Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΠολΠρΠατρ 341/2015 : ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ (ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ) - ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (ΑΛΛΑ ΑΦΕΣΗ ΧΡΕΟΥΣ) - ΔΥΝΑΤΗ Η ΔΙΑΡΡΗΞΗ

ΠολΠρΠατρ 341/2015
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ (ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ) - ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (ΑΛΛΑ ΑΦΕΣΗ ΧΡΕΟΥΣ) - ΔΥΝΑΤΗ Η ΔΙΑΡΡΗΞΗ ....ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΕΓΓΥΗΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ - ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - ΕΝΝΟΙΑ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ (ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΑΣΚΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ) - ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ (ΕΝΝΟΙΑ) - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΑΝΕΙΣΤΗ ΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΙΟΤΗΤΑ - Σύμβαση πίστωσης αλληλοχρεου λογαριασμού και εγγύηση από την σύζυγο του πιστούχου - Εκδοση διαταγής πληρωμής από την Τράπεζα - Παραίτηση της συζύγου από το δικαίωμα που διατηρούσε σε κοινούς λογαριασμούς ανοιχθέντους στην ως άνω τράπεζα - Αγωγή τράπεζας για διάρρηξη των ως άνω παραιτήσεων - Με την παραίτηση της συζύγου- εγγυήτριας τα δικαιώματα αυτής δεν αποκτήθηκαν ποτέ, οπότε η αποποίηση δε συνιστά απαλλοτρίωση, ώστε να υπόκειται σε διάρρηξη ως καταδολιευτική - Απορριπτέα και η επικουρική βάση της αγωγής περι εικονικότητας των δηλώσεων βουλήσεως της εναγομένης - Απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της (138, 139, 411, 454, 489, 847, 851, 939, 941, 942, 943 ΑΚ, άρθρο 1 Ν 5638/1932)

ΠολΠρΠατρ 341/2015 (Εφαρμ.Αστ.Δικ. 2016, σελ. 410)
...

[...] Από την υπ’ αρ. .../12.2.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών Α.Κ., η οποία προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της ενάγουσας, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 10.6.2014 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στη δεύτερη των εναγόμενων (άρθρο 122 επ., 228 και 229 ΚΠολΔ). Στην εν λόγω δικάσιμο, η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε από το πινάκιο για την παρούσα δικάσιμο και ενεγράφη εκ νέου στο πινάκιο. Η εγγραφή αυτή επέχει θέση νομίμου κλητεύσεως για όλους τους διαδίκους υπό την προϋπόθεση της αρχικής νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεώς τους (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ). Επομένως, η δεύτερη εναγομένη, η οποία δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το δικάζον Δικαστήριο απαιτείται εντούτοις να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν όλες οι διάδικοι παρούσες, δοθέντος ότι η παρασταθείσα κατά την παρούσα δικάσιμο πρώτη των εναγομένων συνδέεται με τον δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας προς τη δεύτερη εξ αυτών, με συνέπεια να θεωρείται η τελευταία ως αντιπροσωπευομένη στην προκείμενη δίκη από την παριστάμενη αναγκαία ομόδικό της πρώτη εναγομένη (άρθρο 76 παρ. 1 εδ. α περ. α, β, δ και β ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1217/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ, 936 παρ. 3, 953 παρ. 2 στοιχ. γ και 992 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι δανειστές δικαιούνται να ζητήσουν με αγωγή τη διάρρηξη οποιασδήποτε απαλλοτρίωσης πραγματοποιήθηκε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η λοιπή περιουσία αυτού δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Οι προϋποθέσεις της προστασίας τους αυτής συνίστανται στις ακόλουθες: 1) αξίωση του δανειστή, η οποία προσδιορίζεται επί τη βάσει των δικαιοπαραγωγικών της γεγονότων και πρέπει να είναι, κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση, γεγενημένη, έστω κι αν είτε τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία είτε τυγχάνει ανεκκαθάριστη, εφόσον ο οφειλέτης αποσκοπούσε τότε στη ματαίωση της ικανοποιήσεώς της και αυτή καταστεί ορισμένη, απαιτητή και ληξιπρόθεσμη έως τη συζήτηση της περί ης ο λόγος παυλιανής αγωγής (action pauliana), 2) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη προς τρίτο, στην οποία εμπίπτουν η μεταβίβαση, η αλλοίωση, η επιβάρυνση και η κατάργηση ενοχικού ή εμπράγματου δικαιώματος του οφειλέτη μέσω δικαιοπρακτικής ή άλλης φύσεως ενέργειας αυτού, 3) ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του οφειλέτη ως προς την ικανοποίηση του δανειστή, η οποία απαιτείται να υπάρχει κατά την άσκηση της αγωγής και να υφίσταται στη συζήτησή της, 4) δόλος του οφειλέτη, ήτοι πρόθεση βλάβης του δανειστή, η οποία συντρέχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι διά της απαλλοτρίωσης του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που απομένει σ’ αυτόν να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή, όπερ επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται, και 5) γνώση του τρίτου, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει ό,τι ο οφειλέτης καθώς και το δόλο του τελευταίου, δηλαδή την πρόθεση αυτού να βλάψει το δανειστή του. Τέτοια γνώση δεν αποβαίνει ωστόσο αναγκαία επί απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία (βλ. ΑΠ 1633/2013 ΧρΙΔ 2014,341, ΑΠ 805/2013 ΕΕμπΔ 2014,54, ΑΠ 1475/2010 ΕπισκΕΔ 2011,389, ΑΠ 1796/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1778/2006 ΕλλΔνη 48,478, ΑΠ 638/2004, ΑΠ 1189/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1680/2002 ΝοΒ 51,1219, ΑΠ 858/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 881/2000 ΕλλΔνη 2001,418, Απ. Γεωργιάδη, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1999, σελ. 718 επ., Α. Παπαδημητρόπουλο, Σ.Ε.Α.Κ., άρθρα 939-940 αρ. 1 επ.).

Από τις ρυθμίσεις των άρθρων 361 και 454 ΑΚ συνάγεται άλλωστε ότι η παραίτηση από ενοχική αξίωση πραγματοποιείται μέσω συμβάσεως ανάμεσα στο δανειστή και τον οφειλέτη, η οποία αποτελεί την αποκαλούμενη άφεση χρέους, είναι ενοχική, εκποιητική, αναιτιώδης και άτυπη, δύναται να καταρτισθεί ρητώς ή σιωπηρώς, έχει ως συνέπεια την απόσβεση της ενοχής, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη, και συνιστά απαλλοτρίωση υπό την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 939 ΑΚ (βλ. ΑΠ 934/2014 ΧρΙΔ 2014,732, ΑΠ 300/2007 ΝοΒ 2007,2063, Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 484 επ. και 719, Παπαδημητρόπουλο, ό.π., αρ. 3). Δεν αποτελεί εντούτοις τέτοια απαλλοτρίωση η παράλειψη αποκτήσεως δικαιώματος και επαυξήσεως του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη (αναλογία από το ά. 940 παρ. 1 ΑΚ, πρβλ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 718-719, Παπαδημητρόπουλο, ό.π., αρ. 4).

Από τις ρυθμίσεις των άρθρων 847 και 851 ΑΚ προκύπτει περαιτέρω ότι με τη σύμβαση εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του αντισυμβαλλομένου του, ο οποίος τυγχάνει δανειστής έτερου προσώπου, την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ’ αυτόν η οφειλή του άλλου. Ενέχεται ως εκ τούτου προς τον αντισυμβαλλόμενό του όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης απέναντι στο δανειστή του, με συνέπεια, όταν καταβάλλει σ’ αυτόν, να εκπληρώνει την παροχή του πρωτοφειλέτη, συγχρόνως όμως να εκπληρώνει τη δική του οφειλή. Ο εγγυητής είναι επομένως οφειλέτης υπό την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, πράγμα το οποίο έχει ως απότοκο οποιαδήποτε απαλλοτρίωση έγινε από εκείνον προς βλάβη του δανειστή του, εφόσον δεν επαρκεί η λοιπή περιουσία του για την ικανοποίηση αυτού, να υπόκειται σε διάρρηξη (ΑΠ 1633/2013, ό.π., ΑΠ 1567/2008, ΑΠ 673/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 881/2000, ό.π.).

Διά του άρθρου 1 παρ. 1, 2 Ν 5638/1932, όπως διαμορφώθηκε μέσω του άρθρου 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α ΝΔ 118/1973, ορίζεται εξάλλου ότι «1. Χρηματική κατάθεσις παρά Τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι εν την εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών είτε εις, είτε τινές και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι. 2. Η χρηματική κατάθεσις, περί ης η προηγούμενη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν».

Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 2 παρ. 1 ΝΔ 17.7/13.8.1923, 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ συνάγεται λοιπόν ότι, επί χρηματικής καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό στο όνομα είτε δύο ή περισσότερων προσώπων είτε του καταθέτη και τρίτων, ανεξάρτητα από το εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους του λογαριασμού, σε μερικούς ή έναν εξ αυτών, παράγεται μεταξύ εκάστου των δικαιούχων και της τράπεζας ως δέκτριας της καταθέσεως ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη ολόκληρου του ποσού της καταθέσεως ή μέρους αυτής από οποιονδήποτε των δικαιούχων του κοινού λογαριασμού να γίνεται στο όνομα αυτού και όχι ως αντιπρόσωπο των λοιπών, ενώ η καταβολή του ποσού των χρημάτων της καταθέσεως σ’ έναν εκ των συνδικαιούχων επιφέρει έναντι του δέκτη την απόσβεση της απαιτήσεως και ως προς τους μη αναλαβόντες δικαιούχους, οι οποίοι αποκτούν ωστόσο αξίωση κατά του αναλαβόντος για την καταβολή είτε ολόκληρου του ποσού της καταθέσεως είτε τμήματος αυτής που προκύπτει από τη σχέση ανάμεσά τους.

Εκείνος των συνδικαιούχων, ο οποίος απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως, καθίσταται λοιπόν κύριος αυτών και δεν δια-πράττει υπεξαίρεση εις βάρος του έτερου δικαιούχου, διότι τα εν λόγω χρήματα δεν είναι ξένα σε σχέση μ’ αυτόν που τα απέσυρε. Ο άλλος δικαιούχος διαθέτει εναντίον του αναλαβόντος τα χρήματα ενοχική μόνον αξίωση για την επιστροφή τους, ανάλογα με την υπάρχουσα μεταξύ των συνδικαιούχων συμφωνία και, σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιας, του ημίσεος των χρημάτων. Διά της συμβάσεως καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξαρτήτως αν πραγματοποιείται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, συνάπτεται άλλωστε σύμβαση μεταβιβάσεως της κυριότητας των χρημάτων στην τράπεζα (re) και χορηγείται συγχρόνως πληρεξουσιότητα προς αυτήν να αποδώσει τα κατατεθέντα στο δικαιούχο.

Μετά από την κατάθεση αποκόπτεται συνεπώς κάθε δεσμός ανάμεσα στον καταθέτη και την κατάθεση, δικαιούχος της οποίας τυγχάνει ο υπέρ ου έγινε, ενώ η τράπεζα, η οποία κατέστη κυρία των χρημάτων με την παράδοσή τους σ’ αυτήν, έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στο δικαιούχο, όταν της ζητηθεί. Η καταρτιζόμενη με τράπεζα σύμβαση καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό από έναν ή περισσότερους συνδικαιούχους στο όνομα αυτών και έτερων συνιστά επιπροσθέτως ιδιόμορφη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Εκ της προμνημονευθείσας συμβάσεως αποκτά τρίτος, μη συμβαλλόμενος, ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υποσχέσεως (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα ο συμβαλλόμενος καταθέτης-δέκτης της υποσχέσεως δικαιούται να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υποσχέσεως για τον εαυτό του.

Δημιουργείται έτσι ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΚ 489 επ.) και γνήσιας συμβάσεως υπέρ τρίτου (ΑΚ 411 επ.), ήτοι μια sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή δυνάμει της συμβατικής ελευθερίας, της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως και της ρυθμίσεως του άρθρου 1 παρ. 1 Ν 5638/1932. Η ιδιομορφία της ως άνω τραπεζικής συμβάσεως έγκειται στο γεγονός ότι επιτρέπει στον καταθέτη και δέκτη της υποσχέσεως να αξιώσει την εκπλήρωση της παροχής όχι μόνο στον τρίτο αλλά και στον εαυτό του, εν αντιθέσει προς τη σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 410-411), όπου ο δέκτης της υποσχέσεως μπορεί να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής αποκλειστικά στον τρίτο, ενώ διαφέρει και από την καθαρή μορφή της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΚ 489), δοθέντος ότι ο τρίτος καθίσταται δανειστής, όχι επειδή προβαίνει στη σύναψη της συμβάσεως καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, αλλά διότι το όνομά του τέθηκε σ’ αυτά των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού.

Έννομη συνέπεια της προπεριγραφείσας φύσεως της περί ης ο λόγος συμβάσεως αποτελεί η συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων κατ’ αρχήν του Ν 5638/1932 και συμπληρωματικώς των διεπουσών την ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 489 επ. ΑΚ) και τη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρο 411 επ. ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι αυτές συνάδουν με τη φύση της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό και το Ν 5638/1932. Παρέχεται επομένως στον τρίτο το δικαίωμα να αποποιηθεί, αφότου λάβει γνώση της υπέρ αυτού καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, αλλά χωρίς προβλεπόμενο εκ του νόμου χρονικό περιορισμό και με όριο το άρθρο 281 ΑΚ, το δικαίωμά του για χρήση της καταθέσεως (ΑΚ 413), με συνέπεια να θεωρείται ότι το τελευταίο δεν αποκτήθηκε ποτέ (βλ. ΑΠ 1691/2014 ΔΕΕ 2015,156, Σ. Μητροπούλου, Ο κοινός λογαριασμός στο Ελληνικό Δίκαιο, Συγκριτική Επισκόπηση Αλλοδαπών Δικαίων, 2002, σελ. 54 επ., Α. Τασίκα, Σ.Ε.Α.Κ., άρθρο 413 αρ. 3).

Η προδιαληφθείσα αποποίηση συνιστά άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, είναι άτυπη (ΑΚ 158) και απευθυντέα (ΑΚ 167) μονομερής δικαιοπραξία, μη δυναμένη να ανακληθεί, αλλά να ακυρωθεί ένεκα ελαττώματος της βουλήσεως του αποποιούμενου τρίτου (ΑΚ 140 επ.) (βλ. Γεωργιάδη, ό.π., σ. 361, Τασίκα, ό.π., αρ. 3). Όσον αφορά κατ’ επέκταση τους κοινούς άυλους τίτλους του ελληνικού δημοσίου, ορίζεται από τη ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 1 εδ.β Ν 2198/1994 ότι εφαρμόζονται αναλόγως επ’ αυτών οι διατάξεις του Ν 5638/1932 περί της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό. Άρα, ως προς αντίστοιχες ασώματες κινητές αξίες, όπως είναι οι κατατεθειμένες σε κοινό λογαριασμό άυλες ομολογίες, πρέπει το διαπιστούμενο εν προκειμένω κενό να πληρωθεί μέσω αναλογικής εφαρμογής κυρίως των ρυθμίσεων του Ν 5638/1932, οι οποίες διέπουν τις προμνημονευθείσες όμοιες περιπτώσεις (βλ. ΕφΑθ 5161/2006 ΕπισκΕΔ 2006,848).

Από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 180 ΑΚ συνάγεται εξάλλου ότι η δήλωση βουλήσεως, η οποία δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, αποκαλείται εικονική και είναι αυτοδικαίως (ipso iure) άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε (ex tunc). Εικονική τυγχάνει λοιπόν η δήλωση βουλήσεως, η οποία δεν ανταποκρίνεται εν γνώσει του δηλούντος στην πραγματικότητα, διότι είτε δεν ισχύει (απόλυτη εικονικότητα) είτε καλύπτει έτερη δήλωση βουλήσεως (σχετική εικονικότητα). Ο σκοπός της εν λόγω δηλώσεως συνίσταται στη δημιουργία της εντυπώσεως περί μεταβολής της νομικής καταστάσεως, δίχως να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βουλήσεως σε σύμβαση ή μονομερή, απευθυντέα ή μη, δικαιοπραξία, οπότε ως προς την ακυρότητα αυτής προϋποτίθεται η γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος, το λήπτη της δηλώσεως ή τον ωφελούμενο τρίτο αντιστοίχως (διμερής εικονικότητα).

Εκ της ρυθμίσεως του άρθρου 139 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία η εικονικότητα δε βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας αυτήν, προκύπτει ειδικότερα ότι η εικονικότητα και η εντεύθεν ακυρότητα υφίστανται μόνον έναντι του συναλλαγέντος εν γνώσει της εικονικότητας, δηλαδή όχι εναντίον εκείνου που την αγνοεί. Έτσι, επί εικονικότητας μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας, ουσιώδη στοιχεία αποβαίνουν οι κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της γνώση και συμφωνία του δηλούντος και του λήπτη της δηλώσεως ότι η καταρτισθείσα δικαιοπραξία, η οποία επιδέχεται εικονικότητα, τυγχάνει φαινομενική και δεν παράγει ως εκ τούτου έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δικαιοπραξίας αρκεί εν άλλοις λόγοις το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση του δικαιοπρακτούντος βαρύνεται με ελάττωμα, που έγκειται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας. Η ανωτέρω ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας τυγχάνει απόλυτη (erga omnes), ήτοι μπορεί να προταθεί από οποιονδήποτε διαθέτει σχετικό έννομο συμφέρον, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 180 ΑΚ, 68, 70 και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ.

Οι τρίτοι και ιδίως οι δανειστές του δηλώσαντος, προς παραπλάνηση ενδεχομένως των οποίων καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία, έχουν επομένως συμφέρον να αποκαλύψουν την εικονικότητα αυτής, προκειμένου να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση επί του εικονικώς και άρα ακύρως μεταβιβασθέντος περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη τους, αφού αυτό δεν έπαυσε να ανήκει στον τελευταίο. Δεν απαιτείται όμως δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών αυτού ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου (βλ. ΑΠ 160/2013 ΧρΙΔ 2013,577, ΕφΑθ 109/2011 ΔΕΕ 2011,705, Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2007, σελ. 372 επ.).

Η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία ιστορεί διά της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ότι, δυνάμει της υπ’ αρ. .../22.4.2008 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και της διαλαμβανόμενης στην αγωγή υπ’ αρ. .../1/3.11.2008 πρόσθετης πράξεώς της, τις οποίες συνήψε με το Δ.Κ. του Γ. χορήγησε σ’ αυτόν πίστωση συνολικού ύψους 60.000 ευρώ. Ότι η δεύτερη των εναγόμενων εγγυήθηκε την οφειλή του πιστούχου συζύγου αυτής εκ της προαναφερθείσας συμβάσεως πιστώσεως και της πρόσθετης πράξεώς της, συνυπογράφοντας την αρχική σύμβαση και ενεχόμενη με τον πιστούχο ως αυτοφειλέτρια για την εξόφληση οποιουδήποτε καταλοίπου του προμνημονευθέντος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Ότι προς το σκοπό της εξυπηρετήσεως της ως άνω πιστώσεως τηρήθηκε ο υπ’ αριθμόν … λογαριασμός με την αναλυτικώς εκτιθέμενη στο αγωγικό δικόγραφο κίνηση από την 22.4.2008 μέχρι την 16.6.2010, οπότε η ενάγουσα τον έκλεισε οριστικά εξαιτίας καθυστερήσεως πληρωμής με χρεωστικό εις βάρος του πιστούχου κατάλοιπο ποσού 63.021,46 ευρώ, που μεταφέρθηκε αυθημερόν στον υπ’ αρ. … λογαριασμό οριστικής καθυστερήσεως.

Ότι την 28.6.2010 επέδωσε η ενάγουσα στον πιστούχο και τη δεύτερη εναγομένη ως εγγυήτρια την εξώδικη καταγγελία της προειρημένης συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Ότι εκ των προδιαληφθεισών συμβάσεων προέρχεται η ενσαρκούμενη στην εκδοθείσα υπέρ της ενάγουσας εναντίον του πιστούχου και της δεύτερης των εναγομένων υπ’ αρ. 984/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, μέσω της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το προαναφερθέν ποσό των 63.021,46 ευρώ, πλέον αφενός τόκων υπερημερίας από την 17.6.2010 και τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων υπερημερίας ανά εξάμηνο και αφετέρου εξόδων, ενώ επιδόθηκε στη δεύτερη εναγομένη την 1.9.2010 αντίγραφο εξ απογράφου της προμνημονευθείσας διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή και εκτέλεση, διά της οποίας επιτάχθηκε να καταβάλει εις ολόκληρον με τον πιστούχο στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 65.340,46 ευρώ, πλέον τόκων.

Ότι, ενώ δεν έχει ακόμη εκπληρωθεί η προειρημένη εις ολόκληρον οφειλή τους προς την πιστοδότρια ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, η δεύτερη των εναγομένων δήλωσε εξωδίκως προς την ενάγουσα κατά τον Ιούνιο του 2011 ότι παραιτείτο από τα δικαιώματα αυτής ως συνδικαιούχου των τηρούμενων στην ενάγουσα και ανοιγέντων από την πρώτη εναγόμενη αδελφή της, που είχε προσθέσει ως δικαιούχο τη δεύτερη των εναγομένων, κοινών με την πρώτη εναγομένη και την ήδη αποβιώσασα μητέρα των εναγομένων υπ’ αρ. … λογαριασμού άυλων τίτλων, όπου είχε πιστωθεί ένα ομόλογο κυμαινόμενου επιτοκίου, εκδόσεως ... GROUP ... PLC, ονομαστικής αξίας 95.000 ευρώ, με ISIN … και ημερομηνία λήξεως την 20.7.2016, και υπ’ αρ. … λογαριασμού ταμιευτηρίου, μέσω του οποίου εξυπηρετείτο η κίνηση του προδιαληφθέντος ασώματου τίτλου.

Ότι η δεύτερη των εναγόμενων υπέβαλε την από 20.7.2011 αίτηση προς την ενάγουσα να προβεί στη διαγραφή των στοιχείων αυτής ως συνδικαιούχου των προαναφερθέντων κοινών λογαριασμών και του προπεριγραφέντος κοινού ομολόγου, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από την ενάγουσα, διά της από 26.7.2011 εξώδικης δηλώσεώς της προς τη δεύτερη εναγόμενη. Ότι οι προειρημένες παραιτήσεις αυτής πραγματοποιήθηκαν εν γνώσει της ανωτέρω οφειλής της εκ της προμνημονευθείσας εγγυήσεως, υπέρ της πρώτης των εναγομένων και προς το σκοπό της βλάβης της πιστωδότριας ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ούτως ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ικανοποίηση αυτής ένεκα της επελθούσας αφερεγγυότητας της δεύτερης εναγομένης, δοθέντος ότι δεν υφίσταται πλέον έτερη εμφανής περιουσία της ελεύθερη βαρών, αφού τα παρατιθέμενα στην αγωγή υφιστάμενα επί των περιουσιακών στοιχείων αυτής υπερκαλύπτουν την αξία τους, και η πρώτη των εναγομένων γνώριζε, κατά το χρόνο των περί ων ο λόγος παραιτήσεων, την προδιαληφθείσα οφειλή της δεύτερης εναγόμενης αδελφής της, ότι δεν υπήρχε άλλη περιουσία αυτής ικανή να καλύψει την ενάγουσα καθώς και το σκοπό της να προκαλέσει βλάβη στην τελευταία. Ενόψει των προπαρατεθέντων, η ενάγουσα αιτείται κυρίως να απαγγελθεί η διάρρηξη των προαναφερθεισών παραιτήσεων ως καταδολιευτικών, άλλως να αναγνωρισθεί η ακυρότητα αυτών ως εικονικών, όπως επίσης να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου εξαιτίας του χαρακτήρα του ως μη επιδεκτικού χρηματικής αποτιμήσεως, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 18 και 22 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την αρμόζουσα τακτική διαδικασία. Τυγχάνει εντούτοις νόμω αβάσιμη, αφού, ακόμη και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή, δεν αρκούν, για να θεμελιώσουν τα αιτήματά της.

Τούτο, διότι, όσον αφορά την κύρια αγωγική βάση, η από τον Ιούνιο του 2011 μονομερής δήλωση βουλήσεως της δεύτερης των εναγομένων προς την ενάγουσα συνιστά αποποίηση της δεύτερης εναγόμενης ως τρίτης σε γνήσιες συμβάσεις υπέρ τρίτου αφενός από το δικαίωμα χρήσεως των τηρούμενων στην ενάγουσα και ανοιγέντων από την πρώτη των εναγομένων κοινών μ’ αυτήν και την ήδη αποβιώσασα μητέρα των εναγομένων υπ’ αρ. … λογαριασμού άυλων τίτλων, όπου είχε πιστωθεί ένα ομόλογο κυμαινόμενου επιτοκίου, εκδόσεως ... GROUP ... PLC, ονομαστικής αξίας 95.000 ευρώ, με ISIN … και ημερομηνία λήξεως την 20.7.2016, και υπ’ αρ. … λογαριασμού ταμιευτηρίου, μέσω του οποίου εξυπηρετείτο η κίνηση του προειρημένου ασώματου τίτλου, και αφετέρου από το προπεριγραφέν κοινό ομόλογο, επί των οποίων συνυπάρχουν ιδιόμορφη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, αλλά δε μνημονεύεται στο αγωγικό δικόγραφο ή τουλάχιστον στις προτάσεις της ενάγουσας πως η δεύτερη εναγομένη είχε ήδη προβεί, ως τρίτη και εις ολόκληρον δικαιούχος, στην παροχή δείγματος της υπογραφής της προς την ενάγουσα και σε χρήση των ανωτέρω κοινών λογαριασμών και του αντίστοιχου κοινού άυλου τίτλου, με αποτέλεσμα να θεωρείται, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ότι τα προδιαληφθέντα δικαιώματα της δεύτερης των εναγομένων δεν αποκτήθηκαν ποτέ, οπότε η προαναφερθείσα αποποίηση δε συνιστά απαλλοτρίωση υπό την προεκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, ώστε να υπόκειται σε διάρρηξη ως καταδολιευτική, αφού μέσω αναλογίας από τη διέπουσα την αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας ρύθμιση του άρθρου 940 παρ. 1 ΑΚ δεν εκλαμβάνεται ως απαλλοτρίωση η μη απόκτηση δικαιώματος από τον οφειλέτη, όπως είναι η προκείμενη ενεργούσα αναδρομικώς αποποίηση της δεύτερης εναγόμενης κατ’ άρθρο 413 ΑΚ εκ των προπαρατεθέντων δικαιωμάτων αυτής, ενώ η από 20.7.2011 μονομερής δήλωση παραιτήσεώς της αποβαίνει ως εκ τούτου άνευ αντικειμένου.

Ακόμη όμως κι αν οι προσβαλλόμενες μονομερείς δηλώσεις βουλήσεως της δεύτερης των εναγομένων εκληφθούν, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, ως κατατείνουσες στην παραίτησή της ως συνδικαιούχου τόσο των προειρημένων κοινών λογαριασμών εκ του πηγάζοντος αφενός από την υφιστάμενη επ’ αυτών γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου δικαιώματος χρήσεώς τους και αφετέρου από την εντεύθεν απορρέουσα ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή δικαιώματος για ανάληψη του περιεχόμενου αυτών όσο και του προδιαληφθέντος κοινού ομολόγου, δεν έγιναν αποδεκτές εκ μέρους της ενάγουσας, με συνέπεια να μην έχει επέλθει δια των προμνημονευθεισών μονομερών δηλώσεων βουλήσεως της δεύτερης εναγομένης η απόσβεση των προαναφερθέντων δικαιωμάτων της μέσω της αναγκαίας in concreto συμβάσεως αφέσεως χρέους, να μην εμπίπτουν αυτές στην έννοια της απαλλοτρίωσης του άρθρου 939 ΑΚ και να μην υπόκεινται σε διάρρηξη ως καταδολιευτικές (άρθρο 189 επ., 361, 411 επ., 454, 489 επ. ΑΚ, 1 παρ. 1, 2 Ν 5638/1932 και 2 παρ. 1 ΝΔ 17.7/13.8.1923).

Η επικουρική βάση της ένδικης αγωγής τυγχάνει επίσης μη νόμιμη, διότι, πέραν των προεκτεθέντων, η επιδιωκόμενη μέσω παυλιανής αγωγής διάρρηξη έχει ως αντικείμενο έγκυρη καταδολιευτική απαλλοτρίωση και δεν είναι για το λόγο αυτό δυνατόν τα ίδια περιστατικά, επί των οποίων ερείδεται το αίτημα της διαρρήξεως δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, να θεμελιώσουν, έστω και επικουρικώς, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση, αγωγή αναγνωρίσεως της ακυρότητας της αυτής δικαιοπραξίας ως εικονικής, όπερ προϋποθέτει, σύμφωνα με τη νομική σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ότι η προσβαλλόμενη απαλλοτρίωση είτε τυγχάνει άκυρη (απόλυτη εικονικότητα) είτε καλύπτει έτερη δικαιοπραξία (σχετική εικονικότητα), ενώ η ενάγουσα επικαλείται στο αγωγικό δικόγραφο πως οι προειρημένες μονομερείς δηλώσεις βουλήσεως της δεύτερης των εναγομένων πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή της ως άνω οφειλής της προς την ενάγουσα και να περιέλθει το περιεχόμενο των προμνημονευθέντων κοινών λογαριασμών αποκλειστικά στην πρώτη εναγομένη, με αποτέλεσμα να μην ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι οι προσβαλλόμενες μονομερείς δηλώσεις είναι άκυρες ως εικονικές, αλλά να αποδέχεται πως επιφέρουν έννομες συνέπειες και να μην πληρούται έτσι η κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ ενδοδιαδικαστική αίρεση της ακυρότητας των εν λόγω μονομερών δηλώσεων ως φαινομενικών και δη κατατεινουσών στη δημιουργία εντυπώσεως περί μεταβολής της προπεριγραφείσας νομικής καταστάσεως, χωρίς να υπάρχει στη δηλούσα πρόθεση τέτοιας μεταβολής (βλ. επιπλέον ΕφΑθ 109/2011 ΔΕΕ 2011,705, Γ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί Αστικού Δικαίου, 1961, παρ. 40, σελ. 127, του ίδιου, Εικονική Δήλωση Βουλήσεως, Εικονικότητα, Παυλιανή Αγωγή, στις Μελέτες Αστικού Δικαίου, 1938, σελ. 354, Καργάδο, ΕρμΑΚ, άρθρα 939-946 αρ. 92, Μομφεράτου, Παυλιανή αγωγή, 1911, σελ. 98).

Κατ’ ακολουθίαν των προπαρατεθέντων, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί και να επιβληθούν, όπως προβλέπεται πιο συγκεκριμένα στο διατακτικό της παρούσας αποφάσεως, τα δικαστικά έξοδα της πρώτης των εναγομένων, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος δια των προτάσεων αυτής, εις βάρος της ενάγουσας ένεκα της ήττας της (άρθρα 106, 176, 189, 190 και 191 ΚΠολΔ). Πρέπει εξάλλου να ορισθεί, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο διατακτικό της αποφάσεως, το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση της ασκήσεως κατά της προκείμενης αποφάσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της ερημοδικασθείσας δεύτερης των εναγομένων (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). Το υποβληθέν από την πρώτη εναγομένη αίτημα περί της επιβολής στην ενάγουσα της θεσπιζόμενης μέσω του άρθρου 205 ΚΠολΔ χρηματικής ποινής τάξεως υπέρ του Ταμείου Ασφαλίσεως Νομικών (Τ.Α.Ν.) απορρίπτεται τέλος ως αβάσιμο, αφού η ανωτέρω αιτιολογία της απορρίψεως της υπό κρίση αγωγής δε στηρίχθηκε σε αξιολόγηση πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1443/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: