Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΜΠρΑθ 5828/2017 : ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΗΨΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ - ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ Ή ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΑΝΑΓΚΗ - ΣΚΟΠΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ - ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ή Η ΠΛΗΡΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ - ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΕΥΧΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ

ΜΠρΑθ 5828/2017
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΗΨΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ - ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ Ή ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΑΝΑΓΚΗ - ΣΚΟΠΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ - ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η.. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ή Η ΠΛΗΡΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ - ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΕΥΧΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ - Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να υποχρεωθεί η δεύτερη των καθών να απέχει από οποιαδήποτε πράξη ανάμειξης στη διοίκηση και διαχείριση της πρώτης των καθών ανώνυμη εταιρία έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής των αιτούντων - Από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, δεν αποδείχθηκε επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση ώστε να διαταχθεί το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο, ενώ αν γίνει δεκτό το αίτημα, θα οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη ικανοποίηση της αξιώσεως των αιτούντων και θα δημιουργήσει αμετάκλητη κατάσταση, η οποία δεν θα μπορεί να ανατραπεί αν στο μεταξύ ανακληθεί η σχετική απόφαση που θα διατάζει το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο ή διαγνωστεί στην κύρια δίκη, που ενδεχομένως θ’ ακολουθήσει, και δη με ισχύ δεδικασμένου η ανυπαρξία του δικαιώματος των αιτούντων - Απόρριψη αίτησης (682, 688, 728, 731, 732 ΚΠολΔ)

ΜΠρΑθ 5828/2017 (Εφ.Αστ.Δικαίου 2017, σελ. 823)
Πρόεδρος: Ε. Γκορέζη
Δικηγόροι: Θ. Κλουκίνας, Α. Σπυρίδωνος, Α. Χιωτέλλης, Μ. Οικονόμου, Δικαστική Πληρεξούσια ΝΣΚ, Α. Βαγιάνος, Ε. Ρούσσου, Γ.-Α. Ζάννος

1) Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται να διατάσσεται στην περίπτωση που υπάρχει επικείμενος κίνδυνος, ο οποίος απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την απαίτηση, ή συνδρομή επείγουσας περίπτωσης, η οποία επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δραστικών δικαστικών μέτρων, προ ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Σε περίπτωση ανυπαρξίας ή μη πιθανολόγησης των ως άνω πραγματικών προϋποθέσεων καθώς και του ασφαλιστέου δικαιώματος, δε δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και ως εκ τούτου η σχετική αίτηση τυγχάνει απορριπτέα.

Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα σύμφωνα με τον οποίο εξαναγκαστικά μέτρα κατά του προσώπου ή της περιουσίας κάποιου λαμβάνονται μόνο μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της απαίτησης και κάτω από τις εγγυήσεις και τις διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας και, επομένως, απαιτώντας ο νόμος τη συνδρομή επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθιστης ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από την ύπαρξη και συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής (ΜΠρΘεσ 5731/2011, NOMOS, ΜΠρΑθ 2967/2007, NOMOS, ΜΠρΛαρ 1111/2002, NOMOS).

Βάσει των ανωτέρω, επείγουσα περίπτωση συντρέχει όταν υπάρχει ανάγκη άμεσης ρύθμισης επειδή η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να επιφέρει ουσιώδη βλάβη οποιασδήποτε έκτασης είτε στην υλική φύση του αντικειμένου, είτε στον ίδιο το δικαιούχο, καθώς επίσης και όταν η προσβολή του ασφαλιστέου δικαιώματος είναι διαρκής ή υπάρχει επείγουσα ανάγκη να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση που αποτελεί την κύρια διαφορά και, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης αν με την αίτηση σκοπείται αποτροπή κινδύνου στο απώτερο μέλλον (ΜΠρΚαστ 52/2015, NOMOS, ΜΠρΛαρ 116/2015, NOMOS, ΜΠρΡοδ 133/2015, NOMOS).

2) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν παρεπόμενο της εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοιχθεί διαγνωστικής δίκης ως προς το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα και αποβλέπουν στην διασφάλιση, διατήρηση ή προσωρινή ρύθμιση του τελευταίου, μέχρι να συντελεστεί δικαστικά η διάγνωσή του και συνεπώς στην διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Η ικανοποίηση, επομένως, του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή η δημιουργία ουσιαστικής κατάστασης που ανταποκρίνεται στην έννομη συνέπεια που προκύπτει από το ουσιαστικό δικαίωμα, βρίσκεται έξω από τον σκοπό των ασφαλιστικών μέτρων, γι’ αυτό και απαγορεύεται ρητά από τον νόμο και ειδικότερα από την διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, η οποία καθιερώνει την γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία με τα ασφαλιστικά μέτρα δεν επιτρέπεται η δημιουργία αμετακλήτων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, σε τρόπο ώστε να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας.

Ο πιο πάνω κανόνας έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρα 731, 732 ΚΠολΔ), το οποίο κατά τον σκοπό του δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα ασφαλιστικά μέτρα, εφ’ όσον και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά, για να μην δημιουργηθούν μέχρι την περαίωση της κύριας δίκης αμετάκλητες καταστάσεις που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον σκοπό της δίκης αυτής. Η διακριτική ευχέρεια του άρθρου 732 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο που κατά τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή την ρύθμιση κατάστασης, δεν αποτελεί εξαίρεση στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, καθ’ όσον ο τελευταίος αποτελεί οριοθέτηση της με το άρθρο 732 παρεχόμενης στο δικαστήριο διακριτικής ευχέρειας.

Ειδικότερα, η ανωτέρω απεριόριστη διακριτική ευχέρεια έχει τέσσερις φραγμούς: α) δεν πρέπει να παραβιάζει την συνταγματική αρχή του σεβασμού προς την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας (Σ 2 παρ. 1), β) δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια που από την φύση της έχει αυτή η παρεχομένη διακριτική ευχέρεια, γ) δεν πρέπει να δημιουργούνται αμετάκλητες καταστάσεις, δ) θα πρέπει να αφορά ιδιωτική διαφορά ανάμεσα σε δύο τουλάχιστον πρόσωπα που τελούν σε τυπική θέση αντιδικίας και ε) δεν πρέπει να αφορά απαίτηση για την παροχή χρημάτων ή άλλων πραγμάτων, δεκτική υποχρεωτικής προσωρινής επιδίκασης κατά το άρθρο 728 ούτε αξίωση για ενέργεια ή ανοχή υλικής πράξης ή παράλειψη οποιασδήποτε πράξης, που να είναι η αξίωση δεκτική προσωρινής καταδίκης κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ. Εξαίρεση αποτελεί μόνον η διάταξη του άρθρου 728 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο ως ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων που αναφέρονται σ’ αυτήν και πάντως με τους περιορισμούς που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 729 του ΚΠολΔ. Οι παραπάνω διατάξεις απηχούν τις βασικές αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις οποίες η προσωρινή δικαστική προστασία πρέπει: α) να μην ταυτίζεται με το αντικείμενο της οριστικής δικαστικής προστασίας, αλλά να διαφέρει και να υπολείπεται από τούτο και β) να μην δημιουργεί αμετάκλητες καταστάσεις που δεν μπορούν να ανατραπούν όταν ανακληθεί η σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή διαγνωσθεί στην κύρια δίκη με ισχύ δεδικασμένου η ανυπαρξία του δικαιώματος που εξασφαλίστηκε, ώστε να μην ματαιώνεται ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης (Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, 1985, σελ. 58, Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔικ άρθρ., ερμηνεία άρθρου 692, σελ. 1354 επ., ΜΠρΑθ 5658/2005 αδημ., ΜΠρΛαμ 435/2013, ΜΠρΘεσ 10459/2013, ΜΠρΑθ 4700/2006, δημοσίευση Νόμος).

Με την υπό κρίση αίτησή τους οι αιτούντες εκθέτουν ότι είναι μέτοχοι, εκπροσωπώντας το 100% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης των καθών, διοικούμενη από νομιμως ελεγμένο την 6.3.2017 τριμελές διοικητικό συμβούλιο, με θητεία έως την 31.8.2019. Ότι την 30.3.2017 δημοσιεύθηκε ο νόμος 4463/2017, με το άρθρο 10 του οποίου, προστέθηκε η παράγραφος 10 στο άρθρο 54 του Ν 2121/1993, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα διορισμού Επιτρόπου στον Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπως αναλυτικά παραθέτουν οι αιτούντες στο δικόγραφο της αίτησης το περιεχόμενο αυτής της διάταξης.

Ότι κατά νομοθετική εξουσιοδότηση από την διάταξη αυτή, εκδόθηκε υπουργική απόφαση την 28.4.2017, με την οποία διορίσθηκε η δεύτερη των καθών ως Προσωρινή Επίτροπος στην πρώτη των καθών, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο δικόγραφο της αίτησης το περιεχόμενο της υπουργικής απόφασης, με αρμοδιότητες τις αναφερόμενες στο άρθρο 54 παρ. 10 του Ν 2121/1993. Ότι η δεύτερη των καθών, αμέσως μετά τον διορισμό της ζήτησε με την από 28.4.2017 έγγραφη επιστολή της που απηύθυνε στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της πρώτης των καθών, την παράδοση σε αυτήν σειράς εγγράφων για την άσκηση των εξουσιών της δυνάμει του ανωτέρω διορισμού της.

Ότι η ανωτέρω παράγραφος 10 που προστέθηκε στο άρθρο 54 του Ν 2121/1993 με το Ν 4463/2017, είναι αντισυνταγματική καθώς παραβιάζει τα άρθρα 5 και 17 του Σ, αντίθετη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 1 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1976 και αντίθετη στις διατάξεις της ΕΣΔΑ διότι αφαιρεί τις αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης να ασκεί τα καθήκοντά της σχετικά με την εκλογή, παύση, ανάκληση των μελών του ΔΣ, παρεμβαίνει στην ιδιωτική αυτονομία του νομικού προσώπου, παραβιάζει την οικονομική ελευθερία, με αποτέλεσμα να στερηθούν αυτοί (οι αιτούντες) την σχετική κυριαρχική και αποφασιστική εξουσία δια του καταστατικού τους οργάνου της γενικής συνέλευσης με άμεση συνέπεια την αποστέρηση της περιουσίας τους ενώ η δεύτερη των καθών πρόκειται να υποκαταστήσει τη διοίκηση της πρώτης των καθών, καταργώντας την αυτονομία της διοίκησης του νομικού προσώπου αυτής.

Κατόπιν των ανωτέρω ζητούν, να υποχρεωθεί η δεύτερη των καθών να απέχει από οποιαδήποτε πράξη ανάμειξης στη διοίκηση και διαχείριση της πρώτης των καθών έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 9.5.2017 αγωγής των αιτούντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να απειληθεί κατά της δεύτερης των καθών χρηματική ποινή έως 50.000 ευρώ για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί, ήτοι για κάθε ανάμειξή της στη διαχείριση και διοίκηση της πρώτης των καθών και να καταδικαστούν αυτοί στα δικαστικά τους έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό με την προκειμένη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 683 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Σύμφωνα όμως με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας (υπό στοιχεία I), πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμη λόγω έλλειψης επείγουσας περίπτωσης, δεκτών γενομένων των σχετικών ισχυρισμών της δεύτερης των καθών.

Ειδικότερα, μόνη η διατύπωση της παραγράφου 10 του άρθρου 54 του Ν 2121/1993, κατά την οποία «...ο προσωρινός επίτροπος διασφαλίζει την ομαλή είσπραξη από τους χρήστες και την απόδοση προς τους δικαιούχους των ποσών που οι τελευταίοι εισπράττουν ….. ασκεί στο όνομα του οργανισμού κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων των δικαιούχων. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών, ο προσωρινός επίτροπος υποκαθιστά τη διοίκηση από τη δημοσίευση του διορισμού του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως… επεμβαίνει αποφασιστικά ακυρώνοντας κάθε πράξη ή απόφαση που δεν λαμβάνεται από τον ίδιο τον επίτροπο προκειμένου να μην διακοπεί η λειτουργία του οργανισμού ή οδηγηθεί σε πτώχευση. Για τα θέματα διοίκησης, το ΔΣ υποχρεούται να ενημερώνει τον προσωρινό επίτροπο, ο οποίος εάν διαφωνεί με την εν λόγω απόφαση ή ενέργεια που μπορεί να πλήξει τη βιωσιμότητα του οργανισμού ή τα συμφέροντά του, αποφασίσει ο ίδιος», δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση του επείγοντος που απαιτείται για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων προστασίας των δικαιωμάτων εκ της μετοχικής ιδιότητας των αιτούντων και της προστασίας της περιουσίας τους, εν προκειμένω από το διορισμό της συγκεκριμένης Προσωρινής Επιτρόπου, αφού τέτοιος που να δικαιολογεί τη λήψη τους είναι, όπως στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας αναλύθηκε (με αριθμό 1), η ύπαρξη ασυνήθιστης ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από την ύπαρξη και συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής.

Στην υπό αμφισβήτηση όμως ανωτέρω νομοθετική διάταξη δεν προσδιορίζονται οι ακριβείς ενέργειες και πράξεις του Επιτρόπου για την επίτευξη του σκοπού του διορισμού του, αλλά δίδεται η γενική περιγραφή - οριοθέτηση των καθηκόντων, αρμοδιοτήτων και εξουσιών του, η υλοποίηση των οποίων ακολούθως λαμβάνει χώρα με την επιλογή από αυτόν, συγκεκριμένων ενεργειών, ενώ ουδόλως προκύπτει εκ της διατύπωσης της ανωτέρω διατάξεως ότι με το διορισμό του εκάστοτε επιτρόπου παύεται αυτομάτως και απομακρύνεται πλήρως η διοίκηση του οργανισμού.

Επομένως, κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δύναται να προκύψει μόνο εκ των υλικών ενεργειών του εκάστοτε προσωρινού επιτρόπου και όχι εκ της διατυπώσεως της εν λόγω νομοθετικής διάταξης. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, κατά τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αίτηση, η μόνη πράξη της δεύτερης των καθών μετά τον διορισμό της ήταν να ζητήσει την παράδοση σε αυτήν σειράς εγγράφων (το καταστατικό της εταιρίας, την μετοχική της σύνθεση, την εκπροσώπησή της, το οργανόγραμμα της εταιρίας και περιγραφή αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων και θέσεων εργασίας, κανονισμό οργάνωσης και λειτουργίας της εταιρίας, αποφάσεις πολιτικής αποδοχών και κάθε είδους παροχών των μελών του Δ.Σ. και των επικεφαλής των οργανωτικών μονάδων της εταιρίας, οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας, πρακτικά των γενικών συνελεύσεων της Γ.Σ. και συνεδριάσεων Δ.Σ., μισθοδοτικές καταστάσεις, πίνακα προσωπικού, κανονισμό διανομής, ανάλυση διανομής δικαιωμάτων α' εξαμήνου 2017, ενεργές συμβάσεις πελατών) για την άσκηση των εξουσιών της δυνάμει του ανωτέρω διορισμού της, πράξη που δεν θίγει κανένα δικαίωμα των αιτούντων σχετικό με την κυριαρχική και αποφασιστική εξουσία δια του καταστατικού τους οργάνου της γενικής συνέλευσης ούτε έχει ως συνέπεια την αποστέρηση της περιουσίας τους, ενώ η δεύτερη των καθών δι’ αυτής μόνο της ενέργειάς της δεν υποκαθιστά τη διοίκηση της πρώτης των καθών ούτε καταργεί την αυτονομία της διοίκησης του νομικού προσώπου αυτής. Καμία άλλη πράξη αυτής δεν αναφέρεται στο υπό κρίση δικόγραφο, η οποία αληθώς υποτιθέμενη να δημιουργεί κίνδυνο για την περιουσία των αιτούντων - μετόχων ή από αυτήν να υποκαθίσταται πλήρως ή να προκύπτει κίνδυνος πλήρους υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου και στέρησης της διαχείρισης της περιουσίας της εταιρίας (πρώτης των καθών) από τους φορείς της, αιτούντες.

Επιπλέον, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι η διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως διατυπώνεται, δεν περιέχει κατευθυντήριες γραμμές ή οδηγίες στον Δικαστή που επιλαμβάνεται της υποθέσεως, αλλά θεσπίζεται μ’ αυτήν απαγορευτικός κανόνας, με την έννοια ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διατάξει τέτοια ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία συνιστούν ικανοποίηση δικαιώματος, εκτός αν περί τούτου υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση (όπως συμβαίνει μόνο στην περίπτωση των άρθρων 728 και 729 ΚΠολΔ περί προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεων και επί αρμοδιότητος Ειρηνοδικείου του άρθρου 734 ΚΠολΔ, περί προσωρινής ρυθμίσεως της καταστάσεως της νομής), στις οποίες προδήλως δεν εμπίπτει το, δια της ενδίκου αιτήσεως, αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο.

Έτσι, το αίτημα της αιτούσας, που αφορά στην απαγόρευση της δεύτερης των καθών να ασκεί οποιαδήποτε πράξη ανάμειξης στη διοίκηση και διαχείριση της πρώτης των καθών έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 9.5.2017 αγωγής των αιτούντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, θα οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη ικανοποίηση της αξιώσεως των αιτούντων και θα δημιουργήσει αμετάκλητη κατάσταση, η οποία δεν θα μπορεί να ανατραπεί αν στο μεταξύ ανακληθεί η σχετική απόφαση που θα διατάζει το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο ή διαγνωστεί στην κύρια δίκη, που ενδεχομένως θ’ ακολουθήσει, και δη με ισχύ δεδικασμένου η ανυπαρξία του δικαιώματος των αιτούντων. Τούτο διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 10 του Ν άρθρου 54 του Ν 2121/1993, ο διορισμός αυτός της δεύτερης των καθών που έλαβε χώρα την 28.4.2017 έχει εξάμηνη διάρκεια με δυνατότητα παράτασης μία μόνο φορά για τρεις μήνες, ενώ η ήδη ασκηθείσα αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το αίτημα της οποίας κατ’ ουσία ταυτίζεται με αυτό της υπό κρίση αίτησης, θα εκδικασθεί τον Σεπτέμβριο του 2017 και επομένως δεν αναμένεται η έκδοση απόφασης πριν την λήξη της θητείας της δεύτερης των καθών.

Επομένως, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν η αίτηση με τις πρόσθετες παρεμβάσεις, να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση. Σε ότι αφορά τις πρόσθετες παρεμβάσεις, η εξέταση αυτών είναι άνευ αντικειμένου κατόπιν της απόρριψης της αίτησης ως μη νόμιμης και τέλος πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω της εύλογης αμφιβολίας των αιτούντων για την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 ΚΠολΔ). [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: