Α.Π. 431/2019 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΚΟΙΝΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ – ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ – ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ.. ΑΝ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΑΒΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ (ΜΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΥΤΗ) – Εν προκειμένω ορθώς το Εφετείο έκρινε αναφορικά με το οφειλόμενο στην αναιρεσίβλητη ήμισυ των αναληφθέντων από τον αναιρεσείοντα χρηματικών ποσών από τους ανοιγέντες κοινούς μεταξύ των διαδίκων τραπεζικούς λογαριασμούς, αφού προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά που ήσαν αναγκαία για τη σχετική κρίση του Δικαστηρίου – Απόρριψη λόγων αναίρεσης (άρθρ. 1, 2 Ν 5638/1932, 411, 489, 490, 491, 493 ΑΚ)
Αριθμός 431/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Η. Τ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ..... Της αναιρεσίβλητης: Ν. Κ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ........
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-9-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 43/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 88/2016 του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-12-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 §§ 1 και 2 Ν 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 ΝΔ951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ' στοιχ. α' ΝΔ 118/1973,και αυτών των άρθρων 2 παρ.1 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ιδίου καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους, υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός ,και του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου, ^ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από το νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού (ΑΠ946/2015, 1550/2007), εξαίρεση της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα(ΑΠ 1001/2012,2058/2007).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.19ΚΠολΔ,αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τέλος,από την διάταξη του άρθρου 561παρ.1ΚΠολΔ,προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών,εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου,στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί,ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του ΚΠολΔ,είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο,ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 ή 19 του άρθρου 559ΚΠολΔ,εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ,απορρίπτεται ως απαράδεκτος,εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο(ΑΠ2095/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση,το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα,με την προσβαλλόμενη απόφαση,κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία,μέρος:"Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 6-11-1999 στον Ιερό Ναό ... στον !...,από τον οποίον απέκτησαν δύο θήλεα τέκνα,την Α.,που γεννήθηκε στις 5-5-2003 και την Ε., που γεννήθηκε στις 25-5-2005, και διέμεναν κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους σε κατοικία ιδιοκτησίας του εναγομένου στη .... Την 1-3-2013 η ενάγουσα,(ήδη αναιρεσίβλητη) λόγω έντονων οικογενειακών διαφορών με τον εναγόμενο(ήδη αναιρεσείοντα), έφυγε από τη συζυγική οικία με τα ανήλικα τέκνα αυτών και την 1-4-2013 μίσθωσε μία κατοικία στη ..., όπου έκτοτε διαμένει. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης των διαδίκων ανοίχτηκαν σε διάφορες τράπεζες κοινοί τραπεζικοί λογαριασμοί, στους οποίους αμφότεροι ήταν δικαιούχοι. Συγκεκριμένα την 1--9-2003 ανοίχτηκε ο κοινός καταθετικός λογαριασμός στην "..." με αριθμό ...90, με αρχική κατάθεση ποσού 67.500ευρώ.... Στις 7-2-2007 ανοίχτηκε ο καταθετικός λογαριασμός στην'...)' με αριθμό ...32893, με αρχική κατάθεση ποσού 30.000 ευρώ, ο οποίος αρχικά ήταν απλός με μόνο δικαιούχο τον εναγόμενο και στη συνέχεια την 1-6-2008 κατέστη κοινός,.....Στις 21-12-2010 ανοίχτηκε στην "..." ο κοινός καταθετικός λογαριασμός με αριθμό ...99033, με κατάθεση ποσού 90.000 ευρώ, ο οποίος στη συνέχεια την 28-6-2011 κατέστη υπό προθεσμία κοινός καταθετικός λογαριασμός,...... Επίσης είχε ανοιχτεί και ο κοινός καταθετικός λογαριασμός στην ... με αριθμό ...367, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ο χρόνος ανοίγματος αυτού. Ο εναγόμενος στις 21-7-2011 ανέλαβε το συνολικό ποσό της κοινής προθεσμιακής κατάθεσης της ..., η οποία κατά το χρόνο του κλεισίματος είχε ποσό 90.138,04 ευρώ.... Στη συνέχεια ο εναγόμενος αμέσως μετά την αποχώρηση της ενάγουσας από τη συζυγική οικία προέβη σε ανάληψη του συνόλου σχεδόν των χρηματικών ποσών τα οποία είχαν κατατεθεί στους προαναφερόμενους κοινούς καταθετικούς λογαριασμούς. Ειδικότερα?στις 4-3-2013 προέβη σε ανάληψη ποσού 16.000 ευρώ και στις 6-3-2013 ποσού 6.000 ευρώ και συνολικά 22.000ευρώ, από τον κοινό καταθετικό λογαριασμό της ..., ο οποίος κατά το χρόνο της πρώτης ανάληψης είχε ποσό 23.063,32 ευρώ. Στις 4-3-2013 προέβη επίσης σε ανάληψη ποσού 22.000ευρώ και στις 6-3-2013 ποσού 6.500 ευρώ και συνολικά 28.500 ευρώ, από τον κοινό καταθετικό λογαριασμό της .... Την ίδια ως άνω ημερομηνία (4-3-2013) προέβη σε ανάληψη ποσού 14.000 ευρώ και στις 6-3- 2013 ποσού 4.500 ευρώ και συνολικά 18.500 ευρώ, από τον κοινό καταθετικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας.
Η ενάγουσα αφού έλαβε γνώση των ανωτέρω ενεργειών του εναγομένου απέστειλε προς αυτόν την από 20.3.2013 εξώδικη διαμαρτυρία, η οποία του επιδόθηκε στις 3.4.2013......,με την οποία τον καλούσε, μεταξύ άλλων?να της καταβάλει το ήμισυ των χρημάτων, τα οποία είχε αναλάβει από τους προαναφερόμενους τρεις κοινούς καταθετικούς λογαριασμούς καθώς και το ήμισυ των χρημάτων που βρίσκονταν στην οικία τους, τάσσοντας προς τούτο προθεσμία δύο ημερών. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την επιστροφή του ημίσεως των χρημάτων, ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα ουδεμία αξίωση έχει επ'αυτών. Από το ποσό των 90.138,04 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος ανέλαβε στις 21-7- 2011 από την κοινή προθεσμιακή κατάθεση στην ..., είχε εναπομείνει το ποσό των 70.000 ευρώ (ποσό ύψους 20.128,04 ευρώ κατατέθηκε την ίδια ημέρα από τον εναγόμενο στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ...) και επομένως η ενάγουσα δικαιούται να λάβει το ποσό των 69.500 ευρώ (70.000+18.500+28.500+22.000/2), καταβλητέο νομιμοτόκως το μεν ποσό των 34.500 ευρώ από την 6-4-2013,το δε ποσό των 35.000 ευρώ από την επίδοσης της ένδικης αγωγής. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι από το ποσό των 70.000 ευρώ, τα οποία ανέλαβε από την κοινή προθεσμιακή κατάθεση και τα φύλασσε στην συζυγική οικία εξαιτίας του φόβου του για την οικονομική κρίση, προέβη σε τμηματικές επανακαταθέσεις επιμέρους χρηματικών ποσών στους επίδικους τρεις κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς σε χρονικό διάστημα ενάμιση έτους περίπου, αρχής γενομένης μάλιστα την 20-8- 2011, δηλαδή ένα μήνα μετά την ανάληψη ολοκλήρου του ποσού, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι οι καταθέσεις των χρηματικών ποσών που αναφέρει, οι οποίες πράγματι πραγματοποιήθηκαν στους επίδικους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, προέρχονται από το ποσό των 70.000 ευρώ, δοθέντος ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι εν λόγω λογαριασμοί τροφοδοτούνταν και με άλλα χρηματικά ποσά προερχόμενα από τα έσοδα των διαδίκων από την άσκηση της επαγγελματικής δράστηριότητάς τους".
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε την από 16.9.2014 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 43/2014 απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που κρίνοντας ομοίως, κατά μερική αποδοχή της από 17.9.2013 αγωγής της αναιρεσίβλητης, τον υποχρέωσε να της καταβάλει το προαναφερθέν χρηματικό ποσό με το νόμιμο τόκο κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, στο αποδεικτικό του πόρισμα αναφορικά με το οφειλόμενο στην αναιρεσίβλητη ήμισυ των αναληφθέντων από τον αναιρεσείοντα χρηματικών ποσών από τους ανοιγέντες κοινούς μεταξύ των διαδίκων τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση,αφού από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά που ήσαν αναγκαία για τη σχετική κρίση του Δικαστηρίου, ενώ έχει τις απαιτούμενες αιτιολογίες που είναι επαρκείς και πλήρεις, έτσι ώστε καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των αναφερομένων στην αρχή της παρούσας διατάξεων. Επομένως,όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο αναιρεσείων, περί "παντελούς έλλειψης αιτιολογίας" κατ' επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας, κατ' εκτίμηση από τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.19ΚΠολΔ,είναι αβάσιμα.
Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559αριθμ.8ΚΠολΔ για λήψη ή μη υπόψη προταθέντος και έχοντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πράγματος,προϋποθέτει "πράγμα" παραδεκτώς προταθέν,αφού διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να το λάβει υπόψη. "Πράγματα"δε,θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων,που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής,ανταγωγής,ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, ενώ δεν αποτελούν πράγματα και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ3/1997,ΑΠ 1588/2017).Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' επίκληση πλημμέλειας κατ' εκτίμηση) από το άρθρο 559αριθμ.8ΚΠολΔ,ότι δεν έλαβε υπόψη τον νομίμως προταθέντα ,τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστή ρ ίο υ (με τις προτάσεις του και ενώπιον του ακροατηρίου),όσο και με την έφεσή το υ, ισχυρισμό, ότι όλα τα κατατεθέντα στους κοινούς λογαριασμούς και αναληφθέντα από τον ίδιον χρηματικά ποσά,ανήκαν αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο και ουδόλως συνέβαλε στην απόκτησή τους η αναιρεσίβλητη. Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, εφόσον, η προσβαλλόμενη απόφαση,έλαβε υπόψη τον επαναφερθέντα με την έφεση του αναιρεσείοντος ανωτέρω ισχυρισμό του και τον απέρριψε ως απαράδεκτο (επειδή δεν προτάθηκε προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου),επικυρώνοντας την όμοια σχετικώς απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Περαιτέρω, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας (αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου . Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, να αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιές επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις(Ολ.ΑΠ20/2005).0 προβλεπόμενος δε από το άρθρο 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, μετά την κατάργηση της δεύτερης περίπτωσης, που προέβλεπε τη δυνατότητα αναίρεσης, αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά "χωρίς να διατάξει περί αυτών απόδειξη", με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001, όπως και μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 341 Κ.Πολ.Δικ. για τη δυνατότητα έκδοσης προδικαστικής απόφασης και την εφαρμογή του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ. σε όλες τις υποθέσεις, με το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, έχει περιορισμένη εφαρμογή στην περίπτωση που το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα,με την προαναφερθείσα έννοια του αριθμού 8 ως αληθινά χωρίς απόδειξη", δηλαδή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη ή δεν έχει προσαχθεί καμιά απόδειξη (ΑΠ1299/2017,104/2014).Για να είναι δε ορισμένος και αυτός ο λόγος πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο,ποιό πράγμα λήφθηκε υπόψη χωρίς απόδειξη και ποια η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό.
Στην προκειμένη περίπτωση,με το υπόλοιπο περιεχόμενο της κρινόμενης αίτησής του, ο αναιρεσείων,επικαλούμενος συλλήβδην αναιρετικές πλημμέλειες από τις διατάξεις των άρθρων 559αριθμ.1,8,10 και 19 ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, αντίστοιχα,
α) "παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου ,στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών,αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο,ελληνικό ή ξένο,εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, β) "έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,ενώ δεν αιτιολογησε τους λόγους απόρριψης των ισχυρισμών του από το άρθρο 559αριθμ.1 ", γ)"δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης" και δ) "παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά",διότι εσφαλμένα,δέχθηκε το ύψος της κατάθεσης στην ... και δεν δέχθηκε ότι το ποσό που είχε αναλάβει από αυτή το επανακατέθεσε στους επίδικους κοινούς λογαριασμούς ,αλλά ότι αυτό προερχόταν από την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ενώ το ίδιο Εφετείο,με την 90/2016 απόφασή του,επί άλλης υπόθεσης, είχε δεχθεί ότι αποκέρδαινε από την εργασία του μηνιαίως 2.000 ευρώ.
Οι ανωτέρω λόγοι είναι απαράδεκτοι, προεχόντως λόγω αοριστίας,εφόσον ο αναιρεσείων, επικαλείται το περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων μόνο σε θεωρητικό επίπεδο,χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένη νομική διάταξη που παραβιάστηκε από τις παραδοχές του Εφετείου όπως αυτές εκτέθηκαν παραπάνω, δεν εκθέτει συγκεκριμένη αντίφαση ή ανεπάρκεια στην αιτιολογία, ούτε εκθέτει ποιοί, ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν αναιτιολόγητα, δεν εκθέτει ποιόν ισχυρισμό με την προαναφερθείσα έννοια δεν έλαβε υπόψη το Δικαστήριο,ή ποιόν δέχθηκε χωρίς να έχει προσαχθεί απόδειξη. Οι ίδιοι, εξάλλου λόγοι είναι απαράδεκτοι,και διότι με την κατ' επίφαση επίκλησή τους ο αναιρεσείων (που στα πλαίσια αυτών αναλύει και σχολιάζει το αποδεικτικό υλικό,εκθέτοντας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου όλα τα συνιστώντα αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής της αντιδίκου του περιστατικά,αλλά και αυτά στα οποία στήριξε την απορριφθείσα ως απαράδεκτη ένστασή του επιχειρώντας την επανάκριση της υπόθεσης), πλήττει την εκτίμηση από το Εφετείο των συνιστώντων την ουσία αυτής πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επισημαίνεται ότι δεν είναι αναιρετικώς αξιόλογη η κατά τον αναιρεσείοντα αντίθεση μεταξύ των κρίσεων της πληττόμενης απόφασης και της υπ' αρ. 90/2016 απόφασης του ίδιου Εφετείου (ΑΠ 17/2006).
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Δεκεμβρίου 2016 αίτηση του Η. Τ. για αναίρεση της 88/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΟΙΝΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ – ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ – ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ.. ΑΝ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΑΒΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ (ΜΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΥΤΗ) – Εν προκειμένω ορθώς το Εφετείο έκρινε αναφορικά με το οφειλόμενο στην αναιρεσίβλητη ήμισυ των αναληφθέντων από τον αναιρεσείοντα χρηματικών ποσών από τους ανοιγέντες κοινούς μεταξύ των διαδίκων τραπεζικούς λογαριασμούς, αφού προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά που ήσαν αναγκαία για τη σχετική κρίση του Δικαστηρίου – Απόρριψη λόγων αναίρεσης (άρθρ. 1, 2 Ν 5638/1932, 411, 489, 490, 491, 493 ΑΚ)
Αριθμός 431/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Η. Τ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ..... Της αναιρεσίβλητης: Ν. Κ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ........
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-9-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 43/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 88/2016 του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-12-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 §§ 1 και 2 Ν 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 ΝΔ951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ' στοιχ. α' ΝΔ 118/1973,και αυτών των άρθρων 2 παρ.1 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ιδίου καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους, υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός ,και του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου, ^ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από το νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού (ΑΠ946/2015, 1550/2007), εξαίρεση της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα(ΑΠ 1001/2012,2058/2007).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.19ΚΠολΔ,αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τέλος,από την διάταξη του άρθρου 561παρ.1ΚΠολΔ,προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών,εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου,στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί,ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του ΚΠολΔ,είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο,ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 ή 19 του άρθρου 559ΚΠολΔ,εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ,απορρίπτεται ως απαράδεκτος,εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο(ΑΠ2095/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση,το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα,με την προσβαλλόμενη απόφαση,κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία,μέρος:"Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 6-11-1999 στον Ιερό Ναό ... στον !...,από τον οποίον απέκτησαν δύο θήλεα τέκνα,την Α.,που γεννήθηκε στις 5-5-2003 και την Ε., που γεννήθηκε στις 25-5-2005, και διέμεναν κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους σε κατοικία ιδιοκτησίας του εναγομένου στη .... Την 1-3-2013 η ενάγουσα,(ήδη αναιρεσίβλητη) λόγω έντονων οικογενειακών διαφορών με τον εναγόμενο(ήδη αναιρεσείοντα), έφυγε από τη συζυγική οικία με τα ανήλικα τέκνα αυτών και την 1-4-2013 μίσθωσε μία κατοικία στη ..., όπου έκτοτε διαμένει. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης των διαδίκων ανοίχτηκαν σε διάφορες τράπεζες κοινοί τραπεζικοί λογαριασμοί, στους οποίους αμφότεροι ήταν δικαιούχοι. Συγκεκριμένα την 1--9-2003 ανοίχτηκε ο κοινός καταθετικός λογαριασμός στην "..." με αριθμό ...90, με αρχική κατάθεση ποσού 67.500ευρώ.... Στις 7-2-2007 ανοίχτηκε ο καταθετικός λογαριασμός στην'...)' με αριθμό ...32893, με αρχική κατάθεση ποσού 30.000 ευρώ, ο οποίος αρχικά ήταν απλός με μόνο δικαιούχο τον εναγόμενο και στη συνέχεια την 1-6-2008 κατέστη κοινός,.....Στις 21-12-2010 ανοίχτηκε στην "..." ο κοινός καταθετικός λογαριασμός με αριθμό ...99033, με κατάθεση ποσού 90.000 ευρώ, ο οποίος στη συνέχεια την 28-6-2011 κατέστη υπό προθεσμία κοινός καταθετικός λογαριασμός,...... Επίσης είχε ανοιχτεί και ο κοινός καταθετικός λογαριασμός στην ... με αριθμό ...367, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ο χρόνος ανοίγματος αυτού. Ο εναγόμενος στις 21-7-2011 ανέλαβε το συνολικό ποσό της κοινής προθεσμιακής κατάθεσης της ..., η οποία κατά το χρόνο του κλεισίματος είχε ποσό 90.138,04 ευρώ.... Στη συνέχεια ο εναγόμενος αμέσως μετά την αποχώρηση της ενάγουσας από τη συζυγική οικία προέβη σε ανάληψη του συνόλου σχεδόν των χρηματικών ποσών τα οποία είχαν κατατεθεί στους προαναφερόμενους κοινούς καταθετικούς λογαριασμούς. Ειδικότερα?στις 4-3-2013 προέβη σε ανάληψη ποσού 16.000 ευρώ και στις 6-3-2013 ποσού 6.000 ευρώ και συνολικά 22.000ευρώ, από τον κοινό καταθετικό λογαριασμό της ..., ο οποίος κατά το χρόνο της πρώτης ανάληψης είχε ποσό 23.063,32 ευρώ. Στις 4-3-2013 προέβη επίσης σε ανάληψη ποσού 22.000ευρώ και στις 6-3-2013 ποσού 6.500 ευρώ και συνολικά 28.500 ευρώ, από τον κοινό καταθετικό λογαριασμό της .... Την ίδια ως άνω ημερομηνία (4-3-2013) προέβη σε ανάληψη ποσού 14.000 ευρώ και στις 6-3- 2013 ποσού 4.500 ευρώ και συνολικά 18.500 ευρώ, από τον κοινό καταθετικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας.
Η ενάγουσα αφού έλαβε γνώση των ανωτέρω ενεργειών του εναγομένου απέστειλε προς αυτόν την από 20.3.2013 εξώδικη διαμαρτυρία, η οποία του επιδόθηκε στις 3.4.2013......,με την οποία τον καλούσε, μεταξύ άλλων?να της καταβάλει το ήμισυ των χρημάτων, τα οποία είχε αναλάβει από τους προαναφερόμενους τρεις κοινούς καταθετικούς λογαριασμούς καθώς και το ήμισυ των χρημάτων που βρίσκονταν στην οικία τους, τάσσοντας προς τούτο προθεσμία δύο ημερών. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την επιστροφή του ημίσεως των χρημάτων, ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα ουδεμία αξίωση έχει επ'αυτών. Από το ποσό των 90.138,04 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος ανέλαβε στις 21-7- 2011 από την κοινή προθεσμιακή κατάθεση στην ..., είχε εναπομείνει το ποσό των 70.000 ευρώ (ποσό ύψους 20.128,04 ευρώ κατατέθηκε την ίδια ημέρα από τον εναγόμενο στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ...) και επομένως η ενάγουσα δικαιούται να λάβει το ποσό των 69.500 ευρώ (70.000+18.500+28.500+22.000/2), καταβλητέο νομιμοτόκως το μεν ποσό των 34.500 ευρώ από την 6-4-2013,το δε ποσό των 35.000 ευρώ από την επίδοσης της ένδικης αγωγής. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι από το ποσό των 70.000 ευρώ, τα οποία ανέλαβε από την κοινή προθεσμιακή κατάθεση και τα φύλασσε στην συζυγική οικία εξαιτίας του φόβου του για την οικονομική κρίση, προέβη σε τμηματικές επανακαταθέσεις επιμέρους χρηματικών ποσών στους επίδικους τρεις κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς σε χρονικό διάστημα ενάμιση έτους περίπου, αρχής γενομένης μάλιστα την 20-8- 2011, δηλαδή ένα μήνα μετά την ανάληψη ολοκλήρου του ποσού, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι οι καταθέσεις των χρηματικών ποσών που αναφέρει, οι οποίες πράγματι πραγματοποιήθηκαν στους επίδικους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, προέρχονται από το ποσό των 70.000 ευρώ, δοθέντος ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι εν λόγω λογαριασμοί τροφοδοτούνταν και με άλλα χρηματικά ποσά προερχόμενα από τα έσοδα των διαδίκων από την άσκηση της επαγγελματικής δράστηριότητάς τους".
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε την από 16.9.2014 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 43/2014 απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που κρίνοντας ομοίως, κατά μερική αποδοχή της από 17.9.2013 αγωγής της αναιρεσίβλητης, τον υποχρέωσε να της καταβάλει το προαναφερθέν χρηματικό ποσό με το νόμιμο τόκο κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, στο αποδεικτικό του πόρισμα αναφορικά με το οφειλόμενο στην αναιρεσίβλητη ήμισυ των αναληφθέντων από τον αναιρεσείοντα χρηματικών ποσών από τους ανοιγέντες κοινούς μεταξύ των διαδίκων τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση,αφού από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά που ήσαν αναγκαία για τη σχετική κρίση του Δικαστηρίου, ενώ έχει τις απαιτούμενες αιτιολογίες που είναι επαρκείς και πλήρεις, έτσι ώστε καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των αναφερομένων στην αρχή της παρούσας διατάξεων. Επομένως,όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο αναιρεσείων, περί "παντελούς έλλειψης αιτιολογίας" κατ' επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας, κατ' εκτίμηση από τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.19ΚΠολΔ,είναι αβάσιμα.
Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559αριθμ.8ΚΠολΔ για λήψη ή μη υπόψη προταθέντος και έχοντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πράγματος,προϋποθέτει "πράγμα" παραδεκτώς προταθέν,αφού διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να το λάβει υπόψη. "Πράγματα"δε,θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων,που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής,ανταγωγής,ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, ενώ δεν αποτελούν πράγματα και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ3/1997,ΑΠ 1588/2017).Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' επίκληση πλημμέλειας κατ' εκτίμηση) από το άρθρο 559αριθμ.8ΚΠολΔ,ότι δεν έλαβε υπόψη τον νομίμως προταθέντα ,τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστή ρ ίο υ (με τις προτάσεις του και ενώπιον του ακροατηρίου),όσο και με την έφεσή το υ, ισχυρισμό, ότι όλα τα κατατεθέντα στους κοινούς λογαριασμούς και αναληφθέντα από τον ίδιον χρηματικά ποσά,ανήκαν αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο και ουδόλως συνέβαλε στην απόκτησή τους η αναιρεσίβλητη. Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, εφόσον, η προσβαλλόμενη απόφαση,έλαβε υπόψη τον επαναφερθέντα με την έφεση του αναιρεσείοντος ανωτέρω ισχυρισμό του και τον απέρριψε ως απαράδεκτο (επειδή δεν προτάθηκε προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου),επικυρώνοντας την όμοια σχετικώς απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Περαιτέρω, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας (αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου . Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, να αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιές επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις(Ολ.ΑΠ20/2005).0 προβλεπόμενος δε από το άρθρο 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, μετά την κατάργηση της δεύτερης περίπτωσης, που προέβλεπε τη δυνατότητα αναίρεσης, αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά "χωρίς να διατάξει περί αυτών απόδειξη", με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001, όπως και μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 341 Κ.Πολ.Δικ. για τη δυνατότητα έκδοσης προδικαστικής απόφασης και την εφαρμογή του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ. σε όλες τις υποθέσεις, με το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, έχει περιορισμένη εφαρμογή στην περίπτωση που το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα,με την προαναφερθείσα έννοια του αριθμού 8 ως αληθινά χωρίς απόδειξη", δηλαδή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη ή δεν έχει προσαχθεί καμιά απόδειξη (ΑΠ1299/2017,104/2014).Για να είναι δε ορισμένος και αυτός ο λόγος πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο,ποιό πράγμα λήφθηκε υπόψη χωρίς απόδειξη και ποια η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό.
Στην προκειμένη περίπτωση,με το υπόλοιπο περιεχόμενο της κρινόμενης αίτησής του, ο αναιρεσείων,επικαλούμενος συλλήβδην αναιρετικές πλημμέλειες από τις διατάξεις των άρθρων 559αριθμ.1,8,10 και 19 ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, αντίστοιχα,
α) "παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου ,στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών,αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο,ελληνικό ή ξένο,εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, β) "έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,ενώ δεν αιτιολογησε τους λόγους απόρριψης των ισχυρισμών του από το άρθρο 559αριθμ.1 ", γ)"δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης" και δ) "παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά",διότι εσφαλμένα,δέχθηκε το ύψος της κατάθεσης στην ... και δεν δέχθηκε ότι το ποσό που είχε αναλάβει από αυτή το επανακατέθεσε στους επίδικους κοινούς λογαριασμούς ,αλλά ότι αυτό προερχόταν από την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ενώ το ίδιο Εφετείο,με την 90/2016 απόφασή του,επί άλλης υπόθεσης, είχε δεχθεί ότι αποκέρδαινε από την εργασία του μηνιαίως 2.000 ευρώ.
Οι ανωτέρω λόγοι είναι απαράδεκτοι, προεχόντως λόγω αοριστίας,εφόσον ο αναιρεσείων, επικαλείται το περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων μόνο σε θεωρητικό επίπεδο,χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένη νομική διάταξη που παραβιάστηκε από τις παραδοχές του Εφετείου όπως αυτές εκτέθηκαν παραπάνω, δεν εκθέτει συγκεκριμένη αντίφαση ή ανεπάρκεια στην αιτιολογία, ούτε εκθέτει ποιοί, ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν αναιτιολόγητα, δεν εκθέτει ποιόν ισχυρισμό με την προαναφερθείσα έννοια δεν έλαβε υπόψη το Δικαστήριο,ή ποιόν δέχθηκε χωρίς να έχει προσαχθεί απόδειξη. Οι ίδιοι, εξάλλου λόγοι είναι απαράδεκτοι,και διότι με την κατ' επίφαση επίκλησή τους ο αναιρεσείων (που στα πλαίσια αυτών αναλύει και σχολιάζει το αποδεικτικό υλικό,εκθέτοντας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου όλα τα συνιστώντα αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής της αντιδίκου του περιστατικά,αλλά και αυτά στα οποία στήριξε την απορριφθείσα ως απαράδεκτη ένστασή του επιχειρώντας την επανάκριση της υπόθεσης), πλήττει την εκτίμηση από το Εφετείο των συνιστώντων την ουσία αυτής πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επισημαίνεται ότι δεν είναι αναιρετικώς αξιόλογη η κατά τον αναιρεσείοντα αντίθεση μεταξύ των κρίσεων της πληττόμενης απόφασης και της υπ' αρ. 90/2016 απόφασης του ίδιου Εφετείου (ΑΠ 17/2006).
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Δεκεμβρίου 2016 αίτηση του Η. Τ. για αναίρεση της 88/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου