διάθεση χώρων αποθήκευσης, καθώς και αγορά-πώληση-διάθεση κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων. Με την ίδια απόφαση η πρώτη ενάγουσα υποχρεώθηκε, να καταθέσει στη διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού και Προσέλκυσης Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, μεταξύ των άλλων δικαιολογητικών, και μια εγγυητική επιστολή Τράπεζας, εσωτερικού ή εξωτερικού, διατυπωμένη κατά το υπόδειγμα της άνω υπηρεσίας, η οποία θα κατέπιπτε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σε περίπτωση παράβασης από την πρώτη ενάγουσα των διατάξεων των παραπάνω νόμων, καθώς και των όρων της υπουργικής απόφασης. Έτσι η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε, στις 6.3.1996, αίτηση προς την τράπεζα με την επωνυμία "ΔΩΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", την οποία διαδέχθηκε η εταιρία με την επωνυμία "Τέλεσις Τράπεζα Επενδύσεων Α.Ε." και σήμερα καθολική διάδοχος είναι η εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα), με την οποία ζητούσε την έκδοση υπέρ αυτής εγγυητικής επιστολής ποσού 50.000 $ ΗΠΑ.
Ενόψει του ότι όμως, η πρώτη ενάγουσα δεν τηρούσε στην ανωτέρω τράπεζα κάποιο λογαριασμό, ώστε να καλύψει το απαιτούμενο για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής ποσό των 50.000 $ ΗΠΑ, απευθύνθηκε προς την εταιρία με την επωνυμία "ΕΡΓΑΣ Α.Ε.", η οποία ήταν του αυτού ομίλου συμφερόντων με την πρώτη ενάγουσα και ως πελάτης ήδη της ανωτέρω τράπεζας, διατηρούσε σ' αυτήν τον με αριθμό ... λογαριασμό όψεως, και ζήτησε να της δώσει το παραπάνω ποσό. Πράγματι η "ΕΡΓΑΣ Α.Ε." έδωσε την έγκρισή της, ώστε να αναληφθεί από τον λογαριασμό της το αιτούμενο ποσό και έτσι, στις 29.3.1996 αναλήφθηκε από τον ανωτέρω λογαριασμό της "ΕΡΓΑΣ Α.Ε." το ποσό των 50.103,23 $ ΗΠΑ, το οποίο και κατατέθηκε στον με αριθμό ... δεσμευόμενο λογαριασμό (μη διαπραγματεύσιμο), που ανοίχθηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας. Κατόπιν αυτού εκδόθηκε η με αριθμό 961090 εγγυητική επιστολή, ποσού 50.000 $ ΗΠΑ, με την οποία η τράπεζα δήλωνε προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ότι, "εγγυώμεθα ανεπιφύλακτα, παραιτούμενοι του ευεργετήματος της διζήσεως, υπέρ της εταιρίας "TRAMAR INTERRNATIONAL S.A." (αναιρεσείουσασας). Για την έκδοση της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής συνήφθη έγγραφη σύμβαση μεταξύ εναγομένης και πρώτης ενάγουσας, για λογαριασμό της οποίας συμβλήθηκε ο τότε νόμιμος εκπρόσωπος αυτής Α. Ε.. Η ισχύς της εν λόγω εγγυητικής επιστολής ορίστηκε για όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του γραφείου της πρώτης ενάγουσας στην Ελλάδα. Ο ανωτέρω μη διαπραγματεύσιμος λογαριασμός τηρήθηκε στη συνέχεια από την, διάδοχο της αρχικώς συμβληθείσας τράπεζας, τράπεζα με την επωνυμία "ΤΕΛΕΣΙΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Α.Ε." με τον τίτλο "ΤΕΛΕΣΙΣ υπέρ "TRAMAR INTERRNATIONAL S.A." και στη συνέχεια από την εναγομένη. Στις 20.8.1998 δυνάμει της με αριθμό ΙΕ/52873/2090/11331/20.8.1998 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ανακλήθηκε η εγκριτική υπουργική απόφαση, με την οποία είχε επιτραπεί η εγκατάσταση του γραφείου της πρώτης ενάγουσας στην Ελλάδα, και επομένως εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο εκδόθηκε η ανωτέρω εγγυητική επιστολή. Κατόπιν αυτού η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε αίτηση προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για επιστροφή της εκδοθείσας εγγυητικής επιστολής, η οποία (αίτηση) εγκρίθηκε δυνάμει της με αριθμό ΙΕ/37442/4270/1133/29.10.2004 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Η απόφαση αυτή καθώς και το σώμα της εγγυητικής επιστολής επιδόθηκαν στην εναγομένη την 1.10.2004. Η τελευταία, όμως, αρνήθηκε να επιστρέψει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 50.000 $ ΗΠΑ, παρά τις συνεχείς προς αυτήν οχλήσεις της και την επίδοση της, με ημερομηνία 19.10.2004, εξώδικης διαμαρτυρίας της, ισχυριζόμενη ότι δικαιούχος του ως άνω ποσού ήταν η εταιρία "ΕΡΓΑΣ Α.Ε.". Μάλιστα στις 21.2.2005 προέβη σε συμψηφισμό του εν λόγω ποσού, με απαίτηση που είχε κατά της εταιρίας με την επωνυμία "ΕΡΓΑΣ Α.Ε.". Ωστόσο, με βάση τα όσα παραπάνω εκτέθηκαν, δικαιούχος του ποσού της εγγυητικής επιστολής ήταν η πρώτη ενάγουσα, στο όνομα της οποίας εκδόθηκε αυτή (επιστολή) αλλά και στο όνομα της οποίας τηρήθηκε ο δεσμευμένος με το ανωτέρω ποσό λογαριασμός. Το γεγονός ότι, το ποσό αυτό αναλήφθηκε από λογαριασμό τρίτης εταιρίας, ήτοι της "ΕΡΓΑΣ Α.Ε." η οποία και έδωσε την έγκρισή της για την ανάληψή του, δεν καθιστά την τελευταία αυτή εταιρία δικαιούχο του χρηματικού ποσού της κάλυψης της εγγυητικής επιστολής. Τούτο διότι το εν λόγω ποσό, δεν δεσμεύθηκε σε λογαριασμό της τρίτης αυτής εταιρίας, ούτε η εγγυητική επιστολή εκδόθηκε στο όνομα της, οπότε μόνον εκείνη ("ΕΡΓΑΣ Α.Ε.") θα δικαιούτο να εισπράξει το κατατεθέν ποσό, αλλά για λογαριασμό της ενάγουσας.
Ούτε, βέβαια, αποδείχθηκε η ύπαρξη εντολής (έγγραφης ή και προφορικής ακόμα) της "ΕΡΓΑΣ Α.Ε." προς την εναγομένη, για έκδοση εγγυητικής επιστολής υπέρ της πρώτης ενάγουσας. Η μόνη εντολή που η εταιρία ΕΡΓΑΣ ΑΕ έδωσε προς την εναγομένη ήταν, να αναληφθεί το ως άνω ποσό από το λογαριασμό της και να δοθεί αυτό στην πρώτη ενάγουσα, όπως και έγινε, με αποτέλεσμα να ανοιχθεί νέος λογαριασμός, δικαιούχος του οποίου ήταν αποκλειστικά η πρώτη ενάγουσα. Το πραγματικό αυτό γεγονός είναι και το μόνο νομικά ενδιαφέρον για την κρινόμενη υπόθεση, αφού το πώς βρέθηκαν τα χρήματα και για ποια αιτία δόθηκαν σ' αυτήν (πρώτη ενάγουσα) αφορά, μόνο την εσωτερική σχέση που συνέδεε τις εν λόγω εταιρίες (εξόφληση χρέους, δάνειο, δωρεά κ.λπ.). Άλλωστε, μετά το άνοιγμα του νέου λογαριασμού στο όνομα της πρώτης ενάγουσας συνήφθη μεταξύ αυτής και της τράπεζας σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, δυνάμει της οποίας η τελευταία υποχρεούτο, μετά τη λήξη της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή και ανοίχθηκε ο παραπάνω δεσμευμένος λογαριασμός, να αποδώσει το κατατεθέν ποσό στην, αντισυμβαλλομένη της και δικαιούχο του λογαριασμού, πρώτη ενάγουσα, αμέσως μόλις αυτή το ζήτησε. Έσφαλε, συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε τη βάση της αγωγής που στηριζόταν στην ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης έναντι της πρώτης ενάγουσας. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης και κατ' ακολουθία και αυτή η ίδια η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του το Εφετείο, έκανε δεκτή την αγωγή της αναιρεσίβλητης, κατά το μέρος που είχε έρεισμα στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, και επεδίκασε σ' αυτήν νομιμοτόκως το αιτούμενο για την παραπάνω αιτία ποσό των 50.000 $ ΗΠΑ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361, 410, 411, 806, 830, 713 επ., 828, 847 επ. του ΑΚ, 10 παρ. 1 του Ν 5076/1931 και 2 παρ. 1 εδ. α' του ΝΔ 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", αφού τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα, ότι με το άνοιγμα στην εναγομένη τράπεζα του άνω λογαριασμού στο όνομά της ενάγουσας και την κατάθεση στον τελευταίο από την πιο πάνω εταιρεία του προρρηθέντος ποσού, χωρίς να τεθεί απ' αυτήν κανένας όρος, εξάρτηση ή περιορισμός της γενομένης κατάθεσης, συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της τράπεζας, σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, η οποία καθιστούσε την τελευταία υπόχρεη να επιστρέψει στην ενάγουσα, ως δικαιούχου του εν λόγω λογαριασμού, το κατατεθέν στον τελευταίο ποσό, αφότου εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο δεσμεύτηκε ο λογαριασμός αυτός, πληρούσαν το πραγματικό των παραπάνω διατάξεων και δικαιολογούσαν την παραδοχή της ένδικης αγωγής, κατά το μέρος που είχε έρεισμα στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης.
Ούτε όμως και τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ παραβίασε το Εφετείο, αναφορικά με τη βούληση της εταιρείας "ΕΡΓΑΣ ΑΕ" να καταστεί η ενάγουσα δικαιούχος του ποσού των 50.000 $ ΗΠΑ, με την ανάληψη του ποσού αυτού από τον λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα και την κατάθεσή του στο λογαριασμό που άνοιξε αυτή (ενάγουσα) στην ίδια τράπεζα, αφού από το της αναιρεσιβαλλομένης και τις κρίσιμες περί τούτου παραδοχές της, όπως αναφέρονται πιο πάνω, δεν προκύπτει ότι διαπίστωσε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, την ύπαρξη αμφιβολίας ή κενού στην άτυπη δήλωση βούλησης προς τούτο της άνω εταιρείας, αλλά θεώρησε ότι αυτή ευθέως και ενσυνειδήτως κατευθύνετο στον να καταστεί η ενάγουσα δικαιούχος του ανωτέρω ποσού.
Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του αρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης.
Ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτικό γεγονός.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι για παραμόρφωση του υπ' αριθ. ... δεσμευμένου λογαριασμού που ανοίχθηκε από τη δικαιοπάροχό της τράπεζα με την επωνυμία "ΔΩΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." και έφερε τον τίτλο/ένδειξη "ΔΩΡΙΚΗ ΥΠΕΡ ΤΡΑΜΑΡ", με το να δεχθεί ότι, "η ΕΡΓΑΣ Α.Ε. έδωσε την έγκρισή της ώστε να αναληφθεί από τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό όψεως που διατηρούσε στην ίδια τράπεζα το ποσό των 50.103,23 $ ΗΠΑ το οποίο στη συνέχεια κατατέθηκε στον ως άνω υπ' αριθ. ... δεσμευμένο λογαριασμό (μη διαπραγματεύσιμο), που ανοίχθηκε στο όνομα της ενάγουσας εταιρείας, για να καταλήξει ακολούθως στο συμπέρασμα, ότι συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της ως άνω τράπεζας σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, δυνάμει της οποίας η τελευταία υποχρεούτο, μετά τη λήξη της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή και ανοίχθηκε ο παραπάνω δεσμευμένος λογαριασμός, να αποδώσει το κατατεθέν ποσό στην, αντισυμβαλλομένη της και δικαιούχο του λογαριασμού, πρώτη ενάγουσα, αμέσως μόλις αυτή το ζήτησε, διαπιστώνοντας δηλαδή, βάσει του ανωτέρω εγγράφου, ότι ο λογαριασμός ανοίχθηκε στο όνομα της ενάγουσας και ότι μόνο αυτή δικαιούται να εισπράξει το κατατεθέν ποσό, ενώ ο τίτλος/ένδειξη ενός λογαριασμού καλύμματος, όπως είναι ο ανωτέρω, που εξυπηρετεί την ταυτοποίησή του με την εκδοθείσα αντίστοιχη εγγυητική επιστολή δεν προσδιορίζει και τον δικαιούχο του ποσού του καλύμματος αυτού εάν το πρόσωπο αυτό είναι διάφορο από τον υπέρ ου η εγγυητική επιστολή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω".
Από την παραπάνω όμως απόφαση προκύπτει, αφενός μεν και κυρίως, ότι το άνω Δικαστήριο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος αναφορικά με τον δικαιούχο του άνω λογαριασμού και συνακόλουθα το δικαιούχο του ποσού της εγγυητικής επιστολής, συνεκτίμησε το παραπάνω έγγραφο, μαζί με τα υπόλοιπα προσκομισθέντα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία (καταθέσεις μαρτύρων, ένορκες βεβαιώσεις), αφετέρου δε δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου αλλά απέδωσε σ' αυτό νόημα διαφορετικό από αυτό που θεωρεί ορθό η αναιρεσείουσα, αναφορικά με το αποδεικτέο πραγματικό γεγονός, πλήττοντας όμως έτσι απαραδέκτως, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, την κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης για εκτιμητικό και όχι διαγνωστικό σφάλμα σε σχέση με το παραπάνω έγγραφο.
Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως (πρώτος), είναι απαράδεκτος. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-05-2010 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. 6854/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου