Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Α.Π. 1022/2019 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΚΟΙΝΟΣ ΚΑΤΑΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ – ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΚΑΘΕ ΤΡΙΤΟΥ

Α.Π. 1022/2019 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΚΟΙΝΟΣ ΚΑΤΑΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ – ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ..ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΚΑΘΕ ΤΡΙΤΟΥ – Εν προκειμένω ορθώς το Εφετείο οδηγήθηκε σε απορριπτική κρίση της ένδικης αγωγής ως προς το αίτημά να επιδικασθεί, στην ήδη αναιρεσείουσα, πριν τη λήξη του ενδίκου ομολόγου, το ποσό των 95.000 €, το οποίο θα εισέπραττε αυτή στη λήξη του, εντόκως, διότι, με βάση τη σχετική σύμβαση των διαδίκων, ο εκδότης (αναιρεσίβλητη Τράπεζα) υποσχέθηκε να αποπληρώσει το παραπάνω ποσό στην ημερομηνία λήξης του (ομολόγου) και νωρίτερα μόνο στην περίπτωση, που ο ίδιος ανακαλέσει το ομόλογο, ενώ σε περίπτωση ρευστοποίησης προ της λήξεώς του από τον επενδυτή (αναιρεσείουσα), ως εν προκειμένω, η πώλησή του (ομολόγου) θα γινόταν με την τιμή διαπραγμάτευσης αυτού, κατά την ημέρα της ρευστοποίησης, χωρίς την επιβολή προεξοφλητικής ποινής, ώστε να διασφαλισθεί ότι δεν θα λάβει χαμηλότερο ποσό του τιμήματος της πώλησής του – Απόρριψη λόγου αναίρεσης (αρθρ. 1 ν. 5638/1932, 411, 489, 490, 491, 493, 822, 830 ΑΚ)

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΥ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ – ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Νόμιμα το αίτημα να επιδικασθούν στην αναιρεσείουσα τα ποσά τα οποία συμψήφισε, ως απαιτήσεις της, η ήδη αναιρεσίβλητη με την, κατ' αυτής, απαίτηση της Β. Σ., που απέρρεε από το δικαίωμά της ως συνδικαιούχου του ενδίκου κοινού, με την ήδη αναιρεσείουσα, τραπεζικού λογαριασμού, με την παραδοχή ότι οι απαιτήσεις αυτές συνυπήρξαν, κατά τους ως άνω κρίσιμους χρόνους – Απόρριψη λόγου αναίρεσης (440, 441 ΑΚ)

Αριθμός 1022/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα και Χρήστο Τζανερρίκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Π. Σ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ...... και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην ….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ....... με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 17/5/2013 αίτηση της ήδη αναιρεσιβλήτου και νομικού προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 315/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 352/2017 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23/10/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006). Ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, στην περίπτωση παραβιάσεως των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, των άρθρων 173, 200 ΑΚ, ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε κενό ή ασάφεια, έστω και έμμεσα και εντούτοις δεν προσέφυγε σ' αυτούς ή μολονότι βεβαιώνεται στην απόφαση ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής, προέβη σε ερμηνεία της δικαιοπραξίας, λ.χ. με τη λήψη στοιχείων εκτός συμβάσεως, τη χρησιμοποίηση επιχειρημάτων ή ενδοιαστικών εκφράσεων. Μόνη όμως η παράλειψη της ονομαστικής μνείας των παραπάνω διατάξεων δεν μπορεί να συστήσει παραβίαση αυτών, αν το δικαστήριο της ουσίας, αναζητώντας την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων χωρίς προσήλωση στις λέξεις, προέβη στην ερμηνεία της συμβάσεως, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβάνοντας υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 389/2012, ΑΠ 355/2004).

Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν, σαφώς, από το αιτιολογικό της τα περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος εφαρμόστηκε (υπαγωγικός συλλογισμός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 804/2015, ΑΠ 46/2012, ΑΠ 104/2012). Εκ πλαγίου παραβίαση, κατά την ως άνω έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, μπορεί να συντελεστεί και επί των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ.

Ειδικότερα, τέτοια παραβίαση υπάρχει: α) όταν δεν διευκρινίζεται επαρκώς εάν υπάρχει ή όχι κενό στη δικαιοπραξία, αν το δικαστήριο έχει προβεί στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων και αν δεν παραθέτει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών β) όταν η απόφαση περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς την εφαρμογή ή όχι των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και, γ) το δικαστήριο έσφαλε κατά την υπαγωγή των δεκτών γενόμενων περιστατικών στην έννοια του νόμου (ΑΠ 527/2008, ΑΠ 80/2004).

Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 1 ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α' ν.δ. 118/1973, ορίζονται τα εξής: "1. Χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν, επ' ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte Joint, Joint account) είναι εν τη εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε είς, είτε τινές και πάντες κατ' ιδίαν οι δικαιούχοι" (άρθρο 1 § 1). "Η χρηματική κατάθεσις περί ής η προηγουμένη παράγραφος επιτρέπεται να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν" (άρθρο 1 § 2).

Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 § 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923, 411, 489, 490, 491, 493, 822 και 830 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων ή στο όνομα του καταθέτη και τρίτων, και ανεξαρτήτως αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους του λογαριασμού ή σε μερικούς ή έναν από αυτούς, παράγεται μεταξύ ενός εκάστου δικαιούχου του λογαριασμού και της τράπεζας (δέκτη της καταθέσεως) ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη ολόκληρου του ποσού της καταθέσεως ή μέρους αυτής από κάθε δικαιούχο του λογαριασμού να γίνεται στο όνομά του και όχι ως αντιπροσώπου των λοιπών, η δε καταβολή του ποσού των χρημάτων της καταθέσεως σε έναν από τους δικαιούχους επιφέρει απόσβεση της απαιτήσεως έναντι του δέκτη (τράπεζας) και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες δικαιούχους, οι οποίοι (μη αναλαβόντες), όμως, αποκτούν απαίτηση έναντι του αναλαβόντος, για την καταβολή είτε ολοκλήρου του ποσού της καταθέσεως, είτε τμήματος αυτής, που προκύπτει από την μεταξύ τους σχέση.

Εξάλλου, εκείνος, από τους δικαιούχους, που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως, καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος του άλλου δικαιούχου, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα σε σχέση προς αυτόν που τα απέσυρε. Ο άλλος δικαιούχος ενοχική μόνον έχει αξίωση κατ' αυτού, που ανέλαβε τα χρήματα, για την επιστροφή τους, ανάλογα με τη συμφωνία, που έχουν κάνει μεταξύ τους οι καταθέτες, σε περίπτωση δε ελλείψεως μιας τέτοιας συμφωνίας, του ημίσεως των χρημάτων (ΑΠ 380/2006). Με τη σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, συνάπτεται μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων στην Τράπεζα (re) και χορηγείται συγχρόνως πληρεξουσιότητα προς αυτήν να αποδώσει τα κατατεθέντα στον δικαιούχο.

Συνέπεια τούτων είναι, ότι μετά την κατάθεση αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και καταθέσεως, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε τράπεζα, από τότε που, με την παράδοση, έγινε κυρία των χρημάτων, έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο, όταν της ζητηθεί (ΑΠ 432/1990, 467/1990). Ωστόσο και, παράλληλα προς τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, η σύμβαση καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, από έναν ή περισσότερους συνδικαιούχους, στο όνομα αυτών και άλλων, με την Τράπεζα αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου, και μάλιστα γνήσια. Από τη σύμβαση δε αυτή τρίτος, μη συμβαλλόμενος, αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση, κατά του δότη της υποσχέσεως (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης (δέκτης της υποσχέσεως) έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή, από το δότη της υποσχέσεως - Τράπεζα, για τον εαυτό του. Δημιουργείται, δηλαδή, ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μια "sui generis" συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως, κυρίως όμως με βάση το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 5638/1932. Η ιδιομορφία της τραπεζικής αυτής συμβάσεως έγκειται στο γεγονός ότι επιτρέπει στον καταθέτη και δέκτη της υποσχέσεως να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής όχι μόνο στον τρίτο αλλά και στον εαυτό του, σε αντίθεση με τη σύμβαση υπέρ τρίτου (410 ΑΚ), όπου ο δέκτης της υποσχέσεως μπορεί να απαιτήσει μόνο την στον τρίτο εκπλήρωση της παροχής, ενώ διαφέρει και από την καθαρή μορφή της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής (489 ΑΚ), γιατί ο τρίτος καθίσταται δανειστής, όχι επειδή προβαίνει στην κατάρτιση της συμβάσεως καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, αλλά επειδή το όνομα του τέθηκε σε αυτά των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού. Έννομη συνέπεια της πολυδιάστατης νομικής φύσεως της συμβάσεως αυτής είναι η συνδυασμένη εφαρμογή διατάξεων, κατ' αρχήν αυτών του ν. 5638/1932 και, συμπληρωματικά, διατάξεων της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής (489 επ ΑΚ), καθώς και διατάξεων της γνήσιας συμβάσεως υπέρ τρίτου (411 ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι αυτές συνάδουν με τη φύση της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό και το ν. 5638/1932. Συνακόλουθα τούτων, από τις διατάξεις της συμβάσεως υπέρ τρίτου εφαρμοστέες είναι εκείνες των άρθρων 411 και 413 ΑΚ.

Συνεπώς, στη σύμβαση καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό ο τρίτος, που δε συμβλήθηκε με την Τράπεζα, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή απευθείας από αυτόν που υποσχέθηκε (τράπεζα), τόσο επειδή αυτή είναι η θέληση των μερών, που έχουν συμβληθεί (καταθέτη και τράπεζας), όσο και επειδή αυτό συνάγεται από τη φύση και το σκοπό της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, αφού προϋπόθεση του ν. 5638/1932 είναι το δικαίωμα για ατομική χρήση της καταθέσεως και χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων. Παρέχεται, φυσικά, το δικαίωμα στον τρίτο, αφότου λάβει γνώση της υπέρ αυτού καταθέσεως, να αποποιηθεί το δικαίωμά του για χρήση της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό (ΑΠ 1691/2014).

Κατά το άρθρο 440 ΑΚ "Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες". Τέλος, κατά το άρθρο 441 ΑΚ "Ο συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν".

Στις άνω διατάξεις διατυπώνονται δύο βασικές αρχές, που διέπουν το συμψηφισμό, δηλαδή η αρχή της επίκλησης του συμψηφισμού και η αρχή της αναδρομικότητας αυτού, κατά την οποία οι αμοιβαίες απαιτήσεις αποσβήνονται από το χρόνο της συνύπαρξης. Αυτός δεν επέρχεται αυτοδικαίως, από της συνδρομής των προϋποθέσεων της ΑΚ 440, αλλά η επέλευσή του απαιτεί προσθέτως και την επίκλησή του, δηλαδή, δήλωση του ενός από τους δικαιούχους προς το δικαιούχο της άλλης. Η πρόταση γίνεται με μονομερή δήλωση του ενός γνωστοποιητέα στον άλλο, η οποία συνιστά μονομερή ουσιαστική δικαιοπραξία. Ο συμψηφισμός συνιστά διαπλαστικό δικαίωμα των μερών και από το χρονικό σημείο, που οι αντίθετες απαιτήσεις συναντηθούν και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού, κάθε μέρος έχει δικαίωμα να επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων με δήλωσή του, η οποία συνιστά δεσμευτική διάπλαση των εννόμων σχέσεων αυτών. Περαιτέρω, οι υποκείμενες σε συμψηφισμό απαιτήσεις πρέπει να είναι ομοειδείς, κατά αντικείμενο. Ομοειδείς είναι οι απαιτήσεις των οποίων τα αντικείμενα έχουν τα ίδια γνωρίσματα, όπως οφειλή χρημάτων και από τα δύο μέρη, ανεξάρτητα από τις ενοχές από τις οποίες απορρέουν (ΑΠ 435/2015).

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, τα ακόλουθα: "...Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων το περιεχόμενο των οποίων διαλαμβάνεται στο ταυτάριθμο με την εκκαλουμένη πρακτικό συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και εκείνων που προσκομίζονται με επίκληση το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη - ενάγουσα είχε ανοίξει την 5.3.1998 στην τράπεζα ... τον με αριθμό ...68401 κοινό λογαριασμό καταθέσεων, σύμφωνα με τον ν. 5638/1932 στον οποίο όρισε συνδικαιούχους τη μητέρα της Μ. Σ. και την αδελφή της Β. Σ.. Η Β. Σ. δεν συμβλήθηκε κατά το άνοιγμα του λογαριασμού, πλην όμως η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό τριών συνδικαιούχων καταρτίστηκε, σύμφωνα και με τα όσα εκτίθενται στο σκεπτικό, ώστε και η Β. Σ. να δύναται να απαιτήσει από την εκκαλούσα την είσπραξη των ποσών που έχουν κατατεθεί στον συγκεκριμένο λογαριασμό από οποιαδήποτε αιτία, από οποιονδήποτε τρίτο ή συνδικαιούχο του λογαριασμού και χωρίς περιορισμό. Ο λογαριασμός αυτός μετά τη συγχώνευση της ... και της εκκαλούσας μετετράπη στον με αριθμό ...-504 ίδιο κοινό λογαριασμό που τηρείτο στο κατάστημα της εναγομένης στην οδό .... Εξάλλου, η "... PLC" εξέδωσε την 20.7.2006 ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης λήξεως 20 Ιουλίου 2016, διεπόμενα από το αγγλικό δίκαιο, με τοκομερίδια κυμαινόμενου επιτοκίου καταβαλλόμενα κάθε 20.7, 20.10, 20.1 και 20.4, με εγγυήτρια την εκκαλούσα και έχοντας η εκδότρια διατηρήσει το δικαίωμα να ανακαλέσει το ομόλογο πληρώνοντας στο ακέραιο την ονομαστική του αξία στις 20.7.2011 και αργότερα σε κάθε ημερομηνία πληρωμής τοκομεριδίου. Εκ των ομολόγων που εξέδωσε την 20.7.2006 η "... PLC" με τιμή έκδοσης 99.770 €, την 4.8.2006 η ενάγουσα αγόρασε ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 95.000 € σε τιμή 95.192,14 €. Την ονομαστική αξία (Face Value) ο εκδότης υποσχέθηκε να αποπληρώσει στην ημερομηνία λήξης του ομολόγου και νωρίτερα μόνο στην περίπτωση που ο ίδιος ανακαλέσει το ομόλογο. Βεβαίως, ο ομολογιούχος και εν προκειμένω η ενάγουσα δικαιούται να ρευστοποιήσει προ της λήξεως το ομόλογο, όμως η ρευστοποίηση αυτή, δηλαδή η πώληση πλέον του ομολόγου από τον επενδυτή, γίνεται με την τιμή διαπραγμάτευσης του ομολόγου κατά την ημέρα της ρευστοποίησης. Η τιμή αυτή διαμορφώνεται όχι μόνο από παράγοντες που μπορεί να συντρέξουν κατά τη διαδρομή της δεκαετίας ανάμεσα στον χρόνο έκδοσης και στον χρόνο λήξης (π.χ. αφερεγγυότητα του εκδότη, μεταβολή επιτοκίων αγοράς, μεταβολή της σχέσης προσφοράς/ζήτησης), αλλά και από το γεγονός ότι στο μεταξύ ανάμεσα στους δύο αυτούς χρόνους αποδίδονται τα τοκομερίδια στον μέχρι την πώληση κάτοχο του.

Στην προκειμένη περίπτωση από το σύνολο των ως άνω αποδεικτικών μέσων δεν αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε σχετικά με τα ανωτέρω κάτι άλλο μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και της εκδότριας των ομολόγων και κυρίως δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι οι εκπρόσωποι της εκκαλούσας Ν. Λ. και Α. Α. ή οποιοσδήποτε εκπρόσωπος ή υπάλληλός της τη διαβεβαίωσε με οποιονδήποτε τρόπο ότι θα μπορούσε προ του χρόνου λήξεως του ομολόγου να το ρευστοποιήσει στην τιμή αγοράς του ή στην τιμή της λήξης του ομολόγου ή στην τιμή της ανάκλησής του προ της λήξεως από τον εκδότη και ότι σε τέτοια περίπτωση δηλαδή ρευστοποίησης προ του χρόνου λήξεως θα ελάμβανε ολόκληρο το κεφάλαιό της με τους τόκους. Με αίτημα της ενάγουσας ο Ν. Λ. και η Α. Α. τη διαβεβαίωσαν προφορικά και εγγράφως ότι σε περίπτωση που πωλήσει (ρευστοποιήσει) το ομόλογό της πριν τη λήξη του δεν θα της επιβληθεί ποινή προεξόφλησης, δηλαδή δεν θα αφαιρεθεί από το ποσό που θα επιτύχει από την πώλησή του με την τιμή του χρόνου της πώλησης, οποιοδήποτε ποσό ως ποινή για την πριν τη λήξη ρευστοποίηση, ώστε να μην λάβει χαμηλότερο ποσό του τιμήματος της πώλησης. Επομένως, η αγωγή της ενάγουσας με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει προ της λήξεως του ομολόγου, το ποσό που θα εισέπραττε στη λήξη του και εντόκως, επί τη βάση συμφωνίας με αυτό το περιεχόμενο (361 ΑΚ), μεταξύ της εκκαλούσας και της ενάγουσας, ήταν απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την έκανε δεκτή και υποχρέωσε την εκκαλούσα - εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα από την αιτία αυτή το ποσό των 95.000 €, έσφαλε και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα όρισε συνδικαιούχους στο ομόλογο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 5638/1932 τη μητέρα της Μ. Σ. και την αδελφή της Β. Σ., ενώ τα τοκομερίδια εξοφλούνταν με κατάθεση στον ...-504 ίδιο κοινό λογαριασμό που τηρείτο στο κατάστημα της εναγομένης στην οδό Α... με συνδικαιούχους επίσης την ενάγουσα, τη μητέρα της και τη Β. Σ.. Εξάλλου, η εκκαλούσα είχε απαίτηση έναντι της Β. Σ. ύψους 63.021,46 € από τη με αριθμό 6137/22.4.2008 και την πρόσθετη πράξη αυτής ….37/1/3.11.2008 καταγγελθείσα σύμβαση παροχής πίστωσης που χορήγησε στον σύζυγο της Δ. Κ. και στην οποία η ίδια εγγυήθηκε εγγράφως την καταβολή κάθε οφειλής εξ αυτής.

Για την απαίτησή της αυτή η εκκαλούσα είχε ζητήσει και επιτύχει την έκδοση της 984/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την οποία επέδωσε την 1.9.2010 στη Β. Σ. με επιταγή προς πληρωμή. Την 24.5.2011 η εκκαλούσα επέδωσε στη Β. Σ. εξώδικο με την οποία της δήλωνε ότι συμψηφίζει μέρος της παραπάνω ληξιπρόθεσμης απαίτησής της με το ποσό των 11.375,03 € που ήταν κατατεθειμένο στον κοινό λογαριασμό ...-504 και αφαίρεσε το ποσό αυτό από τον λογαριασμό. Το δικαίωμα συμψηφισμού των απαιτήσεων της τράπεζας από την παραπάνω σύμβαση πίστωσης με οποιοδήποτε ποσό τυχόν οφείλει στον πιστούχο ή στον εγγυητή από οποιαδήποτε αιτία, όπως από καταθέσεις κάθε είδους σε ευρώ ή άλλο νόμισμα στις οποίες περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις ταμιευτηρίου, από εμβάσματα ή εντολές τρίτων ή από οποιαδήποτε αιτία, είχαν συμφωνήσει η εκκαλούσα και η Β. Σ. με την από 22.4.2008 σύμβαση πίστωσης (άρθρο 10 αυτής). Ακολούθως, την 21.6.2011 επιδόθηκε στην εκκαλούσα εξώδικη "διαμαρτυρία και πρόσκληση με επιφύλαξη δικαιωμάτων" της Β. Σ., με το εξής περιεχόμενο:

"Στις 24-5-2011, πληροφορήθηκα για πρώτη φορά την συμμετοχή μου ως συνδικαιούχου στον με αριθμό ...-504 λογαριασμό καταθέσεων στην Τράπεζα σας, γεγονός που προήλθε από την σχετική δήλωση περί τούτου της δικαιούχου του λογαριασμού, αδελφής μου Π. Σ., κατοίκου ..., η οποία και τον "άνοιξε" για λογαριασμό της σε άγνωστο σε μένα χρόνο και η οποία επίσης, -εκτός από εμένα- δήλωσε ως συνδικαιούχο και τη μητέρα μου Μ. Σ.. Για το άνοιγμα αυτού του λογαριασμού δεν έχω υπογράψει ποτέ κανένα έγγραφο ή σύμβαση, δεν έχω κινήσει αυτόν, δεν έχω συναλλαχθεί ποτέ και την ύπαρξή του πληροφορήθηκα με την κοινοποίηση σε εμένα εξωδίκου δηλώσεώς σας περί ασκήσεως συμψηφισμού του κατάλοιπου αυτού του καταθετικού λογαριασμού εκ ποσού 11.375,03 € με οφειλή μου προερχόμενη από την εγγυητική μου ιδιότητα προς τον σύζυγο μου Δ. Κ. ύψους 63.021,46 € σε σχέση με σύμβαση χορηγήσεως μεταξύ αυτού και της Τράπεζάς σας. Έκτοτε, κατά τις επισκέψεις μου στην Τράπεζα σας, προκειμένου να διευκρινιστεί το ως άνω θέμα, πληροφορήθηκα ότι φέρομαι να συμμετέχω - ως συνδικαιούχος επίσης - σε επενδυτικό καταθετικό προϊόν και δη ομόλογο κυμαινόμενου τοκομεριδίου διάρκειας (10) ετών της ελεγχόμενης από εσάς "... PLC", με κεφάλαιο συμμετοχής 95.000 €, με αριθμό βεβαίωσης 60804-20-000 21, το οποίο είχε επίσης αγοράσει κι ανήκει στην ως άνω αδελφή μου Παρασκευή Σκαλτσά και στο οποίο δεν είχα ουδεμία συμμετοχή ή δικαίωμα, η δε δήλωση περί της ιδιότητας μου ως συνδικαιούχου έγινε με πρωτοβουλία της αδελφής μου και εν αγνοία μου. Κατόπιν αυτών και επειδή δεν επιθυμώ την με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή μου στο ως άνω τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα και επειδή ουδέποτε συνέπραξα ως αντισυμβαλλόμενη για το άνοιγμά του ή την δημιουργία του και ουδέν συνεισέφερα προς τούτο; αγνοούσα δε πλήρως την ύπαρξη του μέχρι πρόσφατα κατά τα ως άνω, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι αφορά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου του άρθρου 411 επ. ΑΚ, με την παρούσα, ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΩ ότι με την παρούσα αποποιούμαι άλλως παραιτούμαι ρητώς και ανεπιφυλάκτως της ιδιότητας μου ως φερομένης συνδικαιούχου του ως άνω ομολογιακού προγράμματος κεφαλαίου 95.000 € με αριθμό βεβαίωσης ...-00021 από 4.8.2006. Με κάθε νόμιμη επιφύλαξη, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα προς ην απευθύνεται για γνώση και για τις έννομες συνέπειες. ….. 20-6-2011 Η Εξωδίκως δηλούσα".

Από το περιεχόμενο της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης είναι σαφές ότι η Β. Σ. δήλωσε ότι αποποιείται, άλλως παραιτείται της ιδιότητος της συνδικαιούχου στο ομόλογο και όχι στον κοινό λογαριασμό με αριθμό ...-504, παρότι πληροφορήθηκε την ύπαρξή του, αλλά και τον συμψηφισμό του ποσού της κατάθεσης των 11.375,03 €. Την 20.7.2011 και ενώ ο κοινός λογαριασμός ...-504 είχε πιστωτικό υπόλοιπο 411,32 € η Β. Σ. απεύθυνε στην εκκαλούσα και συγκεκριμένα στο κατάστημά της στη ... στην …. "αίτηση αλλαγών ατομικών στοιχείων προσώπου και λογαριασμού" για το κλείσιμο του λογαριασμού ...-504 και τη διαγραφή της ως συνδικαιούχου. Συγκεκριμένα από την εκκαλούσα προσκομίζεται αίτηση της Β. Σ. στην οποία αναγράφεται "διαγραφή συνδικαιούχου ...-504", ενώ από την εφεσίβλητη αίτηση της ιδίας την ίδια ημέρα στο ίδιο κατάστημα, όπου αναγράφεται "κλείσιμο λογαριασμού ...-504". Σε κάθε περίπτωση με καμία από τις δύο αιτήσεις δεν ζητήθηκε η αναδρομική της διαγραφή ως δικαιούχου του λογαριασμού, και η αληθινή της βούληση αποσκοπούσε στο εξής να μην είναι συνδικαιούχος του κοινού λογαριασμού. Τούτο επιρρωνύεται από το ότι ήδη είχαν εισπραχθεί από τη δανείστριά της εκκαλούσα 11.375,03 € που είχαν μειώσει την οφειλή της Β. Σ. και του συζύγου της έναντι της, στην οποία ενέργεια, παρότι απεύθυνε εξώδικη δήλωση την 21.6.2011 στη δανείστριά της δεν αντιτάχθηκε, περιοριζόμενη να δηλώσει τα μη ασκούντα επιρροή στην εξωτερική σχέση συνδικαιούχων και τραπέζης, ούτε στη σχέση δανειστή - οφειλέτη, ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη του κοινού λογαριασμού, ούτε τον είχε κινήσει, ενώ δήλωσε ότι αποποιείται και παραιτείται των δικαιωμάτων εκ του ομολόγου και όχι του κοινού λογαριασμού. Ακολούθως, η εκκαλούσα την 26.7.2011 με νέα εξώδικο δήλωσε στη Β. Σ. ότι συμψηφίζει με την απαίτησή της εκ της συμβάσεως πιστώσεως ποσό 411,32 € που στον ανωτέρω λογαριασμό και είχε κατατεθεί από την πληρωμή τόκων του ομολόγου. Τον συμψηφισμό αυτό μπορούσε να κάνει η εκκαλούσα, διότι το ποσό των 411,32 € υπήρχε στον κοινό λογαριασμό ήδη κατά την ημέρα που αιτήθηκε τη διαγραφή της η Β. Σ. και ως εκ τούτου συνυπήρξε με την απαίτηση της εκκαλούσας, ανεξάρτητα αν η δήλωση συμψηφισμού έγινε αργότερα.

Επομένως και στις δύο περιπτώσεις που η εκκαλούσα συμψήφισε την απαίτησή της από τη σύμβαση πιστώσεως με τις καταθέσεις του κοινού λογαριασμού, οι αμοιβαίες απαιτήσεις ήταν υπαρκτές, ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες και ο συμψηφισμός δεν έπασχε ακυρότητα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που υποχρέωσε την εκκαλούσα - εναγομένη να καταβάλει εντόκως στην ενάγουσα το ποσό των 11.375,03 € και 411,32 €, τα οποία είχε συμψηφίσει, κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις και έσφαλε. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει κατ' αποδοχήν ως βασίμου του λόγου έφεσης περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή, να κρατηθεί και να δικαστεί από το παρόν δικαστήριο, να απορριφθεί η αγωγή....".

Υπό τις παραδοχές αυτές, με βάση τις οποίες, το Εφετείο οδηγήθηκε σε απορριπτική κρίση της ένδικης αγωγής: α) ως προς το αίτημά της, να επιδικασθεί, στην ήδη αναιρεσείουσα, πριν τη λήξη του ενδίκου ομολόγου, το ποσό των 95.000 €, το οποίο θα εισέπραττε αυτή στη λήξη του, εντόκως, διότι, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές του, με βάση τη σχετική σύμβαση των διαδίκων, ο εκδότης (αναιρεσίβλητη Τράπεζα) υποσχέθηκε να αποπληρώσει το παραπάνω ποσό στην ημερομηνία λήξης του (ομολόγου) και νωρίτερα μόνο στην περίπτωση, που ο ίδιος ανακαλέσει το ομόλογο, ενώ σε περίπτωση ρευστοποίησης προ της λήξεώς του από τον επενδυτή (αναιρεσείουσα), ως εν προκειμένω, η πώλησή του (ομολόγου) θα γινόταν με την τιμή διαπραγμάτευσης αυτού, κατά την ημέρα της ρευστοποίησης, χωρίς την επιβολή προεξοφλητικής ποινής, ώστε να διασφαλισθεί ότι δεν θα λάβει χαμηλότερο ποσό του τιμήματος της πώλησής του, υπό τις προεκτεθείσες, όμως, διακρίσεις και όχι με την τιμή της ονομαστικής του αξίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να παραβιάσει, ευθέως, τις διατάξεις των άρθρων: 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 1 ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α' ν.δ. 118/1973, 2 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923, 411, 489, 490, 491, 493, 822 και 830 ΑΚ, απορριπτομένου, συνακόλουθα, ως αβασίμου του πρώτου λόγου της ένδικης αίτησης, με τον οποίον η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα. Και, β) ως προς το αίτημά της να επιδικασθούν στην αναιρεσείουσα τα ποσά των 11.375,03 € και 411,32 €, τα οποία συμψήφισε, ως απαιτήσεις της, η ήδη αναιρεσίβλητη με την, κατ' αυτής, απαίτηση της Β. Σ., που απέρρεε από το δικαίωμά της ως συνδικαιούχου του ενδίκου κοινού, με την ήδη αναιρεσείουσα, τραπεζικού λογαριασμού, με την παραδοχή ότι οι απαιτήσεις αυτές συνυπήρξαν, κατά τους ως άνω κρίσιμους χρόνους, αφού διαπιστώνοντας, προηγουμένως, εμμέσως, κενό προέβη στην προαναφερθείσα ερμηνεία της από 20-07-2011 δήλωσης της Β. Σ., για διαγραφή της ως συνδικαιούχου του ενδίκου, με αριθμό ...-504 κοινού, με την ήδη αναιρεσείουσα, τραπεζικού λογαριασμού, μέσω της οποίας (ερμηνείας) κατέληξε στη διαπίστωση ότι η αληθινή βούληση της ως άνω δηλούσας δεν ήταν η αναδρομική διαγραφή της από τον ένδικο λογαριασμό, χρησιμοποιώντας και το επιχείρημα ότι, παρότι αυτή (Β. Σ.) είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη αυτού ήδη από τις 24-05-2011, καθώς και τον ήδη μεσολαβήσαντα συμψηφισμό του ποσού της κατάθεσης των 11.375,03 €, με την, προηγηθείσα της επίμαχης δήλωσής της, από 21-06-2011 εξώδικη δήλωσή της, που απηύθυνε προς την ήδη αναιρεσίβλητη τράπεζα, δήλωσε ότι αποποιείται και παραιτείται των δικαιωμάτων της, μόνο, εκ του ομολόγου όχι δε και εκ του κοινού λογαριασμού, προσφεύγοντας έτσι (το Εφετείο), αν και χωρίς τη ρητή επίκλησή τους, στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ.

Η κρίση δε αυτή του Εφετείου, με βάση όσα στοιχεία ανελέγκτως δέχθηκε ως αποδειχθέντα, είναι σύμφωνη με τους ορισμούς των ανωτέρω άρθρων του Αστικού Κώδικα, αφού, υπό τις προαναφερόμενες παραδοχές και ιδίως υπό την παραδοχή του γεγονότος ότι η ως άνω Β. Σ., ενώ είχε πληροφορηθεί, ήδη από τις 24-05-2011, την ιδιότητά της ως συνδικαιούχου του ενδίκου τραπεζικού λογαριασμού, αλλά και το συμψηφισμό της από 11.375,03 €, απαίτησης της ήδη αναιρεσίβλητης τράπεζας, προς την, απορρέουσα από τη συμμετοχή της ανωτέρω στον ένδικο κοινό λογαριασμό, ανταπαίτησή της, με την 21-06-2011 εξώδικη δήλωσή της, προς την τελευταία (ήδη αναιρεσίβλητη τράπεζα), η οποία, δήλωση, προηγήθηκε της επίμαχης αίτησής της (περί διαγραφής της από τον κοινό λογαριασμό), δήλωσε ότι αποποιείται και παραιτείται των δικαιωμάτων εκ του ομολόγου μόνο όχι δε και εκ του κοινού λογαριασμού, το οποίο (γεγονός), κατ' εκτίμηση, έλαβε υπόψη του (το Εφετείο), κατά την ερμηνεία, ως περίσταση, αφενός, ενδεικτική της αληθούς βουλήσεως της προαναφερθείσας και, αφετέρου, εναρμονιζόμενη με τις απαιτήσεις της καλής πίστεως και τα συναλλακτικά ήθη και, περαιτέρω, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, που στηρίζουν, επαρκώς, την ως άνω, απορριπτική του σχετικού κεφαλαίου της ένδικης αγωγής, παραδοχή. Επομένως, ο δεύτερος και τελευταίος, περί του αντιθέτου, αναιρετικός λόγος, υπό τις ως άνω αιτιάσεις, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΙΙ. Μη υπάρχοντος, επομένως, άλλου αναιρετικού λόγου, προς έρευνα, η ένδικη αίτηση, για αναίρεση της υπ' αριθμό 352/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος αυτής (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως αναφέρεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αναιρέσεως παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23-10-2017 αίτηση, για αναίρεση της υπ' αριθμό 352/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, από δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, για την άσκηση της ως άνω αίτησης αναιρέσεως.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Αυγούστου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: