Πολ.Πρωτ.Χαν. 44/2007 – Εφετ.Νομολ.Κρήτης 2007, σελ. 243
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ. ΕΝΝΟΙΑ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑΣ ...ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΔΙΑΠΛΗΚΤΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΝΟΜΗΣ. - Για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με τη μορφή της παροχής προσωρινής έννομης προστασίας, κατά συνδυασμό των διατάξεων 682 παρ. 1 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, επιβάλλεται η συνοπτική αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο ή εκείνων που πιθανολογούν την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση, καθώς και συνοπτική αναφορά της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου. Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις (επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος), που ορίζονται διαζευκτικά και αφορούν διαφορετικές κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων, είναι ουσιαστικές και όχι διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα ανωτέρω στοιχεία, καθιστά την αίτηση αόριστη και συνεπώς, απαράδεκτη και απορριπτέα. Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση είναι η ύπαρξη επείγουσας ανάγκης να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση, που αποτελεί την κύρια διαφορά. Υπό την έννοια αυτή, όταν ζητείται η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (728 επ. ΚΠολΔ), καθώς και η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (731 επ. ΚΠολΔ) απαιτείται μνεία επείγουσας περίπτωσης. Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, συντρέχει όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά με δικαστική παρέμβαση, γιατί π.χ. η πάροδος του χρόνου έως την άσκηση της κύριας αγωγής θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής, καθώς τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν χαρακτήρα εξασφαλιστικό του δικαιώματος. Στην έννοια της επείγουσας περίπτωσης δεν συμπεριλαμβάνεται και ο κίνδυνος διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων, αφού από τον κίνδυνο αυτό δεν μπορεί να επέλθει βλάβη του ασφαλιστέου δικαιώματος. Η συνήθης επίκληση στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής του κινδύνου διαπληκτισμών και συγκρούσεων αποτελεί νομικά αβάσιμο ισχυρισμό, αφού τα ασφαλιστικά μέτρα δεν αποτελούν αστυνομικό μέτρο, και για να δικαιολογηθεί η λήψη τους δεν αρκεί μόνον αυτός ο κίνδυνος.
Πολ.Πρωτ.Χαν. 44/2007 – Εφετ.Νομολ.Κρήτης 2007, σελ. 243
Η υπό κρίση έφεση του αιτούντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ' αριθ. *2006 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Κ., η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει ότι παρήλθε η προθεσμία άσκησης της ή άλλος λόγος απαραδέκτου και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία. Με την ένδικη αίτηση του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εξέθεσε τα εξής: Είναι νομέας του περιγραφομένου ακινήτου και οι καθ' ων και ήδη εφεσίβλητοι παράνομα και αυθαίρετα τον απέβαλαν από τη νομή ενός τμήματος του άνω ακινήτου με τον τρόπο που αναφέρει. Επικαλούμενος δε επείγουσα περίπτωση, λόγω του κινδύνου ερίδων και διαπληκτισμών μεταξύ των διαδίκων, ζήτησε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, έτσι ώστε αφού αναγνωρισθεί ο αιτών και ήδη εκκαλών προσωρινά νομέας του επιδίκου, να υποχρεωθούν οι καθ' ων και ήδη εφεσίβλητοι να του αποδώσουν τη νομή του και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική του δαπάνη.
Επί της αιτήσεως αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η ένδικη αίτηση απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη, επειδή δεν πιθανολογήθηκε το δικαίωμα νομής του αιτούντος και ήδη εκκαλούντος. Με την υπό κρίση έφεση του, ο αιτών και ήδη εκκαλών παραπονείται κατά της αποφάσεως αυτής για τους σ' αυτήν διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την παραδοχή της υπό κρίση εφέσεως του, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση του στο σύνολο της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111,117,118 αρ. 4, 216 παρ. 1 και 217 ΚΠολΔ (εκ των οποίων τα δύο τελευταία αναφέρονται στην αγωγή, αλλά εφαρμόζονται σε κάθε εισαγωγικό δικόγραφο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο), προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, γενικά απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτού, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο.
Ειδικά για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με τη μορφή της παροχής προσωρινής έννομης προστασίας, κατά συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με αυτές των άρθρων 682 παρ. 1 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, επιβάλλεται η συνοπτική αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο ή εκείνων που πιθανολογούν την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση, καθώς και συνοπτική αναφορά της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου.
Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις (επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος), που ορίζονται διαζευκτικά και αφορούν διαφορετικές κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων, είναι ουσιαστικές και όχι διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα ανωτέρω στοιχεία, καθιστά την αίτηση αόριστη και συνεπώς, απαράδεκτη και απορριπτέα.
Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση είναι η ύπαρξη επείγουσας ανάγκης να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση, που αποτελεί την κύρια διαφορά. Υπό την έννοια αυτή, όταν ζητείται η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ), καθώς και η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ) απαιτείται μνεία επείγουσας περίπτωσης.
Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, συντρέχει όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά με δικαστική παρέμβαση, γιατί π.χ. η πάροδος του χρόνου έως την άσκηση της κύριας αγωγής θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής, καθώς τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν χαρακτήρα εξασφα-λιστικό του δικαιώματος. Στην έννοια της επείγουσας περίπτωσης δεν συμπεριλαμβάνεται και ο κίνδυνος ?διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων?, αφού από τον κίνδυνο αυτό δεν μπορεί να επέλθει βλάβη του ασφαλιστέου δικαιώματος. Η συνήθης επίκληση στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής του κινδύνου διαπληκτισμών και συγκρούσεων αποτελεί νομικά αβάσιμο ισχυρισμό, αφού τα ασφαλιστικά μέτρα δεν αποτελούν αστυνομικό μέτρο, και για να δικαιολογηθεί η λήψη τους δεν αρκεί μόνον αυτός ο κίνδυνος (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, εκδ. 1996, τόμος Δ', άρθρο 682, αριθ. 10 επ? Κ. Μπέη ΠολΔ, άρθρο 689 παρ. 4, αριθ. 2, σελ. 31, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1976, σελ. 22, ΑΠ 127/1973 ΝοΒ 1973,890, ΑΠ 60/1972 ΕΕΝ 39,379, ΕφΑΘ 1173/1999 ΕλλΔνη 2001, 764, ΠΠΛαρ 67/1999 ΑρχΝ 2000, 546).
Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522ΚΠολΔ), έχει την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής ή της αίτησης. Επομένως, στην περίπτωση που η αόριστη αγωγή ή αίτηση απορρίφθηκε στον πρώτο βαθμό κατ' ουσίαν και ο ενάγων ή ο αιτών-εκκαλών παραπονείται με την έφεση του για την απόρριψη αυτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διαπιστώνοντας με αυτεπάγγελτη έρευνα την αοριστία, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση ως αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο και χωρίς εξ αυτού να θεωρείται ότι έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα.
Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται αντικατάσταση μόνο των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ, επειδή το διατακτικό είναι διάφορο ως προς το αποτέλεσμα (ΕφΑΘ 190/2000 ΕλλΔνη 2000, 837, Εφθεσ 539/2000 ΔΕΕ 2000, 1150, Εφθεσ 440/1999 Αρμ 1999, 1101, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2003, παρ. 851, 854 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών και ήδη εκκαλών, στην ένδικη αίτηση με το προεκτεθέν περιεχόμενο, επικαλείται μόνο κίνδυνο διαπληκτισμών και ερίδων, που ακόμη και αν αποτελούν αληθινή κατάσταση, δεν συνιστούν επείγουσα περίπτωση που αφορά στο επίδικο ακίνητο κατά την έννοια του άρθρου 682 παρ. 1 ΚΠολΔ, για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη.
Περαιτέρω, επειδή δεν επικαλείται άλλα συγκεκριμένα περιστατικά για την ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής και συγκεκριμένα δεν επικαλείται επικείμενη βλάβη του επιδίκου ακινήτου ή έστω επείγουσα ανάγκη χρήσης του, αλλά μάλλον αποβλέπει στην οριστική ικανοποίηση των δικαιωμάτων του επί αυτού, η οποία ωστόσο μπορεί να επιτευχθεί ασφαλώς με τακτική αγωγή, η ένδικη αίτηση με το προεκτεθέν περιεχόμενο έπρεπε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που την απέρριψε εσφαλμένως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν.
Για το λόγο αυτό, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα της αοριστίας, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της. Περαιτέρω, επειδή εν προκειμένω δεν είναι επιτρεπτή η αντικατάσταση της αιτιολογίας της αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει την υπόθεση, να την δικάσει και να απορρίψει την ένδικη αίτηση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.
Επιπλέον, ο εκκαλών πρέπει να καταδικασθεί, λόγω της ήττας του (176 και 183 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος των τελευταίων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ. ΕΝΝΟΙΑ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑΣ ...ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΔΙΑΠΛΗΚΤΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΝΟΜΗΣ. - Για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με τη μορφή της παροχής προσωρινής έννομης προστασίας, κατά συνδυασμό των διατάξεων 682 παρ. 1 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, επιβάλλεται η συνοπτική αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο ή εκείνων που πιθανολογούν την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση, καθώς και συνοπτική αναφορά της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου. Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις (επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος), που ορίζονται διαζευκτικά και αφορούν διαφορετικές κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων, είναι ουσιαστικές και όχι διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα ανωτέρω στοιχεία, καθιστά την αίτηση αόριστη και συνεπώς, απαράδεκτη και απορριπτέα. Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση είναι η ύπαρξη επείγουσας ανάγκης να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση, που αποτελεί την κύρια διαφορά. Υπό την έννοια αυτή, όταν ζητείται η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (728 επ. ΚΠολΔ), καθώς και η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (731 επ. ΚΠολΔ) απαιτείται μνεία επείγουσας περίπτωσης. Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, συντρέχει όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά με δικαστική παρέμβαση, γιατί π.χ. η πάροδος του χρόνου έως την άσκηση της κύριας αγωγής θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής, καθώς τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν χαρακτήρα εξασφαλιστικό του δικαιώματος. Στην έννοια της επείγουσας περίπτωσης δεν συμπεριλαμβάνεται και ο κίνδυνος διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων, αφού από τον κίνδυνο αυτό δεν μπορεί να επέλθει βλάβη του ασφαλιστέου δικαιώματος. Η συνήθης επίκληση στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής του κινδύνου διαπληκτισμών και συγκρούσεων αποτελεί νομικά αβάσιμο ισχυρισμό, αφού τα ασφαλιστικά μέτρα δεν αποτελούν αστυνομικό μέτρο, και για να δικαιολογηθεί η λήψη τους δεν αρκεί μόνον αυτός ο κίνδυνος.
Πολ.Πρωτ.Χαν. 44/2007 – Εφετ.Νομολ.Κρήτης 2007, σελ. 243
Η υπό κρίση έφεση του αιτούντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ' αριθ. *2006 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Κ., η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει ότι παρήλθε η προθεσμία άσκησης της ή άλλος λόγος απαραδέκτου και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία. Με την ένδικη αίτηση του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εξέθεσε τα εξής: Είναι νομέας του περιγραφομένου ακινήτου και οι καθ' ων και ήδη εφεσίβλητοι παράνομα και αυθαίρετα τον απέβαλαν από τη νομή ενός τμήματος του άνω ακινήτου με τον τρόπο που αναφέρει. Επικαλούμενος δε επείγουσα περίπτωση, λόγω του κινδύνου ερίδων και διαπληκτισμών μεταξύ των διαδίκων, ζήτησε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, έτσι ώστε αφού αναγνωρισθεί ο αιτών και ήδη εκκαλών προσωρινά νομέας του επιδίκου, να υποχρεωθούν οι καθ' ων και ήδη εφεσίβλητοι να του αποδώσουν τη νομή του και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική του δαπάνη.
Επί της αιτήσεως αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η ένδικη αίτηση απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη, επειδή δεν πιθανολογήθηκε το δικαίωμα νομής του αιτούντος και ήδη εκκαλούντος. Με την υπό κρίση έφεση του, ο αιτών και ήδη εκκαλών παραπονείται κατά της αποφάσεως αυτής για τους σ' αυτήν διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την παραδοχή της υπό κρίση εφέσεως του, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση του στο σύνολο της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111,117,118 αρ. 4, 216 παρ. 1 και 217 ΚΠολΔ (εκ των οποίων τα δύο τελευταία αναφέρονται στην αγωγή, αλλά εφαρμόζονται σε κάθε εισαγωγικό δικόγραφο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο), προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, γενικά απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτού, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο.
Ειδικά για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με τη μορφή της παροχής προσωρινής έννομης προστασίας, κατά συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με αυτές των άρθρων 682 παρ. 1 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, επιβάλλεται η συνοπτική αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο ή εκείνων που πιθανολογούν την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση, καθώς και συνοπτική αναφορά της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου.
Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις (επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος), που ορίζονται διαζευκτικά και αφορούν διαφορετικές κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων, είναι ουσιαστικές και όχι διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα ανωτέρω στοιχεία, καθιστά την αίτηση αόριστη και συνεπώς, απαράδεκτη και απορριπτέα.
Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση είναι η ύπαρξη επείγουσας ανάγκης να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση, που αποτελεί την κύρια διαφορά. Υπό την έννοια αυτή, όταν ζητείται η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ), καθώς και η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ) απαιτείται μνεία επείγουσας περίπτωσης.
Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, συντρέχει όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά με δικαστική παρέμβαση, γιατί π.χ. η πάροδος του χρόνου έως την άσκηση της κύριας αγωγής θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής, καθώς τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν χαρακτήρα εξασφα-λιστικό του δικαιώματος. Στην έννοια της επείγουσας περίπτωσης δεν συμπεριλαμβάνεται και ο κίνδυνος ?διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων?, αφού από τον κίνδυνο αυτό δεν μπορεί να επέλθει βλάβη του ασφαλιστέου δικαιώματος. Η συνήθης επίκληση στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής του κινδύνου διαπληκτισμών και συγκρούσεων αποτελεί νομικά αβάσιμο ισχυρισμό, αφού τα ασφαλιστικά μέτρα δεν αποτελούν αστυνομικό μέτρο, και για να δικαιολογηθεί η λήψη τους δεν αρκεί μόνον αυτός ο κίνδυνος (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, εκδ. 1996, τόμος Δ', άρθρο 682, αριθ. 10 επ? Κ. Μπέη ΠολΔ, άρθρο 689 παρ. 4, αριθ. 2, σελ. 31, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1976, σελ. 22, ΑΠ 127/1973 ΝοΒ 1973,890, ΑΠ 60/1972 ΕΕΝ 39,379, ΕφΑΘ 1173/1999 ΕλλΔνη 2001, 764, ΠΠΛαρ 67/1999 ΑρχΝ 2000, 546).
Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522ΚΠολΔ), έχει την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής ή της αίτησης. Επομένως, στην περίπτωση που η αόριστη αγωγή ή αίτηση απορρίφθηκε στον πρώτο βαθμό κατ' ουσίαν και ο ενάγων ή ο αιτών-εκκαλών παραπονείται με την έφεση του για την απόρριψη αυτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διαπιστώνοντας με αυτεπάγγελτη έρευνα την αοριστία, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση ως αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο και χωρίς εξ αυτού να θεωρείται ότι έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα.
Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται αντικατάσταση μόνο των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ, επειδή το διατακτικό είναι διάφορο ως προς το αποτέλεσμα (ΕφΑΘ 190/2000 ΕλλΔνη 2000, 837, Εφθεσ 539/2000 ΔΕΕ 2000, 1150, Εφθεσ 440/1999 Αρμ 1999, 1101, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2003, παρ. 851, 854 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών και ήδη εκκαλών, στην ένδικη αίτηση με το προεκτεθέν περιεχόμενο, επικαλείται μόνο κίνδυνο διαπληκτισμών και ερίδων, που ακόμη και αν αποτελούν αληθινή κατάσταση, δεν συνιστούν επείγουσα περίπτωση που αφορά στο επίδικο ακίνητο κατά την έννοια του άρθρου 682 παρ. 1 ΚΠολΔ, για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη.
Περαιτέρω, επειδή δεν επικαλείται άλλα συγκεκριμένα περιστατικά για την ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής και συγκεκριμένα δεν επικαλείται επικείμενη βλάβη του επιδίκου ακινήτου ή έστω επείγουσα ανάγκη χρήσης του, αλλά μάλλον αποβλέπει στην οριστική ικανοποίηση των δικαιωμάτων του επί αυτού, η οποία ωστόσο μπορεί να επιτευχθεί ασφαλώς με τακτική αγωγή, η ένδικη αίτηση με το προεκτεθέν περιεχόμενο έπρεπε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που την απέρριψε εσφαλμένως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν.
Για το λόγο αυτό, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα της αοριστίας, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της. Περαιτέρω, επειδή εν προκειμένω δεν είναι επιτρεπτή η αντικατάσταση της αιτιολογίας της αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει την υπόθεση, να την δικάσει και να απορρίψει την ένδικη αίτηση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.
Επιπλέον, ο εκκαλών πρέπει να καταδικασθεί, λόγω της ήττας του (176 και 183 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος των τελευταίων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου