Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Α.Π. 163 / 2017 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) : ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (ΕΝΝΟΙΑ) - ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ - ΓΝΗΣΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ - ΕΥΘΕΙΑ ΑΞΙΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ (ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ) - ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡ. 371 ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ - ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Α.Π. 163 / 2017    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (ΕΝΝΟΙΑ) - ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ - ΓΝΗΣΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ - ΕΥΘΕΙΑ ΑΞΙΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ... ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ (ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ) - ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡ. 371 ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ - ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ - Ομαδική ασφάλιση των εργαζομένων του Συλλόγου της Τράπεζας με την αναιρεσείουσα - Συμφωνία για καταβολή ασφαλίσματος κατά την συνταξιοδότηση κατόπιν γνωστοποίησης στοιχείων από τον Συλλογο - Γνωστοποίηση των πραγματικών στοιχείων από αναιρεσίβλητο εναγοντα (και όχι από Σύλλογο) και καταβολή μικρότερου ποσού - Η αναιρεσείουσα έπρεπε και χωρίς εντολή του Συλλόγου να διορθώσει η ίδια την αξία της προς τον αναιρεσίβλητο παροχής, αφού με την αναφορά της ασφαλιστικής σύμβασης ότι γνωστοποίηση από το Σύλλογο που θα αποκαλυφθεί αναληθής υπόκειται σε διόρθωση, δεν νοείται ότι η διόρθωση μπορεί να γίνει μόνο από το Σύλλογο - Η άρνηση αυτή για διόρθωση συνιστά παραβίαση της ασφαλιστικής σύμβασης - Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης (αρθρ. 1, 2, 9, 27 του ν. 2496/1997, 173, 200, 361, 371, 410, 411, 412, 713, 717 ΑΚ)

Αριθμός 163/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κράνη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεράσιμο Φουρλάνο, Γεώργιο Λέκκα και Αλτάνα Κοκκοβού, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ..... και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ....., που ανακάλεσε την από 2/10/2015 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/7/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3657/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2666/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/1/2015 αίτησή της και τους από 20/8/2015 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αλτάνα Κοκκοβού ανέγνωσε την από 25/9/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 20/1/2015 αίτησης και των από 20/8/2015 πρόσθετων λόγων αυτής, για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2666/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους προσθέτους λόγους αυτής προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 2666/2014 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, αφού δέχθηκε την από 13-12-2010 έφεση της αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 3657/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που είχε εκδοθεί ερήμην της και δέχθηκε την από 8-7-2009 αγωγή του αναιρεσίβλητου κατ’ αυτής. Ειδικότερα με την αγωγή αυτή ο αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η αναιρεσίβλητη υποχρεούται βάσει ασφαλιστικής σύμβασης, καταρτισθείσας μεταξύ αυτής και του Συλλόγου Επιστημονικού Προσωπικού της ..., του οποίου ετύγχανε μέλος, να καταβάλλει σ’ αυτόν ως δικαιούχο, κατά τη συνταξιοδότηση του, την 19-10-2006, ως εφάπαξ παροχή, το ποσό των 12.681,83 €, το οποίο, κατά τη σύμβαση, προέκυπτε με βάση το μέσο μηνιαίο μισθό του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότησή του, ύψους 5.764,47 € και τα χρόνια υπηρεσίας του και ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να του καταβάλλει νομιμοτόκως τη διαφορά, ποσού 9.195,40 €, δεδομένου ότι αυτή υπολόγισε την άνω παροχή με βάση μηνιαίο μισθό, ύψους 1.584,74 € και του κατέβαλε το ποσό των 3.486,43 €. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής (άρθρ. 569 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 560 του ΚΠολΔ "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου...". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 9 παρ.1 και 27 παρ.1 του ν. 2496/1997, που έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33§4 και 34 του ίδιου νόμου και επί ασφαλιστικών συμβάσεων, που προϋπήρχαν αυτού και είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του, προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού) είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου.

Εξάλλου, ομαδική ασφάλιση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθρο 29 παρ. 3 του ν.2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους.

Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος (τρίτο). Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της σύμβασης (άρθρ. 201επ ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (και όχι από τον αντισυμβαλλόμενο- δέκτη της υπόσχεσης), το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πλήρωσης των όρων της σύμβασης.

Πρόκειται περί γνήσιας ομαδικής ασφάλισης, η οποία λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ. 411 Α.Κ.), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσας παροχής (ΑΠ 11/2006, 1895/2008).

Τέλος, η διαχειριστική ασφάλιση είναι μια επενδυτικής φύσης εργασία, χωρίς να έχει σχέση με την κλασσική μορφή ομαδικής ασφάλισης με την έννοια της ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 13 κεφ.VII παρ. 2 α ΝΔ 400/1970 "Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως" επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να συμβάλλονται με άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού της. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού επιχείρησης ή και των μελών νομικού προσώπου, όπως συλλόγου, η ασφαλιστική επιχείρηση δημιουργεί Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, στον οποίο καταθέτει χρήματα η επιχείρηση ή ο σύλλογος (λήπτης της ασφάλισης), εκείνη δε, έναντι προμήθειας, την οποία λαμβάνει από το λογαριασμό, αναλαμβάνει την υποχρέωση, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί και ειδικότερα όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις της συνταξιοδότησης και οι συμφωνηθέντες, στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, μεταξύ των συμβαλλομένων όροι, να καταβάλλει στον οριζόμενο δικαιούχο (εργαζόμενο της επιχείρησης ή μέλος του συλλόγου) τη συνταξιοδοτική παροχή (ασφάλισμα), την οποία αφαιρεί από το Λογαριασμό Κατάθεσης Ασφαλίστρων, που έχει δημιουργηθεί από τις καταθέσεις του εργοδότη, χωρίς να μετέχει η ίδια (ασφαλιστική εταιρεία), αφού η συμμετοχή της περιορίζεται στη διαχείριση των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και υποχρεούται να προβεί στην καταβολή της συνταξιοδοτικής παροχής στο μέτρο της επάρκειας του λογαριασμού διαχείρισης κεφαλαίων.

Υπό τις συνθήκες αυτές συνάπτεται γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 410, 411 επ. ΑΚ, δηλαδή υπέρ του ασφαλισμένου (εργαζομένου ή μέλος του συλλόγου), καθόσον το δικαίωμα επί του ασφαλίσματος γεννιέται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση απευθείας και αμέσως στο πρόσωπό του, χωρίς να απαιτείται να αποκτηθεί τούτο πρώτα από τον αντισυμβαλλόμενο, λήπτη της ασφάλισης και ύστερα να μεταβιβασθεί από αυτόν στον τρίτο ασφαλισμένο.

Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που έκρινε ως Εφετείο, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο ενάγων προσελήφθη από την Αγροτική Τράπεζα ως προσωρινός υπάλληλος - ειδικός επιστήμων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου κατά το χρονικό διάστημα από 2.01.1975 έως 13.12.1978 και εν συνεχεία ως μόνιμος υπάλληλος κατά το χρονικό διάστημα από 14.12.1978 έως 19.10.2006, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Διευθυντή-Προϊσταμένου Διεύθυνσης, με μέσο όρο ακαθάριστων αποδοχών κατά το τελευταίο έτος πριν από τη συνταξιοδότησή του το ποσό των 5.764,47 ευρώ (βλ. τη με αριθμό ...14.4.2009 βεβαίωση Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού- Τμήμα Διοικητικών Στοιχείων).

Με το με αριθμό ....06.1985 ομαδικό ασφαλιστήριο, το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ της εναγομένης, η οποία έφερε την επωνυμία ... και του Συλλόγου Επιστημονικού Προσωπικού ... (...), ο οποίος το έτος 1998 ενοποιήθηκε με τα λειτουργούντα στην Αγροτική Τράπεζα σωματεία με την επωνυμία ΣΥΛΛΟΓΟΣ ... (...) και ΣΥΛΛΟΓΟΣ ... ... (...), που λειτουργούν ενοποιημένα με το από 5.11.1998 καταστατικό σε ένα σωματείο με την επωνυμία ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΈΝΩΝ ... ..." (...)..., συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: Άρθρο 1-Γενικές Διατάξεις: "Ο Λογαριασμός Διαχείρισης Κεφαλαίου τροφοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές του Συμβαλλομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του συμβολαίου και το Γενικό Κανονισμό Προγράμματος Προνοίας, ο οποίος ρυθμίζει τις σχέσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ Συμβαλλομένου και Ασφαλισμένων [...]. Η Εταιρία θα συναλλάσσεται αποκλειστικά με τον Συμβαλλόμενο για οποιοδήποτε θέμα που περιλαμβάνεται στο συμβόλαιο [...] Οι υποχρεώσεις της Εταιρίας προς τον ασφαλισμένο (εργαζόμενο) αρχίζουν από την ημερομηνία που το κατάλληλο ποσό αποσυρθεί από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου για την καταβολή της προβλεπόμενης παροχής". Άρθρο 3- Εισφορές-Τόκοι που υπολογίζονται στο Κεφάλαιο-Εγγύηση: "3.1.1. Στην αρχή κάθε ασφαλιστικού έτους, ο Συμβαλλόμενος διαβιβάζει στην Εταιρία κατάσταση των εργαζομένων που καλύπτονται από το πρόγραμμα [...] 3.1.2 Με βάση τις παραπάνω πληροφορίες η Εταιρία καθορίζει το ποσό της εισφοράς που καταβάλει ο Συμβαλλόμενος στην αρχή κάθε έτους [...] 3.1.3. Κάθε έτος επανεξετάζονται οι υπολογισμοί για τη διαπίστωση της τεχνικής ισορροπίας του Κεφαλαίου.

Οι διαφορές που τυχόν διαπιστωθούν μπορούν να εξισορροπηθούν είτε με εφάπαξ καταβολή είτε με αύξηση εισφοράς, σύμφωνα με τις προτάσεις της εταιρείας [...] 3.3.3. Η Εταιρία εγγυάται το υπόλοιπο του Λογαριασμού Διαχείρισης Κεφαλαίου κάθε στιγμή [...] Αν η Εταιρία διαπιστώσει ότι ο Λογαριασμός Διαχείρισης Κεφαλαίου είναι ή τείνει να γίνει ανεπαρκής, οφείλει να ενημερώσει γι’ αυτό τον Συμβαλλόμενο και να του εισηγηθεί τις αναγκαίες προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στις εισφορές, ώστε να διατηρηθεί η επάρκεια του Λογαριασμού. Δεν εκδίδεται ασφαλιστήριο σύνταξης και καμία μεταβολή δεν γίνεται από την Εταιρία, εφόσον το υπόλοιπο του λογαριασμού, που υπάρχει την στιγμή της απαίτησης, δεν επαρκεί για την κάλυψη της παροχής αυτής". Άρθρο 5-Γνωστοποιήση Δικαιώματος Παροχής: "5.1. Κατά τη διάρκεια της ισχύος του συμβολαίου ο Συμβαλλόμενος είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσει το δικαίωμα παροχής του ασφαλισμένου. Η γνωστοποίηση θα γίνεται με τη μορφή που έχει καθορίσει η Εταιρία και θα συμπληρώνεται με ικανοποιητικό τρόπο, ώστε να δίνονται στην Εταιρία όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την καταβολή της. 5.2. Η Εταιρία έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποδείξεις που εκείνη θα κρίνει ικανοποιητικές για να επιβεβαιώσει την ακρίβεια των πληροφοριών που περιέχονται στη γνωστοποίηση αυτή. Η Εταιρία δεν έχει καμία υποχρέωση για καταβολή παροχής για οποιοδήποτε άτομα, αν δε λάβει προηγουμένως κανονικά συμπληρωμένη τη γνωστοποίηση. 6.1. Με τη λήψη κανονικά συμπληρωμένης της γνωστοποίησης και με την προϋπόθεση ότι ο Λογαριασμός Διαχείρισης Κεφαλαίου είναι επαρκής για την καταβολή της απαιτούμενης παροχής, η Εταιρία αναλαμβάνει από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου το ποσό που χρειάζεται για την καταβολή της παροχής σε κάθε δικαιούχο που πληροί τις προϋποθέσεις και η οποία είναι σύμφωνη με τους όρους του Προγράμματος και τα στοιχεία του ατόμου που τη δικαιούται, όπως καθορίζονται στη γνωστοποίηση. 6.2. Το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή της παραπάνω παροχής που πρέπει να αναληφθεί από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου υπολογίζεται με βάση το τεχνικό σημείωμα, που ισχύει και έχει εγκριθεί από το Υπουργείο Εμπορίου". Άρθρο 10 -Πληροφορίες: "10.3. Κάθε πληροφορία για ασφαλισμένο, η οποία κατά τη χρονική περίοδο της ασφάλισης ή της αποχώρησης αποκαλυφθεί ανακριβής, θα διορθωθεί για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου. Η Εταιρία θα διορθώσει στη συνέχεια τον υπολογισμό της αξίας των παροχών σε βάρος του κεφαλαίου".

Περαιτέρω, σύμφωνα με το ΓΕΝΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ ..., με ημερομηνία έκδοσης 20.6.1985, ως Συμβαλλόμενος ορίζεται ο ..., ως Ασφαλισμένοι τα μέλη του ανωτέρω Συλλόγου, ως μηνιαίος μισθός ο συνολικός ακαθάριστος μηνιαίος μισθός που δηλώνει κάθε φορά ο συμβαλλόμενος στην Εταιρία, ως συντάξιμος μηνιαίος μισθός ο μέσος μηνιαίος μισθός του τελευταίου 12μηνου πριν από τη συνταξιοδότηση και ως συντάξιμη υπηρεσία ο συνολικός χρόνος παραμονής του ασφαλισμένου στο πρόγραμμα από την ημερομηνία ασφάλισης έως τη συνταξιοδότηση. Τέλος, η παροχή του ανωτέρω ασφαλιστικού προγράμματος, την οποία δικαιούται κάθε ασφαλισμένος κατά την ημερομηνία συνταξιοδότησής του, υπολογίζεται με ποσό ίσο προς 15% του συντάξιμου μηνιαίου μισθού επί τη συντάξιμη υπηρεσία. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ποσού δύο συντάξιμων μισθών με την προϋπόθεση ότι ο συνταξιοδοτούμενος θα έχει συμπληρώσει 25 έτη συνολικής παραμονής στο Σύλλογο, ενώ για μικρότερο διάστημα θα μειώνεται αναλογικά. Ο ανωτέρω Γενικός Κανονισμός Προγράμματος Προνοίας του Συμβολαίου ... τροποποιήθηκε από 01.01.1996 ως προς το είδος της παροχής με τη με αριθμό ... Πρόσθετη Πράξη κατόπιν των από 31.1.1997 και 12.02.1997 αιτήσεων του ... και ορίστηκε ότι "Κάθε ασφαλισμένος δικαιούται εφάπαξ παροχής την ημερομηνία κατά την οποία θα συνταξιοδοτηθεί από τον κύριο ασφαλιστικό φορέα που τον καλύπτει.

Το ποσό αυτής της παροχής είναι: Συντάξιμος μηνιαίος μισθός επί συντάξιμη υπηρεσία επί το ποσοστό, όπως αυτό κατά περίπτωση αναφέρεται παρακάτω [...] Όσα μέλη έχουν συμπληρώσει 15 χρόνια ταμειακής ενημερότητας στο ... δικαιούνται ποσοστό ενίσχυσης 8% για κάθε έτος ταμειακής ενημερότητας". Ακόμη ως μέσος συντάξιμος μηνιαίος μισθός ορίστηκε "ο μέσος μηνιαίος μισθός του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότηση επί του οποίου υπολογίζεται η ενίσχυση των εξερχόμενων μελών του Συλλόγου. Για τα εξερχόμενα μέλη από 01.01.1996 μέχρι 31.12.1997 ορίζεται πλαφόν στο ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού δραχμών 540.000". Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ενάγων συνταξιοδοτήθηκε την 18.10.2006, ο δε Σύλλογος ... απέστειλε με το με αριθμό πρωτ. ...23.11.2006 έγγραφό του προς την εναγομένη αναλυτική κατάσταση των μελών του που συνταξιοδοτήθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, για τον οποίο αναφέρεται η συντάξιμη υπηρεσία του από την ημέρα εγγραφής του στο Σύλλογο την 1.5.1979, ήτοι 27 έτη και έξι μήνες, καθώς και ο μέσος μηνιαίος μισθός του, ο οποίος για όλους τους υπαλλήλους ορίζεται στο ποσό των 1.584,74 ευρώ (540.000 δραχμές). Η εναγομένη υπολόγισε το ποσό της οφειλόμενης στον ενάγοντα παροχής στο ποσό των 3.846,43 ευρώ (27,5 έτη Χ 8% Χ 1584,74 ευρώ) και εξέδωσε τη με αριθμό πρωτ. .../8.12.2006 εντολή πληρωμής.

Ακολούθως ο ενάγων, εφόσον είχε επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος με τη συνταξιοδότησή του και είχε καταστεί δικαιούχος της εφάπαξ παροχής..., με το από 20.5.2009 έγγραφό του προς την εναγομένη, το οποίο αποτελεί ενάσκηση του δικαιώματος που του παρέχει το άρθρο 10.3 της ανωτέρω σύμβασης, ζήτησε τη διόρθωση της πληροφορίας ως προς το μέσο μηνιαίο μισθό, προσκομίζοντας το με αριθμό πρωτ. ...24.4.2009 έγγραφο της εργοδότριας εταιρίας του, από το οποίο προέκυπτε ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 5.764,47 ευρώ. Η εναγομένη με την έφεσή της ισχυρίζεται ότι ήδη με τη με αριθμό .../1997 Πρόσθετη Πράξη ο μέσος μηνιαίος μισθός ορίστηκε για όλους τους ασφαλισμένους υπαλλήλους στο ποσό των 540.000 δρχ., ήτοι 1584,74 ευρώ, το οποίο είχε άτυπα αναπροσαρμοστεί από 1.1.1996 και συνεχίστηκε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης ασφάλισης το έτος 2013. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι εκτός από το με αριθμό …1984 ασφαλιστήριο και τη με αριθμό .../1997 Πρόσθετη Πράξη, στην οποία όμως αναφέρεται ότι το πλαφόν των 540.000 δραχμών, ήτοι 1584,74 ευρώ, ισχύει για το χρονικό διάστημα 1996-1997, η εναγομένη δεν επικαλείται κατά τα λοιπά έγγραφη συμφωνία μεταξύ αυτής και του Συλλόγου για την περαιτέρω διατήρηση του πλαφόν... Εξάλλου για τη νόμιμη τροποποίηση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης έπρεπε να έχει ληφθεί έγκυρη απόφαση από το αντισυμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο είτε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσής του είτε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του κατόπιν σχετικής πρόβλεψης στο καταστατικό.

Τέτοια όμως απόφαση δεν προσκομίζεται... Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται: α) από το από 16.12.1998 χειρόγραφο σημείωμα του Κ. Λ., Γενικού Γραμματέα του ..., με το οποίο ενημερώνει ότι υφίσταται ανώτατο όριο αποδοχών 540.000 δρχ. για κάθε περίπτωση, β) από το με αριθμό ...7.10.2010 έγγραφο του ... προς την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, στο οποίο αναφέρεται ότι ο ..., με αποφάσεις του Δ.Σ. και επικυρώσεις από τη ΓΣ, είχε βάλει πλαφόν στο ύψος των μισθών αρχικά το έτος 1992 και εν συνεχεία τα έτη 1995 και 1997, το οποίο διατηρήθηκε και ακολούθως με αποφάσεις του ..., διότι από τα ανωτέρω έγγραφα δεν αποδεικνύεται η νομότυπη λήψη σχετικών αποφάσεων από τα αρμόδια αυτού όργανα, ούτε βέβαια υπήρξε έγγραφη τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία να καθόριζε πλέον ως πλαφόν το ποσό των 540.000 δρχ. Ακόμη στο επικαλούμενο από την εναγομένη με αριθμό ....2.1997 έγγραφο ουδόλως γίνεται μνεία περί του πλαφόν, όπως αβάσιμα αυτή ισχυρίζεται, ενώ στο με αριθμό ....1.1997 έγγραφο του Συλλόγου Επιστημονικού Προσωπικού ... αναφέρεται μόνο ότι το πλαφόν των 540.000 δραχμών ισχύει για τους εργαζομένους που εξέρχονται από 01.01.1996 έως 31.12-1997.

Περαιτέρω τα φύλλα υπολογισμού ενίσχυσης για το έτος 1993 προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι είχε ήδη καθιερωθεί πλαφόν, πέραν του ότι δεν φέρουν υπογραφή του συντάκτη τους, αναφέρουν ως πλαφόν το ποσό των 390.000 δρχ., δηλαδή άλλο ποσό... Από τα ανωτέρω... δεν προκύπτει ότι η σύμφωνα με το άρθρο 3 της ασφαλιστικής σύμβασης εισφορά, την οποία οφείλει να καταβάλει ο Συμβαλλόμενος στην αρχή κάθε έτους για την καλυπτόμενη ομάδα, υπολογίστηκε σύμφωνα με το ανωτέρω πλαφόν των 540.000 δραχμών για κάθε υπάλληλο, αφού σύμφωνα με το παράρτημα του με αριθμό …1984 ασφαλιστήριου συμβολαίου, η τακτική μηνιαία εισφορά εκ μέρους του εργαζομένου, άρα και του ενάγοντος, καθορίζεται σε 0,40% επί του συνολικού μηνιαίου ακαθάριστου μισθού...

Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατά τα άρθρα 1 και 10§3 του ασφαλιστηρίου αυτή συμβάλλεται αποκλειστικά με τον Σύλλογο και ότι οι πληροφορίες για τον υπολογισμό της παροχής, καθώς και η διόρθωση αυτών γίνονται μόνο από τον συμβαλλόμενο Σύλλογο. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω..., με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, δηλαδή τη συνταξιοδότηση του ενάγοντος, αυτός απέκτησε άμεσο και ίδιο αποκλειστικό δικαίωμα έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 5, 10.2 και 10.3. του ασφαλιστηρίου σε συνδυασμό με το Παράρτημα Β’ αυτού, όπου αναφέρεται ότι " Η τακτική εισφορά για το συμβόλαιο αυτό ορίζεται σε 0,40 % του συνολικού μηνιαίου ακαθάριστου μισθού και καταβάλλεται από τον Συμβαλλόμενο", προκύπτει ότι ο ενάγων ως δικαιούχος πλέον έθεσε τα στοιχεία των πραγματικών μηνιαίων αποδοχών του κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, προσκομίζοντας τη σχετική εργοδοτική βεβαίωση, ενώ η εναγομένη, σύμφωνα με τους ανωτέρω όρους, είχε δικαίωμα να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες για την ακρίβεια των πληροφοριών που της είχε χορηγήσει ο συμβαλλόμενος Σύλλογος προκειμένου να καταβληθεί η παροχή και δεν χρειαζόταν να αναμένει διόρθωση ή ενημέρωση εκ μέρους του αντισυμβαλλόμενου Συλλόγου. Με διαφορετική εκδοχή, αν ο Σύλλογος αδρανούσε, το δικαίωμα του ασφαλισμένου, ο οποίος εν τω μεταξύ κατέβαλε τις εισφορές προς την εναγομένη, θα καθίστατο ανενεργό, πράγμα το οποίο δεν προκύπτει από τη σύμβαση, αφού μάλιστα και η καταβολή του ασφαλίσματος γινόταν απευθείας στον ασφαλισμένο. Ακόμη ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν δύναται να έχει λόγο για το ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού επί του οποίου υπολογιζόταν το ποσό της παροχής, αφού αυτή δεν κατέβαλε ίδια κεφάλαια, αλλά πρόκειται περί κεφαλαίων του αντισυμβαλλόμενου συλλόγου εκ των εισφορών των μελών του, τα οποία αυτή απλώς διαχειριζόταν βάσει αναλογιστικών μελετών, αποδεικνύεται ουσία αβάσιμος.

Ειδικότερα από τους όρους 3.1.1., 3.1.2. και 3.3. του ασφαλιστηρίου, οι οποίοι αναφέρονται ανωτέρω, προκύπτει ότι η εναγομένη έχει την εποπτεία του Λογαριασμού Διαχείρισης Κεφαλαίου και πρέπει να μεριμνά και να προχωρά σε όλες τις απαραίτητες συστάσεις προς τον Συμβαλλόμενο Σύλλογο, ώστε να διατηρείται η επάρκεια του λογαριασμού. Συνεπώς αυτή έχει αναλάβει την ευθύνη της εποπτείας του Λογαριασμού Διαχείρισης Κεφαλαίου και της τήρησης των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης στην οποία έχει προσχωρήσει... Η εναγομένη υπολόγισε το ποσό της εφάπαξ παροχής ως εξής: [(1584,74 ευρώ (μέσος μηνιαίος μισθός του τελευταίου δωδεκαμήνου) Χ 27 έτη και 6 μήνες (προϋπηρεσία)) Χ 8%]= 3486,43 ευρώ, ενώ ο ορθός υπολογισμός του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότηση του ενάγοντα είναι [(5.764,47 ευρώ Χ 27 έτη και 6 μήνες) Χ 8%]= 12.681,83 ευρώ.

Ο ενάγων έχει ήδη γνωστοποιήσει στην εναγομένη με το από 20.5.2009 έγγραφό του το πραγματικό ύψος των αποδοχών του, επισυνάπτοντας το με αριθμό ...14.4.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού ... και ζήτησε τον ορθό υπολογισμό της εφάπαξ παροχής, σύμφωνα με το άρθρο 10§3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Η εναγομένη όμως, αρνήθηκε να προβεί σε διόρθωση του υπολογισμού της παροχής του ενάγοντα κατ’ άρθρο 10 παρ. 3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και να καταβάλει το ποσό που αυτός δικαιούται και συγκεκριμένα το ποσό των (12.681,83 ευρώ - 3.486,43 ευρώ) 9.195,40 ευρώ, παραβιάζοντας τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου καθώς και τις διατάξεις του ν. 2496/1997 για την ασφαλιστική σύμβαση και την ιδιωτική ασφάλιση. Η προβαλλόμενη με τις προτάσεις της εκκαλούσας ένσταση περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ύψους των διαθέσιμων κεφαλαίων του Λογαριασμού Διαχείρισης του Ασφαλιστηρίου, το οποίο έχει λήξει με καταγγελία της σύμβασης, είναι απορριπτέα ως αόριστη (άρθρο 216, 269 ΚΠολΔ), διότι αυτή δεν αναφέρει τα διαθέσιμα κεφάλαια του Λογαριασμού Διαχείρισης, καθώς και την αναλογία που αντιστοιχεί ως καταβολή για το συγκεκριμένο δικαιούχο-ενάγοντα...".

Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πρωτοδικείο, που έκρινε ως Εφετείο, δέχθηκε μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κατά παραδοχή της έφεσης της αναιρεσείουσας, που είχε εκδοθεί ερήμην της, την αγωγή του αναιρεσίβλητου και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα-εναγομένη να καταβάλλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 9.195,40 €. Η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά τα σχετικά του σκέλη και τον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής, ομοίως κατά τα σχετικά του σκέλη, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι αν και θα έπρεπε, με βάση τις πραγματικές παραδοχές της σε σχέση με το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τις οποίες αυτή δεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει παροχή προς τα μέλη του αντισυμβαλλόμενου Συλλόγου χωρίς την προηγούμενη γνωστοποίηση των στοιχείων του υπολογισμού της από αυτόν, να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι κατά την εν λόγω σύμβασή τους, που είχε το χαρακτήρα Λογαριασμού Διαχείρισης Κεφαλαίου, στο πλαίσιο του οποίου η ευθύνη της περιοριζόταν μόνο στη διαχείρισή του, υποχρεούτο στην καταβολή παροχών προς τα μέλη του Συλλόγου, όπως αυτές διαμορφώνονταν ποσοτικά και χρονικά από τη συμβατικώς προβλεπόμενη γνωστοποίηση του Συλλόγου προς αυτή, έστω και αν οι πραγματικές αποδοχές των μελών ήταν διαφορετικές, διότι χωρίς την εντολή αυτή υφίστατο αδυναμία της να αναλάβει ποσό από τον παραπάνω λογαριασμό μεγαλύτερο του καταβληθέντος, εντούτοις κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα και συγκεκριμένα ότι στο πλαίσιο της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης ο αναιρεσίβλητος (τρίτος) απέκτησε άμεσο δικαίωμα κατ’ αυτής (υποσχεθείσας) για ασφαλιστική παροχή μεγαλύτερη από αυτή που της είχε γνωστοποιήσει ο αντισυμβαλλόμενος Σύλλογος (δέκτης της υπόσχεσης), έστω και χωρίς την, κατά τη σύμβαση, προηγούμενη σχετική εντολή προς αυτή από τον αντισυμβαλλόμενο Σύλλογο (δέκτη της υπόσχεσης) για την καταβολή της διαφοράς του ασφαλίσματος και ανάληψη εκ μέρους της του σχετικού ποσού από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου, απαιτείτο δε τροποποίηση του ασφαλιστηρίου για να τεθεί ως βάση υπολογισμού της παροχής διαφορετικό ποσό από το προκύπτον με βάση τις πραγματικές αποδοχές του αναιρεσιβλήτου.

Ειδικότερα η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι ναι μεν η μεταξύ αυτής και του Συλλόγου σύμβαση χορηγεί δικαίωμα στα μέλη του Συλλόγου να αξιώσουν απευθείας από αυτή τις συμφωνημένες παροχές, δηλαδή ενεργεί ως γνήσια υπέρ τρίτων σύμβαση, μέχρι του ποσού όμως που κάθε παροχή προσδιορίζεται από το Σύλλογο με σχετική γνωστοποίηση προς αυτή, οπότε και υποχρεούται αυτή, συμμορφούμενη προς τη σχετική γνωστοποίηση (εντολή) του Συλλόγου, να αναλάβει από το σχετικό Λογαριασμό το αντίστοιχο ποσό (εφάπαξ παροχή) και να το καταβάλει στα δικαιούμενα μέλη του Συλλόγου, διόρθωση δε τυχόν ανακριβούς γνωστοποίησης μπορεί να γίνει μόνο από το Σύλλογο και όχι από τα μέλη του.

Συνεπώς, ισχυρίζεται περαιτέρω η αναιρεσείουσα, ο αναιρεσίβλητος, αξιώνοντας ως μέλος του Συλλόγου την καταβολή σ’ αυτόν παροχής υπέρτερου ποσού από αυτό που της γνωστοποίησε ο Σύλλογος, ενεργεί χωρίς δικαίωμα και είναι απορριπτέα η αγωγή του, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο ζητεί διαφορετική ως προς το ποσό παροχή από αυτή που συμφώνησαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Οι άνω αιτιάσεις θα μπορούσαν να προσδώσουν στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα σχετικό με την ερμηνεία της επίδικης σύμβασης. Τέτοιος όμως λόγος δεν διατυπώνεται κατά τρόπο ορισμένο, αφού δεν γίνεται, όπως θα έπρεπε, αναφορά στις διατάξεις των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθώς και στο κενό ή στην ασάφεια που υποτίθεται ότι διαπίστωσε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στις δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων και στο σφάλμα στο οποίο με την απόφασή του συνακόλουθα υπέπεσε κατά την εφαρμογή των ως άνω ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών.

Αντίθετα με τις αιτιάσεις αυτές επιχειρείται, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΑΚ, να αποδοθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση η με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή παραβίαση των αναφερομένων στην αναίρεση και στους προσθέτους αυτής λόγους διατάξεων των άρθρων 1, 2, 9 και 27 του ν. 2496/1997, 336, 338, 361, 380, 410, 411 επ., 713 και 717 ΑΚ και 13 παρ. 2 περίπτωση VII, υποπερ.2α του ΝΔ 400/1970, στην πραγματικότητα όμως πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και γι’ αυτό οι σχετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Ειδικότερα υπό τις παραπάνω εκτιθέμενες παραδοχές, δεν συντρέχει παραβίαση, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, των ως άνω διατάξεων, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η ασφαλιστική σύμβαση, που καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας, με την ιδιότητα του ασφαλιστή και του Συλλόγου Εργαζομένων ..., με την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου, υπέρ των εργαζομένων - μελών του, για την καταβολή εφάπαξ παροχής από το Λογαριασμό Διαχείρισης Κεφαλαίου κατά τη συνταξιοδότησή τους, υπολογιζόμενης, κατά τη σύμβαση, με βάση το μέσο όρο των μηνιαίων μισθών του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν από τη συνταξιοδότηση και τα χρόνια υπηρεσίας, είχε το χαρακτήρα της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, ότι ως εκ τούτου ο εκάστοτε εργαζόμενος, μέλος του Συλλόγου, αποκτούσε άμεσο δικαίωμα κατά του υποσχεθέντος ασφαλιστή από τη στιγμή που ο τελευταίος αναλάμβανε από το κεφάλαιο το αναγκαίο ποσό για το σχηματισμό της εφάπαξ παροχής προς τον εργαζόμενο, ήτοι από τη στιγμή της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, που συνέπιπτε με τη συνταξιοδότησή του, ότι μετά ταύτα από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά τα παραπάνω, ο αναιρεσίβλητος, μέλος του αντισυμβαλλόμενου Συλλόγου και δικαιούχος της άνω εφάπαξ παροχής, ως έχων άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα επί της παροχής αυτής νομιμοποιείτο να στραφεί ευθέως κατά του υποσχεθέντος ασφαλιστή και να διεκδικήσει την παροχή του, ώστε να του καταβληθεί η διαφορά, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα κατέβαλε αυτή με βάση μηνιαίο μισθό, ύψους 1.584, 74€, που, κατά παράβαση της ασφαλιστικής σύμβασης, ανακριβώς της γνωστοποίησε ο Σύλλογος και όχι, όπως, σύμφωνα με αυτή (ασφαλιστική σύμβαση), έπρεπε να υπολογισθεί με βάση το μέσο όρο των μηνιαίων μισθών αυτού των τελευταίων 12 μηνών πριν από τη συνταξιοδότησή του, που ανερχόταν σε 5.764,47€, ποσό στο οποίο η αναιρεσείουσα έπρεπε και χωρίς εντολή του Συλλόγου να διορθώσει η ίδια την αξία της προς τον αναιρεσίβλητο παροχής, αφού με την αναφορά στο άρθρ. 10§3 της ασφαλιστικής σύμβασης ότι γνωστοποίηση από το Σύλλογο που θα αποκαλυφθεί αναληθής υπόκειται σε διόρθωση, δεν νοείται ότι η διόρθωση μπορεί να γίνει μόνο από το Σύλλογο.

Περαιτέρω, αβάσιμος είναι ο πρώτος πρόσθετος λόγος κατά το σχετικό σκέλος του από τον αυτό αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 201, 202, 410 και 411 ΑΚ, διότι ενόψει του ότι το διαθέσιμο του Λογαριασμού Διαχείρισης Κεφαλαίου συνιστά το ανώτατο όριο ευθύνης της και η υπόσχεσή της προς το Σύλλογο προς παροχή έγινε υπό την αίρεση της επάρκειάς του, ο ισχυρισμός της περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του υπολοίπου του Λογαριασμού Διαχείρισης κατά το χρόνο συνταξιοδότησης του αναιρεσιβλήτου ήταν νόμιμος και βάσιμος και όχι αβάσιμος για το λόγο, όπως δέχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι αν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση θα ετίθεντο σε κίνδυνο τα δικαιώματα των μη συνταξιοδοτούμενων μελών του συλλόγου. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο ως άνω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας απορρίφθηκε ως αόριστος, διότι δεν ανέφερε τα διαθέσιμα κεφάλαια του Λογαριασμού Διαχείρισης, καθώς και την αναλογία που αντιστοιχεί στον αναιρεσίβλητο, και όχι ως αβάσιμος, επειδή δήθεν θα ετίθεντο σε κίνδυνο τα δικαιώματα των μη εισέτι συνταξιοδοτημένων μελών του Συλλόγου.

Εξάλλου απορριπτέος ως απαράδεκτος κατά το σχετικό σκέλος του είναι ο πρώτος πρόσθετος λόγος της αίτησης αναίρεσης και κατά την αιτίαση από τον αριθμό και πάλι 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, δηλαδή ότι γνωστοποιώντας ο Σύλλογος στην αναιρεσείουσα για τον προσδιορισμό της προς τον αναιρεσίβλητο παροχής μικρότερο ποσό των πραγματικών αποδοχών του προέβη κατά την έννοια αυτή σε μερική ανάκληση του υπέρ αυτού δικαιώματος στην παροχή και έτσι έπρεπε να αξιολογηθεί από την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η αναιρεσείουσα δεν είχε προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, όπως όφειλε κατά το άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ, τέτοιο ισχυρισμό από το άρθρ. 412 ΑΚ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ "αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει γίνεται από το δικαστήριο". Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, που αποτελεί ειδική έκφραση των αρχών της καλής πίστης, παρέχεται η δυνατότητα, η οποία απορρέει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής σε κάποιον από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, ο οποίος υποχρεούται να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση. Προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και υφίσταται υπό την έννοια ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης και μετά τη σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ’ έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος, βάρος ή κατ’ άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. (ΑΠ 110/2015).

Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει ομοίως αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, παραπονείται για ευθεία παραβίαση της διάταξης του άρθρου 371 ΑΚ, λόγω μη εφαρμογής της, άλλως λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της, αιτιώμενη ειδικότερα ότι το Πρωτοδικείο που έκρινε ως Εφετείο, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε με τη συνταξιοδότησή του άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από αυτή την παροχή, το ύψος της οποίας μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τις πραγματικές μηνιαίες αποδοχές του, δίχως να εξαρτάται από τη διαμεσολάβηση του συμβαλλομένου Συλλόγου, δηλαδή χωρίς να προσδιορίζεται από το ποσό που θα γνωστοποιούσε σ’ αυτή ο Σύλλογος, παρόλο που κατά την ασφαλιστική σύμβαση ήταν αναγκαία για τον προσδιορισμό της παροχής η γνωστοποίηση του ακριβούς ύψους της από τον Σύλλογο, στον οποίο κατά την έννοια αυτή τα μέρη ανέθεσαν τον ειδικότερο προσδιορισμό της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωταρχικά ως απαράδεκτος, αφού συνέχεται με ισχυρισμό που δεν προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, όπως το άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ επιβάλλει, σε κάθε δε περίπτωση βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Ειδικότερα από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρ. 371 ΑΚ, η οποία και δεν ήταν εφαρμοστέα με βάση τις παραδοχές του, αφού σύμφωνα με αυτές η προβλεπόμενη ασφαλιστική παροχή δεν ήταν αόριστη, καθόσον ο υπολογισμός της είχε ορισθεί από τη σύμβαση κατ’ έκταση και χρόνο με βάση το μέσο όρο των 12 μηνιαίων μισθών του αναιρεσιβλήτου πριν από τη συνταξιοδότησή του και τα χρόνια υπηρεσίας του, είχε δε απλώς ανατεθεί η γνωστοποίησή της στην αναιρεσείουσα από το Σύλλογο, οποίος όμως τη γνωστοποίησε ανακριβώς.

Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των τριακοσίων (300) ευρώ, που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 8/2015 έκθεση κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.1.2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2666/2014 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως και τους από 20.8.2015 προσθέτους λόγους αυτής. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου των τριακοσίων (300) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του σε δημόσια συνεδρίαση στις 30 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: