Μον. Πρωτ. Λάρισας 540/2012 (Ασφ. Μέτρα)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ - ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ) ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ... ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ - Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ - ΑΝ ΓΙΝΕΙ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΠΟΤΕ Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΥΤΗ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ (ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ, ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΚΛΠ)- Δεν πιθανολογήθηκε ότι όταν επιβλήθηκε η κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, η απαίτηση του καθ’ ου θα ικανοποιείτο πλήρως από την κατάσχεση των µισθωµάτων και συνεπώς η κατάσχεση περισσοτέρων στοιχείωνων δεν ειναι καταχρηστική- Επακριβής προσδιορισμός των απαιτήσεων και των προσωπικών στοιχείων του καθ’ ου ή του δικηγόρου του (938, 933, 951, 924, 700, 728, 117 ΚΠολΔ)
Μον. Πρωτ. Λάρισας 540/2012 (Ασφ. Μέτρα) (Δικογραφία 2013, τευχ. Α’, σελ. 163)
Πρόεδρος: Χρυσούλα Παπαδοπούλου Δικηγόροι: Βασ. Τσίντζος, Άγις Παπαστεργίου
Με την κρινόµενη αίτηση η αιτούσα ζητεί, για τους αναφερόµενους σ’ αυτή λόγους, να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της από τον καθ’ ου δυνάµει της αριθµ. …/2012 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιµελητή Δ. Γ., µε την οποία εκτίθεται σε πλειστηριασµό, στις 28.3.2012, η περιγραφόµενη λεπτοµερώς στο δικόγραφο ακίνητη περιουσία της, µέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 24.2.2012 (αριθµ. έκθ. καταθ. 320/2012) ανακοπής που άσκησε, κατά άρθρο 933 ΚΠολΔ, νοµοτύπως και εµπροθέσµως, επικαλούµενη δε ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει σε αυτήν ανεπανόρθωτη βλάβη.
Η αίτηση αρµοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείµενη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε νόµιµη, στηριζόµενη στις διατάξεις των άρθρων 938, 933 ΚΠολΔ, πλην του αιτήµατος περί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης µέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής, το οποίο είναι απορριπτέο ως µη νόµιµο, αφού η αναστολή µπορεί να διαταχθεί µόνο ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής (άρθρο 938 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠολΔ).
Πρέπει να σηµειωθεί ότι από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 700 παρ. 1 και 702 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ανακοπή της αναγκαστικής εκτέλεσης απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά µέτρα, όπως είναι µεταξύ άλλων, η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ), δικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, µε συµπληρωµατική εφαρµογή των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 298/03 Δνη 45. 407, ΑΠ 1613/00 Δνη 42. 680, ΕφΑθ 5371/06 Δνη 2007. 540, ΕφΑθ 11094/90 Δνη 32. 1078, ΜονΠρΑθ 4946/07 Δνη 2008. 302, ΜονΠρΑρτ 25/93 Δνη 35. 177).
Στην πράξη η άσκηση αίτησης αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ είναι περιττή, καθόσον το θέµα της προσωρινής δικαστικής προστασίας καλύπτεται επαρκώς από τη χορήγηση προσωρινής διαταγής που µπορεί να εκδοθεί και µόνο µε την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 702 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα (ΜονΠρΑθ 11256/87 Δνη 1989. 846, ΜονΠρΑθ 18729/86 Δ 1987. 143).
Πρέπει, εποµένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιµο των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Η διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό να αποτρέψει την εκ µέρους του δανειστή καταπίεση του οφειλέτη µε τη δέσµευση δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας του τελευταίου, πρέπει να ερµηνεύεται µε ευρύτητα, δεδοµένου ότι κατά την επιβολή της κατάσχεσης δεν είναι βέβαιο πόσοι δανειστές θα αναγγελθούν, πάντοτε σε συνδυασµό µε τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, η τήρηση των οποίων επιβάλλεται στους διαδίκους, τους νοµίµους εκπροσώπους τους και τους πληρεξούσιούς τους στα πλαίσια της άσκησης δικονοµικών δικαιωµάτων από τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ.
Συνέπεια της παράβασης της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι ο περιορισµός της κατάσχεσης σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία µε δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη, και όχι η ακυρότητά της.
Από το συνδυασµό δε των παραπάνω διατάξεων προς τις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγµατος που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος και έχουν εφαρμογή και στην άσκηση του δικαιώματος του δανειστή να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση της απαίτησής του, προκύπτει ότι μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να κριθεί ως καταχρηστικη η κατάσχεση από το δανειστη περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, όταν είναι περισσότερο από προφανές ότι οι αξιώσεις του θα ικανοποιηθούν στο σύνολό τους από την κατάσχεση ενός και μόνον περιουσιακού στοιχείου (ΑΠ 551/05 Νόμος, ΑΠ 1694/98 Δνη 1999. 600).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης που αποτελεί και αντίστοιχο λόγο ανακοπής, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο καθ’ ου καταχρηστικά προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας της, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στο δικόγραφο, με την αριθμ. …/2012 έκθεση του δικαστικού επιμελητή Δ. Γ., προς ικανοποίηση απαίτησής του, συνολικού ποσού 14.650,23 Ε, δυνάμει της αριθμ. 1887/2011 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον το ύψος αυτής (απαίτησης) τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την αξία του κατασχεθέντος ακινήτου και δη οικοπέδου μετά κτισμάτων που ανέρχεται σε 350.000 Ε, ενώ για την ίδια απαίτηση έχει επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια των μισθωτών της, ως τρίτων, μέχρι του παραπάνω ποσού επί των καταβαλλομένων μισθωμάτων συνολικού ποσού 700 Ε μηνιαίως με τα από 7.11.2011 κατασχετήρια που της κοινοποιήθηκαν από τον καθ’ ου στις 14.11.2011.
Ο λόγος αυτός που προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 934 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ), είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αρχή της παρούσας, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ, 951 παρ. 2 ΚΠολΔ και πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από τα έγγραφα που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η αιτούσα … πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Επί της από 17.2.2011 αίτησης του ήδη καθ’ ου εκδόθηκε η αριθµ. 1887/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών µέτρων), µε την οποία, γενοµένης δεκτής της παραπάνω αίτησης, υποχρεώθηκε η αιτούσα να καταβάλει στον καθ’ ου το ποσό των 13.972,42 Ε, µε το νόµιµο τόκο από 6.2.2010 µέχρι την πλήρη εξόφληση, που αντιστοιχεί στο ήµισυ της απαίτησής του, προερχόµενης από τη νόµιµη αποζηµίωσή του λόγω καταγγελίας της µεταξύ τους σύµβασης εργασίας και αποχώρησής του λόγω συνταξιοδότησης.
Με την από 5.9.2011 επιταγή που κοινοποιήθηκε στην αιτούσα στις 22.9.2011, ο καθ’ ου την επιτάσσει να του καταβάλει α) 13.972,42 Ε µε το νόµιµο τόκο από 6.2.2010, β) για έξοδα και τέλη αντιγράφου 20 Ε, γ) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη 350 Ε, δ) για σύνταξη επιταγής 250 Ε και ε) για επίδοση 57,81 Ε. Προς ικανοποίηση της χρηµατικής αυτής απαίτησής του, µε τα από 7.11.2011 κατασχετήρια που κοινοποιήθηκαν στην αιτούσα στις 14.11.2011, ο καθ’ ου επέβαλε κατάσχεση επί µισθωµάτων συνολικού ποσού 700 Ε µηνιαίως στα χέρια των µισθωτών της αιτούσας, ως τρίτων, Α. Κ. και Α. Α.
Στη συνέχεια, µε επίσπευση του ιδίου κατασχέθηκε αναγκαστικά στις 30.1.2012 δυνάµει της αριθµ. …/2012 έκθεσης του δικαστικού επιµελητή Δ. Γ., η ακίνητη περιουσία της και ειδικότερα ένα οικόπεδο έκτασης 2.500 τµ στη θέση «Π. Γ. Σ.» της περιφέρειας της τέως κοινότητας Σ. του τέως Δήµου Ν. και τώρα δηµοτικού διαµερίσµατος Σ. του Δήµου Τ., του Υποθηκοφυλακείου Κ., το οποίο συνορεύει ανατολικά µε δρόµο Α. Π., δυτικά µε αγροτικό δροµο, βόρεια µε αγροτικό δρόµο και νότια µε την οδό Λ.Σ. Επί του οικοπέδου βρίσκονται κτισµένα µία κεραµοσκεπής αποθήκη και εφαπτόµενη µε αυτή προς τη νότια πλευρά ένας µικρός οικίσκος που χρησιµοποιείται ως χώρος γραφείων και πέραν αυτού προς την πλευρά του δρόµου άλλος µικρός οικίσκος ζυγιστηρίου µαζί µε τη γεφυροπλάστιγγα ζυγιστικής ικανότητας 50 τόνων περίπου, επιφανείας 410 τµ περίπου, µε πλήρη ηλεκτρική και υδραυλική εγκατάσταση.
Η αποθήκη έχει χωριστεί και διαµορφωθεί σε δύο καταστήµατα που λειτουργούν το πρώτο ως super market και το δεύτερο ως αποθήκη και κατάστηµα πώλησης γεωργικών φαρµάκων, µισθωµένα στους προαναφερόµενους Α. Κ. και Α. Α. αντίστοιχα. Η εκτίµηση της αξίας του κατά την κατάσχεση ορίσθηκε στο ποσό των 220.000 Ε και η τιµή πρώτης προσφοράς στο ίδιο παραπάνω ποσό, στο οποίο ανέρχεται η αντικειµενική του αξία. Το παραπάνω ακίνητο βαρύνεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης µε υποθήκες υπέρ της «Α. Τράπεζας», α) ποσού 280.000 δρχ, β) ποσού 100.000 δρχ, γ) 780.000 δρχ, δ) ποσού 120.000 δρχ, ε) ποσού 440.000 δρχ, στ) ποσού 700.000 δρχ, ζ) ποσού 9.200.000 δρχ και η) ποσού 37.125.378 δρχ, ήτοι συνολικού ποσού 48.745.378 δρχ ήτοι 143.053,20 Ε.
Όµως δεν πιθανολογήθηκε ότι ήταν περισσότερο από προφανές, όταν επιβλήθηκε η κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, ότι η απαίτηση του καθ’ ου θα ικανοποιείτο πλήρως από την κατάσχεση των µισθωµάτων, ενόψει του ότι απαιτείτο προς τούτο µεγάλο χρονικό διάστηµα και εξακολούθηση των εν λόγω συµβάσεων µίσθωσης, ενώ παρότι η απαίτηση του καθ’ ου είναι πολύ µικρότερη από την αξία του κατασχεθέντος ακινήτου υπήρχαν οφειλές της αιτούσας σε τράπεζα και µάλιστα εξασφαλισµένες µε εµπράγµατη ασφάλεια (υποθήκη), όπως προαναφέρθηκε, και συνεπώς υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τον αριθµό των πιστωτών που θα αναγγελθούν.
Με τα δεδοµένα αυτά δεν µπορεί να κριθεί ως καταχρηστική η κατάσχεση των περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας, καθόσον δεν παραβιάζει τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και πιθανολογείται ότι ο συναφής λόγος της ανακοπής θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιµος.
Με το δεύτερο λόγο της αίτησης που αποτελεί και αντίστοιχο λόγο ανακοπής, η αιτούσα, επικαλούµενη δικονοµική βλάβη, ισχυρίζεται ότι στην έκθεση κατάσχεσης και στην περίληψη αυτής, µε βάση τις οποίες επισπεύδεται σε βάρος της η αναγκαστική κατάσχεση, δεν προσδιορίζεται επακριβώς το οφειλόµενο ποσό για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, ενόψει και του ότι µε τα από 7.11.2011 κατασχετήρια επιβλήθηκε από τον καθ’ ου σε προγενέστερο χρόνο από εκείνο της κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας της, κατάσχεση των µισθωµάτων των ακινήτων της στα χέρια των µισθωτών, ως τρίτων, προς ικανοποίηση της ιδίας χρηµατικής απαίτησης και έχουν γίνει έκτοτε καταβολές.
Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αβάσιµος. Και τούτο, γιατί, από την επισκόπηση των παραπάνω προσβαλλόµενων εκθέσεων προκύπτει ότι σ’ αυτές προσδιορίζεται σαφώς η απαίτηση του καθ’ ου (κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) βάσει της από 5.9.2011 επιταγής κάτωθι της αριθµ. 1887/2011 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.
Άλλωστε, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, αν η επιταγή έγινε για µεγαλύτερο ποσό, όπως εν προκειµένω ισχυρίζεται η αιτούσα ενόψει των γενοµένων καταβολών βάσει της επιβληθείσας σε βάρος της κατάσχεσης στα χέρια τρίτων, το ύψος των οποίων δεν προσδιορίζει επακριβώς, τούτο δεν συνεπάγεται την ακύρωση των µεταγενέστερων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας γιατί το εν µέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούµενη εκτέλεση, εφόσον ο οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελούµενου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συµπεριλαµβανοµένων και των εξόδων, το δε ζήτηµα του ύψους της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 675/01 Δνη 42. 1575, ΑΠ 390-1/00 Δνη 41. 1324, ΕφΑθ 2535/98 Δνη 40. 385).
Με τον τρίτο λόγο της αίτησης που αποτελεί και αντίστοιχο λόγο ανακοπής, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι στις αριθµ. …/2012 έκθεση κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και …/2012 περίληψη αυτής του δικαστικού επιµελητή Δ. Γ., δεν αναγράφεται η ακριβής διεύθυνση (οδός και αριθµός) του επισπεύδοντος καθ’ ου, αλλά µόνο ότι αυτός είναι κάτοικος Λ. και ως εκ τούτου η σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση πάσχει ακυρότητας, αφού υφίσταται από την παράλειψη αυτή δικονοµική βλάβη, συνιστάµενη στο γεγονός της απώλειας χρόνου από την καθυστέρηση εύρεσης της διεύθυνσης αυτού, ώστε να του κοινοποιήσει δικόγραφα σχετικά µε την αναγκαστική εκτέλεση.
Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιµος, καθόσον, τόσο στην έκθεση κατάσχεσης όσο και στη συνταχθείσα βάσει αυτής περίληψη περιέχονται όλα τα αναγκαία για το ορισµένο αυτών, κατ’ άρθρο 117 ΚΠολΔ, στοιχεία, καθώς και τα πρόσθετα εκείνα από τα άρθρα 954 παρ. 2 και 955 παρ. 1 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα και ειδικότερα ο διορισµός αντικλήτου που είναι ο δικηγόρος που υπέγραψε την επιταγή (άρθρο 924 εδ. δ’ ΚΠολΔ), στην περιορισµένη εξουσία του οποίου περιλαµβάνονται οι επιδόσεις και προσφορές που αφορούν στην εκτέλεση καθώς και οι επιδόσεις των δικογράφων που αναφέρονται στις δίκες περί την εκτέλεση (ΑΠ 790/96 αδημ., ΑΠ 1617/95 Δνη 38. 1084).
Επομένως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πλην των προαναφερομένων, των οποίων δεν πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση και ότι η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της (προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να διαταχθεί η αιτούμενη αναστολή), πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της…
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ - ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ) ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ... ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ - Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ - ΑΝ ΓΙΝΕΙ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΠΟΤΕ Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΥΤΗ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ (ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ, ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΚΛΠ)- Δεν πιθανολογήθηκε ότι όταν επιβλήθηκε η κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, η απαίτηση του καθ’ ου θα ικανοποιείτο πλήρως από την κατάσχεση των µισθωµάτων και συνεπώς η κατάσχεση περισσοτέρων στοιχείωνων δεν ειναι καταχρηστική- Επακριβής προσδιορισμός των απαιτήσεων και των προσωπικών στοιχείων του καθ’ ου ή του δικηγόρου του (938, 933, 951, 924, 700, 728, 117 ΚΠολΔ)
Μον. Πρωτ. Λάρισας 540/2012 (Ασφ. Μέτρα) (Δικογραφία 2013, τευχ. Α’, σελ. 163)
Πρόεδρος: Χρυσούλα Παπαδοπούλου Δικηγόροι: Βασ. Τσίντζος, Άγις Παπαστεργίου
Με την κρινόµενη αίτηση η αιτούσα ζητεί, για τους αναφερόµενους σ’ αυτή λόγους, να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της από τον καθ’ ου δυνάµει της αριθµ. …/2012 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιµελητή Δ. Γ., µε την οποία εκτίθεται σε πλειστηριασµό, στις 28.3.2012, η περιγραφόµενη λεπτοµερώς στο δικόγραφο ακίνητη περιουσία της, µέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 24.2.2012 (αριθµ. έκθ. καταθ. 320/2012) ανακοπής που άσκησε, κατά άρθρο 933 ΚΠολΔ, νοµοτύπως και εµπροθέσµως, επικαλούµενη δε ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει σε αυτήν ανεπανόρθωτη βλάβη.
Η αίτηση αρµοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείµενη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε νόµιµη, στηριζόµενη στις διατάξεις των άρθρων 938, 933 ΚΠολΔ, πλην του αιτήµατος περί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης µέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής, το οποίο είναι απορριπτέο ως µη νόµιµο, αφού η αναστολή µπορεί να διαταχθεί µόνο ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής (άρθρο 938 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠολΔ).
Πρέπει να σηµειωθεί ότι από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 700 παρ. 1 και 702 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ανακοπή της αναγκαστικής εκτέλεσης απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά µέτρα, όπως είναι µεταξύ άλλων, η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ), δικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, µε συµπληρωµατική εφαρµογή των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 298/03 Δνη 45. 407, ΑΠ 1613/00 Δνη 42. 680, ΕφΑθ 5371/06 Δνη 2007. 540, ΕφΑθ 11094/90 Δνη 32. 1078, ΜονΠρΑθ 4946/07 Δνη 2008. 302, ΜονΠρΑρτ 25/93 Δνη 35. 177).
Στην πράξη η άσκηση αίτησης αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ είναι περιττή, καθόσον το θέµα της προσωρινής δικαστικής προστασίας καλύπτεται επαρκώς από τη χορήγηση προσωρινής διαταγής που µπορεί να εκδοθεί και µόνο µε την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 702 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα (ΜονΠρΑθ 11256/87 Δνη 1989. 846, ΜονΠρΑθ 18729/86 Δ 1987. 143).
Πρέπει, εποµένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιµο των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Η διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό να αποτρέψει την εκ µέρους του δανειστή καταπίεση του οφειλέτη µε τη δέσµευση δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας του τελευταίου, πρέπει να ερµηνεύεται µε ευρύτητα, δεδοµένου ότι κατά την επιβολή της κατάσχεσης δεν είναι βέβαιο πόσοι δανειστές θα αναγγελθούν, πάντοτε σε συνδυασµό µε τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, η τήρηση των οποίων επιβάλλεται στους διαδίκους, τους νοµίµους εκπροσώπους τους και τους πληρεξούσιούς τους στα πλαίσια της άσκησης δικονοµικών δικαιωµάτων από τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ.
Συνέπεια της παράβασης της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι ο περιορισµός της κατάσχεσης σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία µε δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη, και όχι η ακυρότητά της.
Από το συνδυασµό δε των παραπάνω διατάξεων προς τις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγµατος που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος και έχουν εφαρμογή και στην άσκηση του δικαιώματος του δανειστή να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση της απαίτησής του, προκύπτει ότι μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να κριθεί ως καταχρηστικη η κατάσχεση από το δανειστη περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, όταν είναι περισσότερο από προφανές ότι οι αξιώσεις του θα ικανοποιηθούν στο σύνολό τους από την κατάσχεση ενός και μόνον περιουσιακού στοιχείου (ΑΠ 551/05 Νόμος, ΑΠ 1694/98 Δνη 1999. 600).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης που αποτελεί και αντίστοιχο λόγο ανακοπής, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο καθ’ ου καταχρηστικά προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας της, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στο δικόγραφο, με την αριθμ. …/2012 έκθεση του δικαστικού επιμελητή Δ. Γ., προς ικανοποίηση απαίτησής του, συνολικού ποσού 14.650,23 Ε, δυνάμει της αριθμ. 1887/2011 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον το ύψος αυτής (απαίτησης) τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την αξία του κατασχεθέντος ακινήτου και δη οικοπέδου μετά κτισμάτων που ανέρχεται σε 350.000 Ε, ενώ για την ίδια απαίτηση έχει επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια των μισθωτών της, ως τρίτων, μέχρι του παραπάνω ποσού επί των καταβαλλομένων μισθωμάτων συνολικού ποσού 700 Ε μηνιαίως με τα από 7.11.2011 κατασχετήρια που της κοινοποιήθηκαν από τον καθ’ ου στις 14.11.2011.
Ο λόγος αυτός που προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 934 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ), είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αρχή της παρούσας, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ, 951 παρ. 2 ΚΠολΔ και πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από τα έγγραφα που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η αιτούσα … πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Επί της από 17.2.2011 αίτησης του ήδη καθ’ ου εκδόθηκε η αριθµ. 1887/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών µέτρων), µε την οποία, γενοµένης δεκτής της παραπάνω αίτησης, υποχρεώθηκε η αιτούσα να καταβάλει στον καθ’ ου το ποσό των 13.972,42 Ε, µε το νόµιµο τόκο από 6.2.2010 µέχρι την πλήρη εξόφληση, που αντιστοιχεί στο ήµισυ της απαίτησής του, προερχόµενης από τη νόµιµη αποζηµίωσή του λόγω καταγγελίας της µεταξύ τους σύµβασης εργασίας και αποχώρησής του λόγω συνταξιοδότησης.
Με την από 5.9.2011 επιταγή που κοινοποιήθηκε στην αιτούσα στις 22.9.2011, ο καθ’ ου την επιτάσσει να του καταβάλει α) 13.972,42 Ε µε το νόµιµο τόκο από 6.2.2010, β) για έξοδα και τέλη αντιγράφου 20 Ε, γ) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη 350 Ε, δ) για σύνταξη επιταγής 250 Ε και ε) για επίδοση 57,81 Ε. Προς ικανοποίηση της χρηµατικής αυτής απαίτησής του, µε τα από 7.11.2011 κατασχετήρια που κοινοποιήθηκαν στην αιτούσα στις 14.11.2011, ο καθ’ ου επέβαλε κατάσχεση επί µισθωµάτων συνολικού ποσού 700 Ε µηνιαίως στα χέρια των µισθωτών της αιτούσας, ως τρίτων, Α. Κ. και Α. Α.
Στη συνέχεια, µε επίσπευση του ιδίου κατασχέθηκε αναγκαστικά στις 30.1.2012 δυνάµει της αριθµ. …/2012 έκθεσης του δικαστικού επιµελητή Δ. Γ., η ακίνητη περιουσία της και ειδικότερα ένα οικόπεδο έκτασης 2.500 τµ στη θέση «Π. Γ. Σ.» της περιφέρειας της τέως κοινότητας Σ. του τέως Δήµου Ν. και τώρα δηµοτικού διαµερίσµατος Σ. του Δήµου Τ., του Υποθηκοφυλακείου Κ., το οποίο συνορεύει ανατολικά µε δρόµο Α. Π., δυτικά µε αγροτικό δροµο, βόρεια µε αγροτικό δρόµο και νότια µε την οδό Λ.Σ. Επί του οικοπέδου βρίσκονται κτισµένα µία κεραµοσκεπής αποθήκη και εφαπτόµενη µε αυτή προς τη νότια πλευρά ένας µικρός οικίσκος που χρησιµοποιείται ως χώρος γραφείων και πέραν αυτού προς την πλευρά του δρόµου άλλος µικρός οικίσκος ζυγιστηρίου µαζί µε τη γεφυροπλάστιγγα ζυγιστικής ικανότητας 50 τόνων περίπου, επιφανείας 410 τµ περίπου, µε πλήρη ηλεκτρική και υδραυλική εγκατάσταση.
Η αποθήκη έχει χωριστεί και διαµορφωθεί σε δύο καταστήµατα που λειτουργούν το πρώτο ως super market και το δεύτερο ως αποθήκη και κατάστηµα πώλησης γεωργικών φαρµάκων, µισθωµένα στους προαναφερόµενους Α. Κ. και Α. Α. αντίστοιχα. Η εκτίµηση της αξίας του κατά την κατάσχεση ορίσθηκε στο ποσό των 220.000 Ε και η τιµή πρώτης προσφοράς στο ίδιο παραπάνω ποσό, στο οποίο ανέρχεται η αντικειµενική του αξία. Το παραπάνω ακίνητο βαρύνεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης µε υποθήκες υπέρ της «Α. Τράπεζας», α) ποσού 280.000 δρχ, β) ποσού 100.000 δρχ, γ) 780.000 δρχ, δ) ποσού 120.000 δρχ, ε) ποσού 440.000 δρχ, στ) ποσού 700.000 δρχ, ζ) ποσού 9.200.000 δρχ και η) ποσού 37.125.378 δρχ, ήτοι συνολικού ποσού 48.745.378 δρχ ήτοι 143.053,20 Ε.
Όµως δεν πιθανολογήθηκε ότι ήταν περισσότερο από προφανές, όταν επιβλήθηκε η κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, ότι η απαίτηση του καθ’ ου θα ικανοποιείτο πλήρως από την κατάσχεση των µισθωµάτων, ενόψει του ότι απαιτείτο προς τούτο µεγάλο χρονικό διάστηµα και εξακολούθηση των εν λόγω συµβάσεων µίσθωσης, ενώ παρότι η απαίτηση του καθ’ ου είναι πολύ µικρότερη από την αξία του κατασχεθέντος ακινήτου υπήρχαν οφειλές της αιτούσας σε τράπεζα και µάλιστα εξασφαλισµένες µε εµπράγµατη ασφάλεια (υποθήκη), όπως προαναφέρθηκε, και συνεπώς υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τον αριθµό των πιστωτών που θα αναγγελθούν.
Με τα δεδοµένα αυτά δεν µπορεί να κριθεί ως καταχρηστική η κατάσχεση των περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας, καθόσον δεν παραβιάζει τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και πιθανολογείται ότι ο συναφής λόγος της ανακοπής θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιµος.
Με το δεύτερο λόγο της αίτησης που αποτελεί και αντίστοιχο λόγο ανακοπής, η αιτούσα, επικαλούµενη δικονοµική βλάβη, ισχυρίζεται ότι στην έκθεση κατάσχεσης και στην περίληψη αυτής, µε βάση τις οποίες επισπεύδεται σε βάρος της η αναγκαστική κατάσχεση, δεν προσδιορίζεται επακριβώς το οφειλόµενο ποσό για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, ενόψει και του ότι µε τα από 7.11.2011 κατασχετήρια επιβλήθηκε από τον καθ’ ου σε προγενέστερο χρόνο από εκείνο της κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας της, κατάσχεση των µισθωµάτων των ακινήτων της στα χέρια των µισθωτών, ως τρίτων, προς ικανοποίηση της ιδίας χρηµατικής απαίτησης και έχουν γίνει έκτοτε καταβολές.
Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αβάσιµος. Και τούτο, γιατί, από την επισκόπηση των παραπάνω προσβαλλόµενων εκθέσεων προκύπτει ότι σ’ αυτές προσδιορίζεται σαφώς η απαίτηση του καθ’ ου (κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) βάσει της από 5.9.2011 επιταγής κάτωθι της αριθµ. 1887/2011 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.
Άλλωστε, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, αν η επιταγή έγινε για µεγαλύτερο ποσό, όπως εν προκειµένω ισχυρίζεται η αιτούσα ενόψει των γενοµένων καταβολών βάσει της επιβληθείσας σε βάρος της κατάσχεσης στα χέρια τρίτων, το ύψος των οποίων δεν προσδιορίζει επακριβώς, τούτο δεν συνεπάγεται την ακύρωση των µεταγενέστερων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας γιατί το εν µέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούµενη εκτέλεση, εφόσον ο οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελούµενου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συµπεριλαµβανοµένων και των εξόδων, το δε ζήτηµα του ύψους της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 675/01 Δνη 42. 1575, ΑΠ 390-1/00 Δνη 41. 1324, ΕφΑθ 2535/98 Δνη 40. 385).
Με τον τρίτο λόγο της αίτησης που αποτελεί και αντίστοιχο λόγο ανακοπής, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι στις αριθµ. …/2012 έκθεση κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και …/2012 περίληψη αυτής του δικαστικού επιµελητή Δ. Γ., δεν αναγράφεται η ακριβής διεύθυνση (οδός και αριθµός) του επισπεύδοντος καθ’ ου, αλλά µόνο ότι αυτός είναι κάτοικος Λ. και ως εκ τούτου η σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση πάσχει ακυρότητας, αφού υφίσταται από την παράλειψη αυτή δικονοµική βλάβη, συνιστάµενη στο γεγονός της απώλειας χρόνου από την καθυστέρηση εύρεσης της διεύθυνσης αυτού, ώστε να του κοινοποιήσει δικόγραφα σχετικά µε την αναγκαστική εκτέλεση.
Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιµος, καθόσον, τόσο στην έκθεση κατάσχεσης όσο και στη συνταχθείσα βάσει αυτής περίληψη περιέχονται όλα τα αναγκαία για το ορισµένο αυτών, κατ’ άρθρο 117 ΚΠολΔ, στοιχεία, καθώς και τα πρόσθετα εκείνα από τα άρθρα 954 παρ. 2 και 955 παρ. 1 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα και ειδικότερα ο διορισµός αντικλήτου που είναι ο δικηγόρος που υπέγραψε την επιταγή (άρθρο 924 εδ. δ’ ΚΠολΔ), στην περιορισµένη εξουσία του οποίου περιλαµβάνονται οι επιδόσεις και προσφορές που αφορούν στην εκτέλεση καθώς και οι επιδόσεις των δικογράφων που αναφέρονται στις δίκες περί την εκτέλεση (ΑΠ 790/96 αδημ., ΑΠ 1617/95 Δνη 38. 1084).
Επομένως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πλην των προαναφερομένων, των οποίων δεν πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση και ότι η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της (προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να διαταχθεί η αιτούμενη αναστολή), πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου